Αριθμός 1158/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 42/2022 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομνηνού, Ελένη Κατσούλη, Δημήτριο Τράγκα και Αγάπη Τζουλιαδάκη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Μαΐου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Σ. Λ. του Μ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παπαδημητρόπουλο, για αναίρεση της υπ’αριθ.1282/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’αριθμ. πρωτ. 645/21-1-2022 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 133/22.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα ως προς τη διάταξή της περί επιμέτρησης της ποινής, για την πράξη που κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση, να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 19-1-2022, με αριθμό 645/21-1-2022, αίτηση του Λ. Σ. του Μ., κατοίκου …, για αναίρεση της απόφασης 1282/2021 του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών (υπό τη μορφή της καλλιέργειας φυτών κάνναβης και της κατοχής κάνναβης) και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης οκτώ (8) ετών και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Δ’, Ε’ και Θ’ του ΚΠΔ (απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και υπέρβαση εξουσίας) και, συνεπώς είναι παραδεκτή. Στο άρθρο 20 του ισχύοντος από 20-3-2013 ν.4139/2013, το οποίο αναφέρεται στο βασικό έγκλημα της διακίνησης ναρκωτικών ορίζεται: “Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 23, διακινεί παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 2Α και 29, ως έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών νοείται κάθε πράξη με την οποία συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και ιδίως η εισαγωγή, η εξαγωγή, η διαμετακόμιση, η πώληση, η αγορά, η προσφορά, η διανομή, η διάθεση, η αποστολή, η παράδοση, η αποθήκευση, η παρακατάθεση, η Παρασκευή, η κατοχή, η μεταφορά, η νόθευση, η πώληση νοθευμένων ειδών μονοπωλίου ναρκωτικών ουσιών, η καλλιέργεια ή η συγκομιδή οποιουδήποτε φυτού του γένους της κάνναβης, του φυτού της μήκωνος της υπνοφόρου, οποιουδήποτε είδους φυτού του γένους ερυθροξύλου, καθώς και οποιουδήποτε άλλου φυτού από το οποίο παράγονται ναρκωτικές ουσίες, η παραγωγή και η εκχύλιση ναρκωτικών ουσιών, η χορήγηση ουσιών για υποκατάσταση της εξάρτησης κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων, η διεύθυνση καταστήματος στο οποίο γίνεται εν γνώσει του δράστη συστηματική διακίνηση ναρκωτικών, η χρηματοδότηση, η οργάνωση ή η διεύθυνση δραστηριοτήτων διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, η νόθευση ή η κατάρτιση ή η χρησιμοποίηση πλαστής ιατρικής συνταγής για την χορήγηση ναρκωτικών με σκοπό τη διακίνησή τους, καθώς και η μεσολάβηση σε κάποια από τις πράξεις αυτές. 3. Αν περισσότερες πράξεις διακίνησης αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών συντρέχει μόνο ένα έγκλημα διακίνησης. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επί μέρους πράξεων διακίνησης, το είδος, η συνολική ποσότητα και η καθαρότητα του ναρκωτικού, καθώς και η βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην υγεία.” Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 29 παρ.1 του Ν. 4139/2013 “Όποιος για δική του αποκλειστικά χρήση με οποιονδήποτε τρόπο προμηθεύεται ή κατέχει ναρκωτικά σε ποσότητες που δικαιολογούνται μόνο για ατομική του χρήση ή κάνει χρήση αυτών ή καλλιεργεί φυτά κάνναβης σε αριθμό ή έκταση που δικαιολογούνται μόνο για την ατομική του χρήση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι πέντε (5) μηνών. Η διαπίστωση του σκοπού εξυπηρέτησης της δικής του αποκλειστικά χρήσης γίνεται με συνεκτίμηση του είδους της καθαρότητας και της ποσότητας του συγκεκριμένου ναρκωτικού, σε συνδυασμό με τη συχνότητα χρήσης, το χρόνο χρήσης, την ημερήσια δόση και τις ιδιαίτερες ανάγκες χρήσης του συγκεκριμένου χρήστη”. Ακόμη, κατά το άρθρο 30 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 3459/2006 (ΚΝΝ) και ήδη 30 παρ. 1, 2 και 3 του νέου Ν. 4139/2013: “1. Όσοι απέκτησαν την έξη της χρήσης ναρκωτικών και δεν μπορούν να την αποβάλουν με τις δικές τους δυνάμεις, υποβάλλονται σε ειδική μεταχείριση κατά τους όρους του άρθρου αυτού και των άρθρων 31-35. 