Ο οφειλέτης, εναγόμενος για την πληρωμή ορισμένου χρέους, εάν ισχυρισθεί ότι αυτό έχει αποσβεσθεί με καταβολή, αρκεί να αποδείξει αυτήν την καταβολή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού σ’ αυτό αναφέρεται η δίκη. Μόνο δε αν ο δανειστής – αποδεχόμενος την καταβολή – αντιλέγει με αντένσταση ισχυριζόμενος ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή αφορά όχι το επίδικο, αλλά το χρέος του οφειλέτη προς αυτόν από άλλη αιτία, τότε ο δανειστής επί τη αρνήσει του οφειλέτη υποχρεούται ν` αποδείξει την ύπαρξη του άλλου χρέους, αναφέροντας και τα παραγωγικά τούτου γεγονότα. Αν αποδειχθεί η ύπαρξη του άλλου χρέους, ο οφειλέτης οφείλει, προτείνων σχετική επανένσταση, να αποδείξει ότι καταβολή έγινε προς εξόφληση του επιδίκου χρέους, είτε κατόπιν συμφωνίας, είτε με μονομερή από αυτόν καθορισμό του εξοφλητέου χρέους, από τα περισσότερα χρέη, με βάση το άρθρο 422 εδ’ α ΑΚ είτε σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 422 εδ β’ ΑΚ σειρά. Διαδικασία πιστωτικών τίτλων. Απαράδεκτη προβολή ενστάσεως. Δεν έγινε προφορική πρότασή της και συνοπτική καταχώρησή της στα πρακτικά και δεν είναι αρκετή η έκθεση του ισχυρισμού στις έγγραφες προτάσεις του καθ’ου η ανακοπή. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Αριθμός 920/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Βαρβάρα Πάπαρη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Φεβρουαρίου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ε. Κ. του Α., κατοίκου Ν.. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευριπίδη Κελεμουρίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: αστικού συνεταιρισμού με την επωνυμία “Π. Π. Σ. Φ. Η. – Π. Σ.. Π. – Σ..Φ..Η..Π..”, που εδρεύει στη Β. Η. και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φίλιππο Γιαννούλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-9-2012 ανακοπή και τους από 24-5-2013 προσθέτους λόγους ανακοπής του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βέροιας και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 35/ΜΙ-ΑΚ/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 630/2015 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 7-12-2015 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης, Βαρβάρα Πάπαρη, ανέγνωσε την από 17-1-2023. έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Η κρινόμενη από 7.12.2015 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 630/20.4.2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 632 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 14 του Ν.4055/2012, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015, βλ. Ολ. ΑΠ 10/2018, 566 παρ. 1 του ΚΠολΔ).Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
2. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης που παραδεκτά επισκοπούνται κατ’ άρθρ. 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, προκύπτουν επί της διαδικαστικής πορείας της υποθέσεως τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων με την από 24.9.2012 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βεροίας ανακοπή του και τους από 24-5-2013 πρόσθετους λόγους, που απηύθυνε κατά του αναιρεσίβλητου, ζήτησε την ακύρωση της υπ’ αριθ. 2273/ΔΠ/345/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βεροίας και της επισπευδομένης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης. Εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 35/2014 οριστική απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, που έκανε α) εν μέρει δεκτή την ανακοπή κατά το μέρος που στρέφονταν κατά της διαταγής πληρωμής και ακύρωσε εν μέρει αυτήν κατά το επιπλέον των 28.370,54 ευρώ ποσό και β) ολικά δεκτή την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους κατά το μέρος που στρέφονταν κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης και ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας. Κατά της απόφασης αυτής ο καθού η ανακοπή άσκησε έφεση, που έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ’ αριθ. 630/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος του αιτήματος της ανακοπής για ακύρωση της διαταγής πληρωμής και, αφού κράτησε και δίκασε την υπόθεση ως προς το μέρος αυτό, ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εν μέρει κατά το επιπλέον των 45.387,45 ποσό, ενώ απέρριψε την έφεση κατά το μέρος του αιτήματος της ανακοπής για ακύρωση των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας. Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται από τον ανακόπτοντα η ανωτέρω απόφαση του Εφετείου.
