Περίληψη
– Προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει τις αρχές της ασφάλειας του δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των διοικουμένων, διότι ανατρέπει νομικές και πραγματικές καταστάσεις που ίσχυαν για πολλά χρόνια. Όπως προκύπτει από το ιστορικό της υπόθεσης η επίδικη τροποποίηση ξεκίνησε κατόπιν αιτήσεως παρόδιων ιδιοκτητών, στους οποίους περιλαμβάνονται δύο εκ των αιτούντων με σκοπό την προσαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου στην πραγματική κατάσταση. Με αυτά τα δεδομένα, πρέπει ν’ απορριφθεί ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης πραγματικής βάσης ο εξεταζόμενος λόγος καθ’ ο μέρος αφορά την ανατροπή της ισχύουσας νομικής κατάστασης βάσει των προβλέψεων του ρυμοτομικού σχεδίου, η οποία ουδέποτε υλοποιήθηκε στην περιοχή και την τροποποίηση της οποίας, εξάλλου, επεδίωξαν οι εν λόγω αιτούντες με την αίτηση που υπέβαλαν ενώπιον της Διοίκησης. Επιπλέον, ο λόγος αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος καθ’ ο μέρος αφορά την ανατροπή της διαμορφωμένης πραγματικής κατάστασης, η οποία δεν στηρίχθηκε σε ορθή εφαρμογή του σχεδίου και συνεπώς, δεν είναι προστατευόμενη, σύμφωνα με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
Προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγματος, καθ’ όσον, παρ’ ότι με αυτήν κηρύσσεται αναγκαστική απαλλοτρίωση οικοδομήσιμων χώρων δύο ΟΤ, έστω και προς μερική αναπλήρωση των ήδη σε κοινή χρήση χώρων που καθίστανται οικοδομήσιμοι, δεν περιλαμβάνει ρήτρα με την οποία η ισχύς της να εξαρτάται από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης αυτής. Εν όψει του ότι η υλοποίηση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης πράξης αυτονοήτως προϋποθέτει τη συντέλεση της κηρυχθείσας απαλλοτρίωσης ως προς τους κοινόχρηστους χώρους που προβλέπει, δεν απαιτείται ρητή αναφορά περί αυτού στο περιεχόμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος. Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος.
Προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 154 παρ. 1 και 4 του ΚΒΠΝ, δεδομένου ότι δεν απαντήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία που προηγήθηκε της έκδοσής της οι ουσιώδεις ισχυρισμοί περί μη συνδρομής των νομίμων κριτηρίων τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου που περιέχονται σε ενστάσεις κατοίκων της οδού Σολωμού και ειδικότερα σε σχέση με την ικανοποίηση ιδιωτικών συμφερόντων, τη μείωση κοινοχρήστων χώρων και τον χαρακτήρα τμήματος των μειούμενων κοινόχρηστων χώρων ως αστικού άλσους. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, κατά τη διαδικασία που προηγήθηκε της έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος και ειδικότερα κατά το στάδιο της επεξεργασίας του σχεδίου αυτού από το Συμβούλιο της Επικράτειας, οι εν λόγω ενστάσεις ελήφθησαν υπόψη και αντιμετωπίσθηκαν ειδικά με τα 188/2016 και 97/2017 πρακτικά επεξεργασίας. Ειδικότερα δε ως προς τα ζητήματα των κοινοχρήστων χώρων και της ύπαρξης αστικού άλσους ζητήθηκαν επιπλέον στοιχεία με το 188/2016 αναβλητικό πρακτικό και εστάλη στο Δικαστήριο έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομικού Σχεδιασμού και Τράπεζας Γης του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με το προαναφερθέν περιεχόμενο. Με αυτά τα δεδομένα, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος.
Προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 24 παρ. 1 του Συντάγματος και των άρθρων 3, 4 και 49 του ν. 998/1979 καθ’ όσον τμήματα των δασικών εκτάσεων που βρίσκονται νότια των ΟΤ … και …., αλλάζουν προορισμό και εντάσσονται στη διαμόρφωση των οδών …… και …….
