ΤρΕφΑθ 4727/2023
Υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές σύνθετα προϊόντα (Cocos). Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από Τράπεζα. Υποχρέωση διαφώτισης και ενημέρωσης του πελάτη. Κεφαλαιακή ανεπάρκεια της τράπεζας και απόκρυψη από τις οικονομικές της καταστάσεις. Απορρόφηση των ζημιών της εκδότριας των προϊόντων μέσω των σύνθετων επενδυτικών προϊόντων. Εκμηδένιση της αξίας των μετοχών της τράπεζας. Πλάνη των επενδυτών και απόκρυψη των κινδύνων μέσω της επένδυσης στα εν λόγω προϊόντα. Αιτιώδης σύνδεσμος. Αποζημίωση από αδικοπραξία.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός απόφασης 4727/2023
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 16°
Συγκροτούμενο από τους Δικαστές, Παναγιώτη Λυμπερόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Λουκία Λάμπρου, Εφέτη – Εισηγήτρια, Ιωάννα Κορίτου, Εφέτη και από τον Γραμματέα Μιχαήλ Αλεξάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 27 Απριλίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας – εναγομένης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ (Λ.Τ.Δ.)» και το διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ» που εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου (οδός Στασινού αρ. 51 Στρόβολος), με ΑΦΜ . και είναι νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα δια του υποκαταστήματος της επί της Λ. Αλεξάνδρας αρ. 192, Αθήνα με ΑΦΜ ., και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια πληρεξουσίων δικηγόρων της Μαρίας Φερφελή και Ελένης Δήμου, λογαριασμό της δικηγορικής εταιρείας «Ποταμίτης – Βεκρής Δικηγορική Εταιρεία» δυνάμει δηλώσεως του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ.
Των εφεσιβλήτων – εναγόντων: 1). ., κατοίκου Άργους Ορεστικού Καστοριάς, οδός ., με ΑΦΜ . ΔΟΥ Καστοριάς, 2). ., κατοίκου Γαλατσίου Αθηνών, οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Γαλατσίου, 3). ., κατοίκου Γαλατσίου Αθηνών, οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Γαλατσίου, 4). ., κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Χαλανδρίου, 5). ., κατοίκου Λουτρακίου Κορινθίας, Τέρμα Λεωφόρου Αθηνών, με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Κορίνθου, 6). ., κατοίκου Λ. Κορινθίας, Τέρμα Λεωφόρου Αθηνών, με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Κορίνθου, 7). ., κατοίκου Αθηνών (περιοχή Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών), οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ ΙΓ’ Αθηνών, 8). ., κατοίκου Ξάνθης, οδός ., με ΑΦΜ . ΔΟΥ Ξάνθης, 9). ., κατοίκου Ηρακλείου Κρήτης, οδός ., με ΑΦΜ . ΔΟΥ Ηρακλείου Κρήτης, 10). ., κατοίκου Β. Μυτιλήνης, με ΑΦΜ . ΔΟΥ Μυτιλήνης, 11). ., κατοίκου Αγίου Δημητρίου Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ . ΔΟΥ Αγ. Δημητρίου, 12).., κατοίκου Νέου Ηρακλείου Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥΝ. Ηρακλείου, 13). ., κατοίκου Αθηνών, οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Χαλανδρίου, 14). ., ο οποίος απεβίωσε, στη θέση του οποίου υπεισήλθαν οι κληρονόμοι του ., κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, οδός ., με ΑΦΜ . ΔΟΥ Καλαμαριάς, . και της . κάτοικος Καλαμαριάς, οδός ., με ΑΦΜ . ΔΟΥ Καλαμαριάς ., κάτοικος Καλαμαριάς, οδός ., με ΑΦΜ . ΔΟΥ Καλαμαριάς, 15). ., κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, οδός ., με ΑΦΜ . ΔΟΥ Καλαμαριάς, 16) . . κατοίκου Νάουσας, οδός ., με ΑΦΜ . ΔΟΥ Βέροιας, 17). ., κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Δ’ Αθηνών, 18). ., κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Δ’ Αθηνών, 19)., κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ . ΔΟΥ Δ’ Αθηνών, 20). ., κατοίκου Νέας Φιλαδέλφειας Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Ν. Φιλαδέλφειας, 21). ., κατοίκου Παλλήνης Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Παλλήνης, 22). ., κατοίκου Παλλήνης Αττικής, οδός., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Παλλήνης, 23). ., κατοίκου Μελισσίων Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Αμαρουσίου, 24). ., κατοίκου Κ. Καστοριάς, με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Καστοριάς, 25). ., κατοίκου Νέας Σμύρνης Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Νέας Σμύρνης, 26). ., κατοίκου Χαλκίδας Εύβοιας, οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Χαλκίδας, 27). ., κατοίκου Χαλκίδας Εύβοιας, οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Χαλκίδας, 28). ., κατοίκου Χαλκίδας Εύβοιας, οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Χαλκίδας, 29). ., κατοίκου Χαλκίδας Εύβοιας, οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Χαλκίδας, 30). . ., ο οποίος απεβίωσε, στη θέση του οποίου υπεισήλθαν οι κληρονόμοι του . . του ., κάτοικος Αθηνών, οδός ., με ΑΦΜ . ΔΟΥ Δ’ Αθηνών, 31). . ., κατοίκου Παλαιού Φαλήρου Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Π. Φαλήρου, 32). ., κατοίκου Παλαιού Φαλήρου Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ . ΔΟΥ Π. Φαλήρου, 33). . ., κατοίκου Παλαιού Φαλήρου Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ . ΔΟΥ Π. Φαλήρου, 34). .., Αθηνών ., κατοίκου Ηλιούπολης Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ . ΔΟΥ Ηλιούπολης, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Μιχάλη Μαρκουλάκο για λογαριασμό της δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία «I & Μ ΜΑΡΚΟΥΛΑΚΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και Δημητρία Βίτσου για λογαριασμό της δικηγορικής εταιρείας «ΚΑΟΥΡΗ ΒΙΤΣΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΉ ΕΤΑΙΡΕΙΑ».
Οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 1.3.2017 υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης ./2017 αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 264/2019 απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Την απόφαση αυτή εκκαλεί η εναγομένη τράπεζα με την από 20.6.2019 έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./26.6.2019, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί με την υπ’ αριθ. ./27.6.2019 πράξη της Γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου, αρχικώς για τη δικάσιμο της 9.4.2020 οπότε ματαιώθηκε. Με την υπ’ αριθ. 1773/2020 πράξη της Διοίκησης του Δικαστηρίου η συζήτηση της υπόθεσης προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 22.4.2021 οπότε εκ νέου ματαιώθηκε. Με την υπ’ αριθ. 7814/2021 πράξη της Διοίκησης του Δικαστηρίου, η συζήτηση της υπόθεσης προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 14.4.2022 οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 27.4.2023 και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εφεσιβλήτων παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω και κατέθεσαν προτάσεις. Οι πληρεξούσιες δικηγόροι της εκκαλούσας δεν παραστάθηκαν και προκατέθεσαν προτάσεις κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./2019 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 264/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1 περ. β’, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα την 26.6.2019, εντός της προθεσμίας του άρθρου 518 § 1 ΚΠολΔ των εξήντα ημερών από την επίδοση της απόφασης στην εδρεύουσα στην Κύπρο εκκαλούσα – εναγομένη, που έλαβε χώρα την 15.5.2019, όπως προκύπτει από τη σχετική από 15.5.2019 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή . επί του επιδοθέντος αντιγράφου της απόφασης. Δεδομένου ότι για το παραδεκτό της άσκησής της έχει κατατεθεί παράβολο 150 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, (βλ. τη σχετική σημείωση της γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του αντιγράφου της έφεσης), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α’, 287, 290 και 291 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την έφεση, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ, συνάγεται ότι η δίκη διακόπτεται, εκτός άλλων περιπτώσεων, και αν από την έναρξή της μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση του λόγου της προς τον αντίδικο, με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, από εκείνον που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Ως διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του). Η επανάληψη δε της δίκης που έχει διακοπεί, μπορεί να είναι, είτε εκούσια, με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, εμφανιζόμενου κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή στη θέση του θανόντος διαδίκου, είτε και αναγκαστική, με πρόσκληση του αντιδίκου ή του ομοδίκου, η οποία πρέπει να γίνει με κοινοποίηση δικογράφου (ΑΠ 335/2015, ΑΠ 272/2012, ΑΠ 760/2011, ΑΠ 751/2010, ΤΝΠ Νόμος). Εν προκειμένω ήδη πρωτοδίκως στη θέση του αρχικώς ενάγοντος αποβιώσαντος ., υπεισήλθαν δηλώνοντας ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι συνεχίζουν τη δίκη ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του η σύζυγός του εν ζωή . και τα τέκνα του …. Εξάλλου ήδη ο διάδικος . απεβίωσε την 14.1.2018 (βλ. απόσπασμα της υπ’ αριθ. 23, τόμος 1 έτος 2018 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιάρχου του Δήμου Νέας Σμύρνης), χωρίς να αφήσει διαθήκη, εξ αδιαθέτου δε κληρονόμοι αυτού κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου έκαστος είναι η σύζυγός του ., και τα τέκνα του …, (βλ. το από 28.2.2018 με αρ. πρωτ. . πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Παλαιού Φαλήρου και το με αριθ. ./30.11.2022 πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Αθηνών). Οι κληρονόμοι αυτοί παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, οι οποίοι γνωστοποίησαν το θάνατο του δικαιοπαρόχου τους και δήλωσαν ότι συνεχίζουν τη δίκη ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, η δε ιδιότητα αυτή δεν αμφισβητήθηκε από την εκκαλούσα. Παραδεκτά συνεπώς η δίκη επαναλαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 286, 287, 290 ΚΠολΔ από τους διαδίκους αυτούς.
Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι άσκησαν την υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης ./2017 αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εναντίον της εκκαλούσας (πρώτης εναγομένης) εναντίον του . (δευτέρου εναγομένου) και εναντίον του . (τρίτου εναγομένου) ως προς τον οποίο παραιτήθηκαν από την αγωγή. Με την αγωγή αυτή ισχυρίστηκαν ειδικότερα, ότι τον Ιούλιο του 2008, τον Μάιο του 2009 και τον Μάιο του έτους 2011, οι ενάγοντες τοποθέτησαν τα κεφάλαια που αναφέρονται στην αγωγή σε ομόλογα έκδοσης της εναγομένης με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα» (ΜΧ), «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου (ΜΑΚ) και «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΕΚ) αντίστοιχα, πειθόμενοι στις ψευδείς διαβεβαιώσεις των προστηθέντων της εναγομένης, ότι πρόκειται για μία ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων τους, ομοιάζουσα με αυτή της προθεσμιακής κατάθεσης, με υψηλό ωστόσο επιτόκιο. Ότι το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων σε ΜΧ και ΜΑΚ οι ενάγοντες μετέτρεψαν σε ΜΑΕΚ κατά τις διακρίσεις της αγωγής. Ότι η εναγομένη δολίως δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, ουδέποτε τους ενημέρωσε για τη φύση των ανωτέρω ομολόγων και για την άληκτη διάρκειά τους, τους αυξημένους κινδύνους της τοποθέτησης των χρημάτων τους σ’ αυτά, ότι οι επενδύσεις σε ομόλογα όπως τα ανωτέρω, δεν ταίριαζαν στις επενδυτικές τους ανάγκες, δηλαδή σε επένδυση χωρίς ρίσκο που θα τους απέδιδε μία σταθερή απόδοση, καλύτερη από τις προθεσμιακές τραπεζικές καταθέσεις. Επίσης, ότι ουδέποτε τους ενημέρωσαν για τη φερεγγυότητα της εναγομένης εκδότριας, η οποία ήδη κατά την έκδοση των ΜΑΕΚ εξέλιπε, αφού ήδη δεν διέθετε κεφαλαιακή επάρκεια, γεγονός το οποίο δολίως τους απεκρύβη. Ότι στην πραγματικότητα τα ομόλογα αυτά συνιστούσαν μία υψηλού ρίσκου επένδυση, διότι στερούνταν ημερομηνίας λήξης, δηλαδή ήταν αόριστης διάρκειας, με την υποχρέωση του εκδότη να αποδίδει μόνο τόκους κατ’ έτος, χωρίς υποχρέωση εξαγοράς τους σε δεδομένη χρονική στιγμή και ότι σε περίπτωση μη κεφαλαιακής επάρκειας της εκδότριας υπήρχε περίπτωση απώλειας των συμφωνηθέντων τόκων, αλλά και του ιδίου του επενδεδυμένου κεφαλαίου τους. Ότι αν είχαν ενημερωθεί για τα παραπάνω, δεν θα τοποθετούσαν τα χρήματά τους στα επίδικα ομόλογα. Ότι τον Ιούνιο του 2012 η εναγομένη σταμάτησε να καταβάλει τόκους, ενώ την 8.8.2013 τους ενημέρωσε ότι μετατρέπει τα ΜΧ, ΜΑΚ και ΜΑΕΚ σε συνήθεις μετοχές της Δ’ τάξης αξίας 1 ευρώ εκάστης, η αξία της οποίας απομειώθηκε στη συνέχεια σε 0,01 ευρώ με αποτέλεσμα την ουσιαστική απώλεια πλήρους του κεφαλαίου τους. Και ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει ως αποζημίωση τα ποσά που είχαν καταβάλει για την αγορά των ΜΧ, ΜΑΚ και ΜΑΕΚ, που μετατράπηκαν σε συνήθεις μετοχές χάνοντας την αξία τους, καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης την οποία υπέστησαν εξαιτίας της σε βάρος τους αδικοπραξίας, κατά τις διακρίσεις της αγωγής, με τους νόμιμους τόκους, όλα τα ποσά, από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε την αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, δέχθηκε δε εν μέρει την αγωγή ως προς την εκκαλούσα πρώτη εναγομένη, την οποία υποχρέωσε να καταβάλει ως αποζημίωση 1) το ποσό των 99.659,19 ευρώ στην πρώτη των εναγόντων, 2) το ποσό των 40.000 ευρώ στο δεύτερο των εναγόντων, 3) το ποσό των 75.000 ευρώ στην τρίτη των εναγόντων, 4) το ποσό των 80.000 ευρώ στην τέταρτη των εναγόντων, 5) το ποσό των 37.000 ευρώ στον πέμπτο των εναγόντων, 6) το ποσό των 43.889,78 ευρώ στην έκτη των εναγόντων, 7) το ποσό των 17.000 ευρώ στον έβδομο των εναγόντων, 8) το ποσό των 14.000 ευρώ στον όγδοο των εναγόντων, 9) το ποσό των 40.000 ευρώ στον ένατο των εναγόντων, 10) το ποσό των 10.000 ευρώ στο δέκατο των εναγόντων, 11) το ποσό των 303.946,12 ευρώ στον ενδέκατο των εναγόντων, 12) το ποσό των 40.000 ευρώ στον δωδέκατο των εναγόντων, 13) το ποσό των 40.353,39 ευρώ στον δέκατο τρίτο των εναγόντων, 14) το ποσό των 25.000 ευρώ στον δέκατο τέταρτο των εναγόντων, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, απεβίωσε και στη θέση του συνεχίζουν η σύζυγός του . και τα τέκνα του …, 15) το ποσό των 25.000 ευρώ στη δέκατη πέμπτη των εναγόντων, 16) το ποσό των 105.665 ευρώ στον δέκατο έκτο των εναγόντων, 17) το ποσό των 90.000 ευρώ στον δέκατο έβδομο και τη δέκατη ένατη των εναγόντων εις ολόκληρο, 18) το ποσό των 151.876 ευρώ στον δέκατο έβδομο και στο δέκατο όγδοο των εναγόντων εις ολόκληρο, 19) το ποσό των 65.000 ευρώ στον εικοστό των εναγόντων, 20) το ποσό των 100.000 ευρώ στον εικοστό πρώτο και στην εικοστή δεύτερη των εναγόντων εις ολόκληρο, 21) το ποσό των 400.000 ευρώ στον εικοστό τρίτο των εναγόντων, 22) το ποσό των 34.000 ευρώ στον εικοστό τέταρτο των εναγόντων, 23) το ποσό των 20.000 ευρώ στον εικοστό πέμπτο των εναγόντων, 24) το ποσό των 97.620 ευρώ στον εικοστό έκτο των εναγόντων, 25) το ποσό των 115.000 ευρώ στους εικοστό έκτο, εικοστή έβδομη, εικοστό όγδοο και εικοστό ένατο των εναγόντων εις ολόκληρο, 26) το ποσό των 153.533,96 ευρώ στον τριακοστό των εναγόντων Δημήτριο ., που όπως αναφέρθηκε έχει ήδη αποβιώσει και στη θέση του υπεισήλθαν η σύζυγός του εν ζωή . . και τα τέκνα του …, 27) το ποσό των 64.511,32 ευρώ στην τριακοστή πρώτη των εναγόντων, 28) το ποσό των 17.255,66 ευρώ στην τριακοστή δεύτερη των εναγόντων, 29) το ποσό των 17.255,66 ευρώ στον τριακοστό τρίτο των εναγόντων, 30) το ποσό των 39.927,77 ευρώ στον τριακοστό τέταρτο των εναγόντων. Επιπροσθέτως την υποχρέωσε να καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 5.000 ευρώ στην πρώτη των εναγόντων, το ποσό των 2.000 ευρώ στον δεύτερο των εναγόντων, το ποσό των 3.000 ευρώ στην τρίτη των εναγόντων, το ποσό των 4.000 ευρώ στην τέταρτη των εναγόντων, το ποσό των 2.000 ευρώ στον πέμπτο των εναγόντων, το ποσό των 3.000 ευρώ στην έκτη των εναγόντων, το ποσό των 500 ευρώ στον έβδομο των εναγόντων, το ποσό των 500 ευρώ στον όγδοο των εναγόντων, το ποσό των 2.000 ευρώ στον ένατο των εναγόντων, το ποσό των 500 ευρώ στον δέκατο των εναγόντων, το ποσό των 10.000 ευρώ στον ενδέκατο των εναγόντων, το ποσό των 2.000 ευρώ στον δωδέκατο των εναγόντων, το ποσό των 2.000 ευρώ στον δέκατο τρίτο των εναγόντων, το ποσό των 1.000 ευρώ στον δέκατο τέταρτο των εναγόντων, ο οποίος απεβίωσε και στη θέση του συνεχίζουν η σύζυγός του .και τα τέκνα του . και ., το ποσό των 1.000 ευρώ στη δέκατη πέμπτη των εναγόντων, το ποσό των 8.000 ευρώ στον δέκατο έκτο των εναγόντων, το ποσό των 9.000 ευρώ στον δέκατο έβδομο των εναγόντων, το ποσό των 5.000 ευρώ στον δέκατο όγδοο των εναγόντων, το ποσό των 4.000 ευρώ στη δέκατη ένατη των εναγόντων, το ποσό των 3.000 ευρώ στον εικοστό των εναγόντων, το ποσό των 2.500 ευρώ στον εικοστό πρώτο των εναγόντων, το ποσό των 2.500 ευρώ στην εικοστή δεύτερη των εναγόντων, το ποσό των 10.000 ευρώ στον εικοστό τρίτο των εναγόντων, το ποσό των 2.000 ευρώ στον εικοστό τέταρτο των εναγόντων, το ποσό των 1.000 ευρώ στον εικοστό πέμπτο των εναγόντων, το ποσό των 7.000 ευρώ στον εικοστό έκτο των εναγόντων, το ποσό των 2.000 ευρώ στην εικοστή έβδομη των εναγόντων, το ποσό των 2.000 ευρώ στον εικοστό όγδοο των εναγόντων, το ποσό των 2.000 ευρώ στον εικοστό ένατο των εναγόντων, το ποσό των 8.000 ευρώ στον τριακοστό των εναγόντων Δημήτριο ., που όπως αναφέρθηκε έχει ήδη αποβιώσει και στη θέση του υπεισήλθαν η σύζυγός του εν ζωή . . και τα τέκνα του …, το ποσό των 3.000 ευρώ στην τριακοστή πρώτη των εναγόντων, το ποσό των 500 ευρώ στην τριακοστή δεύτερη των εναγόντων, το ποσό των 500 ευρώ στον τριακοστό τρίτο των εναγόντων και το ποσό των 2.000 ευρώ στον τριακοστό τέταρτο των εναγόντων. Όλα δε τα ανωτέρω ποσά επιδικάστηκαν με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή όσον αφορά το σύνολο των επιδικασθέντων κατά τα άνω ποσών. Κατά της απόφασης αυτής, στρέφεται η εναγομένη – εκκαλούσα τράπεζα, παραπονούμενη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε ν’ απορριφθεί η σε βάρος της αγωγή.
