ΑΠΟΦΑΣΗ
Lech Wałęsa κατά Πολωνίας της 23.11.2023 (αριθ. προσφ. 50849/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων Lech Wałęsa, πρώην Πρόεδρος της Πολωνίας και βραβευμένος με Νόμπελ Ειρήνης, είχε ασκήσει αγωγή εναντίον συνεργάτη του, ο οποίος τον είχε κατηγορήσει δημοσίως για συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες υπό το κομμουνιστικό καθεστώς. Η αγωγή του, είχε γίνει με αμετάκλητη απόφαση εν μέρει δεκτή και είχε υποχρεώσει τον εναγόμενο σε δημόσια συγνώμη. Παρά ταύτα ακυρώθηκε 11 χρόνια μετά την έκδοση της από το Τμήμα Έκτακτου Ελέγχου και Δημοσίων Υποθέσεων (CERPA) του Ανώτατου Δικαστηρίου μετά από έκτακτη προσφυγή του Γενικού Εισαγγελέα.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα, όπως έχει πράξει σε προηγούμενες υποθέσεις, ότι το Τμήμα Έκτακτου Ελέγχου και Δημοσίων Υποθέσεων, το οποίο είχε εξετάσει την έκτακτη προσφυγή, δεν ήταν «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που ιδρύθηκε με νόμο», δεδομένου ότι υπήρχαν πρόδηλες παραβάσεις κατά τον διορισμό δικαστών σ΄αυτό μετά τη νομοθετική μεταρρύθμιση και το CERPA σε υποθέσεις που αφορούν ένσταση έλλειψης ανεξαρτησίας εκ μέρους δικαστή ή δικαστηρίου είχε αποκλειστική αρμοδιότητα και απεριόριστη εξουσία σε όλα τα θέματα που αφορούσαν την ανεξαρτησία της πολωνικής δικαιοσύνης
Ακολούθως σημείωσε ότι η απεριόριστη εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα να αμφισβητεί σχεδόν οποιαδήποτε αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αντιβαίνει τις αρχές της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και της διάκρισης των εξουσιών γιατί εγκυμονεί τον κίνδυνο οι έκτακτες προσφυγές να μετατραπούν σε πολιτικό εργαλείο που χρησιμοποιείται από την εκτελεστική εξουσία. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η διαδικασία της έκτακτης προσφυγής ήταν ασυμβίβαστη με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και του δεδικασμένου και δεν πληρούσε την απαίτηση της προβλεψιμότητας του δικαίου για τους σκοπούς της ΕΣΔΑ κατά παράβαση του άρθρου 6§1.
Επίσης το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ανατροπή της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης είχε επηρεάσει δυσμενώς την ιδιωτική ζωή του προσφεύγοντος σε σημαντικό βαθμό και, ως εκ τούτου, συνιστούσε επέμβαση στο δικαίωμά του στον σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής και παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 30.000 ευρώ για ηθική βλάβη
Τέλος το Δικαστήριο, διαπιστώνοντας παραβιάσεις που προέρχονται από συνεχή συστημικά προβλήματα που συνδέονται με τη δυσλειτουργία της εγχώριας νομοθεσίας και πρακτικής και την συνεχή αύξηση των προσφυγών κατά Πολωνίας, εξαιτίας της δικαστικής μεταρρύθμισης, αποφάσισε την εφαρμογή της διαδικασίας πιλοτικής απόφασης ζητώντας από την Πολωνία να ληφθούν άμεσα κατάλληλα νομοθετικά και άλλα μέτρα για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση της εσωτερικής έννομης τάξης με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 για «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει συσταθεί με νόμο» και της ασφάλειας δικαίου.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1,
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Lech Wałęsa είναι Πολωνός υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1943 και ζει στο Γκντανσκ. Είναι πρώην ηγέτης του συνδικάτου Solidarność («Αλληλεγγύη») και πρώην Πρόεδρος της Πολωνίας (1990-95), στον οποίο απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1983. Όταν ήταν υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2000 προέβη σε «δήλωση κάθαρσης» (αυτή ισοδυναμούσε με δήλωση των ασκούντων δημόσια καθήκοντα ότι δεν συνεργάστηκαν με τις κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας από το 1944 έως το 1990) με την οποία δήλωσε ότι δεν είχε συνεργαστεί με τις υπηρεσίες ασφαλείας. Η δήλωση επιβεβαιώθηκε από τα δικαστήρια.
