Αριθμός 1473/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή και Στέφανο – Σπυρίδων Πανταζόπουλο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Δ. του Γ., κατοίκου … η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Πέτρου Μηλιαράκη και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Τ. του Μ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Χρήστου Παπαϊωάννου και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7/7/2016 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και την από 17/10/2018 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας και συνεκδικάστηκαν.
Εκδόθηκε η 311/2019 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 13/9/2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Υπόκειται προς κρίση η από 13-9-2019 αίτηση για αναίρεση της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμ. 311/2019 ανέκκλητης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή η από 17-10-2018 αγωγή του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου και απορρίφθηκε η από 7-7-2016 αντίθετη αγωγή της αναιρεσείουσας-ενάγουσας και αφαιρέθηκε η άσκηση γονικής μέριμνας του ανηλίκου τέκνου τους Μ. Τ. από την τελευταία και ανατέθηκε αποκλειστικά στον πρώτο. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρα 47 ν. 2447/1996, 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (ΟλΑΠ 27, 28/1998). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93§3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (ΟλΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1547/1997). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογία της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 465/1988). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1987/2007). Κατά το άρθρο 1513 ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4800/2021 και κατά το άρθρο 18 εδ. α αυτού εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί αυτής μέχρι την έναρξη εφαρμογής του (16-9-2021), στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή λύσης ή ακύρωσης του συμφώνου συμβίωσης ή διακοπής της συμβίωσης των συζύγων ή των μερών του συμφώνου συμβίωσης και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο, επιχειρεί τις πράξεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 1516, κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης του άλλου γονέα. Αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, εξαιτίας διαφωνίας των γονέων και ιδίως αν …ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου, καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, όπως ο νόμος ορίζει. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 1510, 1511, 1512, 1514 και 1518 ΑΚ, όπως τροποποιήθηκαν και αντικαταστάθηκαν με το ν. 4800/2021 και τα οποία κατά το άρθρο 18 εδ. α αυτού εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί αυτής μέχρι την έναρξη εφαρμογής του (16-9-2021), συνάγεται, ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων οι οποίοι την ασκούν από κοινού και εξίσου, και αυτή περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποία εμπεριέχει την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επί πλέον δε και την διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησης της είναι το βέλτιστο αληθινό συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Ειδικότερα κατά τις παρ. 2-4 του ισχύοντος άρθρου 1511 ΑΚ στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που εξυπηρετείται ιδίως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του, καθώς επίσης και από την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθένα από αυτούς, πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο άσκησής της. Η απόφαση του δικαστηρίου συνεκτιμά παραμέτρους, όπως την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο. Η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας ιδίως του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας. Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και τα συμφέροντά του. Για την εξειδίκευση της αοριστίας νομικής έννοιας του βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής – οικονομικής κατάστασης τους. Στην δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη, όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και αδελφούς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων (ΑΠ 952/2007). Από το συνδυασμό, επίσης, των ίδιων πιο πάνω διατάξεων συνάγεται, ότι οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Εξ άλλου, στο άρθρο 1518 ΑΚ προστέθηκε εδ. 4 με το ν. 4800/2021, σύμφωνα με το οποίο κάθε γονέας υποχρεούται να διαφυλάσσει και να ενισχύει τη σχέση του τέκνου με τον άλλο γονέα, τους αδελφούς του, καθώς και με την οικογένεια του άλλου γονέα, ιδίως όταν οι γονείς δεν ζουν μαζί ή ο άλλος γονέας έχει αποβιώσει. Τα πιο πάνω ισχύουν ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν η συμπεριφορά του ενός συζύγου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας – επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητας του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς (ΑΠ 1218/2006). Τέλος, από το συνδυασμό των ίδιων πιο πάνω διατάξεων συνάγεται, και ότι το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμηση του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητας του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλεια του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει την στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως. Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση εξάλλου της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και την διάσπαση της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο, και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής (ΑΠ 1910/2005). Εξάλλου, η διάταξη του ισχύοντος βάσει του ν. 4800/2021 άρθρου 1532 ΑΚ ορίζει ότι ” αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του ή αν ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε αυτό, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας ή οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου ή ο εισαγγελέας, να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο. Κακή άσκηση της γονικής μέριμνας συνιστούν ιδίως: α. η υπαίτια μη συμμόρφωση προς αποφάσεις και διατάξεις δικαστικών και εισαγγελικών αρχών που αφορούν το τέκνο ή προς την υπάρχουσα συμφωνία των γονέων για την άσκηση της γονικής μέριμνας, β. η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς, γ. η υπαίτια παράβαση των όρων της συμφωνίας των γονέων ή της δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και η με κάθε άλλο τρόπο παρεμπόδιση της επικοινωνίας, δ. η κακή άσκηση και η υπαίτια παράλειψη της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας από τον δικαιούχο γονέα, ε. η αδικαιολόγητη άρνηση του γονέα να καταβάλει τη διατροφή που επιδικάστηκε στο τέκνο από το δικαστήριο ή συμφωνήθηκε μεταξύ των γονέων, στ. η καταδίκη του γονέα, με οριστική δικαστική απόφαση, για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Το δικαστήριο, στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, δύναται να αφαιρέσει από τον υπαίτιο γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας ή την επιμέλεια, ολικά ή μερικά, και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο γονέα, καθώς επίσης να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο προς διασφάλιση του συμφέροντος του τέκνου. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή οι περιπτώσεις κακής άσκησης της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας του ανηλίκου που ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το κοινωνικό συμφέρον γενικότερα είναι: α) η παράβαση των καθηκόντων των γονέων, β) η καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος τους, γ) η αδυναμία τους να ανταποκριθούν σ’ αυτό. Όμως, απόλυτος εννοιολογικός διαχωρισμός των ως άνω περιπτώσεων κακής άσκησης της γονικής μέριμνας είναι ως επί το πλείστον ανέφικτος, αφού οι πιο πάνω περιπτώσεις αλληλοεπικαλύπτονται. Έτσι η κατάχρηση του γονικού λειτουργήματος αποτελεί ταυτοχρόνως και παράβαση των καθηκόντων του γονέα, που από αυτό (γονικό λειτούργημα) επιβάλλονται, για το λόγο δε αυτό ο νομοθέτης προέβη σε ενδιεκτική απαρίθμηση των υποθέσεων που δικαιολογούν την αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τον ένα γονέα και την ανάθεσή της στον άλλον. Καταχρηστική δε άσκηση του λειτουργήματος των γονέων συνιστά η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου κατά τρόπο αντίθετο ή μη εναρμονιζόμενο στο σκοπό του, με αποτέλεσμα να διακυβεύονται τα προσωπικά συμφέροντα του τέκνου. Η καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος της γονικής μέριμνας είναι δυνατόν να εκδηλωθεί με θετική ενέργεια δηλαδή με πράξη ή με παράλειψη άσκησης των καθηκόντων τους. Όμως, η κρίση για το αν συντρέχει κατάχρηση του δικαιώματος της γονικής μέριμνας θα πρέπει να στηριχθεί όχι σε μεμονωμένες πράξεις ή παραλείψεις του υποχρέου – δικαιούχου, αλλά σε μια εκτίμηση της συνολικής συμπεριφοράς του έναντι του τέκνου, εκτός εάν μια μεμονωμένη πράξη ή παράλειψη είναι τόσο βαριά, ώστε να αρκεί για να στηρίζει γενική (αρνητική) κρίση. Ειδικότερα, καταχρηστικά κατά τα ανωτέρω ασκείται η επιμέλεια τέκνου, αν ο έχων την επιμέλεια γονέας παραβαίνει τα καθήκοντα του εκ της επιμέλειας με κίνδυνο να επιφέρει ως συνέπεια βλάβη στην ψυχική ή σωματική ανάπτυξη του τέκνου (ΑΠ 537/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δέχθηκε τα εξής : Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 31-1-2010 στη …, από τον οποίο απέκτησαν ένα παιδί, τον Μ. Τ., ο οποίος γεννήθηκε την 11-3-2011, είναι ακόμη ανήλικος και κατά τον χρόνο συζήτησης των υποθέσεων φοιτά στη Β’ Δημοτικού. Ο γάμος έγινε με συνοικέσιο και προηγήθηκε πολύ σύντομη περίοδος γνωριμίας λίγων μηνών στα τέλη του έτους 2009. Οι διάδικοι και οι οικογένειές τους κινούνταν ανέκαθεν στους ίδιους εκκλησιαστικούς κύκλους και εμφορούνταν από τις ίδιες αντιλήψεις περί γάμου. Ως ένα βαθμό και οι δύο σύζυγοι αλλά κυρίως η σύζυγος εκλάμβαναν την έγγαμη συμβίωση μάλλον σαν ένα τρόπο αποκατάστασης και καταξίωσης στους εν λόγω κύκλους και απόκτησης τέκνων, παρά ως σχέση μεταξύ των συζύγων κατά πρώτο λόγο και ως δημιουργία μιας καινούργιας οικογένειας ανεξάρτητης από τις πατρικές εστίες των συζύγων. Αμφότεροι οι σύζυγοι είναι μέλη πολύτεκνων οικογενειών και υπηρετούν ως μόνιμα στελέχη στον Στρατό Ξηράς, ο Α. Τ. ως Υπαξιωματικός Διαβιβάσεων και η Ε. Δ. ως Αξιωματικός Οικονομικού και κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου ο πρώτος υπηρετούσε στον … και η δεύτερη στην …. Παρά την ηλικία της συζύγου (γεννήθηκε στις 13-4-1984), τις σπουδές και την εμπειρία ζωής που κατά τεκμήριο διέθετε προσερχόμενη σε γάμο, η σύζυγος δεν είχε απογαλακτισθεί από την πατρική της οικογένεια, αλλά ήταν ακόμη συναισθηματικά έντονα εξαρτημένη από τους οικείους της και ιδίως από την επιρροή της μητέρας της. Ο πατέρας δεν ήταν αδιάφορος για τη φροντίδα παιδί όσο διήρκεσε η έγγαμη συμβίωση, αλλά, όπως και η μητέρα ανέφερε στην ψυχολόγο Σ. Γ. (σελίδα 3 της από 2-3-2017 ψυχολογικής γνωμάτευσης), φρόντιζε, άλλαζε και τάιζε το μωρό. Η οικογένεια της