3. Κατά το άρθρο 416 ΑΚ η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με καταβολή. Η καταβολή για να έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής πρέπει να είναι προσήκουσα, δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής, ότι πράγματι δικαιούται σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση (ΑΠ 531/2015, ΑΠ 44/2004). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 361, 416, 422, 423 ΑΚ και 262 παρ. 1, 335 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο οφειλέτης, εάν έχει περισσότερα ομοειδή χρέη προς τον ίδιο δανειστή και το ποσό που προσφέρει σ` αυτόν δεν επαρκεί για την εξόφληση όλων των χρεών, δικαιούται, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί μεταξύ τους μέχρι τον χρόνο της καταβολής η σειρά εξόφλησης των περισσοτέρων χρεών, να ορίσει ο ίδιος το χρέος που επιθυμεί να εξοφληθεί κατά την καταβολή ή αμέσως μετά την καταβολή με ρητή ή σιωπηρή δήλωση προς τον δανειστή, ο οποίος περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας δανειστή ως προς την προσφερόμενη παροχή, αν αποκρούσει τη δήλωση του οφειλέτη για καθορισμό του εξοφλητέου χρέους (ΑΠ 234/2014). Ειδικότερα ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ, για τον τρόπο καταλογισμού των καταβολών του οφειλέτη σε περίπτωση που αυτός έχει περισσότερα χρέη, είναι ενδοτικού δικαίου, είναι επιτρεπτή αντίθετη συμφωνία των συμβαλλομένων είτε πριν από την καταβολή, είτε κατά, είτε μετά την καταβολή κατ’ άρθρο 361 Κ.Πολ.Δ (ΑΠ 531/2015, ΑΠ 1653/2011). Αυτός δε που επικαλείται συμφωνία ως προς τον τρόπο καταλογισμού αποδεικνύει αυτή. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία ούτε μονομερής προσδιορισμός από τον οφειλέτη, που είναι δεσμευτικός για τον δανειστή, τότε ο καταλογισμός θα γίνει κατά τον επικουρικό προσδιορισμό του εδ. β’ του άρθ. 422 ΑΚ (ΑΠ 531/2015, ΑΠ 1977/2009, ΑΠ 250/2002). Η διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ εφαρμόζεται αναλογικά όχι μόνο όταν τα περισσότερα χρέη πηγάζουν από διαφορετικές έννομες σχέσεις, αλλά και όταν πηγάζουν από την ίδια έννομη σχέση, όπως όταν πρόκειται για μία οφειλή που συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε δόσεις (ΑΠ 531/2015). Ειδικότερα, από τον συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 416 ΑΚ αυτής και εκείνης του άρθρου 422 ΑΚ προκύπτει, ότι ο οφειλέτης, εναγόμενος για την πληρωμή ορισμένου χρέους, εάν ισχυρισθεί ότι αυτό έχει αποσβεσθεί με καταβολή, αρκεί να αποδείξει αυτήν την καταβολή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού σ’ αυτό αναφέρεται η δίκη. Μόνο δε αν ο δανειστής – αποδεχόμενος την καταβολή – αντιλέγει με αντένσταση ισχυριζόμενος ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή αφορά όχι το επίδικο, αλλά το χρέος του οφειλέτη προς αυτόν από άλλη αιτία, τότε ο δανειστής επί τη αρνήσει του οφειλέτη υποχρεούται ν` αποδείξει την ύπαρξη του άλλου χρέους, αναφέροντας και τα παραγωγικά τούτου γεγονότα (ΑΠ 1965/2014). Αν αποδειχθεί η ύπαρξη του άλλου χρέους, ο οφειλέτης οφείλει, προτείνων σχετική επανένσταση, να αποδείξει ότι καταβολή έγινε προς εξόφληση του επιδίκου χρέους, είτε κατόπιν συμφωνίας, είτε με μονομερή από αυτόν καθορισμό του εξοφλητέου χρέους, από τα περισσότερα χρέη, με βάση το άρθρο 422 εδ’ α ΑΚ (ΑΠ 1965/2014, ΑΠ 1746/2013, ΑΠ 1653/2011, ΑΠ 892/2011 ), είτε σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 422 εδ β’ ΑΚ σειρά (ΑΠ 954/2011, ΑΠ 1977/2009, ΑΠ 1988/2006). Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 39 του Ν.5325/1932 “Ο πληρωτής πληρώνων την συναλλαγματικήν δύναται ν’ απαιτήση όπως τω παραδοθή αύτη εξωφλημένη υπό του κομιστού. Ο κομιστής δεν δικαιούται ν’ αρνηθή μερικήν πληρωμήν. Επί μερικής πληρωμής ο πληρωτής δύναται ν’ απαιτήση, όπως γίνη μνεία περί της πληρωμής ταύτης επί της συναλλαγματικής και όπως τω δοθή περί αυτής εξόφλησις”. Περαιτέρω, κατά το όρθρο 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ “Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις τελευταίες δεν ορίζεται διαφορετικά α) οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο β) όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά …….”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με εκείνες των άρθρων 632 παρ.1,2, 649 και 650 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους από το νόμο 4335/2015, συνάγεται ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, όπως είναι η ένσταση ολικής ή μερικής εξόφλησης, ερειδόμενη επί του άρθρου 416 του ΑΚ (ΑΠ 447/2020), προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή, έστω και συνοπτική, έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), εκτός εάν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται προφορική πρόταση των ισχυρισμών, που ως γενόμενο κατά τη συζήτηση, σημειώνεται στα πρακτικά, διαφορετικά είναι απαράδεκτοι. Από δε τη διάταξη του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ` ΚΠολΔ συνάγεται ότι η κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 εδ. γ` ΚΠολΔ σημείωση της προφορικής πρότασης του ισχυρισμού στα πρακτικά, πρέπει να προκύπτει ευθέως, από το περί των δηλώσεων και προτάσεων τμήμα των πρακτικών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της δήλωσης ή πρότασης των ισχυρισμών είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των κατατιθέμενων εγγράφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 235/2019). Επομένως, κατά την παραπάνω ειδική διαδικασία, όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (ΚΠολΔ 262 παρ.1), εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουν κατατεθεί προτάσεις στις οποίες περιέχονται οι εν λόγω ισχυρισμοί, προφορική προβολή των ισχυρισμών αυτών, που “ως γενόμενο κατά τη συζήτηση” σημειώνεται στα πρακτικά (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 1148/2020, ΑΠ 235/2019, ΑΠ 376/2018). Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 527 του ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015), σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 269 του ίδιου Κώδικα (όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 2 με το άρθρο 27 του ν. 3994/2011 και πριν την αντικατάστασή της με το ν. 4335/2015), είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη των ισχυρισμών αυτών, εφόσον αυτοί δεν είχαν προταθεί πρωτοδίκως κατά τρόπο παραδεκτό ως άνω, εκτός εάν εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις του παραδεκτού της βραδείας προβολής τους, τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί ο διάδικος που προβάλλει τους ισχυρισμούς αυτούς (ΑΠ 235/2019, ΑΠ 88/2018, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 388/2013). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (ΟλΑΠ 2/2001, ΟλΑΠ 1/1999, AΠ 270/2015) και με αυτόν ελέγχεται και η απόρριψη από το Δικαστήριο ισχυρισμού ότι προβλήθηκε απαράδεκτα (ΑΠ 447/2020, ΑΠ 98/2015, ΑΠ 1387/2011, ΑΠ 1146/2011).
4. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, προβάλλεται η από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, παρά το νόμο δεν απέκρουσε ως απαράδεκτο τον προταθέντα από τον καθ’ου η ανακοπή (νυν αναιρεσίβλητο) ισχυρισμό – αντένσταση που προβλήθηκε ως λόγος εφέσεως, ότι η προβαλλόμενη από τον ανακόπτοντα-νυν αναιρεσείοντα καταβολή αφορούσε όχι το επίδικο, αλλά το χρέος του προς αυτόν από άλλη αιτία, ενόψει του ότι δεν τον είχε προτείνει προφορικά ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, δέχτηκε ως νόμω και ουσία βάσιμο κατά ένα μέρος τον ισχυρισμό του καθ’ου η ανακοπή και συναφή λόγο εφέσεώς του ότι η προβαλλόμενη από τον ανακόπτοντα-νυν αναιρεσείοντα καταβολή αφορούσε όχι το επίδικο, αλλά το χρέος του προς αυτόν από άλλη αιτία. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη πρακτικών συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο καθ’ου η ανακοπή-εκκαλών δεν είχε προτείνει προφορικά ενώπιον εκείνου του Δικαστηρίου τον ως άνω καταλυτικό της ένστασης καταβολής ισχυρισμό, αφού τέτοια δήλωσή του δεν περιέχεται σε αυτά, όπου ρητώς διαλαμβάνονται οι ενστάσεις της κατά τόπο αναρμοδιότητας και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Αντίθετα η ένσταση περιλήφθηκε στις από 5-6-2013 προτάσεις του ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, που παραδεκτά επισκοπούνται. Έτσι, όμως και σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη νομική σκέψη, η παραπάνω ένσταση προβλήθηκε απαραδέκτως, εφόσον δεν έγινε προφορική πρότασή της και συνοπτική καταχώρησή της στα πρακτικά και δεν είναι αρκετή η έκθεση του ισχυρισμού στις έγγραφες προτάσεις του καθ’ου η ανακοπή. Επί πλέον, από την επισκόπηση της έφεσης του αναιρεσιβλήτου, προκύπτει ότι ο τελευταίος ως εκκαλών δεν επικαλέστηκε στον οικείο λόγο έφεσης ότι ο ως άνω ισχυρισμός του-αντένσταση περί του ότι η καταβολή δεν αφορούσε το επίδικο αλλά άλλο χρέος, που δεν είχε προταθεί παραδεκτά στην πρωτοβάθμια δίκη, προβλήθηκε παραδεκτά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 527 του ΚΠολΔ. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο και συνεπώς ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ.14 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η ανωτέρω αιτίαση, είναι βάσιμος.
5. Για την άσκηση της αναίρεσης, όπως και για κάθε κατ’ ιδίαν λόγο αυτής, ο αναιρεσείων πρέπει να έχει έννομο συμφέρον (άρθρα 68 και 556 ΚΠολΔ). Η ύπαρξη ή η ανυπαρξία αυτού κρίνεται από την πλημμέλεια που αποδίδεται με το αναιρετήριο στην προσβαλλομένη απόφαση και από την βλάβη, που υφίσταται ο αναιρεσείων από την πλημμέλεια αυτή. Για το ορισμένο, επομένως, του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης είναι απαραίτητο να αναφέρονται στο αναιρετήριο τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η ως άνω βλάβη, διαφορετικά ο λόγος της αναίρεσης είναι αόριστος (ΑΠ 838/2013).
Εν προκειμένω με τους πέμπτο, έκτο και έβδομο από τους λόγους αναίρεσης προβάλλονται αιτιάσεις από τον αρ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ που αφορούν τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία ακυρώθηκε με την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, της οποίας η σχετική διάταξη επικυρώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου. Ο αναιρεσείων, όμως, δεν αναφέρει στο αναιρετήριο κανένα περιστατικό, από το οποίο να προκύπτει το έννομο συμφέρον του για την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την εν λόγω διάταξή της. Επομένως, οι ανωτέρω λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι προεχόντως ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας.
6. Κατ` ακολουθίαν τούτων, παρελκούσης της έρευνας των πρώτου, τρίτου και τέταρτου από τους λόγους αναίρεσης , οι οποίοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω κριθέντος ως βασίμου δεύτερου λόγου αναίρεσης, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το ως άνω μέρος της. Στη συνέχεια δε, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς το παραπάνω μέρος της, κατά την παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που δίκασε, συντιθέμενο από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσιβλήτου λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί κατά την παρ. 3 του άρθρ. 495 ΚΠολΔ η απόδοση στον αναιρεσείοντα του παραβόλου που καταβλήθηκε απ` αυτόν, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ` αριθ.630/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου, ο οποίος εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό αναιρεσείοντα.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Μαΐου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Ιουνίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