Περίληψη
– Η προσβαλλόμενη σιωπηρή άρνηση της Διοίκησης να εξετάσει το αίτημα άρσης της απαγόρευσης δόμησης στα ανωτέρω ακίνητα, όπως αυτό είχε διατυπωθεί, κατ’ επίκληση του άρθρου 13 παρ. 3 του ν. 3028/2002, συναρτώμενο, καθ’ ερμηνεία του, με την ανάκληση της απόφασης αναοριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου της Ρόδου στο τμήμα της εκείνο που αυτά εμπίπτουν, χωρίς την επίκληση νέων στοιχείων και χωρίς νέα κατ’ ουσίαν έρευνα δεν φέρει εκτελεστό χαρακτήρα. Συνεπώς κατά το μέρος της αυτό η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, το διατυπούμενο διεξοδικώς με την κρινόμενη αίτηση αίτημα να υποχρεωθούν από το Δικαστήριο οι καθ’ ων να προβούν αντιστοίχως στην κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή στην απ’ ευθείας εξαγορά, ή την επιδίκαση πλήρους αποζημίωσης για στέρηση της χρήσης των ιδιοκτησιών τους δεν αποτελεί, κατά το Σύνταγμα και το νόμο, αντικείμενο αιτήσεως ακυρώσεως και συνεπώς απαραδέκτως σωρεύεται στο δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης, η οποία, κατά τούτο ασκείται, επίσης, απαραδέκτως.
Τα εκτός οικιστικών περιοχών ακίνητα, εφόσον δεν προστατεύονται πληρέστερα, όπως τα δάση ή οι αρχαιολογικοί χώροι, προορίζονται, κατ’ αρχήν, για γεωργική ή άλλη σχετική εκμετάλλευση, είναι όμως, κατ’ εξαίρεση, δυνατόν να δομηθούν, εφόσον τούτο επιτρέπεται από το νόμο, υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις σε σχέση με αυτές που ισχύουν εντός των οικιστικών περιοχών. Το τελευταίο στοιχείο επηρεάζει μειωτικά την αξία τους. Μόνο το γεγονός ότι το δεσμευόμενο ακίνητο βρίσκεται σε περιοχή εκτός σχεδίου πόλεως δεν δημιουργεί, σε σχέση με την αναγνώριση αξίωσης προς αποζημίωση, αμάχητο τεκμήριο ότι η κατά προορισμό χρήση του περιορίζεται στην αγροτική, κτηνοτροφική ή δασοπονική εκμετάλλευση. Δεν αποκλείεται δε και στην περίπτωση αυτή, εφόσον η οικιστική εκμετάλλευση του ακινήτου ήταν επιτρεπτή κατά τους όρους του νομοθετικού καθεστώτος που εγκύρως ίσχυε στην περιοχή πριν από την επιβολή απαγορεύσεων δόμησης για λόγους προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, να ανακύπτει υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις που συντρέχουν σε συγκεκριμένη υπόθεση, υποχρέωση προς αποζημίωση λόγω των απαγορεύσεων αυτών.
Η προσβαλλόμενη παράλειψη των καθών Υπουργών να εξετάσουν την από 9.3.2017 αίτηση δεν συνιστά επιβεβαίωση ρητής ή σιωπηρής άρνησης που εκδηλώθηκε για το ίδιο αίτημα σε παρελθόντα χρόνο, αλλά έχει εκτελεστό χαρακτήρα και παραδεκτώς προσβάλλεται από την άποψη αυτή με την κρινόμενη αίτηση, ενόψει άλλωστε τόσο του μακρού διαδραμόντος χρόνου όσο και της μεταβολής των πολεοδομικών δεδομένων της περιοχής όπου βρίσκονται τα ακίνητα των αιτούντων κατόπιν της εγκρίσεως πολεοδομικής μελέτης για την οικεία πολεοδομική ενότητα του Δήμου Ρόδου.
