Αριθμός 757/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος:Ν. Χ. Γ. του Χ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Ισαβέλλα-Αικατερίνη Εμμανουηλίδου.
Των αναιρεσίβλητων: 1)Π. Μ., του Ι., κατοίκου …, 2)Μ. Μ. του Ν., κατοίκου …, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Νικόλαο Κριθαρά με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚπολΔ
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-4-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:146/2009 του ιδίου Δικαστηρίου, 34/2014 του Εφετείου Κέρκυρας.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 8-7-2014 αίτησή του.
Με την από 20-1-2015 κλήση της 2ης αναιρεσίβλητης η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση μετά από ματαίωση.
Κατά τη δικάσιμο αυτή, η υπόθεση ματαιώθηκε λόγω εκλογών οπότε, και επαναπροσδιορίστηκε με την από 20-10-2015 νέα κλήση της 2ης αναιρεσίβλητης. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 18-12-2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Η πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος, ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 564 παρ.2 του ΚΠολΔ και όπως τούτο ίσχυε κατά το χρόνο ασκήσεως της αναίρεσης (11.7.2014 – αρθρ.24 και 12 ΕισΝ ΚΠολΔ), αν ο αναιρεσείων διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, η προθεσμία της αναίρεσης είναι ενενήντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, κατά δε το άρθρο 577 του ίδιου κώδικα, το δικαστήριο πρώτα συζητεί το παραδεκτό της αναίρεσης, αν δε αυτή (αναίρεση) δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως, ενώ στην αντίθετη περίπτωση εξετάζει το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 143 παρ.1 και όπως τούτο ίσχυε κατά τον ίδιο χρόνο (ασκήσεως της αναίρεσης), ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη, στην οποία είναι πληρεξούσιος, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η επίδοση της οριστικής απόφασης. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι νόμιμα επιδίδεται η εκδοθείσα οριστική απόφαση του Εφετείου και στον πληρεξούσιο δικηγόρο που παρέστη κατά την ενώπιον αυτού δίκη, από την επίδοση δε αυτή αρχίζει και η πιο πάνω προθεσμία των ενενήντα ημερών, της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, για τον διαμένοντα στο εξωτερικό. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 104, 438 και 440 και 312 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η μνεία στο προεισαγωγικό τμήμα της δικαστικής απόφασης ότι ο διάδικος παρέστη με τον αναφερόμενο σ’ αυτήν πληρεξούσιο δικηγόρο, καθώς και η βεβαίωση στο κύριο σώμα αυτής ότι το δικαστήριο δίκασε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, αποτελεί πλήρη απόδειξη για το διορισμό, σύμφωνα με το άρθρο 96, του πληρεξουσίου δικηγόρου που εκπροσώπησε το διάδικο στη δίκη, δεδομένου ότι η συνδρομή του στοιχείου της δικαστικής πληρεξουσιότητας είναι γεγονός την αλήθεια του οποίου όφειλε το δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο 104 ΚΠολΔ (ΑΠ 1091/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσιβαλλομένη, υπ’ αριθμ.34/2014 απόφαση του Εφετείου Κερκύρας, επιδόθηκε στις 29.4.2014 με επιμέλεια των εφεσιβλήτων – εναγομένων, προς την πληρεξούσια δικηγόρο του εκκαλούντος – ενάγοντος που είναι κάτοικος εξωτερικού (Γαλλίας), όπως τούτο προκύπτει από την υπ’ αριθμ…./29.4.2014 έκθεση επιδόσεως της δικαστικού επιμελήτριας Κερκύρας Α. Σ.