ΑΠΟΦΑΣΗ
Allée κατά Γαλλίας της 18.01.2024 (προσφυγή αριθ. 20725/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ποινική καταδίκη της προσφεύγουσας σε χρηματική ποινή 500 ευρώ για συκοφαντική δυσφήμηση μετά τις καταγγελίες της εναντίον αντιπροέδρου θρησκευτικού σωματείου, στο οποίο εργαζόταν, για παρενόχληση και σεξουαλική επίθεση. Οι καταγγελίες είχαν σταλεί μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε έξι άτομα.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε την ανάγκη, βάσει του άρθρου 10, να παρέχεται κατάλληλη προστασία στα άτομα που ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί ψυχολογική ή σεξουαλική παρενόχληση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να προσαρμόσουν την έννοια της επαρκούς πραγματικής βάσης και των κριτηρίων για την αξιολόγηση της καλής πίστης στις περιστάσεις της υπόθεσης είχε θέσει υπερβολικό βάρος απόδειξης στην κατηγορουμένη, απαιτώντας από αυτήν να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τις πράξεις που είχε καταγγείλει. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το e-mail, το οποίο είχε αποσταλεί από την προσφεύγουσα σε έξι άτομα, εκ των οποίων μόνο το ένα ήταν εξωτερικός συνεργάτης και δεν γνώριζε τα αναφερόμενα γεγονότα, είχε μόνο μικρό αντίκτυπο στην φήμη του καταγγελθέντος.
Τέλος, μολονότι η χρηματική ποινή που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδιαίτερα σοβαρή, υπήρξε ωστόσο καταδικαστική ποινή σε βάρος της από ποινικό δικαστήριο. Από τη φύση της, μια τέτοια καταδίκη έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα, το οποίο θα μπορούσε να αποθαρρύνει την καταγγελία σοβαρών πράξεων όπως αυτές, που ισοδυναμούν με ψυχολογική ή σεξουαλική παρενόχληση ή ακόμη και με σεξουαλική επίθεση.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ του περιορισμού του δικαιώματος της προσφεύγουσας στην ελευθερία της έκφρασης και του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού, και έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10) και επιδίκασε 8.500 ευρώ για αποζημίωση και ηθική βλάβη και 4.250 ευρώ για έξοδα.
ΣΧΟΛΙΟ – ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ
Η απόφαση αυτή είναι σημαντική και προστατευτική για τα φερόμενα θύματα ψυχολογικών και σεξουαλικών παρενοχλήσεων στο εργασιακό περιβάλλον και γενικότερα, που καταγγέλλουν παρενοχλήσεις που δεν είναι εύκολες εκ των πράγματων η απόδειξή τους. Ουσιαστικά η απόφαση αυτή διευκολύνει τα θύματα στις καταγγελίες τους και δυσκολεύει την επί πλέον θυματοποίησή τους μέσω μηνύσεων. Πραγματικά χρήσιμη η απόφαση για τα φερόμενα θύματα παρενοχλήσεων.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 10
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Vanessa Allée, είναι Γαλλίδα υπήκοος που γεννήθηκε το 1978 και ζει στο Courbevoie.
Κατά το σχετικό χρονικό διάστημα, η προσφεύγουσα απασχολείτο ως γραμματέας σε έναν θρησκευτικό εκπαιδευτικό σύλλογο στο Παρίσι – στο πλαίσιο των καθηκόντων της, συνεργαζόταν με τον Α., τότε εκτελεστικό αντιπρόεδρο. Τον Ιούλιο του 2015 η προσφεύγουσα ζήτησε από τον Ar., τον γιο του A. και πνευματικό διευθυντή της ένωσης, να μετατεθεί σε άλλη θέση, λόγω της συμπεριφοράς του Α., την οποία βίωνε ως παρενόχληση.
Στις 1 και 2 Ιουνίου 2016 ο B., σύζυγος της προσφεύγουσας, έστειλε μηνύματα SMS στον Ar. και στον διοικητικό διευθυντή του σωματείου, ισχυριζόμενος ότι ο Α. είχε παρενοχλήσει και κακοποιήσει σεξουαλικά την σύζυγό του και ζητώντας τους να παρέμβουν. Σε απάντηση ο διοικητικός διευθυντής πρότεινε στην προσφεύγουσα να λάβει αναρρωτική άδεια μέχρις ότου η σύμβασή της είτε να λυθεί κοινή συναινέσει είτε να βρεθεί νέα θέση γι’ αυτήν.
Στις 7 Ιουνίου 2016 η προσφεύγουσα έστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα με θέμα «Σεξουαλική επίθεση, σεξουαλική και ψυχολογική παρενόχληση» στον διοικητικό διευθυντή, με κοινοποίηση στους: επιθεωρητή εργασίας, B., Ar., A. και σε έναν άλλο γιό του A.. Σε απάντηση ο διοικητικός διευθυντής επανέλαβε την αρχική του πρόταση.
