Αριθμός 777/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου – Βασιλείου και Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Γ. Μ. του Ι. και 2) Κ. συζ. Γ. Μ., το γένος Ι. Φ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Δημητρίου, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 27-10-2021 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.
Της αναιρεσίβλητης: Φ. Ρ. του Λ., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Κυριακή Μπάλτα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-5-2014 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1272/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6380/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 22-5-2020 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Γεωργία Κατσιμαγκλή, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 22-05-2020 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 2751/297/26-05-2020) αίτηση για την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 6380/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 επ. του Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ. 1β, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Είναι επομένως παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των προβαλλόμενων κατ’ ιδίαν λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι, όσα νομικώς είναι ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως, που θεμελιώνεται επ’ αυτών, με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1424/2017). Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία, ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 661/2020, ΑΠ 467/2020, ΑΠ 119/2018, ΑΠ 1004/2017). Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 Κ.Πολ.Δ., αν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια της αγωγής και την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμο, κρίνοντας αυτήν ως αόριστη, ή, αντίθετα, αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία, κρίνοντας αυτήν ως ορισμένη. Πρόκειται δηλαδή και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση ή όχι νομικής αοριστίας της αγωγής (ή της ένστασης) (Ολ. ΑΠ 16/1998, ΑΠ 467/2020, ΑΠ 339/2020, ΑΠ 668/2020). Η αοριστία, όμως, του δικογράφου της αγωγής μπορεί να μη είναι νομική, αλλά ποσοτική ή ποιοτική, όταν στο δικόγραφό της δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου στον οποίο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 στοιχ. α’ και β’ Κ.Πολ.Δ., στηρίζεται το αίτημά της (ποσοτική αοριστία), ή όταν στο δικόγραφο γίνεται απλώς επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά, που θεμελιώνουν την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου (ποιοτική αοριστία). Στις περιπτώσεις αυτές, της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής, η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμός 8 και 14 Κ.Πολ.Δ., αντίστοιχα (ΑΠ 668/2020, ΑΠ 467/2020, ΑΠ 1155/2019, ΑΠ 1177/2018, ΑΠ 769/2017). Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθμός 8 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία, για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης, γεγονότα, που δεν εκτίθενται σε αυτή, ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης, γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθμός 14 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων, που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια, ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Ο αναιρετικός αυτός έλεγχος γίνεται με βάση την κυριαρχική εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας σε συνδυασμό, όμως και με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) (ΑΠ 811/2021, ΑΠ 661/2020, ΑΠ 339/2020, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 387/2019, ΑΠ 18/2018). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 574 και 590 Α.Κ. συνάγεται ότι μπορεί στη μισθωτική σύμβαση να περιληφθεί όρος ότι ο μισθωτής είναι υποχρεωμένος να καταβάλει την αναλογία που βαρύνει το μίσθιο επί των κοινόχρηστων δαπανών της οικοδομής, που διέπεται από τις διατάξεις περί οροφοκτησίας. Στην περίπτωση αυτή ο εκμισθωτής ασκώντας αγωγή κατά του μισθωτή για καταβολή οφειλόμενων κοινόχρηστων δαπανών, πρέπει για το ορισμένο, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., της αξιώσεώς του αυτής, που θεμελιώνεται στη μισθωτική σύμβαση και όχι στις διατάξεις που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ ιδιοκτητών οριζόντιων ιδιοκτησιών, να αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής τα περιστατικά, που ανάγονται στη συμβατική αυτή υποχρέωση του μισθωτή, το χρονικό διάστημα της μισθώσεως, το συνολικό ποσό των οφειλόμενων κοινόχρηστων δαπανών με ανάλυση αυτών ανά μήνα και την υπαγωγή της μέσα στη χρονική διάρκεια της συμβάσεως μισθώσεως. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 574, 592, 599 και 330 Α.Κ. προκύπτει ότι για κάθε φθορά πέρα από εκείνη, που οφείλεται στη συνήθη χρήση, ο εκμισθωτής έχει αξίωση αποζημιώσεως κατά του μισθωτή από τη σύμβαση, που καλύπτει κάθε ζημία θετική ή αποθετική (διαφυγόν κέρδος). Για την αξίωση αποζημιώσεως λόγω φθορών του μισθίου, ο εκμισθωτής με την προς τούτο αγωγή του πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τη σύμβαση μίσθωσης, τις φθορές που προκλήθηκαν στο μίσθιο και το ποσό ζημίας, στο μισθωτή δε απόκειται να επικαλεστεί και αποδείξει για την απαλλαγή του, ότι οι φθορές αυτές προέρχονται από τη συμφωνημένη χρήση ή σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη (ΑΠ 985/2020, ΑΠ 1399/2019, ΑΠ 529/2017, ΑΠ 1807/2012). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 247 Α.Κ., το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μια πράξη ή μια παράλειψη παραγράφεται, αρχίζει δε η παραγραφή κατά το άρθρο 251 του ίδιου Κώδικα από τότε που γεννήθηκε η σχετική αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, οπότε με τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, ο υπόχρεος δικαιούται κατά το άρθρο 272 παρ. 1 του ίδιου και πάλι Κώδικα να αρνηθεί την παροχή του. Αν αγωγή απορρίφθηκε νόμιμα λόγω παραγραφής της επίδικης αξιώσεως, κατόπιν ενστάσεως που προβλήθηκε από τον εναγόμενο, δεν δημιουργείται ουσιαστικό δεδικασμένο βλαπτικό για τον εναγόμενο και ως προς τη γένεση και ουσιαστική ύπαρξη της αξιώσεως, έστω και αν το δικαστήριο της ουσίας έκρινε περί τούτου, αφού στοιχεία της ενστάσεως παραγραφής είναι η διαδρομή του χρόνου και η προταθείσα δήλωση του εναγομένου, όχι δε και η ουσιαστική ύπαρξη της απαιτήσεως που παραγράφηκε (ΑΠ 41/2012, ΑΠ 1459/2000). Η ενδεχομένη κρίση του δικαστηρίου και περί γενέσεως και υπάρξεως της αξιώσεως αυτής, πλεοναστικώς και χωρίς ανάγκη διελήφθη στην απόφαση, της οποίας, το απορριπτικό για την αξίωση διατακτικό, στηρίζεται στην παραγραφή (ΑΠ 1459/2000). Εξάλλου, ακόμη και αν γίνει δεκτό, ότι η ύπαρξη της αξιώσεως αποτελεί αναγκαίο στοιχείο, κατά το άρθρο 247 Α.