ΑΠΟΦΑΣΗ
Narbutas κατά Λιθουανίας της 19.12.2023 (αριθ. προσφ. 14139/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων είναι ιατρός σε δημόσιο νοσοκομείο. Κατά την διάρκεια της πανδημίας και λόγω της επαγγελματικής του ιδιότητας, διαπραγματεύτηκε αγορές τεστ covid-19 για τη Λιθουανία και συνήψε σύμβαση με ισπανική φαρμακευτική εταιρεία ύψους 5.157.120 ευρώ. Κατηγορήθηκε για δωροδοκία και κρατήθηκε προσωρινά χωρίς αιτιολογημένη απόφαση. Κατασχέθηκε η περιουσία του και ανώτατα όργανα του κράτους, όπως ο Πρόεδρος αλλά ακόμα και ο εισαγγελέας δημοσιοποίησαν το όνομα του στον τύπο. Άσκησε προσφυγή για πολλαπλές παραβάσεις της ΕΣΔΑ.
Όσον αφορά την προσωρινή κράτηση το Δικαστήριο του Στρασβούργου επισήμανε ότι το εγχώριο δίκαιο απαιτούσε η προσωρινή κράτηση να είναι αναγκαία για να αποτραπεί η φυγή του υπόπτου ή η ανάμιξή του στη διαδικασία. Ωστόσο στην συγκεκριμένη περίπτωση οι αρχές δεν είχαν εξετάσει τα σχετικά και συναφή επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων με τα οποία είχε αμφισβητήσει την αναγκαιότητα της κράτησης στην περίπτωσή του. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η προσωρινή κράτηση του δεν ήταν σύμφωνη με τον νόμο και παραβίασε το δικαίωμά του στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια.
Ακολούθως έκρινε ότι οι πληροφορίες που δόθηκαν στον τύπο και ο τρόπος δημοσιοποίησής τους από τις ανακριτικές αρχές δεν δικαιολογήθηκαν από την ανάγκη ενημέρωσης του κοινού και προκάλεσαν βλάβη στην φήμη του προσφεύγοντος και έτσι διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8).
Επιπλέον η κατάσχεση των εισοδημάτων πραγματοποιήθηκε χωρίς αξιολόγηση της αναλογικότητας του μέτρου και δεν είχε επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δημόσιου συμφέροντος και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του καθόσον ο προσφεύγων στερήθηκε ακόμα και τα απαραίτητα προς το ζην. Το Στρασβούργο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
Τέλος το Δικαστήριο απέρριψε την καταγγελία για παραβίαση της δίκαιης δίκης λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων και την καταγγελία για παραβίαση του άρθρου 3 γιατί ο αποκλεισμός του από το σύστημα υγείας διήρκησε μόνο λίγες ημέρες χωρίς να προκαλέσει βλάβη στην υγεία του.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 768,94 ευρώ για αποζημίωση και 26.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 3,
Άρθρο 5,
Άρθρο 6§1,
Άρθρο 8,
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Šarūnas Narbutas, είναι Λιθουανός υπήκοος που γεννήθηκε το 1988 και ζει στο Βίλνιους. Από το 2013-2019, ήταν Πρόεδρος και αργότερα μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Λιθουανικού Συνασπισμού Ασθενών με Καρκίνο. Διετέλεσε σύμβουλος του Προέδρου της Λιθουανίας την περίοδο 2014-2016. Υπηρέτησε επίσης στα διοικητικά συμβούλια διαφόρων δημόσιων φορέων που δραστηριοποιούνται κυρίως στον τομέα της δημόσιας υγείας. Τον Φεβρουάριο του 2020, λόγω της εξάπλωσης του ιού covid-19, κηρύχθηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και εθνικός αποκλεισμός στη Λιθουανία. Οι αρχές έσπευσαν να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες ιατρικές προμήθειες για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, ο προσφεύγων διαπραγματεύτηκε αγορές τεστ covid-19 για τη Λιθουανία και συνήψε σύμβαση με ισπανική φαρμακευτική εταιρεία για να πληρωθεί 1 ευρώ για κάθε ένα από τα τεστ covid-19 της εταιρείας που πωλήθηκαν στη Λιθουανική Κυβέρνηση. Αγοράστηκαν 303.360 τεστ συνολικού κόστους 5.157.120 ευρώ. Ο προσφεύγων πληρώθηκε μέχρι τον Ιούνιο του 2020.