Στις 24 Ιουνίου 2016 ο Β. ανάρτησε μήνυμα στον «τοίχο» ενός γνωστού του στο Facebook, επαναλαμβάνοντας τους ισχυρισμούς της συζύγου του και περιγράφοντας την κατάσταση ως «σεξουαλικό σκάνδαλο».
Την 1η Αυγούστου 2016 ο Α. κατέθεσε έγκληση κατά της προσφεύγουσας και του Β. ενώπιον του Ποινικού Δικαστηρίου του Παρισιού, ισχυριζόμενος ότι είχαν διαπράξει συκοφαντική δυσφήμηση. Στις 16 Ιανουαρίου 2018 το ποινικό δικαστήριο έκρινε την προσφεύγουσα και τον Β. ένοχους συκοφαντικής δυσφήμησης.
Το δικαστήριο καταδίκασε την προσφεύγουσα να καταβάλει χρηματική ποινή 1.000 ευρώ με αναστολή και να καταβάλει στον Α. το συμβολικό ποσό του ενός ευρώ – το οποίο ήταν το μόνο που είχε ζητήσει – επιπλέον του ποσού των 2.000 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα, τα οποία το δικαστήριο επιδίκασε να πληρώσει από κοινού και εις ολόκληρον με τον σύζυγό της. Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση κατά της απόφασης.
Στις 21 Νοεμβρίου 2018 το Εφετείο του Παρισιού επικύρωσε εν μέρει την απόφαση, κρίνοντας ότι οι ισχυρισμοί κατά της Α. είχαν βλάψει την τιμή και την υπόληψη και ήταν επαρκώς προσδιορισμένοι ώστε να μπορεί να αμφισβητηθεί η αλήθεια τους. Ειδικότερα, το Εφετείο έκρινε ότι, ενώ υπήρχαν στοιχεία που επιβεβαίωναν ότι η ψυχολογική και ακόμη και η σεξουαλική παρενόχληση, όπως την αντιλαμβανόταν η προσφεύγουσα, είχαν λάβει χώρα, δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι είχε λάβει χώρα σεξουαλική επίθεση. Το δικαστήριο μείωσε την χρηματική ποινή που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα στο ήμισυ (500 ευρώ).
Η προσφεύγουσα κατέθεσε αναίρεση, καταγγέλλοντας ιδίως παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης και του «δικαιώματος καταγγελίας» που αναγνωρίζεται στους εργαζομένους βάσει του Εργατικού Κώδικα. Με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2019, το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση. Διαπίστωσε ότι το Εφετείο είχε αιτιολογήσει την απόφασή του, στο μέτρο που είχε θεωρήσει τις πράξεις που καταγγέλλονται ως επαρκώς ακριβείς ώστε να μπορεί να αμφισβητηθεί η αλήθειά τους και ότι η σεξουαλική επίθεση δεν είχε αποδειχθεί. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο επιδίκασε 2.500 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα που προέκυψαν από την ενώπιον του διαδικασία.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 10
Το Δικαστήριο επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σχετικά με το οποίο η προσφεύγουσα καταδικάστηκε είχε σταλεί σε μια τεταμένη κατάσταση και σχετίζονταν με την εργασία της και την ιδιωτική της ζωή.
Αρχικά, το Δικαστήριο επισήμανε ότι υπήρχαν έξι (6) παραλήπτες του επίμαχου email: ο φερόμενος ως παρενοχλών (εκτελεστικός αντιπρόεδρος του συλλόγου την αντίστοιχη περίοδο), οι δύο γιοι του (ο ένας εκ των οποίων ήταν και ο πνευματικός διευθυντής του συλλόγου και γνώριζε ήδη τους ισχυρισμούς), ο διοικητικός διευθυντής του συλλόγου, ο Επιθεωρητής Εργασίας και ο σύζυγος της προσφεύγουσας (ο οποίος γνώριζε επίσης τους ισχυρισμούς). Από αυτά τα έξι άτομα, μόνο ο δεύτερος γιος του Α. ήταν εξωτερικός συμβαλλόμενος. Όλοι οι άλλοι είτε είχαν εμπλακεί είτε ήταν σε θέση που τους επέτρεπε να λαμβάνουν αναφορές για την φερόμενη παρενόχληση.
Ως εκ τούτου, το email είχε σταλεί σε περιορισμένο αριθμό ατόμων και δεν προοριζόταν για δημόσια διάδοση. Ο μόνος σκοπός του ήταν να ειδοποιήσει τους αποδέκτες για την κατάσταση της προσφεύγουσας, με σκοπό να βρεθεί ένα μέσο για τον τερματισμό της.
