ΑΠΟΦΑΣΗ
Kokalari κατά Αλβανίας της 30.01.2024 (αρ. προσφ. 22493/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Τη δεκαετία του 1940 αρκετά οικόπεδα στο Fier κατασχέθηκαν από την οικογένεια Pesh. Οι κληρονόμοι κατέθεσαν αιτήσεις για την αποκατάσταση και αποζημίωση των περιουσιών, ωστόσο οι αιτήσεις αυτές αρχειοθετήθηκαν. Τη διαδικασία συνέχισαν, μέχρι και το ΕΔΔΑ, οι νόμιμοι κληρονόμοι από το έτος 2012 και μετά.
Σύμφωνα με τον εθνικό δίκαιο, ο Οργανισμός Επεξεργασίας Περιουσίας (ΟΕΠ) έπρεπε να αποφασίσει σχετικά με τις μη επεξεργασμένες αιτήσεις που είχαν υποβληθεί πριν από την έναρξη ισχύος του σχετικού νόμου, καθιστώντας έτσι περιττή την υποβολή νέας αίτησης στον ΟΕΠ. Οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να προσφύγουν σε δικαστήριο εάν ο ΟΕΠ δεν εξέταζε, έως τον Φεβρουάριο του 2019 τις ήδη εκκρεμείς αιτήσεις. Η ημερομηνία όμως αυτή αργότερα αντικαταστάθηκε από την 31η Δεκεμβρίου 2024.
Οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν βάσει του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ για τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που ξεκίνησε το 1994.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι τα αστικά δικαιώματα των προσφευγόντων δεν είχαν «καθοριστεί» εδώ και χρόνια. Δεν φαίνεται ότι μια άλλη αρχή ή ένα δικαστήριο θα μπορούσε να τα καθορίσει αντί της αρμόδιας διοικητικής αρχής. Τουλάχιστον πριν από τον Φεβρουάριο του 2019, οι προσφεύγοντες δεν είχαν καμία δυνατότητα να αμφισβητήσουν την αδράνεια του ΟΕΠ, η οποία θα προκαλούσε την ύπαρξη «διαφοράς» κατά την έννοια της ανωτέρω νομολογίας και τον προσδιορισμό της από «δικαστήριο».
Το Σταρσβούργο δεν παρέβλεψε την κατανοητή καθυστέρηση που απορρέει από την απόφαση του εναγόμενου κράτους να εφαρμόσει ένα ολοκληρωμένο νομοθετικό σύστημα για την επιστροφή ή την αποζημίωση των δημευθέντων περιουσιακών στοιχείων και το σημαντικό όγκο των αιτήσεων, σε κάθε όμως περίπτωση οι διοικητικές αρχές όφειλαν να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 6 της Σύμβασης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης λόγω υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας (άρθρο 6 ΕΣΔΑ) και επιδίκασε 2.500 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Τη δεκαετία του 1940 αρκετά οικόπεδα στο Fier κατασχέθηκαν από την οικογένεια Pesh. Νόμιμοι κληρονόμοι ήταν οι E.Pesh., S.Pesh. και Ha.Pesh. (αργότερα, Kokalari). Οι P. Kokalari και Pr. Kokalari (αδελφός και αδελφή) ήταν νόμιμοι κληρονόμοι της μητέρας τους Ha. Kokalari (Pesh.). Το 1994 οι Pr. Kokalari και P.Kokalari, ενεργώντας με εντολή του E. Pesh., κατέθεσαν αίτηση στην Επιτροπή για την αποκατάσταση και αποζημίωση περιουσιών στο Fier σχετικά με τη δημευθείσα περιουσία. Μετά τον θάνατο του E. Pesh., ο γιος του He. Pesh. έδωσε εξουσιοδότηση προς τον P. Kokalari, ο οποίος υπέβαλε νέα αίτηση το 2008. Οι αιτήσεις αυτές καταχωρίθηκαν, αλλά στη συνέχεια αρχειοθετήθηκαν, προφανώς λόγω έλλειψης ορισμένων εγγράφων. Οι Pr. Kokalari και P.Kokalari απεβίωσαν το 2008-2009. Η πρώτη και η δεύτερη προσφεύγουσα είναι η κόρη και η σύζυγος του P. Kokalari και οι κληρονόμοι αυτού και του Pr. Kokalari. Ο ίδιος ο Pesh. εξέδωσε εξουσιοδότηση προς τους προσφεύγοντες. Οι παραπάνω αιτήσεις στη συνέχεια συγχωνεύθηκαν σε έναν ενιαίο φάκελο με αρ.17/253 που έλαβε αρ. 341 το 2012. Οι προσφεύγοντες συνέχισαν τη διαδικασία, όπως φαίνεται, από το 2012.