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Όσον αφορά την υπαιτιότητα, ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί υπαίτια συμπεριφορά με τον χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, το δε δικαστήριο προβαίνει στον ειδικότερο προσδιορισμό της υπαιτιότητας στην συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Τέτοια παράλειψη μπορεί να συνιστά η εκ μέρους τράπεζας παράλειψη ενημέρωσης, διαφώτισης, καθοδήγησης, προειδοποίησης κλπ προς τους επενδυτές πελάτες της ως η παράλειψη αυτή αναλύεται κατωτέρω. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 18/2004, ΑΠ 1563/2012, ΑΠ 2182/2009, ΑΠ 1013/2005). Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου (ΑΠ 719/2012). Ειδικότερες μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των αγαθών των άλλων, η οποία θεμελιώνει το στοιχείο του παρανόμου κατά τα ανωτέρω, αποτελούν οι υποχρεώσεις διαφώτισης / ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης / προειδοποίησης του πελάτη εκ μέρους της Τράπεζας, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Τράπεζας- πελάτη. Η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των ως άνω υποχρεώσεων θεμελιώνει αδικοπρακτική της ευθύνη, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτής (ευθύνης), ήτοι η υπαιτιότητα και η επέλευση ζημίας αιτιωδώς συνδεόμενης με την παράνομη συμπεριφορά της Τράπεζας, με την έννοια ότι η παράβαση των απορρεουσών από την καλή πίστη υποχρεώσεων της Τράπεζας αποτελεί όρο, κατ’ αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορο να οδηγήσει στο αποτέλεσμα της ζημίας. Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός, να είναι σε θέση να αντιληφθεί τη μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους, συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, να αξιολογήσει ακολούθως ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού Τράπεζα (ΑΠ 1083/2022, ΤΝΠ QUALΕΧ).
Εξάλλου, από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 του ίδιου Κώδικα και 386 του ΠΚ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, αποσκοπώντας στη δήλωση βουλήσεως του απατηθέντος, ο οποίος ένεκα της απάτης προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 481/2012, ΑΠ 325/2009 ΤΝΠ Νόμος), χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο. Ειδικότερα από τις διατάξεις των άρθρων 147 και 149 ΑΚ, όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως έχει δικαίωμα είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 επ. Α.Κ), εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 247/2018, ΑΠ 631/2015).
Συναφώς με τα παραπάνω, η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την Τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημιώσεως, λόγω αδικοπραξίας, εφόσον, επιπλέον, υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται, ειδικότερα, στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχομένων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της Τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται, σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (βλ. Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 2004 σελ. 798-803, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, έκδ. 1999 σελ. 599-600) και 25 Ν. 3606/2007. Ειδικότερη μορφή παραβιάσεως των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως αυτού.
Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις, που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί σε όλη της την έκταση τη μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει σε βάθος όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, που μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται, ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 4 Ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο, που μετέχει στη συγκεκριμένη σχέση, ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθετήσεως του κεφαλαίου του. Συγκεκριμένα από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1, 2, 3, 4 του Ν. 2251/1994, προκύπτει ότι ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία περιουσιακή ή ηθική βλάβη, που προκάλεσε υπαιτίως και παρανόμως κατά την παροχή των υπηρεσιών. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας, λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης, που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντας.
Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική ανεξαρτήτως προϋφισταμένης ενοχικής σχέσης μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι: α) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψής της, λαμβάνονται δε, σχετικά υπόψη, ως κριτήριο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (Βλ. ΑΠ 589/2001 ΕλλΔνη 2002.422, ΕφΠειρ 862/2005 ΔΕΕ 2005/1996).
Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη, εμπίπτουν και οι Τράπεζες, οι οποίες, συνεπώς, υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (βλ. ΑΠ 589/2001, ό.π., ΕφΑΘ 2556/2010, ΕλλΔ/νη 2011/251, ΕφΠειρ 826/2005 ό.π., ΕφΘεσ 147/2005, ΕπισκΕμπΔ 2005/168).
Εξάλλου, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 3606/2007 (με τον οποίο μεταφέρθηκε στο Ελληνικό νομικό σύστημα η Κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως ΜiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ), κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών (ως τέτοιας, δε, νοούμενης της παροχής προσωπικών συμβουλών σε πελάτη είτε κατόπιν αιτήσεώς του είτε με πρωτοβουλία της ΑΕΠΕΥ, σχετικά με μία ή με περισσότερες συναλλαγές, που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 εδ. ε’ Ν. 3606/2007) και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, οι ΑΕΠΕΥ, όπως και οι τράπεζες κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3606/2007 οφείλουν να ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό και να λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους. Οι πληροφορίες που παρέχουν σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων και των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Περαιτέρω, πρέπει να τους παρέχουν κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων στοιχείων και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους, που συνδέονται με τις επενδύσεις. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα, που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή τους (έλεγχος καταλληλότητας). Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες, εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν, κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας, άρθ. 25 παρ. 5 Ν. 3606/2007 και 13 Απόφασης 1/452/2007 ΕΚ). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών, που έχουν λάβει, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα ζητήματα αυτά, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν, ότι η απόφασή του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν σωστά κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι’ αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Από τα ανωτέρω και σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, προκύπτει ότι, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών προσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, έτσι ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως. Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω Νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας Τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων Συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα και αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 του ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (βλ. ΑΠ 1738/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4841/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ψυχομάνης, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις Ελληνικές Τράπεζες, ΔΕΕ 2010, σελ. 867-868).
Επίσης, τα λεγόμενα perpetual bonds, δηλαδή «ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας», άλλως, «διηνεκή» ή «αιώνια» ή «αόριστης διάρκειας», ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεώγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας, στο πλαίσιο συνάψεως ομολογιακού δανείου από μία Ανώνυμη Εταιρία ή ένα κράτος, παρέχονται στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιογράφων την ονομαστική τους αξία, δικαιώματα απολήψεως των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση – επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά τη λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανακλήσεως του ομολόγου, κατ’ ελεύθερη αυτού βούληση. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες, τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές, ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρίες και ιδία οι τράπεζες, να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημερώσεως του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, όταν ιδίως, αυτός ανήκει στην κατηγορία του ιδιώτη επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds, ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο εξοικειωμένο επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους. Αυτή καθ’ εαυτή η ονομασία τους, υποδηλούσα αξιογραφική παράσταση δανειακής υποχρέωσης του εκδότη – ομολογία, αναγνώριση χρέους – δημιουργεί κατά τα απολύτως κρατούντα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, σταθερή πεποίθηση περί συνάψεως δανειακής σχέσεως και υπάρξεως συνακόλουθα αδιαμφισβήτητης αξίωσης του δανειστή – κομιστή της ομολογίας – κατά του εκδότη περί επιστροφής του δανείου σε συγκεκριμένο χρόνο ή οποτεδήποτε το ζητήσει ο ίδιος ο δανειστής και όχι αντίστροφα. Αυτό ακριβώς το φαινόμενο οφείλει πρωτίστως μια Τράπεζα με δική της ευθύνη, πληροφορώντας κατάλληλα τον επενδυτή, να το απαλείψει. Παραλείποντας να το πράξει, παραβιάζει τις προεκτεθείσες διατάξεις, δημιουργώντας ασφαλείς βάσεις ευθύνης της προς αποζημίωση των πελατών της (Βλ. ΑΠ 244/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4841/2014 ο.π. και ΧρηΔικ 1/2015, σελ. 136, Ψυχομάνης, ό.π.).
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν το κέρδος, δεν προέρχεται από τη ζημία που κάποιος επενδυτής υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου του, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας στον επενδυτή τους σύμφωνημένους καρπούς και κατά συνέπεια οι καρποί αυτοί δεν μπορούν να συνυπολογιστούν στη ζημία του (ΑΠ 244/2016, ΕφΑΘ 2201/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση των ενόρκων βεβαιώσεων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες και συγκεκριμένα της υπ’ αρ. ./18.9.2017 ένορκης βεβαίωσης του . ενώπιον της Συμβ/φου Θεσσαλονίκης ., η οποία λήφθηκε νομότυπα μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης να παραστεί (βλ. υπ’ αρ. ./13.9.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών .), της υπ’ αρ. ./18.9.2017 ένορκης βεβαίωσης της . ενώπιον της Συμβ/φου Μυκόνου ., η οποία λήφθηκε νομότυπα μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης να παραστεί (βλ. υπ’ αρ. ./13.9.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών .), της υπ’ αρ. ./22.9.2017 ένορκης βεβαίωσης του . ενώπιον της Συμβ/φου Φλώρινας ., η οποία λήφθηκε νομότυπα μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης να παραστεί (βλ. υπ’ αρ. ./19.9.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών .), της υπ’ αρ. ./22.9.2017 ένορκης βεβαίωσης του . ενώπιον της Συμβ/φου Θεσσαλονίκης ., η οποία λήφθηκε νομότυπα μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης να παραστεί (βλ. υπ’ αρ. ./19.9.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών .), της υπ’ αρ. ./18.5.2017 ένορκης βεβαίωσης του . ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών ., η οποία λήφθηκε νομότυπα μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης να παραστεί (βλ. υπ’ αρ. ./15.5.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών .), των ενόρκων βεβαιώσεων που νομίμως επικαλείται και προσκομίζει η εναγομένη και συγκεκριμένα της υπ’ αρ. ./14.3.2017 ένορκης βεβαίωσης του . ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών ., που λήφθηκε νομότυπα μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων να παραστούν (βλ. υπ’ αρ. .Δ/9.3.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών .), της υπ’ αρ. ./24.3.2017 ένορκης βεβαίωσης του . ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών ., της υπ’ αρ. ./27.3.2017 ένορκης βεβαίωσης της . ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών ., της υπ’ αρ. ./27.3.2017 ένορκης βεβαίωσης του . ενώπιον της Συμβ/φου Αμαλιάδας ., της υπ’ αρ. ./27.3.2017 ένορκης βεβαίωσης του . ενώπιον της Συμβ/φου Θεσσαλονίκης ., της υπ’ αρ. ./28.3.2017 ένορκης βεβαίωσης του . ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών ., που λήφθηκαν νομότυπα μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων να παραστούν όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. .Η/21.3.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . και των εγγράφων που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, στα οποία (δικαστικά τεκμήρια) περιλαμβάνονται και ένορκες βεβαιώσεις οι οποίες δόθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών, αποδεικνύονται τα εξής:
