ΑΠΟΦΑΣΗ
Wiegandová κατά της Τσεχικής Δημοκρατίας της 11.01.2024 (αρ. προσφ. 51391/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Επιβάρυνση διαμερίσματος ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας δυνάμει μιας ex lege εμπράγματης δικαιοπραξίας (επικαρπίας) σε ακίνητο βάσει νομοθετικής ρύθμισης υπέρ στεγαστικού συνεταιρισμού. Το διαμέρισμα κατασκευάστηκε από το πρώην κομμουνιστικό καθεστώς.
Η προσφεύγουσα ζήτησε τη λήξη ή τη μείωση της επικαρπίας επί των συνεταιριστικού διαμερίσματος, στο οποίο είχε την κυριότητα . Οι λόγοι της αίτησής της περιλάμβαναν την πάροδο του χρόνου από την ολοκλήρωση του διαμερίσματος και το γεγονός ότι τα μέλη του συνεταιρισμού δεν χρησιμοποιούσαν το διαμέριίσμα και δεν συνεισέφεραν στις πληρωμές για τις υπηρεσίες. Η αγωγή της απορρίφθηκε αμετάκλητα.
Επικαλούμενη το άρθρο 1 του ΠΠΠ, η προσφεύγουσα κατήγγειλε ότι, όσον αφορά το διαμέρισμα που εξακολουθούσε να έχει στην ιδιοκτησία της, έπρεπε να υπομείνει μια κατάσταση όπου, λόγω της ex lege επικαρπίας που επιβάρυνε το δικαίωμα κυριοτητάς της χωρίς χρονικό περιορισμό και χωρίς αποζημίωση, περιορίστηκε η χρήση του ακινήτου της στο οποίο η ίδια διατηρούσε μόνον την κυριότητα.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου δέχθηκε ότι πράγματι υπήρξε επέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας της. Έκρινε όμως ότι η επέμβαση αυτή εξυπηρετούσε όχι μόνο τα συμφέροντα του στεγαστικού συνεταιρισμού, στον οποίο παραχωρήθηκε η επικαρπία αλλά και γενικότερα του κοινωνικού συνόλου. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν είχε επωμιστεί ατομικό και υπερβολικό βάρος λόγω της επιβάρυνσης του διαμερίσματος, που παρέμενε στην κυριότητά της, από την επικαρπία.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος προστασίας της ιδιοκτησίας του άρθρου 1 ΠΠΠ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Το 2003 η προσφεύγουσα κληρονόμησε μια πολυκατοικία την οποία ο σύντροφός της είχε αποκτήσει ως αποζημίωση από το Δημόσιο το 1991, δυνάμει του νόμου 87/1991 περί εξωδικαστικών αποκαταστάσεων, μετά την απαλλοτρίωσή της στο Δημόσιο από τον νόμιμο προκάτοχό του το 1961. Το κτίριο περιείχε, μεταξύ άλλων οικιστικών και μη οικιστικών χώρων, έξι διαμερίσματα που είχαν κατασκευαστεί από οικοδομικό συνεταιρισμό όταν το κτίριο ανήκε στο Δημόσιο. Από το 1992 υφίστατο ένα εμπράγματο δικαίωμα επί των διαμερισμάτων βάσει του Ν. 297/1992. Το δικαίωμα δουλείας ήταν υπέρ ενός στεγαστικού συνεταιρισμού που απέκτησε τα διαμερίσματα από τον οικοδομικό συνεταιρισμό το 1987. Το 2009 η προσφεύγουσα υπέβαλε δήλωση ιδιοκτήτη για το κτίριο, βάσει της οποίας καταγράφηκαν ειδικά καθορισμένα τμήματα του κτιρίου ως μη οικιστικές ή οικιστικές μονάδες, συνολικά υπήρχαν 59 μονάδες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που κατασκευάστηκαν από τον οικοδομικό συνεταιρισμό. Η προσφεύγουσα κατέστη ιδιοκτήτρια όλων αυτών των μονάδων. Οι εμπράγματες δικαιοπραξίες υπέρ του οικοδομικού συνεταιρισμού, όσον αφορά τη χρήση των έξι διαμερισμάτων, διατηρήθηκαν. Μεταξύ του 2009 και του 2019 η προσφεύγουσα πούλησε διαδοχικά 58 από τις 59 μονάδες του κτιρίου, συμπεριλαμβανομένων πέντε διαμερισμάτων του συνεταιρισμού, στους ενοίκους τους, μέλη του στεγαστικού συνεταιρισμού. Το τελευταίο διαμέρισμα εξακολουθεί να της ανήκει. Οι διαδικασίες που κινήθηκαν από την προσφεύγουσα για τη λήξη ή τη μείωση του ποσοστού της επικαρπίας ήταν ανεπιτυχείς.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….
