Αριθμός 117/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Κατσούλη, Δημήτριο Τράγκα, Ελένη Μπερτσιά και Χρήστο Νάστα – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 17 Ιανουαρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Λάμπρου Σοφουλάκη, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Β. Κ. του Α., κατοίκου … που εκπροσωπήθηκε από το δικηγόρο Αλέξανδρο Αθανασίου, ο οποίος διορίσθηκε δικηγόρος του με την υπ’ αριθμ. 810/2022 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 613/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κω. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Ν. Μ. του Μ., κάτοικο … ο οποίος δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κω, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. 3/2022 από 25-11-2022 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1192/2022.
Αφού άκουσε Τον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση και τον διορισθέντα δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 25 Νοεμβρίου 2022 και με αριθμό πρωτ. 3/2022 αίτηση του του Β. Κ. του Α. και της Ά., κατοίκου … οδός … για αναίρεση της με αριθμό 613/2022 καταδικαστικής απόφασης του δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κω, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της κλοπής(άρθρο 372παρ.1 α ΠΚ) σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα με δήλωση του ιδίου ενώπιον του Γραμματέα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κω, περιέχει δε παραδεκτούς λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠοινΔ (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει, παρά την απουσία του υποστηρίζοντος την κατηγορία Ν. Μ., κατοίκου … οδός … σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 515 παρ. 2 του Κ.Π.Δ.), καθόσον κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τόσο ο ίδιος με θυροκόλληση της κλήσης , όσο και ο αντίκλητος – πληρεξούσιος δικηγόρος του Δημήτριος Δρόσος, κάτοικος Κω, οδός …, με επίδοση της κλήσης στον ίδιο, όπως προκύπτει από τα σχετικά αποδεικτικά επιδόσεως κλήσεων που συντάχθηκαν από τον Π. Ν., αστυφύλακα του Α.Τ. Νέου Φαλήρου Πειραιώς και τον Π. Μ., αρχιφύλακα του Α.Τ. Κω, αντίστοιχα, προκειμένου να παραστεί στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (17-1-2023), στην οποία δεν εμφανίστηκε, κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου εκθέματος, αλλά ούτε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 ΠΚ, όπως ίσχυε μετά τον ν. 4619/1-7-2019 και μέχρι την τροποποίησή του με το άρθρο 86 του ν. 4855/12-11-2021 , που εφαρμόζεται ως επιεικέστερος νόμος (άρθ. 2 Π.Κ.) “1. Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή η πράξη τελέστηκε με διάρρηξη, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία προστάτευε και προστατεύει και υπό την ισχύ του νέου Π.Κ., (με τον οποίο άλλαξε προς το ευνοϊκότερο, μόνον η ποινική μεταχείριση) το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Η κατοχή λαμβάνεται όχι υπό τη νομική έννοια του αστικού δικαίου, αλλά υπό την έννοια της δυνατότητας ασκήσεως φυσικής και πραγματικής επί του πράγματος εξουσίας και διαθέσεως αυτού, κατά τον προορισμό του, ο σκοπός δε παράνομης ιδιοποιήσεως ταυτίζεται με τον σκοπό να έχει οριστικά το πράγμα ο υπαίτιος στην ιδιοκτησία του, δηλαδή να το οικειοποιηθεί, να το κατακρατήσει και να το διαθέτει ως κύριος. Η αφαίρεση απαιτείται να έγινε αυτογνωμόνως και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του πράγματος (ΑΠ 31/2022, ΑΠ 674/2021, ΑΠ 682/2020). Έτσι, το έγκλημα της κλοπής θεωρείται τετελεσμένο ευθύς ως εκείνος που αφαίρεσε το ξένο πράγμα από την κατοχή του άλλου θέσει αυτό ολοκληρωτικά στη δική του φυσική εξουσία έστω και για ελάχιστο χρόνο(ΑΠ 486/2019, ΑΠ 177/2019). Πάντως πρέπει να αιτιολογείται ειδικά ο τρόπος περιέλευσης των κλαπέντων στην κατοχή του δράστη και πολύ περισσότερο αν αυτός υποστηρίζει πως ανήκουν στη δική του κυριότητα αρνούμενος εξ αρχής την κλοπή (ΑΠ 640/1997, ΑΠ 1063/1992). Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της, ενώ σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, κατ’ επιλογή. Η συνδρομή του δόλου, κατ’ αρχάς, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνο δε όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, συγκεκριμένα δε είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης, όπως στην περίπτωση του εγκλήματος της κλοπής), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ειδικότερα δε η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται, ανεπιτρέπτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π. 61/2020, ΑΠ 530/2020, ΑΠ 1288/2020, Α.Π.1308/2020).