Στις 16 Νοεμβρίου 2005, το Ινστιτούτο Εθνικής Μνήμης (Instytut Pamięci Narodowej) επιβεβαίωσε ότι δεν ήταν συνεργάτης, δίνοντάς του το καθεστώς του «ζημιωθέντος». Αυτό αναφέρθηκε ευρέως στα ΜΜΕ. Ωστόσο, στις βραδινές ειδήσεις, ένας πρώην φίλος και συνεργάτης του, ο κ. Krzysztof Wyszkowski, δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι «ο Lech Wałęsa [ήταν] μυστικός συνεργάτης με το ψευδώνυμο “Bolek”, [ο οποίος] ανέφερε τους συναδέλφους του, [και] έλαβε χρήματα γι’ αυτό […]».
Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή κατά του κ. Wyszkowski, υποστηρίζοντας ότι οι δηλώσεις ήταν αναληθείς και ζητούσε να του ζητηθεί συγγνώμη και να του καταβληθεί αποζημίωση, που θα την διέθετε για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Η αγωγή απορρίφθηκε, αλλά το 2011 το εφετείο του Γκντανσκ τροποποίησε εν μέρει την πρωτόδικη απόφαση και διέταξε τον εναγόμενο να προβεί σε σχετική δήλωση στην τηλεόραση. Ασκήθηκε αναίρεση που απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η μεταγενέστερη προσπάθεια του εναγομένου να κινήσει εκ νέου την υπόθεση ήταν ανεπιτυχής, λόγω παρόδου της σχετικής προθεσμίας. Αρνήθηκε να δημοσιεύσει το κείμενο όπως είχε διαταχθεί δικαστικά. Τελικά, ο ίδιος ο προσφεύγων δημοσίευσε μια συγγνώμη εξ ονόματος του κ. Wyszkowski. Ωστόσο, το 2017 τέθηκε σε ισχύ ο νέος νόμος περί Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αυτό εισήγαγε μια «έκτακτη προσφυγή» στο πολωνικό δίκαιο, η οποία εξετάζεται από το Τμήμα Έκτακτου Ελέγχου και Δημοσίων Υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Dolińska-Ficek και Ozimek κατά Πολωνίας, αριθ. προσφ. 49868/19 και 57511/19). Έτσι, τον Ιανουάριο του 2020 ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε προσφυγή κατά της αμετάκλητης απόφασης στην αγωγή του προσφεύγοντος, προκειμένου να «διασφαλιστεί η συμμόρφωση με την αρχή ενός δημοκρατικού κράτους που διέπεται από το κράτος δικαίου και εφαρμόζει τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης».
Κατά τον προσφεύγοντα, αυτός είχε στη διάθεσή του μόνον δύο εβδομάδες για να υποβάλει τις παρατηρήσεις του στο πλαίσιο του ειδικού αυτού ενδίκου μέσου. Υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η έκτακτη προσφυγή ήταν αντισυνταγματική και παραβίαζε την ασφάλεια δικαίου. Αργότερα ζήτησε ανεπιτυχώς να αποκλειστούν από την υπόθεση οι 17 δικαστές του Τμήματος Εκτάκτου Ελέγχου και Δημοσίων Υποθέσεων (συμπεριλαμβανομένου του δικαστή Aleksander Stępkowski, του οποίου αμφισβήτησε την ανεξαρτησία και την αμεροληψία), καθώς είχαν διοριστεί κατά παράβαση του νόμου. Το Τμήμα αυτό εξαφάνισε την απόφαση του Εφετείου του 2011, η οποία ήταν υπέρ του προσφεύγοντος. Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και 10 (ελευθερία έκφρασης). Ο κ. Wyszkowski υπέβαλε προσφυγή (αριθ. προσφ. 34282/12) στο ΕΔΔΑ, καταγγέλλοντας παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ επειδή διατάχθηκε να δημοσιεύσει συγγνώμη για τις δηλώσεις του σχετικά με τον κ. Wałęsa. Η προσφυγή διαγράφηκε από τον κατάλογο υποθέσεων του Δικαστηρίου μετά από μονομερή δήλωση της Κυβέρνησης της Πολωνίας το 2021 ότι θα επιλύσει τα ζητήματα που εγείρονται στην καταγγελία.
Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι το Τμήμα Έκτακτου Ελέγχου και Δημοσίων Υποθέσεων δεν ήταν «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που ιδρύθηκε με νόμο», ότι ένας από τους δικαστές, ο δικαστής Stępkowski, δεν ήταν αμερόληπτος, και ότι η έκτακτη προσφυγή παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Επικαλούμενος το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), υποστήριξε επίσης, ότι η αναίρεση της ευνοϊκής προς αυτόν αποφάσεως είχε βλάψει τη φήμη του. Τέλος, επικαλούμενος το άρθρο 18 (περιορισμός της χρήσης περιορισμού δικαιωμάτων), κατήγγειλε ότι η έκτακτη προσφυγή είχε χρησιμοποιηθεί ως μορφή αντιποίνων εναντίον του προσωπικά ως γνωστού επικριτή της τρέχουσας κρίσης του κράτους δικαίου στην Πολωνία.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1
Το Δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση υπό το πρίσμα των κριτηρίων που έθεσε το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας (αριθ. προσφ. 26374/18) του Δεκεμβρίου 2020 και εφαρμόστηκε επίσης σε ορισμένες υποθέσεις που αφορούσαν την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στην Πολωνία (βλ. Xero Flor w Polsce sp. z o.o. κατά Πολωνίας, Reczkowicz κατά Πολωνίας, Dolińska-Ficek και Ozimek κατά Πολωνίας, Advance Pharma Sp. z o.o κατά Πολωνίας και Juszczyszyn κατά Πολωνίας). Εφαρμόζοντας τις ίδιες αρχές στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο κατέληξε, για τους ίδιους λόγους όπως στην υπόθεση Dolińska-Ficek και Ozimek, ότι το Τμήμα Έκτακτου Ελέγχου και Δημοσίων Υποθέσεων, το οποίο είχε εξετάσει την έκτακτη προσφυγή που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας, δεν ήταν «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που συστάθηκε με νόμο». Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 όσον αφορά το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε δίκαιη ακρόαση. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, δεν χρειάστηκε να εξετάσει περαιτέρω το ζήτημα αν ο δικαστής Stępkowski είχε επιδείξει μεροληψία απέναντί του. Όσον αφορά το κατά πόσον η έκτακτη προσφυγή είχε παραβιάσει την αρχή της ασφάλειας δικαίου, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η ανάθεση στον Γενικό Εισαγγελέα – μέλος της εκτελεστικής εξουσίας που ασκούσε σημαντική εξουσία επί των δικαστηρίων και ασκούσε ισχυρή επιρροή στο Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο (ΕΔΣ) – με την απεριόριστη εξουσία να αμφισβητεί σχεδόν οποιαδήποτε τελική δικαστική απόφαση αντιβαίνει στις αρχές της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και της διάκρισης των εξουσιών. Οι έκτακτες προσφυγές θα μπορούσαν στην πράξη να γίνουν ένα πολιτικό εργαλείο που χρησιμοποιείται από την εκτελεστική εξουσία. Ακόμη και πριν τεθεί σε ισχύ η διάταξη τον Απρίλιο του 2018, διάφοροι ευρωπαϊκοί θεσμοί είχαν εκφράσει σοβαρές ανησυχίες ως προς τη συμβατότητά της με το κράτος δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του Γραφείου Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ/ODIHR), της Επιτροπής της Βενετίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έκτοτε, επικρίσεις είχαν επίσης εκφραστεί από την ομάδα κρατών κατά της διαφθοράς (GRECO) του Συμβουλίου της Ευρώπης και την Κοινοβουλευτική της Συνέλευση (PACE), με την τελευταία να προειδοποιεί ότι ο αριθμός των προσφυγών κατά της Πολωνίας ενώπιον του Δικαστηρίου ενδέχεται να αυξηθεί σημαντικά ως αποτέλεσμα του Νόμου αυτού.