Η πρώτη ενάγουσα είναι 55 περίπου ετών σήμερα, χήρα από το έτος 2001, μητέρα δύο τέκνων και εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος με την ιδιότητα του μηχανικού στο νοσοκομείο της Καστοριάς. Η συνεργασία της με την εναγομένη ξεκίνησε το 2008, όταν άνοιξε σε υποκατάστημα αυτής στην Καστοριά έναν λογαριασμό ταμιευτηρίου, όπου μετέφερε ορισμένες από τις αποταμιεύσεις της αναζητώντας ένα εγγυημένο κεφάλαιο, χωρίς ρίσκο, προκειμένου να εξασφαλίσει το μέλλον των παιδιών της. Μέχρι τότε, επέλεγε απλά καταθετικά ή προθεσμιακά προϊόντα. Ο δεύτερος ενάγων είναι 52 ετών περίπου σήμερα, άγαμος και εργάζεται ως τεχνικό προσωπικό στην εταιρεία Ελληνικά Πετρέλαια ΑΕ, ενώ πάσχει από διαβήτη με ποσοστό αναπηρίας 67%. Η τρίτη ενάγουσα, μητέρα του ανωτέρω, είναι 74 ετών περίπου σήμερα, χήρα και ασχολείται με τα οικιακά, ενώ μοναδική πηγή εσόδων της αποτελεί η σύνταξη χηρείας του ΙΚΑ που λαμβάνει. Η συνεργασία τους με την εναγομένη ξεκίνησε το 2007, όταν άνοιξε ο καθένας σε υποκατάστημα αυτής στην Καρδίτσα, από έναν λογαριασμό ταμιευτηρίου, ενώ ένα μέρος του κεφαλαίου τους, που δεν είχαν άμεσα ανάγκη, τοποθετούσαν πάντοτε σε προθεσμιακές καταθέσεις, για να επωφεληθούν από τα επιτόκια, χωρίς να διακινδυνεύουν την ασφάλεια του κεφαλαίου τους. Επίσης, ο δεύτερος ενάγων ήταν μέτοχος των εταιρειών Αγροτική Ασφαλιστική, Ελληνικά Πετρέλαια, Ιασώ, Ακρίτας, ΙΜΑΚΟ, Π., Εurobank, ΜΟΤΟΡΟΙΛ, ΠΡΕΖΤ, ΛΟΥΡΟΣ, ΑΛΤΕΡ και Φ.Ν. . Την 11.12.2006 μάλιστα προέβη σε πώληση μετοχών εισπράττοντας το συνολικό ποσό των 12,481,98 ευρώ. Η τρίτη ενάγουσα διακρατούσε μετοχές των εταιρειών Τράπεζα PRΟΤΟΝ, ΠΡΕΖΤ, ΕUROΒΑΝΚ, ΑΚΡΙΤΑΣ, ΙΑΣΩ, ΓΕΚΕ, ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑ, Φ.Ν. και ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ, ενώ την 2/5/2012 πώλησε κάποιες μετοχές εισπράττοντας ως τίμημα το ποσό των 1.458,95 ευρώ. Επιπλέον, κατόπιν υποδείξεων των υπαλλήλων της εναγομένης, επένδυσαν μέρος του κεφαλαίου τους σε αμοιβαία κεφάλαια. Η τέταρτη ενάγουσα είναι 63 ετών περίπου σήμερα, χήρα από το 2001 και μητέρα ενός τέκνου, ηλικίας 23 ετών. Εργάζεται ως ιδιωτική υπάλληλος ενώ ο σύζυγός της απεβίωσε όταν η ίδια ήταν σε νεαρή ηλικία και το τέκνο της ανήλικο. Η σχέση της με την εναγομένη ξεκίνησε το έτος 2002, όταν άνοιξε στο υποκατάστημα Ολυμπιακού Σταδίου έναν τρεχούμενο λογαριασμό, για τις αποταμιεύσεις της, ενώ έκτοτε τοποθετούσε το συντριπτικό κομμάτι των αποταμιεύσεών της σε διαρκώς ανανεωνόμενες προθεσμιακές καταθέσεις και λογαριασμούς υπό προειδοποίηση. Ο πέμπτος ενάγων είναι 75 ετών περίπου σήμερα, συνταξιούχος, παντρεμένος με την έκτη ενάγουσα, 65 ετών, επίσης συνταξιούχο. Από τον γάμο τους απέκτησαν 4 παιδιά εκ των οποίων τα τρία είναι εν ζωή. Ο πρώτος εξ αυτών ήταν επιθεωρητής πλοίων ενώ η δεύτερη, απόφοιτος δημοτικού, εργαζόταν ως ιδιωτική υπάλληλος όχι σε σταθερή βάση. Τις αποταμιεύσεις τους τοποθετούσαν κυρίως σε προθεσμιακές καταθέσεις και καταθέσεις ταμιευτηρίου και μόνο ένα μικρό ποσοστό είχαν επενδύσει σε αγορά μετοχών μεγάλων εταιρειών, με χαμηλό κίνδυνο απώλειας αυτού, μεταξύ των οποίων και μετοχών της εναγομένης (ο πρώτος είχε αγοράσει 1.600 μετοχές και η δεύτερη 600 μετοχές της εναγομένης). Η σχέση τους με την τελευταία ξεκίνησε το 2008 με το υποκατάστημα αυτής στην Κόρινθο, με αφορμή την αγορά των μετοχών αυτών. Ο έβδομος ενάγων είναι σήμερα περίπου 72 ετών, άγαμος, άτεκνος και συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος (χημικός). Τα χρήματα που συγκέντρωσε από την εργασία του επιδίωκε να τα καταθέσει σε προθεσμιακή κατάθεση και έτσι ξεκίνησε η συνεργασία του με την εναγομένη τράπεζα, όταν για το λόγο αυτό επισκέφθηκε το υποκατάστημα της εναγομένης στην Πλατεία Αμερικής, για να ενημερωθεί για τα προγράμματα προθεσμιακών καταθέσεων, ενώ διέθετε επενδυτική μερίδα ήδη από το 1999. Ο όγδοος ενάγων είναι 43 ετών περίπου σήμερα, έγγαμος και πατέρας ενός ανηλίκου τέκνου 14 ετών. Είναι υπαξιωματικός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, καταταγμένος σε θέση εθελοντή μακράς θητείας και διαθέτει απολυτήριο λυκείου. Η συνεργασία του με την εναγομένη ξεκίνησε το έτος 2003 όταν άνοιξε στο υποκατάστημα αυτής στην Ξάνθη λογαριασμό καταθέσεων ταμιευτηρίου κοινό με τη σύζυγο και το τέκνο του. Υπό την καθοδήγηση των υπαλλήλων της εναγομένης προέβη έως το έτος 2008 σε προθεσμιακές καταθέσεις τις οποίες ανανέωνε σταθερά, ενώ στις 23.8.2007 άνοιξε για πρώτη φορά μερίδα στο χρηματιστήριο, προβαίνοντας σε αγορά μετοχών της Λαϊκής Τράπεζας και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προέβη και σε αγορά ομολόγων του Δημοσίου. Ο ένατος ενάγων είναι σήμερα 62 ετών περίπου, έγγαμος και πατέρας τριών παιδιών, ενώ είναι πλέον συνταξιούχος αστυνομικός. Με την εναγομένη ξεκίνησε την συνεργασία του το έτος 1996 με το κατάστημα του Ηρακλείου Κρήτης όταν άνοιξε εκεί λογαριασμό μισθοδοσίας, ένεκα του καλύτερου επιτοκίου που παρείχε τότε η εναγομένη. Έκτοτε τοποθετούσε τις αποταμιεύσεις του σε προθεσμιακές καταθέσεις, συνεχώς ανανεούμενες. Επίσης, διέθετε μετοχές της εναγομένης, της Τράπεζας Πειραιώς, της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, της ΑΝΕΚ, της Αεροπορίας Αιγαίου, της ΔΕΗ, του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, της Ελληνικά Πετρέλαια, του ΟΤΕ και του ΟΠΑΠ. Ο δέκατος ενάγων είναι 75 ετών, χήρος από το 2015, με δύο τέκνα, ενώ είναι πλέον παππούς ενός εγγονιού ηλικίας σήμερα 7 περίπου ετών. Είναι συνταξιούχος του ΟΤΕ από το 2001. Η συνεργασία του με την εναγομένη ξεκίνησε στα τέλη Ιουλίου 2008, ενώ ήδη μέχρι τότε διέθετε επενδυτική μερίδα στην τράπεζα «ΗSBC ΑΧΕΠΕΥ». Ο ενδέκατος ενάγων είναι 58 ετών σήμερα άγαμος, πολιτικός μηχανικός και διατηρεί τεχνική εταιρεία. Η συνεργασία του με την εναγομένη ξεκίνησε το έτος 2004 όταν άνοιξε ένα λογαριασμό υπό προειδοποίηση, στον οποίο μετέφερε μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεών του, ενώ με την πάροδο του χρόνου αγόρασε μετοχές της εναγομένης, της Eurobahk Properties, της Ελληνικά Πετρέλαια, της ΜΟΤΟΡ ΟΙΛ, της Inform Λ., της ΤΙΤΑΝΚΟ, του ΟΤΕ, της ΤΡΑΣΤΟΡ και της ΔΕΗ. Ο δωδέκατος ενάγων είναι 79 περίπου ετών σήμερα, με δύο ενήλικα τέκνα, κατέχει δίπλωμα Πλοιάρχου Πρώτης Τάξης, ενώ για χρόνια εργαζόταν στα καράβια και ταξίδευε σε όλο τον κόσμο, μέχρι που γύρισε μόνιμα στην Ελλάδα και εργάστηκε μέχρι την συνταξιοδότησή του, το 2008, ως χειριστής Η/Υ στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Η συνεργασία του με την εναγομένη ξεκίνησε τον Ιανουάριο 2008, με το υποκατάστημα της Λ. Ηρακλείου, όταν άνοιξε εκεί λογαριασμό συντάξεως με συνδικαιούχους τους δύο υιούς του, καθώς είχε μόλις συνταξιοδοτηθεί και λάβει και την εφάπαξ αποζημίωση περίπου 10.000 ευρώ, αναζητώντας ένα αξιόπιστο πιστωτικό ίδρυμα για την αποταμίευση των χρημάτων του, ενώ ήδη κατείχε μετοχές της εναγομένης. Ο δέκατος τρίτος ενάγων είναι 52 ετών σήμερα, συμβολαιογράφος, έγγαμος και πατέρας δύο τέκνων. Η συνεργασία του με την εναγομένη ξεκίνησε το 2002, ανοίγοντας βιβλιάριο καταθέσεων στο υποκατάστημα της Πλατείας Κάνιγγος, ενώ έκτοτε τοποθετούσε το κεφάλαιό του σε διάφορες προθεσμιακές καταθέσεις και αμοιβαία κεφάλαια της εναγομένης, καθώς επίσης διέθετε μετοχές αυτής και της ΕΤΕ. Ο δέκατος τέταρτος ενάγων, ο οποίος απεβίωσε την 19.8.2017 και στη θέση του υπεισήλθαν οι νόμιμοι κληρονόμοι του ., δέκατη πέμπτη των εναγόντων, σύζυγος εν ζωή αυτού και τα τέκνα του Αικατερίνη και ., ήταν συνταξιούχος του Δημοσίου (καθηγητής) ενώ η σύζυγός του, 72 ετών σήμερα, είναι επίσης συνταξιούχος του δημοσίου (ιατρός). Η συνεργασία τους με την εναγομένη ξεκίνησε όταν άνοιξαν έναν κοινό καταθετικό λογαριασμό στο υποκατάστημα της εναγομένης στην περιοχή Βυζαντίου Θεσσαλονίκης την 16.12.2002. Λίγους μήνες αργότερα μετέφεραν στην εναγομένη το συντηρητικό χαρτοφυλάκιό τους ενώ έκτοτε και οι δύο έδειξαν σταθερή προτίμηση προς τις προθεσμιακές καταθέσεις, όπου χωριστά ο καθένας τοποθετούσε τα χρήματα που λάμβανε από την εργασία του. Επίσης, ο δέκατος τέταρτος ενάγων διέθετε μετοχές της ΑΤΕ, της ΔΕΗ, της Ελληνικά Πετρέλαια, του ΟΤΕ, του ΟΠΑΠ και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, ενώ η δέκατη πέμπτη ενάγουσα διέθετε μετοχές της Αγροτικής Ασφαλιστικής, της ΑΤΕ, της ΔΕΗ, της Ελληνικά Πετρέλαια, του ΙΑΣΩ, του ΟΤΕ, του ΟΠΑΠ και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, ενώ κάποιες φορές προέβαιναν σε πωλήσεις μετοχών. Ο δέκατος έκτος ενάγων είναι 49 περίπου ετών σήμερα, έγγαμος και πατέρας δύο τέκνων, που δραστηριοποιείται ως πολιτικός μηχανικός στην περιοχή της Νάουσας. Η συνεργασία του με την εναγομένη και συγκεκριμένα με το υποκατάστημα αυτής στη Βέροια ξεκίνησε την 8.4.2005, όταν άνοιξε ένα λογαριασμό υπό προειδοποίηση ενώ λίγο αργότερα μετέφερε στο υποκατάστημα αυτό όλες τις οικονομίες του, επενδύοντας σταθερά σε προθεσμιακές καταθέσεις. Παλαιότερα είχε επενδύσει σε αμοιβαία κεφάλαια και ομόλογα ενώ είχε μετοχές της Μηχανικής ΑΕ, της Τράπεζας Πειραιώς, της Γ.Ε. . ΑΕ, της ΙΛΥΔΑ ΑΕ, της ΙΝΤΡΑΚΟΜ ΑΕ και της ΡΕΒΟΪΛ ΑΕ. Ο δέκατος έβδομος ενάγων είναι 55 ετών σήμερα, ελεύθερος επαγγελματίας και διατηρεί κοσμηματοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας. Είναι παντρεμένος με την δέκατη ένατη ενάγουσα, 51 ετών σήμερα, ομοίως ελεύθερη επαγγελματία, με την οποία έχουν αποκτήσει δύο τέκνα. Ο δέκατος όγδοος των εναγόντων, αδελφός του δέκατου έβδομου, είναι 48 ετών περίπου σήμερα, αγρότης, έγγαμος και πατέρας δύο τέκνων. Όλοι οι παραπάνω πάντοτε επέλεγαν ασφαλή αποταμιευτικά προγράμματα, κυρίως προθεσμιακές καταθέσεις. Η συνεργασία τους με την εναγομένη ξεκίνησε το έτος 2008, όταν ο 17ος και η 19η αφενός και ο 17oς με τον 18ο και τον ήδη σήμερα αποβιώσαντα πατέρα τους αφετέρου, άνοιξαν λογαριασμούς ταμιευτηρίου στο υποκατάστημα της εναγομένης στο Κολωνάκι και έκτοτε όλοι επένδυαν τα χρήματά τους σε προθεσμιακές καταθέσεις. Ο εικοστός ενάγων είναι 56 ετών περίπου σήμερα, είναι συνταξιούχος στρατιωτικός και ζει με τη σύζυγό του και τα δύο τέκνα του στη Νέα Φιλαδέλφεια Αττικής. Η συνεργασία του με την εναγομένη και συγκεκριμένα με το υποκατάστημα αυτής στην οδό . στο Σύνταγμα ξεκίνησε το Μάιο του 2008 όταν άνοιξε εκεί λογαριασμό μισθοδοσίας και ταμιευτηρίου, Ο εικοστός πρώτος ενάγων είναι 67 ετών σήμερα, συνταξιούχος του ΙΚΑ, παντρεμένος με την εικοστή δεύτερη ενάγουσα, ηλικίας 62 ετών, συνταξιούχο δημοσίου με την οποία έχει αποκτήσει δύο τέκνα. Η συνεργασία τους με το υποκατάστημα της εναγομένης στην Αγία Παρασκευή ξεκίνησε το 1999, όταν άνοιξαν έναν κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου, ενώ έκτοτε διατηρούσαν με αυτήν πλήθος προθεσμιακών καταθέσεων τις οποίες διαρκώς ανανέωναν τοποθετώντας σε αυτές το μεγαλύτερο μέρος των αποταμιεύσεών τους. Επίσης είχαν επενδύσει σε αμοιβαία κεφάλαια ενώ είχαν μετοχές της εναγομένης, της Τράπεζας Πειραιώς, της Τράπεζας Πίστεως, της Τράπεζας EUROΒΑΝΚ, της Λαϊκής Τράπεζας, της Τράπεζας Αττικής, της ΕΤΕ και της ΑΛΦΑ Τράπεζας. Ο εικοστός τρίτος των εναγόντων είναι 74 σήμερα ετών, έγγαμος και πατέρας τριών τέκνων, ενώ τυγχάνει συνταξιούχος ναυπηγός – μηχανολόγος μηχανικός. Η σχέση του με την εναγομένη ξεκίνησε το 2007 όταν άνοιξε καταθετικό λογαριασμό, ενώ αργότερα προτίμησε την επένδυση των χρημάτων του σε προθεσμιακές καταθέσεις. Την 24.7.2008 υπέβαλε μέσω του υποκαταστήματος Αμαρουσίου της εναγομένης, αίτηση δημιουργίας μερίδας στο Χρηματιστήριο. Επιπρόσθετα διέθετε κάποια ομόλογα ξένων τραπεζών. Ο εικοστός τέταρτος ενάγων είναι 64 περίπου ετών, έγγαμος με δύο ενήλικα τέκνα και εργάζεται ως λογιστής στην Καστοριά. Η συνεργασία του με την εναγομένη και συγκεκριμένα με το υποκατάστημα αυτής στην Καστοριά ξεκίνησε την 10.12.2007, όταν άνοιξε ένα λογαριασμό ταμιευτηρίου ενώ έκτοτε προέβη στο άνοιγμα προθεσμιακών καταθέσεων, με τις οποίες επαύξησε το κεφάλαιό του. Επίσης, διέθετε μετοχές της εναγομένης, της ΕΤΕ, της Αlpha Τράπεζας, της Ιατρικό Αθηνών, της ΙΝΦΟΚΟΥΕΣΤ, της Λαϊκής Τράπεζας, της ΜΕΤΚΑ, της ΜΟΤΟΡ ΟΙΛ, της Τράπεζας Πίστεως, της Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος, της ΙFORM Λ. ΑΕ, της QUEST συμμετοχών, ενώ προέβαινε και σε πωλήσεις μετοχών. Ο εικοστός πέμπτος ενάγων είναι 57 ετών σήμερα, έγγαμος και πατέρας δύο τέκνων, ο οποίος εργάζεται ως ιατρός καρδιολόγος στο νοσοκομείο «Άγιος Σάββας». Η συνεργασία του με την εναγομένη και συγκεκριμένα με το υποκατάστημα αυτής στη λεωφόρο Αλεξάνδρας ξεκίνησε την 11.10.2006, όταν άνοιξε με τη σύζυγό του δύο λογαριασμούς ταμιευτηρίου ανηλίκων, ώστε να εξασφαλίσουν, κατά το δυνατόν, το μέλλον τους ενώ έκτοτε τοποθέτησε τα χρήματά του σε προθεσμιακές καταθέσεις. Επιπροσθέτως διέθετε λογαριασμό αξιών στο Χρηματιστήριο Αθηνών ήδη από το έτος 1998. Ο εικοστός έκτος ενάγων, ηλικίας 63 ετών σήμερα, είναι απόφοιτος Λυκείου, παντρεμένος με την εικοστή έβδομη ενάγουσα με την οποία έχουν αποκτήσει δύο τέκνα, τον εικοστό όγδοο και τον εικοστό ένατο των εναγόντων, οι οποίοι είναι απόφοιτοι του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων της ΑΣΟΕΕ. Η συνεργασία τους με την εναγομένη και συγκεκριμένα με το υποκατάστημα αυτής στη Χαλκίδα ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2008 όταν ο πρώτος εκ των ανωτέρω άνοιξε στο υποκατάστημα αυτό έναν τραπεζικό λογαριασμό ταμιευτηρίου, προκειμένου να μεταφέρει εκεί τις οικογενειακές του αποταμιεύσεις, ενώ ήδη το χρόνο αυτό κατείχε κάποιες μετοχές της εναγομένης τράπεζας. Ο 30ος ενάγων, ο οποίος, όπως έχει ήδη αναφερθεί, απεβίωσε και τη δίκη συνεχίζουν οι κληρονόμοι του ., 31η ενάγουσα και τα τέκνα του Μαρία . 32η ενάγουσα, ., 33oς ενάγων και ., διατηρούσε από κοινού με τη σύζυγό του επιχείρηση καφέ στο κέντρο της Αθήνας. Η 32η ενάγουσα είναι 59 ετών, απόφοιτος της ΑΣΟΕΕ και εργάζεται στο χώρο της διαφήμισης, ενώ ο 33ος ενάγων, 56 ετών, είναι ζωγράφος. Η συνεργασία τους με την εναγομένη και συγκεκριμένα με το υποκατάστημα αυτής στην πλατεία Συντάγματος ξεκίνησε το έτος 1996, όταν ο 30ος ενάγων άνοιξε εκεί λογαριασμό ταμιευτηρίου με συνδικαιούχο την θυγατέρα του, 32η ενάγουσα. Κατά τα επόμενα έτη όλοι οι ανωτέρω άνοιξαν εκεί λογαριασμούς ταμιευτηρίου, τρεχούμενους, καθώς και λογαριασμούς υπό προειδοποίηση. Επιπροσθέτως διατηρούσαν και μετοχές πολλών μεγάλων και αξιόπιστων εταιρειών από το έτος 1999. Ο τριακοστός τέταρτος ενάγων είναι σήμερα 51 ετών, έγγαμος με δύο τέκνα και εργάζεται στην Τράπεζα Πειραιώς, ενώ προηγουμένως ήταν υπάλληλος της εναγομένης τράπεζας. Η συνεργασία του με την τελευταία άρχισε το έτος 1998, όταν προσλήφθηκε ως υπάλληλος στην οικονομική της υπηρεσία. Σημειώνεται ότι οι αρμοδιότητές του συνίσταντο στον έλεγχο λογαριασμών γενικής λογιστικής και ουδεμία σχέση είχαν με την εξυπηρέτηση του καταναλωτικού κοινού ή με χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Από το άνοιγμα δε του λογαριασμού μισθοδοσίας του στην εν λόγω τράπεζα και μετέπειτα τοποθετούσε τα χρήματά του σε προθεσμιακές καταθέσεις. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι ενάγοντες δεν ήταν επαγγελματίες πελάτες, που διέθεταν την αναγκαία πείρα και γνώση για να κατανοούν τους κινδύνους που ενέχουν όλες οι επενδυτικές υπηρεσίες και είχαν ένα συντηρητικό επενδυτικό προφίλ, αποσκοπώντας στη διασφάλιση των κεφαλαίων τους μέσω της διασποράς τους και στην εγγυημένη απόδοσή τους, όσοι δε εξ αυτών επένδυαν και σε μετοχές ή αμοιβαία κεφάλαια, το έκαναν σε περιορισμένη έκταση και βαθμό, που δεν αναιρεί το συντηρητικό επενδυτικό προφίλ τους και την επιδίωξή τους να έχουν διασφαλισμένο το κεφάλαιό τους, απορριπτομένου του αιτήματος της εκκαλούσας εναγομένης, που υπέβαλε στον πρώτο βαθμό αλλά και με την έφεσή της, να προσκομιστούν αντίγραφα των επενδυτικών μερίδων και λογαριασμών αξιών στο ΧΑΑ των πέμπτου, έκτης, έβδομου, δέκατου, εικοστού έκτου και εικοστού ένατου τριακοστής δεύτερης και τριακοστού τρίτου των εναγόντων εφεσιβλήτων που χειρίστηκαν διάφορες ΑΧΕΠΕΥ.