συζύγου, όμως, ήθελε να ελέγχει τη ζωή της, εκλαμβάνοντας εσφαλμένως τον έλεγχο σαν βοήθεια και συμπαράσταση, αδιαφόρως εάν η ίδια χρειαζόταν τέτοια βοήθεια ή μπορούσε αυτοδύναμα και με την προσφερόμενη από τον σύζυγό της συμπαράσταση να οργανώσει τη ζωή της. Χαρακτηριστικά περιστατικά εκδήλωσης της περί επιβολής επιθυμίας των γονέων ήταν η απόπειρα βάπτισης του ανηλίκου χωρίς την παρουσία του πατέρα και των συγγενικών αυτού προσώπων και η επιθυμία να βρίσκονται συνεχώς στο πλευρό της οπουδήποτε και αν υπηρέτησε ή βρέθηκε μετά τον γάμο της, μέχρι του σημείου να την παραλαμβάνουν από κατοικία της οικογένειας του συζύγου της στον …, να προσέρχονται από τη … στην οικογενειακή οικία στην … κατά τις ημέρες που ο σύζυγος εκτελούσε υπηρεσία και άφηνε τη σύζυγο μόνη στο σπίτι, ακόμη χειρότερα δε, να μετακομίζουν τα πράγματά της, μεταβαίνοντας χωρίς συνεννόηση με τον σύζυγο από την … τον Σεπτέμβριο του 2010, ενώ ακόμη δεν είχε συμπληρωθεί ένα έτος έγγαμης συμβίωσης. Με τέτοιες ενέργειες οι δύο σύζυγοι δεν είχαν χρόνο να προσαρμοσθούν στη νέα γι’ αυτούς έγγαμη ζωή. Η Ε. Δ. δεν αντέδρασε και δεν εκδήλωσε δική της θέληση, αλλά ταυτίσθηκε κατά πάντα με τη θέληση των γονέων της. Εκτός από τη συναισθηματική εξάρτηση και μάλλον ως αιτία επιτάσεως αυτής, προκύπτει ότι η σύζυγος πάσχει από απροσδιόριστο νόσημα, επιμελώς λανθάνον λόγω της ιδιότητάς της, με χαρακτηριστικά είτε κάποιας μορφής επιληψίας είτε χρόνιας κατάθλιψης. Πράγματι, υπάρχουν ενδείξεις εκδήλωσης σπασμών χωρίς άλλη αιτιολογία λίγο μετά τον τοκετό (βλ. την από 3-1-2018 κατάθεση της αυτόπτη Ε. Β. ενώπιον της Ανακρίτριας του Στρατοδικείου Λάρισας), αλλά και χρόνιας κατάθλιψης που εκδηλώθηκε κατά τις σπουδές. Αδιαφόρως ακριβούς διαγνώσεως, ήδη από την αρχή της έγγαμης συμβίωσης, η σύζυγος παρουσίασε έλλειμμα στις κοινωνικές της σχέσεις και της χορηγήθηκε από ψυχίατρο φαρμακευτική αγωγή την οποία όμως δεν ελάμβανε, όπως και η ίδια παραδέχθηκε (βλ. την από 30-1-2017 έκθεση παιδοψυχιατρικής εκτίμησης υπηρετούντων στο Τζάνειο Νοσοκομείο, ως Διευθυντή-Παιδοψυχιάτρου και ως Παιδοψυχιάτρου αντιστοίχως, Θ. Κ. και Φ. Ρ., κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας) και παρακολουθούσε συνεδρίες ψυχοθεραπείας στον ψυχίατρο και πρεσβύτερο Σ. Κ., τον οποίο είχε επισκεφθεί και μαζί με τον σύζυγό της (βλ. την από 11-3-2017 βεβαίωσή του), για να λάβει και ο τελευταίος τις απαραίτητες συμβουλές περί του τρόπου συμπαράστασης στη σύζυγό του. Η έγγαμη συμβίωση, προβληματική εξ αρχής αλλά ιδίως μετά τη γέννηση του ανηλίκου, υπό τα ανωτέρω δεδομένα των συνεχών παρεμβάσεων της οικογένειας της συζύγου και της νοσηρής αβουλίας της ιδίας, χωρίς ίσως να λείπουν και κάποιοι αδέξιοι λόγοι και συμπεριφορές του πατέρα και του συγγενικού περιβάλλοντος του, στους οποίους η σύζυγος προσέδωσε μεγαλύτερες από ό,τι έπρεπε διαστάσεις, διήρκεσε αρχικά μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2011 και επαναλήφθηκε τον Αύγουστο του 2012 σε μια προσπάθεια διάσωσης του γάμου, για να διακοπεί πλέον οριστικά στο τέλος του 2012. Με την υπ’ αριθμ. 135/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας (ειδικής διαδικασίας γαμικών διαφορών), κατόπιν αγωγής της συζύγου, κηρύχθηκε εν τέλει η λύση του γάμου με διαζύγιο λόγω υπερδιετούς διάστασης. Δυνάμει της από 4-3-2013 προσωρινής διαταγής, η οποία χορηγήθηκε κάτω από την υπ’ αριθμ. 253/2013 πράξη ορισμού συζήτησης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας (ειδικής διαδικασίας) και την από 27-2-2013 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων επικοινωνίας του Α. Τ. και των γονέων του, ρυθμίσθηκε η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του πατέρα. Ακολούθησε η υπ’ αριθμ. 499/20-5-2013 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει της οποίας, αφού οι απώτεροι ανιόντες παραιτήθηκαν από το δικόγραφο σε ένδειξη καλής θελήσεως και σε συνεκδίκαση της ανωτέρω αίτησης με αντίθετη αίτηση της Ε. Δ. (υπ’ αριθμ. κατ. …2013), ανατέθηκε προσωρινώς στη μητέρα η επιμέλεια του ανηλίκου, καθορίσθηκε προσωρινώς η καταβλητέα από τον πατέρα διατροφή και ρυθμίσθηκε προσωρινώς ο τρόπος άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας. Οριστικώς πλέον ρυθμίσθηκε η επικοινωνία με την υπ’ αριθμ. 160/10-3-2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, η οποία επίσης εκδόθηκε συναινούντων των γονέων. Από τον Οκτώβριο του 2015 και έως τον Αύγουστο του 2017 η μητέρα μετατέθηκε και υπηρέτησε στην Αθήνα, όπου την ακολούθησαν και οι γονείς της και εκεί διεξαγόταν η επικοινωνία με τον υπηρετούντα στην … πατέρα, όχι χωρίς προβλήματα, διότι υπήρξαν περιπτώσεις στις οποίες η μητέρα μετέβαινε στη Λάρισα χωρίς να ενημερώσει τον πατέρα, ο οποίος άπρακτος κατέβαινε στην Αθήνα χωρίς να επικοινωνήσει με τον ανήλικο γιο του. Όταν αυτό δεν συνέβαινε, η επικοινωνία ελάμβανε χώρα είτε στη Λάρισα στο σπίτι των γονέων του πατέρα είτε στον Πειραιά στο σπίτι του ενός αδελφού του πατέρα. Πάντοτε, δηλαδή, σε προστατευμένο και ανοικτό περιβάλλον, με παρουσία και τρίτων προσώπων διαφόρων ηλικιών (γονέων και αδελφών, συζύγων αδελφών και ανίψια του πατέρα). Η προς τον ανήλικο φροντίδα στη διάρκεια της επικοινωνίας με τον πατέρα ήταν επαρκής ως προς τη διατροφή και τη χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων σε περίπτωση ασθενείας. Δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός της μητέρας ότι ο πατέρας δεν φρόντιζε επαρκώς τον ανήλικο ή ότι η διατροφή του ήταν ελλιπής. Περαιτέρω, την περίοδο μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου του έτους 2016, η μητέρα κατήγγειλε περιστατικά