Στις 10 Απριλίου 2012 κατέθεσαν προσφυγή στο ΕΔΔΑ σε σχέση με την ανωτέρω διαδικασία.
Το 2013-2014 η πρώτη προσφεύγουσα υπέβαλε πληροφορίες και έγγραφα στο πλαίσιο της ανωτέρω διαδικασίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 34 του νόμου αριθ.133/2015, ο Οργανισμός Επεξεργασίας Περιουσίας (ΟΕΠ) έπρεπε να αποφασίσει σχετικά με τις μη επεξεργασμένες αιτήσεις που είχαν υποβληθεί πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, καθιστώντας έτσι περιττή την υποβολή νέας αίτησης στον ΟΕΠ. Σε περίπτωση που ο ΟΕΠ δεν εξέταζε, έως τον Φεβρουάριο του 2019, τις ήδη εκκρεμείς αιτήσεις, οι προσφεύγοντες μπορούσαν να προσφύγουν σε δικαστήριο (βλ. Beshiri κ.α. κατά Αλβανίας της 17.03.2020 (dec.), αριθ. προσφ. 29026/06 κ.α. § 44). Από τον Δεκέμβριο του 2022 η ανωτέρω προθεσμία αναφοράς αντικαταστάθηκε από την 31η Δεκεμβρίου 2024.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Στις παρατηρήσεις της το 2013, η Κυβέρνηση ανέφερε ότι, ως νόμιμοι κληρονόμοι και έχοντας την εξουσία να ενεργούν για λογαριασμό του E. Pesh, οι προσφεύγοντες μοιράζονταν τις απαιτήσεις τους επί της περιουσίας μαζί με πολλούς άλλους κληρονόμους και έπρεπε να διευκρινίσουν το μερίδιό τους στην κληρονομημένη περιουσία. Η διαδικασία αποζημίωσης και αποκατάστασης ήταν πολύπλοκη λόγω του μεγάλου αριθμού των αιτούντων ενώπιον των υπηρεσιών που ήταν επιφορτισμένες με την αξιολόγηση των απαιτήσεών τους. Η Κυβέρνηση ανέφερε ότι οι προσφεύγοντες μπορούσαν να καταθέσουν αγωγή βάσει του άρθρου 324 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή αγωγή αποζημίωσης κατά του κράτους βάσει του νόμου περί εξωσυμβατικής ευθύνης του κράτους. Στις παρατηρήσεις τους το 2023 σε απάντηση του αιτήματος του Δικαστηρίου για πληροφορίες, η Κυβέρνηση ανέφερε ότι λόγω των αλλαγών στη νομοθεσία για την αποζημίωση και την αποκατάσταση περιουσίας, οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν να ζητήσουν από δικαστήριο να αποφασίσει επί της ουσίας της αξίωσής τους, μεταξύ Φεβρουαρίου 2019 και Δεκεμβρίου 2022, η αξιολόγηση των αξιώσεων στη συνέχεια θα ήταν και πάλι αποκλειστική αρμοδιότητα του Οργανισμού, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2024. Μέχρι την ημερομηνία αυτή η αξίωση των προσφευγόντων θα συνέχιζε να αξιολογείται από τον Οργανισμό σύμφωνα με τη νομοθεσία.
Οι προσφεύγοντες διατήρησαν την καταγγελία τους.