Τον Ιούλιο του έτους 2008 η εναγομένη εξέδωσε ένα νέο επενδυτικό προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 (ΚΥΠΡΟ 1)» τα οποία ήταν ομόλογα με επιτόκιο 7,5 % για τον πρώτο χρόνο και ακολούθως με κυμαινόμενο επιτόκιο Euribor 6 μηνών πλέον 1% και στη συνέχεια κυμαινόμενο επιτόκιο Euribor 6 μηνών πλέον 2%. Εν συνεχεία το Μάρτιο του 2009 η εναγομένη εξέδωσε ακόμη ένα νέο επενδυτικό προϊόν υπό την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου» (Μ.Α.Κ.). Επρόκειτο για ομόλογα αέναης διάρκειας, για τα οποία η εναγομένη θα απέδιδε ετήσιο τόκο με σταθερό επιτόκιο 5,5 % για τα πρώτα πέντε έτη και εν συνεχεία κυμαινόμενο ίσο με το Euribor 6 μηνών πλέον 3%. Τα ομόλογα ήταν διαπραγματεύσιμα στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ) και στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) και ο κάτοχός τους μπορούσε να τα ρευστοποιήσει στο χρηματιστήριο. Επίσης, έδιναν το δικαίωμα στον κάτοχό τους να ζητήσει από την τράπεζα να τα μετατρέψει σε μετοχές της σε δύο προκαθορισμένες από την τράπεζα περιόδους και προ της παρέλευσης πενταετίας από την έκδοσή τους.
Η πρώτη ενάγουσα, μετά από προτροπές του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασε 150.000 Μ.Χ. αξίας 150.000 ευρώ, ο δεύτερος ενάγων και η τρίτη ενάγουσα, μετά από προτροπές του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασαν 40.000 Μ.Χ. και 75.000 Μ.Χ. αντίστοιχα, αξίας 40.000 ευρώ και 75.000 ευρώ αντίστοιχα, η τέταρτη ενάγουσα, μετά από προτροπές της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασε 80.000 Μ.Χ. αξίας 80.000 ευρώ, ο πέμπτος ενάγων και η έκτη ενάγουσα, μετά από προτροπές της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασαν 5.500 Μ.Χ. και 4.000 Μ.Χ. αντίστοιχα, αξίας 5.500 ευρώ και 4.000 ευρώ αντίστοιχα, ο έβδομος ενάγων, μετά από προτροπές του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης ., αγόρασε 15.000 Μ.Χ. αξίας 15.000 ευρώ, ο όγδοος ενάγων, μετά από προτροπές του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασε 14.000 Μ.Χ. αξίας 14.000 ευρώ, ο ένατος ενάγων, μετά από προτροπές της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασε 20.000 Μ.Χ. αξίας 20.000 ευρώ, ο δέκατος ενάγων, μετά από προτροπές του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης .αγόρασε 10.000 Μ.Χ. αξίας, 10.000 ευρώ, ο ενδέκατος ενάγων, μετά από προτροπές της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασε 150.000 Μ.Χ. αξίας 150.000 ευρώ, ο δωδέκατος ενάγων, μετά από προτροπές της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασε 40.000 Μ.Χ. αξίας 40.000 ευρώ, ο δέκατος τρίτος ενάγων, μετά από προτροπές του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασε 30.000 Μ.Χ. αξίας 30.000 ευρώ, ο δέκατος τέταρτος ενάγων και η δέκατη πέμπτη ενάγουσα, μετά από προτροπές του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασαν 10.000 Μ.Χ. αξίας 10.000 ευρώ έκαστος, ο δέκατος έκτος ενάγων, μετά από προτροπές του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασε 104.013 Μ.Χ. αξίας 104.013 ευρώ, ο δέκατος έβδομος ενάγων, μετά από προτροπές του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασε 90.000 Μ.Χ. αξίας 90.000 ευρώ, στον αντίστοιχο δε τραπεζικό λογαριασμό έθεσε ως συνδικαιούχο τη δέκατη ένατη ενάγουσα σύζυγό του, ο δέκατος όγδοος ενάγων, μετά από προτροπές του ιδίου ως άνω προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασε 151.876 Μ.Χ. αξίας 151.876 ευρώ, στον αντίστοιχο δε τραπεζικό λογαριασμό έθεσε ως συνδικαιούχο τον δέκατο έβδομο ενάγοντα αδελφό του, ο εικοστός ενάγων, μετά από προτροπές της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασε 65.000 Μ.Χ. αξίας 65.000 ευρώ, ο εικοστός πρώτος ενάγων, από κοινού με τη σύζυγό του εικοστή δεύτερη ενάγουσα, μετά από προτροπές της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασαν 100.000 Μ.Χ. αξίας 100.000 ευρώ, ο εικοστός τρίτος ενάγων, μετά από προτροπές του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασε 400.000 Μ.Χ. αξίας 400.000 ευρώ, ο εικοστός τέταρτος ενάγων, μετά από προτροπές του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασε 34.000 Μ.Χ. αξίας 34.000 ευρώ, ο εικοστός πέμπτος ενάγων, μετά από προτροπές της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασε 4.830 Μ.Χ. αξίας 4.830 ευρώ, ο εικοστός έκτος ενάγων, μετά από προτροπές της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασε 3 0.000 Μ.Χ. αξίας 3 0.000 ευρώ, ο εικοστός ένατος ενάγων, μετά από προτροπές της ιδίας ως άνω προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασε 20.000 Μ.Χ. αξίας 20.000 ευρώ, ο τριακοστός ενάγων, μετά από προτροπές της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασε 50.000 Μ.Χ. αξίας 50.000 ευρώ, η τριακοστή πρώτη ενάγουσα, μετά από προτροπές της ιδίας ως άνω προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης ., αγόρασε 30.000 Μ.Χ. αξίας 30.000 ευρώ και ο τριακοστός τέταρτος ενάγων, μετά από προτροπές της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης . αγόρασε 40.000 Μ.Χ. αξίας 40.000 ευρώ.
Εν συνεχεία οι ενάγοντες (πλην των ένατου, δέκατου εβδόμου, δέκατου ογδόου και δέκατης ένατης εξ αυτών) μετά από νέες προτροπές των προαναφερθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, τον Ιούνιο του 2009, προέβησαν σε ανταλλαγή των Μ.Χ. με το άλλο επενδυτικό προϊόν της εναγομένης ίσης ονομαστικής αξίας με τίτλο Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου (Μ.Α.Κ.) ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστου. Τα Μ.Α.Κ. όπως ήδη αναφέρθηκε, ήταν ομόλογα αέναης διάρκειας, για τα οποία η εναγομένη θα απέδιδε τόκο με σταθερό ετήσιο επιτόκιο 5,5 % για τα πρώτα πέντε έτη και εν συνεχεία κυμαινόμενο ίσο με το Εuribor 6 μηνών πλέον 3%. Η τράπεζα είχε το δικαίωμα να τα εξαγοράσει από τον Κάτοχο στην ονομαστική τους αξία, μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30.6.2014 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκων έπεται, κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.
Ειδικότερα, η πρώτη ενάγουσα αντάλλαξε 150.000 Μ.Χ. με 150.000 Μ.Α.Κ. αξίας 150.000 ευρώ, εκ των οποίων στις 30.7.2010 πώλησε το ποσό των 50.000 Μ.Α.Κ., λαμβάνοντας το ποσό των 50.340,81 ευρώ το οποίο τοποθέτησε σε τρίμηνη προθεσμιακή κατάθεση, ο δεύτερος ενάγων αντάλλαξε 40.000 Μ.Χ. με 40.000 Μ.Α.Κ. αξίας 40.000 ευρώ, η τρίτη ενάγουσα αντάλλαξε 75.000 Μ.Χ. με 75.000 Μ.Α.Κ. αξίας 75.000 ευρώ, η τέταρτη ενάγουσα αντάλλαξε 80.000 Μ.Χ. με 80.000 Μ.Α.Κ. αξίας 80.000 ευρώ, ο πέμπτος ενάγων αντάλλαξε 5.500 Μ.Χ. με 5.500 Μ.Α.Κ. αξίας 5.500 ευρώ και αγόρασε επιπλέον 26.000 Μ.Α.Κ. αξίας 26.000 ευρώ και επομένως έγινε κάτοχος 31.500 Μ.Α.Κ. αξίας 31.500 ευρώ, η έκτη ενάγουσα αντάλλαξε 4.500 Μ.Χ. με 4.500 Μ.Α.Κ. αξίας 4.500 ευρώ και αγόρασε επιπλέον 33.732 Μ.Α.Κ. αξίας 33.732 ευρώ και επομένως έγινε κάτοχος 38.232 Μ.Α.Κ. αξίας 38.232 ευρώ, ο έβδομος ενάγων αντάλλαξε 15.000 Μ.Χ. με 15.000 Μ.Α.Κ. αξίας 15.000 ευρώ, ο όγδοος ενάγων αντάλλαξε 14.000 Μ.Χ. με 14.000 Μ.Α.Κ. αξίας 14.000 ευρώ, ο δέκατος ενάγων αντάλλαξε 10.000 Μ.Χ. με 10.000 Μ.Α.Κ. αξίας 10.000 ευρώ, ο ενδέκατος ενάγων αντάλλαξε 150.000 Μ.Χ. με 150.000 Μ.Α.Κ. αξίας 150.000 ευρώ και αγόρασε επιπλέον 84.251 Μ.Α.Κ. αξίας 84.251 ευρώ και επομένως έγινε κάτοχος 234.251 Μ.Α.Κ. αξίας 234.251 ευρώ, ο δωδέκατος ενάγων αντάλλαξε 40.000 Μ.Χ. με 40.000 Μ.Α.Κ. αξίας 40.000 ευρώ, ο δέκατος τρίτος ενάγων, αντάλλαξε 30.000 Μ.Χ. με 30.000 Μ.Α.Κ. αξίας 30.000 ευρώ, έκαστος των δεκάτου τετάρτου και δεκάτης πέμπτης των εναγόντων αντάλλαξε 10.000 Μ.Χ. με 10.000 Μ.Α.Κ. αξίας 10.000 ευρώ και αγόρασε επιπλέον 15.000 Μ.Α.Κ. αξίας 15.000 ευρώ και επομένως έγινε έκαστος κάτοχος 25.000 Μ.Α.Κ. αξίας 25.000 ευρώ, ο δέκατος έκτος ενάγων αντάλλαξε 104.013 Μ.Χ. με 104.013 Μ.Α.Κ. αξίας 104.013 ευρώ και αγόρασε επιπλέον 1.642 Μ.Α.Κ. αξίας 1.642 ευρώ και επομένως έγινε κάτοχος 105.655 Μ.Α.Κ. αξίας 105.655 ευρώ, ο εικοστός ενάγων αντάλλαξε 65.000 Μ.Χ. με 65.000 Μ.Α.Κ. αξίας 65.000 ευρώ, ο εικοστός πρώτος ενάγων και η εικοστή δεύτερη ενάγουσα αντάλλαξαν από κοινού 100.000 Μ.Χ. με 100.000 Μ.Α.Κ. αξίας 100.000 ευρώ, ο εικοστός τρίτος ενάγων αντάλλαξε 400.000 Μ.Χ, με 400.000 Μ.Α.Κ. αξίας 400.000 ευρώ, ο εικοστός τέταρτος ενάγων αντάλλαξε 34.000 Μ.Χ. με 34.000 Μ.Α.Κ, αξίας 34.000 ευρώ, ο εικοστός πέμπτος ενάγων αντάλλαξε 4.830 Μ.Χ. με 4.830 Μ.Α.Κ. αξίας 4,830 ευρώ και αγόρασε επιπλέον 5.170 Μ.Α.Κ. αξίας 5.170 ευρώ και επομένως έγινε κάτοχος 10.000 Μ.Α.Κ. αξίας 10.000 ευρώ, ο εικοστός έκτος ενάγων αντάλλαξε 30.000 Μ.Χ. με 30.000 Μ.Α.Κ. αξίας 30.000 ευρώ και αγόρασε επιπλέον 162.620 Μ.Α.Κ. αξίας 162.620 ευρώ και επομένως έγινε κάτοχος 192.620 Μ.Α.Κ. αξίας 192.620 ευρώ, ο εικοστός ένατος ενάγων αντάλλαξε 20.000 Μ.Χ. με 20.000 Μ.Α.Κ. αξίας 20.000 ευρώ και στον σχετικό λογαριασμό έγιναν συνδικαιούχοι οι εικοστός έκτος, εικοστή έβδομη, εικοστός όγδοος και εικοστός ένατος των εναγόντων, οπότε και τα εν λόγω αξιόγραφα (20.000 Μ.Α.Κ.) μεταφέρθηκαν σε κοινή επενδυτική μερίδα των ανωτέρω, ο τριακοστός ενάγων αντάλλαξε 50.000 Μ.Χ. με 50.000 Μ.Α.Κ. αξίας 50.000 ευρώ, η τριακοστή πρώτη ενάγουσα αντάλλαξε 30.000 Μ.Χ. με 30.000 Μ.Α.Κ. αξίας 30.000 ευρώ, ο τριακοστός τέταρτος ενάγων αντάλλαξε 40.000 Μ.Χ. με 40.000 Μ.Α.Κ. αξίας 40.000 ευρώ.
