ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 354/2023
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Περικλή Αλεξίου, Πρόεδρο Εφετών, Γεσθημανή Τσουλφόγλου, Νικόλαο Βόκα – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Φωτεινή Μποροδήμου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Νοεμβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Τεχνικής ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «… Ο.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στη …. …, οδός …. αρ. …, ΑΦΜ …, Δ.Ο.Υ. …., και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο παρόν δικαστήριο, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Καπανίδη, AM … …., ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) …., κατοίκου …., οδός … αρ. .., ΑΦΜ … Δ.Ο.Υ. …, 2) …, κατοίκου …, … αρ. .., 3) …., κατοίκου …, …. αρ. .. και 4) …., κατοίκου … του Δήμου …., ΑΦΜ …., οι οποίοι ούτε παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 18-4-2021 (αρ. κατ. ….2021) αγωγή αδικοπραξίας, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου …, ζήτησε από τους εφεσιβλήτους – εναγομένους όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 17/ΤΠ/2022 απόφασή του ως προς μεν τους τρεις πρώτους εναγόμενους, απέρριψε την αγωγή κατ’ ουσίαν, λόγω πλασματικής ερημοδικίας της ενάγουσας, επειδή δεν προσκόμισε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου και ως προς τον τέταρτο εναγόμενο, ο οποίος δεν παρέστη κατά την πρωτοβάθμια συζήτηση, κήρυξε τη συζήτηση της αγωγής ματαιωθείσα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα με την από 17-9-2022 (αρ. κατ. …2022) έφεση. Η συζήτηση της έφεσης προσδιορίστηκε για την παρούσα δικάσιμο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε ερήμην των εφεσιβλήτων. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η ενάγουσα παραστάθηκε ως ανωτέρω αναφέρεται.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 271, 272 παρ. 1 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως τα δύο πρώτα από αυτά τροποποιήθηκαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 και το άρθρο 524 παρ. 1 με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του N. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015) και ισχύουν από 1.1.2016 σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου του ιδίου άνω νόμου, τα οποία εφαρμόζονται και στην κρινόμενη έφεση ως εκ του χρόνου ασκήσεως αυτής μετά την προαναφερόμενη ημερομηνία, ήτοι την 19.09.2022 (βλ. την αρ. εκθ. κατ. …/2022), συνάγεται ότι, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, προϋπόθεση του παραδεκτού της είναι η νόμιμη κλήτευσή του ή η επίσπευση της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο. Έτσι, σε περίπτωση μη εμφάνισης του εφεσίβλητου στη συζήτηση της έφεσης, η διαδικασία προχωρεί σα να ήταν παρών, εφόσον, όμως, επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση ή έχει κληθεί νομίμως από τον παριστάμενο εκκαλούντα, στοιχεία στην έρευνα των οποίων οφείλει να προβεί το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 524 παρ. 4 εδ. γ ΚΠολΔ, επί ερημοδικίας του εφεσιβλήτου, όπου η διαδικασία προχωρεί σα να ήταν και αυτός παρών, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη από το διάδικο που δεν εμφανίστηκε, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτή, τα οποία είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος (ΑΠ 548/2019 ΤΝΠ ΑΠ, ΕφΠατρ 128/2021, ΕφΑΘ 82/2020, ΕφΑΘ 169/2019). Ενόψει τούτων, και αναφορικά με την κρινόμενη από 17.09.2022 (αρ. εκθ. κατ. …2022) έφεση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, παρότι με επιμέλεια της εκκαλούσας επισπεύδεται νομοτύπως η συζήτηση με την επίδοση ακριβούς αντιγράφου της έφεσης στους εφεσίβλητους και κλήση για να παραστούν στη συζήτηση της άνω εφέσεως κατά την ως άνω δικάσιμο (βλ. τις υπ’ αριθμ. …. εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού … … για τους τρεις πρώτους εφεσιβλήτους και του δικαστικού επιμελητή … για τον τέταρτο εφεσίβλητο), αυτοί δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν νομίμως από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το πινάκιο, ούτε κατέθεσαν έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρα 524 παρ. 1 και 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ότι επιθυμούν να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή τους στο ακροατήριο, ούτε κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις. Η διαδικασία, ωστόσο, θα προχωρήσει σα να ήταν και αυτοί παρόντες, κατά τα ανωτέρω, καθόσον για το παραδεκτό της συζήτησης προσκομίστηκαν από την εκκαλούσα τα πρακτικά και οι προτάσεις των απολειπόμενων εφεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη κατ’ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ.
II. Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 και 8 του ν. ΓπΟΗ/1912 “Περί δικαστικών ενσήμων”, όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν.δ/τος 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του ν.δ. 4189/1961, η παράλειψη προκαταβολής από τον ενάγοντα του οφειλομένου κατά τα άρθρα 2 και 3 του ν. ΓπΟΗ/1912 τέλους δικαστικού ενσήμου, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, δεν επάγεται απαράδεκτο της αγωγής ή της συζητήσεώς της, αλλά ο παραλείπων την καταβολή ενάγων, λογίζεται, κατά νόμιμο πλάσμα, ως μη εμφανιζόμενος και δικάζεται ερήμην, με επακόλουθο να απορρίπτεται η αγωγή του, λόγω πλασματικής ερημοδικίας, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει με το άρθρο 2 άρ. δεύτερο παρ. 2 του ν. 4335/2015 (ΑΠ 538/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1293/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1485/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2031/2017, ΤΝΠ ΑΠ, ΑΠ 1572/2013 ΤΝΠ ΑΠ). Η απόρριψη, όμως, αυτή έχει την έννοια ότι αναφέρεται σε κήρυξη ακυρότητας λόγω μη προσήκουσας παράστασης του ενάγοντος, όπως αυτή επιβάλλεται από την ανωτέρω δικονομικού δικαίου διάταξη του άρθρου 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, επί αγωγής υποκείμενης σε τέλος δικαστικού ενσήμου. Η ακυρότητα δε αυτή, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, συνεπάγεται ακολούθως και την πλασματική ερημοδικία αυτού και την απόρριψη της αγωγής για ουσιαστικό και όχι για τυπικό λόγο. Ως εκ τούτου, η απόρριψη της αγωγής για τον παραπάνω λόγο συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, όταν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 1572/2013, Α.Π. 1337/2011 ΤΝΠ ΑΠ), ανεξαρτήτως μάλιστα εάν ο ενάγων θεωρήθηκε ως κατ’ αντιμωλία δικαζόμενος, αφού τελικώς η αγωγή απορρίπτεται λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 65/2022). Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την αγωγή λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας δύναται να είναι η άρση της ειρημένης παραλείψεως, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του άνω τέλους.
Αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται, μετά δε την εξαφάνισή της, χωρεί ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, νέα συζήτηση της υποθέσεως, κατά την οποία ο ενάγων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, δύναται να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως ηδύνατο να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 538/2019, ΑΠ 668/2015, ΑΠ 1572/2013, ΑΠ 1095/2006). Επίσης, ο ενάγων σε περίπτωση που δικάστηκε πρωτοδίκως ερήμην και απορρίφθηκε η αγωγή του λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, καίτοι δεν είχε υποχρέωση καταβολής αυτού, μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλοντας ως λόγο την έλλειψη υποχρέωσής του να καταβάλει δικαστικό ένσημο, οπότε το Εφετείο, αν κρίνει βάσιμο το λόγο αυτό, θα κάνει δεκτή την έφεση και θα εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα (ΑΠ 65/2022 ΤΝΠ ΑΠ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα, η οποία τυγχάνει εταιρία τεχνικών έργων, με την από 18-4-2021 (αρ. κατ. …) αγωγή της, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου …, επικαλούμενη αδικοπραξία όλων των εναγομένων από κοινού σε βάρος της, ζήτησε να υποχρεωθούν αυτοί να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, α) ως αποζημίωση για την απώλεια κερδών κατά τα έτη 2019 έως 2024, το ποσό του 1.296.000 ευρώ και β) ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αναφερόμενη άδικη πράξη, το ποσό των 300.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Ακολούθως, με τις από 14-10-2021 έγγραφες προτάσεις της, νομίμως κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 ΚΠολΔ, αφενός περιόρισε τα ανωτέρω κονδύλια στα ποσά των 648.000 ευρώ (διαφυγόντα κέρδη για τα έτη 2019 έως 2021) και 150.000 ευρώ (χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης) αντίστοιχα και αφετέρου έτρεψε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής της σε αμιγώς αναγνωριστικό. Η ενάγουσα, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό, δεν προσκόμισε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, ούτε κατά την προθεσμία προκατάθεσης των προτάσεών της, ούτε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, αλλά ούτε και αργότερα, εντός της προθεσμίας που ορίστηκε από το Δικαστήριο για συμπλήρωση της έλλειψης, κατ’ άρθρο 227 ΚΠολΔ, όπως συνομολογείται και από την ίδια, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ότι δεν έλαβε κανονικά μέρος στη συζήτηση της αγωγής της, λόγω της πλασματικής ερημοδικίας της, και ακολούθως να δικαστεί ερήμην, η δε αγωγή της, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τους τρεις πρώτους εναγόμενους, οι οποίοι είχαν καταθέσει εμπρόθεσμα προτάσεις (και ως εκ τούτου κρίθηκαν παρόντες) και να κηρυχθεί ματαιωθείσα ως προς τον τέταρτο εναγόμενο, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις εντός της νόμιμης προθεσμίας (και ως εκ τούτου κρίθηκε πραγματικά απών). Η ηττηθείσα ενάγουσα, με την παρούσα έφεσή της αμφισβητεί την υποχρέωσή της για καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου, ισχυριζόμενη ότι κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου η εκκαλουμένη δεν έκρινε αντισυνταγματική τη διάταξη του άρθρου 42 του ν. 4640/2019, με την οποία επεκτάθηκε η υποχρέωση καταβολής του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές που ασκούνται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, και ζητεί αφού αυτή (έφεση) γίνει δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η νομίμως τραπείσα σε αναγνωριστική αγωγή της.
