ΑΠΟΦΑΣΗ
Χ. κατά Ελλάδας της 13.02.2024 (προσφυγή αριθ. 38588/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν διενεργήσει αποτελεσματική έρευνα σχετικά με την καταγγελία της ότι βιάστηκε από μπάρμαν ξενοδοχείου τον Σεπτέμβριο του 2019, όταν ήταν 18 ετών και βρισκόταν σε διακοπές με τη μητέρα της, και ότι η ποινική διαδικασία υπολειπόταν των απαιτούμενων προτύπων. Ισχυρίστηκε ότι οι αρχές είχαν παραβιάσει το καθήκον τους να παράσχουν αποτελεσματική νομική προστασία και να την προστατεύσουν ως θύμα βίας λόγω φύλου.
Το Δικαστήριο, χωρίς να εκφράσει γνώμη ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, διαπίστωσε ότι οι αρχές δεν είχαν εξετάσει αρκετά προσεκτικά την υπόθεση ώστε να έχουν εκπληρώσει σωστά τα καθήκοντά τους («θετικές υποχρεώσεις») βάσει της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 (έλλειψη αποτελεσματικής έρευνας) καθώς και παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της ΕΣΔΑ.
Δεν επιδικάστηκε δίκαιη ικανοποίηση, καθώς το σχετικό αίτημα υποβλήθηκε εκπρόθεσμα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 3,
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα Χ. είναι Βρετανίδα υπήκοος που γεννήθηκε το 2000 και ζει στο Dewsbury (Ηνωμένο Βασίλειο). Ισχυρίστηκε ότι βιάστηκε από μπάρμαν ξενοδοχείου στην Ελλάδα στις 27 Σεπτεμβρίου 2019 όταν ήταν 18 ετών. Κατέθεσε μήνυση την ίδια ημέρα.
Ισχυρίζεται ότι δεν της δόθηκε καμία πληροφορία σχετικά με τις ιατρικές εξετάσεις που υπεβλήθη και καμία εξήγηση για τη δικαστική διαδικασία. Κανένα μέτρο δεν ελήφθη για να κρατηθεί σε απόσταση από τον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε μεταφερθεί στην ίδια κλινική του νοσοκομείου την ίδια ώρα με την ίδια και τον οποίο έπρεπε να αναγνωρίσει προσωπικά στο αστυνομικό τμήμα. Της πήραν δείγμα αίματος, και η σωματική εξέταση που διενήργησε ένας άνδρας γιατρός αποκάλυψε μώλωπες στα πόδια, στους μηρούς και στα γεννητικά όργανα. Ισχυρίστηκε επίσης ότι την επόμενη ημέρα, η αστυνομία την μετέφερε στο αστυνομικό τμήμα της Πρέβεζας όπου την ενημέρωσαν ότι έπρεπε να υπογράψει έγγραφα στα ελληνικά, παρόλο που δεν της δόθηκε επίσημη μετάφραση.
Σε βάρος του μπάρμαν κινήθηκε ποινική διαδικασία για βιασμό. Αφού κατέθεσε το απολογητικό του υπόμνημα του στις 30 Σεπτεμβρίου 2019, αφέθηκε ελεύθερος. Η κύρια έρευνα έκλεισε στις 9 Σεπτεμβρίου 2020, με τον εισαγγελέα να διαπιστώνει ότι η Χ. είχε συναινέσει στην πράξη της συνουσίας, ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις πως είχε διαπραχθεί βιασμός και ότι οι κατηγορίες θα έπρεπε να αποσυρθούν. Η επακόλουθη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2021 έκρινε ότι λαμβάνοντας υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων, την ιατροδικαστική έκθεση, τα έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου, δεν υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις για να συνεχιστεί η ποινική δίωξη. Ταυτόχρονα, ανέφερε ότι δεν θα έπρεπε να καταλογιστούν έξοδα σε βάρος της Χ. καθώς δεν είχε αποδειχθεί ότι η καταγγελία της ήταν εντελώς ψευδής.
Η προσφεύγουσα δεν έλαβε καμία πληροφορία καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Μετά από μια ανεπιτυχή προσπάθεια να λάβει πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση μέσω της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2020, η εκπρόσωπός της ενημερώθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2021 ότι η πρεσβεία είχε λάβει ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες ότι ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε.
Στις 25 Ιανουαρίου 2021, η προσφεύγουσα έστειλε η ίδια μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην εισαγγελία, ζητώντας να αποκτήσει πρόσβαση σε όλα τα αστυνομικά και νοσοκομειακά αρχεία. Λίγες ημέρες αργότερα έλαβε την απάντηση ότι δεν είχε την ιδιότητα της υποστηρίζουσας την κατηγορία στην υπόθεση, καθώς δεν είχε δηλώσει κάτι τέτοιο στη κατάθεσή της στην αστυνομία και δεν είχε καταβάλει το σχετικό τέλος. Επιπλέον, δεν είχε εμφανιστεί για να καταθέσει ενώπιον του ανακριτή την επομένη του συμβάντος και δεν είχε διορίσει δικηγόρο για να την εκπροσωπήσει. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της Κυβέρνησης ότι η προσφυγή υποβλήθηκε εκπρόθεσμα, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είχε υποβάλει την προσφυγή της λιγότερο από έξι μήνες αφότου έμαθε ότι δεν είχαν απαγγελθεί κατηγορίες κατά του μπάρμαν. Το γεγονός ότι δεν είχε ενημερωθεί νωρίτερα για τη δικαστική απόφαση του δικαστηρίου δεν μπορούσε να της καταλογιστεί. Ομοίως, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της Κυβέρνησης ότι, λόγω του ότι δεν ήταν διάδικος στην ποινική διαδικασία, η προσφεύγουσα δεν είχε εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Σημείωσε ότι, εξαρχής, δεν είχε ενημερωθεί για το δικαίωμά της να λάβει πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της έρευνας και το ρόλο της σε αυτήν, και δεν της είχε δοθεί καμία πληροφορία σε γλώσσα που θα μπορούσε να κατανοήσει σχετικά με τη διαδικασία και τα νομικά μέτρα που είναι διαθέσιμα σε αυτή, παρόλο που, στην κατάθεσή της στην αστυνομία, είχε δηλώσει ρητά ότι ήθελε ο κατηγορούμενος να διωχθεί και να τιμωρηθεί.