κακοποίησης του ανηλίκου, αρχικά σωματικής και κατόπιν και γενετήσιας, από τον πατέρα και τους οικείους του. Οι καταγγελίες κλιμακώθηκαν μεταξύ 26-5-2016 με την επίδοση προς τον πατέρα της από 22-5-2016 εξώδικης δήλωσης και 12-7-2016 με την υποβολή έγκλησης από τη μητέρα εις βάρος του πατέρα στη Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής. Ενδιαμέσως, η μητέρα προέβη και σε καταγγελίες στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας και στον Εισαγγελέα του Στρατοδικείου Λάρισας. Με την από 22-5-2016 εξώδικη δήλωσή της, την οποία απηύθυνε στον πρώην σύζυγό της και πατέρα του ανηλίκου, η μητέρα διαμαρτυρήθηκε για ψυχολογική και σωματική παραμέληση του ανηλίκου εκ μέρους του πατέρα στη διάρκεια της επικοινωνίας και εκτός των άλλων για “κάψιμο από τσιγάρο στο πάνω μέρος του βραχίονα” και ξυλοδαρμό με γροθιές στο κεφάλι από τον πατρικό θείο Θ. Τ.. Παρά τη διαμαρτυρία αυτή, όμως, η μητέρα εξακολούθησε να παραδίδει το παιδί για επικοινωνία και δεν μερίμνησε για την απεικόνιση των υποτιθέμενων τραυμάτων ή για την έγκαιρη και επίκαιρη ιατρική ή ιατροδικαστική εξέταση του ανηλίκου. Αυτό οφείλεται και εξηγείται από το γεγονός ότι η ως άνω εξώδικη δήλωση ήταν απλώς μια απάντηση στην από 2-11-2015 και με αριθμό κατάθεσης 796/2015 αγωγή του πατέρα και των γονέων του, η οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη μητέρα με καθυστέρηση, μόλις στις 11-4-2016. Δεν αποδείχθηκε σωματική κακοποίηση με χειροδικίες ή με την εκ προθέσεως πρόκληση εγκαυμάτων με τσιγάρο ή με άλλο τρόπο εις βάρος του ανηλίκου, είτε από τον πατέρα είτε από τους συγγενείς του πατέρα. Στη μεταγενέστερη με ημερομηνία 12-7-2016 γνωμάτευση του ιδιώτη Ιατροδικαστή Κ. Α., τον οποίο επισκέφθηκαν η μητέρα και η μητρική γιαγιά με τον ανήλικο στις 21-6-2016, αναφέρεται ως εύρημα σχετικό με έγκαυμα η “Ερυθρότητα και υπερδιέγερση επιδερμίδος στην πρόσθια / επιφάνεια της αριστερής ποδοκνημικής, σχετικής συμβατότητας με έγκαυμα προκληθέν από στάχτη σιγαρέτου”. Επίσης, γίνεται αναφορά σε: “Εκδορά κάτω χείλους δεξιά μήκους 2 εκ. περίπου, διάσπαρτες εκδορές και βαθυέρυθρες εκχυμώσεις πρόσφατης ηλικίας έως τριών ημερών άνω και κάτω άκρων, δύο βαθυέρυθρες νομισματοειδείς εκχυμώσεις σε αμφότερες τις οσφυϊκές χώρες ηλικίας τριών ημερών περίπου συμβατές με αναφερόμενη πυγμή, λίαν πρόσφατη εκδορά εκ προστριβής στην πρόσθια επιφάνεια της δεξιάς κατά γόνυ αρθρώσεως μήκους 3 εκ. περίπου”. Τα ευρήματα της αντικειμενικής εξέτασης ως προς το έγκαυμα δεν ήταν απολύτως, αλλά μόνο σχετικώς συμβατά με τον τρόπο σωματικής κακοποίησης που κατήγγειλε η μητέρα, και επί πλέον αποδόθηκε σε στάχτη και όχι σε εκ προθέσεως πρόκληση εγκαύματος, η οποία ασφαλώς θα είχε προκαλέσει εντελώς διαφορετική κλινική εικόνα στην πάσχουσα επιφάνεια του σώματος του ανηλίκου. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά στις άλλες κακώσεις τύπου εκχυμώσεων, οι οποίες ανάγονται σε πρόσφατο χρόνο κατά τον οποίο είχε λάβει χώρα επικοινωνία του ανηλίκου με τον πατέρα (διήμερο 18 και 19 Ιουνίου 2016) και όχι προ μηνός εις τρόπον ώστε να επιβεβαιώνουν τα καταγγελλόμενα στην από 22-5-2016 εξώδικη δήλωση και, επίσης, δεν είναι μορφής και έντασης τέτοιας ώστε να προκλήθηκαν από ενήλικα άτομα, τα οποία είχαν προκαλέσει πολύ εντονότερες και σοβαρότερες σωματικές βλάβες με γροθιές. Επομένως, οι εις βάρος του πατέρα και των συγγενικών αυτού προσώπων δεν είναι βάσιμες. Περαιτέρω, μετά την επικοινωνία του πατέρα με τον ανήλικο τις ημέρες Σάββατο και Κυριακή 18 και 19 Ιουνίου 2016, η μητέρα και η μητρική γιαγιά ισχυρίζονται ότι ο ανήλικος εμφάνισε νωθρότητα και καταβολή και ότι στις σχετικές ερωτήσεις αποκάλυψε περιστατικά ασελγών πράξεων τις οποίες είχαν τελέσει εις βάρος του ο πατέρας και οι θείοι της πατρικής πλευράς, ότι δηλαδή ο πατέρας και οι θείοι “βάζουν την ουρίτσα τους [εννοώντας το γεννητικό όργανό τους] στο στόμα του και κατουράν [εννοώντας ότι εκσπερματώνουν]”. Στον ιατροδικαστή Κ. Α., κατά την επίσκεψη στο ιατρείο του στις 21-6-2016, ο ανήλικος ανέφερε, κατά μεταφορά του ιατρού, ότι ο πατέρας του, όταν βρίσκονται κατ’ ιδίαν, τοποθετεί το πέος του (ουρίτσα) στο στόμα του και πολλάκις έχει ουρήσει μέσα στη στοματική κοιλότητα και του ζητείται να ουρήσει στο στόμα του πατέρα του, καθώς και ότι για τον ένα αδελφό του πατέρα αναφέρει τα ίδια όπως και για τον πατέρα και για τον άλλον ότι έχει τοποθετήσει τον ανήλικο πρηνηδόν και έβαλε το πέος του στον πρωκτό και στις γλουτιαίες χώρες. Ωστόσο, σύμφωνα με τη γνωμάτευση του Κ. Α., δεν προέκυψαν κακώσεις γεννητικών οργάνων ή στοιχεία γενετήσιας πράξης, αλλ’ αντιθέτως ο ανωτέρω γνωματεύει ότι δεν βρέθηκαν στοιχεία αδιαμφισβήτητης γενετήσιας κακοποίησης του ανηλίκου και παρέπεμψε για περαιτέρω παιδοψυχιατρική εξέταση. Η εν λόγω γνωμάτευση ενέχει αντικειμενικότητα και αξιοπιστία, διότι συντάχθηκε βάσει κλινικής εξέτασης και από ιατρό της επιλογής της μητέρας σε χρόνο εγγύς του υποτιθέμενου χρόνου γενετήσιας κακοποίησης του ανηλίκου. Λίγο μετά την επίσκεψη στον ως άνω ιατροδικαστή, η μητέρα υπέβαλε στον Εισαγγελέα του Στρατοδικείου Λάρισας την από 1-7-2016 αναφορά και ζήτησε να απαγορευθεί στον πατέρα η επικοινωνία με τον ανήλικο, η οποία, βάσει των συμφωνηθέντων, επρόκειτο να ξεκινήσει την ίδια εκείνη ημέρα. Ήδη προηγουμένως, με την από 7-6-2016 αίτησή της, την οποία ενεχείρισε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Λάρισας, η μητέρα επικαλέσθηκε σωματικές κακώσεις και διαμονή του ανηλίκου σε ακατάλληλο οίκημα στον… κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών (ζητήματα περί των οποίων είχε