Στις 21 Ιουλίου 2020, η Υπηρεσία Ειδικών Ερευνών ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι ήταν ύποπτος για κατηγορίες που σχετίζονται με δωροληψία και τον έθεσε υπό προσωρινή κράτηση. Η απόφαση αυτή ελήφθη λόγω του προβαλλόμενου κινδύνου να διαφύγει ή να παρέμβει στην έρευνα. Η κατοικία και το αυτοκίνητό του ερευνήθηκαν βάσει εισαγγελικού εντάλματος. Στις 22 Ιουλίου 2020, κατόπιν αιτήματος του εισαγγελέα, ο ανακριτής διέταξε τον κατ’ οίκον περιορισμό του προσφεύγοντος από τις 10 μ.μ. έως τις 6 π.μ., να μην έρχεται σε επαφή με ορισμένα άτομα και να μην εισέρχεται στο Υπουργείο Υγείας ή σε ιδρύματα υπό την αιγίδα του (πρέπει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη λάμβανε θεραπεία για καρκίνο). Ο προσφεύγων αφέθηκε ελεύθερος μετά από περίπου 33 ώρες. Διαμαρτυρήθηκε για την προσωρινή κράτησή του, αλλά ένας ανώτερος εισαγγελέας έκρινε ότι είχε διαταχθεί χωρίς δικαστική εντολή δυνάμει του άρθρου 140 § 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Προσέφυγε στα δικαστήρια χωρίς επιτυχία. Άσκησε επίσης έφεση κατά της απόφασης προσωρινής κράτησης. Τον Αύγουστο του 2020 του επετράπη να εισέλθει σε νοσοκομεία του Υπουργείου Υγείας για θεραπευτικούς σκοπούς και αργότερα αφέθηκε ελεύθερος από τον κατ’ οίκον περιορισμό. Εν τω μεταξύ, τον Ιούλιο του 2020 ο εισαγγελέας είχε διατάξει την κατάσχεση των τραπεζικών του λογαριασμών και του αυτοκινήτου του για την εξασφάλιση έναντι πιθανής αστικής αξίωσης. Κατόπιν των καταγγελιών του, ο εισαγγελέας του επέτρεψε να χρησιμοποιήσει 607 ευρώ μηνιαίως για τα έξοδά του. Προσέφυγε στο δικαστήριο, καταγγέλλοντας ότι το ποσό αυτό δεν κάλυπτε τις βασικές του ανάγκες, οι οποίες απαιτούσαν πάνω από 6.000 ευρώ μηνιαίως, και υποστηρίζοντας ότι η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων αξίας μεγαλύτερης από την αξία της υποτιθέμενης δωροληψίας ήταν δυσανάλογη. Το αίτημά του απορρίφθηκε συνολικά. Τον Φεβρουάριο του 2021 τα δικαστήρια αύξησαν το ποσό που μπορούσε να χρησιμοποιήσει σε 1.000 ευρώ μηνιαίως, το οποίο έκρινε ανεπαρκές. Μόλις στις 25 Μαρτίου 2022 τα δικαστήρια περιόρισαν τα κεφάλαια που κατασχέθηκαν στην υποτιθέμενη αξία της δωροδοκίας.