2. Η συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου διαπιστώνεται κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης και σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με την αρχή της ηθικής αποδείξεως, όπως ορίζεται από το άρθρο 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 3. Για τη διάγνωση της εξάρτησης ενός προσώπου από ναρκωτικά συνεκτιμώνται ιδίως ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία: πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης, χορήγησης υποκατάστατων ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών, περίθαλψης για παθήσεις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών, ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα, που αφορούν τον κατηγορούμενο, ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων, που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους. Σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας δύναται να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, προκειμένου να καθοριστεί, αν πράγματι υπάρχει εξάρτηση, όπως επίσης και το είδος και η βαρύτητα αυτής…. Η πραγματογνωμοσύνη συνεκτιμάται με τα παραπάνω διαγνωστικά κριτήρια…”. Οι άνω διατάξεις των παρ. 2 και 3 δεν μετέβαλαν το προϋφιστάμενο της ισχύος του άνω Ν. 4139/2013 νομικό καθεστώς, καθόσον η μεν αρχή της ηθικής απόδειξης, από το άρθρο 177 παρ. 1 του ΚΠΔ, ουδέποτε έπαυσε ισχύουσα, ώστε να επαναβεβαιωθεί η ισχύς της, από δε το άρθρο 178 ΚΠΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην αποδεικτική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη, η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσης του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα, το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ενός προσώπου, ως αποδεικτικό μέσο, εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 177 του ίδιου Κώδικα, υπό την έννοια, ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, οφείλει όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικανική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά, που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους, η δε υποχρέωση συνεκτίμησης των ανωτέρω στην παρ. 3 του άνω ν. 4139/2013 ενδεικτικώς παρατιθέμενων “στοιχείων”, δεν μεταβάλλει αυτά σε αυξημένης αποδεικτικής δύναμης αποδεικτικά μέσα. Αν η δικαστική πραγματογνωμοσύνη αποφαίνεται αρνητικά για την τοξικομανία κατηγορουμένου, το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τη θέση αυτή και οφείλει να ερευνήσει και τα λοιπά εισφερόμενα στη διαδικασία αποδεικτικά μέσα, ιδίως άλλες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, συνταχθείσες σε- απώτατο ή και σε μεταγενέστερο χρόνο ή και ιδιωτικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, αν ο κατηγορούμενος προβάλει σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση το δικαστήριο, προκειμένου να απορρίψει τον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό τοξικομανίας, πρέπει να αναφέρει ειδικά και συγκεκριμένα αρνητικά περιστατικά, που οδηγούν σε απορριπτική κρίση, αντικρούοντας τα αντίθετα συμπεράσματα. Για τη διάγνωση της εξάρτησης ενός προσώπου από ναρκωτικά, υπό τον ανωτέρω νέο νόμο, το δικαστήριο πλέον οφείλει να συνεκτιμά, εκτός από τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη και τυχόν πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης, χορήγησης υποκατάστατων ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών, περίθαλψης για παθήσεις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών, ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα, που αφορούν τον κατηγορούμενο, ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και επιπλέον αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η επιβαλλόμενη κατά τα προαναφερθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι και εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή τη μείωση της ποινής. Πρέπει όμως οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για την πραγματική και νομική θεμελίωσή τους έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και σε περίπτωση αποδοχής τους να οδηγούν στην ευνοϊκότερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επί του ισχυρισμού αυτού συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του (ΑΠ 61/2017). Μεταξύ των αυτοτελών ισχυρισμών που μπορούν να προβληθούν επί παραβάσεων του νόμου περί ναρκωτικών είναι: α) ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι για δική του αποκλειστικά χρήση κατείχε τα ναρκωτικά (άρθρο 29 παρ.1 Ν.4139/2013) και β) ο ισχυρισμός συνδρομής τοξικομανίας του κατηγορουμένου – δράστη κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, δηλαδή της απόκτησης της έξης των ναρκωτικών την οποία αυτός δεν μπορεί να αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις (άρθρο 30 παρ. 1, 2, 3 Ν. 4139/2013) που έχει ως συνέπεια την ηπιότερη ποινική μεταχείριση του δράστη (ΑΠ 786/2021, 45/2019) και βέβαια, όπως σε κάθε έγκλημα, γ)οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ του ΚΠΔ, θεσπίζεται ως λόγος αναίρεσης της απόφασης και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίδει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας εμφανίζεται με τη θετική και την αρνητική μορφή. Θετική υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποφασίζει για ζήτημα, το οποίο δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του. Αρνητική υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας παραλείπει να αποφασίσει για ζήτημα, για το οποίο έχει υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. (ΑΠ 262/2021).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης του 1282/2021, το Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Αθηνών, το οποίο δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, έγγραφα) δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του, ότι : “αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος, κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο, τέλεσε την αξιόποινη πράξη ης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, με τη μορφή της καλλιέργειας φυτών κάνναβης και της κατοχής ναρκωτικών, που του αποδίδεται. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι, λίγο πριν από τα μέσα μηνός Νοεμβρίου 2013 στην Υποδιεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής είχε περιέλθει ανώνυμη πληροφορία, σύμφωνα με την οποία άνδρας, ονομαζόμενος Σ., ο οποίος διαμένει στα Β. Α., στην οδό …, κατέχει εντός της οικίας του και διακινεί ακατέργαστη κάνναβη. Από την ως άνω Υπηρεσία συστήθηκε ομάδα ελέγχου και τέθηκε υπό παρακολούθηση η προαναφερόμενη οικία (μεζονέτα), στην οποία, όπως αποδείχθηκε, διέμενε ο κατηγορούμενος με την οικογένειά του (σύζυγο και τέκνα). Κατά τη διάρκεια της διήμερης επιτήρησης, δεν διαπιστώθηκε ύποπτη κίνηση του κατηγορουμένου ή συναλλαγή, οπότε στις 13 Νοεμβρίου 2013 έγινε έλεγχος εντός της οικίας, παρουσία του κατηγορουμένου, όπου διαπιστώθηκε ότι στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου της οικίας και σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο εντός ντουλάπας, τον οποίο είχε κατάλληλα διαμορφώσει ο κατηγορούμενος με εξοπλισμό αποτελούμενο από 3 ηλεκτρικές λάμπες αλογόνου, έναν ηλεκτρικό μετασχηματιστή ρεύματος και έναν ηλεκτρικό ανεμιστήρα “…”, με πρόθεση καλλιεργούσε εντός γλαστρών για τον παραπάνω σκοπό δώδεκα (12) δενδρύλλια κάνναβης ύψους 40 έως 60 εκατοστών, τα οποία φρόντιζε, πότιζε και επιτηρούσε συστηματικά. Η καλλιέργεια αυτή ελάμβανε χώρα εντός του τελευταίου τριμήνου από τη στιγμή του ελέγχου. Εντός της ντουλάπας, βρέθηκε ακόμη ένα σακουλάκι με λίπασμα, κατάλληλο για την ανάπτυξη της προς υδροπονική καλλιέργεια κάνναβης. Το μπαλκόνι ήταν καλυμμένο με τέντα, που ήταν κατεβασμένη πολύ χαμηλά, ώστε να μην είναι ορατές από τρίτους οι κινήσεις του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, εντός κομοδίνου που βρισκόταν στο υπνοδωμάτιο του κατηγορουμένου ανευρέθησαν μία νάυλον σακούλα με περιεχόμενο ακατέργαστη κάνναβη μικτού βάρους 185 γραμμαρίων περίπου, το χρηματικό ποσό των 250 ευρώ, ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας NOKIA με δύο κάρτες sim και αντίστοιχους αριθμούς κλήσης και διάφορα σακουλάκια νάυλον, κατάλληλα για αποθήκευση ναρκωτικών. Ο κατηγορούμενος, ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών οργάνων κατά τη στιγμή του ελέγχου, αλλά και ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και στο παρόν Δικαστήριο δια του συνηγόρου του, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η καλλιέργεια των φυτών γινόταν για αποκλειστικά δική του χρήση, όπως και για δική του και μόνο χρήση κατείχε την ποσότητα της ακατέργαστης κάνναβης, που βρέθηκε εντός του κομοδίνου του υπνοδωματίου του. Επί πλέον, ισχυρίστηκε ότι τυγχάνει εξαρτημένος από τις ναρκωτικές ουσίες. Αμφότεροι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απορριπτέοι ως κατ’ ουσία αβάσιμοι, τούτο δε για τους ακόλουθους αναλυτικά λόγους: Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί καλλιέργειας και κατοχής για δική του αποκλειστικά χρήση, θα πρέπει να λεχθεί ότι ο ισχυρισμός του αυτός κατ’ αρχάς αναιρείται από τις ανώνυμες πληροφορίες των αστυνομικών της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών Αττικής, σύμφωνα με τις οποίες αυτός διακινούσε ναρκωτικές ουσίες. Στην κρίση αυτή οδηγεί και το γεγονός ότι η καλλιεργούμενη ποσότητα ήταν πολύ μεγάλη (12 δενδρίλια), που δεν δύναται να δικαιολογήσει ιδία χρήση του κατηγορουμένου, η δε επιμελής απόκρυψή της εντός της ντουλάπας του μπαλκονιού, που ήταν μη ορατή σε τρίτους από την κατεβασμένη τέντα, ενισχύει την προαναφερθείσα κρίση Εξάλλου, και τα σακουλάκια που βρέθηκαν εντός του κομοδίνου του υπνοδωματίου του εξυπηρετούσαν αυτόν τον σκοπό, ήτοι τον διαχωρισμό της ναρκωτικής ουσίας σε δόσεις, ανάλογες με τις επιθυμίες των εκάστοτε υποψηφίων αγοραστών. Επομένως, από την όλη αποδεικτική διαδικασία και τα ανευρεθέντα άνω αντικειμενικά ευρήματα συνάγεται ευχερώς ότι ο κατηγορούμενος, στον παραπαίω τόπο και χρόνο καλλιεργούσε τα δώδεκα δενδρίλια και κατείχε εντός του κομοδίνου την προαναφερθείσα ναρκωτική ουσία, με την έννοια της φυσικής εξουσίασης και της δυνατότητας να διαπιστώνει ανά πάσα στιγμή την ύπαρξη και να διαθέτει κατά τη βούλησή του, με σκοπό τη διακίνησή της σε τρίτους. Αναφορικά, περαιτέρω, με τον ισχυρισμό περί τοξικομανίας, λεκτέα τα ακόλουθα: Σύμφωνα με την από 26-11-2013 ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του ψυχιάτρου – νευρολόγου Ε. Μ., που αναγνώσθηκε και ο οποίος ορίσθηκε με τη με αριθ. 1403/2013 διάταξη ενέργειας πραγματογνωμοσύνης της 29ης Τακτικής Ανακρίτριας Αθηνών, ο κατηγορούμενος, ηλικίας σήμερα 47 ετών, κάνει χρήση κάνναβης από την ηλικία των 24 ετών, η οποία, κατά τις αφηγήσεις του κατηγορουμένου, έφθασε στα 10-12 τσιγάρα ημερησίως. Κατά την ψυχιατρική συνέντευξη ήταν καλά προσανατολισμένος σε τόπο και χρόνο και δεν παρουσίαζε διαταραχές της μνήμης, ούτε διαταραχές στη ροή και στη δομή του λόγου, παραληρητικές ιδέες ή άλλου τύπου ψυχοπαθολογικά συμπτώματα, δεν κατανάλωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του σε δραστηριότητες αναγκαίες για την προμήθεια της ουσίας, δεν εγκατέλειπε σημαντικές κοινωνικές, επαγγελματικές ή ψυχαγωγικές ασχολίες εξ αιτίας της χρήσης, δεν εμφάνιζε στερητικά συμπτώματα, ενώ συνέχιζε τη χρήση της ουσίας, παρά την επίγνωση της ύπαρξης ενός διαρκούς ή παροδικού κοινωνικού, ψυχολογικού και σωματικού προβλήματος υγείας που το προκαλεί ή το επιδεινώνει η χρήση. Κατά το συμπέρασμα δε του πραγματογνώμονος, ο κατηγορούμενος κάνει μεν χρήση ναρκωτικής ουσίας (ινδική κάνναβη), αλλά δεν είναι τοξικομανής. Περαιτέρω, σύμφωνα με την από 14-11-2013 βεβαίωση του ψυχιάτρου – παιδοψυχιάτρου Α. Α., ο κατηγορούμενος στον προαναφερθέντα χρόνο παρουσίαζε σημαντικού βαθμού κατάθλιψη με έντονα στοιχεία ιδεοσυναισθηματικής αναστολής και απόσυρσης στον εαυτό του. Κατέφευγε σε συστηματική χρήση κάνναβης, είτε ως αντικαταθλιπτικού είτε ως ηρεμιστικού επί των αγχών του. Η εξαρτητική έξις του και η ενδογενής κατάθλιψή του είναι δηλωτικά μόνιμης δομικής νοσηρότητας στην οργάνωση της προσωπικότητας του με υψηλό τον κίνδυνο πολλαπλών υποτροπών. Από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία ουδόλως προέκυψε ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο τέλεσης της πράξης (Νοέμβριο 2013) ο κατηγορούμενος είχε αποκτήσει την έξη της χρήσης της ινδικής κάνναβης, την οποία δεν μπορούσε να αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις. Ούτε αποδεικνύεται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο ότι ο κατηγορούμενος εμφάνιζε στερητικά συμπτώματα σε περίπτωση μη χρήσης, ούτε στην από 14-11-2013 άνω βεβαίωση του Α. Α. αναφέρεται ότι η ενδογενής κατάθλιψη από την οποία έπασχε ο κατηγορούμενος υπήρξε απότοκος της χρήσης κάνναβης. Επομένως, είναι απορριπτέος στην ουσία και ο ισχυρισμός του αυτός.Από τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, ώστε να μην μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, με πρόθεση διακίνησε παράνομα ναρκωτικά, προβαίνοντας σε πράξεις με τις οποίες συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης αυτής, με την επισήμανση ότι η πράξη της κατοχής, για την οποία κηρύσσεται ένοχος ο κατηγορούμενος αναφέρεται μόνο στην ανευρεθείσα εντός του κομοδίνου ποσότητα κάνναβης των 185 γραμ. περίπου και όχι και στα δενδρίλια, καθώς δεν είναι δυνατή η συρροή της καλλιέργειας δενδριλίων ινδικής κάνναβης με κατοχή των αυτών δενδριλίων και ο δράστης της καλλιέργειας, εν προκειμένω ο κατηγορούμενος, θα τιμωρηθεί μόνο για την καλλιέργεια και όχι για τηv κατοχή τους”. Ακολούθως, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, για την αξιόποινη πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, με τη μορφή της καλλιέργειας κάνναβης και της κατοχής κάνναβης, για την οποία του επέβαλε ποινή κάθειρξης οκτώ (8) ετών και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3000) ευρώ, με το ακόλουθο διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: Στους παρακάτω τόπους και χρόνους, χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, ώστε να μην μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, με πρόθεση διακίνησε παράνομα ναρκωτικά, προβαίνοντας σε πράξεις με τις οποίες συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών και δη στις πράξεις της καλλιέργειας φυτών κάνναβης και κατοχής ναρκωτικών ουσιών και ειδικότερα: 1) Στα Β. Α. κατά το χρονικό διάστημα από 13-8 έως 13-11-2013 με πρόθεση καλλιέργησε φυτά του γένους της κάνναβης με σκοπό την εμπορία και ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και εντός της επί της οδού … οικίας του και σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο εντός ντουλάπας, τον οποίο είχε κατάλληλα διαμορφώσει με εξοπλισμό αποτελούμενο από 3 ηλεκτρικές λάμπες αλογόνου, έναν ηλεκτρικό μετασχηματιστή ρεύματος και έναν ηλεκτρικό ανεμιστήρα “…”, με πρόθεση καλλιέργησε εντός γλαστρών για τον παραπάνω σκοπό δώδεκα (12) δενδρύλλια κάνναβης ύψους 40 έως 60 εκατοστών, τα οποία φρόντιζε, πότιζε και επιτηρούσε συστηματικά. 2)Στα Β. Α. την 13-11-2013 με πρόθεση κατείχε με την έννοια της φυσικής εξουσίασης, ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή της και να διαθέτει κατά τη βούλησή του, με σκοπό την εμπορία, ναρκωτική ουσία και ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και εντός της επί της οδού … οικίας του με πρόθεση κατείχε για τον παραπάνω σκοπό μία αυτοσχέδια νάιλον συσκευασία, η οποία περιείχε ποσότητα φυτικών αποσπασμάτων κάνναβης, συνολικού μικτού βάρους 185 γραμμαρίων, τα οποία βρέθηκαν στην κατοχή του και κατασχέθηκαν”. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ενοχή του κατήγορουμενου και ήδη αναιρεσείοντος, αφού αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος αυτού, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14 παρ. 1, 26 παρ.10, 27 παρ.1 ΠΚ, αρ.1 παρ.2 Πιν. Α περ. 6 Ν. 3459/2006, αρ. 1 παρ.2, 2, 20 παρ. 1, 2 Ν.4139/2013, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα και σε σχέση με τις επιμέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: 1)ουδεμία αντίφαση υφίσταται μεταξύ της παραδοχής της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο αναιρεσείων καλλιεργούσε τα δώδεκα (12) δενδρύλια κάνναβης και κατείχε ποσότητα ακατέργαστης κάνναβης, μικτού βάρους 185 γραμμαρίων με σκοπό την εμπορία και της παραδοχής ότι κατά τη διάρκεια της διήμερης αστυνομικής επιτήρησής του δεν διαπιστώθηκε συναλλαγή διακίνησης, αφού η δεύτερη παραδοχή δεν αποκλείει την πρώτη. Επίσης, ουδεμία αντίφαση υφίσταται μεταξύ της αθωωτικής, ως προς την πώληση ναρκωτικών, διάταξης της πρωτόδικης με αριθμό 6615/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και των καταδικαστικών διατάξεων της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της ως άνω πρωτοδίκου αποφάσεως, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος για την κατά το χρονικό διάστημα από 6 έως 13-11-2013 πώληση σε άγνωστα άτομα αγνώστων ποσοτήτων κάνναβης, αντί αγνώστου τιμήματος, η απαλλακτική δε αυτή κρίση δεν αποκλείει και ως εκ τούτου δεν έρχεται σε αντίθεση με την καταδικαστική, για άλλες μορφές διακίνησης ναρκωτικών, κρίση του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ήτοι για καλλιέργεια και κατοχή κάνναβης με σκοπό την εμπορία. Επομένως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για τις ως άνω πράξεις δεν κατέστηκε χείρονα τη θέση αυτού, ώστε να υποπέσει στην πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας. Κατόπιν αυτών οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγος της υπό κρίση αίτησης, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’, Ε’ και Θ’ του ΚΠΔ, με τους οποίους ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για έλλειψη νόμιμης βάσης και για υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμοι. 2)τόσο από το σκεπτικό όσο και από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει με σαφήνεια ότι ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για καλλιέργεια δώδεκα (12) φυτών του γένους της κάνναβης, η οποία συνίσταται στη γεωργική παραγωγή της ναρκωτικής αυτής ουσίας (τοποθέτηση σπόρων εντός γλαστρών, περιποίηση των δενδρυλίων που έχουν βλαστήσει, παρακολούθηση της ανάπτυξης των φυτών κλπ) και όχι για κατοχή των αυτών φυτών και δενδρυλλίων, ως λανθασμένο υπολαμβάνει ο αναιρεσείων. Η κατοχή ναρκωτικών, υπό την έννοια της φυσικής εξουσιάσεως και διάθεσης αυτών κατά βούληση, για την οποία επίσης καταδικάστηκε ο αναιρεσείων αφορά φυτικά αποσπάσματα κάνναβης, μικτού βάρους 185 γραμμαρίων, που βρέθηκαν εντός νάυλον συσκευασίας στο κομοδίνο της οικίας του. Πρόκειται, δηλαδή για δύο διαφορετικές πράξεις – μορφές της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, των οποίων η συρροή είναι, κατά το νόμο, δυνατή (ΑΠ 750/2020), ο περί του αντιθέτου δε τέταρτος αναιρετικός λόγος, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Π.Δ., με τον οποίο ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμος. 3)Στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνεται επαρκής αιτιολογία ως προς το είδος των ναρκωτικών ουσιών που διακινούσε ο αναιρεσείων με την υπαγωγή αυτών στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.2 Πιν. Α’ περ.6 του Ν.3459/2006 (ινδική κάνναβη) και του άρθρου 1 παρ.1, 2 και 20 παρ. 1, 2 του Ν. 4139/2013, έτσι ώστε να μην απαιτείται η παράθεση άλλων σχετικών με το ζήτημα αυτό περιστατικών, όπως το είδος της ποικιλίας της κάνναβης, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον πέμπτο λόγο της υπό κρίση αίτησης, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττει, κατά τούτο, την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. 4)η παράθεση στην προσβαλλόμενη απόφαση του άρθρου 98 ΠΚ, που αναφέρεται στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, μεταξύ των διατάξεων που προβλέπουν την αξιόποινη πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων (σελ.18) αν και δεν καταδικάστηκε για κατ’ εξακολούθηση τελεσθέν έγκλημα και η αναφορά στη σελίδα 14 αυτής του ονόματος του Ν. Ρ., ως συνηγόρου του κατηγορουμένου αντί του πράγματι παρασταθέντος και εκπροσωπήσαντος αυτόν Ε. Μ. (ο οποίος αναγράφεται στη σελίδα 1 της προσβαλλόμενης) είναι προφανές ότι οφείλεται σε παραδρομή του Δικαστηρίου και δεν μπορεί να θεμελιώσει λόγο αναίρεσης εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α’, Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ (απόλυτη ακυρότητα, έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 98 ΠΚ), όπως αβάσιμα αιτιάται ο αναιρεσείων με τους έκτο και ένατο λόγους αναίρεσης 5)Με αιτιολογική επάρκεια το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι η καλλιέργεια των φυτών κάνναβης γινόταν για αποκλειστικά δική του χρήση, όπως για δική του χρήση και μόνον κατείχε την ποσότητα της ακατέργαστης κάνναβης κρίνοντας με λογικούς νομικούς συλλογισμούς και χωρίς αντιφάσεις ότι από τις πληροφορίες των αστυνομικών ότι αυτός διακινούσε ναρκωτικές ουσίες, από το μεγάλο αριθμό των καλλιεργούμενων φυτών που δεν μπορεί να δικαιολογήσει ιδία χρήση και την ύπαρξη των σακουλακίων που βρέθηκαν εντός του κομοδίνου του υπνοδωματίου του (όπου εντοπίστηκε και η ποσότητα της ακατέργαστης κάνναβης) τα οποία (σακουλάκια) εξυπηρετούσαν το διαχωρισμό της ναρκωτικής ουσίας σε δόσεις, ανάλογα με τις επιθυμίες των υποψηφίων αγοραστών, οι ανωτέρω ναρκωτικές ουσίες δεν προορίζονταν για ιδία, αποκλειστικά, χρήση του αναιρεσείοντος αλλά για περαιτέρω διακίνηση σε τρίτους. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου της ουσίας δεν έρχεται σε αντίφαση με την παραδοχή αυτού ότι ο αναιρεσείων είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών, αφού η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 29 παρ.1 του Ν.4139/2013 προϋποθέτει την κατοχή ναρκωτικών για “αποκλειστικά” ιδία χρήση του δράστη και την καλλιέργεια φυτών κάνναβης “μόνο” για την ατομική χρήση του δράστη. Επίσης η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν έρχεται σε αντίφαση με τη διάταξή του περί απόδοσης στον αναιρεσείοντα του ποσού των 250 ευρώ (το οποίο είχε κατασχεθεί ως προερχόμενο από εμπορία ναρκωτικών), ως μη προερχομένου από εμπορία, πολλώ μάλλον αφού είχε αθωωθεί πρωτοδίκως για την πράξη της πώλησης ναρκωτικών. Περαιτέρω, δεν χρειαζόταν για την επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την απόρριψη του προαναφερόμενου ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, η αναφορά της συχνότητας της χρήσης ναρκωτικών από αυτόν (αναιρεσείοντα), της ποσότητας της ημερήσιας δόσης του και των ιδιαίτερων προς τούτο αναγκών αυτού. Ο περί του αντιθέτου, επομένως, έβδομος αναιρετικός λόγος, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος ως προς όλα τα σκέλη αυτού. 6)Με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος περί τοξικομανίας του, κρίνοντας ότι αυτός, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, δεν ήταν τοξικομανής, δηλαδή άτομο εξαρτημένο από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Την κρίση του αυτή στήριξε το Δικαστήριο της ουσίας, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που μνημονεύονται κατ’ είδος στο προοίμιο του σκεπτικού του, κυρίως στην από 26-11-2013 ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του ψυχιάτρου – νευρολόγου Ε. Μ., που συντάχθηκε στο στάδιο της κύριας ανάκρισης για την ένδικη υπόθεση, με διάταξη της 29ης Τακτικής Ανακρίτριας Αθηνών, ο οποίος (πραγματογνώμονας) αποφαίνεται με βάση τα τιθέμενα από το νόμο κριτήρια (άρθρο 7 του ΠΔ 148/2007) ότι ο αναιρεσείων δεν είναι τοξικομανής, αλλά και στην προσκομισθείσα από τον ίδιο και αναγνωσθείσα στο ακροατήριο, με ημεροχρονολογία 14-11-2013 βεβαίωση του ψυχιάτρου- παιδοψυχιάτρου Α. Α., από την οποία, όμως, σύμφωνα με τις ανέλεγκτες παραδοχές της απόφασης, δεν προέκυπτε ότι ο αναιρεσείων κατά τον κρίσιμο χρόνο πληρούσε τρία (3) τουλάχιστον από τα κριτήρια του άρθρου 7 του ΠΔ 148/2007, ώστε να χαρακτηριστεί ως άτομο εξαρτημένο από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, την οποία (έξη) να μη μπορεί να αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις. Επομένως, ο περί του αντιθέτου έβδομος λόγος της υπό κρίση αίτησης, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος ως προς όλα τα σκέλη αυτού. Οι λοιπές διαλαμβανόμενες στους ανωτέρω λόγους, σχετικές με την κατηγορία για την ως άνω πράξη, αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που αναφέρονται σε εσφαλμένη αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αφορούν την επί της ουσίας κρίση του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση πλημμελειών, που επιχειρείται να θεμελιωθούν στο άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ και Ε’του ΚΠΔ, πλήττουν ανεπίτρεπτα την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά την επί της ενοχής του αναιρεσείοντος ετυμηγορία του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ο τελευταίος ζήτησε διά του εκπροσωπούντος αυτόν συνηγόρου του, επί λέξει “να αναγνωριστούν στον κατηγορούμενο οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2α, 2δ και 2ε ΠΚ”. Το δικαστήριο απέρριψε τους ανωτέρω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος με την ακόλουθη αιτιολογία: “Στην προκείμενη περίπτωση, οι πιο πάνω αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, που προβλήθηκαν μόνο με την απλή παράθεση-επίκληση της διάταξης του νόμου που τους προβλέπει, χωρίς παντελώς να γίνεται επίκληση πραγματικών περιστατικών προς θεμελίωσή τους, είναι απορριπτέοι πρωτίστως ως απαράδεκτοι, αφού δεν προβλήθηκαν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Σε κάθε πάντως περίπτωση, είναι απορριπτέοι και ως κατ’ ουσία αβάσιμοι, καθώς από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας, εκτιμώμενο κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης (178 ΠΚ), δεν αποδείχθηκε, κατ’ αρχάς, ότι ο κατηγορούμενος έζησε σύννομα έως τον χρόνο που τέλεσε την πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Αντιθέτως, το γεγονός ότι αυτός πριν από την τέλεση της πράξης του, σύμφωνα και με την κατάθεση του μάρτυρος υπεράσπισης, αλλά και με τα όσα ο ίδιος ισχυρίζεται, έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών, που παραβιάζει τους κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς, αναιρεί την έννοια του σύννομου πρότερου βίου που αυτός υποστηρίζει ότι είχε. Πέραν τούτων, όπως προκύπτει από το αντίγραφο του ποινικού του μητρώου, που αναγνώσθηκε, ο κατηγορούμενος με την 15/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αιγαίου καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό σε ποινή φυλάκισης 4 ετών για ιδιαίτερα διακεκριμένες περιπτώσεις διακίνησης ναρκωτικών, πράξη που είχε τελέσει στις 11-6-2014. Περαιτέρω, και αναφορικά με την επικαλούμενη υπό στοιχ. δ’ ελαφρυντική περίσταση, ο κατηγορούμενος δεν επικαλέστηκε κανένα περιστατικό, ούτε και προέκυψε περιστατικό τέτοιο, δυνάμενο να ενταχθεί στην έννοια της ειλικρινούς μετανοίας, και δη εκδηλωθείσας εμπράκτως, ήτοι ότι ο κατηγορούμενος μεταμελήθηκε και ζήτησε ειλικρινά να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του. Ούτε, τέλος, αποδείχτηκε θετική ατομική και κοινωνική συμπεριφορά του κατηγορουμένου, με κριτήριο τη στάση του μέσου, συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης, ώστε να δύναται να του αναγνωριστεί η ελαφρυντική περίσταση υπό στοιχ. ε'”. Οι ανωτέρω, αυτοτελείς ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος προβλήθηκαν κατά τρόπο παντελώς αόριστο, αφού δεν συνοδεύτηκαν με την επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών για την κατά νόμον, θεμελίωσή τους, παρά μόνο με την επίκληση των ποινικών διατάξεων που τους προβλέπουν. Ενόψει αυτών, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν υποχρεούτο να απαντήσει σ’αυτούς (ισχυρισμούς). Παρά ταύτα απέρριψε τους ανωτέρω ισχυρισμούς προεχόντως ως απαράδεκτους, λόγω της αοριστίας τους και με επάλληλη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως ουσιαστικά αβάσιμους. Επομένως, ο δέκατος λόγος της υπό κρίση αίτησης, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του άρθρου 84 παρ.2 περ. α’, δ’ και ε’ ΠΚ, ως προς την απόρριψη των ανωτέρω ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος. Κατά τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 79 του Π. Κ., με την επιμέτρηση της ποινής καθορίζεται η ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του εγκλήματος με βάση τη βαρύτητα της πράξης και το βαθμό ενοχής του υπαιτίου γι’ αυτή. Το δικαστήριο σταθμίζει τα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου και συνεκτιμά τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του. Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του: α) τη βλάβη που προξένησε το έγκλημα ή τον κίνδυνο που προκάλεσε, β) τη φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή του (παρ. 2). Για την εκτίμηση του βαθμού ενοχής του υπαιτίου, το δικαστήριο εξετάζει: α) την ένταση του δόλου ή το βαθμό της αμέλειάς του, β) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και τον σκοπό που επιδίωξε, γ) τον χαρακτήρα του και τον βαθμό της ανάπτυξής του που επηρέασαν την πράξη, δ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του στο μέτρο που σχετίζονται με την πράξη, ε) τον βαθμό της δυνατότητας και της ικανότητάς του να πράξει διαφορετικά, στ) τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του (παρ. 3). Στοιχεία που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) το ότι αυτός διαδραμάτισε έναν σαφώς υποδεέστερο ρόλο σε πράξη που τελέστηκε από πολλούς, β) το ότι τέλεσε την πράξη σε δικαιολογημένη συναισθηματική φόρτιση, γ) το ότι έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των αρχών χωρίς σημαντική καθυστέρηση, ενώ μπορούσε να διαφύγει, δ) το ότι διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση του εγκλήματος (παρ. 4). Στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) η κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξης, β) η ιδιαίτερη σκληρότητα, γ) η εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του θύματος, δ) το γεγονός ότι το θύμα δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του, ε) το ότι ο υπαίτιος διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο σε πράξη που τελέστηκε με συμμετοχή πολλών (παρ. 5). Στοιχεία που έχουν αξιολογηθεί από το νομοθέτη για τον προσδιορισμό της απειλούμενης ποινής δεν λαμβάνονται από το δικαστήριο επιπροσθέτως υπόψη κατά την επιμέτρησή της (παρ. 6). Στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε” (παρ.7).
Στην προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε στο σκεπτικό του την ακόλουθη αιτιολογία ως προς την επιμέτρηση της επιβληθείσης στον αναιρεσείοντα ποινής καθείρξεως οκτώ (8) ετών και χρηματικής ποινής τριών χιλιάδων (3000) ευρώ: “Το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη όλα τα παραπάνω, όπως αυτά προέκυψαν από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και εκτίθενται στην προηγηθείσα περί ενοχής απόφαση, χωρίς να έχει παραλειφθεί οποιοδήποτε από αυτά για την επιμέτρηση της ποινής, με τη ρητή επισήμανση ότι δεν λήφθηκαν υπόψη στοιχεία που έχουν αξιολογηθεί από τον νομοθέτη για τον προσδιορισμό της απειλούμενης ποινής, σύμφωνα και με όσα εκτενώς αναπτύσσονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε και αφού έλαβε ιδίως υπόψη, μεταξύ των άλλων, τη φύση και το είδος της εν λόγω πράξης του κατηγορούμενου, τον κίνδυνο που προκάλεσε, την ένταση του δόλου του κατηγορουμένου, τα αίτια που τον ώθησαν στην τέλεση της πράξης αυτής, τα οποία ήταν ταπεινά, τον σκοπό που επιδίωξε, ο οποίος ήταν η αθέμιτη αποκόμιση παράνομου περιουσιακού οφέλους, εύκολου και άκοπου, τη δυνατότητα αλλά και την ικανότητα του κατηγορούμενου να πράξει διαφορετικά, καθώς και όλες τις προπεριγραφόμενες περιστάσεις, χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης, σε συνδυασμό με την όλη στάση και διαγωγή του κατηγορούμενου κατά τη διάρκεια της πράξης του και μετά από αυτή, κρίνει ότι, με βάση τη βαρύτητα της προπεριγραφόμενης πράξης που τέλεσε ο κατηγορούμενος και τον βαθμό της ενοχής του, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του η αναφερόμενη ειδικότερα στο διατακτικό ποινή, η οποία αποτελεί την ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του, ύστερα από τη συνεκτίμηση των συνεπειών της συγκεκριμένης ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του. Επομένως θα πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο ποινή κάθειρξης οκτώ (8) ετών και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.” Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τις προδιαληφθείσες διατάξεις, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την επιμέτρηση των επιβληθεισών στον αναιρεσείοντα ποινών (στερητικής της ελευθερίας και χρηματικής), αφού για τον καθορισμό αυτών έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα οριζόμενα από το άρθρο 79 ΠΚ κριτήρια, όπως τη βαρύτητα του εγκλήματος, το βαθμό ενοχής του γι’ αυτό, την προσωπικότητα του αναιρεσείοντος και τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του, καθώς και τα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και κατά του υπαιτίου και που προσιδιάζουν στην ένδικη υπόθεση, όπως αυτά προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, χωρίς να απαιτείται επιπρόσθετη αιτιολογία και αναφορά άλλων περιστατικών.
Συνεπώς, ο ενδέκατος και τελευταίος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την επιμέτρηση της ποινής και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 79 ΠΚ, είναι αβάσιμος. Κατόπιν όλων των προαναφερομένων πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, κατ’άρθρο 578 παρ.1 του ΚΠΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-1-2022, με αριθμό 645/21-1-2022, αίτηση του Λ. Σ. του Μ., κατοίκου …, για αναίρεση της απόφασης 1282/2021 του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2022. Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Σεπτεμβρίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Σελίδα 25 της 1158/2022 ποινικής απόφασης του Αρείου Πάγου
Πηγή :