Μ.. Η ιδιότητα της παραλαβούσας την προαναφερθείσα απόφαση δικηγόρου Ι. – Α. Ε., προκύπτει από το προεισαγωγικό της εν λόγω απόφασης, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων. Η κατά της απόφασης αυτής αναίρεση ασκήθηκε νομότυπα (αρθρ.495 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ) με κατάθεση δικογράφου της στη γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε (Εφετείο Κέρκυρας) στις 11.7.2014, ήτοι προτού να συμπληρωθεί η από το άρθρο 564 παρ.2 ΚΠολΔ προθεσμία των ενενήντα ημερών, για τον κατοικούντα στο εξωτερικό αναιρεσείοντα. Ενόψει τούτων η υποβληθείσα από τη δεύτερη αναιρεσίβλητη και με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της (αρθρ.570 ΚΠολΔ) ένσταση περί απαραδέκτου της αναιρέσεως, ως εκπροθέσμως ασκηθείσας, που άλλωστε λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (αρθρ.577 παρ.2 και 151 ΚΠολΔ) πρέπει να απορριφθεί και να ερευνηθεί αυτή (αναίρεση) περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ.577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 138 ΑΚ, η σύμβαση που συνομολογήθηκε εικονικώς είναι άκυρη, εκτός εάν υπό την εικονική δικαιοπραξία καλύπτεται άλλη, οπότε ισχύει αυτή κατά τη θέληση των συμβληθέντων, εφόσον συντρέχουν οι απαιτούμενοι όροι προς σύστασή της. Η εικονικότητα αυτή μπορεί να αναφέρεται και στο πρόσωπο υπέρ του οποίου επέρχονται τα δικαιώματα από την εικονική δικαιοπραξία, όταν συμβάλλεται αντί αυτού άλλο πρόσωπο, με τη συμφωνία όλων των συμβαλλομένων, εικονικών και πραγματικών, ότι τα αποτελέσματα της συμβάσεως θα επέλθουν όχι υπέρ του φαινομενικά συμβαλλομένου, αλλά υπέρ του καλυπτομένου αληθινού. Έτσι και η δωρεά ακινήτου που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και στην οποία, κατά την πραγματική θέληση των συμβαλλομένων, δωρεοδόχος δεν είναι το φαινόμενο, αλλά έτερο υποκρυπτόμενο πρόσωπο, είναι έγκυρη και ισχύει υπέρ του καλυπτομένου δωρεοδόχου, η δε μεταγραφή του δωρητηρίου συμβολαίου υπέρ του πρώτου μετάγει την κυριότητα του αγορασθέντος στον δεύτερο, ο οποίος μπορεί να ζητήσει την αναγνώριση της κυριότητός του κατά του δωρητή και του φαινομένου αγοραστή ή και του ενός από αυτούς. Εξ ετέρου αν η υποσχετική σύμβαση είναι άκυρη λόγω εικονικότητας, άκυρη είναι και η μεταβίβαστική της κυριότητας εμπράγματη σύμβαση (ΑΠ 1714/2007). Περαιτέρω με το άρθρο μόνο του Π.Δ/τος της 22/24 Ιουνίου 1927 “περί συμπληρώσεως του Ν.3250/1924, περί κυρώσεώς του από 3.9.1924 Ν.Δ/τος περί απαγορεύσεως δικαιοπραξιών επί ακινήτων κ.λπ.” ορίσθηκαν τα εξής: 1)στο εδάφιο 1 αυτού ότι “ως παραμεθόριοι επαρχίαι του κράτους θεωρούνται αι ήδη δια διαταγμάτων ούτω χαρακτηρισθείσαι ή και πάσα άλλη εν τω μέλλοντι ως παραμεθόριος χαρακτηρισθησομένη δια διατάγματος εκδιδομένου μετ’ απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, 2)στο εδάφιο 2 “η παρ’ αλλοδαπών φυσικών ή νομικών προσώπων απόκτησις κυριότητος ή ετέρου εμπραγμάτου δικαιώματος, πλην υποθήκης, επί ακινήτων κτημάτων κειμένων εις παραμεθορίους περιοχάς του Κράτους, απαγορεύεται επί ποινή απολύτου ακυρότητος της σχετικής δικαιοπραξίας και επί τους εν εδαφίου 7 του παρόντος αναγραφομέναις ποιναίς”. Από το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι με την καθιερουμένη ρύθμιση απαγορεύεται η με οποιοδήποτε τρόπο απόκτηση από αλλοδαπό κυριότητος επί ακινήτου σε παραμεθόριους περιοχές, όχι μόνο με δικαιοπραξία, όπως ρητά προβλέπεται στις άνω διατάξεις, αλλά για την ταυτότητα του νομικού λόγου και με χρησικτησία τακτική ή έκτακτη (Ολ.ΑΠ 9/2010). Στη συνέχεια με τον ΑΝ 1366/1938 επιτράπηκε κατ’ εξαίρεση η άρση της απαγόρευσης αυτής με την έκδοση ειδικής άδειας από τον Υπουργό Άμυνας (αρθρ.2 παρ.2). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις του άρθρου 138 παρ.2 ΑΚ, γιατί υπό την αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, θα ματαιωνόταν ο επιδιωκόμενος ως άνω σκοπός της απαγορεύσεως, αφού θα ήταν δυνατή η κτήση των παραπάνω δικαιωμάτων από παρένθετο πρόσωπο. Στη συνέχεια η απόλυτη ακυρότητα των παραπάνω αδικοπραξιών μετατράπηκε σε σχετική υπέρ του Δημοσίου για τις πριν την ισχύ του Ν.1540/1985 καταετισθείσες συμβάσεις. Ειδικότερα με την παρ.1 του άρθρου 11 του νόμου αυτού (1540/1985) ορίστηκε ότι η απόλυτη ακυρότητα των δικαιοπραξιών που καταρτίστηκαν κατά παράβαση των παραπάνω διατάξεων (Ν.3250/1924, ΠΔ 22/24-6-1927 και ΑΝ 1366/1938) τρέπεται, αναδρομικά, σε σχετική, υπέρ του Δημοσίου και αφορά μόνο στις δικαιοπραξίες που έχουν καταρτισθεί μέχρι τη δημοσίευσή του (10.4.1985), ενώ για τον μετέπειτα χρόνο ο ίδιος νόμος, (άρθρα 30 και 31) αλλά και ο επακολουθήσας Ν.1892/1990, που δεν καταλαμβάνει την ένδικη περίπτωση, καθιερώνουν απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 30). Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, καθώς και του προαναφερθέντος Ν.1892/1990 (ο οποίος διευρύνει τον κύκλο των προσώπων του με το προηγούμενο νομικό καθεστώς μπορούσαν να ζητήσουν την άρση των απαγορεύσεων και συγκεκριμένα στα πρόσωπα που έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), καθώς και στους ομογενείς και στους Κύπριους) προκύπτει ότι μετά την ισχύ του Ν.1540/1985, ήτοι από 10.4.1985 απαγορεύεται με ποινή απόλυτης ακυρότητας (άρθρο 174 ΑΚ) η απόκτηση από αλλοδαπό υπήκοο τρίτης χώρας ή μέλους της ΕΕ κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος, επί ακινήτων, τα οποία βρίσκονται σε παραμεθόριες, όπως η Κέρκυρα περιοχές, καθώς και η σύναψη ενοχικών δικαιοπραξιών που να αφορούν τέτοια ακίνητα, εκτός αν έχει χορηγηθεί η προβλεπομένη στους νόμους αυτούς άδεια, η οποία πρέπει να υπάρχει κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, ενώ η τυχόν μεταγενέστερη λήψη της δεν επάγεται την αναδρομική επικύρωση της δικαιοπραξίας, ενόψει της ισχύουσας για τις διοικητικές πράξεις αρχής της μη αναδρομικότητας (“ανατρέχουσας ισχύος”), εκτός αν τούτο έχει ειδικά επιτραπεί, όπως συνέβη με το άρθρο 8 του Ν.1898/1990 για τις δικαιοπραξίες που έγιναν χωρίς άδεια της Επιτροπής από 31.7.1990 μέχρι 31.8.1990. Ήτοι η χωρίς την προαναφερθείσα άδεια κατάρτιση τόσο της ενοχικής, όσο και της εμπράγματης δικαιοπραξίας, είναι απολύτως άκυρη, ως σύμβαση απαγορευμένη, της οποίας το περιεχόμενο αντίκειται σε κανόνες δημόσιας τάξεως, όπως είναι οι προεκτεθέντες. Η απόλυτη αυτή ακυρότητα, τόσο κατά τον Ν.1892/1990, όσο και κατά το ισχύον, κατά τον ένδικο χρόνο, ΠΔ 22/24-6-1927 πλήττει όχι μόνο τη εκποιητική δικαιοπραξία του άρθρου 1033 ΑΚ, αλλά και την υποσχετική δικαιοπραξία (της πωλήσεως, προσύμφωνα κ.λπ.), ώστε και η ανάληψη υποχρεώσεως για μεταβίβαση παραμεθορίου ακινήτου να είναι άκυρη, ήτοι η ακυρότητα πλήττει όλη τη δικαιοπραξία. Ως παραμεθόριος επαρχία του Κράτους, για την εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων, χαρακτηρίστηκε, μεταξύ άλλων και η νήσος, Κέρκυρα στην οποία ανήκουν και οι Παξοί, με το ΠΔ της 7/9 Ιανουαρίου 1925, αλλά και με το νεώτερο ΒΔ της 6/14 Νοεμβρίου 1961.
Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι λόγος αναιρέσεως για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Έτσι ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ.ΑΠ 11/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα, ως προς το νόμω βάσιμο της από 2.4.2007 αγωγής του αναιρεσείοντος κατά των αναιρεσιβλήτων και δή κατά τις αποτελούσες αντικείμενο της αναιρέσεως σωρευόμενες βάσεις της, περί αναγνώρισης εικονικότητας δικαιοπραξίας και εγκυρότητας υποκρυπτόμενης δικαιοπραξίας, συγκεκριμένα δε δωρεάς ενός ακινήτου, εμβαδού 100 τμ μετά του επ’ αυτού ενός ελαιοδένδρου, που βρίσκεται στους Παξούς του Νομού Κέρκυρας, που κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή έγινε με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ…./16.6.1986 συμβόλαιο, του συμβ/φου Παξών Αναστασίου Λύχνου, από τον Ιερό Ναό Υ. προς την πρώτη εναγομένη εικονικά και εν γνώσει των συμβληθέντων, ως προς το πρόσωπο της δωρεοδόχου, καθόσον η αληθής βούληση του Ιερού Ναού ήταν να δωρίσει το ακίνητο στον ενάγοντα, πράγμα το οποίο όμως δεν μπορούσε να γίνει, αφού αυτός (ενάγων) ως αλλοδαπός και δη Αιγύπτιος δεν μπορούσε να αποκτήσει ακίνητο σε παραμεθόριο, όπως είναι οι Παξοί Κερκύρας, περιοχή “….η κρινόμενη αγωγή τόσο κατά το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της ένδικης δικαιοπραξίας της δωρεάς ως εικονικής, ως προς το πρόσωπο της δωρεοδόχου (πρώτης εναγομένης), όσο και της αναγνώρισης ως ισχυρής της καλυπτομένης δικαοπραξίας, ήτοι της δωρεάς και μεταβίβασης της κυριότητας προς τον ενάγοντα, ενόψει του ότι η επίδικη μεταβίβαση της κυριότητας του σ’ αυτή αναφερομένου ακινήτου, προς την πρώτη εναγομένη λόγω δωρεάς έγινε, η μεν υποσχετική δικαιοπραξία (δωρεά) στις 16-6-1986 η δε εκποιητική (μεταβίβαση της κυριότητας διά της μεταγραφής) στις 2-12-1988, οπότε είχε ισχύ το ως άνω Π.Δ. 22/24 Ιουνίου 1927, που απαγόρευε απολύτως την κτήση ακινήτων σε παραμεθόριες περιοχές από αλλοδαπούς, είναι μη νόμιμη, δεδομένου ότι ο ενάγων, ως αλλοδαπός, που είχε, όπως επικαλέστηκε, την Αιγυπτιακή υπηκοότητα κατά το χρόνο κατάρτισης της δωρεάς, δεν μπορούσε να αποκτήσει ακίνητο σε παραμεθόρια περιοχή, ,όπως στην προκειμένη περίπτωση ήταν και είναι οι Παξοί, ως ανήκοντες στη νήσο Κέρκυρα που έχει χαρακτηρισθεί ως παραμεθόριος, ως εκ του ότι και οι δύο δικαιοπραξίες (υποσχετική και εκποιητική) ήταν νόμω απαγορευμένες για αλλοδαπούς και συνεπώς απολύτως άκυρες και κατά συνέπεια, εάν υποτεθεί ότι η ένδικη δικαιοπραξία είναι εικονική ως προς το πρόσωπο του δωρεοδόχου (της πρώτης εναγομένης) και ότι στην πραγματικότητα και κατά την αληθή βούληση των συμβαλλομένων, υποκρύπτεται δωρεά προς τον ενάγοντα, είναι άκυρη, η υποκρυπτόμενη, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν επιτρεπόταν να αποκτήσει ακίνητο σε παραμεθόριο περιοχή, η ακυρότητα δε αυτή καλύπτει τόσο την υποσχετική όσο και την εκποιητική (εμπράγματη) δικαιοπραξία και όχι μόνο την τελευταία, ήτοι τη μεταβίβαση της κυριότητας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών (ενάγων) με τον πρώτο λόγο της έφεσης. Επομένως, ο λόγος αυτός με τον οποίο ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα, ότι δηλαδή εσφαλμένα ερμηνεύθηκαν υπό του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι ως άνω διατάξεις και απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή του, και ειδικότερα ότι εσφαλμένα δέχτηκε ότι ο προγενέστερος νόμος, ήτοι το Π.Δ. 22/24 Ιουνίου 1927, ο οποίος έχει εν προκειμένω εφαρμογή, ως εκ του χρόνου κατάρτισης της ένδικης δωρεάς, συμπεριέλαβε και τις ενοχικές δικαιοπραξίες, ενώ αφορούσε μόνο τις εμπράγματες δικαιοπραξίες, σε αντίθεση με τον μεταγενέστερο νόμο 1892/1990 που αφορά και τις ενοχικές, και στην προκειμένη περίπτωση τη δωρεά, κατατείνοντας στο ότι η εν λόγω υποσχετική δικαιοπραξία (υποκρυπτόμενη δωρεά προς αυτόν) ήταν τότε έγκυρη ως ενοχική, είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι ο εν λόγω νόμος όπως και ο εκκαλών δέχεται, ορθά εφαρμόσθηκε υπό της εκκαλουμένης απόφασης, ως εκ του χρόνου που τελέστηκαν οι ένδικες δικαιοπραξίες, και αφορά όχι μόνο τις εμπράγματες αλλά και τις ενοχικές (υποσχετικές) δικαιοπραξίες και στην προκειμένη περίπτωση, την υπ’ αυτού επικαλούμενη ως υποκρυπτόμενη δωρεά του αγωγικού ακινήτου, που αποτελεί την αιτία της μεταβίβασης της κυριότητας. Συνακολούθως, τα υπ’ αυτού με τον ίδιο λόγο υποστηριζόμενα, ότι η ως άνω απαγόρευση δεν ίσχυε γι’ αυτόν όταν έγινε η μεταγραφή του συμβολαίου με την οποία και έγινε η μεταβίβαση της κυριότητας προς την πρώτη εναγομένη, και επομένως είναι ισχυρή η μεταβίβαση ως εκ του ότι τότε είχε αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα (στις 10-11-1986), αλυσιτελώς προβάλλονται καθόσον, δεν θεραπεύεται η ακυρότητα της υποσχετικής δικαιοπραξίας, ήτοι της αιτίας της μεταβίβασης της κυριότητας, αναδρομικά αφού κατά το χρόνο που φέρεται ως καταρτισθείσα η υποκρυπτόμενη αληθής δωρεά προς το πρόσωπο του, αυτή ήταν απολύτως άκυρη, δεδομένου ότι, τότε, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν είχε την Ελληνική υπηκοότητα αλλά την Αιγυπτιακή, αβασίμως δε ισχυρίζεται ο εκκαλών με τον αυτό λόγο (1°) της έφεσης ότι συνέτρεχαν οι όροι για την εγκυρότητα της υποκρυπτόμενης δικαιοπραξίας, τόσο ως προς την ενοχική (δωρεά) ως προς το πρόσωπο του ως εκ του ότι τα συμβληθέντα μέρη την ήθελαν όσο και ως προς την εμπράγματη δικαιοπραξία (μεταβίβαση κυριότητας με τη μεταγραφή του δωρητηρίου συμβολαίου), καθότι αυτός κατά το χρόνο που έγινε η μεταγραφή (2-12-1988) είχε αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα, καθότι έπασχε η ενοχική δικαιοπραξία ως νόμω απαγορευμένη και δεν θεραπεύτηκε αναδρομικά με την κτήση υπ’ αυτού της ελληνικής υπηκοότητας κατά το χρόνο της εκποιητικής (εμπράγματης) δικαιοπραξίας.” Με