Ωστόσο, υιοθετώντας αυστηρή ερμηνεία των προϋποθέσεων που προβλέπει ο νόμος για την εξαίρεση ενός υπαλλήλου από ποινική ευθύνη, τα εθνικά δικαστήρια είχαν αποδεχθεί τον δημόσιο χαρακτήρα του email, κατά την έννοια του νόμου περί ελευθερίας του Τύπου της 29ης Ιουλίου 1881. Υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, μια τέτοια προσέγγιση φάνηκε να είναι υπερβολικά περιοριστική ενόψει των απαιτήσεων για συμμόρφωση με το άρθρο 10.
Το Δικαστήριο, όσον αφορά τη φύση των επίμαχων δηλώσεων, σημείωσε ότι η προσφεύγουσα είχε ενεργήσει με την ιδιότητά της ως φερόμενου θύματος των πράξεων που κατήγγειλε και ότι το περιεχόμενο του email ήταν αναφορές γεγονότων. Το Εφετείο είχε διαπιστώσει – και το Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε συμφωνήσει – ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να επικριθεί, δεδομένης της κατάστασης που βίωνε, επειδή εκφράστηκε με έντονο τρόπο, και ότι υπήρχαν στοιχεία που επιβεβαίωναν τους ισχυρισμούς που είχε η ψυχολογική, ακόμη και η σεξουαλική παρενόχληση, όπως έγινε αντιληπτή από την προσφεύγουσα.
Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια θεώρησαν ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να επικαλεστεί την αρχή της καλής πίστης, καθώς οι ισχυρισμοί της για σεξουαλική παρενόχληση δεν είχαν επαρκή τεκμηριωμένη βάση. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι τα διανεμηθέντα ιδιωτικά έγγραφα σε περιορισμένο αριθμό ατόμων έπρεπε να έχουν πραγματική βάση και ότι, όσο πιο σοβαρός είναι ο ισχυρισμός, τόσο ισχυρότερη χρειάζεται να είναι η πραγματική βάση. Ωστόσο, το Δικαστήριο σημείωσε, όπως υποστήριξε η προσφεύγουσα, ότι οι καταγγελλόμενες ενέργειες είχαν διαπραχθεί απουσία μαρτύρων και ότι η προσφεύγουσα δεν κατήγγειλε τις εν λόγω πράξεις στις διωκτικές αρχές , συνεπώς δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να διαπιστωθεί η κακή της πίστη. Υπογραμμίζοντας την ανάγκη, σύμφωνα με το άρθρο 10, να παρέχεται κατάλληλη προστασία σε άτομα που ισχυρίζονται ότι έχουν υποβληθεί σε πράξεις ψυχολογικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης, το Δικαστήριο έκρινε – όπως είχε υποστηρίξει ο Γενικός Εισαγγελέας – ότι η άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να προσαρμόσουν την έννοια της επαρκούς πραγματικής βάσης και τα κριτήρια για την εκτίμηση της καλής πίστης στις περιστάσεις της υπόθεσης είχαν θέσει υπερβολικό βάρος απόδειξης για την προσφεύγουσα, απαιτώντας να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τις καταγγελλόμενες πράξεις.
Το ΕΔΔΑ, όσον αφορά τον αντίκτυπο των καταγγελιών της προσφεύγουσας στη φήμη του Α., σημείωσε ότι δεν ήταν τόσο το ίδιο το αμφισβητούμενο email, αλλά το μήνυμα στο Facebook που δημοσιεύτηκε από τον σύζυγο της προσφεύγουσας που είχε προκαλέσει έντονες συζητήσεις και έφερε το θέμα στη δημοσιότητα. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έστειλε η προσφεύγουσα σε έξι άτομα, εκ των οποίων μόνο το ένα ήταν εξωτερικό μέρος, είχε από μόνο του μικρό αντίκτυπο στην φήμη του καταγγελλομένου.
Τέλος, αν και η επιβληθείσα χρηματική ποινή δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερα αυστηρή, η προσφεύγουσα είχε καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα. Από τη φύση της, μια τέτοια καταδίκη έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα, που θα μπορούσε να αποθαρρύνει την καταγγελία τέτοιων σοβαρών ενεργειών, όπως αυτές στην παρούσα υπόθεση, που ανέρχονταν σε ψυχολογική ή σεξουαλική παρενόχληση, ή ακόμα και σεξουαλική επίθεση.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ του περιορισμού του δικαιώματος της προσφεύγουσας στην ελευθερία της έκφρασης και του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε στην προσφεύγουσα 8.500 ευρώ για αποζημίωση και ηθική βλάβη και 4.250 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια: echrcaselaw.com).