Τόσο τα Μ.Χ. όσο και τα Μ.Α.Κ. παρουσιάστηκαν από τους προστηθέντες υπαλλήλους της εναγομένης στους ενάγοντες ως επενδυτικά προϊόντα που έχουν τα χαρακτηριστικά της κλασσικής προθεσμιακής κατάθεσης με διασφαλισμένο το κεφάλαιο και περιοδική καταβολή τόκων.
Τον Μάιο του 2011 η εναγομένη πρότεινε στους ενάγοντες, δια των προαναφερθέντων υπαλλήλων της, με τους οποίους συναλλάσσονταν τότε οι ενάγοντες, να επενδύσουν σε ένα νέο προϊόν εκδόσεώς της, το οποίο ονομαζόταν «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΕΚ). Όπως προέκυπτε από το από 5.4.2011 ενημερωτικό δελτίο που υποχρεωτικά κατά το Ν. 3401/2005 εξέδωσε η εναγομένη, επρόκειτο και πάλι για ομόλογα αέναης διάρκειας, για τα οποία η εναγομένη θα απέδιδε ετήσιο σταθερό επιτόκιο 6,5 % για τα πρώτα πέντε έτη και εν συνεχεία κυμαινόμενο ίσο με το Εuribor 6 μηνών πλέον 3%, Ο τόκος υπολογιζόταν επί του επενδυμένου κεφαλαίου, ανεξαρτήτως της τιμής διαπραγμάτευσης στο Χρηματιστήριο και ο κάτοχος είχε το δικαίωμα να ζητήσει από την τράπεζα να τα μετατρέψει σε μετοχές της σε προκαθορισμένες από την τράπεζα τέσσερις περιόδους. Η τράπεζα είχε το δικαίωμα την πρώτη πενταετία να τα εξαγοράσει από τον Κάτοχο στην ονομαστική τους αξία, ανεξαρτήτως της χρηματιστηριακής τους αξίας. Ο κάτοχος μπορούσε να τα πουλήσει χρηματιστηριακώς. Σύμφωνα με τους όρους έκδοσης, προβλεπόταν η προαιρετική κατά την κρίση της τράπεζας επιλογή της ακύρωσης πληρωμής τόκων, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα και την οικονομική της κατάσταση και η υποχρεωτική ακύρωση πληρωμής τόκων σε περίπτωση που η τράπεζα δεν πληρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις φερεγγυότητας ως ορίζονταν από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Επίσης προβλεπόταν υποχρεωτική μετατροπή του προϊόντος σε συνήθεις μετοχές, σε περίπτωση «γεγονότος έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου» ή «γεγονότος βιωσιμότητας». Γεγονός έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου θεωρείτο ότι θα είχε επισυμβεί όταν η Τράπεζα έδινε σχετική ειδοποίηση είτε (I) ότι πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ε.Ε. το ύψος των βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων της είναι χαμηλότερο του 5% ή ότι κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την ΕΕ το ύψος των κοινών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό που θα καθοριστεί είτε (II). όταν η ΚτΚ θα καθόριζε ότι η τράπεζα βρισκόταν σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας κατά τα οριζόμενα στους σχετικούς εφαρμοστέους τραπεζικούς κανονισμούς Γεγονός βιωσιμότητας οριζόταν (i) οποτεδήποτε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου έκρινε, ότι η υποχρεωτική μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ. (και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους τους ήταν δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε γεγονός βιωσιμότητας), ήταν αναγκαία για βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας και θα συνέβαλε στη διατήρηση της φερεγγυότητάς της ή (ii) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου έκρινε ότι η Τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για τη διατήρηση της φερεγγυότητάς της ή την αποφυγή ενδεχομένου πτώχευσής της ή δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεών της ή σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Επί προαιρετικής ή υποχρεωτικής ακύρωσης της πληρωμής τόκων, η εναγομένη δεν θα προέβαινε στην καταβολή μερίσματος ή σε οποιαδήποτε έτερη πληρωμή σχετικά με τις συνήθεις μετοχές ή άλλες αξίες της, που θα λογίζονταν, ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο.
Οι ενάγοντες αποδέχτηκαν την πρόταση της εναγομένης ως αυτή τους παρουσιάστηκε από τους προστηθέντες υπαλλήλους αυτής με τους οποίους συναλλάσσονταν και μετέτρεψαν τα ανήκοντα σε αυτούς προηγούμενα Μ.Χ. ή Μ.Α.Κ. σε Μ.Α.Ε.Κ. ή αγόρασαν Μ.Α.Ε.Κ. ως ακολούθως: Η πρώτη ενάγουσα την 10.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτήν 100.000 Μ.Α.Κ. σε 100.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 99.659,19 ευρώ, ο δεύτερος ενάγων την 4.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτόν 40.000 Μ.Α.Κ. σε 40.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 40.000 ευρώ, η τρίτη ενάγουσα την 4.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτήν 75.000 Μ.Α.Κ. σε 75.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 75.000 ευρώ, η τέταρτη ενάγουσα την 6.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτήν 80.000 Μ.Α.Κ. σε 80.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 80.000 ευρώ, ο πέμπτος ενάγων την 9.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτόν 31.500 Μ.Α.Κ. σε 31.500 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 31.500 ευρώ, επιπροσθέτως δε αγόρασε την 3.6.2011 ακόμη 5.500 Μ.Α.Ε.Κ. καταβάλλοντας το ποσό των 5.500 ευρώ, δηλαδή συνολικά έγινε κάτοχος 37.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 37.000 ευρώ, η έκτη ενάγουσα την 9.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτήν 38.232 Μ.Α.Κ. σε 38.232 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 38.232 ευρώ, επιπροσθέτως δε αγόρασε την 3.6.2011 επιπλέον Μ.Α.Ε.Κ. αξίας 5.000 ευρώ και 953 δολαρίων ΗΠΑ (657,78 ευρώ βάσει της ισχύουσας τότε ισοτιμίας), δηλαδή συνολικά έγινε κάτοχος 43.889,78 Μ.Α.ΕΚ. αξίας 43.889,78 ευρώ, ο έβδομος ενάγων την 5.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτόν 15.000 Μ.Α.Κ. σε 15.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 15.000 ευρώ, επιπροσθέτως δε αγόρασε την 3.6.2011 ακόμη 2.000 Μ.Α.Ε.Κ. καταβάλλοντας το ποσό των 2.000 ευρώ, δηλαδή συνολικά έγινε κάτοχος 17.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 17.000 ευρώ, ο όγδοος ενάγων την 13.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτόν 14.000 Μ.Α.Κ. σε 14.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 14.000 ευρώ, ο ένατος ενάγων την 4.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτόν 20.000 Μ.Α.Κ. σε 20.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 20.000 ευρώ, επιπροσθέτως δε αγόρασε ακόμη 20.000 Μ.Α.Ε.Κ. καταβάλλοντας το ποσό των 20.000 ευρώ, δηλαδή συνολικά έγινε κάτοχος 40.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 40.000 ευρώ, ο δέκατος ενάγων την 5.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτόν 10.000 Μ.Α.Κ. σε 10.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 10.000 ευρώ, ο ενδέκατος ενάγων την 11.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτόν 234.251 Μ.Α.Κ. σε 234.251 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 234.251 ευρώ, επιπροσθέτως δε αγόρασε ακόμη 70.000 Μ.Α.Ε.Κ. καταβάλλοντας το ποσό των 70.000 ευρώ, δηλαδή συνολικά έγινε κάτοχος 304.251 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 304.251 ευρώ, ο δωδέκατος ενάγων την 11.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτόν Μ.Α.Κ. σε 40.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 40.000 ευρώ, ο δέκατος τρίτος ενάγων την 11.5.2011 αγόρασε Μ.Α.Ε.Κ. αξίας 15.000 δολαρίων ΗΠΑ (10.353,39 ευρώ βάσει της ισχύουσας τότε ισοτιμίας), κατέχοντας ως έχει αναφερθεί ανωτέρω και 3 0.000 Μ.Α.Κ. αξίας 3 0.000 ευρώ, ο δέκατος τέταρτος ενάγων, που ήδη έχει αποβιώσει και συνεχίζουν κατά τα ανωτέρω τη δίκη οι κληρονόμοι του, το Μάιο του 2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτόν 25.000 Μ.Α.Κ. σε 25.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 25.000 ευρώ, η δέκατη πέμπτη ενάγουσα το Μάιο του 2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτήν 25.000 Μ.Α.Κ. σε 25.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 25.000 ευρώ, ο δέκατος έκτος ενάγων την 5.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτόν 105.665 Μ.Α.Κ. σε 105.665 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 105.665 ευρώ, ο δέκατος έβδομος ενάγων και η δέκατη ένατη ενάγουσα αντάλλαξαν από κοινού τα 90.000 Μ.Χ. που είχαν κατά τα ανωτέρω αποκτήσει με 90.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 90.000 ευρώ, ο δέκατος έβδομος των εναγόντων και ο δέκατος όγδοος των εναγόντων αντάλλαξαν από κοινού τα 151.876 Μ.Χ. που είχαν κατά τα ανωτέρω αποκτήσει με 151.876 Μ.Α.Ε.Κ. αξίας 151.876 ευρώ, ο εικοστός ενάγων την 11.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτόν 65.000 Μ.Α.Κ. σε 65.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 65.000 ευρώ, ο εικοστός πρώτος ενάγων και η εικοστή δεύτερη ενάγουσα την 13.5.2011 μετέτρεψαν από κοινού τα ήδη ανήκοντα σε αυτούς 100.000 Μ.Α.Κ. σε 100.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 100.000 ευρώ, ο εικοστός τρίτος ενάγων την 11.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτόν 400.000 Μ.Α.Κ. σε 400.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 400.000 ευρώ, ο εικοστός τέταρτος ενάγων την 11.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτόν 34.000 Μ.Α.Κ. σε 34.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 34.000 ευρώ, ο εικοστός πέμπτος ενάγων την 6.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτόν 10.000 Μ.Α.Κ. σε 10.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 10.000 ευρώ, επιπροσθέτως δε αγόρασε ακόμη 10.000 Μ.Α.Ε.Κ. καταβάλλοντας το ποσό των 10.000 ευρώ, δηλαδή συνολικά έγινε κάτοχος 20.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 20.000 ευρώ, ο εικοστός έκτος ενάγων την 5.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτόν 192.620 Μ.Α.Κ. σε 192.620 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 192.620 ευρώ, από τα οποία μετέφερε στην κοινή επενδυτική του μερίδα με τους 27η, 28° και 29° των εναγόντων Μ.Α.Ε.Κ. αξίας 95.000 ευρώ (επομένως του απέμειναν Μ.Α.Ε.Κ. αξίας 97.620 ευρώ), οι εικοστός έκτος, εικοστή έβδομη, εικοστός όγδοος και εικοστός ένατος των εναγόντων την 5.5.2011 μετέτρεψαν τα ήδη από κοινού ανήκοντα σε αυτούς 20.000 Μ.Α.Κ. σε 20.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 20.000 ευρώ, ενώ στην κοινή επενδυτική μερίδα μεταφέρθηκαν Μ.Α.Ε.Κ. 95.000 ευρώ από τον εικοστό έκτο ενάγοντα, ως ήδη αναφέρθηκε, δηλαδή κατείχαν Μ.Α.Ε.Κ. αξίας 115.000 ευρώ, ο τριακοστός ενάγων, που ήδη έχει αποβιώσει και συνεχίζουν τη δίκη οι κληρονόμοι του κατά τα ανωτέρω, την 17.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτόν 50.000 Μ.Α.Κ. σε 50.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 50.000 ευρώ, επιπροσθέτως δε αγόρασε Μ.Α.Ε.Κ. αξίας 150.000 δολαρίων ΗΠΑ (103.533,96 ευρώ βάσει της ισχύουσας τότε ισοτιμίας) και συνεπώς διέθετε 153.533,96 Μ.Α.Ε.Κ. αξίας 153.533,96 ευρώ, η τριακοστή πρώτη ενάγουσα την 17.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτήν 30.000 Μ.Α.Κ. σε 30.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 30.000 ευρώ, επιπροσθέτως δε αγόρασε Μ.Α.Ε.Κ. αξίας 50.000 δολαρίων ΗΠΑ (34.511,32 ευρώ βάσει της ισχύουσας τότε ισοτιμίας), και συνεπώς διέθετε 64.511,32 Μ.Α.Ε.Κ. αξίας 64.511,32 ευρώ, η τριακοστή δεύτερη ενάγουσα την 3.6.2011 αγόρασε Μ.Α.Ε.Κ. αξίας 25.000 δολαρίων ΗΠΑ (17.255,66 ευρώ με βάση την τότε ισχύουσα ισοτιμία των νομισμάτων), ο τριακοστός τρίτος ενάγων την 3.6.2011 αγόρασε Μ.Α.Ε.Κ. αξίας 25.000 δολαρίων ΗΠΑ (17.255,66 ευρώ με βάση την ισχύουσα τότε ισοτιμία μεταξύ των νομισμάτων), ο τριακοστός τέταρτος ενάγων την 13.5.2011 μετέτρεψε τα ήδη ανήκοντα σε αυτόν 40.000 Μ.Α.Κ. σε 40.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας 40.000 ευρώ.
Κοινό χαρακτηριστικό των παραπάνω τριών (3) επενδυτικών προϊόντων (ΜΧ 2013/2018, ΜΑΚ και ΜΑΕΚ) ήταν ότι πρόκειται για χρηματιστηριακά προϊόντα, τα οποία ήταν διαπραγματεύσιμα στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Αποτελούσαν δε πολύπλοκα χρηματοοικονομικά μέσα λόγω των χαρακτηριστικών της μετατρεψιμότητάς τους σε μετοχές ή / και της αόριστης διάρκειάς τους (ΜΑΚ και ΜΑΕΚ), που εμπεριέχουν κινδύνους, οι οποίοι ενδεχομένως να μην ήταν πλήρως κατανοητοί από ιδιώτες επενδυτές, οι οποίοι αποτέλεσαν το επενδυτικό κοινό στο οποίο κατά το μεγαλύτερο μέρος διατέθηκε κάθε έκδοση. Ειδικότερα, ο επενδυτής, που θα τα επέλεγε ως τοποθέτηση του κεφαλαίου, αναλάμβανε τον πιστωτικό κίνδυνο, ήτοι τον κίνδυνο η εκδότρια εκκαλούσα να μην ήταν σε θέση να εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις της λόγω επιδείνωσης της οικονομικής της κατάστασης εξαιτίας επενδυτικών της επιλογών και, συνεπακόλουθη, μείωση της φερεγγυότητάς της, οποιαδήποτε δε αλλαγή στην πιστοληπτική ικανότητα της εκδότριας και αδυναμία της να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις θα αποτιμώνταν και στη δευτερογενή αγορά, στην οποία μετά την κτήση τους θα διαπραγματεύονταν τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα, και θα αντικατοπτρίζονταν στην τιμή διαπραγμάτευσής τους. Επίσης, εξέθετε το κεφάλαιό του στους κίνδυνους αγοράς και ρευστότητας, ήτοι α. σε επιτοκιακό κίνδυνο κατά τις περιόδους που το επιτόκιο θα ήταν κυμαινόμενο, καθοριζόμενο από το Euribor, και β. στον κίνδυνο να έχει πέσει η χρηματιστηριακή αξία του επενδυτικού προϊόντος εφόσον αποφάσιζε να ρευστοποιήσει το προϊόν στο Χρηματιστήριο Αξιών, ή η τιμή κτήσης της μετοχής να είναι χαμηλότερη της τιμής μετατροπής, εφόσον αποφάσιζε να το μετατρέψει σε μετοχές και, στη συνέχεια, να το πουλήσει. Σκοπός των εκδόσεων ΜΧ 2013/2018 και ΜΑΚ ήταν η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της εκκαλούσας εντός του αβέβαιου χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος, που είχε αναδείξει η παγκόσμια οικονομική κρίση 2007-2008, καθώς, εάν και το έτος 2008 έκλεισε με κερδοφορία, η εκκαλούσα σημείωσε απώλειες 163 εκατομμυρίων ευρώ. Οι απώλειες αυτές, ναι μεν δεν επηρέασαν τις αποδόσεις κερδών-απωλειών, διότι απορροφήθηκαν από τα ρευστά διαθέσιμά της, πλην όμως αποτέλεσαν προφανώς γεγονός, που έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου στη Διοίκηση της εκκαλούσας. Σκοπός της έκδοσης των ΜΑΕΚ ήταν η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της εκκαλούσας, αλλά και η απορρόφηση των ζημιών, που υφίστατο ενδεχόμενο να προκαλέσει στη διαθέσιμη ρευστότητα και στην πιστοληπτική ικανότητά της η υψηλή συγκέντρωση ομολόγων του ελληνικού δημοσίου (ΟΕΔ) στο χαρτοφυλάκιό της (ΜΑΕΚ) ενόψει και των αυξημένων απαιτήσεων για εποπτικά κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΤΑ) και του Συμφώνου της Βασιλείας III.