Η κρινόμενη έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας, που στρέφεται κατά της 17/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου …, η οποία κατά τα προαναφερθέντα εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της ενάγουσας, λόγω πλασματικής ερημοδικίας από τη μη καταβολή από αυτήν του προσήκοντος τέλους δικαστικού ενσήμου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 19, 495 παρ.1 και 2, 498, 499, 500, 511, 513 παρ.ΐβ, 516, 517, 518 παρ.2, 522, 524 και 525 του ΚΠολΔ, καθόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας ότι προηγήθηκε επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε η εκ του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από τη δημοσίευσή της, ενώ για το παραδεκτό της προσκομίζεται το προβλεπόμενο κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, παράβολο του Δημοσίου. Πέραν όμως τούτου, η εκκαλούσα δεν προσκομίζει ούτε στο παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο το αναλογούν για το αντικείμενο της αγωγής της τέλος δικαστικού ενσήμου, προκειμένου να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να χωρήσει νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία η εκκαλούσα, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, θα μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως ηδύνατο να προτείνει. Αντίθετα μάλιστα, όπως ελέχθη, με το μοναδικό λόγο της έφεσής της, προβάλλει την έλλειψη υποχρέωσής της να καταβάλει δικαστικό ένσημο, οπότε, το παρόν δικαστήριο, μόνο εφόσον κρίνει βάσιμο το λόγο αυτό, θα κάνει δεκτή την έφεση και θα εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα
III. Όπως ήδη ελέχθη, κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικών ενσήμων», όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν.δ. 1544/1942, αν ο ενάγων παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, δικάζεται ερήμην, σύμφωνα με την προεκτεθείσα έννοια. Σύμφωνα δε με την αρχική διατύπωση της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942, από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου εξαιρούνταν, μεταξύ άλλων, και οι αναγνωριστικές αγωγές, υπό την εξής διατύπωση: «η ορθή έννοια του άρθρου 2 του νόμου ΓΠΟΗ είναι ότι εις το δι’ αυτού επιβαλλόμενον τέλος δεν υπόκεινται αι απλώς αναγνωριστικοί αγωγαί ως και αι περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεις και αι περί ακυρώσεως πλειστηριασμού». Η ανωτέρω διάταξη, η οποία εφαρμόσθηκε επί 70 σχεδόν συναπτά έτη, χωρίς να απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, υπέστη τέσσερις τροποποιήσεις (Ν. 3994/2011, N. 4055/2012, N. 4446/2016, Ν. 4640/2019). Ειδικότερα: Α) Κατά πρώτον, η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942, αντί καταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011, ως εξής: «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αγωγές περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεως, καθώς και περί ακυρώσεως πλειστηριασμού». Με την τροποποίηση αυτή, για πρώτη φορά, οι αναγνωριστικές αγωγές δεν εξαιρέθηκαν από την απαλλαγή της υποχρέωσης καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, οπότε πλέον η εν λόγω υποχρέωση άρχισε να βαραίνει, εκτός από τις καταψηφιστικές, και τις αναγνωριστικές αγωγές. Η νέα αυτή ρύθμιση αφορούσε τις αναγνωριστικές αγωγές που ασκούνταν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, η οποία συνέπιπτε με τη δημοσίευσή του, ήτοι από 25.7.2011 [βλ. άρθρο 72 παρ. 14 σε συνδ. με άρθρο 77 παρ. 1 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α’ 165/25.7.2011)]. Β) Δεκαέξι μήνες αργότερα, με το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 4055/2012, η ανωτέρω παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942, αντικαταστάθηκε εκ νέου ως εξής: «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές που αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663, 677, 681Α και 681 Β, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού». Έτσι, με τη νέα αυτή διάταξη, στην κατηγορία των απαλλασσόμενων από την υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου διαφορών επανήλθαν ορισμένες μόνο από τις αναγνωριστικές αγωγές, με κριτήριο προφανώς το ευαίσθητο του αντικειμένου τους, και συγκεκριμένα εκείνες που αφορούσαν εργατικές διαφορές, διαφορές για αμοιβές για την παροχή