ήδη κάνει λόγο στην από 22-5-2016 εξώδικη δήλωση) και ζήτησε να επιληφθεί του ζητήματος η αρμόδια Κοινωνική Υπηρεσία. Η σχετική παραγγελία δόθηκε και πραγματοποιήθηκε αιφνιδιαστική επίσκεψη και έρευνα στην οικία Τ. στη Λάρισα. Σε τηλεφωνική επικοινωνία της κοινωνικής λειτουργού Β. Δ. στις 6-7-2016 και με πρωτοβουλία αυτής, η μητέρα, αν και ήδη θορυβημένη και από τις εν τω μεταξύ υποτιθέμενες αναφορές του ανηλίκου περί γενετήσιας κακοποίησής του, αρνήθηκε να συνεργασθεί για τη σύνταξη της έκθεσης κοινωνικής έρευνας. Μάλιστα, στην από 1-8-2016 συνταχθείσα έκθεση της κοινωνικής λειτουργού αναφέρεται ότι κατά την τηλεφωνική συνομιλία τους η μητέρα απαντούσε καθ’ υπαγόρευση τρίτου προσώπου, επιβεβαιώνοντας έτσι τον άβουλο και αδύναμο χαρακτήρα της. Παρά την αυθαίρετη και αδικαιολόγητη άρνηση συνεργασίας με την κοινωνική λειτουργό, στις 12-7-2016 η μητέρα με τον ανήλικο και για άλλη μια φορά μαζί με τη μητρική γιαγιά, προσήλθαν στη Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής και κατήγγειλαν τον πατέρα και τους θείους του ανηλίκου για τέλεση ασελγών πράξεων εις βάρος του τελευταίου. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην από 12-7- 2016 ένορκη και επέχουσα θέση έγκλησης κατάθεσή της, η μητέρα, ευρισκόμενη σε πρόδηλη σύγχυση και αποδυναμώνοντας τη βασιμότητα των’ καταγγελλομένων, αναφέρει ως τόπο τέλεσης του γάμου την … και επίσης ότι το διαζύγιο “δεν έχει βγει ακόμα αλλά θα βγει μέσα στο 2016”, ενώ η απόφαση περί διαζυγίου είχε εκδοθεί στις 11-3-2015 και η ίδια είχε λάβει το υπ’ αριθμ. πρωτ. …-6-2016 πιστοποιητικό περί μη άσκησης ενδίκων μέσων. Μετά την υποβολή της έγκλησης, διορίσθηκε πραγματογνώμονας η Αστυνόμος Β’ (Υγειονομικού) Κ. Κ., η οποία συνάντησε τον ανήλικο και ακολούθως συνέταξε και υπέβαλε την από 12-7-2016 έκθεσή της, όπου επιβεβαιώνεται η “συγκεχυμένη πληροφόρηση και ενίοτε ήπια απροθυμία της μητέρας να δώσει λεπτομέρειες” για λήψη του ατομικού και κοινωνικού ιστορικού και κρίθηκε ότι δεν ήταν δυνατή η περαιτέρω λήψη κατάθεσης από τον ανήλικο περί των καταγγελλόμενων, αλλά αντιθέτως οι πληροφορίες σε σχέση με τα υπό διερεύνηση γεγονότα βρέθηκαν “εξαιρετικά συγκεχυμένες και με. πολλαπλές μεταβολές, προσθήκες και αφαιρέσεις”. Με την υπ’ αριθμ. πρωτ. …21-8-2016 έκθεση της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιώς, βάσει της από 12-7-2016 έγγραφης παραγγελίας της Διευθύνσεως Ασφαλείας και αφού εξετάσθηκε ο ανήλικος στις 15-7-2016, δεν διαπιστώθηκε κάτι από την εξέταση του πρωκτού, που να επιβεβαιώνει τις αναφορές που είχαν προηγηθεί. Επίσης, ανευρέθησαν “ουλές κυκλικού περίπου σχήματος συμβατές με εγκαύματα στα κάτω άκρα άμφω”, παρελθόντος μη προσδιορισθέντος χρόνου, αλλά οι ουλές αυτές δεν ταυτίζονται με τη βλάβη που αναφέρθηκε ως σχετικά συμβατή με έγκαυμα από στάχτη τσιγάρου στην παλαιότερη ιδιωτική γνωμάτευση του ιατροδικαστή Κ. Α. με ημερομηνία εξέτασης 21-6-2016, όπου ήταν εντελώς πρόσφατη η τελευταία επικοινωνία του πατέρα με τον ανήλικο. Η έλλειψη σωματικών βλαβών προερχομένων από σωματική ή γενετήσια κακοποίηση κατά την επικοινωνία του ανηλίκου με τον πατέρα και τους οικείους του, επιβεβαιώνεται, εκτός των ανωτέρω, και από την παιδίατρο του ανηλίκου Ζ. Π., η οποία τον παρακολουθούσε από τον Οκτώβριο 2015 έως και τον Ιούνιο 2016 (καθ’ ομολογία της μητέρας, μέχρι τις 31-5-2016) και στην από 9-8-2016 γνωμάτευση βεβαιώνει ότι δεν διαπίστωσε τραύματα, μώλωπες, αμυχές στον ανήλικο Μ. Τ.. Παράλληλα με τις ανωτέρω προανακριτικές διαδικασίες, με την από 7-7-2016 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (αρ. κατ. 161/12-7-2016) και συγχρόνως με την κατάθεση της υπ’ αριθμ. 245/2016 αγωγής της, η μητέρα ζήτησε την απαγόρευση της επικοινωνίας και την προσωρινή αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τον πατέρα και την ανάθεσή της στη μητέρα και χορηγήθηκε, πράγματι, στις 18-7-2016 προσωρινή διαταγή, διά της οποίας απαγορεύθηκε η ενάσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του πατέρα με τον ανήλικο. Στην από 30-1-2017 έκθεση παιδοψυχιατρικής εκτίμησης του Τζανείου Νοσοκομείου καταγράφεται η αντίδραση του ανηλίκου όταν, στη συνεδρία της 1315-12-2016 μεταξύ του ανηλίκου και του πατέρα του, το παιδί αναφέρει ότι θέλει να δει τον πατέρα του και τον αγκαλιάζει κατά τη συνάντησή τους, ερωτώμενος δε για τα περιστατικά της φερόμενης κακοποίησης, απαντά “πως νομίζει πως το σκέφτηκε”, ενώ και σε άλλη συνεδρία (11-1-2017) επιζητεί τη σχέση με τον πατέρα. Στην έκθεση διαπιστώνεται επίσης, το πρώτον επίσημα και σε δημόσιο έγγραφο, ότι ο ανήλικος “δεχόταν και υιοθετούσε τις παρεμβάσεις και τις ερμηνείες της [μητέρας] σε σχέση με τα περιγραφόμενα περιστατικά εκ μέρους του πατέρα” και προτείνεται η παρουσία και των δύο γονέων στη ζωή του παιδιού. Αυτό σημαίνει ότι, βάσει της έγκυρης και αντικειμενικής κρίσης και εμπειρίας ειδικών παιδοψυχιάτρων δημοσίου νοσοκομείου, δεν θεωρήθηκαν αληθή τα καταγγελλόμενα και δεν προτάθηκε ο αποκλεισμός του πατέρα από την επικοινωνία. Η από 2-3-2017 ψυχολογική γνωμάτευση της εδρεύουσας στο … ιδιωτεύουσας ψυχολόγου Σ. Γ., στην οποία προσήλθε ο ανήλικος συνοδευόμενος από τη μητέρα και τους γονείς της μητέρας στις 20-2-2017, καταγράφει περιγραφές γενετήσιων πράξεων μεταξύ του ανηλίκου και του πατέρα αλλά και τρίτων, στηριζόμενες όμως σε αφηγήσεις της μητέρας και των γονέων της, ενώ, όσα ευθέως ανέφερε ο ανήλικος στην ψυχολόγο, δεν είναι συμβατά με τα ευρήματα της πρόσφατης στις πράξεις εξέτασης του ιατροδικαστή Κ. Α., λαμβανομένου υπόψιν ότι ο ανήλικος επικοινώνησε με τον πατέρα για τελευταία φορά σε