Τα επίδικα επενδυτικά προϊόντα πρέπει να μην αντιμετωπιστούν μεμονωμένα στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, διότι μετά την έκδοση των ΜΧ 2013/2018 οι μετέπειτα εκδόσεις ήταν κάθε μία εξέλιξη και συνέχεια της προηγούμενης, προσαρμοσμένη στις εκάστοτε ανάγκες της εκκαλούσας, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι επισημαίνονταν στους υπαλλήλους των υποκαταστημάτων ότι πρέπει να επιτευχθεί η ανταλλαγή του ενός προϊόντος με το άλλο (τα ΜΧ 2013/2018 να ανταλλαγούν με ΜΑΚ και τα τελευταία με ΜΑΕΚ), προς το σκοπό δε αυτό τα ΜΑΚ σχεδιάστηκαν ως ελκυστικότερα από τα ΜΧ 2013/2018 (υψηλότερο επιτόκιο σταθερό για πέντε έτη όταν το επιτόκιο των ΜΧ 2013/2018, είχε διαμορφωθεί κάτω από 5,5% και χαμηλότερη τιμή μετατροπής, ήτοι 5,50 ευρώ ανά μετοχή αντί 10,50 ευρώ) και τα ΜΑΕΚ ως ελκυστικότερα των ΜΑΚ (υψηλότερο επιτόκιο κατά 1% και χαμηλότερη τιμή μετατροπής, ήτοι 3,30 ευρώ ανά μετοχή αντί 5,50 ευρώ). Κάθε έκδοση, άλλωστε, ανάλογα με το σκοπό, που εξυπηρετούσε έφερε έναν επιπλέον όρο προς το συμφέρον της εκκαλούσας (τα ΜΑΚ τον όρο περί αναστολής πληρωμής τόκων και τα ΜΑΕΚ και τον όρο περί υποχρεωτικής μετατροπής τους σε συνήθεις μετοχές της εκκαλούσας, καθώς τα ΜΧ 2013/2018 και τα ΜΑΚ δεν μπορούσαν να επαυξήσουν το δείκτη Core Tier I που καθορίζει την κεφαλαιακή επάρκεια, λόγω της μη δυνατότητας αυτοδίκαιης μετατροπής τους σε μετοχές της εκκαλούσας). Η μεγάλη, εξάλλου, σημασία, που είχε για την εκκαλούσα η επιτυχία και των τριών (3) εκδόσεων, αποδεικνύεται από εσωτερικά έγγραφα αυτής στα οποία γίνεται λόγος για εξαιρετική σπουδαιότητα της κάλυψης (βλ. τα εσωτερικά σημειώματα με ημερομηνίες 30/6/2008, 10/7/2008, από 23/7/2008, από 18/5/2009 και το από 4/2011 φυλλάδιο για την έκδοση των ΜΑΕΚ). Όπως και από το γεγονός ότι όσον αφορά τα ΜΧ 2013/2018, τα οποία εκδόθηκαν σε χρόνο, που ίσχυε μοντέλο αξιολόγησης για τα υποκαταστήματα της εκκαλούσας, ορίσθηκε ότι κάθε υποκατάστημα, που θα επιτύγχανε το 100% του στόχου διάθεσης, θα πριμοδοτείται με 40 επιπλέον μονάδες, ενώ από κάθε υποκατάστημα, που δεν θα έφθανε το 70% του στόχου, θα αφαιρούνταν 70 μονάδες (βλ. τα από 10/7/2008 και 22/7/2008 εσωτερικά σημειώματα). Προς το σκοπό επιτυχίας των εκδόσεων η εκκαλούσα επέλεξε για τη διάθεσή τους στην πρωτογενή αγορά ένα μικτό σύστημα, παρά τους αβάσιμους ισχυρισμούς της για διάθεσή τους αποκλειστικώς και μόνο μέσω δημόσιας προσφοράς στο ευρύ επενδυτικό κοινό. Πιο συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι πέρα από τη δημόσια προσφορά η εκκαλούσα σχεδίασε μία εκστρατεία προώθησης ιδιωτικής τοποθέτησης των επίδικων επενδυτικών προϊόντων, η οποία ήταν επικεντρωμένη σε μία κατηγορία πελατών της με εξατομικευμένο προφίλ, τους καταθέτες, μεσαίου και υψηλού οικονομικού επιπέδου, με μακροπρόθεσμο ορίζοντα αποταμίευσης. Οι τελευταίοι επελέγησαν, διότι εκτιμήθηκε ότι λόγω των επενδύσεών τους σε προθεσμιακές καταθέσεις θα είχαν τη διάθεση να δεσμεύσουν τα χρήματά τους για σειρά ετών εξασφαλίζοντας υψηλές αποδόσεις. Η επιλογή τους δε, έγινε με χρήση της βάσης πελατών («πελατολόγιο»), από την οποία προέκυπτε το προφίλ κάθε πελάτη της εκκαλούσας. Συνετάγησαν δε λίστες πελατών, εν δυνάμει επενδυτών, ανά υποκαταστήματα της εκκαλούσας και εστάλησαν στο οικείο υποκατάστημα προς αξιοποίηση.
Εξάλλου, η συνεχής επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών της Ελληνικής Δημοκρατίας ιδίως μετά το έτος 2009 και η συνεπεία αυτής υποβάθμιση των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (εφεξής Ο.Ε.Δ.) και εντεύθεν της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας επηρέασε δυσμενώς τη θέση της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας, η οποία, παρά το γεγονός ότι τελούσε σε γνώση της ραγδαίας επιδείνωσης των στοιχείων της ελληνικής οικονομίας, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2009 και μηνός Απριλίου του έτους 2010 αύξησε την έκθεσή της σε Ο.Ε.Δ. μέχρι του ποσού των δύο δισεκατομμυρίων τετρακοσίων εκατομμυρίων ευρώ (2.400.000.000 €), ενώ τα ίδια κεφάλαια αυτής ανέρχονταν σε δύο δισεκατομμύρια πεντακόσια εκατομμύρια ευρώ (2.500.000.000 €), με συνέπεια η συγκέντρωση πραγματικού κινδύνου για την εναγομένη να ανέρχεται σε ποσοστό 80%, περαιτέρω δε, δεν έλαβε μέτρα περιορισμού του κινδύνου αυτού υπερέκθεσής της στα Ο.Ε.Δ. Έτσι, η ζημία στα ίδια κεφάλαια αυτής από τη συγκεκριμένη αιτία (απομείωση αξίας Ο.Ε.Δ.) ανήλθε κατά το τέλος του έτους 2010 στο ποσόν των 529.513.000 ευρώ. Ωστόσο, η εναγομένη απέφυγε να αποτυπώσει λογιστικώς τις ζημίες της από την απομείωση της αξίας των Ο.Ε.Δ. στις ετήσιες οικονομικές της καταστάσεις (καθ’ όσον τούτο θα είχε ευθεία επίπτωση στην κεφαλαιακή της επάρκεια και στον Δείκτη Tier Core I), αποκρύπτοντας σκόπιμα την πραγματική οικονομική της κατάσταση, αλλά αντιθέτως επιχείρησε την προώθηση προς το επενδυτικό κοινό μέσω του δικτύου υποκαταστημάτων της στην Ελλάδα και την Κύπρο των σύνθετων αυτών επενδυτικών προϊόντων (Μ.Α.Ε.Κ.), τα οποία έφεραν τα ανωτέρω περιγραφόμενα χαρακτηριστικά, με προφανή σκοπό την απορρόφηση του μείζονος μέρους των απωλειών αυτών, εν αγνοία και με παραπλάνηση των υποψηφίων επενδυτών ως προς την πραγματική οικονομική της κατάσταση και το βαθμό ασφαλείας της επενδύσεώς τους. Ειδικότερα, γνωρίζοντας η εναγομένη τη σπουδαιότητα της επιτυχούς κάλυψης της έκδοσης των Μ.Α.Ε.Κ. στο σύνολό τους, εκμεταλλεύτηκε την προνομιακή πληροφόρηση που είχε σε σχέση με τους ενάγοντες επενδυτές, την ισχυρή οργανωτική και λειτουργική της υποδομή και τη δυνατότητα διείσδυσης στην περιουσιακή τους σφαίρα, αφού γνώριζε ότι αυτοί ήδη ήταν πελάτες της και κάτοχοι του παλαιότερου προϊόντος Μ.Α.Κ. και με δολίως ελλιπή και παραπλανητική ενημέρωση και σύσταση, τους έπεισε μέσω των αρμοδίων υπαλλήλων της των υποκαταστημάτων με τα οποία συνεργάζονταν οι ενάγοντες, να τοποθετήσουν τις αποταμιεύσεις τους στα Μ.Α.Ε.Κ., χωρίς να προβεί ως όφειλε στον αναγκαίο έλεγχο καταλληλότητας αυτών με τα συγκεκριμένα προϊόντα και χωρίς να τους ενημερώσει για τους παραπάνω λεπτομερώς αναφερόμενους κινδύνους. Συγκεκριμένα, η διοίκηση της εναγομένης, με στόχο την καλύτερη και αποδοτικότερη προώθηση των εν λόγω προϊόντων, συνέστησε στους αρμόδιους για την προώθηση των εν λόγω προϊόντων υπαλλήλους της να απευθυνθούν σε πελάτες των καταστημάτων, μετόχους της εναγομένης ή μη αλλά και στους προθεσμιακούς καταθέτες. Ακολούθησε η αποστολή στα κατά τόπους καταστήματα κάποιων απαραίτητων ενημερωτικών εγγράφων με συχνές ερωτήσεις και απαντήσεις σε σχέση με την έκδοση του μετατρέψιμου ομολόγου καθώς και με τα επιχειρήματα πώλησης αυτού, ενώ ταυτόχρονα προγραμματίστηκαν συναντήσεις και ενημερώσεις με τηλεδιάσκεψη μέσω της εφαρμογής Centra, που επιτρέπει τη σύγχρονη διάδραση των συμμετεχόντων με ήχο και βίντεο. Στις ενημερώσεις αυτές δινόταν έμφαση στα πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου προϊόντος για τους πελάτες, καθώς και στο προφίλ των πελατών που θα έπρεπε να προσεγγίσουν, όπως επενδυτές και καταθέτες, που θα δέχονταν να δεσμεύσουν τα χρήματά τους για κάποια χρόνια, προκειμένου να έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις, από τις συνήθεις καταθέσεις, όπως επιτόκιο 6,5%. Επιπλέον αναφέρθηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγομένης ότι αυτοί θα έπρεπε να τονίζουν στους υποψήφιους αγοραστές εκείνα τα πλεονεκτήματα του προϊόντος που θα τους οδηγούσαν στην αγορά του, όπως το γεγονός ότι αυτοί θα απολάμβαναν την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης, με υψηλό επιτόκιο και την εξάμηνη απόληψη των τόκων. Ακόμη, τους είχαν δώσει σαφείς οδηγίες να «σπάνε» τις προθεσμιακές καταθέσεις χωρίς ποινή για όσους ήθελαν να συμμετάσχουν και δεν είχε λήξει η προθεσμιακή τους κατάθεση. Στα πλαίσια της ως άνω ακολουθούμενης πολιτικής, αρχές του Μαΐου του 2011 οι προστηθέντες υπάλληλοι της Τράπεζας Κύπρου επικοινώνησαν με τους άνω ενάγοντες, με σκοπό να τους πείσουν να μετατρέψουν τα ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ και να επενδύσουν και νέα κεφάλαια σ’ αυτά. Για να το πετύχουν αυτό, τους παρουσίασαν τα νέα ομόλογα ως μία χαμηλού ρίσκου επένδυση, ως ένα ιδιαίτερα επωφελές προϊόν, ενημερώνοντάς τους ότι δεν θα τους επιβαλλόταν ποινή εξαιτίας της πρόωρης εξόφλησης της προθεσμιακής τους κατάθεσης. Έτσι πείστηκαν κατά τα ανωτέρω να διαθέσουν τα ανωτέρω κεφάλαια από μετατροπή προγενέστερων ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ είτε με πρόσθετη τοποθέτηση ευρώ ή δολαρίων ΗΠΑ.
Προς πιστοποίηση της συνάψεως της ως άνω συμβάσεως αγοράς Μ.Α.Ε.Κ. από μέρους των εναγόντων εκδόθηκαν από την εναγομένη τα αντίστοιχα αποδεικτικά συμμετοχής τους στην έκδοση των ΜΑ.Ε.Κ., στα οποία διαλαμβανόταν το επενδυθέν εκεί από τον κάθε ενάγοντα κεφάλαιο. Σε προδιατυπωμένο εκ μέρους της εναγομένης όρο της συμβάσεως αυτής, όπου όμως, δεν μνημονευόταν οποιοδήποτε ακριβές χαρακτηριστικό της φύσης των Μ.Α.Ε.Κ., ώστε να δύνανται οι ενάγοντες να την αντιληφθούν, αναφερόταν, εντούτοις ότι αυτοί βεβαίωναν πως διαθέτουν τη γνώση και τις ικανότητες να προβούν στην αξιολόγηση της επενδύσεώς τους στα Μ.Α.Ε.Κ. και δήλωναν ότι αφενός αποδέχονταν τους όρους έκδοσης και τους παράγοντες κινδύνου που περιέχονται στο από 05-04-2011 σχετικό ενημερωτικό δελτίο της εναγομένης και αφετέρου ότι δεν τους είχε παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την εναγομένη, οποιοδήποτε υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα ΜΑ.Ε.Κ και την απόφαση των εναγόντων να υποβάλουν αίτηση εγγραφής σε αυτά.
Όμως στην πραγματικότητα, ουδέποτε παραδόθηκε στους ενάγοντες το ως άνω ενημερωτικό φυλλάδιο, το οποίο, εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν το είχαν οι ενάγοντες αναγνώσει προσεκτικά, δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη λειτουργία του εν λόγω επενδυτικού προϊόντος (Μ.Α.Ε.Κ.). Τούτο δε, διότι, όπως προεκτέθηκε, τα εν λόγω ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν ήταν απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds, ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, να αποδίδουν μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε ακόμη και τον πιο έμπειρο επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους, στον οποίο, σαφώς και δεν περιλαμβάνονταν οι ενάγοντες, οι οποίοι δεν είχαν χαρακτηρισθεί, ως επαγγελματίες επενδυτές και δεν αντιλήφθηκαν σε όλη της την έκταση, τη νέα επένδυση, εμπιστευθέντες τις συμβουλές των υπαλλήλων της εναγομένης. Η τελευταία ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες είχαν επαρκή επενδυτική εμπειρία, ικανή για να κατανοήσουν πλήρως τους κινδύνους της επίδικης επένδυσης, στηρίζει δε τον ισχυρισμό της αυτόν στο γεγονός ότι ήδη πριν την έναρξη της συνεργασίας τους με αυτήν το 2008, πολλοί διέθεταν επενδυτική μερίδα στο ΧΑΑ συνεργαζόμενοι με άλλες χρηματιστηριακές εταιρείες, ότι πολλοί εξ αυτών είχαν επενδύσει στο παρελθόν σε Ο.Ε.Δ, καθώς και σε μετοχές της ιδίας της εναγομένης και άλλων εισηγμένων στο ΧΑΑ εταιρειών ή σε εταιρικά ομόλογα. Από τις ανωτέρω επενδυτικές κινήσεις ωστόσο, δεν αποδεικνύεται ούτε συστηματική ενασχόληση των εναγόντων με πολύπλοκες χρηματιστηριακές συναλλαγές, ούτε ειδική γνώση και εκπαίδευση στην επιλογή επενδυτικών προϊόντων, ούτε επιδίωξη εκ μέρους τους τοποθέτησης κεφαλαίων σε υψηλού ρίσκου επενδύσεις με σκοπό αποκόμισης υψηλού κέρδους ούτε ότι υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου επενδυτή ούτε ότι ήταν κατάλληλοι για το εν λόγω προϊόν – για τη διαπίστωση της καταλληλότητάς τους άλλωστε όπως ήδη αναφέρθηκε η εναγομένη δεν διενήργησε κανένα σχετικό τεστ. Αντιθέτως, η εναγόμενη ως προμηθεύτρια επενδυτικών υπηρεσιών, εντός του κύκλου της εμπορικής της δραστηριότητας, παρά τα όσα αντίθετα ρητώς διαλαμβάνονταν στα ενημερωτικά δελτία προς αποφυγή συνεπειών, σαφώς, παρείχε μέσω των προστηθέντων της υπαλλήλων των υποκαταστημάτων της με τα οποία συνεργάζονταν οι ενάγοντες επενδυτική συμβουλή και σύσταση σ’ αυτούς, οι οποίοι διέθεταν στην προκειμένη περίπτωση και την ιδιότητα του καταναλωτή, ως τελικοί αποδέκτες της προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας της εναγομένης, που δεν υπερέβαινε το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, χωρίς να διενεργήσει τον επιβαλλόμενο έλεγχο καταλληλότητας των συγκεκριμένων επενδυτών, διαμορφώνοντας την επιλογή τους να επενδύσουν στο επενδυτικό προϊόν της.