βάση της παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την αγωγή κατά τις προεκτεθείσες βάσεις της, επικυρώσασα κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις επικαλούμενες διατάξεις του άρθρου 138 ΑΚ καθώς και του ΠΔ 22/24-6-1927 που ίσχυε στην προκειμένη περίπτωση ως εκ του χρόνου καταρτίσεως της ένδικη δωρεάς, η απόλυτη ακυρότητα του οποίου (ΠΔ) όπως και του μεταγενέστερου Ν.1892/1990 καταλαμβάνει τόσο τις ενοχικές, όσο και τις εμπράγματες δικαιοπραξίες και ότι συνακόλουθα εάν η ένδικη δικαιοπραξία ήταν εικονική ως προς το πρόσωπο του δωρεοδόχου, καθόσον κατά την αληθή βούληση των συμβαλλομένων δωρεοδόχος ήταν ο ενάγων, άκυρη είναι και η υποκρυπτομένη δικαιοπραξία, αφού αυτός ως αλλοδαπός και δη Αιγύπτιος, ήτοι υπήκοος τρίτης χώρας (εκτός ΕΕ) δεν επιτρεπτόταν να αποκτήσει ακίνητο, όπως το ένδικο, που βρισκόταν σε παραμεθόριο περιοχή. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα μοναδικός λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ η επίκληση από τον εκκαλούντα – ενάγοντα του ισχυρισμού ότι κατά την μεταγραφή του ενδίκου συμβολαίου (2.12.1988) είχε αποκτήσει την Ελληνική υπηκοότητα ως εκ περισσού ερευνήθηκε από το Εφετείο, καθόσον υποβλήθηκε το πρώτον σ’ αυτό (πρώτος λόγος της εφέσεως) και δεν περιεχόταν στο δικόγραφο της αγωγής, το νόμω βάσιμο και μόνο του οποίου (δικογράφου) ήταν αντικείμενο της δικαιοδοτικής κρίσης του Εφετείου, ενώ σε κάθε περίπτωση η ακυρότητα της υποσχετικής δικαιοπραξίας, επιφέρει την ακυρότητα και της εμπράγματης και όταν αυτή είναι μεταγενέστερη. Εξάλλου η επίκληση στον ίδιο λόγο του αναφερομένου στη νομική σκέψη άρθρου 11 παρ.1 του Ν.1540/1985, κατά το οποίο (άρθρο) η ακυρότητα των προγενεστέρων της ισχύος του νόμου αυτού δικαιοπραξιών σε παραμεθόριες περιοχές μετατράπηκε από απόλυτη σε σχετική και μόνον υπέρ του Δημοσίου, είναι αλυσιτελής, καθόσον δεν καταλαμβάνει την καταρτισθείσα στις 16.6.1986 ένδικη δωρεά και περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες το ΝΔ 22/24-6-1927 αφορά μόνο στις εμπράγματες δικαιοπραξίες, σε αντίθεση με το Ν.1892/1990, που αφορά τόσο τις ενοχικές όσο και τις εμπράγματες είναι, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, αβάσιμες. Ενόψει τούτων η αναίρεση πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), ενώ αυτός (αναιρεσείων) λόγω της ήττας του (αρθρ.183 και 176 ΚΠολΔ) πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8.7.2014 αίτηση του Ν. Χ. Γ. του Χ. κατά των Π. Μ. του Ι. και της Μ. Μ. του Ν., για αναίρεση της υπ’ αριθμ.32/2014 αποφάσεως του Εφετείου Κερκύρας.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Δεκεμβρίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Δεκεμβρίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 757 / 2016 Εικονικότητα μεταβίβασης εμπραγμάτου δικαιώματος (δωρεά)
Πηγή :
Επόμενο άρθρο Διαγράφεις χρέη στον ΕΦΚΑ, «χάνεις» ένσημα