ελεύθερη επικοινωνία στις 18-19/6/2016 και σε απολύτως ελεγχόμενο περιβάλλον στο Τζάνειο Νοσοκομείο στις 13-12-2016. Η εκ μέρους της μητέρας και των οικείων αυτής προσώπων, ιδίως της πάντοτε παρούσας στις εξετάσεις και καταγγελίες μητέρας της (μητρικής γιαγιάς του ανηλίκου), υποβολή του ανηλίκου σε αφηγήματα περί δήθεν γενετήσιας κακοποίησης, αναδείχθηκε εναργώς στην από 30-11-2017 παιδοψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη της Δ. Α. η οποία διορίσθηκε από το παρόν Δικαστήριο, αλλά και κατά την ποινική προδικασία ενώπιον των Στρατιωτικών Δικαστικών Αρχών. Η παιδοψυχίατρος Δ. Α. πραγματοποίησε τέσσερις συνολικά συνεδρίες με τον ανήλικο και τους γονείς, παρόντων και τεχνικών συμβούλων των διαδίκων, και καταλήγει στην κρίση ότι αποδυναμώνονται οι περί κακοποίησης ισχυρισμοί του ανηλίκου. Στη συνεδρία της 18ης-10-2017 καταγράφεται χαρακτηριστικώς σε σχέση με την προκύπτουσα χειραγώγηση του ανηλίκου και τη στοχοποίηση του πατέρα και των οικείων του από το περιβάλλον της μητέρας, ότι ο ανήλικος συστήθηκε με το μητρικό επώνυμο, ως Α. Δ., όμως, παρά ταύτα, ήταν εμφανής η αγάπη του ανηλίκου για τον πατέρα του, έναντι του οποίου δεν αλλοιώθηκε η συμπεριφορά του, όπως θα συνέβαινε αν είχε υποστεί τις γενετήσιες πράξεις που του υπέβαλαν, ως προς τις οποίες, επιπλέον, ήταν ασαφής και αντιφατικός και ενέπλεξε και άλλα πρόσωπα, εκτός από τον πατέρα και τους πατρικούς θείους, και συγκεκριμένα τους γονείς του πατέρα και τις συζύγους των αδελφών του πατέρα Μ. και Ε. (συνεδρία από 23-11-2017). Μάλιστα, κατά τον χρόνο των συνεδριών (Οκτώβριος-Νοέμβριος 2017) είχε μεσολαβήσει περίοδος άνω των 15 μηνών, κατά την οποία δεν είχε λάβει χώρα ελεύθερη επικοινωνία του ανηλίκου με τον πατέρα του. Στην από 30-11- 2017 παιδοψυχιατρική έκθεση που συνέταξε σχετικώς, η Δ. Α. γνωματεύει ότι: “…η πληθώρα των πληροφοριών, οι διαφορετικές αξιολογήσεις που έχουν λάβει χώρα, οι πολλαπλές καταθέσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα, το μικρό της ηλικίας του παιδιού, η χρονική απόσταση από τα γεγονότα, η συμπεριφορά του παιδιού και η απουσία ειδικών ιατροδικαστικών ευρημάτων αποδυναμώνουν τους ισχυρισμούς του παιδιού”. Μετά την κύρια ανάκριση την οποία διενήργησε και περάτωσε με τυπικές κλήσεις η Ανακρίτρια του Στρατοδικείου Λάρισας κατόπιν της υπ’ αριθμ. …-στ’/19-9-2016 υποβλητικής αναφοράς της Διευθύνσεως Ασφαλείας που είχε στηριχθεί στην από Ιουλίου 2016 έγκληση της μητέρας, εκδόθηκε το με αριθμό 5/1-6-2018 βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου του Στρατοδικείου Λάρισας, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του Α. Τ. και των αδελφών του Θ. Τ. και Γ. Τ. για πράξεις βιασμού από κοινού, κατ’ εξακολούθηση και αποπλάνηση παιδιού κάτω των 12 ετών από κοινού και κατ’ εξακολούθηση και κατά μόνου του Α. Τ. για τις πράξεις της ασέλγειας μεταξύ συγγενών και της ενδοοικογενειακής απλής σωματικής βλάβης. Μετά την από 2-7-2018 έφεση του Αντεισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, η υπόθεση εισήχθη στο Δικαστικό Συμβούλιο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου και εκδόθηκε το με αριθμό 6/12-10-2018 βούλευμά του, δυνάμει του οποίου διατάχθηκε περαιτέρω ανάκριση προς εξέταση του ανηλίκου και λήψη απολογιών των κατηγορουμένων. Ο ανήλικος εξετάσθηκε στις 16-1-2019 παρουσία παιδοψυχιάτρου, ανάμεσα δηλαδή στην αρχική και στη μετά διακοπή συνεδρίαση του παρόντος Δικαστηρίου, και η έκθεση εξέτασής του προσκομίσθηκε και λαμβάνεται νομίμως υπόψιν. Στην κατάθεση αυτή, ο ανήλικος επαναλαμβάνει με μηχανικό τρόπο το ιστορικό της γενετήσιας κακοποίησής του, απαντώντας με υπεκφυγές στις επίμονες ερωτήσεις, και επίσης καταθέτει ότι ήταν παρόντες στις ασελγείς πράξεις ένα πλήθος συγγενών του πατέρα του, μεταξύ των οποίων οι σύζυγοι των αδελφών του πατέρα, οι γονείς του πατέρα και η σχεδόν συνομήλική του Φ., θυγατέρα του Θ. Τ.. Περαιτέρω, με την υπ’ αριθμ. 9/6-12-2018 διάταξη της Ανακρίτριας του Στρατοδικείου Λάρισας, διορίσθηκε πραγματογνώμονας ο παιδοψυχίατρος Κ. Ζ., ο οποίος, ομοίως, στην από 8-1- 2019 και εγχειρισθείσα στις 11-1-2019 έκθεσή του, αιτιολογημένα αποφαίνεται ότι: “… τα αναφερόμενα από τον Ά. δεν έχουν σχέση με βιώματα αλλά με νοητικές κατασκευές που εξυπηρετούν κάποιο βασικό σκοπό”. Επειδή οι χρήσιμες στην παρούσα δίκη ανακριτικές πράξεις, χάριν διενέργειας των οποίων διατάχθηκε η περαιτέρω κύρια ανάκριση, δηλαδή η εξέταση του ανηλίκου και η έκθεση παιδοψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, έχουν ολοκληρωθεί και προσκομίζονται (οι απολογίες των κατηγορουμένων δεν χρειάζονται, αφού όλους τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς προτείνει και αναπτύσσει πλήρως και στην παρούσα δίκη ο εκ των κατηγορουμένων Α. Τ.), δεν συντρέχει περίπτωση αναβολής μέχρι το πέρας της ποινικής δίκης και το σχετικό αίτημα της Ε. Δ. πρέπει να απορριφθεί. Βάσει όλων των ανωτέρω, καθώς και των διαμειφθέντων κατά την προσωπική επικοινωνία του δικαστή με τον ανήλικο μετά την οποία εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμ. 239 και 240/2017 μη οριστικές αποφάσεις (τα καίρια σημεία της επικοινωνίας εκτίθενται στο ιστορικό των αποφάσεων αυτών), αποδεικνύονται ότι στην πραγματικότητα συνέβησαν τα εξής. Επειδή η μητέρα δεν είχε τις σωματικές και ιδίως τις ψυχικές δυνάμεις για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις από την εργασία και από τη μητρότητα, επιθυμούσε διακαώς να αποφύγει την εκτός Λάρισας υπηρεσία και να επιστρέφει στη Λάρισα. Για να έχει τα υπηρεσιακά πλεονεκτήματα της μονογονεϊκής οικογένειας, δεν αρκούσε απλώς και μόνο η ανάθεση της επιμέλειας όπως είχε ήδη συμβεί με την υπ’ αριθμ. 