Άρθρο 1 του Πρώτου πρωτοκόλλου
Α. Ως προς το αν υπήρξε επέμβαση
Η συνέχιση της ύπαρξης της επικαρπίας που επιβάρυνε το διαμέρισμα που εξακολουθούσε να ανήκει στην προσφεύγουσα είχε αναμφίβολα περιορίσει την «απόλαυση» του. Ειδικότερα, λόγω της επικαρπίας, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το διαμέρισμα, ενώ ο συνεταιρισμός έφερε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη χωρίς χρονικό περιορισμό και είχε το δικαίωμα να εισπράττει το μίσθωμα από τους πραγματικούς ενοίκους. Πράγματι, φάνηκε ότι δεν μπορούσε να προβεί σε καμία συναλλαγή σχετικά με το διαμέρισμα, εκτός από την πώλησή του. Υπήρξε επομένως επέμβαση στα δικαιώματα ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, β’ εδάφιο του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το οποίο επιτρέπει στα συμβαλλόμενα κράτη να ελέγχουν τη χρήση της ιδιοκτησίας σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον.
Β. Η επέμβαση ήταν νόμιμη και «σύμφωνη με το δημόσιο συμφέρον»;
Η επικαρπία βασίστηκε στο νομοθετικό μέτρο αριθ. 297/1992, που τροποποίησε τον νόμο αριθ. 42/1992. Εξάλλου, οι εμπράγματες δικαιοπραξίες (επικαρπίες) οι οποίες, όπως και εν προκειμένω, προέκυψαν από τη διαδικασία αποκατάστασης ακινήτων που είχαν κατασχεθεί από το πρώην κομμουνιστικό καθεστώς, αποσκοπούσαν στη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ δύο ομάδων κατόχων περιουσιακών δικαιωμάτων που προστατεύονται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου: αφενός, των αρχικών ιδιοκτητών ή των νόμιμων διαδόχων τους στους οποίους το κράτος επέστρεψε ακίνητα στο πλαίσιο της αποκατάστασης, και, αφετέρου, των μελών στεγαστικών συνεταιρισμών στους οποίους το πρώην κομμουνιστικό καθεστώς είχε δώσει τη δυνατότητα να κατασκευάσουν, με δικά τους έξοδα, διαμερίσματα στους χώρους των αποκατασταθέντων κτιρίων. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το δικαίωμα επικαρπίας επί του διαμερίσματος που ανήκε στην προσφεύγουσα εξυπηρετούσε και εξακολουθούσε να εξυπηρετεί όχι μόνο τα συμφέροντα του στεγαστικού συνεταιρισμού και των μελών του, αλλά και τα δημόσια συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου. Περαιτέρω, οι έννομες σχέσεις που δημιουργήθηκαν από την υπηρεσία στην προκειμένη περίπτωση παρέμειναν αμετάβλητες με την πάροδο των ετών.
Γ. Η επέμβαση ήταν αναλογική;
Όταν η προσφεύγουσα απέκτησε το κτίριο το 2003 στο πλαίσιο κληρονομιάς, θα έπρεπε να γνώριζε την ύπαρξη της επικαρπίας επί των συνεταιριστικών διαμερισμάτων και το νομικό καθεστώς σε σχέση με αυτήν και ιδίως το γεγονός ότι η επικαρπία δεν είχε κατ’ αρχήν περιοριστεί χρονικά και ότι η βελτίωση του κτιρίου μέσω της ανέγερσης των διαμερισμάτων από έναν οικοδομικό συνεταιρισμό θεωρούνταν επαρκής αποζημίωση για τον περιορισμό της κυριότητας. Παρ’ όλα αυτά, είχε αποδεχθεί την κληρονομιά και με τον τρόπο αυτό κατέστη ιδιοκτήτρια του ακινήτου. Έκτοτε, δεν είχε σημειωθεί καμία νομοθετική, νομολογιακή ή άλλη εξέλιξη που να οδηγεί σε οποιαδήποτε μεταβολή της νομικής της θέσης, ήτοι αυτής της ιδιοκτήτριας ενός ακινήτου που βαρύνεται εν μέρει με εμπράγματη δικαιοπραξία που δημιουργήθηκε ex lege με το σχετικό νομοθετικό μέτρο. Επίσης, δεν υπήρχαν στοιχεία που να δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε σε οποιοδήποτε στάδιο να έχει δικαιολογημένη προσδοκία, σύμφωνα με τη νομολογία της Σύμβασης, ότι οι εφαρμοστέοι κανόνες σχετικά με την επικαρπία θα άλλαζαν έτσι ώστε να παρέχουν βάση για τη λήξη ή τη μείωση της.
Μολονότι η έλλειψη αποζημίωσης για τους μόνιμους περιορισμούς στην απόλαυση του δικαιώματος κυριότητάς της επί του διαμερίσματος που απορρέουν από την προσκύρωση, και ιδίως η αδυναμία της να το χρησιμοποιεί και να το εκμισθώνει ελεύθερα, ήταν ένας παράγοντας που έπρεπε να ληφθεί υπόψη για να καθοριστεί αν επιτεύχθηκε δίκαιη ισορροπία, δεν αρκούσε από μόνη της για να στοιχειοθετήσει παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε την ιδιαιτερότητα των εμπράγματων δικαιοπραξιών που δημιουργήθηκαν ex lege με το Ν. 297/1992 και το γεγονός ότι το μέτρο αυτό είχε επικυρωθεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο είχε εξαιρέσει τις προσβαλλόμενες επικαρπίες από την εφαρμογή του άρθρου 11 § 4 του Τσεχικού Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών, σύμφωνα με το οποίο κάθε περιορισμός των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας πρέπει να αντισταθμίζεται. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα ενός δύσκολου συμβιβασμού που υιοθέτησε το κράτος στην περίπλοκη κατάσταση της μετακομμουνιστικής μετάβασης στον τομέα των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Τα συμβαλλόμενα κράτη απολάμβαναν ένα ευρύ περιθώριο εκτίμησης σε τέτοια ειδικά πλαίσια.
Η αναλογικότητα της επίμαχης παρέμβασης έπρεπε να εκτιμηθεί λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο την κατάσταση όσον αφορά το εναπομείναν διαμέρισμα αλλά και το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε αποκομίσει σημαντικό οικονομικό όφελος μετά την πώληση των περισσότερων κατοικιών του κτιρίου.
Τα εθνικά δικαστήρια είχαν κρίνει ότι η πάροδος του χρόνου από μόνη της δεν ήταν ικανή να διαταράξει την ισορροπία μεταξύ της διαρκούς βελτίωσης του ακινήτου αφενός και των περιορισμών στην κυριότητα του ακινήτου αφετέρου. Είχαν εξηγήσει ότι ο νομοθέτης, δυνάμει του Ν. 297/1992, είχε εξισορροπήσει τα δύο απόλυτα πραγματικά και απαράγραπτα δικαιώματα – την κυριότητα της προσφεύγουσας επί των διαμερισμάτων και τα δικαιώματα του στεγαστικού συνεταιρισμού επί του δημιουργηθέντος περιουσιακού στοιχείου – με τη δημιουργία ενός ιδιαίτερου τύπου επικαρπίας. Συνεπώς, η απλή παρέλευση του χρόνου δεν θα μπορούσε να αποτελέσει, υπό τις συνθήκες αυτές, μεταβολή που να επιφέρει σοβαρή ανισορροπία μεταξύ της επιβάρυνσης του ακινήτου με την επικαρπία και του οφέλους για τον κάτοχό της, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο για την ακύρωση ή τον περιορισμό της επικαρπίας. Επιπλέον, η κατάργηση της επικαρπίας υπέρ του συνεταιρισμού θα είχε ως αποτέλεσμα την απόσβεση ενός περιουσιακού δικαιώματος – της μίσθωσης του συνεταιριστικού διαμερίσματος – και την μείωση της μερίδας μέλους του μισθωτή. Η μείωση της επικαρπίας θα σήμαινε ότι ο στεγαστικός συνεταιρισμός θα έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα επιπλέον των εισφορών που ορίζει το καταστατικό για τη χρήση των διαμερισμάτων από τα μέλη του.
Τα εθνικά δικαστήρια φάνηκαν να έχουν εξετάσει όλα τα διαθέσιμα στοιχεία και τα συμπεράσματά τους ήταν συνεκτικά από την άποψη της σχετικής εθνικής νομολογιακής πρακτικής, συμπεριλαμβανομένης της νομολογίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Σημαντικό είναι ότι η μόνιμη ύπαρξη της επικαρπίας είχε θεωρηθεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο ότι συνέβαλε στη διατήρηση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας που αποκτήθηκαν με αντάλλαγμα χρηματικές εισφορές από καλόπιστους ιδιώτες – το συνεταιρισμό και τα μέλη του.
Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω εκτιμήσεις και τονίζοντας κυρίως το ευρύ περιθώριο εκτίμησης που είχε το εναγόμενο κράτος, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε επωμιστεί ατομικό και υπερβολικό βάρος λόγω της επιβάρυνσης του διαμερίσματος από την επικαρπία, το οποίο όμως παρέμενε στην κυριότητά της. Κατά συνέπεια, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες της παρούσας υπόθεσης δεν είχε διαταραχθεί η ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων της κοινότητας και των συμφερόντων της προσφεύγουσας.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (επιμέλεια: echrcaselaw.com).