Εφόσον σε ακίνητο επιβλήθηκαν περιορισμοί στη δόμηση βάσει του αρχαιολογικού νόμου και χάριν της προστασίας του αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης Ρόδου ναι μεν η Διοίκηση δεν υπείχε, καταρχήν, υποχρέωση να το αποδεσμεύσει προς ανοικοδόμηση, είχε ωστόσο υποχρέωση, να επιληφθεί και να εξετάσει το σχετικό αίτημα, το οποίο συνοδευόταν από όλα τα κατ’ ελάχιστο απαιτούμενα στοιχεία για την τεκμηρίωσή του, ως προς τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων των άρθρων 18 και 19 του ν. 3028/2002 και να κρίνει περαιτέρω αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες στις διατάξεις αυτές προϋποθέσεις εφαρμογής τους για την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή την εξαγορά του ως άνω ακινήτου ή την αποζημίωσή τους για την απομείωση της αξίας τούτου λόγω του περιορισμού των δυνατοτήτων αξιοποίησης και εκμετάλλευσής του αξιολογώντας, βέβαια, προς τούτο, τα κριτήρια του νόμου, το νομικό καθεστώς της περιοχής και τα προσκομισθέντα από τους αιτούντες στοιχεία. Και τούτο ανεξαρτήτως αν το ακίνητο αυτό ευρίσκεται σε περιοχή εκτός σχεδίου πόλεως εφόσον το γεγονός αυτό δεν δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο ότι η κατά προορισμό χρήση του περιορίζεται στην αγροτική, κτηνοτροφική ή δασοπονική εκμετάλλευση, ούτε αποκλείεται να ανακύψει, υπό ιδιαίτερες περιστάσεις, υποχρέωση προς αποζημίωση, λόγω υπέρμετρης δέσμευσης της ιδιοκτησίας, εάν η οικιστική εκμετάλλευση του ακινήτου ήταν προηγουμένως επιτρεπτή, εφόσον, δηλαδή, το συγκεκριμένο ακίνητο μπορούσε (π.χ. από πλευράς αρτιότητας, ύπαρξης προσώπου σε κοινόχρηστο χώρο, έλλειψης περιορισμών της δασικής νομοθεσίας κ.ο.κ.) να οικοδομηθεί, κατά τους όρους της εκτός σχεδίου δόμησης που ίσχυαν στην περιοχή έστω κατόπιν αδείας της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Με τα δεδομένα, συνεπώς, αυτά, η προσβαλλόμενη σιωπηρή άρνηση των Υπουργών Πολιτισμού και Αθλητισμού και Οικονομικών να αποφανθούν επί των συγκεκριμένων αιτημάτων και αφορούν το ακίνητο, επί των οποίων δεν έχουν ήδη επιληφθεί με την έκδοση σχετικής ρητής πράξης, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση και πρέπει, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί, η δε υπόθεση πρέπει κατά τούτο να αναπεμφθεί στη Διοίκηση προς νόμιμη κρίση.
Αντιθέτως, τα συναφή αιτήματα που έχουν περιληφθεί στην ίδια αίτηση και αφορούν τις λοιπές τέσσερις ιδιοκτησίες των αιτούντων που βρίσκονται εντός των ορίων επέκτασης του σχεδίου πόλης της πολεοδομικής ενότητας Κρητικών και εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης Ρόδου νομίμως απορρίφθηκαν σιωπηρώς. Και τούτο διότι οι περιορισμοί στα ιδιοκτησιακά επ’ αυτών δικαιώματα των αιτούντων δεν επήλθαν από την εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία του αρχαιολογικού χώρου αλλά απορρέουν πρωτίστως από τη χωροταξική και πολεοδομική νομοθεσία, αφού έχουν ως έρεισμα το π.δ. περί εγκρίσεως της πολεοδομικής μελέτης της πολεοδομικής ενότητας “Κρητικά”, δυνάμει του οποίου ρυμοτομούνται εκτεταμένα. Με τα δεδομένα αυτά, ως προς τις ανωτέρω ιδιοκτησίες των αιτούντων δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 18 και 19 του ν.3028/2002 και ως εκ τούτου η Διοίκηση δεν όφειλε να εξετάσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα ρητώς ως προς το συγκεκριμένο αίτημα των αιτούντων. Επομένως, η σιωπηρή απόρριψη της ως άνω αιτήσεως ως προς το εκτιθέμενο περιεχόμενό της, δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας.
Ενόψει όσων έχουν κριθεί με τις 689 και 690/2019 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικράτειας, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν, με βάση το εκτιθέμενο πραγματικό της υπόθεσης κι εφόσον η ιδιοκτησία των αιτούντων δεν βρίσκεται σε περιοχή προστασίας της φύσης ή σε ζώνη προστασίας της, μπορούσε εν προκειμένω να θεμελιωθεί αξίωση αποζημίωσης στο πλαίσιο των ορισμών του άρθρου 22 του ν. 1650/1986, εφόσον πάντως δεν έχει εκδοθεί το προβλεπόμενο στις διατάξεις αυτές προεδρικό διάταγμα για τον καθορισμό συγκεκριμένων όρων και ειδικότερων προϋποθέσεων αναγνώρισης του δικαιώματος προς αποζημίωση του θιγόμενου ιδιοκτήτη, ύστερα από την υποβολή σχετικής αίτησης προς τη Διοίκηση, δεν έχει συντελεστεί εν προκειμένω παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας από τη σιωπηρή εκ μέρους των οργάνων της αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού απόρριψη της αιτήσεως των αιτούντων για την αποζημίωσή τους με ένα από τα οικονομικά αντισταθμίσματα που προβλέπονται στις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 1650/1986 των οποίων γίνεται επίκληση. Ως εκ τούτου, η κρίση του ζητήματος αυτού αν δηλαδή οι αιτούντες λόγω της υπαγωγής των επίμαχων ιδιοκτησιών τους στον αρχαιολογικό χώρο της Ρόδου, δικαιούνται αποζημιώσεως, και σε ποια έκταση, δεν ανήκει στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικράτειας, αλλά μπορεί να επιδιωχθεί προς το παρόν μόνον με την άσκηση ευθείας αγωγής ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, προεχόντως για τον εκτιθέμενο λόγο, κατά το μέρος της που στρέφεται κατά των σιωπηρών απορρίψεων του Περιφερειάρχη Νοτίου Αιγαίου και του Δήμου της Ρόδου ασκείται απαραδέκτως και πρέπει να απορριφθεί κατά τούτο.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Αγγ. Μίντζια