(α) Συμβατότητα ratione materiae και ratione personae
Είναι κοινός τόπος μεταξύ των διαδίκων ότι (i) όσον αφορά το άρθρο 6, οι εν λόγω διαδικασίες αφορούσαν ένα «δικαίωμα» το οποίο θα μπορούσε και μπορεί ακόμη να λεχθεί, τουλάχιστον για βάσιμους λόγους, ότι αναγνωρίζεται από το αλβανικό δίκαιο (βλ. Manushaqe Puto κ.α. κατά Αλβανίας της 31.07.2012, αριθ. προσφ. 604/07 και 3 άλλες, §§ 24-29 και Beshiri κ.α. κατά Αλβανίας της 22.08.2006, αριθ. προσφ. 7352/03, §§ 20-28), (ii) αφού έγιναν νόμιμοι κληρονόμοι στη σειρά διαδοχής έναντι προσώπων που ήταν ενάγοντες στις εκκρεμείς διοικητικές διαδικασίες, οι προσφεύγοντες είχαν σαφώς συμφέρον σε σχέση με το αντικείμενο των εν λόγω διαδικασιών και την έκβασή τους, και (iii) προσήλθαν σε αυτές ως ενάγοντες και όχι απλώς ως εκπρόσωποι άλλων κληρονόμων. Ελλείψει πιο συγκεκριμένων πληροφοριών, το Δικαστήριο υποθέτει ότι αυτό συνέβη το 2012 ή περί το 2012. Στο μέτρο που η διαδικασία ήταν συνεχώς σε εξέλιξη όταν κατέθεσαν την προσφυγή τους ενώπιον του Δικαστηρίου τον Απρίλιο του 2012 και όταν υπέβαλαν παρατηρήσεις το 2013 και επανέφεραν την προσφυγή αυτή το 2023, το Δικαστήριο θεώρησε ότι στην υπόθεση αυτή δημιουργήθηκε μεταγενέστερη προθεσμία (βλ. Denisκαι Irvine κατά Βελγίου της 01.06.2021 [GC], αριθ.62819/17 και63921/17, §101).
Η δυνατότητα εφαρμογής του αστικού σκέλους του άρθρου 6 § 1 εξαρτάται από την ύπαρξη διαφοράς. Έτσι, το Δικαστήριο έχει υπολογίσει στο παρελθόν τη διάρκεια της διαδικασίας – στην οποία εφαρμόζεται η απαίτηση του «εύλογου χρόνου» – με βάση το χρόνο κατά τον οποίο οι προσφεύγοντες αμφισβήτησαν, ενώπιον άλλης διοικητικής αρχής ή δικαστηρίου, διοικητική απόφαση που ελήφθη επί των αιτήσεών τους, δηλαδή όταν προέκυψε «διαφορά» σχετικά με ένα δικαίωμα (βλ. Wcisło και Cabaj κατά Πολωνίας της 08.11.2018, αριθ. προσφ. 49725/11 και 79950/13 §173, συγκριση με Luli κ.α. κατά Αλβανίας της 01.04.2014, αριθ. προσφ. 64480/09 και 5 άλλες §§20-21, 84 και 89). Ταυτόχρονα, η συμμόρφωση με το πνεύμα της Σύμβασης απαιτεί να μην ερμηνεύεται η λέξη «αμφισβήτηση» («διαφορά») υπερβολικά τεχνικά και να της δίνεται ουσιαστική και όχι τυπική έννοια (βλ. Gorou κατά Ελλάδας της 20.03.2009 (no.2)[GC], αρ. προσφ. 12686/03 §29 και Miessen κατά Βελγίου της 18.10.2016 , αρ. προσφ. 31517/1, § 43). Για να εκτιμήσει κανείς αν υπάρχει διαφωνία σχετικά με ένα αστικό δικαίωμα, πρέπει να κοιτάξει πέρα από τα φαινόμενα και τη γλώσσα που χρησιμοποιείται και να επικεντρωθεί στην πραγματικότητα της κατάστασης.
Στην προκειμένη περίπτωση, η διαδικασία εκκρεμούσε ενώπιον διοικητικής αρχής, πιο πρόσφατα του ΟΕΠ, ο οποίος έχει ειδική, αν όχι αποκλειστική, αρμοδιότητα για το είδος αυτό αξιώσεων σύμφωνα με το αλβανικό δίκαιο. Η εν λόγω διαδικασία ήταν καθοριστική για τον προσδιορισμό της εν λόγω αξίωσης ως αστικής φύσης (βλ. Ramadhi κ.α. κατά Αλβανίας της 13.11.2007, αριθ. προσφ. 38222/02 §§ 35-37). Η διαδικασία αφορούσε την πραγματική ύπαρξη και την έκταση του δικαιώματος, δηλαδή όσον αφορά τις ιδιοκτησιακές αξιώσεις επί των ίδιων οικοπέδων που διεκδικούσαν διάφοροι κληρονόμοι, συμπεριλαμβανομένων των προσφευγόντων (βλ. Omdahl κατά Νορβηγίας της 22.04.2021, αριθ. προσφ. 46371/18 §47). Τα αστικά δικαιώματα των προσφευγόντων δεν είχαν «καθοριστεί» εδώ και χρόνια. Δεν φαίνεται ότι μια άλλη αρχή ή ένα δικαστήριο θα μπορούσε να τα καθορίσει αντί της αρμόδιας διοικητικής αρχής. Τουλάχιστον πριν από τον Φεβρουάριο του 2019, οι προσφεύγοντες δεν είχαν καμία δυνατότητα να αμφισβητήσουν την αδράνεια του ΟΕΠ, η οποία θα προκαλούσε την ύπαρξη «διαφοράς» κατά την έννοια της ανωτέρω νομολογίας και τον προσδιορισμό της από «δικαστήριο». Η Κυβέρνηση δεν υποστήριξε το αντίθετο. Επιπλέον, στην επικαιροποίηση του 2023 σχετικά με την υπόθεση, υποστήριξαν ότι ο ΟΕΠ θα εξέδιδε απόφαση σύμφωνα με τη νέα προθεσμία μέχρι τον Δεκέμβριο του 2024.
Λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις της Κυβέρνησης, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταγγελία δεν είναι ασυμβίβαστη ratione materiae ή personae όσον αφορά την περίοδο μεταξύ 2012 και αρχών του 2019.
(β) Εξάντληση των εθνικών ένδικων μέσων
Όσον αφορά την αναφορά της Κυβέρνησης το 2013 σε αστική αγωγή βάσει του άρθρου 324 του ΚΠολΔ και σε αγωγή αποζημίωσης βάσει του νόμου περί εξωσυμβατικής ευθύνης του κράτους, το Δικαστήριο έχει ήδη απορρίψει παρόμοιες ενστάσεις της Κυβέρνησης στην υπόθεση Bici. Δεν υπάρχουν λόγοι που να δικαιολογούν απόκλιση από τις εν λόγω διαπιστώσεις όσον αφορά την παρούσα προσφυγή σχετικά με τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και για την εν λόγω περίοδο (δηλαδή μεταξύ 2012 και αρχών 2019). Το Δικαστήριο δεν κλήθηκε να κρίνει στην συγκεκριμένη υπόθεση εάν μια δικαστική προσφυγή βάσει οποιασδήποτε μεταγενέστερης νομοθεσίας, όπως ο Ν. 133/2015 ήταν ικανός να παράσχει επαρκή επανόρθωση για το σχετικό χρονικό διάστημα και/ή να επιταχύνει τις (διοικητικές) διαδικασίες. Το επιχείρημα της Κυβέρνησης απορρίφθηκε.
(γ) Συμπέρασμα σχετικά με το παραδεκτό
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όσον αφορά την περίοδο μεταξύ 2012 και αρχές 2019, η εν λόγω προσφυγή δεν ήταν προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 (α) της Σύμβασης. Συνεπώς, η προσφυγή κρίθηκε παραδεκτή.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο δεν έκρινε αναγκαίο να εξετάσει την προσφυγή όσον αφορά την περίοδο πριν από το 2012 ή εκείνη μετά τις αρχές του 2019.
Επί της ουσίας
Λαμβάνοντας υπόψη τις εφαρμοστέες αρχές, το Δικαστήριο δεν απέκλεισε ότι η διοικητική υπόθεση ήταν σχετικά πολύπλοκη. Επίσης, χωρίς να παραβλέψει την κατανοητή καθυστέρηση που απορρέει από την απόφαση του εναγόμενου κράτους να εφαρμόσει ένα ολοκληρωμένο νομοθετικό σύστημα για την επιστροφή ή αποζημίωση των δημευθέντων περιουσιακών στοιχείων και το σημαντικό όγκο των αιτήσεων ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών αρχών, ήταν δεδομένο ότι εναπόκειτο στα συμβαλλόμενα κράτη να οργανώσουν τα νομικά τους συστήματα κατά τρόπο ώστε οι αρχές αυτές να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 6 της Σύμβασης (βλ. Bara και Kola κατά Αλβανίας της 12.10.2021, αριθ. προσφ. 43391/18 και 17766/19 § 70). Τέλος, δεν προέκυψε ότι μεταξύ του 2012 και των αρχών του 2019 ότι οποιαδήποτε σημαντική καθυστέρηση ή παράλειψη, για παράδειγμα όσον αφορά την υποβολή εγγράφων που ήταν ουσιώδη για τον προσδιορισμό του αιτήματός τους, οφειλόταν στους προσφεύγοντες.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης όσον αφορά την περίοδο μεταξύ 2012 και αρχών του 2019.
Δίκαιη Ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 2.500 ευρώ για ηθική βλάβη
επιμέλεια: echrcaselaw.com