εργασίας, διαφορές για ζημίες από αυτοκίνητο καθώς και από τη σύμβαση της ασφάλισής του και διαφορές που αφορούσαν διατροφή και επιμέλεια τέκνου. Επιπρόσθετα, με το άρθρο 21 παρ. 2 του ιδίου νόμου, για λόγους αποτροπής του αιφνιδιασμού των εναγόντων που είχαν ασκήσει καταψηφιστική αγωγή πριν από την έναρξη ισχύος του V. 3994/2011 με πρόθεση να την τρέψουν αργότερα σε αναγνωριστική και να απαλλαγούν από την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου, ερμηνεύθηκε στενότερα το πεδίο εφαρμογής της μεταβατικής διάταξης της παρ. 14 του άρθρου 72 του προηγούμενου ν. 3994/2011 και ορίστηκε ότι «Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 (Α’ 165) δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος αυτού», ενώ, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942, προβλέφθηκε ότι «Τα εν τοις προηγουμένοις εδαφίοις 1, 2 και 3 του άρθρου τούτου οριζόμενα εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών δικών». Επομένως, μετά την ως άνω αυθεντική ερμηνεία του νομοθέτη, ο ενάγων που πριν από το ν. 3994/2011 είχε ασκήσει καταψηφιστική αγωγή με την προσδοκία να την τρέψει σε αναγνωριστική και να απαλλαγεί με βάση το μέχρι τότε ισχύον καθεστώς από την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου, θα συνέχιζε να απολαμβάνει το παραπάνω προνόμιο, ακόμα και αν έτρεψε την αγωγή του σε αναγνωριστική μετά την εφαρμογή του νόμου, Γ) Μετά από πέντε περίπου έτη, ο νομοθέτης μετέβαλε και πάλι στάση και αποφάσισε να επανέλθει στο αρχικό καθεστώς της πλήρους απαλλαγής από την υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές, οπότε με το άρθρο 33 ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α’ 240/ 22.12.2016), κατήργησε τη σχετική υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου για το σύνολο των αναγνωριστικών αγωγών, ως ακολούθως: «1. Η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α’ 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α’ 165) και το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α’51 ), αντικαθίσταται ως εξής: «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του». Δ) Τέλος, τέσσερα περίπου χρόνια αργότερα, με το άρθρο 42 ν. 4640/2019 (ΦΕΚ 190/30.11.2019), ο νομοθέτης άλλαξε και πάλι εν μέρει στάση και επανέφερε μερικά την υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές που ασκούνται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ως ακολούθως: «1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α’ 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Д’ 165), το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α’ 51) και το άρθρο 33 του ν. 4446/2016 (Α’ 240), αντικαθίσταται εκ νέου ως εξής: «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓπΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού. 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1 η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία». Συνεπώς, με την τελευταία αυτή ρύθμιση, η οποία εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα, από την απαλλαγή του τέλους δικαστικού ενσήμου εξαιρούνται οι αναγνωριστικές αγωγές που ασκούνται ενώπιον του Ειρηνοδικείου ή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, όχι όμως και εκείνες που ασκούνται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και συζητούνται μετά την 1-1-2020, για τις οποίες οφείλεται δικαστικό ένσημο. Περαιτέρω, ήδη από τους πρώτους μήνες έναρξης ισχύος της νέας διάταξης του άρθρου 42 ν. 4640/2019, υποστηρίζεται η άποψη ότι η προκαταβολική είσπραξη του τέλους με το ν. 4640/2019 εκ μέρους του Δημοσίου, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας της δίκης και επί ποσού κατά κανόνα μείζονος του τελικώς επιδικαζόμενου, αντίκειται στις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους πολίτες, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 26 παρ. 3, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Ως επιχειρήματα υπέρ της απόψεως αυτής εισφέρονται τα ακόλουθα: α) ότι η επιβολή δικαστικού ενσήμου μόνο τους οικονομικά αδύνατους αποτρέπει από την άσκηση της αγωγής, β) ότι εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, το οποίο, ωστόσο, δεν δύναται να προτάσσεται έναντι των συνταγματικών δικαιωμάτων, γ) ότι παραγνωρίζει τη μέχρι σήμερα διαφορετική αντιμετώπιση της καταψηφιστικής από την αναγνωριστική αγωγή, η