Οι ενάγοντες, μολονότι επιζητούσαν την ασφάλεια των χρημάτων τους, δεν είχαν επαρκώς ενημερωθεί από τους προστηθέντες υπαλλήλους της εναγομένης για τους κινδύνους που σήμαινε η επένδυση των κεφαλαίων τους στα επίδικα προϊόντα Μ.Χ., Μ.Α.Κ. και Μ.Α.Ε.Κ., που παρουσιάστηκαν ως επένδυση με τα χαρακτηριστικά της προθεσμιακής κατάθεσης, ούτε εξάλλου ενημερώθηκαν για την κεφαλαιουχική ανεπάρκεια που επιζητούσε η εναγομένη να καλύψει με τα ανωτέρω προϊόντα, ιδιαιτέρως τα Μ.Α.Ε.Κ. Δεν ενημερώθηκαν ότι τα Μ.Α.Κ. και τα Μ.Α.Ε.Κ. περιείχαν τον όρο ακύρωσης πληρωμής τόκων σε περίπτωση που η τράπεζα διαπίστωνε τη μη κεφαλαιακή της επάρκεια, όπως αυτή οριζόταν από την Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδος και για το γεγονός ότι συνιστούσαν, αόριστης διάρκειας χρηματοοικονομικά προϊόντα, άμεσα συνυφασμένα με την οικονομική κατάσταση και την επιχειρηματική στρατηγική της εναγομένης και συνεπώς, τα χρήματά τους δεν ήταν διασφαλισμένα, ότι ήταν υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές και ως εκ τούτου, η εναγομένη δεν είχε καμία υποχρέωση απόδοσης των χρημάτων (προαιρετικό ήταν το δικαίωμα εξαγοράς εκ μέρους της εναγομένης στην πενταετία), ότι δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες και τους στόχους τους, ότι η εναγομένη τους είχε εκμεταλλευτεί κακόπιστα, για να τους προωθήσει πλήρως ακατάλληλα και ιδιαιτέρως ριψοκίνδυνα επενδυτικά προϊόντα, ότι η εναγομένη απολάμβανε υπέρμετρα εξουσιαστικά δικαιώματα (λόγω της μειωμένης διασφάλισης, της δυνατότητας ακύρωσης πληρωμής τόκων – της υποχρεωτικής ακύρωσης πληρωμής τόκων και υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές).
Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι με την υπ’ αριθ. 9/700/10-12-2014 απόφασή της, η Ελληνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Ελλάδος, επέβαλε πρόστιμο 10,000 ευρώ στην εναγομένη «διότι κατά την προώθηση Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ) παρείχε επενδυτικές συμβουλές, χωρίς να έχει προβεί σε έλεγχο καταλληλότητος επενδυτών και χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις, κατά παράβαση του Ν. 3606/2007 και της υπ’ αριθ. 1/452/2007 Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς».
Επίσης, με την από 28-04-2014 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου επιβλήθηκε πρόστιμο στην εναγομένη για τις ελλιπείς πληροφορίες στο Ενημερωτικό Δελτίο των Μ.Α.Ε.Κ. της 05.04.2011. Επίσης, ο Συνήγορος του Καταναλωτή προέβη στην υπ’ αριθ. ./25.02.2013 έγγραφη σύστασή του, αφού διαπίστωσε την παροχή επενδυτικών συμβουλών της Τράπεζας προς τους επενδυτές πελάτες της χωρίς να λαμβάνει υπόψη της το επενδυτικό τους προφίλ και χωρίς να προσφέρει αντικειμενική και πλήρη ενημέρωση και χωρίς τις προαπαιτούμενες οδηγίες του Ν. 3 606/2007, αναφορικά με τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων.
Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι εν προκειμένω η ίδια είχε μόνο την ιδιότητα της εκδότριας του προϊόντος, η δε υποχρέωσή της ενημέρωσης του επενδυτικού κοινού εξαντλήθηκε στην προβλεπόμενη από το Ν. 3401/2005 σε συνδυασμό με τον Κανονισμό της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 809/2004 (L 149,30.4.2004), υποχρεωτική έκδοση ενημερωτικού δελτίου, που περιέγραφε λεπτομερώς το προϊόν, τις ιδιότητες και τους κινδύνους που θα μπορούσαν να προκόψουν από τη διάθεσή του στους επενδυτές, καθώς και πληροφορίες για τον εκδότη και την οικονομική του κατάσταση. Ωστόσο, όπως αναφέρεται παραπάνω, η ίδια δεν ενημέρωσε για την υπερέκθεσή της στα Ο.Ε.Δ., την έντονη κεφαλαιακή της ανεπάρκεια και την ασφυκτική ανάγκη της να καλύψει την τελευταία. Πέραν τούτων, η ιδιότητα της εκδότριας του προϊόντος δεν αναιρεί την ευθύνη της σύμφωνα με το Ν. 3606/2007, αφού, όπως αποδείχθηκε, η εναγομένη προέβαινε και στην παροχή επενδυτικών συμβουλών. Επενδυτική συμβουλή, σύμφωνα με τον αναλυτικό ορισμό, που εμπεριέχεται στην υπ’ αριθ. 1/452/01.11.2007 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι «μια προσωπική σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητά του ως υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, η οποία: α) παρουσιάζεται κατάλληλη για το σχετικό πρόσωπο ή να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση του προσώπου αυτού και β) αποτελεί σύσταση για βα) την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, ββ) άσκηση ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος, που παρέχει δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, έγγραφη ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου».
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι κίνδυνοι που συνδέονταν με τα παραπάνω χρηματοοικονομικά προϊόντα της εκκαλούσας τράπεζας πραγματώθηκαν. Ειδικότερα, η εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία στιςΐ5.6.2012 αποφάσισε, αναφορικά με τα Μ.Α.Ε.Κ., την ενεργοποίηση του όρου περί υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκου για την περίοδο από 31.12.2011 έως 29.6.2012, ενημερώνοντας τους επενδυτές δια των αρμοδίων υπαλλήλων της ότι δε θα καταβάλλονταν οι τόκοι του τελευταίου εξαμήνου, μετά από εντολή που δόθηκε από τα κεντρικά της γραφεία. Επίσης, η εφεσίβλητη τράπεζα προέβη σε υποχρεωτική ακύρωση πληρωμής τόκου την 18,12.2012 και για την περίοδο από 30.6.2012 έως 30.12.2012. Την 30.6.2012 η εφεσίβλητη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία παρουσίασε έλλειμμα 730 εκατομμυρίων ευρώ, οφειλόμενο κυρίως στο ελληνικό πρόγραμμα ΡSΙ για τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (Ο.Ε.Δ.) και συμφώνησε με τους πιστωτές της τη χρηματοδότηση αυτής, ενώ την 15.3.2012 είχε ήδη αντλήσει από το Ευρωσύστημα (Ε.L.Α.) το ποσό του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ (1.000.000.000 €). Ωστόσο, την 15.3.2013 το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup) αποφάσισε τη μη χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποίησης των δύο μεγάλων κυπριακών τραπεζών, ήτοι της εκκαλούσας τραπεζικής εταιρίας και της Λαϊκής Τράπεζας. Εν συνεχεία δυνάμει του υπ’ αριθ. 103/29.3.2013 Διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου η εκκαλούσα τράπεζα τέθηκε υπό καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως δυνάμει του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου (17) 2013» και προβλέφθηκε η διάσωσή της με ίδια μέσα. Εν τέλει, με τα υπ’ αριθ. 103/29.3.2013 και 278/30.7.2013 Διατάγματα του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, υπό την ιδιότητά της ως Αρχής Εξυγιάνσεως κατά τους ορισμούς των άρθρων 5(1), 5(7), 5(12)(α), 7 (1) και 12 του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων» Νόμου του 2013, τα Μ.Α.Ε.Κ. μετατράπηκαν σε Μετοχές Δ’ Τάξεως με τιμή μετατροπής ένα ευρώ (1 €), δηλαδή στην ονομαστική τους αξία, και με ονομαστική αξία εκάστης μετοχής στο ένα ευρώ (1 €) για κάθε ευρώ των ως άνω χρεών της Τράπεζας. Εν συνεχεία, επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των Μετοχών Δ’ Τάξεως από 1 € σε 0,01 € για κάθε μετοχή, με σκοπό τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας. Κάθε εκατό (100) μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 € για κάθε μετοχή, που ήταν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο, ενώθηκαν σε μια (νέα) συνήθη μετοχή, αξίας ενός ευρώ (1 €) εκάστη. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (αριθμός μετοχών κάτω των 100) ακυρώθηκαν και το ποσό της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, εφεξής δε όλες οι μετοχές αποτελούσαν ενιαία τάξη, παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απολήψεως μερίσματος στους μετόχους. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η εναγομένη δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, παραβίασε τις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το περιεχόμενό τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ και συγκεκριμένα δολίως δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση α) της ενημέρωσης και διαφώτισης των εναγόντων για τη φύση των άνω προϊόντων, των κινδύνων που αυτά εγκυμονούσαν για τα κεφάλαιά τους και της κεφαλαιακής της ανεπάρκειας και β) παροχής κατάλληλης συμβουλής, παραβιάζοντας τις διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 3607/2007, η δε συμπεριφορά της αυτή συνιστά το πραγματικό του Κανόνα Δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ. Ειδικότερα η εναγομένη υπέχει αδικοπρακτική ευθύνη έναντι των εναγόντων για το λόγο ότι με την ως άνω περιγραφείσα συμπεριφορά των προαναφερομένων υπαλλήλων της των υποκαταστημάτων με τα οποία συναλλάχθηκαν οι ενάγοντες, προκάλεσε με δόλο σ’ αυτούς, οι οποίοι ετύγχαναν συντηρητικοί πελάτες αυτής και πάντως όχι επαγγελματίες, την απόφαση επένδυσης στα κρίσιμα Μ.Χ., Μ.Α.Κ. και Μ.Α.Ε.Κ., παριστάνοντας, ότι τα εν λόγω προϊόντα αποτελούσαν δήθεν ασφαλή τοποθέτηση όμοια με προθεσμιακή κατάθεση, με υψηλό επιτόκιο, περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και δήθεν εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, αποσιωπώντας τους δολίως τους ενσωματωμένους κινδύνους αυτών, την υπερέκθεσή της στα Ο.Ε.Δ. και την επιτακτική ανάγκη κάλυψης της κεφαλαιακής της ανεπάρκειας, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό στους ενάγοντες κατά τα παραπάνω μείωση της περιουσίας τους, στην προσπάθειά της να εξισορροπήσει την κλονισμένη κεφαλαιακή της επάρκεια, μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τη διάθεση των εν λόγω ομολόγων. Αν οι ενάγοντες είχαν ενημερωθεί για τη φύση και τους κινδύνους απώλειας του κεφαλαίου τους καθώς και για την κεφαλαιακή ανεπάρκεια της εναγομένης, για την κάλυψη της οποίας ενδιαφερόταν να αντλήσει τα κεφάλαια ιδίως της επένδυσης στα Μ.Α.Ε.Κ., οι ενάγοντες δεν θα είχαν επιλέξει να προχωρήσουν σ’ αυτή τη ζημιογόνα επένδυση και θα διατηρούσαν τα κεφάλαιά τους.
Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η ζημία των εναγόντων οφείλεται στην υποχρεωτική διάσωσή της με ίδια μέσα, με τις αποφάσεις της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και του Eurogroup, κατά τα άνω εκτιθέμενα, γεγονός που συνιστά ανωτέρα βία η οποία αίρει την ευθύνη της. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος. Η παράλειψη κατά τα ανωτέρω ορθής ενημέρωσης των εναγόντων για τους κινδύνους των προϊόντων και την ανεπάρκεια των κεφαλαίων της εναγομένης μπορεί αντικειμενικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, του ζημιογόνου αποτελέσματος της μετοχοποίησης των επενδυθέντων κεφαλαίων των εναγόντων. Η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης ειδικότερα συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα ζημία της περιουσίας των εναγόντων, η οποία προκλήθηκε εξαιτίας του ότι η επένδυση στα πολύπλοκα ένδικα χρηματοοικονομικά προϊόντα και ιδίως στο τελευταίο ΜΑΕΚ, επιχειρήθηκε χωρίς να προηγηθεί η παροχή αναγκαίας ενημέρωσης, ούτε για τη φύση και τους κινδύνους των προϊόντων ούτε για την κεφαλαιακή ανεπάρκεια της εναγομένης, ώστε οι ενάγοντες να κατανοήσουν τη φύση και τους κινδύνους της επένδυσής τους και να αποφασίσουν εάν θα την πραγματοποιήσουν ή όχι. Από την υπαίτια παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία δεν τήρησε τις υποχρεώσεις σαφούς πληροφόρησης και πλήρους διαφώτισης, που επιβάλλονται από την καλή πίστη, την γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές, καθώς και τις προστατευτικές των συμφερόντων του επενδυτή και του καταναλωτή διατάξεις, οι ενάγοντες υπέστησαν αιτιωδώς συνδεόμενη ζημία, συνιστάμενη στην απώλεια του επενδυμένου κεφαλαίου τους. Η δε αιτιώδης αυτή σύνδεση δεν διακόπηκε με τη μεσολάβηση της ψήφισης του ειδικού νόμου στις 22.3.2013 και τα κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για τη θέση της εκκαλούσας σε εξυγίανση, δυνάμει των οποίων τα ως άνω ΜΑΕΚ μετατράπηκαν υποχρεωτικά σε μετοχές-Δ’ τάξεως και στη συνέχεια, σε συνήθεις μετοχές της Τράπεζας, με ονομαστική αξία εκάστης 0,01 ευρώ, καθόσον, χωρίς την ελλιπή πληροφόρηση και εσφαλμένη συμβουλή, δηλαδή υπό συνθήκες σωστής πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επένδυσης, οι ενάγοντες δεν θα είχαν επιλέξει να προχωρήσουν σ’ αυτή τη ζημιογόνα επένδυση και θα απείχαν από τη συγκεκριμένη τοποθέτηση των χρημάτων τους, διατηρώντας αυτά στην περιουσία τους, και έτσι η αγορά των ένδικων ομολόγων αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα της παράβασης, η οποία εμφιλοχώρησε κατά το στάδιο πριν από την αγορά τους. Διότι είναι η κεφαλαιακή ανεπάρκεια της εναγομένης που προκάλεσε την άνω κρατική παρέμβαση και όχι η κρατική παρέμβαση που προκάλεσε, δήθεν ως γεγονός ανωτέρας βίας, την ανεπάρκεια.
Απορριπτέος επίσης τυγχάνει ο ισχυρισμός της εναγομένης εκ των άρθρων 300 και 330 ΑΚ ότι οι ενάγοντες συνετέλεσαν οι ίδιοι στην επέλευση και την έκταση της ζημίας τους, δεδομένου ότι είχαν διαβάσει και ενημερωθεί άλλως όφειλαν να είχαν διαβάσει και ενημερωθεί αφενός μεν από τις από 12.7.2008 (για τα ΜΧ), 18.5.2009 (για τα ΜΑΚ), 20.4.2011 (για τα ΜΑΕΚ), ενημερωτικές επιστολές που έστειλε η εναγομένη, αφετέρου δε από τις έγγραφες ενημερώσεις των χαρτοφυλακίων τους (statements) που τους έστελνε η εναγομένη ήδη από 31.12.2008, για τη φύση και τους κινδύνους που παρουσίαζε η επένδυση στα επίδικα προϊόντα καθώς και για το ότι δεν επρόκειτο για προθεσμιακές καταθέσεις και δεν έπραξαν κάτι, μολονότι έβλεπαν ότι το κεφάλαιό τους συνεχώς απομειωνόταν στο χρηματιστήριο. Κατ’ αρχάς καμία από αυτές τις ενημερώσεις και ιδίως αυτές που σχετίζονται με τα Μ.Α.Ε.Κ. δεν ενημέρωνε για την κεφαλαιακή ανεπάρκεια της εναγομένης. Τα ενημερωτικά δελτία περιείχαν πυκνογραμμένες σελίδες με τεχνικούς οικονομικούς όρους μη κατανοητούς σε μη συστηματικούς επενδυτές, όπως οι ενάγοντες, οι οποίοι ήταν μέσοι συντηρητικοί αποταμιευτές – επενδυτές χωρίς ειδικές νομικές και χρηματοοικονομικές γνώσεις, για τους οποίους πρωτεύουσα σημασία είχε η προσωπική επαφή με τους προστηθέντες υπαλλήλους των υποκαταστημάτων της τράπεζας και η σχέση εμπιστοσύνης που είχαν με αυτούς. Οι ενάγοντες, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν ενδιαφέρονταν ουσιαστικά για τη χρηματιστηριακή εκποίηση των ομολόγων αλλά για τη λήψη των συμβατικών τόκων και εν τέλει του κεφαλαίου τους, κατά την ημερομηνία ανάκλησης του προϊόντος από την τράπεζα, οι δε υπάλληλοι της τράπεζας, στους οποίους προσέβλεπαν οι ενάγοντες για την ορθή ενημέρωσή τους, εξέθεταν αναλυτικά τα πλεονεκτήματα της επένδυσης, καθώς και ότι τα επίδικα προϊόντα είχαν δήθεν την ασφάλεια μιας προθεσμιακής κατάθεσης, ασφάλεια που προσέφερε η δήθεν φερεγγυότητα της εκδότριας, χωρίς αναφορά στους κινδύνους και τους ειδικότερους όρους αυτής. Οι ίδιοι, ενόψει της ελλιπούς ενημέρωσης και της συμπεριφοράς των υπαλλήλων της εναγομένης, δεν μπορούσαν τα έτη 2008 μέχρι και 2011 να αντιληφθούν τον κίνδυνο της επένδυσής τους. Τον δε Ιούλιο του 2012, όταν ενημερώθηκαν ότι η τράπεζα δεν θα τους καταβάλει τους τόκους της τρέχουσας περιόδου και ως εκ τούτου συνειδητοποίησαν το πρώτον ότι η επένδυσή τους δεν είναι ασφαλής, είχε ήδη εκδοθεί η ετήσια έκθεση περί εταιρικής διακυβέρνησης έτους 2011 της τράπεζας με την οποία είχε γίνει γνωστή η σημαντική της ζημία λόγω της απομείωσης των ΟΕΔ και ότι την 31.12.2011 δεν πληρούνταν οι ελάχιστοι δείκτες κεφαλαιακής της επάρκειας, με αποτέλεσμα η διάθεση του προϊόντος χρηματιστηριακώς να ήταν κατά το χρόνο αυτό πρακτικώς μηδαμινή (βλ. την από 6.2.2017 γνωμοδότηση Επίκουρου Καθηγητή Νομικής Ζ. Τσολακίδη). Ουδέποτε εξάλλου αποδείχθηκε ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι των υποκαταστημάτων της εναγομένης υπέδειξαν σ’ αυτούς τη ρευστοποίηση χρηματιστηριακώς των τίτλων τους, η οποία ήταν αντίθετη, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, με την επιδίωξή τους να εισπράξουν την αξία του προϊόντος ασχέτως με την χρηματιστηριακή του αξία κατά την εξαγορά του από την τράπεζα, επιδίωξη που ήταν απολύτως συμβατή με την παρουσίαση του προϊόντος από την ίδια την εναγομένη ως ενός προϊόντος με δήθεν ασφάλεια προθεσμιακής κατάθεσης, υπό την «εγγύηση» της δήθεν φερεγγυότητάς της. Συνοψίζοντας, για να γίνει δεκτή οποιαδήποτε συνυπαιτιότητά τους στην επέλευση ή την έκταση της ζημίας τους, θα έπρεπε οι ίδιοι, όντες συντηρητικοί επενδυτές, να είχαν επαρκώς ενημερωθεί από την εναγομένη και τους προστηθέντες της για τη φύση των ομολόγων αέναης διάρκειας, τους κινδύνους να μη λάβουν τους συμφωνηθέντες τόκους και κυρίως να απωλέσουν το ίδιο το κεφάλαιό τους, καθώς και την κακή οικονομική κατάσταση της εναγομένης λόγω της υπερέκθεσής της στα Ο.Ε.Δ. και την ασφυκτική πίεση ενίσχυσης της κεφαλαιακής της επάρκειας που εξυπηρετούσε η έκδοση των προϊόντων ιδίως των Μ.Α.Ε.Κ. Τέτοια όμως ενημέρωση, όπως έχει αναλυθεί ανωτέρω, ουδέποτε έλαβε χώρα.
Επίσης, η εναγομένη ισχυρίστηκε ότι στα πλαίσια του συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους που επιβάλλεται από τα άρθρα 297, 298 ΑΚ, από το ποσό της αποζημίωσης που δικαιούνται οι ενάγοντες, πρέπει ν’ αφαιρεθούν τα ποσά που εισέπραξαν ως τόκους για το διάστημα από 01.01.2008 έως 31.12.2011. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, διότι ναι μεν τα άνω ποσά αποτελούν κέρδος των εναγόντων από τα επίδικα προϊόντα, πλην όμως το κέρδος αυτό, δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας στους ενάγοντες τους σύμφωνη μένους καρπούς και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων. Άλλωστε, ο προτεινόμενος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος (από το ζημιογόνο γεγονός) να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος.
Κατ’ ακολουθία, συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης των εναγόντων, για την οποία ευθύνεται η εναγομένη, εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 922 ΑΚ, οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία από την άδικη συμπεριφορά των υπαλλήλων – προστηθέντων της εναγομένης, η οποία και οδήγησε αιτιωδώς στη ζημία τους. Η ζημία αυτή ανέρχεται για τον κάθε ενάγοντα στο ποσό της απωλεσθείσας επένδυσής του και συγκεκριμένα 1) στο ποσό των 99.659,19 ευρώ για την πρώτη των εναγόντων, 2) στο ποσό των 40.000 ευρώ για τον δεύτερο ενάγοντα, 3) στο ποσό των 75.000 ευρώ για την τρίτη ενάγουσα, 4) στο ποσό των 80.000 ευρώ για την τέταρτη ενάγουσα, 5) στο ποσό των 37.000 ευρώ για τον πέμπτο ενάγοντα, 6) στο ποσό των 43.889,78 ευρώ για την έκτη ενάγουσα, 7) στο ποσό των 17.000 ευρώ για τον έβδομο ενάγοντα, 8) στο ποσό των 14.000 ευρώ για τον όγδοο ενάγοντα, 9) στο ποσό των 40.000 ευρώ για τον ένατο ενάγοντα, 10) στο ποσό των 10.000 ευρώ για τον δέκατο ενάγοντα, 11) στο ποσό των 303.946,12 ευρώ για τον ενδέκατο ενάγοντα (304.251 – 304,88 ευρώ που εισέπραξε από την πώληση των 2.101 μετοχών στις οποίες μετατράπηκαν τα ομόλογά του αναγκαστικώς κατά τα ανωτέρω), 12) στο ποσό των 40.000 ευρώ για το δωδέκατο ενάγοντα, 13) στο ποσό των 40.353,39 ευρώ για το δέκατο τρίτο ενάγοντα, 14) στο ποσό των 25.000 ευρώ για το δέκατο τέταρτο ενάγοντα, ο οποίος απεβίωσε και στη θέση του συνεχίζουν τη δίκη οι κληρονόμοι του κατά τα ανωτέρω, 15) στο ποσό των 25.000 ευρώ για τη δέκατη πέμπτη ενάγουσα 16) στο ποσό των 105.665 ευρώ για το δέκατο έκτο ενάγοντα, 17) στο ποσό των 90.000 ευρώ για το δέκατο έβδομο ενάγοντα και τη δέκατη ένατη ενάγουσα εις ολόκληρο, 18) στο ποσό των 151.876 ευρώ για τους δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο των εναγόντων εις ολόκληρο, 19) στο ποσό των 65.000 ευρώ για τον εικοστό ενάγοντα, 20) στο ποσό των 100.000 ευρώ για τους εικοστό πρώτο και εικοστή δεύτερη των εναγόντων εις ολόκληρο, 21) στο ποσό των 400.000 ευρώ για τον εικοστό τρίτο ενάγοντα, 22) στο ποσό των 34.000 ευρώ για τον εικοστό τέταρτο ενάγοντα, 23) στο ποσό των 20.000 ευρώ για τον εικοστό πέμπτο ενάγοντα, 24) στο ποσό των 97.620 ευρώ για τον εικοστό έκτο ενάγοντα, 25) στο ποσό των 115.000 ευρώ για τους εικοστό έκτο, εικοστή έβδομη, εικοστό όγδοο και εικοστό ένατο των εναγόντων εις ολόκληρο, 26) στο ποσό των 153.533,96 ευρώ για τον τριακοστό ενάγοντα, ο οποίος απεβίωσε και στη θέση του συνεχίζουν οι κληρονόμοι του κατά τα ανωτέρω, 27) στο ποσό των 64.511,32 ευρώ για την τριακοστή πρώτη ενάγουσα, 28) στο ποσό των 17.255,66 ευρώ για την τριακοστή δεύτερη ενάγουσα, 29) στο ποσό των 17.255,66 ευρώ για τον τριακοστό τρίτο ενάγοντα και 30) στο ποσό των 39.927,77 ευρώ για τον τριακοστό τέταρτο ενάγοντα (40.000 – 72,23 ευρώ που εισέπραξε από την πώληση των 466 μετοχών στις οποίες μετατράπηκαν τα ομόλογά του αναγκαστικώς κατά τα ανωτέρω).
Τέλος, οι ενάγοντες, εξαιτίας της άδικης πράξης, που τέλεσε η εναγομένη σε βάρος τους, υπέστησαν ηθική βλάβη, στενοχώρια και θλίψη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Το ύψος της, με βάση το είδος και τις συνθήκες τέλεσης της προσβολής, το βαθμό πταίσματος της εναγομένης, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, προσδιορίζεται στο ποσό των 5.000 ευρώ για την πρώτη των εναγόντων, στο ποσό των 2.000 ευρώ για το δεύτερο ενάγοντα, στο ποσό των 3.000 ευρώ για την τρίτη ενάγουσα, στο ποσό των 4.000 ευρώ για την τέταρτη ενάγουσα, στο ποσό των 2.000 ευρώ για τον πέμπτο ενάγοντα, στο ποσό των 3.000 ευρώ για την έκτη ενάγουσα, στο ποσό των 500 ευρώ για τον έβδομο ενάγοντα, στο ποσό των 500 ευρώ για τον όγδοο ενάγοντα, στο ποσό των 2.000 ευρώ για τον ένατο ενάγοντα, στο ποσό των 500 ευρώ για τον δέκατο ενάγοντα, στο ποσό των 10.000 ευρώ για τον ενδέκατο ενάγοντα, στο ποσό των 2.000 ευρώ για τον δωδέκατο ενάγοντα, στο ποσό των 2.000 ευρώ για τον δέκατο τρίτο ενάγοντα, στο ποσό των 1.000 ευρώ για τον δέκατο τέταρτο ενάγοντα, ο οποίος απεβίωσε και στη θέση του συνεχίζουν οι κληρονόμοι του κατά τα ανωτέρω, στο ποσό των 1.000 ευρώ για τη δέκατη πέμπτη ενάγουσα, στο ποσό των 8.000 ευρώ για τον δέκατο έκτο ενάγοντα, στο ποσό των 9.000 ευρώ για τον δέκατο έβδομο ενάγοντα, στο ποσό των 5.000 ευρώ για τον δέκατο όγδοο ενάγοντα, στο ποσό των 4.000 ευρώ για τη δέκατη ένατη ενάγουσα, στο ποσό των 3.000 ευρώ για τον εικοστό ενάγοντα, στο ποσό των 2.500 ευρώ για τον εικοστό πρώτο ενάγοντα, στο ποσό των 2.500 ευρώ για την εικοστή δεύτερη των εναγόντων, στο ποσό των 10.000 ευρώ για τον εικοστό τρίτο ενάγοντα, στο ποσό των 2.000 ευρώ για τον εικοστό τέταρτο ενάγοντα, στο ποσό των 1.000 ευρώ για τον εικοστό πέμπτο ενάγοντα, στο ποσό των 7.000 ευρώ για τον εικοστό έκτο ενάγοντα, στο ποσό των 2.000 ευρώ για την εικοστή έβδομη ενάγουσα, το ποσό των 2.000 ευρώ για τον εικοστό όγδοο ενάγοντα, στο ποσό των 2.000 ευρώ για τον εικοστό ένατο ενάγοντα, στο ποσό των 8.000 ευρώ για τον τριακοστό ενάγοντα, ο οποίος απεβίωσε και στη θέση του συνεχίζουν οι κληρονόμοι του κατά τα ανωτέρω, στο ποσό των 3.000 ευρώ για την τριακοστή πρώτη ενάγουσα, στο ποσό των 500 ευρώ για την τριακοστή δεύτερη ενάγουσα, στο ποσό των 500 ευρώ για τον τριακοστό τρίτο ενάγοντα και στο ποσό των 2.000 ευρώ για τον τριακοστό τέταρτο ενάγοντα, ποσά τα οποία, μετά τη στάθμιση των άνω στοιχείων κρίνονται εύλογα.
Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κρίνοντας τα ίδια δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως και ουσία βάσιμη, επιδικάζοντας τα ανωτέρω ποσά, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου ούτε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, ως εκ τούτου αβάσιμοι στην ουσία τους κρίνονται οι περί του αντιθέτου λόγοι έφεσης και απορριπτέοι όπως και η έφεση στο σύνολό της. Άνευ αντικειμένου καθίσταται ως εκ τούτου και το αίτημα επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ το οποίο υπέβαλε η εκκαλούσα, αφού η έφεση απορρίπτεται. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας βαρύνουν την εκκαλούσα λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου που κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσής της κατ’ άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθ. 264/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτικής διαδικασίας).
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατ’ ουσία.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εννιακοσίων (1900) ευρώ για την πρώτη των εναγόντων, στο ποσό των οκτακόσιων (800) ευρώ για τον δεύτερο ενάγοντα, στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ για την τρίτη ενάγουσα, στο ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ για την τέταρτη ενάγουσα, στο ποσό των επτακοσίων σαράντα (740) ευρώ για τον πέμπτο ενάγοντα, στο ποσό των οκτακόσιων ογδόντα (880) ευρώ για την έκτη ενάγουσα, στο ποσό των τριακοσίων σαράντα (340) ευρώ για τον έβδομο ενάγοντα, στο ποσό των διακοσίων ογδόντα (280) ευρώ για τον όγδοο ενάγοντα, στο ποσό των οκτακόσιων (800) ευρώ για τον ένατο ενάγοντα, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για τον δέκατο ενάγοντα, στο ποσό των έξι χιλιάδων ογδόντα (6.080) ευρώ για τον ενδέκατο ενάγοντα, στο ποσό των οκτακόσιων (800) ευρώ για τον δωδέκατο ενάγοντα, στο ποσό των οκτακόσιων (800) ευρώ για τον δέκατο τρίτο ενάγοντα, στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για τον δέκατο τέταρτο ενάγοντα, ο οποίος απεβίωσε και στη θέση του συνεχίζουν οι κληρονόμοι του κατά τα ανωτέρω, στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για τη δέκατη πέμπτη ενάγουσα, στο ποσό των δύο χιλιάδων εκατό (2.100) ευρώ για τον δέκατο έκτο ενάγοντα, στο ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων (2.400) ευρώ για τον δέκατο έβδομο ενάγοντα, στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ για τον δέκατο όγδοο ενάγοντα, στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ για τη δέκατη ένατη ενάγουσα, στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ για τον εικοστό ενάγοντα, στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ για τον εικοστό πρώτο ενάγοντα, στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ για την εικοστή δεύτερη των εναγόντων, στο ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ για τον εικοστό τρίτο ενάγοντα, στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ για τον εικοστό τέταρτο ενάγοντα, στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ για τον εικοστό πέμπτο ενάγοντα, στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ για τον εικοστό έκτο ενάγοντα, στο ποσό των πεντακοσίων εβδομήντα πέντε (575) ευρώ για την εικοστή έβδομη ενάγουσα, το ποσό των πεντακοσίων εβδομήντα πέντε (575) ευρώ για τον εικοστό όγδοο ενάγοντα, στο ποσό των πεντακοσίων εβδομήντα πέντε (575) ευρώ για τον εικοστό ένατο ενάγοντα, στο ποσό των τριών χιλιάδων εβδομήντα (3.070) ευρώ για τον τριακοστό ενάγοντα, ο οποίος απεβίωσε και στη θέση του συνεχίζουν οι κληρονόμοι του κατά τα ανωτέρω, στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ για την τριακοστή πρώτη ενάγουσα, στο ποσό των τριακοσίων σαράντα (340) ευρώ για την τριακοστή δεύτερη ενάγουσα, στο ποσό των τριακοσίων σαράντα (340) ευρώ για τον τριακοστό τρίτο ενάγοντα και στο ποσό των οκτακόσιων (800) ευρώ για τον τριακοστό τέταρτο ενάγοντα.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουλίου 2023 με την παραπάνω σύνθεση.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα με την παρακάτω σύνθεση αποτελούμενη από τους Δημήτριο Οικονόμου, Πρόεδρο Εφετών (λόγω προαγωγής στον βαθμό του Αρεοπαγίτη του Προέδρου Εφετών Παναγιώτη Λυμπερόπουλου), Λουκία Λάμπρου και Ιωάννα Κορίτου, Εφέτες και με την παρουσία του Γραμματέως Μιχαήλ Αλεξάκη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 11/10/2023.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