Αριθμός 756/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή και Βρυσηίδα Θωμάτου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Μ. του Σ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Τασόπουλο και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Τ. του Τ., κατοίκου …, εκπροσωπουμένου από την δικαστική συμπαραστάτριά του Παρασκευή Κιζίρογλου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Στανέλλο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/11/2016 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4857/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6531/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14/1/2020 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη, από 14-1-2020 (αριθμ. καταθ. 38/15-1-2020) αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με αριθμό 6531/2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο δικάζοντας την έφεση του αναιρεσίβλητου, κατά της με αριθμό 4857/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει την από 25-11-2016 (αριθμ. καταθ. 7201/2016) αγωγή του, κατά της εναγομένης (αναιρεσείουσας), από αδικοπραξία, δέχθηκε την έφεση, ακολούθως δε εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, υποχρεώνοντας την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, το ποσό των 60.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, απορρίπτοντας την προβληθείσα από την εναγομένη ένσταση παραγραφής της αγωγικής αξίωσης, κατά παραδοχή σχετικής αντέστασης του ενάγοντος περί διακοπής της παραγραφής. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 144, 310 παρ. 1 και 564 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η επίδοση της οριστικής απόφασης γίνεται με επιμέλεια των διαδίκων, από την επόμενη δε ημέρα αρχίζει η προθεσμία των τριάντα ημερών για την άσκηση αναίρεσης κατ’ αυτής, εφόσον ο διάδικος που την ασκεί διαμένει στην Ελλάδα. Για την έναρξη της άνω προθεσμίας, η οποία κατά τη διάταξη του άρθρου 144 παρ. 2 ΚΠολΔ, τρέχει και κατά του διαδίκου που παράγγειλε την επίδοση, απαιτείται επίδοση κεκυρωμένου και πλήρους αντιγράφου αυτής, το γεγονός δε ότι ο διάδικος γνωρίζει τη δημοσίευση και το περιεχόμενο της απόφασης δεν αρκεί για να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία αυτής (ΑΠ 75/2019, ΑΠ 738/2005). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 449 του ΚΠολΔ, αντίγραφα των οποίων η ακρίβεια βεβαιώνεται από τον αρμόδιο υπάλληλο, έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η επίδοση απλού αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης, του οποίου δεν βεβαιώνεται η ακρίβεια σε σχέση με το πρωτότυπο ισοδυναμεί με παράλειψη επίδοσης και δεν κινεί την προθεσμία της αναίρεσης, ούτε υποχρεώνει σε ενέργεια το διάδικο, που δεν είναι υποχρεωμένος να διαπιστώσει την ακρίβειά του κατ’ άλλο τρόπο (ΑΠ 1153/2018, ΑΠ 1133/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσκομιζόμενη από τον αναιρεσίβλητο με αριθμό, 3703Δ/3-12-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Μ. Κ., προκύπτει ότι, επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα, όπως ρητά αναφέρεται στην έκθεση αυτή, ”κατασχετήριο εις χείρας τρίτου – συντηρητική κατάσχεση εις χείρας τρίτου με ημερομηνία 26-11-2019” του αναιρεσίβλητου κατά της αναιρεσείουσας, στα χέρια των αναφερόμενων τραπεζών και ως ”συγκοινοποιούμενο έγγραφο, επικυρωμένο αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 6531/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (προσβαλλόμενης), η οποία αποτελείται από επτά (07) φύλλα”. Ωστόσο, από τα προσκομιζόμενα και επιδοθέντα στην αναιρεσείουσα έγγραφα, που φέρουν στο περιθώριο επισημείωση του διενεργήσαντος την επίδοση δικαστικού Επιμελητή, Μ. Κ., προκύπτει ότι, η σχετική παραγγελία προς το δικαστικό Επιμελητή για την επίδοσή τους, που έχει τεθεί στο έγγραφο συντηρητικής κατάσχεσης και υπογράφεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατασχόντος, αφορά την επίδοση του εγγράφου της συντηρητικής κατάσχεσης μετά σχεδίου της άνω απόφασης και επιπλέον ότι, όσον αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση, επιδόθηκε πράγματι απλό αντίγραφο σχεδίου αυτής, που φέρει ημερομηνία δημοσίευσης και μονογραφή της δικαστή, που την εξέδωσε και όχι πλήρες και επικυρωμένο αντίγραφο αυτής, όπως απαιτείται για την έναρξη της προθεσμίας προς άσκηση αναίρεσης, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν. Ως εκ τούτου, από την άνω επίδοση του σχεδίου της προσβαλλόμενης απόφασης, στις 3-12-2019, δεν κινήθηκε η εξαρτώμενη από αυτή τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης, από την αναιρεσείουσα, η οποία διαμένει στην Ελλάδα. Η προθεσμία δε αυτή άρχισε μεταγενέστερα, ήτοι από 18-12-2019, καθώς στις 17-12-2019, επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα πλήρες και επικυρωμένο αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως τούτο προκύπτει από την από 17-12-2019 σημείωση του ίδιου όπως παραπάνω δικαστικού επιμελητή, στο επιδοθέν σ’ αυτή αντίγραφο της απόφασης. Κατόπιν αυτών, η αίτηση αναίρεσης, το δικόγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου, στις 15-1-2020, ασκήθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι εντός τριάντα ημερών από την επίδοση, στις 17-12-2019, απορριπτομένου ως αβάσιμου του αντίθετου ισχυρισμού του αναιρεσίβλητου, με τις εμπρόθεσμα, προ 20 ημερών, κατατεθείσες προτάσεις του (άρθρο 570 παρ. 1 ΚΠολΔ), περί εκπρόθεσμης άσκησής της, διότι κατά τα υποστηριζόμενα η επίδοση της απόφασης, έλαβε χώρα στις 3-12-2019. Κατά τα λοιπά η ένδικη αίτηση, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι παραδεκτή (αρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951, περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εργοδότες θεωρούνται κατ’ αρχήν τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου) για λογαριασμό των οποίων τα υπαγόμενα στην ασφάλιση του ΙΚΑ πρόσωπα παρέχουν την εργασία τους (περ. α). Ειδικά, όμως, για οικοδομικές εργασίες που εκτελούνται με μεσολάβηση τρίτων προσώπων (μηχανικών, εργολάβων, υπεργολάβων), ως εργοδότες θεωρούνται για μεν την καταβολή των προς το ΙΚΑ οφειλομένων εισφορών (εργοδοτικών) οι κύριοι των κτισμάτων που ανεγείρονται, συμπληρώνονται, μεταρρυθμίζονται ή κατεδαφίζονται, για δε την εφαρμογή της παρ. 9 του άρθρου 26 (εφοδιασμός με ασφαλιστική ταυτότητα, τήρηση καταστάσεων κλπ.) και οι εργολάβοι ή υπεργολάβοι με τους οποίους οι εργαζόμενοι έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας (περ. γ). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, προκειμένου περί οικοδομικών εργασιών, ως εργοδότης, από την άποψη της εφαρμογής των διατάξεων του νόμου περί κοινωνικών ασφαλίσεων, θεωρείται τόσο ο κύριος του έργου (πλασματικός εργοδότης), όσο και εκείνος που έχει αναλάβει τις οικοδομικές εργασίες (μηχανικός, εργολάβος, υπεργολάβος) και έχει συνάψει την εργασιακή σύμβαση με τους εργαζόμενους στο οικοδομικό έργο. Επομένως, τόσο ο κύριος του έργου, όσο και ο εργοδότης του εργαζόμενου που υπέστη εργατικό ατύχημα κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, δηλαδή εκείνος με τον οποίο ο εργαζόμενος είχε συνάψει την εργασιακή σύμβαση, απαλλάσσονται μεν από τις υποχρεώσεις καταβολής αποζημίωσης εξαιτίας εργατικού ατυχήματος, όταν ο εργαζόμενος είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, ευθύνονται, όμως, αν υπάρχει πταίσμα για τη χρηματική ικανοποίηση του παθόντος, επειδή δε για την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, κατά το άρθρο 926 AK ενέχονται εις ολόκληρον. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 551/1914, που κωδικοποιήθηκε με το β.δ/γμα της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την εισαγωγή του ΑΚ (ΕισΝΑΚ 38), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς την σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεόμενου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του, κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 932 AK και 1 και 16 του ως άνω ν. 551/1914, προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή του κυρίου του έργου ή των προστηθέντων από αυτούς (ΑΚ 922), με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1914 (ΟλΑΠ 18/2008, ΑΠ 374/2018, ΑΠ 182/2015, ΑΠ 937/2011, ΑΠ 814/2011, ΑΠ 260/2011). Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 922 ΑΚ, για να υπάρχει σχέση πρόστησης θα πρέπει να υπάρχει εξάρτηση, έστω και χαλαρή, ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα, ώστε ο πρώτος να μπορεί να δίνει στο δεύτερο εντολές ή οδηγίες και να τον ελέγχει ή επιβλέπει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανέθεσε. Ακολούθως, από τα άρθρα 681, 688-691 και 698 ΑΚ προκύπτει ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται, καταρχήν, προστηθείς του εργοδότη, όταν, όμως, ο εργοδότης επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, τη διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου και, μάλιστα, το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, ο τελευταίος θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση πρόστησης προς τον εργοδότη (ΑΠ 182/2015, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 934/2013, ΑΠ 1168/2007). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 4 και 5 του ν. 1396/1983, που αφορούν αποκλειστικά στη λήψη και τήρηση των κατά νόμο μέτρων ασφαλείας για την προστασία των εργαζομένων ή τρίτων κατά την εκτέλεση οικοδομικών και λοιπών τεχνικών έργων, πλην των δημοσίων, ο εργολάβος ολόκληρου του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνος και υποχρεούται: α) να λαμβάνει και να τηρεί όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο, β) να τηρεί, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του εν λόγω νόμου και γ) να εφαρμόζει, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας, που ορίζεται στο άρθρο 6 του εν λόγω νόμου. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η υποχρέωση ως προς τη λήψη και τήρηση των κατά νόμο μέτρων ασφαλείας και, κατά συνέπεια, η ευθύνη έναντι των εργαζομένων που απασχολούνται σε οικοδομικό έργο ή τρίτων προσώπων σε περίπτωση ατυχήματος οφειλομένου σε παράλειψη ως προς τα μέτρα αυτά, βαρύνει κατ’ αρχήν το πρόσωπο που αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου του έργου, ως εργολάβος. Στην περίπτωση αυτή, ο κύριος του έργου, ως εργοδότης (ΑΚ 681, 688-691 και 698) δεν υπέχει ευθύνη, εκτός εάν επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, τη διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου και, μάλιστα, το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, οπότε αυτός θεωρείται ότι βρίσκεται προς τον εργοδότη σε σχέση πρόστησης (ΑΚ 922), επί της οποίας θεμελιώνεται η εις ολόκληρο ευθύνη του τελευταίου (ΑΠ 374/2018, ΑΠ 1158/2012, ΑΠ 1210/2006). Εξάλλου, πταίσμα, κατά τις γενικές διατάξεις θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων του άρθρου 662 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με το χώρο της, καθώς και τα σχετικά με τη διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου, καθόσον η παράβαση και μόνο της διάταξης αυτής και της με αυτήν καθιερούμενης γενικής υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, που έχει ως συνέπεια τη βλάβη του σώματος ή της υγείας του εργαζομένου συνιστά, με την προϋπόθεση ότι οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη, κλπ αδικοπραξία (ΑΠ 182/2015, ΑΠ 1116/2011, ΑΠ 127/2011). Από τις ως άνω δε διατάξεις των άρθρων, 914, 922, 932, 681-691 ΑΚ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 68 και 216 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, προκειμένου περί αγωγής για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, στρεφόμενης κατά του υπαιτίου εργατικού ατυχήματος, ως και κατ’ εκείνου, ο οποίος με σύμβαση μίσθωσης έργου ανέθεσε στον υπαίτιο την εκτέλεση του έργου, όπου συνέβη το ατύχημα, πρέπει για τη θεμελίωσή της, να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά της διεύθυνσης και επίβλεψης του έργου από τον εργοδότη, τα οποία θεμελιώνουν την επικαλούμενη ιδιότητα του τελευταίου, ως προστήσαντος τον υπαίτιο εργολάβο (ΑΠ 374/2018, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 52/2010). Τέλος, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1728/2014). Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Ο αναιρετικός αυτός έλεγχος γίνεται με βάση την κυριαρχική εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας σε συνδυασμό, όμως και με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1306/2020, ΑΠ 18/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων, ήδη αναιρεσίβλητος, με την ένδικη από 25-11-2016 αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στην οποία έχει ενσωματώσει το δικόγραφο προηγούμενης, από 24-4-2011 αγωγής του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία στρεφόταν μεταξύ άλλων και κατά της εδώ εναγομένης (αναιρεσείουσας), επικαλούμενος τραυματισμό του (κατά τα αναλυτικά στην αγωγή αναφερόμενα) σε εργατικό ατύχημα, κατά τη διάρκεια της εργασίας του, ως τεχνίτη – κτίστη, κατά την ανέγερση τριόροφης οικοδομής, ιδιοκτησίας της εναγομένης, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη, ενεχόμενη εξ αδικοπραξίας, να του καταβάλει, το ποσό των 200.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ειδικότερα, ο ίδιος εξέθετε στην ενσωματωμένη στην ένδικη αγωγή, από 24-4-2011 αγωγή του, ότι η εκεί πρώτη εναγομένη έλαβε την αναφερόμενη άδεια της Πολεοδομίας Βορείου Αιγαίου, για την ανέγερση τριώροφης οικοδομής με ισόγειο κατάστημα και υπόγειο στις Αχαρνές Αττικής. Ότι η ίδια όρισε ως υπεύθυνο εργολαβίας, όσον αφορά την αποπεράτωση των θεμελίων, το Δ. Κ. και ως υπεύθυνο μηχανικό το Χ. Τ. (μη διάδικοι), ενώ την κατασκευή και αποπεράτωση της τοιχοποιίας της οικοδομής ανέθεσε στον εργολάβο, Α. Τ. (αδελφό του), ομοίως μη διάδικο, στο συνεργείο του οποίου εργαζόταν και ο ίδιος, ως τεχνίτης. Ότι το ατύχημα οφείλεται στην παράλειψη τήρησης των αναφερόμενων μέτρων ασφαλείας, εκ μέρους των άνω προστηθέντων της πρώτης εναγομένης, μεταξύ των οποίων και ο επιβλέπων μηχανικός της οικοδομής, Γ. Π. και της εναγομένης, ως κυρίας του έργου – ιδιοκτήτριας της υπό ανέγερση οικοδομής και προστήσασας. Ακολούθως, ο ενάγων, επικαλούμενος με την ένδικη αγωγή, ότι η άνω αγωγή του, κατά το μέρος που αφορούσε την εναγομένη έχει απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, με την 1793/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), εξαιτίας της παράλειψης της αναφοράς στο δικόγραφό της, ότι η εναγομένη ”… είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου και ειδικότερα το δικαίωμα παραχής οδηγιών στο δεύτερο συνεναγόμενό της εργολάβο …..” και εκθέτοντας επιπλέον για τη θεμελίωση της ευθύνης της εναγομένης, ότι η τελευταία είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της το δικαίωμα της αυτεπιστασίας, ήτοι της διεύθυνσης του έργου, μέσω της χορήγησης οδηγιών, συντονισμού και ελέγχου της εκτέλεσης των εργασιών μέχρι την ολοκλήρωση του έργου, το οποίο εκτελείτο κατά τμήματα, τόσο στον εργολάβο του έργου, όσο και στον επιβλέποντα των οικοδομικών εργασιών μηχανικό, ζήτησε, όπως προαναφέρθηκε, να υποχρεωθεί η εναγομένη με τις πιο πάνω ιδιότητές της, ενεχόμενη εξ αδικοπραξίας, να του καταβάλει το αναφερόμενο στην αγωγή ποσό, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Η αγωγή με το προαναφερθέν περιεχόμενο και αίτημα είναι πλήρως ορισμένη, γιατί περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο (ΚΠολΔ 68 και 216, ΑΚ 681, 688-691 και 698, 914, 922, 932, άρθρα 1 και 16 του ν. 551/1914, σε συνδυασμό με 1, 3, 4 και 5 του ν. 1396/1983 και 1 και 21 του π.δ 778/1980) και δικαιολογούν την άσκησή της εκ μέρους του ενάγοντος και κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας. Συγκεκριμένα, ο ενάγων αναφέρει σ’ αυτήν ότι ο τραυματισμός του οφείλεται και σε υπαιτιότητα και της εναγομένης ως κυρίας του έργου – αναιρεσείουσας (ιδιοκτήτριας της υπό ανέγερση οικοδομής), η οποία είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της το δικαίωμα της αυτεπιστασίας, ήτοι της διεύθυνσης του έργου μέσω της χορήγησης οδηγιών, συντονισμού και ελέγχου της εκτέλεσης των εργασιών έως ότου ολοκληρωθεί το έργο, τόσο στους εργολάβους του έργου, όσο και στον επιβλέποντα των οικοδομικών εργασιών μηχανικό. Το Μονομελές επομένως, Εφετείο, που έκρινε όμοια και δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, ορθά υπήγαγε το ιστορικό της στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν.
Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως προς την επίκληση των περιστάσεων που ιδρύουν την ευθύνη της εναγομένης – ήδη αναιρεσείουσας, ως ιδιοκτήτριας της υπό ανέγερση οικοδομής, εργοδότριας και προστήσασας, με τις αιτιάσεις ότι έλαβε υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που δεν εκτίθενται σε αυτή, όπως την εκ μέρους της πρόστηση εργολάβων περισσότερων του ενός και ευθύνη της ίδιας ως προσωπικά υπαίτιας για το ατύχημα, επειδή παρέλειψε να λάβει τα επιβαλλόμενα και ενδεδειγμένα μέτρα ασφαλείας και επιπλέον ότι, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ, η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε, όμως, περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 παρ. 1 εδ. α ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής, ήτοι με την επίδοση αυτής κατά τα άρθρα 215 παρ. 1 και 221 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Επίσης, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή εντός έξι μηνών, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Με την τελευταία διάταξη ο νόμος ρυθμίζει ειδικά την παραίτηση από την αγωγή ή την απόρριψη αυτής για λόγους μη ουσιαστικούς, επαναλαμβάνοντας διάταξη του προϊσχύοντος δικαίου, ότι με την παραίτηση ή απόρριψη αυτή ματαιούται μεν η διακοπή και λογίζεται πως δεν έγινε, πλην, όμως, αν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι μηνών από την παραίτηση ή την τελεσίδικη απόρριψη, η διακοπή της παραγραφής λογίζεται ότι χώρησε από την πρώτη αγωγή. Κατά την έννοια του νόμου, απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς υπάρχει σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία απορρίπτεται η αγωγή για λόγο, που δεν ανάγεται στη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαίτησης. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, η έλλειψη ικανότητας δικαστικής παράστασης, η αοριστία της αγωγής και γενικότερα οι λόγοι εκείνοι που, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξίωσης και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωση αυτής. Ως επανέγερση δε της αγωγής νοείται η άσκηση νέας αγωγής από τον ίδιο ενάγοντα ή σε περίπτωση που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή από το διάδοχό του, κατά του ίδιου εναγομένου και σε περίπτωση διαδοχής, των διαδόχων αυτού, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία (ΑΠ 826/2020, ΑΠ 416/2019, 172/2018, ΑΠ 190/2008). Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόστηκε στην προηγούμενη δίκη, είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της νομικής διάταξης που πρόκειται να εφαρμοστεί στη νέα δίκη. Η ταυτότητα αυτή υπάρχει και όταν με τη νέα αγωγή επέρχονται οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις με τις οποίες συμπληρώνονται οι ασάφειες ή οι ελλείψεις που προκάλεσαν το δικονομικό απαράδεκτο της προηγούμενης αγωγής, αρκεί να μην μεταβάλλεται η ταυτότητα της αξίωσης, υπέρ της οποίας πρέπει να πρασχεθεί δικαστική προστασία (ΑΠ 125/2020, ΑΠ 345/2020, ΑΠ 826/2020, ΑΠ 113/2019, ΑΠ 768/2016). Επομένως, εάν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή του εντός έξι μηνών από την τελεσιδικία της απόφασης που απέρριψε για λόγους μη ουσιαστικούς την προηγούμενη αγωγή αυτού, η παραγραφή λογίζεται ότι έχει διακοπεί με την άσκηση της αρχικής αγωγής (ΑΠ 113/2019, ΑΠ 404/2008). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (ΑΠ 826/2020, ΑΠ 259/2019, ΑΠ 203/2019, ΑΠ 204/2018). Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι, ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, ”έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της, ”ανεπαρκής αιτιολογία” ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους ”αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 2/2019, 8/2018, 1/1999). Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Για να είναι δε ορισμένος ο ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει στο αναιρετήριο, πλην της αναφοράς στη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, του προταθέντος ουσιώδους αυτοτελούς ισχυρισμού και των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών, το μεν να αναφέρονται οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το δε να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 638/2019, 117/2017). Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με τους δεύτερο και πρώτο, λόγους αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 (με το δεύτερο λόγο) και 19 κατ’ ορθή εκτίμηση (με τον πρώτο λόγο) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενη ότι το Εφετείο απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση πενταετούς παραγραφής της αγωγικής αξίωσης από αδικοπραξία, κατά παραδοχή της αντένστασης διακοπής της παραγραφής, που πρότεινε ο ενάγων, από την άσκηση προηγούμενης από 24-4-2011 αγωγής του, η οποία είχε απορριφθεί ως αόριστη, αφενός παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων, 261 παρ. 1 εδ. α και 263 του ΑΚ, περί διακοπής της παραγραφής, με την εσφαλμένη εφαρμογή τους, καθώς, όπως η ίδια υποστηρίζει η μνημονευόμενη ως διακοπτική της παραγραφής προηγούμενη αγωγή, είχε διαφορετική ιστορική και νομική βάση και έτσι η ένδικη αγωγή δεν αποτελούσε επανέγερση της προηγούμενης αγωγής, ικανή να επιφέρει τη διακοπή της παραγραφής, κατά τις διατάξεις αυτές, αφετέρου περιέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς την ορθή εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων. Από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε σε σχέση με τον παραπάνω ισχυρισμό, τα ακόλουθα: “…. ο ενάγων και ήδη εκκαλών (αναιρεσίβλητος) άσκησε διαδοχικά κατά της εναγομένης (αναιρεσείουσας) δύο αγωγές, η πρώτη από 24-4-2011, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η δεύτερη, η οποία είναι η ένδικη, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, λόγω της καθύλην κατά το χρόνο έγερσης της ένδικης αγωγής αρμοδιότητας του τελευταίου. Η πρώτη ως άνω αγωγή στρέφεται κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, ως και άλλων φυσικών προσώπων, ενώ η ένδικη αγωγή στρέφεται μόνο κατά της εναγομένης. Ειδικότερα, άσκησε την από 24-4-2011 (αρ. καταθ. δικ. 2460/2011) πρώτη αγωγή κατά των, Ε. Μ., Δ. Κ. και Χ. Τ., με την οποία κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, εξέθεσε ότι το ανωτέρω επίδικο εργατικό ατύχημα οφείλεται σε αμέλεια του υπεύθυνου μηχανικού σχετικά με την αποπεράτωση των θεμελίων της οικοδομής, Χ. Τ., συνιστάμενη στην από αμέλειά του, παράλειψη τήρησης των επιβαλλόμενων και ενδεδειγμένων από το νόμο αναγκαίων μέτρων ασφαλείας προς προστασία των εργαζομένων και για την αποφυγή πρόκλησης κινδύνου, προστηθέντος από τον εργολάβο σχετικά με την αποπεράτωση των θεμελίων της οικοδομής, Δ. Κ.. Ότι για την ανωτέρω, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του άνω μηχανικού, ευθύνονται και ο ανωτέρω εργολάβος, ως προστήσας το μηχανικό αυτό και η εναγομένη, κυρία του έργου, ως προστήσασα τον ανωτέρω εργολάβο, αλλά και το γενικώς επιβλέποντα μηχανικό, Γ. Π. (μη διάδικο). Ζήτησε δε, να καταδικασθούν οι εναγόμενοι, ως υπόχρεοι εις ολόκληρον, στην επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη από το ένδικο εργατικό ατύχημα, ποσού 500.000 ευρώ. Η αγωγή αυτή με τη με αριθμό 1793/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε ως αόριστη ως προς την εναγομένη, Ε. Μ., εκτιμώντας το δικαστήριο εκείνο, ότι η τελευταία ενάγεται ως κυρία του έργου και προστήσασα τους Δ. Κ. και Χ. Τ., μηχανικό για την επίβλεψη του έργου της αποπεράτωσης των θεμελίων, χωρίς να αναφέρεται στο δικόγραφο για την πληρότητα αυτού, ότι η εναγομένη κυρία του έργου είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου και ειδικότερα το δικαίωμα παροχής οδηγιών στο συνεναγόμενό της εργολάβο. Μετά την απόρριψη της ως άνω πρώτης αγωγής, ο ενάγων και ηδη εκκαλών άσκησε την από 25-11-2016 ένδικη αγωγή στρεφόμενη μόνο κατά της εναγομένης κυρίας του έργου, Ε. Μ., (και συνεναγομένης στην πρώτη ως άνω αγωγή) και ισχυρίστηκε, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νέας αγωγής, ότι είχε προσληφθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας από τον αδελφό του, Α. Τ. (μη διάδικο), για να εργαστεί ως τεχνίτης τοιχοποιϊας στην οικοδομή, ιδιοκτησίας της εναγομένης, κυρίας του έργου, η οποία είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της την εποπτεία και τον έλεγχο των εκτελούμενων οικοδομικών εργασιών. Ότι το επίδικο εργατικό ατύχημα οφείλεται μεταξύ άλλων και σε υπαιτιότητα του επιβλέποντος μηχανικού, ως προστηθέντος από την κυρία του έργου – εναγομένη και της κυρίας του έργου, συνιστάμενη στην από αμέλειά τους, παράλειψη τήρησης των επιβαλλομένων και ενδεδειγμένων από το νόμο αναγκαίων μέτρων ασφαλείας, προς προστασία των εργαζομένων και για την αποφυγή προκλήσεως κινδύνου και συγκεκριμένα της εναγομένης ως κυρίας – ιδιοκτήτριας της υπό ανέγερση οικοδομής, έχοντας επιφυλάξει για τον εαυτό της την εποπτεία και τον έλεγχο των εκτελούμενων οικοδομικών εργασιών. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 200.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Εν προκειμένω, μεταξύ της από 24-4-2011 πρώτης αγωγής και της από 25-11-2016 ένδικης αγωγής, υπάρχει ταυτότητα διαδίκων, καθώς και ταυτότητα της νομικής και ιστορικής βάσης τους, καθόσον τα περιεχόμενα στις αγωγές ουσιώδη περιστατικά είναι τα ίδια, υπάγονται στους ίδιους κανόνες δικαίου, ενώ ορισμένες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους ως προς τη συμπλήρωση της αοριστίας της πρώτης αγωγής, δεν αναιρούν την ταυτότητα της ιστορικής και νομικής βάσης των αγωγών αυτών. Παρά το γεγονός ότι η πρώτη αγωγή δεν ήταν σαφής ως προς την ιδιότητα με την οποία εναγόταν η κυρία του έργου, από το περιεχόμενό της μπορούσε να συναχθεί ευχερώς ότι ο ενάγων επιδίωκε την παροχή δικαστικής προστασίας έναντι αυτής ως κυρίας του έργου και (συν)υπεύθυνης για το ένδικο ατύχημα. Κατά του αυτού φυσικού προσώπου στρέφεται και με την ένδικη αγωγή. Περαιτέρω, μπορούσε να συναχθεί ευχερώς, ότι η αξίωση του ενάγοντος υπέρ του οποίου ζητούταν η παροχή δικαστικής προστασίας με την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, προερχόταν από το εργατικό ατύχημα, που συνέβη στις 27-10-2009, κατά τη διάρκεια της κατασκευής της τοιχοποιϊας στην οικοδομή της εναγομένης ιδιοκτήτριας, Ε. Μ.. Για την ίδια αξίωση ασκείται και η ένδικη αγωγή. Το γεγονός ότι στην πρώτη αγωγή, αφενός είχαν εναχθεί, πλην της και νυν εναγομένης και εφεσίβλητης και άλλα φυσικά πρόσωπα και αφετέρου είχε ζητηθεί μεγαλύτερο ποσό χρηματικής ικανοποίησης, δεν διαφοροποιεί την ταυτότητα της διαφοράς για την οποία πρόκειται και για την οποία έχει παρασχεθεί δικαστική προστασία. Διότι προσεγγίζοντας το ιστορικό των δύο αγωγών, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι αυτό που ζητήθηκε με τη δεύτερη αγωγή, ταυτίζεται με εκείνο που είχε ζητηθεί με την πρώτη αγωγή. Συναφώς, η ένδικη υπόθεση αφορά αγωγή, με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω αδικοπραξίας της εναγομένης, που τελέσθηκε μέσω των προστηθέντων αυτής, ερειδόμενη στην αυτή νομική και ιστορική αιτία, με τις αναγκαίες, όμως, διαφοροποιήσεις σε σχέση με την πρώτη αγωγή, με τις οποίες συμπληρώθηκαν οι ασάφειες και οι ελλείψεις της πρώτης αγωγής, που προκάλεσαν την απόρριψη αυτής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως αόριστης. Η κατά τα άνω δε ταυτότητα της θεμελίωσης των ως άνω αγωγών αρκεί για την επέλευση της οριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 263 του ΑΚ συνέπειας, δηλαδή της μη συμπλήρωσης της πενταετίας (ΑΚ 937) κατά την άσκηση της ένδικης αγωγής. Ως εκ τούτου η άσκηση της πρώτης αγωγής, πριν την παρέλευση της πενταετίας, διέκοψε την παραγραφή της ένδικης αξίωσης, η οποία αν δεν είχε ασκηθεί η πρώτη αγωγή, θα παραγραφόταν την 27-10-2014. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η παραδεκτώς προβληθείσα αντένσταση διακοπής της παραγραφής κατ’ άρθρο 263 ΑΚ, απορριπτομένου του προβληθέντος από την εναγομένη ισχυρισμού περί συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής του άρθρου 937 ΑΚ”. Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 261 παρ. 1 εδ.α και 263 του ΑΚ, οι οποίες σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη ήταν εφαρμοστέες, ενώ διέλαβε, σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, καθώς, όπως προκύπτει και από το περιεχόμενο των ως άνω αγωγών, τις οποίες άλλωστε, ως διαδικαστικά έγγραφα της αυτής ή άλλης δίκης παραδεκτά επισκοπεί ο Άρειος Πάγος (άρθρ. 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ), η ένδικη υπόθεση αφορά αγωγή με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη ο ενάγων, εξαιτίας του τραυματισμού του, κατά το αναφερόμενο εργατικό ατύχημα, που έλαβε χώρα στις 27-10-2009, κατά την εργασία του ως κτίστη, στην ανέγερση οικοδομής ιδιοκτησίας της εναγομένης, η οποία είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της την εποπτεία και τον έλεγχο των εκτελούμενων οικοδομικών εργασιών, για το σύνολο του έργου, λόγω της παράλειψης τήρησης των επιβαλλόμενων και ενδεδειγμένων μέτρων ασφαλείας, προς προστασία των εργαζομένων και για την αποφυγή πρόκλησης κινδύνου, εκ μέρους των προστηθέντων της εναγομένης κυρίας του έργου και ιδιοκτήτριας της υπό ανέγερση οικοδομής, ερειδόμενη στην αυτή νομική και ιστορική αιτία, όπως και η πρώτη αγωγή που είχε το ίδιο αντικείμενο και την ίδια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και ιστορική αιτία, με τις αναγκαίες, όμως, διαφοροποιήσεις σε σχέση με την πρώτη αγωγή, ως προς ότι η τελευταία, κυρία του έργου, είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της την εποπτεία και τον έλεγχο των εκτελούμενων οικοδομικών εργασιών για το σύνολο του έργου, προσθήκη με την οποία συμπληρώθηκαν οι ασάφειες και οι ελλείψεις της πρώτης αγωγής, που προκάλεσαν την απόρριψη αυτής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως αόριστης. Η προσθήκη αυτή ουδόλως διαφοροποιεί την ταυτότητα της διαγνωστέας ουσιαστικής αξίωσης του ενάγοντος, σε βάρος της εναγομένης, αφού τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόστηκε στην προηγούμενη δίκη είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό των νομικών διατάξεων, που εφαρμόστηκαν στην παρούσα δίκη. Έτσι, η δεύτερη ένδικη αγωγή, η οποία είναι πανομοιότυπη με την αμέσως προηγούμενη, ως προς την διαγνωστέα αξίωση επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης, αποτελεί, σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω, επανάσκηση της πρώτης αγωγής, η οποία όσον αφορά την εναγομένη απορρίφθηκε για λόγους μη ουσιαστικούς, χωρίς δηλαδή να έχει υπεισέλθει το δικαστήριο στην ουσία της υπόθεσης, η δε άνω προσθήκη στην ένδικη αγωγή, που συνάπτεται με τη νομιμοποίηση της εναγομένης, δεν διαφοροποιεί την ταυτότητα της διαγνωστέας ουσιαστικής αξίωση του ενάγοντος, ούτε η ταυτότητα αυτή, επηρεάζεται από το γεγονός ότι με την πρώτη αγωγή, είχαν εναχθεί άλλα πρόσωπα, ως προστηθέντες της εναγομένης. Επομένως, δεν έσφαλλε το Εφετείο, δεχόμενο ως διακοπτικό της παραγραφής γεγονός, την άσκηση της προηγούμενης αγωγής, που απορρίφθηκε ως αόριστη. Οι δε διαλαμβανόμενες στον άνω πρώτο λόγο της αναίρεσης, αιτιάσεις της αναιρεσείουσας περί ανεπάρκειας αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, όσον αφορά την ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας των δύο αγωγών, έτσι ώστε η άσκηση της πρώτης αγωγής να θεωρηθεί ως διακοπτικό της παραγραφής γεγονός, για το λόγο ότι δεν εκτίθεται σ’ αυτή (προσβαλλόμενη), αν και στην πρώτη αγωγή, ο ενάγων είχε αναφέρει ότι η ίδια είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της, τη διεύθυνση και την επίβλεψη του συνόλου του έργου με την παροχή οδηγιών και επιπλέον ποιες συγκεκριμένα είναι οι διαφοροποιήσεις, που υφίστανται μεταξύ των δύο αγωγών, τις οποίες η προσβαλόμενη αξιολόγησε ως αναγκαίες για την άρση της αοριστίας της αγωγής, είναι αβάσιμες, καθώς, στις άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης γίνεται λόγος για την παράλειψη αναφοράς στην πρώτη αγωγή, ότι η εναγομένη κυρία του έργου, είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της την εποπτεία και τον έλεγχο των εκτελούμενων οικοδομικών εργασιών, αιτία, άλλωστε, για την οποία απορρίφθηκε η πρώτη αγωγή, όσον δε αφορά τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο αγωγών, είναι σαφές, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης, ότι αναφέρονται στην προσθήκη στην ένδικη αγωγή, ότι η εναγομένη, κυρία του έργου, είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της την εποπτεία και τον έλεγχο των εκτελούμενων οικοδομικών εργασιών για το σύνολο του έργου. Επίσης, αβάσιμες είναι οι διαλαμβανόμενες στον ίδιο πιο πάνω λόγο αιτιάσεις περί αντιφατικών αιτιολογιών, μεταξύ των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, συνιστάμενες στο ότι, ”η πρώτη αγωγή δεν ήταν σαφής ως προς την ιδιότητα με την οποία εναγόταν η εναγομένη, αλλά μπορούσε να συναχθεί ευχερώς από το περιεχόμενό της ότι η εναγομένη, εναγόταν ως κυρία του έργου και συνυπεύθυνη για το ένδικο ατύχημα”, καθόσον αυτές δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Επομένως, οι άνω από τους αριθμούς 1 και 19 λόγοι, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 75, 79, 118, 216 παρ. 1, 218 και 219 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η διαζευκτική ή επικουρική εναγωγή, γιατί το πρόσωπο του δικαιούχου ενάγοντος και του υπόχρεου εναγομένου πρέπει να είναι ορισμένο και θετικό και να συνάπτεται με τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την ιδιότητα αυτού, ως ενάγοντος ή εναγομένου. Διαζευκτική εναγωγή υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότερα πρόσωπα, χωρίς να προσδίδεται σε ένα από αυτά, κατά τρόπο οριστικό ή θετικό, η ιδιότητα του ενάγοντος ή του εναγομένου και δικαιούχου ή υποχρέου αντίστοιχα, από την έννομη σχέση της δίκης. Επικουρική εναγωγή υπάρχει, όταν ο δεύτερος και οι επόμενοι ενάγουν ή ενάγονται για την περίπτωση της απόρριψης της αγωγής, κατά του αμέσως προηγούμενου αυτών. Και στις δύο περιπτώσεις δεν πρόκειται για ενεργητική ή παθητική ομοδικία, αντίστοιχα, των άρθρων 74 επ. ΚΠολΔ, καθόσον οι ενάγοντες ή οι εναγόμενοι δεν είναι κοινωνοί της ίδιας απαίτησης ή υποχρέωσης, αντίστοιχα, έναντι του εναγομένου ή ενάγοντος, αντίστοιχα, αφού ένας μόνο είναι ο δικαιούχος ή ευθύνεται, αλλά υπάρχει αμφιβολία ως προς αυτούς. Επομένως, επί διαζευκτικής ή επικουρικής εναγωγής, περισσοτέρων προσώπων η αγωγή είναι απαράδεκτη, λόγω της ακυρότητας του δικογράφου που δημιουργείται, επί μεν διαζευκτικής εναγωγής από την πλήρη αοριστία της αγωγής, ως προς το πρόσωπο του διαδίκου, επί δε της επικουρικής εναγωγής, λόγω της άσκησης της αγωγής υπό την αίρεση της απόρριψης αυτής, ως προς τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο, η οποία δεν επιτρέπεται και συνεπώς απορρίπτεται και με αυτεπάγγελτη έρευνα από το δικαστήριο (ΑΠ 344/2019, ΑΠ 594/2018, ΑΠ 1134/2014, ΑΠ 605/2013, 670/2011). Δεν συντρέχει, όμως, η περίπτωση αυτή και δεν έχουμε απαγορευμένη δικονομικά επικουρική ή διαζευκτική εναγωγή, όταν ενάγονται πλείονες εις ολόκληρον, όταν δηλαδή ζητείται η εις ολόκληρον καταδίκη πολλών εναγομένων για την πληρωμή της ίδιας απαίτησης, με κοινή ή διαφορετική νομική βάση (ΑΠ 1735/2017). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης κατ’ ορθή εκτίμηση, από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα μέμφεται την απόφαση του Εφετείου, ότι παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο το δικόγραφο της ένδικης αγωγής, αφού αυτή περιελάμβανε διαζευκτική ή επικουρική εναγωγή της, με συνέπεια να μην προσδίδεται κατά τρόπο οριστικό και θετικό η ιδιότητα του υπόχρεου έναντί του. Ειδικότερα, επικαλείται ότι ο αναιρεσίβλητος (ενάγων) για την αξίωσή του από το ένδικο ατύχημα, άσκησε αρχικά δύο αγωγές, οι οποίες συνεκδικάστηκαν και εκδόθηκε επ’ αυτών η με αριθμό 1793/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από τις οποίες η μία στρέφεται κατά της ίδιας (αναιρεσείουσας), του Δ. Κ., ως εργολάβου και του Χ. Τ., ως υπεύθυνων για το ένδικο ατύχημα (της ίδιας, ως ιδιοκτήτριας της οικοδομής) και η δεύτερη κατά των, Γ. Π., ως επιβλέποντος μηχανικού του έργου και του Α. Τ., ως εργολάβου των εργασιών της τοιχοποϊας, που ενάγονται ως αποκλειστικά υπόχρεοι για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων ασφαλείας στο έργο για την αποτροπή εργατικών ατυχημάτων, χωρίς στη δεύτερη αυτή αγωγή, να αναφέρει οτιδήποτε περί της δικής της επίβλεψης ή παροχής οδηγιών προς αυτούς, αλλά μόνο την ιδιότητά της ως κυρίας του έργου και επιπλέον, χωρίς να διευκρινίζει, είτε στη μία, είτε στην άλλη από τις άνω αγωγές, ποια από τις δύο ομάδες υπευθύνων της κάθε αγωγής, είναι τελικά και σε ποιο βαθμό υπεύθυνη έναντι αυτού, αναφέροντας μόνο στην πρώτη αγωγή, ότι συνυπεύθυνη έναντι αυτού με τους άνω εναγόμενους, είναι η ίδια, ως ιδιοκτήτρια της οικοδομής, με συνέπεια τόσο οι πιο πάνω αγωγές, όσο και η ένδικη να είναι απαράδεκτες, καθώς δεν προκύπτει το πρόσωπο ή τα πρόσωπα των υπόχρεων προς αποζημίωση. Ωστόσο, στην προκείμενη περίπτωση, η ένδικη αγωγή, αφορά μόνο την ίδια την αναιρεσείουσα, με την ιδιότητα της κυρίας του έργου και αυτή της προστήσασας, η οποία είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της το δικαίωμα της διεύθυνσης και παροχής οδηγιών για το σύνολο των εκτελούμενων οικοδομικών εργασιών. Η αγωγή δε αυτή, όπως ήδη αναφέρθηκε, ασκήθηκε μετά την απόρριψη της άνω πρώτης αγωγής ως προς την και εδώ εναγομένη, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, με την άνω με αριθμό 1793/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Έτσι, είναι πρόδηλο, ότι δεν πρόκειται για περίπτωση διαζευκτικής ή επικουρικής εναγωγής περισσοτέρων εναγομένων, αφού μόνο η ίδια ενάγεται εν προκειμένω, ενώ η επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα διαζευκτική ή επικουρική εναγωγή, πράγματι σχετίζεται με τις άλλες προηγούμενες αγωγές, όπου οι λοιποί εναγόμενοι είχαν εναχθεί, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, ως κοινωνοί της ίδιας υποχρέωσης και αυτοτελώς υπόχρεοι έναντι του ενάγοντος και κατά συνέπεια στη συγκεκριμένη περίπτωση υφίστατο απλή παθητική ομοδικία από το άρθρο 74 παρ. 1 ΚΠολΔ. Οι αγωγές, όμως, αυτές, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της παρούσας δίκης. Συνακόλουθα τούτων, ο τέταρτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, κατ’ ορθή εκτίμηση, με τον οποίο η αναιρεσείουσα μέμφεται την απόφαση του Εφετείου ότι δεν κήρυξε απαράδεκτο το δικόγραφο της ένδικης αγωγής, αφού αυτή περιελάμβανε διαζευκτική ή επικουρική εναγωγή, του υπόχρεου προς αποζημίωση του ενάγοντος, είναι αβάσιμος. Τέλος, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης, να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-1-2020 (αριθμ. καταθ. 38/15-1-2020) αίτηση αναίρεσης της 6531/2019 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης, στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Μαρτίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 756/2022.ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ. ΕΥΘΥΝΗ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΟΛΑΒΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Πηγή :