Στις 21 Ιουλίου 2020 η Υπηρεσία Ειδικών Ερευνών δημοσίευσε δελτίο Τύπου κατονομάζοντας τον προσφεύγοντα, αποκαλύπτοντας μέρος του ιστορικού απασχόλησής του και αναφέροντας λεπτομερώς τους ισχυρισμούς εναντίον του. Ακολούθησε εκτεταμένη κάλυψη από τα ΜΜΕ. Ανώτερα δημόσια πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου της Λιθουανίας, του Υπουργού Υγείας και αρκετών μελών του Seimas, σχολίασαν επίσης την υπόθεση στα ΜΜΕ, όπως και ο εισαγγελέας. Τον Αύγουστο του 2020, ο εισαγγελέας τον προειδοποίησε να μην αποκαλύψει καμία πληροφορία σχετικά με την προδικαστική έρευνα σε μη εξουσιοδοτημένα άτομα. Παραπονέθηκε, χωρίς αποτέλεσμα, στην εισαγγελική αρχή και στη συνέχεια στα δικαστήρια για αυτή την ανισορροπία στα ΜΜΕ, υποστηρίζοντας ότι, καθώς ο εισαγγελέας δημοσιοποιούσε τις πληροφορίες, θα έπρεπε να ήταν σε θέση να τις σχολιάσει. Τον Μάιο του 2023 ο προσφεύγων αθωώθηκε από όλες τις κατηγορίες από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Η υπόθεση παραμένει, μέχρι έκδοσης της απόφασης του ΕΔΔΑ, εκκρεμής ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
Βασιζόμενος στα άρθρα 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), 5§1 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια), 6§2 (τεκμήριο αθωότητας), 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) και 10 (ελευθερία έκφρασης) και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι του είχε απαγορευτεί η είσοδος στα νοσοκομεία, παρά το γεγονός ότι είχε καρκίνο, ότι η κράτησή του ήταν παράνομη και όχι απαραίτητη, ότι ο Πρόεδρος, ο Υπουργός Υγείας και πολλά μέλη του Seimas είχαν προβεί σε δημόσια σχόλια που υποδήλωναν την ενοχή του, ότι οι ανακριτικές αρχές είχαν αποκαλύψει υπερβολικές πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση στα ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένου του πλήρους ονόματός του, βλάπτοντας έτσι τη φήμη του, ότι είχε προειδοποιηθεί επισήμως να μην αποκαλύψει πληροφορίες σχετικά με την προδικαστική έρευνα, παρόλο που πολλές από τις πληροφορίες είχαν ήδη δημοσιοποιηθεί και ότι η κατάσχεση της περιουσίας του ήταν δυσανάλογη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 5
Δεν αμφισβητήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι από τις 8.01 π.μ. της 21ης Ιουλίου 2020 έως τις 5.15 μ.μ. της 22ας Ιουλίου 2020 ο προσφεύγων είχε τεθεί υπό προσωρινή κράτηση και, ως εκ τούτου, στερήθηκε την προσωπική ελευθερία του. Η προσωρινή αυτή κράτηση είχε αποφασιστεί από την Υπηρεσία Ειδικών Ερευνών (βάσει του άρθρου 140 § 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) χωρίς δικαστική απόφαση. Το άρθρο 140 § 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέτρεψε στους αστυνομικούς να θέσουν κάποιον σε προσωρινή κράτηση για έως και 48 ώρες χωρίς δικαστική εντολή όταν, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, δεν ήταν δυνατόν να ληφθεί επειγόντως μια τέτοια εντολή. Στην περίπτωσή του, καμία από τις εγχώριες αρχές ή τα δικαστήρια δεν είχε παράσχει επαρκή εξήγηση ως προς το γιατί η λήψη δικαστικής εντολής δεν ήταν δυνατή υπό τις περιστάσεις. Επιπλέον, το εγχώριο δίκαιο απαιτούσε επίσης η προσωρινή κράτηση οποιασδήποτε διάρκειας να είναι αναγκαία για να αποτραπεί η φυγή του υπόπτου ή η ανάμιξή του στη διαδικασία, αλλά οι αρχές δεν είχαν εξετάσει τα σχετικά και συναφή επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων με τα οποία είχε αμφισβητήσει την αναγκαιότητα της κράτησης στην περίπτωσή του. Για τους λόγους αυτούς, η προσωρινή κράτησή του δεν ήταν σύμφωνη με τον νόμο και παραβίαζε το δικαίωμά του στην ελευθερία και την ασφάλεια.
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η παροχή πληροφοριών στο κοινό σχετικά με τη δίκη συνέβαλε σε μια συζήτηση δημόσιου ενδιαφέροντος – στην προκειμένη περίπτωση σχετικά με την αγορά τεστ Covid-19. Ωστόσο, έκρινε κρίσιμο το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν ήταν τότε πολιτικός ούτε είχε δημόσιο αξίωμα (ήταν λέκτορας πανεπιστημίου, επικεφαλής ιδιωτικής εταιρείας και αυτοαπασχολούμενος σύμβουλος). Ο προηγούμενος δημόσιος ρόλος του, για το Δικαστήριο, δεν τον είχε καταστήσει συγκρίσιμο με πολιτικό ή δημόσιο λειτουργό, ενώ η φήμη του δεν ήταν τέτοια ώστε να δικαιολογήσει την αποκάλυψη της ταυτότητάς του. Επιπλέον, η αποκάλυψη της ταυτότητάς του είχε αυξήσει σημαντικά το ενδιαφέρον των ΜΜΕ για την υπόθεση. Δεν είχε τρόπο να προστατεύσει την ταυτότητά του όταν είχε συνοδευτεί στο δικαστήριο από αστυνομικούς με τα χέρια του φαινομενικά δεμένα με χειροπέδες πίσω από την πλάτη του. Εικόνες αυτής της συνοδείας είχαν δημοσιευτεί τότε, φέρνοντάς τον στο προσκήνιο. Συνολικά, οι πληροφορίες που δόθηκαν και ο τρόπος δημοσιοποίησής τους από τις ανακριτικές αρχές δεν δικαιολογήθηκαν από την ανάγκη ενημέρωσης του κοινού και προκάλεσαν σοβαρή βλάβη στη φήμη του.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματός του στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του προσφεύγοντος.
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η κατάσχεση όλων των τραπεζικών λογαριασμών προσφεύγοντος, που περιείχαν 350.000 ευρώ (για μια περίοδο που δεν είχε πρόσβαση σε κανένα από τους λογαριασμούς του) και οποιουδήποτε μελλοντικού εισοδήματος, καθώς και του αυτοκινήτου του, έπρεπε να θεωρηθεί ως σκληρή και περιοριστική. Το μέτρο αυτό είχε επιβληθεί χωρίς καμία μέριμνα για τις ανάγκες του, και είχε επαναξιολογηθεί μόνο μετά από δικές του καταγγελίες στον εισαγγελέα. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι όταν ο προσφεύγων είχε ζητήσει να του αποδεσμευθούν 6.000 ευρώ μηνιαίως για τις ανάγκες του, συμπεριλαμβανομένης της φαρμακευτικής αγωγής του για τον καρκίνο και της νομικής του υπεράσπισης στην εν εξελίξει ποινική διαδικασία, οι αρχές αρνήθηκαν χωρίς να αναφέρουν αιτιολογία. Τα εθνικά δικαστήρια είχαν δικαιολογήσει τους περιορισμούς για την εξασφάλιση μελλοντικών αστικών αξιώσεων (οι αστικές αξιώσεις μπορούσαν να ασκηθούν εντός μακράς προθεσμίας σύμφωνα με το λιθουανικό δίκαιο). Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων του και όλων των μελλοντικών εισοδημάτων του πραγματοποιήθηκε χωρίς αξιολόγηση της αναλογικότητας του μέτρου και δεν είχε επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δημόσιου συμφέροντος και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Άλλα άρθρα
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο περιορισμός εισόδου στα νοσοκομεία πρέπει να προκάλεσε στον προσφεύγοντα άγχος και αγωνία ενόψει της διάγνωσής του με καρκίνο. Ωστόσο, διαπίστωσε ότι η κατάσταση δεν ήταν αρκετά σοβαρή για την εφαρμογή του άρθρου 3, καθώς ο περιορισμός είχε αρθεί εντός τριών εβδομάδων και ο προσφεύγων δεν απέδειξε επιπτώσεις στην υγεία του. Επομένως, δεν διαπιστώθηκε παραβίαση της διάταξης αυτής.
Η καταγγελία βάσει του άρθρου 6 § 2 κηρύχθηκε απαράδεκτη λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων. Ο προσφεύγων δεν αντέκρουσε το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι θα μπορούσε να είχε ασκήσει αστική αγωγή για την προστασία της τιμής και της αξιοπρέπειάς του έναντι του κράτους και έναντι δημόσιων προσώπων που υπονοούσαν την ενοχή του, αλλά δεν το είχε πράξει. Όσον αφορά το άρθρο 10, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση. Έκρινε ότι, δεδομένου ότι σημαντικό μέρος των εν λόγω πληροφοριών ήταν ήδη διαθέσιμο στο κοινό και στα ΜΜΕ, εναπόκειτο στις αρχές να παράσχουν λεπτομερέστερες εξηγήσεις στον προσφεύγοντα σχετικά με το τι μπορούσε ή δεν μπορούσε να αποκαλύψει. Το Δικαστήριο επανέλαβε την ανάγκη για υποχρέωση μη αποκάλυψης στις ποινικές έρευνες εν γένει, αλλά έκρινε ότι οι περιορισμοί στην περίπτωση αυτή δεν είχαν αποδειχθεί αναλογικοί ή αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Λιθουανία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 768,94 ευρώ για αποζημίωση και 26.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).