Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 και 2 παρ. 2 της Κ.Υ.Α. 25825/1951, οι προβλεπόμενες προσαυξήσεις για παροχή εργασίας κατά τις ημέρες υποχρεωτικής ανάπαυσης, τις Κυριακές ή αργίες και κατά τη διάρκεια της νύκτας δεν συμψηφίζονται προς τις καταβαλλόμενες αποδοχές που είναι ενδεχομένως ανώτερες των νόμιμων ελαχίστων ορίων μισθών και ημερομισθίων.
Είναι άκυρη η μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού συμφωνία κατά την οποία οι αμοιβές και αποζημιώσεις για νόμιμη και παράνομη υπερωρία καλύπτονται εν όλω ή εν μέρει με την καταβολή αποδοχών που είναι υψηλότερες από τις ελάχιστες νόμιμες.
— Αντίθετα, δεν είναι άκυρη η συμφωνία για συμψηφισμό στον υπέρτερο του νόμιμου μισθού των οφειλόμενων προσαυξήσεων και αποζημιώσεων που δικαιούται ο μισθωτός για πρόσθετη απασχόλησή του λόγω υπερεργασίας, παροχής εργασίας κατά τις ημέρες της υποχρεωτικής ανάπαυσης, τις Κυριακές και αργίες και κατά τη διάρκεια της νύκτας.
—Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 και 2 παρ. 2 της Κ.Υ.Α. 25825/1951, οι προβλεπόμενες προσαυξήσεις για παροχή εργασίας κατά τις ημέρες υποχρεωτικής ανάπαυσης, τις Κυριακές ή αργίες και κατά τη διάρκεια της νύκτας δεν συμψηφίζονται προς τις καταβαλλόμενες αποδοχές που είναι ενδεχομένως ανώτερες των νόμιμων ελαχίστων ορίων μισθών και ημερομισθίων.
— Κατά την αληθή έννοια των διατάξεων αυτών, απαγορεύεται μόνον ο εκ μέρους του εργοδότη μονομερής καταλογισμός των τυχόν καταβαλλόμενωνυπέρτερων των νομίμωναποδοχών προς τις οφειλόμενες προσαυξήσεις από την παρασχεθείσα εργασία κατά τις Κυριακές, τις εξαιρετέες ημέρες και τις νύκτες.
— Αντίθετα, δεν απαγορεύεται η συνομολόγηση μεταξύ εργοδότη και μισθωτού ότι με τις καταβαλλόμενεςυπέρτερες των νομίμωναποδοχές θα καλύπτεται και κάθε προσαύξησηη οποία ήθελε προκύψει από την παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές κ.λπ. κατά τη διάρκεια της σύμβασης.
— Μια τέτοια συμφωνία περί καταλογισμού των υπέρτερων αποδοχών στις τυχόν οφειλόμενες προσαυξήσεις για επιπλέον εργασία (πλην νομίμων ή παράνομων/κατ’ εξαίρεση υπερωριών) δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 664 και 679 Α.Κ., εφόσον ο μισθωτός, με τη συμφωνία αυτή, λαμβάνει τα οριζόμενα από τις νομοθετικές ή συλλογικές κανονιστικές ρυθμίσεις ελάχιστα όρια αποδοχών και προσαυξήσεων (Απόφαση Αρείου Πάγου, «Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου», τόμος 82ος (2023), σελ. 925).