160/2014 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά έπρεπε και να ασκεί μόνη αυτή τη γονική μέριμνα. Αρχικώς, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της υπ’ αριθμ. 796/2015 αγωγής με ημερομηνία σύνταξης 2-11-2015 (σελίδα 6), περί τον Νοέμβριο 2015, αφού μόλις είχε μετατεθεί σε υπηρεσία των Αθηνών (ΕΥΣΑ), προσέγγισε τον πρώην σύζυγό της, τον συνάντησε στη Λάρισα (στο …) και ευθέως του ζήτησε να της παραχωρήσει την αποκλειστική άσκηση της γονικής μέριμνας, προκειμένου να τύχει των ευεργετικών διατάξεων περί μονογονεϊκής οικογένειας. Ο πατέρας, αφού συμβουλεύθηκε τον δικηγόρο του και πρόσωπα της εμπιστοσύνης του, αρνήθηκε να συναινέσει σε τέτοια αποστέρηση της γονικής μέριμνας για λόγους αρχής και η μητέρα του απάντησε: “Θα δεις τι έχεις να πάθεις”. Το επόμενο χρονικό διάστημα και ιδίως μετά την επίδοση της υπ’ αριθμ. 796/2015 αγωγής με την οποία ζητήθηκε περαιτέρω ανάμειξη του πατέρα στα ζητήματα της επιμέλειας και επικοινωνία των απώτερων ανιόντων με τον ανήλικο, η μητέρα, με ενίσχυση και της μητρικής γιαγιάς, υπέβαλε στον ανήλικο ανύπαρκτα περιστατικά σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης, ο οποίος (ανήλικος), λόγω ηλικίας και ευάλωτης συναισθηματικής κατάστασης μετά το διαζύγιο των γονέων, ήταν ευεπίφορος στην υποβολή και χειραγώγηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η μητέρα και η μητρική γιαγιά έπραξαν ό,τι μπορούσαν και πέτυχαν να αφαιρεθεί από τον πατέρα η άσκηση της γονικής μέριμνας. Η χάριν αλλοτρίων σκοπών εργαλειοποίηση και χρησιμοποίηση ενός ανήλικου αγοριού ηλικίας πέντε μόλις ετών και η δι’ υποβολής ασελγών πράξεων μεταξύ συγγενών παραβίαση του ψυχικού κόσμου, της έμφυτης στοργής προς τον πατέρα και αυτής ταύτης της υπό διαμόρφωση γενετήσιας ταυτότητας του ανηλίκου, συνιστούν βαρείας μορφής παράβαση των καθηκόντων που επιβάλλει το λειτούργημα της γονικής μέριμνας και συγχρόνως καταχρηστική άσκησή της. Συγχρόνως, η ασθενής βούληση της μητέρας, η ισχυρή εξάρτησή της από τους γονείς και ιδίως από τη μητέρα της και η αδιάφορο ποιάς επακριβώς αιτιολογίας, αλλά πάντως υπαρκτή και ενεργή νόσος της, η οποία επιτείνει την εδραιωμένη συναισθηματική εξάρτηση, καταδεικνύουν ότι η μητέρα είναι επιπροσθέτως και ακατάλληλη προς άσκηση της γονικής μέριμνας. Αντιθέτως, ο πατέρας, προεχόντως ο ίδιος ως αυτόνομη προσωπικότητα, αλλά σε συνδυασμό και με το υποστηρικτικό περιβάλλον του (γονείς, αδέρφια και άλλοι εγγύς συγγενείς), είναι το πλέον κατάλληλο πρόσωπο για να του ανατεθεί αποκλειστικώς η άσκηση της γονικής μέριμνας και της περιεχόμενης σε αυτήν επιμέλειας του ανηλίκου. Επομένως, το συμφέρον του ανηλίκου επιβάλλει την αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τη μητέρα και την ανάθεσή της στον πατέρα. Η επί ικανό χρονικό διάστημα απομάκρυνση του ανηλίκου από τον πατέρα του, εξ αιτίας των ανυπόστατων υποβολιμαίων ισχυρισμών, δεν έχει ακόμη, ευτυχώς για όλους (παιδί και γονείς), καταστρέψει τη σχέση πατέρα και γιου, όπως διαφάνηκε στις κατά τι παλαιότερες συνεδρίες με την παιδοψυχίατρο Δ. Α. και στην πλέον πρόσφατη συνεδρία με τον παιδοψυχίατρο Κ. Ζ., καθώς και στην προσωπική επικοινωνία του Πρωτόδικη Η. Μ. με τον ανήλικο. Ως εκ τούτου, η μακρά αποστέρηση δεν αποτελεί εμπόδιο για την ανάθεση της γονικής μέριμνας στον πατέρα”. Στη συνέχεια το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της αναιρεσείουσας για την αφαίρεση της γονικής μέριμνας του ως άνω ανηλίκου τέκνου τους από τον αναιρεσίβλητο και δέχθηκε την αντίθετη αγωγή του και αφαίρεσε τη γονική μέριμνα απ’ αυτήν και την ανέθεσε στον αναιρεσίβλητο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο πράττοντας έτσι ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες εφαρμοσθείσες διατάξεις καθόσον τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά πληρούν το πραγματικό των νομικών εννοιών: 1) της κακής άσκησης εκ μέρους της αναιρεσείουσας του γονικού λειτουργήματος της απέναντι στο ανήλικο τέκνο της κατά τρόπο που αποπειράθηκε τη διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τελευταίου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και τη με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς, και 2) της ύπαρξης συμφέροντος στο πρόσωπο του ανήλικου, που δικαιολογεί την αφαίρεσή της απ’ αυτό και την ανάθεσή της στον αναιρεσίβλητο που έχει τα εχέγγυα της ορθής και ενδεδειγμένης ανατροφής και εποπτείας του ανηλίκου σε ελεύθερο περιβάλλον ανάπτυξης της ψυχοπνευματικής του οντότητας. Περαιτέρω, από τις ίδιες πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνων ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκαν, τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς ή αντιφατικές ή ενδοιαστικές αιτιολογίες, συνολικά εκτιμώμενες, καθώς το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον δεύτερο και τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ αντίστοιχα κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και οι λόγοι αυτοί αναίρεσης. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ.11 περ. γ ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να εκτιμήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, για την απόδειξη του οποίου ο διάδικος επικαλείται το φερόμενο ως αγνοηθέν αποδεικτικό μέσο, ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2008). Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική διαβεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα κατ’ είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, που υποβλήθηκαν νομίμως στην κρίση του, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 765/2014). Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο, στοιχειοθετείται ο από το άρθρο 559 αρ.11 περ. γ ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη έγγραφο, αλλά του προσέδωσε αποδεικτική βαρύτητα διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1047/2018, 569/2017, ΑΠ 967/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της ένδικης αίτησης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η εκ του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ ΚΠολΔ πλημμέλεια, συνιστάμενη στο ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα τα οποία νομίμως επικαλέσθηκε και προσκόμισε ενώπιόν του η αναιρεσείουσα και συγκεκριμένα α) τα πρόχειρα σημειώματα καταγραφής της επικοινωνίας με του ανηλίκου τέκνου με τον αναιρεσίβλητο, β) την υπ’ αριθμ. 210/2016 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων σχετική με τη μη παρεμπόδιση απ’ αυτήν της επικοινωνίας του ανηλίκου τέκνου με τον αναιρεσίβλητο, γ) πέντε ψυχολογικές εκτιμήσεις και εκτιμήσεις διαφόρων ψυχολόγων, δ) την από 27-3-2017 έκθεσης εξέτασης μάρτυρα, από τις οποία αποδεικνύεται ότι το ανήλικο τέκνο παρενοχλήθηκε σεξουαλικά από τον πατέρας του και τους θείους του, και ε) προσωπικά δελτία επαγγελματικής επίδοσης της αναιρεσείουσας και αντίγραφων βιβλιαρίων υγείας από το έτος 2011 που αποδεικνύουν ότι δεν πάσχει από κάποια ψυχική νόσο και ότι ουδέποτε νοσηλεύθηκε. Όμως, από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και τη ρητή διαβεβαίωση, που υπάρχει στο αιτιολογικό της, προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη, μεταξύ των άλλων αλλά και ” α) γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις, β) ένορκες και χωρίς όρκο μαρτυρικές καταθέσεις, έγγραφες εξηγήσεις και έγγραφα περιληφθέντα στην ενώπιον των αρμοδίων στρατιωτικών δικαστηρίων εκκρεμή ποινική δίκη, γ) όλα τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και οι επικαλούνται οι διάδικοι” και επομένως δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός, καθορίζοντας σύμφωνα με την αρχή της ηθικής απόδειξης (ΚΠολΔ 340) τη βαρύτητά του ή την επιρροή του στα αποδεικτέα θέματα. Επομένως ο τέταρτος λόγος της ένδικης αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τέλος, ο πρώτος λόγος της ένδικης αναίρεσης, με τον οποίον η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι στη σύνθεση του εκδόντος την αναιρεσιβαλομένη απόφαση επί της από 12-7-2016 αγωγής της, επί της οποίας εκδόθηκε προηγουμένως η υπ’ αριθμ. 240/2007 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που διέταξε πραγματογνωμοσύνη για τα εκεί αναφερόμενα αποδεικτέα ζητήματα, συμμετείχε άλλος δικαστής, κατά τη επακολουθήσασα συζήτηση μετά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, η οποία θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης, δίχως να αναφέρεται ο λόγος της αδυναμίας συμμετοχής του δικαστή που εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 240/2007 απόφαση επανάληψης της συζήτησης με συνέπεια να παραβιάζεται η παρ. 3 του άρθρου 254 ΚΠολΔ, κατά την οποίαν η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή, εκτός αν αυτό είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο, συνακόλουθα δε ότι συντρέχει ο υπ’ αριθμ. 2 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (αν το δικαστήριο δεν είχε τη νόμιμη σύνθεση), και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός προσήκει μόνον στην εκδίκαση της αγωγής της, η οποία αυτή και μόνη διήλθε τα ως άνω δύο δικονομικά στάδια της αρχικής συζήτησης και της κατ’ επανάληψης συζήτησης τη δικάσιμο κατά την οποίαν συνεκδικάστηκε με την αντίθετη από 17-10-2018 αγωγή του ενάγοντος τέως συζύγου της, η οποία εισήχθη προς συζήτηση μία μόνον φορά, εν όψει του ότι η αυτοτέλεια των δύο εννόμων σχέσεων δικών διατηρείται κατά τη διατασσόμενη από το δικαστήριο κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ συνεκδίκαση δύο αγωγών, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής (ανεξάρτητα από το ότι είναι εριζόμενο στη νομολογία, βλ. αρνητ. ΑΠ 535/2016, 1126/2019, καταφ. ΑΠ 1095/2020, 428/2020). Διότι ήδη, εφόσον απορρίπτεται η ένδικη αναίρεση για τους προαναφερθέντες λόγους κατά της ως άνω απόφασης με την οποίαν αφαιρέθηκε η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου από την εναγόμενη μητέρα και ανατέθηκε στον ενάγοντα πατέρα και εν όψει του ότι υπάρχει ταυτότητα του αντικειμένου της ως άνω δίκης που ανάγεται στο εριζόμενο ζήτημα από ποιον θα αφαιρεθεί η γονική μέριμνα και σε ποιον θα ανατεθεί η αποκλειστική γονική μέριμνα, έχει ήδη διαπλαστεί η έννομη σχέση αμετακλήτως μεταξύ των ως άνω διαδίκων με την ανάθεση της αποκλειστικής γονικής μέριμνας στον αναιρεσίβλητο, όμοια όπως αν είχε ασκηθεί μία αγωγή μεταξύ των διαδίκων για το ως άνω ζήτημα όπου η αποδοχή της για τον ενάγοντα συνεπάγεται για τον εναγόμενο ότι δεν θα μπορούσε να ασκήσει αντίθετη αγωγή για την αναγνώρισή του ως δικαιούχου του ουσιαστικού δικαιώματος λόγω δεδικασμένου.
Συνεπώς η ένδικη αναίρεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του παραβόλου των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ, που καταβλήθηκε από την αναιρεσείουσα, στο Δημόσιο Ταμείο. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις θα επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης κατά της υπ’ αριθμ. 311/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Νοεμβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Δεκεμβρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :