ΑΠΟΦΑΣΗ
Syndicat National des Journalistes κ.α. κατά Γαλλίας της 14.12.2023 (αρ. προσφ. 41236/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Έλλειψη αμεροληψίας τριών δικαστών του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, οι οποίοι συμμετείχαν στην εξέταση της αναίρεσης των προσφευγουσών, έχοντας τακτικές, στενές και αμειβόμενες επαγγελματικές σχέσεις με μία εταιρεία εκ των διαδίκων.
Τουλάχιστον δύο από τους τρεις εν λόγω δικαστές συνεργάζονταν τακτικά με την νομική εκδοτική εταιρεία η οποία ήταν ένας από τους διαδίκους της διαφοράς περί επιμερισμού των κερδών. Στο πλαίσιο μιας αναδιάρθρωσης εντός της μητρικής εκδοτικής εταιρείας, είχε χορηγηθεί δάνειο ύψους 445.000.000 ευρώ για την απόκτηση των μετοχών των υπό εκκαθάριση εταιρειών του ομίλου, το οποίο είχε οδηγήσει σε ένα επίπεδο χρέους που απέκλειε την πληρωμή των εργαζομένων στο πλαίσιο του συστήματος της υποχρεωτικής συμμετοχής στα κέρδη.
Κατά το Δικαστήριο η συμβολή των δικαστών στη διάδοση του δικαίου, ιδίως μέσω ερευνητικών εκδηλώσεων, διδακτικών δραστηριοτήτων ή δημοσιεύσεων, αποτελεί σαφώς μέρος του ρόλου τους, όμως οι επαγγελματικές επαφές μεταξύ τριών δικαστών της σύνθεσης που δίκασε την υπόθεση και ενός εκ των διαδίκων που ήταν τακτικές, στενές και αμειβόμενες, αρκούσαν για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω δικαστές έπρεπε να απόσχουν από τη συμμετοχή τους στην υπόθεση, όπως είχε κρίνει και η Εθνική Νομική Υπηρεσία.
Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι φόβοι των προσφευγουσών συνδικαλιστικών οργανώσεων για την έλλειψη αμεροληψίας των δικαστών ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένοι και διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρου 6 § 1).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 παρ. 1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγουσες είναι τρεις συνδικαλιστικές οργανώσεις, το Syndicat National des Journalistes (SNJ), το Syndicat National des Médias et de l’Écrit CFDT (SNME-CFDT) και η Union Générale des Ingénieurs, Cadres et Techniciens CCGT (UGICT-CGT). Τα γραφεία τους βρίσκονται σε Παρίσι (SNJ και SNME-CFDT) και Montreuil (UGICT-CGT). Ο όμιλος Wolters Kluwer (WK), ο οποίος προέκυψε από τη συγχώνευση δύο ολλανδικών εκδοτικών εταιρειών, είναι πάροχος πληροφοριών, εργαλείων και λύσεων για επαγγελματίες, μεταξύ άλλων και του νομικού τομέα.
Στις 30 Ιουνίου 2007 η αναδιάρθρωση εντός του ομίλου WK («επιχείρηση cosmos») οδήγησε στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων από εννέα εταιρείες του ομίλου στην WK France SAS (WKF), θυγατρική της Holding WKF (HWKF). Προκειμένου να αποκτήσει τις μετοχές που ανήκαν στις υπό εκκαθάριση εταιρείες, η WKF έλαβε δάνειο ύψους 445.000.0000 ευρώ από την HWKF, το οποίο οδήγησε σε ένα επίπεδο χρέους που απέκλειε οποιαδήποτε πληρωμή προς τους εργαζομένους στο πλαίσιο του υποχρεωτικού προγράμματος συμμετοχής στα κέρδη.
Στις 22 Ιουνίου 2010 το Συνδικάτο εργαζομένων της WKF προσέφυγε ενώπιον του εισαγγελέα του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Nanterre, καταγγέλλοντας παρέμβαση στην εύρυθμη λειτουργία του. Ο εισαγγελέας ζήτησε τη γνώμη ενός επιθεωρητή εργοστασίων, ο οποίος, σε έκθεση της 17 Φεβρουαρίου 2011, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι διαπράχθηκε το αδίκημα της παρέμβασης, εφόσον η υποχρέωση να ζητείται η γνώμη του συνδικάτου των εργαζομένων είχε παραβιαστεί εν γνώσει του, τουλάχιστον πέντε φορές μεταξύ του 2007 και 2009, με τη συνεχή άρνηση παροχής όλων των απαιτούμενων από το νόμο πληροφοριών σχετικά με τους λογαριασμούς και την λειτουργία της εταιρείας, ιδίως πληροφορίες σχετικά με το δάνειο και τις επιπτώσεις στο ειδικό αποθεματικό για την κατανομή των κερδών των εργαζομένων.
Στις 28 Ιουνίου 2012 τέσσερις συνδικαλιστικές οργανώσεις, μεταξύ των οποίων δύο από τις προσφεύγουσες συνδικαλιστικές οργανώσεις (η SNJ και η SNE-CFDT), άσκησαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου αγωγή κατά της WKF και της HWKF, ζητώντας να διατάξει ότι η «επιχείρηση Κόσμος» ήταν ανίσχυρη έναντι των εργαζομένων και να υποχρεώσει τις δύο εταιρείες να σχηματίσουν εκ νέου αποθεματικό συμμετοχής στα κέρδη για κάθε οικονομικό έτος από το 2007 έως το 2022.
Με απόφαση της 22 Ιανουαρίου 2015, το Επαρχιακό Δικαστήριο της Nanterre έκρινε απαράδεκτες τις αιτήσεις. Οι προσφεύγουσες συνδικαλιστικές οργανώσεις άσκησαν έφεση. Στις 2 Φεβρουαρίου 2016 το Εφετείο των Βερσαλλιών επικύρωσε την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου κατά το μέρος που είχε κηρύξει τις συνδικαλιστικές αιτήσεις των συνδικάτων όσον αφορά την HWKF ως απαράδεκτες. Αντιθέτως, επέτρεψε την εκούσια παρέμβαση της συνδικαλιστικής οργάνωσης UGICT-CGT (τρίτης προσφεύγουσας), κρίνοντας ότι η αναδιάρθρωση ισοδυναμούσε με δόλια πρακτική σε σχέση με το επιχειρησιακό συνδικάτο και τους εργαζομένους της WKF, και κήρυξε την πράξη άνευ αποτελέσματος έναντι της τελευταίας ομάδας, κατά το μέρος που αφορούσε τις επιπτώσεις του παραπάνω δανείου της μητρικής εταιρείας HWKF για το ειδικό αποθεματικό κερδών.
Το Εφετείο διέταξε επίσης τη σύνταξη λογιστικής έκθεσης, προκειμένου να υπολογιστεί το ποσό που έπρεπε να λάβουν οι εργαζόμενοι της WKF για τα έτη 2007-2015. Η WKF και η HWKF άσκησαν έφεση κατά της απόφασης αυτής.
Με απόφαση της 13 Ιουνίου 2017, το Εφετείο των Βερσαλλιών έκανε εν μέρει δεκτό το αίτημα της προσφευγουσών και επέκτεινε την αρμοδιότητα του λογιστή. Η έκθεση του πραγματογνώμονα, η οποία υποβλήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2018, αποτίμησε το ποσό συμμετοχής στα κέρδη που οφείλονταν στους εργαζομένους για την περίοδο 2007-2010 σε ποσό μεταξύ 2.471.000 και 5.169.000 ευρώ.
Στις 28 Φεβρουαρίου 2018 ένα Τμήμα του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, αποτελούμενο από έξι δικαστές, ακύρωσε την απόφαση του Εφετείου των Βερσαλλιών της 2ας Φεβρουαρίου 2016. Αναφερόμενο στον εργατικό κώδικα, το Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ότι το ποσό του καθαρού κέρδους που έπρεπε να παρακρατηθεί κατά τον υπολογισμό του ειδικού αποθεματικού συμμετοχής στα κέρδη, όπως πιστοποιήθηκε από ελεγκτή της εταιρείας, δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο διαφοράς σχετικά με την κατανομή των κερδών, μολονότι η αγωγή που κατέθεσαν τα συνδικάτα επικαλούνταν απάτη ή κατάχρηση δικαιωμάτων από τη διοίκηση της εταιρείας. Θεωρώντας ότι δεν υπήρχε λόγος να παραπέμψει την υπόθεση στο εφετείο, το Ακυρωτικό Δικαστήριο αποφάσισε επίσης να κλείσει την διαδικασία και να δημοσιεύσει την απόφαση.
Στις 18 Απριλίου 2018 το εβδομαδιαίο περιοδικό Le Canard Enchaîné δημοσίευσε άρθρο στο οποίο αποκάλυπτε ότι τρεις από τους έξι δικαστές που συνεδρίαζαν στην υπόθεση εργάζονταν τακτικά για την WKF και παρείχαν, ειδικότερα, εκπαίδευση για επαγγελματίες νομικούς έναντι αμοιβής. Στις 26 Ιουνίου 2018 οι προσφεύγουσες συνδικαλιστικές οργανώσεις κατέθεσαν καταγγελία στην Εθνική Νομική Υπηρεσία (Conseil supérieur de la magistrature – CSM) κατά των τριών δικαστών που κατονομάζονται στην υπόθεση Le Canard Enchaîné.
Στις 19 Δεκεμβρίου 2019 η CSM εξέδωσε την απόφασή της. Θεώρησε, ειδικότερα, ότι η τακτική και η αμειβόμενη συμμετοχή των δικαστών αυτών στις εκπαιδευτικές συναντήσεις που διοργανώνει η WKF συνιστούσε άμεσο συμφέρον μεταξύ των δικαστών και της WKF ως διαδίκου στην έφεση ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου και ότι η ύπαρξη αυτού του άμεσου συμφέροντος θα μπορούσε να δημιουργήσει εύλογες αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία τους. Παρατήρησε, επίσης, ότι οι τρεις δικαστές είχαν συζητήσει ακόμη και το κατά πόσον θα έπρεπε να αποσυρθούν από την εκδίκαση της υπόθεσης. Εν κατακλείδι, κατέληξε ότι οι δικαστές F., H. και P. θα έπρεπε να αποσυρθούν αλλά έκρινε, παρ’ όλα αυτά, ότι η μη συμμόρφωσή τους με τους κανόνες δεοντολογίας δεν ήταν αρκετά σοβαρή ώστε να συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.
Επικαλούμενες το άρθρο 6 § 1, οι προσφεύγουσες συνδικαλιστικές οργανώσεις κατήγγειλαν παραβίαση του δικαιώματός τους για δίκαιη ακρόαση, από αμερόληπτο δικαστήριο, λόγω της συμμετοχής τριών δικαστών του Ακυρωτικού Δικαστηρίου – οι οποίοι, όπως ισχυρίστηκαν, είχαν δεσμούς με την αντίδικο εταιρεία – στην εξέταση της αναίρεσης. Ισχυρίστηκαν ακόμη ότι υπήρξε εύλογη αμφιβολία – που ενισχύθηκε από μια σειρά επιβαρυντικές περιστάσεις – ως προς την αμεροληψία των δικαστών.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 παρ. 1
Το Δικαστήριο επισήμανε αρχικά ότι το ζήτημα που τέθηκε ενώπιόν του ήταν αν οι τρεις δικαστές του Ακυρωτικού Δικαστηρίου που εργάζονταν με την εκδοτική εταιρεία WKF μπορούσαν να παρασταθούν στην υπόθεση μεταξύ της WKF και των προσφευγουσών συνδικαλιστικών οργανώσεων, λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης αντικειμενικής αμεροληψίας που επιβάλλει το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο παρατήρησε, ωστόσο, ότι δεν ήταν καθήκον του να αποφανθεί για το αν οι τρεις δικαστές αυτοί είχαν τηρήσει τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις όσον αφορά τις πρόσθετες δραστηριότητες, οι οποίες ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών αρχών.
Αναφερόμενο στη νομολογία του σχετικά με την άσκηση πρόσθετων δραστηριοτήτων από τους δικαστές υπό το πρίσμα της απαίτησης αμεροληψίας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι στην παρούσα υπόθεση το CSM είχε δηλώσει ότι ήταν «πεπεισμένο ότι οι δικαστές πρέπει να συμμετέχουν στον δημόσιο βίο», ενώ παράλληλα παρατήρησε ότι «η συμμετοχή στη διάδοση της νομολογίας και στον προβληματισμό σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται ο νόμος είχε ζωτικό ενδιαφέρον τόσο για το δικαστικό σώμα όσο και για την κοινωνία στο σύνολό της, και συμβάλλει στον αναγκαία διάλογο μεταξύ του δικαστικού σώματος και της κοινωνίας». Το Δικαστήριο δεν είδε κανένα λόγο να παρεκκλίνει από τη διαπίστωση αυτή.
Στην προκειμένη περίπτωση, η σχέση μεταξύ των τριών εν λόγω δικαστών και της WKF δεν είχε έρθει στο φως της δημοσιότητας παρά μόνο ένα και πλέον μήνα μετά την έκδοση της σχετικής απόφασης του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, μέσω ενός άρθρου στον Τύπο. Φάνηκε ότι τουλάχιστον δύο από τους τρεις αυτούς δικαστές εργάζονταν τακτικά για την WKF: Ο F., Πρόεδρος του Τμήματος, για σχεδόν 13 χρόνια και ο H., ανώτερος δικαστής, για σχεδόν 4 χρόνια. Το Δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι δεν είχε υποστηριχθεί ότι οποιοσδήποτε από τους τρεις δικαστές είχε έρθει σε επαφή με την WKF σχετικά με την «επιχείρηση cosmos», ότι είχε εκφράσει άποψη επ’ αυτής ή ότι τάχθηκαν υπέρ της WKF πριν εκδικάσουν την έφεση επί νομικών ζητημάτων που άσκησε η προσφεύγουσα συνδικάτα.
Ωστόσο, η μακροχρόνια φύση της επαγγελματικής σχέσης των δικαστών με την WKF, ιδίως στις περιπτώσεις των F. και H., ήταν τέτοια που επιβεβαιώνει την κανονικότητα της εργασίας τους για την WKF και, τουλάχιστον, μια ορισμένη συνέχεια στις σχέσεις τους. Όσον αφορά την αμοιβή που έλαβαν, δεν αμφισβητήθηκε ότι οι τρεις εναγόμενοι δικαστές λάμβαναν ο καθένας από την WKF περίπου 1.000 ευρώ για ημερήσια απασχόληση και 500 έως 600 ευρώ για απασχόληση μισής μέρας. Στο Δικαστήριο, τα ποσά αυτά δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ασήμαντα, μολονότι ελήφθησαν μόνο περιστασιακά.
Στο πλαίσιο της διαδικασίας που ασκήθηκε κατά των δικαστών, το CSM είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπήρχε «άμεση σχέση μεταξύ των τριών δικαστών και ενός εκ των διαδίκων της αναίρεσης που δικάζονταν» και ότι «η ύπαρξη της σχέσης αυτής θα μπορούσε να δημιουργήσει νόμιμες αμφιβολίες εκ μέρους των διαδίκων ως προς την αμεροληψία των εν λόγω δικαστών». Κατά την άποψη του CSM, μολονότι «η παράβαση των κανόνων δεοντολογίας που είχε διαπιστώσει δεν ήταν επαρκώς σοβαρή ώστε να συνιστά πειθαρχικό αδίκημα», «οι τρεις εν λόγω δικαστές, [F., H. και P.], όφειλαν να έχουν να κάνουν χρήση του κανόνα περί αποχής τους». Το Δικαστήριο δεν είδε κανένα λόγο να παρεκκλίνει από τη διαπίστωση αυτή. Επίσης σημείωσε, πρώτον, ότι οι δικαστές F. και H. γνώριζαν την πολυπλοκότητα του ζητήματος που υποβλήθηκε στο Ακυρωτικό Δικαστήριο, καθώς και για τα ερωτήματα που θα μπορούσαν να ανακύψουν σχετικά με την αντικειμενική αμεροληψία τους, και ότι ως εκ τούτου είχαν αποφασίσει να συμμετέχουν στην υπόθεση αυτή έχοντας πλήρη επίγνωση των γεγονότων αυτών, και, δεύτερον, ότι ένα υπόμνημα σχετικά με την πρόληψη της σύγκρουσης συμφερόντων για τους δικαστές του Ακυρωτικού Δικαστηρίου είχε εκδοθεί μετά την παραπομπή της υπόθεσης στο CSM. Επικουρικά, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Τμήμα του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, σε απόφαση την οποία το ίδιο αποφάσισε να δημοσιεύσει, δεν περιορίζονται κατ’ ανάγκη στην απλή επανάληψη της πάγιας νομολογίας.
Εν κατακλείδι, υπογραμμίζοντας ότι η συμβολή των δικαστών στη διάδοση του δικαίου, ιδίως μέσω ερευνητικών εκδηλώσεων, διδακτικών δραστηριοτήτων ή δημοσιεύσεων, αποτελεί σαφώς μέρος του ρόλου τους, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι επαγγελματικές επαφές μεταξύ των δικαστών F., H. και P. και ενός εκ των διαδίκων της διαδικασίας ήταν τακτικές, στενές και αμειβόμενες, γεγονός που αρκούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι έπρεπε να δηλώσουν αποχή από την εκδίκαση της υπόθεσης και ότι οι φόβοι των προσφευγουσών συνδικαλιστικών οργανώσεων ως προς την έλλειψη αμεροληψίας τους ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένοι.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ).
Δίκαιη Ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση της παραβίασης αποτελούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για οποιαδήποτε ηθική βλάβη υπέστησαν οι προσφεύγουσες συνδικαλιστικές οργανώσεις
επιμέλεια: echrcaselaw.com