Αριθμός 597/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου – Εισηγήτρια και Μαριάνθη Παγουτέλη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 8 Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βιργινίας Σακελλαροπούλου, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου R. ή P. R. M. P. του V. ή του I., κρατουμένου στο Κ.Κ. Κορυδαλλού, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Αναγνωστοπούλου, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 578/2021 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Ιουλίου 2021, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 16.07.2021 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 6403/2021, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 867/2021.
Αφού άκουσε Την Εισαγγελέα η οποία πρότεινε να απορριφθεί και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 14-7-2021 αίτηση του R. ή Ρ. R. M. P. του V. ή Ι. , κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, ασκηθείσα με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 16-7-2021, για αναίρεση της 578/2021 καταδικαστικής απόφασης του δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 462 παρ. 1β, 464, 466 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 4, 504 § 1, 505 § 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ ) και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.
Στο άρθρο 2 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ ορίζεται, ότι “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι τροποποιείται η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον”. Επιεικέστερος είναι ο νόμος, που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολο του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι’ αυτόν, δεν αποκλείεται δε σε συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται αφενός ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 ΠΚ, “Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) που επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται στα άρθρα …380 (ληστεία )…,όπως επίσης περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται στη νομοθεσία περί ναρκωτικών, όπλων, εκρηκτικών υλών… “. Κατά την αντίστοιχη διάταξη του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ (ν. 4619/2019), ” Όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση τριών ή περισσότερων προσώπων, που επιδιώκει την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή”. Από τη σύγκριση των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 του νέου ΠΚ είναι δυσμενέστερη ως προς το ύφος της απειλούμενης ποινής, αφού πέραν της απειλούμενης, και από τις δύο διατάξεις, ποινή κάθειρξης έως δέκα ετών προσθέτει και τη χρηματική ποινή, ενώ ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της πράξης είναι εν μέρει δυσμενέστερη, αφού για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αρκεί η επιδίωξη τέλεσης οποιουδήποτε κακουργήματος και όχι ορισμένων που αναφέρονται στην αντίστοιχη διάταξη του προϊσχύσαντος ΠΚ και εν μέρει ευμενέστερη, αφού για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος α) δεν αρκεί η συγκρότηση ή ένταξη σε ” δομημένη ομάδα” αλλά απαιτείται η συγκρότηση ή ένταξη σε “επιχειρησιακά δομημένη οργάνωση ” και β) δεν αρκεί η οργάνωση να έχει οποιαδήποτε διαρκή δράση αλλά απαιτείται να διακρίνεται για διαρκή εγκληματική δράση. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4619/2019, ως “επιχειρησιακή” νοείται η δομή ομάδας, της οποίας τα μέλη αναλαμβάνουν διακριτούς και αλληλοϋποστηρισμένους ή αυτοτελείς ρόλους ή διακριτούς και συνδυασμένους ή ανεξάρτητους στόχους, με σκοπό να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους είτε ατομικά είτε στο πλαίσιο της συλλογικής τους δράσης, ανεξαρτήτως της γνώσης εκάστου για τα συγκεκριμένα καθήκοντα των άλλων ή και για τον συγκεκριμένο σε κάθε περίπτωση στόχο της οργάνωσης. Με τον όρο αυτό αποδίδεται επίσης ο “πραγματοπαγής” χαρακτήρας της οργάνωσης, που τη διακρίνει σαφώς από τις ομάδες με προσωποπαγή δομή, η επικινδυνότητα των οποίων είναι σαφώς μειωμένη, όπως και η εμβέλεια της εγκληματικής τους δράσης. Ο όρος αυτός θεωρείται ως το πιο ουσιαστικό στοιχείο διαφοροποίησης των εγκληματικών οργανώσεων από τις απλές συμμορίες.
Συνεπώς, στην προκείμενη περίπτωση που η ένδικη πράξη της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση φέρεται ότι τελέστηκε σε χρόνο που ίσχυε ο προϊσχύσας Π Κ και δικάστηκε σε χρόνο κατά τον οποίο ίσχυε ο νέος Π Κ, εφαρμοστέες ως ευμενέστερες ,ως προς τα ανωτέρω α και β στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της πράξης, είναι οι διατάξεις του νέου Π Κ ,ενώ ως προς την ποινή αυτές του προϊσχύσαντος Π Κ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 Π Κ.
Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε’ του Κ.Π.Δ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε1 του Κ.Π.Δ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης 578/4-6-2021, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, που την εξέδωσε δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση για την πράξη της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, ως προς την οποία και μόνο προσβάλλεται η ανωτέρω απόφαση με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, δέχθηκε στο σκεπτικό της, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά πιστή αντιγραφή, τα εξής:
“Την 31-7-2001 περιήλθαν στην Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής πληροφορίες ότι σε διαμέρισμα επί της οδού … διαμένει άτομο με το όνομα “Δ.” που διακινεί όπλα και ναρκωτικά, πράγμα το οποίο και διαπιστώθηκε μετά από σχετική έρευνα της άνω Υπηρεσίας. Ειδικότερα, κατά την έρευνα αυτήν βρέθηκε στο διαμέρισμα ο Δ. Π. , ο οποίος διέμενε εκεί, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι τα όπλα και τα ναρκωτικά που βρέθηκαν εκεί ανήκαν στον Κ. Π. και στον κατηγορούμενο, τους οποίους φιλοξενούσε στο σπίτι του το τελευταίο δίμηνο. Την 23:00 ώρα της 31-2-01 εμφανίστηκε στο διαμέρισμα ο Κ.Π. με περούκα και γυαλιά κρατώντας όπλο, πλην όμως διέφυγε τη σύλληψη από τους αστυνομικούς που περίμεναν εκεί. Ο κατηγορούμενος επισκέπτονταν και διέμενε περιστασιακά την οικία αυτή, της οποίας είχε κλειδί, μάλιστα είχε αποκρύψει εκεί επιμελώς χρήματα που αποτελούσαν προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας, τα οποία κατασχέθηκαν. Κατά τη διενέργεια από αστυνομικά όργανα έρευνας στην εν λόγω οικία που έγινε την 1-8-2001 διαπιστώθηκε ότι εκεί ήταν κρυμμένα τα αναφερόμενα στο διατακτικό όπλα και πυρομαχικά, καθώς και άλλα αντικείμενα (ασύρματοι και σημειώσεις με τις συχνότητες της αστυνομίας, βιβλία με οδηγίες για τη συναρμολόγηση όπλων, περούκες, κουκούλες, γάντια, χειροπέδες, κόφτης σιδήρων), που χρησιμοποιούνταν από τους ανωτέρω για τη διάπραξη κακουργημάτων (ληστειών). Τα ανωτέρω καταδεικνύουν ότι η ως άνω οικία είχε καταστεί έδρα της εγκληματικής οργάνωσης. Επίσης στον καναπέ της οικίας, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν ένας γεμιστήρας πιστολιού, δύο μικροί φορητοί ασύρματοι, ένα μαύρο κράνος και ένα σακβουαγιάζ τύπου POLO με μικρή τρύπα στο πλαϊνό μέρος που προέκυψε από την έκρηξη δύο μηχανισμών έκρηξης και καταστροφής χαρτονομισμάτων, οι οποίοι ήταν τοποθετημένοι σε δεσμίδες χαρτονομισμάτων 10.000 δραχμών και περιείχαν χρωματισμένα κόκκινα χαρτονομίσματα που κατασχέθηκαν επίσης. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 10-2-2001 μέχρι 1-8-2001 εντάχθηκε σε εγκληματική οργάνωση που είχε συγκροτήσει ο Κ. Π. ς και αποτελείτο από αυτούς και άλλα άγνωστα άτομα, με έδρα την άνω οικία όπου αποθήκευαν όπλα, πυρομαχικά, βιβλία με οδηγίες για τη συναρμολόγηση όπλων, τα προϊόντα της εγκληματικής τους δραστηριότητας, δηλαδή χρήματα από ληστείες και εμπόριο ναρκωτικών ουσιών, ασύρματοι και σημειώσεις με τις συχνότητες της Αστυνομίας, περούκες, κουκούλες, γάντια, χειροπέδες, κόφτης σιδήρων, σκοπός δε αυτών ήταν η διάπραξη κακουργημάτων και μάλιστα αυτών της διακεκριμένης κατοχής όπλων και πυρομαχικών, της εμπορίας ναρκωτικών ουσιών από δράστες ιδιαίτερα επικίνδυνους, της ληστείας”. (Ακολουθεί η αιτιολογία για την πράξη της διακεκριμένης κατοχής όπλων και πυρομαχικών από κοινού με σκοπό τον εφοδιασμό ομάδος για τη διάπραξη κακουργημάτων).
Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, ένοχο για την πράξη της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, ως και γι’ αυτήν της διακεκριμένης κατοχής όπλων και πυρομαχικών , για την οποία δεν προσβάλλεται η απόφαση, και του επέβαλε ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών για την πρώτη πράξη και ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών για τη δεύτερη και συνολική ποινή κάθειρξης εννέα (9) ετών, με το ακόλουθο διατακτικό για την πρώτη πράξη:
“Κηρύσσει τον παραπάνω κατηγορούμενο ένοχο του ότι:
Στην Αθήνα σε μη επακριβώς οριζόμενο χρόνο όμως κατά το χρονικό διάστημα από 16- 2-2001 έως 1-8-2001 εντάχθηκε ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από περισσότερα των τριών ατόμων, με την οποία επεδίωκαν τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 380 ΠΚ (ληστεία) και στη νομοθεσία περί όπλων και ναρκωτικών. Συγκεκριμένα εντάχθηκε σε ομάδα με άγνωστη ιεραρχική δομή, η οποία αποτελείτο από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, τον Κ. Π. και άλλα άγνωστα άτομα, η οποία είχε έδρα την επί της οδού … οικία, την οποία χρησιμοποιούσαν ως κρησφύγετο , την επισκέπτονταν συχνά και εκεί οργάνωναν τη διάπραξη κακουργημάτων, αποθήκευαν εκεί όπλα, πυρομαχικά, βιβλία για τη συναρμολόγηση όπλων, τα προϊόντα των εγκληματικών τους δραστηριοτήτων, δηλαδή χρήματα από ληστείες και εμπόριο ναρκωτικών ουσιών, ασυρμάτους και σημειώσεις με τις συχνότητες της αστυνομίας για να παρακολουθούν τις κινήσεις της αστυνομίας με σκοπό την άνετη και χωρίς προβλήματα διακίνηση και δράση των μελών της ομάδας, τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούσαν κατά την εγκληματική τους δραστηριότητα, ήτοι περούκες και κουκούλες, γάντια, χειροπέδες, κόφτη σιδήρων (ψαλίδα), σκοπός δε της ομάδας ήταν η διάπραξη των κακουργημάτων της διακεκριμένης κατοχής όπλων και πυρομαχικών ,ως και αγοράς και κατοχής από κοινού ναρκωτικών ουσιών για διακίνηση, με σκοπό την εμπορία, από δράστες ιδιαίτερα επικίνδυνους, της ληστείας καθώς και άλλων κακουργημάτων μη καθορισθέντων ειδικότερα”.
Με τις ανωτέρω παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ,που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε, ότι κατά το χρονικό διάστημα από 16-2-2001 μέχρι 1-8-2001, ο κατηγορούμενος εντάχθηκε ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα, με άγνωστη ιεραρχική δομή, αποτελούμενη από τον κατηγορούμενο, τον Κ. Π. και άλλα άγνωστα άτομα, η οποία είχε μόνιμη έδρα την επί της οδού … οικία, την οποία χρησιμοποιούσαν ως κρησφύγετο, την επισκέπτονταν συχνά, αποθήκευαν όπλα και πυρομαχικά, βιβλία για συναρμολόγηση όπλων , τα προϊόντα της εγκληματικής τους δράσης κλπ. Από τις παραδοχές αυτές προκύπτει, ότι το ανωτέρω Δικαστήριο για τη θεμελίωση της καταδικαστικής του κρίσης, εσφαλμένα εφάρμοσε, ως προς τα προαναφερόμενα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της πράξης, τη δυσμενέστερη διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Π Κ, δεχθέν ότι αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος εντάχθηκε σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, την ευμενέστερη αντίστοιχη διάταξη του νέου ΠΚ , σύμφωνα με την οποία απαιτείται απόδειξη ένταξης σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση. Εξάλλου η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης ρητά αναφέρεται στη σελ. 36 της απόφασης ,στην οποία εκτίθεται ότι η ένδικη πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος προβλέπεται και τιμωρείται “από τη διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 του ισχύσαντος πριν την 1-7-2019 Π Κ, όπως ίσχυε από 27-6-2001 μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 1 του ν. 2928/2001”, ενώ από τις προπαρατεθείσες παραδοχές δεν μπορεί να συναχθεί ότι πρόκειται για ένταξη σε επιχειρησιακά δομημένη οργάνωση, αφού ουδέν παρατίθεται για την ανάληψη ρόλων από τα μέλη με σκοπό να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους, στοιχείο απαραίτητο, κατά τα προαναφερθέντα, για τη θεμελίωση της έννοιας της επιχειρησιακά δομημένης οργάνωσης με πραγματοπαγή χαρακτήρα.
Συνεπώς, είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1. στοιχ. Ε Κ.Ποιν.Δ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 187 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Π Κ, αντί αυτής της αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 187 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π Κ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για κακουργήματα για τα οποία δεν προβλέπεται ποινή ισόβιας κάθειρξης, είναι δέκα πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των πέντε ετών για κακουργήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 368 εδ. β και 511 Κ.Ποιν.Δ, όπως το εδ. γ’ του τελευταίου αντικαταστάθηκε από το άρθρο 13 παρ. 8 του ισχύοντος από 18-11-2019 ν.4637/2019, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και μετά την άσκηση της αναίρεσης, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, ο αναιρεσείων εμφανίστηκε και κριθεί βάσιμος ένας λόγος αναίρεσης, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ανωτέρω αξιόποινη πράξη της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, το οποίο τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη, φέρεται δε ότι η παραγραφή αυτής άρχισε από 16-2-2001 έως 1-8-2001. Όμως, από τον ανωτέρω χρόνο έναρξης της παραγραφής μέχρι και την συζήτηση της αναίρεσης στις 8-12-2021 παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας και έτσι εξαλείφθηκε το αξιόποινο αυτής λόγω παραγραφής. Κατόπιν των ανωτέρω, αφού η αίτηση αναίρεσης περιέχει παραδεκτό λόγο αναίρεσης, ο οποίος έγινε δεκτός ως βάσιμος και εμφανίσθηκε ο αναιρεσείων, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την πράξη της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση και την επιβολή ποινής για την πράξη αυτή, καθώς και τον καθορισμό συνολικής ποινής και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου για την πράξη της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, ενώ παρέλκει η έρευνα, ως αλυσιτελής, των δεύτερου και τρίτου λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους ο αναιρεσείων παραπονείται για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τις αποδείξεις, τις οποίες το Δικαστήριο έλαβε υπόψη για τη θεμελίωση της καταδικαστικής του κρίσης για την ανωτέρω πράξη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την προσβαλλόμενη 578/2021 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την πράξη της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση και την επιβολή ποινής για την πράξη αυτή καθώς και τον καθορισμό συνολικής ποινής.
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου R. ή Ρ. R. M. P. του V. ή Ι., για την πράξη της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση και ειδικότερα του ότι
” Στην Αθήνα σε μη επακριβώς οριζόμενο χρόνο όμως κατά το χρονικό διάστημα από 16-2-2001 έως 1-8-2001 εντάχθηκε ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από περισσότερα των τριών ατόμων, με την οποία επεδίωκαν τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 380 ΠΚ (ληστεία) και στη νομοθεσία περί όπλων και ναρκωτικών. Συγκεκριμένα εντάχθηκε σε ομάδα με άγνωστη ιεραρχική δομή, η οποία αποτελείτο από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, τον Κ. Π. και άλλα άγνωστα άτομα, η οποία είχε έδρα την επί της οδού … οικία, την οποία χρησιμοποιούσαν ως κρησφύγετο , την επισκέπτονταν συχνά και εκεί οργάνωναν τη διάπραξη κακουργημάτων, αποθήκευαν εκεί όπλα, πυρομαχικά, βιβλία για τη συναρμολόγηση όπλων, τα προϊόντα των εγκληματικών τους δραστηριοτήτων, δηλαδή χρήματα από ληστείες και εμπόριο ναρκωτικών ουσιών, ασυρμάτους και σημειώσεις με τις συχνότητες της αστυνομίας για να παρακολουθούν τις κινήσεις της αστυνομίας με σκοπό την άνετη και χωρίς προβλήματα διακίνηση και δράση των μελών της ομάδας, τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούσαν κατά την εγκληματική τους δραστηριότητα, ήτοι περούκες και κουκούλες, γάντια, χειροπέδες, κόφτη σιδήρων (ψαλίδα), σκοπός δε της ομάδας ήταν η διάπραξη των κακουργημάτων της διακεκριμένης κατοχής όπλων και πυρομαχικών, ως και αγοράς και κατοχής από κοινού ναρκωτικών ουσιών για διακίνηση, με σκοπό την εμπορία, από δράστες ιδιαίτερα επικίνδυνους, της ληστείας καθώς και άλλων κακουργημάτων μη καθορισθέντων ειδικότερα”.
Απαλείφει από το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: α) τη διάταξη περί επιβολής της ποινής καθείρξεως επτά (7) ετών και β) τη διάταξη περί επιβολής συνολικής ποινής.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Μαρτίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Απριλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