δικαιοπολιτική εξήγηση της οποίας εδράζεται κατά βάση στο ζήτημα της εκτελεστότητας (βλ. ΠΠρΠατρ 94/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δ) ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός της «καταπολέμησης της δικομανίας» μπορεί να επιτευχθεί με ηπιότερα δικονομικά εργαλεία (άρθρ. 205, 178-179 ΚΠολΔ) και ε) ότι η υποχρεωτική επιβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές, σε συνδυασμό με την υποχρεωτική προσφυγή στην διαδικασία διαμεσολάβησης (αρθρ. 6 ν. 4640/2019), καθιστά την προσφυγή στη δικαιοσύνη αδικαιολόγητα δυσχερή (βλ. την από 24.1.2020 Γνωμοδότηση των Καθηγητών της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ Γ.Δ., Σ.Β. Γ.Δ, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών). Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι και υπό το καθεστώς των τροποποιήσεων, που επέφεραν στις ρυθμίσεις περί δικαστικού ενσήμου οι Ν. 3994/2011, 4055/2012 και 4093/2012, είχε υποστηριχθεί η άποψη ότι η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών είναι ανίσχυρη ως αντίθετη με το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., με το σκεπτικό ότι τίθεται ένας ανεπίτρεπτος περιορισμός, που παρεμποδίζει την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη δικαιοσύνη και ισοδυναμεί με έμμεση κατάργηση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας (ΠΠρΑΘ 4557/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠατρ 104/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο κρίθηκε ότι διατάξεις αυτές δεν αποκλείουν τον κοινό νομοθέτη από το να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και δαπανήματα και γενικότερα να προβαίνει σε διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευόμενου από τις εν λόγω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας. Στο πλαίσιο δε αυτό έγινε δεκτό ότι επιτρεπτώς επιβάλλεται από το Ν. ΓΠΟΗ/1912 η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου επί των αναφερομένων στις διατάξεις του αποτιμητών σε χρήμα αγωγών (είτε καταψηφιστικών, είτε αναγνωριστικών), χωρίς εντεύθεν να αναιρείται ή να περιορίζεται το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και ακροάσεως του διαδίκου από τη δικονομική συνέπεια της ερημοδικίας του, σε περίπτωση παραλείψεώς του να ανταποκριθεί στην εν λόγω υποχρέωσή του, που καθιερώνεται με τα άρθρα 2 ν. ΓΠΟΗ/1912 και 7 παρ. 1 του ν.δ. 1544/1942 (ΑΠ 65/2022, ΑΠ 2031/2017, ΑΠ 675/2010 ΤΝΠ ΑΠ). Οι ανωτέρω παγιωθείσες θέσεις δεν διαφοροποιούνται ούτε υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς, το οποίο είναι ασφαλώς ευνοϊκότερο για τον προσφεύγοντα στη δικαιοσύνη, αφού η υποχρέωση καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου εφαρμόζεται πλέον μόνο στις αγωγές εκείνες που ασκούνται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Ειδικότερα, στην Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4640/2019, ο δικαιολογητικός λόγος της διάταξης του άρθρου 42 περιγράφεται ως εξής: «Με την άσκηση και συζήτηση μίας αγωγής, ο πολίτης κινητοποιεί έναν πολυπρόσωπο και πολυδάπανο δημόσιο μηχανισμό. Οφείλει, συνεπώς να καταβάλει τέλος, ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα της Πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Κατά τη συζήτηση των αγωγών τα καταψηφιστικά αιτήματα τούτων, ως επί τω πλείστον τρέπονται σε αναγνωριστικά, με συνέπεια να αποφεύγεται η καταβολή δικαστικού ενσήμου επί του αντικειμένου της δίκης (απούμενου κεφαλαίου και των επ’ αυτού τόκων). Η πρακτική αυτή οδηγεί σε καταστρατηγήσεις και κατάχρηση δικονομικών δυνατοτήτων, που έχουν ως αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη επιβάρυνση της δικαιοσύνης, ενώ στερεί το Ελληνικό Δημόσιο και άλλους φορείς (ΤΑΧΔΙΚ και άλλα ασφαλιστικά ταμεία) από σημαντικά έσοδα. Η επαναφορά του τέλους δικαστικού ενσήμου (το οποίο είχε επιβληθεί και στο πρόσφατο παρελθόν με ευρύτατη αποδοχή) και επί αναγνωριστικών αγωγών που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων, στις οποίες περιλαμβάνονται αυτονοήτως και οι καταψηφιστικές μετά τη μετατροπή τους σε αναγνωριστικές, θα συμβάλλει στην καταπολέμηση της δικομανίας και στον εξορθολογισμό και στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, μέσω της αποτροπής προπετών και αβάσιμων αγωγών, αλλά και στην ενίσχυση της διαδικασίας διαμεσολάβησης που είναι τόσο σημαντική για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, ενώ ταυτόχρονα Θα συμβάλει και στην αύξηση των δημοσίων εσόδων». Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο νομοθέτης, κατά την πρόσφατη τροποποίηση, έλαβε υπόψη του την προηγούμενη νομολογία του Αρείου Πάγου επί της συνταγματικότητας και συμβατότητας με την ΕΣΔΑ της υποχρέωσης καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου και επί των αναγνωριστικών αγωγών. Πέραν όμως τούτου, και πριν από την παραπάνω τροποποίηση, η πλήρης παροχή έννομης προστασίας υπέκειτο σε καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, δεδομένου ότι τελικό στάδιο της δικαστικής προστασίας αποτελεί η αναγκαστική εκτέλεση και προκειμένου μια αναγνωριστική απόφαση να κατέληγε σε εκτελεστό τίτλο ήταν αναγκαία η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση αυτή (απόφαση), στάδιο κατά το οποίο ήταν απαραίτητη η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, στο οποίο ωστόσο, όπως είναι γνωστό από την πράξη, δεν ήταν δεδομένο ότι θα κατέληγε μια δικαστική αντιπαράθεση, αφού αρκετές υποθέσεις αποτιμητές σε χρήμα έκλειναν με την εκούσια συμμόρφωση του εναγόμενου με το διατακτικό αναγνωριστικής απόφασης, κάτι που δεν είναι ασυνήθιστο και σε περιπτώσεις καταψηφιστικών αποφάσεων, όταν ο εναγόμενος δέχεται να συμμορφωθεί εκούσια με το διατακτικό τους, προκειμένου να αποφύγει την επιβάρυνση με τα έξοδα εκτέλεσης. Σε αμφότερες, μάλιστα, τις περιπτώσεις, τόσο, δηλαδή, με την έκδοση μιας αναγνωριστικής, όσο και με την έκδοση μιας καταψηφιστικής απόφασης επί διαφοράς αποτιμητής σε χρήμα, ο «μηχανισμός» απονομής δικαιοσύνης έχει κινηθεί εξίσου, αφού ελάχιστη είναι η πρακτική διαφοροποίηση του σκεπτικού και διατακτικού μιας καταψηφιστικής από μια αναγνωριστική απόφαση. Πρακτικά, λοιπόν, με την ανωτέρω πρόσφατη ρύθμιση, στις ασκούμενες ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, μετατίθεται το στάδιο, κατά το οποίο επιβάλλεται νομικά η καταβολή δικαστικού ενσήμου και αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία, από άποψη δικαστικού ενσήμου, η διαγνωστική δίκη. Σε κάθε περίπτωση, διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις του ν. 3226/2004, ως ισχύουν μετά το ν. 4267/2014 και το ν. 4689/2020, με τις οποίες γενικώς λαμβάνεται πρόνοια ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 9 παρ. 2 ν. 3226/2004). Εξάλλου, οι ως άνω διατάξεις, που προβλέπουν την καταβολή δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών, πληρούν τα κριτήρια, που απαιτούνται κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, προκειμένου ένας περιορισμός στο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας να είναι αποδεκτός από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, και ειδικότερα πληρούν, τόσο το κριτήριο ότι με τον περιορισμό αυτό πρέπει να επιδιώκεται ένας νόμιμος σκοπός, όσο και το κριτήριο ότι πρέπει να τηρείται ένας εύλογος βαθμός αναλογικότητας ανάμεσα στα μέσα και τον επιδιωκόμενο σκοπό (βλ. τη σκέψη 36 της από 24.5.2006 απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Weissman κατά Ρουμανίας 63945/00), ενώ επισημαίνεται ότι κατά το ΕΔΔΑ οι περιορισμοί δύναται να αποσκοπούν και στην ικανοποίηση του θεμιτού ενδιαφέροντος ελέγχου της χρήσης δημοσίων πόρων για την χρηματοδότηση δικών μεταξύ ιδιωτών (βλ. σκέψη 46 της από 24.09.2012 απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Granos Orgánicos Nationales S.A. κατά Γερμανίας). Και τούτο διότι με το τέλος δικαστικού ενσήμου επιδιώκεται προεχόντως ο νόμιμος σκοπός της ενίσχυσης της δυνατότητας της Πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης και δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη με τον εν λόγω επιδιωκόμενο σκοπό και μη εύλογη μια επιβάρυνση του ενάγοντος με τέλος, το ποσοστό του οποίου είναι συνολικά ελάχιστα μεγαλύτερο του 1% επί του χρηματικά αποτιμητού αντικειμένου της διαφοράς (δεδομένου ότι με συνυπολογισμό των κατά νόμο προσαυξήσεων το συνολικά καταβαλλόμενο ποσό δεν είναι 8%0, αλλά 11,03040%, ή 1,10304%0). Μία τέτοια ποσοστιαία αναλογία δεν καθιστά «δυσβάσταχτη οικονομικά» την προσφυγή στην δικαιοσύνη, ιδίως για όποιον κατάγει σε δίκη το πραγματικό αντικείμενο της διαφοράς. Επίσης, εφόσον δικαιωθεί ο ενάγων, το τέλος δικαστικού ενσήμου μετακυλίεται στον ηττώμενο εναγόμενο, οποίος με την αμφισβήτησή του (επί αναγνωριστικής αγωγής) προκάλεσε την κίνηση από τον ενάγοντα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, ενώ παραμένει ως επιβάρυνση του ενάγοντος σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής, οπότε εκ του αποτελέσματος η αίτησή του για παροχή δικαστικής προστασίας κρίνεται αποδοκιμαστέα. Η κατά τα ανωτέρω και «ανταποδοτική» λειτουργία του τέλους δικαστικού ενσήμου, δεν είναι αθέμιτη, αφού άλλωστε αυτό υποδηλώνει και η ονομασία αυτού ως «τέλος» (βλ. πριν το ν. 4640/2019 ΕφΠατρ 33/2020, ΕφΑΘ 15/2019, ΕφΛαρ 123/2019, ΕφΘρακ114/2017). Εξάλλου, η επιβολή του τέλους αυτού μόνο στις ασκούμενες ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες ασκούμενες ενώπιον του Ειρηνοδικείου ή Μονομελούς Πρωτοδικείου (αλλά και επί ανεπίδεκτων χρηματικής αποτίμησης διαφορών), αποτελεί προφανώς νομοθετική επιλογή και δε μπορεί από την εξαίρεση αυτή να αντληθεί επιχείρημα υπέρ της αντίθεσης με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ της επιβολής τέλους δικαστικού ενσήμου επί των χρηματικά αποτιμητών διαφορών που κατάγονται προς κρίση μόνο ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Η διάκριση αυτή του νομοθέτη για τις αναγνωριστικές ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου αγωγές, παρότι δεν αποτυπώνεται ευκρινώς στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου, προφανώς δικαιολογείται, αφενός από την ενεργοποίηση του πλέον πολυδάπανου δικαστικού μηχανισμού (δηλαδή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου) και αφετέρου από τη βούλησή του να αποτρέψει τη χειραγώγηση καθ’ ύλην αρμοδιότητας του δικαστηρίου, μέσω της άσκησης προπετών αγωγών με διογκωμένα κονδύλια (όπως συνήθως συμβαίνει με το αιτούμενο ο κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης). Όσον αφορά δε τις μη προπετείς αγωγές αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, με τις οποίες διώκεται η αποκατάσταση πραγματικής ζημίας άνω των 250.000 ευρώ, αυτές ασκούνται συνήθως από φυσικά ή νομικά πρόσωπα με αξιόλογη οικονομική επιφάνεια που είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν στην οικονομική αυτή επιβάρυνση, ενώ για τα ασθενή οικονομικά άτομα που έχουν υποστεί τέτοιας έκτασης ζημία, υφίσταται πάντοτε η δυνατότητα καταφυγής στην κρατική ενίσχυση για την αντιμετώπιση ενός τέτοιου πολυδάπανου δικαστικού αγώνα. Ας επισημανθεί, δε, τέλος ότι η επαναφορά του δικαστικού ενσήμου επί αναγνωριστικών αγωγών στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, σαφώς συνδέεται με την καθιέρωση της υποχρεωτικότητας προσφυγής στο θεσμό της διαμεσολάβησης, ενώ, εφαρμοζόμενη συνδυαστικά με την τελευταία, ουσιωδώς συμβάλλει, μέσω της αποσυμφόρησης της δικαστηριακής ύλης, στην επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης. Και τούτο διότι, επί επιτυχούς έκβασης συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, τα μέρη απαλλάσσονται από τα έξοδα της δίκης, τα οποία είναι ασυγκρίτως υψηλότερα, λαμβανομένου υπόψη ότι σε αυτά συμπεριλαμβάνονται, πέρα από την δικηγορική αμοιβή για τις εργασίες του δικηγόρου σε όλα τα στάδια της δίκης και της διαδικασίας της εκτέλεσης της τελειωτικής απόφασης που επακολουθεί, τα έξοδα του δικαστικού ενσήμου, των τελών έκδοσης απογράφου και εκείνων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, από τα οποία η διαμεσολάβηση είναι, κατ’ άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 4640/2019, πλήρως απαλλαγμένη (βλ. επίσης ΤρΕφΠειρ 208/2022, ΤΝΠ Νόμος Μάζη, Η εκ νέου ρύθμιση του θεσμού της διαμεσολάβησης (άρθρ. 1-31, 33 και 44 του ν.4640/2019) ΕλλΔνη 2020 σελ. 412-416). Συνεπώς, η ανωτέρω νομοθετική επιλογή, ως μέσον εξειδίκευσης του τρόπου της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας, αφού δεν καθιστά μη ανεκτή την πρόσβαση του πολίτη στη δικαιοσύνη, δεν μπορεί να κριθεί αντίθετη με τις ως άνω κρίσιμες υπερνομοθετικές διατάξεις των άρθρων 20 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι η εν λόγω διάταξη, στην έκταση που επιβάλλει την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου στις εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση του νόμου αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, εφόσον έχουν ήδη τραπεί σε αναγνωριστικές μετά από τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι ανίσχυρη, ως