ΙΙI. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κω, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα ειδικώς αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα (την ανωμοτί κατάθεση του μάρτυρα- παρισταμένου για την υποστήριξη της κατηγορίας στο ακροατήριο, που περιέχεται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, όπως αναφέρονται επακριβώς, περιστατικά: “Ο κατηγορούμενος Κ. Β. του Α. στην περιοχή … την 28/02/2015 και περί ώρα 07:00 αφαίρεσε από την κατοχή άλλου ξένο, ολικά κινητό πράγμα με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα και συγκεκριμένα, από εποχιακό κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος καφέ μπαρ ιδιοκτησίας του εγκαλούντα Ν. Μ. του Μ. εισήλθε εντός αυτού και αφαίρεσε μία (1) ηλεκτρική φριτέζα, ένα (1) μπλέντερ μάρκας HAMILTON, μία (1) κρεπιέρα διπλή, ένα (1) γκριλ, το κύκλωμα παρακολούθησης ήχου και εικόνας του καταστήματος (κάμερες) και ένα (1) ενισχυτή ήχου τετρακάναλο μάρκας TECHNIKS, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη για την οποία κατηγορείται”. Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα- κατηγορούμενο για την πράξη της κλοπής με το ακόλουθο κατά λέξη διατακτικό: ”
Κηρύσσει τον κατηγορούμενο ΕΝΟΧΟ του ότι στην περιοχή … την 28/02/2015 και περί ώρα 07:00 αφαίρεσε από την κατοχή άλλου ξένο, ολικά κινητό πράγμα με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα και συγκεκριμένα, από εποχιακό κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος καφέ μπαρ ιδιοκτησίας του εγκαλούντα Ν. Μ. του Μ. εισήλθε εντός αυτού και αφαίρεσε μία (1) ηλεκτρική φριτέζα, ένα (1) μπλέντερ μάρκας HAMILTON, μία (1) κρεπιέρα διπλή, ένα (1) γκριλ, το κύκλωμα παρακολούθησης ήχου και εικόνας του καταστήματος (κάμερες) και ένα (1) ενισχυτή ήχου τετρακάναλο μάρκας TECHNIKS, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα”. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο ουσίας , κατά το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή μεν κατ’ είδος τα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα, αλλά δεν εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και στήριξαν την κρίση του Δικαστηρίου για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της κλοπής για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των προκυψάντων πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1εδ. α’, 27 και 372 παρ. 1 περ. α’ ν. ΠΚ. Ειδικότερα το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κω, αφού ανέφερε στην προσβαλλόμενη απόφασή του κατ’ είδος τα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα, στη συνέχεια στο σκεπτικό της αντέγραψε το διατακτικό, το οποίο είναι υπερβολικά συνοπτικό, εξειδικεύοντας μόνο από άποψη πραγματικών περιστατικών την έννοια του κλαπέντων πραγμάτων που ήταν ξένα (στην κατοχή του Ν. Μ.), ενώ κατά τα λοιπά επανέλαβε μόνον τις αόριστες αξιολογικές έννοιες του νόμου (αφαίρεση, με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης). Έτσι όμως το διατακτικό είναι ελλιπές και ασαφές, χωρίς ειδικότερα να αιτιολογεί τον ακριβή τρόπο με τον οποίο ο κατηγορούμενος αφαίρεσε τα ως άνω αντικείμενα και τις εκδηλώσεις που στοιχειοθετούν τον σκοπό της παράνομης ιδιοποίησή τους και ειδικότερα αν τα ως άνω αντικείμενα βρέθηκαν ή όχι στην κατοχή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντα. Ήταν συνεπώς αναγκαία η συμπλήρωση του διατακτικού από το σκεπτικό για το σχηματισμό της αντικειμενικής υπόστασης του αποδοθέντος με την προσβαλλομένη στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ποινικού αδικήματος, λαμβανομένου υπόψη ότι ο κατηγορούμενος εξ αρχής αρνήθηκε την καταγγελθείσα σε βάρος του από τον υποστηρίζοντα την κατηγορία κλοπή. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος. Μετά απ’ αυτά και, αφού παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής, η έρευνα του δεύτερου λόγου αναίρεσης, πρέπει, κατά παραδοχή της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αριθμό 613/2022 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κω.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Ιανουαρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Ιανουαρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