Κ., για την υποβολή ενστάσεως παραγραφής της, η σχετική κρίση για την ύπαρξη της αξιώσεως δεν στηρίζει άμεσα το απορριπτικό της αγωγής διατακτικό της αποφάσεως, που δέχεται στο αιτιολογικό της την ένσταση παραγραφής, γι` αυτό και δεν καλύπτεται με δεδικασμένο, αφού στην ίδια απορριπτική κρίση θα κατέληγε το δικαστήριο είτε εξέταζε, είτε όχι, την ύπαρξη της αξιώσεως (ΑΠ 2111/2014). Περαιτέρω, ορίζει το άρθρο 443 Α.Κ., ότι σε συμψηφισμό προτείνεται και ανταπαίτηση που έχει παραγραφεί, αν κατά το χρόνο που οι απαιτήσεις συνυπήρξαν δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνο της παραγραφής της. Ως συνύπαρξη των απαιτήσεων πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής νοείται η παράλληλη ύπαρξη και των δύο απαιτήσεων σε κατάσταση ώριμη προς συμψηφισμό τους, μπορεί δε να προταθεί σε συμψηφισμό η απαίτηση που παραγράφηκε, ακόμη και αν έχει ήδη απορριφθεί με τελεσίδικη απόφαση λόγω της παραγραφής (ΑΠ 2111/2014, ΑΠ 1626/2006).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 556 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση δικαιούται να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος κρίνεται από την προσβαλλομένη απόφαση κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δ., πρέπει δε τούτο να αναφέρεται στο αναιρετήριο για τη νομιμοποίηση του αιτούντος. Το έννομο συμφέρον, που πρέπει να είναι ατομικό και άμεσο, εξαρτάται από το αν η απόφαση αναπτύσσει δυσμενείς συνέπειες για το νικήσαντα διάδικο, όπως και όταν αυτός βλάπτεται από την αιτιολογία της αποφάσεως και συγκεκριμένα αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο εις βάρος του σε άλλη δίκη, όταν δηλαδή η αιτιολογία της αποφάσεως αποτελεί αναγκαίο στοιχείο του δικαιώματος ή της έννομης σχέσης που κρίθηκε και άρα φέρει αφ’ εαυτής προσόντα διατακτικού, κατά το άρθρο 578 του ίδιου κώδικα, οπότε αυτός (νικήσας διάδικος) δικαιούται να ζητήσει την αναίρεσή της κατά τη μη ορθή μόνο αιτιολογία της (ΑΠ 22/2020, ΑΠ 1265/2019, ΑΠ 533/2017, ΑΠ 41/2016). Έννομο συμφέρον για την άσκηση αναιρέσεως δεν έχει ο εναγόμενος, όταν η κατ’ αυτού αγωγή απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ενώ κατά τους ισχυρισμούς του έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη ή ως μη νόμιμη. Τούτο διότι η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η αγωγή κατ’ ουσίαν είναι ευμενέστερη γι’ αυτόν (ΑΠ 22/2020, ΑΠ 533/2017, ΑΠ 2315/2009). Η έλλειψη του εννόμου συμφέροντος, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης (άρθρο 73 Κ.Πολ.Δ.), συνεπάγεται την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ή του σχετικού λόγου αυτής, ως απαράδεκτων (ΑΠ 397/2020, ΑΠ 533/2017). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τους αριθμούς 8 εδάφιο α’ και 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., με την αιτίαση ότι το Εφετείο, παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα, που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο. Ειδικότερα με τον πρώτο αναιρετικό λόγο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι : α) όσον αφορά το αγωγικό αίτημα για επιδίκαση στην ενάγουσα – εκμισθώτρια και ήδη αναιρεσίβλητη οφειλόμενων κοινόχρηστων δαπανών του μισθίου ακινήτου, το Εφετείο, παρά το νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο του αιτήματος αυτού λόγω αοριστίας του, επειδή δεν αναφέρονται στην αγωγή τα απαιτούμενα στοιχεία για τη θεμελίωσή του, την οποία (αοριστία) αυτοί επικαλέστηκαν με τις προτάσεις τους τόσο ενώπιον του Πρωτοδικείου, όσο και ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά το τελευταίο αυτό Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι το εν λόγω αίτημα είναι ορισμένο και ακολούθως δέχθηκε εν μέρει αυτό ως κατ’ ουσίαν βάσιμο και β) όσον αφορά το αγωγικό αίτημα για επιδίκαση στην ενάγουσα – εκμισθώτρια και ήδη αναιρεσίβλητη αποζημιώσεως λόγω φθορών του μισθίου, το Εφετείο, παρά το νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο του αιτήματος αυτού λόγω αοριστίας του, επειδή επίσης δεν αναφέρονται στην αγωγή τα απαιτούμενα στοιχεία για τη θεμελίωσή του, την οποία (αοριστία) ομοίως αυτοί επικαλέστηκαν με τις προτάσεις τους τόσο ενώπιον του Πρωτοδικείου, όσο και ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και επιπλέον παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα, που δεν προτάθηκαν με την αγωγή και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και απαραδέκτως, κατ’ άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ., προτάθηκαν για πρώτη φορά κατ’ έφεση και ειδικότερα το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι το εν λόγω αίτημα είναι ορισμένο, δεχόμενο ως αναφερόμενο στην αγωγή, στοιχείο, τη συμφωνία για αποκατάσταση των φθορών κατ’ αποκοπή, χωρίς όμως η ενάγουσα να έχει επικαλεστεί στην ένδικη αγωγή της οποιαδήποτε συμφωνία για κατ’ αποκοπή αμοιβή των εργασιών επισκευής των φθορών του μισθίου και ακολούθως, αφού έκρινε το εν λόγω αγωγικό αίτημα ορισμένο και παραδεκτό, απέρριψε αυτό ως ουσία αβάσιμο, συνεπεία αποσβέσεως της σχετικής αξιώσεως λόγω παραγραφής της, παρά δε την απόρριψη του ως άνω αγωγικού αιτήματος ως ουσία αβάσιμου λόγω παραγραφής του, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι έχουν έννομο συμφέρον για την αναίρεση της πληττόμενης αποφάσεως κατά το μέρος που δεν απέρριψε αυτό ως απαράδεκτο, του εννόμου συμφέροντός τους συνισταμένου στην αποφυγή παραγωγής δεδικασμένου ως προς τη γένεση της ανωτέρω απαιτήσεως της αναιρεσίβλητης (για αποζημίωση λόγω φθορών του μισθίου), την οποία η τελευταία, παρά την απόσβεσή της λόγω παραγραφής, δύναται να προβάλει έναντι αυτών (αναιρεσειόντων) προς συμψηφισμό με δικές τους ανταπαιτήσεις κατ’ αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 443 Α.Κ. Στην προκειμένη περίπτωση από το αγωγικό δικόγραφο, που επισκοπείται επιτρεπτά κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως διαδικαστικό έγγραφο της δίκης, προκύπτει ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι το έτος 2004 εκμίσθωσε στον υιό των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων το περιγραφόμενο μίσθιο κατάστημα, κείμενο στην Αθήνα, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως βιβλιοχαρτοπωλείο. Ότι αυτή άσκησε το έτος 2008 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δύο αγωγές κατά του μισθωτή – υιού τους, με τις οποίες ζητούσε τα καθυστερούμενα από δυστροπία μισθώματα των μηνών από το Μάιο έως το Δεκέμβριο του 2008 και την απόδοση του μισθίου για την αιτία αυτή και ότι οι ως άνω αγωγές έγιναν δεκτές με την υπ’ αριθμ. 6184/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, αλλά στο μεταξύ ο υιός των εναγομένων και αρχικός μισθωτής απεβίωσε στις 27-09-2012 και οι εναγόμενοι, ως κληρονόμοι αυτού, αποδέχθηκαν την κληρονομιά του με το ευεργέτημα της απογραφής και υπεισήλθαν στη μισθωτική σύμβαση. Ότι επέδωσε στους εναγόμενους την άνω εφετειακή απόφαση στις 07-03-2013 και οι τελευταίοι της παρέδωσαν τα κλειδιά του μισθίου στις 09-05-2013. Ότι ο μισθωτής – υιός των εναγομένων, αν και έκανε ανενόχλητος χρήση το μισθίου, δεν κατέβαλε τα μισθώματα από τον Ιανουάριο του 2009 έως το Σεπτέμβριο του 2012, για τα οποία ευθύνονται οι εναγόμενοι ως κληρονόμοι αυτού, αλλά και οι ίδιοι (εναγόμενοι) δεν κατέβαλαν τα μισθώματα από τον Οκτώβριο του 2012 έως την παράδοση του μισθίου στις 09-05-2013, χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχαν υπεισέλθει στη μισθωτική σχέση οι ίδιοι, ανερχόμενα στο συνολικό ποσό των 48.522,82 ευρώ. Ότι επίσης δεν έχουν καταβληθεί και ως εκ τούτου της οφείλονται οι δαπάνες κοινοχρήστων του χρονικού διαστήματος από το Νοέμβριο του 2007 έως το Μάιο του 2013, όπως προσδιορίζονται ανά μήνα, συνολικού ύψους 82,84 ευρώ, και ότι από τη χρήση του μισθίου ακινήτου από τον αρχικό μισθωτή – υιό των εναγομένων, προξενήθηκαν οι περιγραφόμενες ζημίες και φθορές στο μίσθιο ακίνητο, για την αποκατάσταση των οποίων απαιτούνται δαπάνες επισκευής συνολικού ύψους 7.260 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, εκτός των άλλων, το ποσό: α) των 48.522,82 ευρώ για οφειλόμενα μηνιαία μισθώματα του χρονικού διαστήματος από 01-01-2009 έως 09-05-2013, β) των 82,84 ευρώ για οφειλόμενες δαπάνες κοινοχρήστων για το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του 2007 έως το Μάιο του 2013 και γ) των 7.260 ευρώ για δαπάνες αποκατάστασης φθορών του μισθίου. Ειδικότερα, ως προς το αίτημα επιδίκασης δαπανών κοινοχρήστων, το οποίο, όπως συνάγεται από την ορθή εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου, θεμελιώνεται στη μισθωτική σύμβαση, η ενάγουσα διαλαμβάνει στην ένδικη αγωγή της τα ακόλουθα: “Επιπλέον από το Νοέμβριο του 2007 ο μισθωτής δεν κατέβαλε την αναλογία του επί των κοινοχρήστων δαπανών, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθώ εγώ με τα κάτωθι ποσά : Νοέμβριος 2007 ευρώ 0,62, Δεκέμβριος 2007 ευρώ 1,44, Ιανουάριος 2008 ευρώ 0,52, Φεβρουάριος 2008 ευρώ 1,55, Μάρτιος 2008 ευρώ 1,45, Απρίλιος 2008 ευρώ 1,45, Μάιος 2008 ευρώ 0,52, Ιούνιος 2008 ευρώ 1,33, Ιούλιος 2008 ευρώ 0,57, Αύγουστος 2008 ευρώ 0,93, Σεπτέμβριος ευρώ 0,53, Οκτώβριος 2008 ευρώ 1,10, Νοέμβριος 2008 ευρώ 0,98, Δεκέμβριος 2008 ευρώ 0,92 (σύνολο 13,91 ευρώ), Ιανουάριος 2009 ευρώ 0,59, Φεβρουάριος 2009 ευρώ 1,52, Μάρτιος 2009 ευρώ 0,66, Απρίλιος 2009 ευρώ 1,32, Μάιος 2009 ευρώ 0,78, Ιούνιος 2009 ευρώ 1,33, Ιούλιος 2009 ευρώ 0,57, Αύγουστος 2009 ευρώ 1,00, Σεπτέμβριος 2009 ευρώ 0,99, Οκτώβριος 2009 ευρώ 1,03, Νοέμβριος 2009 ευρώ 0,71 (σύνολο 11,42 ευρώ), Ιανουάριος 2010 ευρώ 0,62, Φεβρουάριος 2010 ευρώ 1,59, Μάρτιος 2010 ευρώ 0,83, Απρίλιος 2010 ευρώ 1,18, Μάιος 2010 ευρώ 0,82, Ιούνιος 2010 ευρώ 1,04, Ιούλιος 2010 ευρώ 0,51, Αύγουστος 2010 ευρώ 1,07, Σεπτέμβριος 2010 ευρώ 0,51, Οκτώβριος 2010 ευρώ 1,18, Νοέμβριος 2010 ευρώ 1,20, Δεκέμβριος 2010 ευρώ 1,53 (σύνολο 18,57 ευρώ), Ιανουάριος 2011 ευρώ 1,63, Φεβρουάριος 2011 ευρώ 1,13, Μάρτιος 2011 ευρώ 0,59, Απρίλιος 2011 ευρώ 1,06, Μάιος 2011 ευρώ 0,83, Ιούνιος 2011 ευρώ 1,29, Ιούλιος 2011 ευρώ 0,59, Αύγουστος 2011 ευρώ 1,05, Σεπτέμβριος 2011 ευρώ 0,59, Οκτώβριος 2011 ευρώ 0,99, Νοέμβριος 2011 ευρώ 0,63, Δεκέμβριος 2011 ευρώ 1,15 (σύνολο 16,14 ευρώ), Ιανουάριος 2012 ευρώ 0,59, Φεβρουάριος 2012 ευρώ 1,19, Μάρτιος 2012 ευρώ 0,71, Απρίλιος 2012 ευρώ 1,13, Μάιος 2012 ευρώ 0,63, Ιούνιος 2012 ευρώ 1,00, Ιούλιος 2012 ευρώ 0,59, Αύγουστος 2012 ευρώ 1,04, Σεπτέμβριος 2012 ευρώ 1,59, Οκτώβριος 2012 ευρώ 1,12, Νοέμβριος 2012 ευρώ 0,64, Δεκέμβριος 2012 ευρώ 1,13 (σύνολο 18,85 ευρώ), Ιανουάριος 2013 ευρώ 0,59, Φεβρουάριος 2013 ευρώ 1,59, Μάρτιος 2013 ευρώ 0,59, Απρίλιος 2013 ευρώ 0,59, Μάιος 2013 ευρώ 0,59 (σύνολο 3,95 ευρώ). Ήτοι συνολικά για την αιτία αυτή μου οφείλονται 82,84 ευρώ”. Από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 6380/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, προκύπτει ότι το Εφετείο αυτό, αναφορικά με το ανωτέρω αγωγικό αίτημα, της επιδικάσεως δαπανών κοινοχρήστων, δέχθηκε τα εξής: “τέλος το κονδύλιο των κοινόχρηστων δαπανών του χρονικού διαστήματος από το Νοέμβριο του 2007 έως το Μάιο του 2013, συνολικού ύψους 82,84 ευρώ, εφόσον προσδιορίζονται οι δαπάνες αυτές ανά μήνα, είναι επαρκώς ορισμένο, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη”. Ακολούθως μετά την παραδοχή ότι το ως άνω κονδύλιο είναι επαρκώς ορισμένο, το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη υπ’ αριθμ. 1272/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το εν λόγω αγωγικό αίτημα είχε απορριφθεί ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, δέχθηκε αυτό ως νόμιμο και ως εν μέρει κατ’ ουσίαν βάσιμο, με την παραδοχή ότι “με τον 11° όρο του μισθωτηρίου συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο μισθωτής βαρύνεται με τους λογαριασμούς κάθε είδους παροχών κοινής ωφελείας και με τις δαπάνες κοινοχρήστων” και κατόπιν αυτών επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη το ποσό των 81,66 ευρώ για οφειλόμενες δαπάνες κοινοχρήστων για το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του 2007 έως το Μάρτιο του 2013. Με το ανωτέρω περιεχόμενο η ένδικη αγωγή, ως προς το εν λόγω αίτημα περί επιδικάσεως δαπανών κοινοχρήστων, είναι επαρκώς σαφής και ορισμένη, γιατί περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, τα αναγκαία περιστατικά που πληρούν το πραγματικό των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 361, 574 και 590 Α.Κ. και τα οποία αρκούν, κατά τις διατάξεις αυτές, για να θεμελιώσουν το εν λόγω αίτημα, καθόσον περιλαμβάνεται σ’ αυτή, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, η σχετική υποχρέωση του μισθωτή για καταβολή της αναλογίας του μισθίου επί των κοινόχρηστων δαπανών, θεμελιούμενη στη μισθωτική σύμβαση, αναφέρεται το χρονικό διάστημα της μισθώσεως, το συνολικό ποσό των οφειλόμενων κοινόχρηστων δαπανών με αναλυτική αναγραφή αυτών ανά μήνα και το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορά η οφειλή αυτή, με υπαγωγή της μέσα στη χρονική διάρκεια της συμβάσεως μισθώσεως. Το Εφετείο, συνεπώς, που έκρινε ότι η αγωγή, ως προς το ανωτέρω αίτημά της, ήταν ορισμένη, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει ακυρότητα, ούτε έλαβε προς τούτο υπόψη ισχυρισμούς, που δεν προτάθηκαν με την αγωγή και, ως εκ τούτου δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 14 και 8 Κ.Πολ.Δ. Επομένως, ο πρώτος αναιρετικός λόγος κατά το μέρος που αφορά το ανωτέρω αγωγικό αίτημα είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο, αναφορικά με το αγωγικό αίτημα, της επιδικάσεως αποζημιώσεως για αποκατάσταση φθορών του μισθίου δέχθηκε τα εξής: “οι αναφερόμενες στην αγωγή φθορές και βλάβες του μισθίου ακινήτου, για την αποκατάσταση των οποίων ζητείται αποζημίωση ύψους 7.260 ευρώ, διαλαμβάνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο κατά την έκτασή τους και κατά το είδος τους, καθώς και κατά το κόστος που απαιτείται για την αποκατάσταση της καθεμιάς από αυτές κατ’ αποκοπή” και ακολούθως δέχθηκε τα ακόλουθα: “αποδείχθηκε ότι από διαρροή του κάθετου σωλήνα αποχέτευσης της πολυκατοικίας, που διατρέχει το μίσθιο κατάστημα, παρουσιάσθηκε διαρροή υδάτων μέσα σ’ αυτό και ιδίως στην υπόγεια αποθήκη του. Η αξίωση αποζημίωσης, όμως, της ενάγουσας για τις εξ αυτού του λόγου προκληθείσες φθορές στο κατάστημα, έχει υποπέσει στην παραγραφή του άρθρου 602 του ΑΚ, καθόσον, αφότου η ενάγουσα ανέλαβε το μίσθιο (9-5-2013), έως την άσκηση της αγωγής (19-9-2014) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών. Ως εκ τούτου, το αιτούμενο κονδύλιο των 7.260 ευρώ για φθορές πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν λόγω παραγραφής, σύμφωνα με το βάσιμο 4° λόγο της έφεσης των εναγομένων”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την ανωτέρω υπ’ αριθμ. 1272/2017 πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχε απορριφθεί το εν λόγω αγωγικό αίτημα, ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, δέχθηκε αυτό ως ορισμένο και νόμιμο και ακολούθως το απέρριψε κατ’ ουσίαν λόγω παραγραφής, κατά παραδοχή σχετικής νομίμως προταθείσας ενστάσεως των αναιρεσειόντων. Κατόπιν των ανωτέρω παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο ερευνώμενος πρώτος αναιρετικός λόγος, κατά το μέρος που αφορά το ανωτέρω αγωγικό αίτημα περί επιδικάσεως αποζημιώσεως για αποκατάσταση φθορών του μισθίου, είναι απαράδεκτος και ως εκ τούτου απορριπτέος, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος από πλευράς των αναιρεσειόντων, καθόσον η απόρριψη με την προσβαλλόμενη απόφαση κατ’ ουσίαν του εν λόγω αγωγικού αιτήματος λόγω παραγραφής, είναι ευμενέστερη για τους αναιρεσείοντες σε σχέση με την απόρριψη τούτου ως απαράδεκτου λόγω αοριστίας, ενώ περαιτέρω, δεν δημιουργείται ουσιαστικό δεδικασμένο βλαπτικό για τους αναιρεσείοντες ως προς τη γένεση και ουσιαστική ύπαρξη της ως άνω αξιώσεως της αναιρεσίβλητης, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν, ακόμη και εάν το Δικαστήριο της ουσίας έκρινε περί αυτού, και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, στοιχεία της ενστάσεως παραγραφής είναι η διαδρομή του χρόνου και η προταθείσα περί αυτής δήλωση του εναγομένου, όχι δε και η ουσιαστική ύπαρξη της απαιτήσεως που παραγράφηκε, αφού το απορριπτικό για την αξίωση διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως στηρίζεται στην παραγραφή, ενώ αντίθετα η κρίση για την ύπαρξη της αξιώσεως δεν στηρίζει, το απορριπτικό της αγωγής, διατακτικό της πληττόμενης αποφάσεως, που δέχεται στο αιτιολογικό της την ένσταση παραγραφής, γι` αυτό και δεν καλύπτεται με δεδικασμένο και συνακόλουθα δεν δημιουργεί ουσιαστικό δεδικασμένο βλαπτικό για τους αναιρεσείοντες. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η προεκτιθέμενη έλλειψη του εννόμου συμφέροντος από πλευράς των αναιρεσειόντων, που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, συνεπάγεται την απόρριψη ως απαράδεκτου του κρινόμενου αυτού αναιρετικού λόγου, κατά το μέρος που αφορά το ως άνω αγωγικό αίτημα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 574 Α.Κ., που εφαρμόζεται και στις εμπορικές μισθώσεις, κατ’ άρθρο 44 του Π.Δ 34/1995, με τη σύμβαση μισθώσεως πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 340, 341 και 342 του Α.Κ., με σαφήνεια προκύπτει, ότι κύρια υποχρέωση του μισθωτή για την ομαλή λειτουργία της μισθωτικής σχέσης, είναι η καταβολή του μισθώματος κατά το χρόνο που έχει συμφωνηθεί, διαφορετικά ο μισθωτής γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ορισμένης ημέρας και χωρίς όχληση, η δε υπαιτιότητά του, που αποτελεί στοιχείο της υπερημερίας, τεκμαίρεται με μόνη την παρέλευση του χρόνου καταβολής (ΑΠ 86/2005). Από την υποχρέωση καταβολής του μισθώματος δεν απαλλάσσεται ο μισθωτής αν δεν χρησιμοποιεί το μίσθιο από λόγους που αφορούν τον ίδιο ή δεν θέλει να κάνει χρήση, όπως όταν αποχωρήσει από αυτό πριν τη λήξη της μισθώσεως (άρθρο 596 Α.Κ.), και τούτο δε διότι, από το λόγο αυτό δεν επέρχεται λήξη της μισθωτικής σχέσης, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει, το δε μίσθωμα καταβάλλεται όχι για την πράγματι ασκούμενη χρήση, αλλά για τη δυνατότητα της ασκήσεως της χρήσης, την οποία παρέχει ο εκμισθωτής (ΑΠ 1469/2013, ΑΠ 617/2000, ΑΠ 760/2000). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 167 του Α.Κ. “Η δήλωση της βούλησης έχει νομική ενέργεια μόνο αφότου περιέλθει στο πρόσωπο στο οποίο απαιτείται να απευθυνθεί”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 168 του ιδίου Κώδικα “Η δήλωση της βούλησης δεν έχει καμιά ενέργεια, αν προηγουμένως ή ταυτόχρονα περιήλθε σ` εκείνον στον οποίο απευθύνεται ανάκλησή της”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 587 του Α.Κ. “Με την καταγγελία αίρεται για το μέλλον η μισθωτική σχέση και επιστρέφεται το μίσθωμα που τυχόν προκαταβλήθηκε για το χρόνο μετά την καταγγελία. Εκείνος που έχει δικαίωμα να καταγγείλει δεν έχει υποχρέωση σε αποζημίωση εξαιτίας της καταγγελίας” και κατά τη διάταξη του άρθρου 597 του ιδίου Κώδικα “Αν ο μισθωτής καθυστερεί το μίσθωμα ολικά ή μερικά, ο εκμισθωτής δικαιούται να καταγγείλει τη μίσθωση τουλάχιστον πριν από ένα μήνα, αν πρόκειται για μίσθωση που η διάρκειά της συμφωνήθηκε για ένα χρόνο ή περισσότερο, και πριν από δέκα ημέρες στις άλλες μισθώσεις. Δεν αποκλείεται αξίωση του εκμισθωτή για αποζημίωση εξαιτίας της πρόωρης λύσης της μίσθωσης. Η καταγγελία μένει χωρίς αποτέλεσμα αν ο μισθωτής πριν περάσει η προθεσμία αυτή καταβάλει το καθυστερούμενο μίσθωμα μαζί με τα τυχόν έξοδα της καταγγελίας”. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 15 του Π.Δ. 34/1995 “Η καταγγελία της μίσθωσης επιτρέπεται για τους λόγους που προβλέπει το παρόν διάταγμα και ο Αστικός Κώδικας. Το άρθρο 66 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζεται και εδώ”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι οι μονομερείς δικαιοπραξίες, που συνίστανται σε δήλωση βουλήσεως ανακοινωτέα προς ορισμένον άλλο, μεταξύ των οποίων και η καταγγελία διαρκούς συμβάσεως, όπως είναι η εμπορική μίσθωση, τελειώνονται, αφότου η δήλωση ανακοινωθεί (περιέλθει) σ` αυτόν προς τον οποίο είναι απευθυντέα και δεν χωρεί μετά από αυτή την ανακοίνωση (περιέλευση) της δηλώσεως, μονομερής ανάκληση αυτής (ΑΠ 1473/2003). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη θεωρία της παραλαβής ή λήψεως, που δέχεται ο Α.Κ., η δήλωση θεωρείται συντελεσθείσα όχι απλώς από την αποτύπωσή της στον εξωτερικό κόσμο (θεωρία της εκδηλώσεως), ούτε αναγκαίως από τη γνώση του περιεχομένου της εκ μέρους του παραλήπτη, προς τον οποίο απευθύνεται (θεωρία της γνώσεως), αλλά από την περιέλευσή της στο νόμιμο παραλήπτη. Περιέλευση στο λήπτη της δηλώσεως, η οποία απαιτείται για να παράγει η δήλωση τα αποτελέσματά της, υπάρχει, ανεξάρτητα αν πρόκειται μεταξύ παρόντων ή απόντων μερών, αφότου η δήλωση βουλήσεως, η οποία αποτελεί απαραίτητο όρο του πραγματικού της δικαιοπραξίας, περιέλθει στο χώρο εξουσιάσεως του λήπτη και αυτός βρίσκεται σε θέση, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να λάβει γνώση του περιεχομένου της (ΑΠ 1223/2015, ΑΠ 634/2014). Έτσι, μεταξύ απόντων, αρκεί, μεταξύ άλλων, η δήλωση να εναποτίθεται σε χώρο που βρίσκεται στη νομή ή την κατοχή του αποδέκτη (ΑΠ 1223/2015).Το παραπάνω δικαίωμα του εκμισθωτή για καταγγελία της συμβάσεως μισθώσεως κατά τη διάταξη του άρθρου 597 του Α.Κ., που εφαρμόζεται και στις εμπορικές μισθώσεις (άρθρο 15 και 44 του Π.Δ. 34/1995), είναι διαπλαστικό, αφού χορηγείται σ’ αυτόν η εξουσία, ως υποκείμενο της μισθωτικής σχέσης, με μονομερή δήλωσή του, η οποία αποκτά νομική ενέργεια, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, μόλις περιέλθει στο μισθωτή (άρθρο 167 του Α.Κ.), να προκαλέσει την άρση (λύση) της συμβάσεως για το μέλλον (άρθρο 587 του Α.Κ.), δηλαδή την κατάργησή της. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 300 Α.Κ. “Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν επέστησε την προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο οφειλέτης ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για το πταίσμα των προσώπων για τα οποία ευθύνεται εκείνος που ζημιώθηκε”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 288 Α.Κ. “Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. “η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 612 παρ. 1 του Α.Κ. “Όταν αποβιώσει ο μισθωτής, οι κληρονόμοι του έχουν δικαίωμα να καταγγείλουν τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται τουλάχιστον πριν από τρεις μήνες και ισχύει για το τέλος του ημερολογιακού μηνός”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1846 Α.Κ., ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομία, μόλις γίνει η επαγωγή, η οποία (επαγωγή), κατά τη διάταξη του άρθρου 1710 Α.Κ., επέρχεται κατά το θάνατο του κληρονομουμένου. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 574, 612 παρ. 1, 1710 και 1846 του Α.Κ., σαφώς συνάγεται ότι η μισθωτική σχέση είναι κληρονομητή και κατά συνέπεια σε περίπτωση θανάτου του μισθωτή, δεν επέρχεται λύση της συμβάσεως μισθώσεως, αλλά υπεισέρχονται στη μισθωτική σχέση και δη στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μισθώσεως, οι κληρονόμοι του μισθωτή (εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου), μόλις γίνει η επαγωγή, η οποία επέρχεται κατά το θάνατο του κληρονομουμένου και εφόσον οι κληρονόμοι αυτοί αποδεχθούν την κληρονομιά (άρθρα 1846, 1847, 1850, 1857, 1940 του Α.Κ.) (ΑΠ 607/2011, ΑΠ 1254/2001), χωρίς να χρειάζεται και η προηγούμενη μεταγραφή της δηλώσεως αποδοχής, αφού πρόκειται για κτήση ενοχικής σχέσεως και όχι κυριότητας, έχοντας πλέον δικαίωμα οι κληρονόμοι αυτοί είτε να καταγγείλουν τη μίσθωση, είτε να συνεχίσουν τη συμφωνημένη χρήση του μισθίου για δικό τους λογαριασμό, χωρίς να απαιτείται κάποια ιδιαίτερη γι` αυτό δήλωση προς τον εκμισθωτή (ΑΠ 89/1997). Δηλαδή ο θάνατος του μισθωτή δεν έχει επίδραση στη μισθωτική σχέση, παρέχεται όμως, με τη διάταξη αυτή του άρθρου 612 παρ. 1 του Α.Κ., στους κληρονόμους του η δυνατότητα, υπεισερχόμενοι στη μισθωτική σύμβαση, να την καταγγείλουν και να αποδεσμευτούν από αυτή, αλλιώς δεν θα είχαν εξουσία να καταλύσουν τη μισθωτική σχέση, εκτός αν αυτό προβλεπόταν ρητά στη σύμβαση μισθώσεως. Παρά το γεγονός ότι με την καταγγελία του άρθρου 612 παρ. 1 του Α.Κ., από τους κληρονόμους του μισθωτή, επέρχεται ως αποτέλεσμα αιφνίδια ανατροπή της μισθωτικής σχέσης και πρόωρη λήξη αυτής, ο εκμισθωτής δεν δικαιούται αποζημιώσεως για την αιτία αυτή, από την άλλη πλευρά όμως ως αντιστάθμισμα, τα αποτελέσματα της εν λόγω καταγγελίας δεν επέρχονται αμέσως, αλλά μετά την πάροδο τριών μηνών και ισχύουν για το τέλος του ημερολογιακού μήνα.
Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 612 παρ. 1 του Α.Κ., παρέχει δυνατότητα αποδέσμευσης από τη μίσθωση για τους κληρονόμους του μισθωτή, με την άσκηση του, εκ της διατάξεως αυτής, παρεχόμενου δικαιώματος της καταγγελίας, για την επέλευση των αποτελεσμάτων της οποίας ισχύει η άνω τρίμηνη προθεσμία. Εξάλλου, εάν, μετά το θάνατο του μισθωτή οι κληρονόμοι αυτού, υπεισερχόμενοι στη μισθωτική σχέση, δεν καταγγείλουν, όπως έχουν δικαίωμα, κατ’ άρθρο 612 παρ. 1 του Α.Κ., τη μισθωτική σύμβαση, αυτή πλέον συνεχίζεται για δικό τους λογαριασμό (ΑΠ 89/1997) και συνεπώς, μετά την υπεισέλευση αυτή των κληρονόμων του αρχικού μισθωτή στη μισθωτική σχέση, από το χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς, δηλαδή από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου – μισθωτή, οι δημιουργούμενες υποχρεώσεις της μισθωτικής αυτής συμβάσεως, δεν βαρύνουν την κληρονομιαία περιουσία, αλλά την ατομική περιουσία των κληρονόμων που συνεχίζουν για λογαριασμό τους, εφόσον δεν έχουν καταγγείλει, τη μισθωτική σύμβαση και τούτο διότι οι ως άνω αξιώσεις προέρχονται από τις ενέργειες των εν λόγω κληρονόμων, μετά την υπεισέλευσή τους στη μισθωτική σχέση, ως συνεχιστών για λογαριασμών τους πλέον αυτής και ως εκ τούτου, δεν αποτελούν χρέος της κληρονομιάς (πρβλ ΑΠ 607/2011). Τα ανωτέρω δε ισχύουν και προκειμένου περί κληρονόμου, που αποδέχθηκε την κληρονομιά με το ευεργέτημα της απογραφής και ο οποίος υπεισήλθε στη μισθωτική σχέση ως κληρονόμος του αρχικού μισθωτή (ΑΠ 607/2011). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1901, 1902, 1904, 1905 και 1907 Α.Κ. προκύπτει ότι ο κληρονόμος, που αποδέχθηκε την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής, δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη του για τα χρέη της κληρονομίας, αλλά εξακολουθεί να ευθύνεται γι` αυτά. Η ευθύνη του, όμως, εκτείνεται έως το ενεργητικό της κληρονομίας, δηλαδή μόνο με τα στοιχεία αυτής και όσο αυτά επαρκούν (cum viribus hereditatis), χωρίς να ευθύνεται και με την ατομική του περιουσία, από την οποία η περιουσία του κληρονομουμένου έχει αποχωρισθεί και αποτελεί χωριστή ομάδα. Παρά την περιορισμένη ευθύνη του, εξακολουθεί να είναι ο καθολικός διάδοχος του κληρονομουμένου και γι` αυτό ενάγεται από τους δανειστές της κληρονομίας για το σύνολο του χρέους. Ενδεχόμενη ανεπάρκεια της κληρονομικής περιουσίας προς ικανοποίηση των απαιτήσεων των κληρονομικών δανειστών δεν επηρεάζει ούτε τη νομιμοποίηση των τελευταίων να ασκήσουν κατά του εξ απογραφής κληρονόμου αγωγή για την επιδίκαση των απαιτήσεών τους, ούτε τη βασιμότητα της εν λόγω αγωγής. Απλώς, έχει ως συνέπεια ότι για την ικανοποίηση των ως άνω απαιτήσεων δεν επιτρέπεται να γίνει αναγκαστική εκτέλεση επί της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου, αλλά μόνο επί των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας (ΑΠ 1202/2018, ΑΠ 1311/2011). Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός του κληρονόμου περί αποδοχής της κληρονομίας του οφειλέτη με το ευεργέτημα της απογραφής μπορεί να προταθεί (μόνο) ως λόγος ανακοπής κατά της τυχόν επί της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου επισπευδομένης αναγκαστικής εκτελέσεως (ΑΠ 1311/2011, ΑΠ 630/2009). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1907 Α.Κ. “ο εξ απογραφής κληρονόμος διοικεί την ομάδα της κληρονομιάς, ευθύνεται για κάθε αμέλεια και υπόκειται σε λογοδοσία” και κατά το άρθρο 1908 Α.Κ. “ο κληρονόμος με απογραφή δεν μπορεί να εκποιήσει χωρίς άδεια του δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, ακίνητα της κληρονομιάς. Τα ακίνητα αυτά εκποιούνται με πλειστηριασμό εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά”. Με τις διατάξεις των άρθρων αυτών καθιερώνεται το μέτρο ευθύνης του κληρονόμου με απογραφή και σκοπός τους είναι προφανώς πέραν από την προστασία του κληρονόμου και η προστασία των συμφερόντων των δανειστών.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται όταν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν είχαν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με την μορφή διατακτικού. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφτηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφήρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφήρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ. ΑΠ 2/2019, Ολ. ΑΠ 6/2019, Ολ. ΑΠ 8/2018, Ολ. ΑΠ 7/2006, ΑΠ 1034/2020, ΑΠ 192/2019, ΑΠ 19/2017). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. ΑΠ 1/2020, Ολ. ΑΠ 2/2019, Ολ. ΑΠ 8/2018, Ολ. ΑΠ 1/1999). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 85/2020, ΑΠ 38/2020).
Συνεπώς, κατά την έννοια του αναιρετικού αυτού λόγου η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, επομένως, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΑΠ 78/2020, ΑΠ 59/2020). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, ή όταν η απόφαση έχει ελλείψεις, όσον αφορά το νομικό χαρακτηρισμό των κρίσιμων περιστατικών που έγιναν δεκτά (Ολ. ΑΠ 15/2006, ΑΠ 78/2020, ΑΠ 38/2020, ΑΠ 638/2019, ΑΠ 98/2017). Αντιθέτως, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης και δεν έχει εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ` άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (Ολ. ΑΠ 1/2020). Περαιτέρω, τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, “αιτιολογία” της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα (ΑΠ 182/2021, ΑΠ 708/2017, ΑΠ 667/2016, ΑΠ 1266/2011), ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμός 19 Κ.Πολ.Δ., αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα, των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 502/2020, ΑΠ 1112/2020, ΑΠ 797/2020, ΑΠ 882/2019, ΑΠ 565/2018, ΑΠ 813/2017). Εξάλλου, για τη διαδικαστική πληρότητα και δη για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (αριθμός 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.) εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, πλην άλλων, και σε τι συνίσταται η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης και, ειδικότερα, όταν προβάλλεται αιτίαση για ανεπαρκείς αιτιολογίες της, πρέπει να προσδιορίζονται στο αναιρετήριο ποια επί πλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην απόφαση, ώστε να είναι επαρκής η αιτιολογία της, ενώ, στην περίπτωση των αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει να αναφέρεται σε τι συνίσταται η αντίφαση και από ποία αντιτιθέμενα μέρη των αιτιολογιών προκύπτει, χωρίς να αρκούν γενικές εκφράσεις για “ανεπάρκεια” και “αντίφαση” (Ολ. ΑΠ 20/2005, Ολ. ΑΠ 32/1996, ΑΠ 510/2021, ΑΠ 182/2021, ΑΠ 342/2021, ΑΠ 550/2017). Με τους ανωτέρω αναιρετικούς λόγους, δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ ( ΑΠ 53/2020, ΑΠ 634/2019, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 551/2018, ΑΠ 1753/2017, ΑΠ 849/2007). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, καθόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υποθέσεως, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 508/2020, ΑΠ 90/2020, ΑΠ 198/2015). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση (ήτοι η παραβίαση να προκύπτει μόνο από την ανάγνωση της απόφασης, χωρίς να απαιτείται και επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων) και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση, που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει την ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των λόγων αναιρέσεως, της οποίας η συνδρομή πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο ( ΑΠ 978/2020, ΑΠ 1035/2020). Ειδικότερα, από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι αν δεν συντρέχει μία από τις σ’ αυτή αναφερόμενες εξαιρετικές περιπτώσεις, ο λόγος αναίρεσης είναι παραδεκτός μόνον εφ’ όσον στηρίζεται σε ισχυρισμό που προτάθηκε παραδεκτώς και νομίμως στο δικαστήριο από το οποίο προέρχεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ακόμη και αν έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1015/2020, ΑΠ 179/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 6380/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, προκύπτει ότι το Εφετείο αυτό δέχθηκε ως αποδειχθέντα, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), μετά από εκτίμηση των επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, τα ακόλουθα : “Δυνάμει του από 1-3-2004 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης μεταξύ της ενάγουσας ως εκμισθώτριας και του Ι. Μ., γιου των εναγομένων, ως μισθωτή, η πρώτη εκμίσθωσε στο δεύτερο για το από 1-3-2004 έως 28-2-2007 χρονικό διάστημα το υπό στοιχ. … ισόγειο κατάστημα, ιδιοκτησίας της, που βρίσκεται επί της οδού … στους … και αποτελείται από ισόγειο, εμβαδού 26 τ.μ., αποθήκη υπογείου, εμβαδού 20 τ.μ., και πατάρι με WC, αντί μηνιαίου μισθώματος 650 ευρώ, προκαταβλητέου εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, με ετήσια αναπροσαρμογή 5% για τη χρονική περίοδο της συμβατικής διάρκειας της μίσθωσης, πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6% επί του εκάστοτε καταβαλλομένου μισθώματος, προκειμένου να λειτουργήσει σ’ αυτό ο μισθωτής επιχείρηση βιβλιοχαρτοπωλείου. Επίσης με τον 11° όρο του μισθωτηρίου συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο μισθωτής βαρύνεται με τους λογαριασμούς κάθε είδους παροχών κοινής ωφελείας και με τις δαπάνες κοινοχρήστων. Αμέσως μετά, η εκμισθώτρια παρέδωσε τη χρήση του μισθίου στο μισθωτή, ο οποίος έκτοτε λειτουργούσε κανονικά σ’ αυτό την ανωτέρω επιχείρησή του. Μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου η μίσθωση παρατάθηκε αναγκαστικά κατ’ άρθρο 5 παρ.1 του ΠΔ 34/1995, η δε συμφωνηθείσα αναπροσαρμογή του μισθώματος ισχύει και για το χρόνο της αναγκαστικής παράτασης της μίσθωσης (άρθρ. 7 παρ. 1 του ΠΔ 34/1995), εφόσον δεν αποκλείσθηκε συμβατικά. Τo καλοκαίρι του έτους 2007 παρουσιάσθηκε βλάβη στον κεντρικό σωλήνα αποχέτευσης της οικοδομής, που διέρχεται κατακόρυφα από το μίσθιο, γεγονός, το οποίο δημιούργησε προβλήματα στη μισθωτική σχέση. Ειδικότερα, ο μισθωτής άσκησε την υπ’ αριθμ. κατάθ. 7302/31-12-2007 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, Διαδικασία Μισθώσεων, ζητώντας αποζημίωση για την αποκατάσταση της παρούσας και μέλλουσας αποθετικής ζημίας του, λόγω της μη λειτουργίας της επιχείρησής του εξαιτίας πραγματικού ελαττώματος του μισθίου, μέχρι το τέλος του νομίμου χρόνου της μίσθωσης. Η αγωγή εκείνη απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας με την υπ’ αριθμ. 1932/2008 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου. Ακολούθως ο μισθωτής άσκησε την από 5-12-2008 όμοια αγωγή του, η οποία συνεκδικάσθηκε με τις από 20-6-2008 και 16-12-2008 αγωγές της ενάγουσας, με τις οποίες η τελευταία ζητούσε τα καθυστερούμενα μισθώματα Μαΐου έως και Δεκεμβρίου 2008 και την απόδοση του μισθίου. Επί των ανωτέρω αγωγών εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2239/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκαν και οι τρεις αγωγές. Κατόπιν ασκήσεως εφέσεως εκ μέρους της και ήδη ενάγουσας κατά της ανωτέρω απόφασης, η οποία συζητήθηκε στις 29-5-2012 ερήμην του μισθωτή Ι. Μ., εκδόθηκε η 6184/11-12-2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος, που απέρριψε τις δύο αγωγές της ενάγουσας-εκκαλούσας, οι οποίες έγιναν δεκτές κατ’ ουσίαν και υποχρεώθηκε ο μισθωτής να αποδώσει τη χρήση του μισθίου και να καταβάλει στην εκμισθώτρια νομιμοτόκως το συνολικό ποσό των 6.349,20 ευρώ για τα οφειλόμενα μισθώματα. Εν τω μεταξύ, στις 27-9-2012 απεβίωσε ο μισθωτής και κατέλιπε ως μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους εναγομένους γονείς του και την αδελφή του Σ. Μ.. Η τελευταία αποποιήθηκε την κληρονομιά, ενώ οι εναγόμενοι την αποδέχθηκαν με το ευεργέτημα της απογραφής, προς τούτο δε συντάχθηκε η …/24-1-2013 έκθεση αποδοχής κληρονομιάς επ’ ωφελεία απογραφής του Πρωτοδικείου Αθηνών. Με το θάνατο του μισθωτή οι εναγόμενοι, εφόσον αποδέχθηκαν την κληρονομιά αυτού, υπεισήλθαν ως μισθωτές στη μίσθωση, η οποία διατηρεί την ταυτότητά της και οι εναγόμενοι κληρονόμοι έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις εκείνου (κληρονομουμένου μισθωτή), κατά το ποσοστό της εξ αδιαθέτου μερίδας τους, δηλαδή κατά 1/2 ο καθένας, χωρίς να χρειάζεται και η προηγούμενη μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής (η οποία πάντως στην υπό κρίση περίπτωση μεταγράφηκε), αφού πρόκειται για κτήση ενοχικής σχέσης και όχι κυριότητας, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη. Η ενάγουσα επέδωσε την 6184/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών στους εναγομένους στις 7-3-2013. Οι τελευταίοι με την από 12-4-2013 εξώδικη δήλωση – πρόσκλησή τους, την οποία επέδωσαν στην ενάγουσα στις 15-4-2013 (βλ. υπ’ αριθμ. 