Πρωτότυπο
Decision of the Court Article 6 § 1 The Court examined the case in the light of the criteria laid down by the Grand Chamber of the Court in the case of Guðmundur Andri Ástráðsson v. Iceland (no. 26374/18) of December 2020 and also applied in a number of cases concerning the independence of the judiciary in Poland (see,
Υιοθετώντας αυτές τις γνώμες, το Δικαστήριο ανησύχησε ιδιαίτερα για το γεγονός ότι οι ασαφείς όροι που χρησιμοποιούνταν στη διάταξη για να περιγράψουν τις προϋποθέσεις για την άσκηση έκτακτης προσφυγής, όπως η ανάγκη διασφάλισης της συμμόρφωσης με τις αρχές της «κοινωνικής δικαιοσύνης» θα μπορούσαν να ερμηνευθούν με πολλούς τρόπους. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό άνοιξε το δρόμο για πιθανή αυθαιρεσία και κατάχρηση εκ μέρους των αρχών. Επιπλέον, μια αμετάκλητη απόφαση θα μπορούσε να προσβληθεί εάν υπήρχε «προφανής αντίφαση μεταξύ σημαντικών ευρημάτων του δικαστηρίου και των αποδεικτικών στοιχείων που συλλέχθηκαν στην υπόθεση». Αυτό απλώς υπονόμευε την σταθερότητα των αμετακλήτων δικαστικών αποφάσεων και τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι μια υπόθεση που έχει κριθεί αμετάκλητα δεν θα μπορούσε να εκδικαστεί εκ νέου. Επίσης, αν και η γενική προθεσμία για την άσκηση έκτακτης προσφυγής ήταν ήδη πολύ μεγάλη – πέντε έτη από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση κατέστη αμετάκλητη -, αυτή δεν ίσχυε για τον Γενικό Εισαγγελέα και τον Πολωνό Επίτροπο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στους οποίους χορηγήθηκαν πρόσθετες εξαιρετικές εξουσίες, ακόμη και να ασκήσουν έκτακτη προσφυγή κατά αμετάκλητων αποφάσεων που προϋπήρχαν της έκτακτης διάταξης, ήδη από τις 17 Οκτωβρίου 1997. Για το ΕΔΔΑ, αυτό ήταν αδιανόητο και ασύμβατο με το κράτος δικαίου, και ιδίως με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, του δεδικασμένου και της προβλεψιμότητας του νόμου. Επιπλέον, το Δικαστήριο επανέλαβε, όπως και στις υποθέσεις Dolińska-Ficek και Ozimek, ότι οι παρατυπίες στη διαδικασία διορισμού των δικαστών είχαν θέσει σε κίνδυνο τη νομιμότητα του Τμήματος Έκτακτου Ελέγχου και Δημοσίων Υποθέσεων στο βαθμό που δεν είχε τα χαρακτηριστικά ενός «ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει συσταθεί με νόμο». Ως εκ τούτου, η εξέταση ενός έκτακτου ένδικου μέσου που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκτεταμένες, δυσμενείς και συχνά μη αναστρέψιμες νομικές συνέπειες, συμπεριλαμβανομένης της εξάλειψης της οριστικής δικαστικής απόφασης σε μια υπόθεση, και το οποίο θα αντέβαινε στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, ανατέθηκε σε ένα όργανο που δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί «δικαστήριο» σύμφωνα με την ΕΣΔΑ. Μια τέτοια κατάσταση προκαλούσε γενικό συστημικό πρόβλημα στο πολωνικό δικαστικό σύστημα.
Πρωτότυπο
Moreover, the Court reiterated, as in Dolińska-Ficek and Ozimek, that the irregularities in the process of appointment of its judges had compromised the legitimacy of the Chamber of Extraordinary Review and Public Affairs to the extent that it lacked the attributes of an “independent and impartial tribunal established by law”.
Κατά το ΕΔΔΑ, στην προκειμένη περίπτωση, ο Γενικός Εισαγγελέας είχε χρησιμοποιήσει τις εξαιρετικές εξουσίες του για να ασκήσει προσφυγή, απλώς και μόνο επειδή διαφωνούσε με το αποτέλεσμα. Χρησιμοποιούσε το φάρμακο ως «συνηθισμένη μεταμφιεσμένη έκκληση». Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6, κανένας διάδικος δεν είχε το δικαίωμα να ζητήσει επανεξέταση αμετάκλητης και δεσμευτικής απόφασης απλώς και μόνο για να επιτύχει επανεξέταση της υπόθεσης και ακύρωση αμετάκλητης απόφασης. Όταν ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε την έκτακτη προσφυγή του, είχαν παρέλθει εννέα έτη από την έκδοση της αμετάκλητης απόφασης, αφού εξετάστηκε σε έξι βαθμούς δικαιοδοσίας (τρεις φορές σε πρώτο βαθμό και τρεις φορές κατ’ έφεση) σε διάστημα περίπου πεντέμισι ετών και μετά από δύο πρωτοβάθμιες αποφάσεις υπέρ του κ. Wałęsa, μία υπέρ του κ. Wyszkowski, δύο αναπομπές κατ’ έφεση και την τελεσίδικη απόφαση που δέχτηκε εν μέρει το αίτημα του W. Wałęsa. Το Τμήμα Εκτάκτου Ελέγχου και Δημοσίων Υποθέσεων έκρινε ότι η απόφαση είχε επιβάλει αυστηρές και δυσανάλογες κυρώσεις στον κ. Wyszkowski, μολονότι η μόνη κύρωση ήταν η απολογία που είχε διαταχθεί να δημοσιεύσει ο κ. Wyszkowski, αλλά η οποία, κατόπιν της αρνήσεώς του να το πράξει, δημοσιεύθηκε τελικώς από τον W. Wałęsa για λογαριασμό του. Το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι η απόφαση να επιτραπεί η έκτακτη προσφυγή ήταν για την επίλυση των ζητημάτων που τέθηκαν στην προσφυγή του κ. Wyszkowski στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο – στην οποία παραπονέθηκε για παραβίαση του άρθρου 10 λόγω αυτής της κύρωσης – ως μορφή επιβολής της μονομερούς δήλωσής της και της απόφασης διαγραφής του Δικαστηρίου, καθώς η έκτακτη προσφυγή είχε γίνει δεκτή πολύ πριν από τη διαγραφή. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η υπόθεση του προσφεύγοντος δεν μπορούσε να διαχωριστεί από το πολιτικό της υπόβαθρο και το πολιτικό πλαίσιο στην Πολωνία εκείνη την εποχή και τη μακροχρόνια και δημόσια σύγκρουση μεταξύ του κ. Wałęsa και της ηγεσίας του κόμματος PiS και της κυβερνητικής συμμαχίας της Ενωμένης Δεξιάς. Οι πιο σοβαρές κατηγορίες για συνεργασία με τις κομμουνιστικές μυστικές υπηρεσίες – οι οποίες ήταν στο επίκεντρο της διαδικασίας στην υπόθεση δυσφήμισής του – προέρχονταν από το κόμμα PiS και τους υποστηρικτές του, καθώς και από τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα, με τον κ. Wyszkowski να διαδραματίζει βασικό ρόλο στη δημοσιοποίηση αυτών των κατηγοριών. Ήταν επίσης προφανές ότι είχε στενές πολιτικές σχέσεις με την ηγεσία του PiS και της κυβερνητικής συμμαχίας της Ενωμένης Δεξιάς.
Πρωτότυπο
Moreover, the Chamber of Extraordinary Review and Public Affairs decided that the judgment had imposed severe and disproportionate sanctions on Mr Wyszkowski, even though the only sanction had been the apology that Mr Wyszkowski had been ordered to publish, but which, following his refusal to do so, had eventually been published by Mr Wałęsa on his behalf.
Κατά το ΕΔΔΑ, ήταν άλλο πράγμα να έχει κανείς ισχυρές και εχθρικές απόψεις για τους πολιτικούς του αντιπάλους και άλλο να επιδιώκει αυτές τις απόψεις μέσω του κρατικού δικαστικού μηχανισμού, χρησιμοποιώντας τις εξαιρετικές νομικές εξουσίες του για να αμφισβητήσει το αμετάκλητο μιας απόφασης που ήταν δυσμενής για έναν πολιτικό σύμμαχο. Πολύ αποκαλυπτική ήταν η δημόσια έκφραση της βαθιάς ικανοποίησής του από τον Γενικό Εισαγγελέα για το αποτέλεσμα, δηλώνοντας ότι «περιμέναμε χρόνια, αλλά η αλήθεια τελικά θριάμβευσε», παρά το γεγονός ότι η εικαζόμενη συνεργασία του κ. Wałęsa με τις κομμουνιστικές μυστικές υπηρεσίες δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο της απόφασης του Τμήματος. Η κρατική αρχή είχε καταχραστεί τη νομική διαδικασία για τις δικές της πολιτικές απόψεις και κίνητρα. Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ουσιαστικές και επιτακτικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την απόκλιση από την αρχή της ασφάλειας δικαίου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Άρθρο 8
Δεδομένου ότι ο προσφεύγων αναγνωρίστηκε στην Πολωνία και διεθνώς ως μία από τις πιο γνωστές προσωπικότητες στη σύγχρονη ιστορία της Πολωνίας για την ηγεσία του συνδικάτου της Αλληλεγγύης, τις παράνομες αντικομουνιστικές δραστηριότητες και τη συμβολή του στη διάλυση του κομμουνισμού στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη το 1989-1990, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι δηλώσεις του κ. Wyszkowski που κατηγορούσαν τον κ. Wałęsa για αμειβόμενη συνεργασία με τις κομμουνιστικές μυστικές υπηρεσίες κατά τη δεκαετία του 1970 είχαν πλήξει το καρδιά αυτού που συνήθως θεωρούνταν τα επιτεύγματα της ζωής του. Κατά συνέπεια, η ακύρωση της αμετάκλητης απόφασης είχε επηρεάσει αρνητικά την ιδιωτική ζωή του προσφεύγοντος σε σημαντικό βαθμό και, ως εκ τούτου, συνιστούσε επέμβαση στο δικαίωμά του στον σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή η παρέμβαση, που προήλθε από το Τμήμα Έκτακτης Αναθεώρησης και Δημοσίων Υποθέσεων, ένα όργανο που δεν ήταν «νόμιμο» δικαστήριο σύμφωνα με την Σύμβαση, δεν βασίστηκε σε νόμο που παρείχε κατάλληλες διασφαλίσεις κατά της αυθαιρεσίας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8).
Άρθρο 13 και άρθρο 18
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε ανάγκη να εξεταστούν χωριστά οι καταγγελίες του κ. Wałęsa βάσει αυτών των άρθρων.
Άρθρο 46 (δεσμευτική ισχύς και εκτέλεση αποφάσεων)
Όταν το Δικαστήριο διαπιστώνει παραβίαση της Σύμβασης, το Κράτος έχει νομική υποχρέωση να επιλέξει, υπό την εποπτεία της Επιτροπής Υπουργών, τα γενικά και/ή, κατά περίπτωση, ατομικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν στην εσωτερική έννομη τάξη του για να θέσει τέλος στην παραβίαση που διαπίστωσε το Δικαστήριο και να επανορθώσει την κατάσταση.
Άρθρο 61 του Κανονισμού του Δικαστηρίου (εφαρμογή της διαδικασίας έκδοσης πιλοτικής απόφασης)
Όταν από τα πραγματικά περιστατικά μιας υπόθεσης προκύπτει η ύπαρξη διαρθρωτικού ή συστημικού προβλήματος ή άλλης παρόμοιας δυσλειτουργίας που έχει προκαλέσει ή μπορεί να οδηγήσει σε παρόμοιες αιτήσεις, το Δικαστήριο μπορεί να κινήσει διαδικασία για την έκδοση πιλοτικής απόφασης που προσδιορίζει τόσο τη φύση του διαρθρωτικού ή συστημικού προβλήματος όσο και το είδος των διορθωτικών μέτρων που πρέπει να λάβει το κράτος λαμβάνουν μέτρα για την εξάλειψη της πηγής της παραβίασης για το μέλλον και την επανόρθωση της ζημίας του παρελθόντος που υπέστησαν όχι μόνο οι μεμονωμένοι αιτούντες στην πιλοτική περίπτωση, αλλά και όλα τα άλλα θύματα του ίδιου τύπου παραβίασης. Σκοπός είναι ότι, υπό την αιγίδα των γενικών μέτρων που απαιτούνται από το εναγόμενο κράτος, όλα τα άλλα σημερινά και δυνητικά θύματα απορροφώνται στη διαδικασία εκτέλεσης της πιλοτικής απόφασης.
Λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρή ανησυχία που εξέφρασε η Επιτροπή Υπουργών τον Ιούνιο του 2023 σχετικά με την επίμονη επίκληση από τις πολωνικές αρχές της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 22.03.2022 (αριθ. K 7/21) για να δικαιολογήσουν την μη εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, και λαμβάνοντας υπόψη την ταχεία και συνεχή αύξηση του αριθμού των προσφυγών που αφορούν την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στην Πολωνία και ειδικότερα, την παραβίαση του δικαιώματος σε «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει συσταθεί με νόμο», το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα συστημικά προβλήματα που εντοπίστηκαν απαιτούσαν επείγοντα διορθωτικά μέτρα.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο εφάρμοσε την πιλοτική διαδικασία στην παρούσα υπόθεση. Στην υπόθεση αυτή, και υπό το πρίσμα προηγούμενων αποφάσεων σχετικά με τη δικαστική μεταρρύθμιση στην Πολωνία που ξεκίνησε το 2017, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διπλή παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 είχε προέλθει από τα αλληλένδετα συστημικά προβλήματα που συνδέονται με τη δυσλειτουργία της εγχώριας νομοθεσίας και πρακτικής που προκλήθηκε από: α) πλημμελή διαδικασία διορισμού δικαστών στην οποία συμμετέχει το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο, όπως συστάθηκε με την τροποποίηση του 2017, β) την απορρέουσα έλλειψη ανεξαρτησίας εκ μέρους του Τμήματος Εκτάκτου Ελέγχου και Δημοσίων Υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, γ) την αποκλειστική αρμοδιότητα του ανωτέρω Τμήματος σε υποθέσεις που ενέχουν ένσταση έλλειψης ανεξαρτησίας εκ μέρους δικαστή ή δικαστηρίου, δ) τα ελαττώματα της διαδικασίας έκτακτης προσφυγής, όπως διαπιστώθηκε στην παρούσα απόφαση, ε) την αποκλειστική αρμοδιότητα του Τμήματος Εκτάκτου Ελέγχου και Δημοσίων Υποθέσεων του Αρείου Πάγου για την εκδίκαση έκτακτων προσφυγών.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου να τερματιστούν οι συστημικές παραβιάσεις του άρθρου 6 § 1, η Πολωνία έπρεπε να λάβει τα κατάλληλα νομοθετικά και άλλα μέτρα για να διασφαλίσει, στο εθνικό νομικό της σύστημα, την συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ενός «ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει συσταθεί με νόμο» και την αρχή της ασφάλειας δικαίου.
Κατά συνέπεια, παρόμοιες υποθέσεις που δεν είχαν ακόμη κοινοποιηθεί στην Κυβέρνηση θα αναβάλλονταν για 12 μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης, εν αναμονή της θέσπισης γενικών μέτρων από το Πολωνικό κράτος. Οι υποθέσεις που έχουν ήδη κοινοποιηθεί θα εξετάζονται και θα εκδικάζονται. Το Δικαστήριο θα συνεχίσει να ενημερώνει την Κυβέρνηση για προσφυγές που εγείρουν διάφορα ζητήματα στο πλαίσιο της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41): Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 30.000 ευρώ για ηθική βλάβη
επιμέλεια echrcaselaw.com