Μολονότι το Δικαστήριο ήταν ικανοποιημένο με το γεγονός ότι η Ελλάδα διέθετε επαρκές νομικό και κανονιστικό πλαίσιο για την ορθή αντιμετώπιση της υπόθεσης, διαπίστωσε ότι οι αρχές δεν το είχαν εφαρμόσει στην πράξη, καθώς δεν είχαν προβεί σε αποτελεσματική έρευνα. Οι αρχές θα έπρεπε να είχαν λάβει υπόψη τους τα δικαιώματα του φερόμενου ως θύματος και να αποφύγουν τη δευτερογενή θυματοποίηση. Η ιδιαίτερη φύση της υπόθεσης, η ιδιότητα της προσφεύγουσας, η νεαρή της ηλικία και το γεγονός ότι ισχυρίστηκε ότι βιάστηκε κατά τη διάρκεια των διακοπών της σε ξένη χώρα απαιτούσαν μια ευαίσθητη προσέγγιση εκ μέρους των αρχών. Οι ανακριτικές αρχές δεν είχαν λάβει μέτρα για να αποτρέψουν την περαιτέρω τραυματοποίησή της και δεν είχαν λάβει υπόψη τις ανάγκες της επαρκώς υπόψη. Δεν την είχαν ενημερώσει για τα δικαιώματά της ως θύματος, όπως το δικαίωμά της σε νομική συνδρομή, το δικαίωμά της να λαμβάνει πληροφορίες και να αντιτίθεται στη διερμηνεία. Επιπλέον, δεν είχαν λάβει επαρκή μέτρα για να μετριάσουν αυτό που ήταν σαφώς μια οδυνηρή εμπειρία για την ίδια, όπως η αλληλεπίδρασή της με την αστυνομία, η ιατρική εξέταση και το γεγονός ότι την έφεραν πρόσωπο με πρόσωπο με τον κατηγορούμενο στο νοσοκομείο και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναγνώρισης.
Επιπλέον, ούτε η εισαγγελία ούτε το δικαστήριο είχαν αναλύσει τις περιστάσεις της υπόθεσης από την σκοπιά της έμφυλης βίας. Δεν είχαν κατορθώσει να εξακριβώσουν όλες τις περιστάσεις και να λάβουν υπόψη τους ιδιαίτερους ψυχολογικούς παράγοντες σε υποθέσεις φερόμενων ως βιασμών και να προβούν σε μια αξιολόγηση της αξιοπιστίας των διαφόρων καταθέσεων. Δεν είχε γίνει καμία σοβαρή προσπάθεια να αποσαφηνιστούν οι διαφορές ή να εκτιμηθεί η ψυχική κατάσταση της προσφεύγουσας. Τα στοιχεία αυτά, εκτός από την αξιολόγηση της ιατροδικαστικής έκθεσης, η οποία στην πραγματικότητα δεν διέψευδε την εκδοχή των γεγονότων της προσφεύγουσας, δεν ήταν μεμονωμένα σφάλματα αλλά σημαντικές ελλείψεις.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο, χωρίς να εκφράσει γνώμη ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, έκρινε ότι η αποτυχία των ανακριτικών και δικαστικών αρχών να απαντήσουν επαρκώς στους ισχυρισμούς βιασμού της προσφεύγουσας έδειξε ότι δεν είχαν εξετάσει την υπόθεση με την απαιτούμενη προσοχή ώστε να μπορέσουν να την εξετάσουν σωστά, εκπληρώνοντας τα καθήκοντά τους βάσει της ΕΣΔΑ. Αυτό υποστηρίχθηκε περαιτέρω από την Έκθεση Αξιολόγησης για την Ελλάδα GREVIO Baseline που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2023, στην οποία εκφράστηκε ανησυχία για τα χαμηλά ποσοστά καταδικαστικών αποφάσεων, τα οποία υποδηλώνουν είτε ότι οι διαδικασίες διερεύνησης ήταν αναποτελεσματικές είτε ότι εφαρμοζόταν αδικαιολόγητα υψηλό κατώτατο όριο που απαιτείται για την επίτευξη καταδικαστικής απόφασης και ότι παρόλο που ο εθνικός νόμος προέβλεπε ένα ολοκληρωμένο σύνολο δικαιωμάτων για τα θύματα εγκλημάτων με βάση το φύλο, οι περισσότερες από τις διατάξεις δεν εφαρμόζονταν πλήρως στην πράξη και η εμπειρία του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης εξακολουθούσε να είναι ιδιαίτερα τραυματική για πολλές γυναίκες και κορίτσια-θύματα.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποτυχία των ανακριτικών και δικαστικών αρχών να ανταποκριθούν επαρκώς στον ισχυρισμό περί βιασμού στην υπόθεση αυτή ισοδυναμούσε με παραβίαση των κρατικών καθηκόντων («θετικές υποχρεώσεις») βάσει των άρθρων 3 και 8 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Δεν επιδικάστηκε δίκαιη ικανοποίηση, καθώς το σχετικό αίτημα υποβλήθηκε εκτός προθεσμίας (επιμέλεια: echrcaselaw.com).