Όπως έχει κριθεί, η επιβαλλομένη από το άρθρο 24 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων έχει την έννοια της προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων ως έχουν. Αποκλείεται, κατ’ αρχήν, η ένταξη δασικού οικοσυστήματος σε οικιστική περιοχή, έστω και αν η ένταξη γίνεται υπό τη μουχρή δημιουργίας κοινοχρήστων χώρων που διατηρούν τον δασικό τους χαρακτήρα ήδη δε αποκλείεται η επέκταση πόλεων, οικισμών και οικιστικών περιοχών εντός δασών ή δασικών εκτάσεων, πλην των επιτρεπόμενων από τις ειδικότερες διατάξεις του κεφαλαίου Α του ν. 4280/2014 για τις Περιοχές Περιβαλλοντικής Αναβάθμισης και Ιδιωτικής Πολεοδόμησης (ΠΠΑΙΠ). Περαιτέρω, ειδικότερα ως προς τις αναδασωτέες εκτάσεις, στην παρ. 3 του άρθρου 117 του Συντάγματος ορίζεται ότι δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που έχουν καταστραφεί ή που καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλον τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για τον λόγο αυτό το δασικό χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικώς αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό. Σύμφωνα δε με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 46 του ν. 998/1979, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 του ν. 4280/2014 (Α΄ 159), σε συνδυασμό με το άρθρο 48 του ίδιου νόμου, στις αναδασωτέες εκτάσεις επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η διάνοιξη οδών, και μάλιστα χωρίς να απαιτείται άρση της αναδάσωσης, ωστόσο, ενόψει του εξαιρετικού χαρακτήρα των ανωτέρω επεμβάσεων η σχετική εγκριτική απόφαση πρέπει να αιτιολογείται ειδικά, με κριτήρια αναφερόμενα στην ιδιαίτερη σημασία του έργου όσο και στην απόλυτη αναγκαιότητα εκτέλεσής του, στην αναδασωτέα έκταση πριν από την πραγματοποίηση της αναδάσωσης, με γνώμονα αφενός την ανάγκη προστασίας του δασικού οικοσυστήματος και αφετέρου την εξυπηρέτηση του δημόσιου σκοπού στον οποίο αποβλέπει το έργο. Εξάλλου, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, οι ίδιες προϋποθέσεις απαιτούνται και στην περίπτωση που ρυμοτομικό σχέδιο προβλέπει ένταξη αναδασωτέας έκτασης σ’ αυτό ως τμήμα οδού.
Ο εξεταζόμενος λόγος πρέπει να γίνει δεκτός μόνο ως προς το τμήμα υπ’ αρ. 3, το οποίο πριν την ένταξή του στο ρυμοτομικό σχέδιο ως τμήμα οδού αποτελούσε αναδασωτέα έκταση εκτός σχεδίου, διότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, κατά την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος δεν ελήφθη υπόψη ο δασικός χαρακτήρας της εν λόγω έκτασης και οι προϋποθέσεις για την κατ’ εξαίρεση ένταξή της εντός σχεδίου, ιδίως δε δεν αιτιολογείται η μεταβολή του δασικού χαρακτήρα του για τη διάνοιξη οδού εντός αυτού. Πρέπει δε ν’ ακυρωθεί το προσβαλλόμενο διάταγμα καθ’ ο μέρος αφορά το εν λόγω τμήμα της οδού …. και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου να επανεξετάσει το ζήτημα της χάραξης της οδού στην εν λόγω θέση, κατόπιν γνώμης της αρμόδιας δασικής υπηρεσίας και αξιολόγησης αφενός μεν της σημασίας του δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετείται, αφετέρου δε της συνδρομής ή μη της απόλυτης ανάγκης χρήσης της εν λόγω αναδασωτέας έκτασης ως τμήματος οδού εντός του ρυμοτομικού σχεδίου.
Πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και ν’ απορριφθεί αντίστοιχα η παρέμβαση, καθ’ ο μέρος με το προσβαλλόμενο διάταγμα επιτρέπεται η διάνοιξη οδού εντός τμήματος αναδασωτέας έκτασης, το οποίο εντάσσεται στο σχέδιο. Πρέπει δε κατά το μέρος αυτό ν’ ακυρωθεί η εν λόγω πράξη, η δε υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση κατά το ακυρούμενο μέρος της.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Ζ. Θεοδωρικάκου