αντικείμενη στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και, άρα, ανεφάρμοστη, για το λόγο ότι με την ανωτέρω διάταξη καθιερώνεται δυσμενής διάκριση σε βάρος εκείνων των εναγόντων, που άσκησαν αναγνωριστική αγωγή ή έτρεψαν την ήδη ασκηθείσα καταψηφιστική αγωγή τους σε αναγνωριστική μετά από τη δημοσίευση του ανωτέρω Νόμου, αφού το μοναδικό κριτήριο που τίθεται για το εάν θα εφαρμοστεί η απαλλαγή από το τέλος δικαστικού ενσήμου είναι ο προσδιορισμός της συζήτησης της αγωγής πριν ή μετά την 1.1.2020. Πιο συγκεκριμένα, αν ήθελε κριθεί ότι η διάταξη αυτή του ν. 4640/2019 δεν είναι αντισυνταγματική, τότε θα είχαμε το εξής άτοπο: για δύο αναγνωριστικές (ή δύο καταψηφιστικές που έχουν τραπεί νόμιμα σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου) αγωγές που κατατέθηκαν την ίδια ημέρα και η μία προσδιορίστηκε από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου για συζήτηση πριν από την 01.01.2020 και η άλλη μετά την προαναφερόμενη ημερομηνία, για μεν την πρώτη να μην απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, ενώ για τη δεύτερη να απαιτείται. Μια τέτοια όμως ρύθμιση θίγει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των διαδίκων, αφού χωρίς αποχρώντα λόγο και χωρίς να επιρρίπτεται αμελής συμπεριφορά σε κάποιον από αυτούς, καθίσταται δυσμενέστερη η δικονομική θέση ορισμένων, παρότι τελούν υπό τις ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις δικονομικής ετοιμότητας, για λόγους ανεξάρτητους της βούλησής τους και της σφαίρας επιρροής τους, καθώς σχετίζονται με τον τρόπο οργάνωσης της δικαιοσύνης και συγκεκριμένα με τη διαθεσιμότητα των πινακίων των δικαστηρίων να προσδιορίσουν την αγωγή σε χρόνους προγενέστερους της 1.1.2020.
IV. Ενόψει τούτων, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι – λόγω της νομότυπης μετατροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της πάντως ασκηθείσας μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4640/2019 αγωγής της σε αναγνωριστικό – αυτή δεν υποχρεούτο σε καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της παράστασής της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η επιβολή δε τέτοιας υποχρέωσης τυγχάνει αντισυνταγματική ως περιορίζουσα την ελεύθερη πρόσβασή της στη δικαιοσύνη, τυγχάνει αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, έστω και με συνοπτική αιτιολογία, την οποία το παρόν δικαστήριο συμπληρώνει, απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη, λόγω πλασματικής της ερημοδικίας της ενάγουσας, συνεπεία της μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, ορθά το νόμο ερμήνευσε, και εφάρμοσε και συνεπώς τόσο ο μοναδικός λόγος έφεσης, όσο και η έφεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας δεν θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττώμενης εκκαλούσας, καθόσον λόγω της απουσίας τους οι εφεσίβλητοι δεν υποβλήθηκαν σε τέτοια. Πρέπει, ωστόσο, να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τους εφεσίβλητους που ερημοδικάστηκαν (άρθρα 591 παρ.1 και 505 παρ.2 ΚΠολΔ), αφού στη δίκη αυτή δε μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων το έννομο συμφέρον των απάντων διαδίκων να ασκήσουν κατά της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην τους, ανακοπή ερημοδικίας, τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της οποίας, όπως και την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της θα κρίνει μόνο το Δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας (ΟλΑΠ 15/2001, ΑΠ 1596/2018 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παράβολου εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο (495 παρ 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εφεσιβλήτων την από 17.09.2022 (αρ.εκθ.κατ ….2022) έφεση κατά της 17/ΤΠ/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου … (τακτική διαδικασία).
ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ερημοδικίας για τους ερημοδικασθέντες εφεσιβλήτους το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και την απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στη Θεσσαλονίκη στις 19-1-2023 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στη Θεσσαλονίκη, στις 23-2-2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και με την παρουσία της Γραμματέως.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