Η επιγενόμενη αδυναμία απόκτησης τέκνων, δηλαδή η αδυναμία που εμφανίστηκε μετά την απόκτηση τέκνου, βρίσκεται εκτός βεληνεκούς των διατάξεων που προβλέπουν την παρένθετη μητρότητα
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών απέρριψε ως νομικά αβάσιμη αίτηση χορήγησης άδειας για εξωσωματική γονιμοποίηση, λόγω επιγενόμενης αδυναμίας της αιτούσας, η οποία έχει ήδη ένα τέκνο, για την απόκτηση δεύτερου τέκνου (ΠΠρΠατρ 487/2023).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, το δικαίωμα στην αναπαραγωγή τίθεται υπό περιορισμούς, όπως οι περιορισμοί που περιλαμβάνονται στα άρθρα 1455 ΑΚ, 2 § 3 εδ. β΄ και 4 § 1 του ν. 3305/2005.
Ο πρώτος από αυτούς τους περιορισμούς είναι η ιατρική αναγκαιότητα και προβλέπεται κατά πρώτο λόγο στο άρθρο 1455 § 1 εδ. 1 ΑΚ, που ορίζει ότι η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή επιτρέπεται μόνο για να αντιμετωπίζεται η αδυναμία απόκτησης παιδιών με φυσικό τρόπο, δηλαδή η στειρότητα ή για να αποφεύγεται η μετάδοση στο παιδί σοβαρής ασθένειας ή για να διατηρείται η γονιμότητα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ιατρικής αναγκαιότητας. Η διατύπωση αυτή του άρθρου έχει ως σκοπό να θεωρείται η φυσική αναπαραγωγή ως προτεραιότητα και η τεχνητή αναπαραγωγή ως επικουρική, όταν δηλαδή η πρώτη δεν μπορεί να επιτευχθεί.
Στο πλαίσιο αυτό, τίθεται το ζήτημα αν ως ιατρική αδυναμία κυοφορίας θα πρέπει να θεωρηθεί και αυτή που τυχόν επήλθε μετά από την απόκτηση τέκνου ή τέκνων από τη γυναίκα που επιθυμεί να αποκτήσει (ένα ακόμα) παιδί. Κρίνεται, όμως, ότι μία τέτοια αδυναμία βρίσκεται έξω από το βεληνεκές του ν. 3089/2002, που επιδιώκει ακριβώς να ρυθμίσει την ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή, όταν αυτή δεν είναι δυνατή χωρίς υποβοήθηση.
Το δικαστήριο επεσήμανε ότι τυχόν σύγκριση με την υιοθεσία στο σημείο αυτό θα πρέπει να αποφεύγεται, δηλαδή το ότι, ενώ παλαιότερα αποτελούσε εμπόδιο η ύπαρξη φυσικών τέκνων για την τέλεση της υιοθεσίας, σήμερα η τελευταία επιτρέπεται ανεμπόδιστα. Η σύγχρονη υιοθεσία επιζητεί περισσότερο να προσφέρει οικογένεια στα απροστάτευτα παιδιά και κατά δεύτερο λόγο το αντίστροφο. Αντιθέτως, η ιατρική υποβοήθηση στην αναπαραγωγή στοχεύει στη θεραπεία της ατεκνίας. Και αυτός ακριβώς ο σκοπός του νόμου αποτρέπει από την προσφυγή στην παρένθετη μητρότητα, όταν υπάρχουν ήδη παιδιά, είτε αυτά γεννήθηκαν με τον φυσικό τρόπο, είτε με προσφυγή στην παρένθετη μητρότητα, είτε είναι θετά.
Εν προκειμένω, η αιτούσα, η οποία έχει ήδη ένα τέκνο, ωστόσο για ιατρικούς λόγους αδυνατεί πλέον να κυοφορήσει και επιθυμεί ένα δεύτερο τέκνο, προσέφυγε στο δικαστήριο προκειμένου να της δοθεί η άδεια για τη μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας, η οποία είναι υγιής και κατάλληλη για κυοφορία, ξένων προς αυτή εξωσωματικά γονιμοποιημένων ωραρίων, προκειμένου να κυοφορήσει το τέκνο που επιθυμεί η αιτούσα να αποκτήσει, με βάση την έγγραφη και χωρίς αντάλλαγμα σχετική συμφωνία τους.
Κατά την κρίση του δικαστηρίου, όμως, από το άρθρο 1455 ΑΚ προκύπτει ότι η βοηθούμενη αναπαραγωγή δεν αποτελεί ελεύθερη επιλογή κάθε (άτεκνου) προσώπου, αλλά επιτρέπεται για συγκεκριμένους λόγους, περιοριστικά αναφερόμενους, μεταξύ των οποίων και για λόγους αντιμετώπισης φυσικής αδυναμίας απόκτησης τέκνων. Ο περιορισμός αυτός είναι καθοριστικός για την ερμηνεία του θεσμού, των στοιχείων του πραγματικού των επιμέρους διατάξεων, και συνεπώς, και για τη νομική βασιμότητα της υπό κρίση αίτησης.
Εφόσον, λοιπόν, η πρόσβαση στις μεθόδους υποβοήθησης είναι κατ’ εξαίρεση ανεκτή και επικουρική (όχι εναλλακτική) μέθοδος για την απόκτηση τέκνων, η επιγενόμενη αδυναμία απόκτησης τέκνων δηλαδή η αδυναμία που εμφανίστηκε μετά την απόκτηση τέκνου, βρίσκεται εκτός βεληνεκούς των διατάξεων που προβλέπουν την παρένθετη μητρότητα, με τις οποίες επί της ουσίας επιδιώκεται η θεραπεία της ατεκνίας.
Δείτε την απόφαση στο sakkoulas-online.gr.