8334/15-4-2013 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Η. Κ.), της δήλωσαν, ότι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του γιου τους επ’ ωφελεία απογραφής, ότι δυνάμει της 234/3-4-2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών διενεργούν απογραφή της κληρονομιαίας περιουσίας και ότι κατά τη διάρκεια της απογραφής ανηύραν τα κλειδιά του μισθίου, την προσκάλεσαν δε να τα παραλάβει από το δικαστικό επιμελητή, που διενήργησε την επίδοση του ίδιου εξωδίκου, αλλιώς να τα παραλάβει από το γραφείο του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Κωνσταντίνου Βλασταράκου. Κατά την επίδοση η ενάγουσα ήταν απούσα από την κατοικία της και ο παρών σύνοικος Λ. Ρ. παρέλαβε μεν το εξώδικο, αρνήθηκε όμως να παραλάβει τα κλειδιά. Τελικώς, η ενάγουσα παρέλαβε τα κλειδιά στις 9-5-2013. Μέχρι την κατά τα ανωτέρω απόδοση του μισθίου η μίσθωση ήταν ενεργή, καθόσον δεν λύθηκε κατόπιν καταγγελίας ούτε του μισθωτή ούτε της εκμισθώτριας. Πράγματι ο μισθωτής, παρότι σταμάτησε να λειτουργεί την επιχείρηση του από το Μάιο του 2008 και προέβη σε διακοπή της δραστηριότητας του στην αρμόδια ΔΟΥ, παύοντας έκτοτε να καταβάλλει τα μισθώματα, δεν κατήγγειλε τη μίσθωση. Ομοίως η ενάγουσα, χωρίς να καταγγείλει τη μίσθωση, ζήτησε την απόδοση του μισθίου, επικαλούμενη δυστροπία του μισθωτή της στην καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων με τις προαναφερόμενες αγωγές της κατ’ αυτού, επί των οποίων εκδόθηκε η 6184/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Περαιτέρω, δεν συνιστά καταγγελία η επίκληση της ενάγουσας στην από 15-10-2009 καταγγελία της προς την ΚΑ’ ΔΟΥ Αθηνών, ότι η μίσθωση έληξε το Μάρτιο του 2007, καθόσον αναφέρεται στη λήξη του τριετούς συμβατικού χρόνου της μίσθωσης, ούτε (συνιστά καταγγελία) η διηγηματική αναφορά στην από 5-5-2010 μήνυσή της προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών για τα αδικήματα της ψευδορκίας και συκοφαντικής δυσφήμησης, ότι καταγγέλλεται η μίσθωση ως αντισυμβατική, για κακή χρήση του μισθίου, για καθυστέρηση και δυστροπία στην καταβολή του μισθώματος, κοινοχρήστων και λογαριασμών κοινής ωφελείας, και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εναγομένους είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Άλλωστε, η καταγγελία της μίσθωσης συνιστά μονομερή απευθυντέα δήλωση βούλησης προς τον αντισυμβαλλόμενο κατ’ άρθρο 167 του ΑΚ, τέτοια δε δήλωση δεν απηύθυνε η ενάγουσα στο μισθωτή της. Ως εκ τούτου οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα, ως κληρονόμοι του μισθωτή, κατά ποσοστό 1/2 ο καθένας, τα οφειλόμενα μισθώματα από τον Ιανουάριο του 2009 έως και το Σεπτέμβριο του 2012, οπότε απεβίωσε ο Ι. Μ., ενώ έκτοτε ευθύνονται ατομικά ως υπεισελθόντες στη μισθωτική σχέση. Οι εναγόμενοι προβάλλουν την ένσταση οικείου πταίσματος της ενάγουσας στην επέλευση και την έκταση της ζημίας της (άρθρ. 300 του ΑΚ), λόγω της μη αποβολής του γιου τους από το μίσθιο με συντομότερη διαδικασία από αυτή της άσκησης αγωγής, όπως με την κατάθεση αίτησης για την έκδοση διαταγής απόδοσης αυτού ή αίτησης ασφαλιστικών μέτρων περί αποβολής από τη νομή, αλλά και επειδή λόγω του θανάτου του γιου τους και της δεινής ψυχικής κατάστασης, στην οποία περιήλθαν, δεν μπορούσαν να ασχοληθούν αμέσως με τη διευθέτηση των περιουσιακών του στοιχείων, ενώ επιπρόσθετα η ενάγουσα καθυστέρησε την κοινοποίηση σ’ αυτούς της εφετειακής απόφασης. Εντούτοις, η επιλογή της ενάγουσας να ασκήσει αγωγή για την απόδοση του μισθίου αντί να ακολουθήσει άλλη συντομότερη διαδικασία, αποτελεί δικονομικό δικαίωμά της, την άσκηση του οποίου επέλεξε προφανώς, διότι προϋπήρχε αντιδικία με το μισθωτή, ο οποίος είχε ήδη προσφύγει δικαστικά αξιώνοντας αποζημίωση λόγω πραγματικού ελαττώματος, έτσι ώστε θεώρησε ασφαλέστερη για τα συμφέροντά της την άσκηση των προεκτιθέμενων αγωγών της και τη συνεκδίκασή τους με την αγωγή του αντιδίκου της. Μετά δε το θάνατο του μισθωτή, δηλαδή από τον Οκτώβριο του 2012, εφόσον η μίσθωση παρέμεινε ενεργή, οι εναγόμενοι ευθύνονται πλέον ατομικά για τα μισθώματα κατά ποσοστό 1/2 ο καθένας. Τούτο δε ανεξάρτητα από το ότι δεν είχαν αυτοί την πρόθεση να συνεχίσουν την επιχείρηση του γιου τους, γεγονός, το οποίο δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθόσον αφενός μεν είχε ήδη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για την απόδοση του μισθίου και απέμενε η εκτέλεσή της, αφετέρου δε οι εναγόμενοι συνέχισαν να παραμένουν στη χρήση του μισθίου, εφόσον δεν το απέδιδαν. Σχετικά με την επικαλούμενη από τους εναγομένους υπαίτια καθυστέρηση της ενάγουσας να επιδώσει την εφετειακή απόφαση και να παραλάβει τα κλειδιά του μισθίου λεκτέα τα εξής: Η υπ’ αριθμ. 6184/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία διατάχθηκε η απόδοση του μισθίου, δημοσιεύθηκε στις 11-12-2012, ακολούθως θεωρήθηκε από την Εισηγήτρια και υπογράφηκε από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου, λόγω δε του επελθόντος θανάτου του μισθωτή, η ενάγουσα έπρεπε να ερευνήσει, για να διαπιστώσει ποιοι ήταν οι κληρονόμοι του μισθωτή, προκειμένου να επιδώσει την εκδοθείσα απόφαση. Ενόψει τούτων και δεδομένου ότι οι εναγόμενοι αποδέχθηκαν επ’ ωφελεία απογραφής την κληρονομιά του γιου τους στις 24-1-2013, η ενάγουσα δεν καθυστέρησε και δη υπαιτίως την επίδοση της απόφασης, που έγινε στις 7-3-2013. Από την άλλη πλευρά οι εναγόμενοι, οι οποίοι γνώριζαν την πολυετή και σφοδρή αντιδικία του γιου τους με την ενάγουσα και τη μη απόδοση του μισθίου, δεν προσφέρθηκαν αμέσως μετά το θάνατο του γιου τους να το αποδώσουν σ’ αυτήν με σχετική συμφωνία και με την παράδοση των κλειδιών, ακόμη δε κι αν, όπως ισχυρίζονται, δεν γνώριζαν κατά το πρώτο διάστημα, πού βρίσκονταν τα κλειδιά του μισθίου, μπορούσαν, ως κάτοχοι του μισθίου να ζητήσουν την κατασκευή νέων από κλειδαρά. Αντίθετα, μετά την επίδοση της τελεσίδικης απόφασης στους εναγομένους, η ενάγουσα μπορούσε να προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση αποβάλλοντας αυτούς από το μίσθιο εντός του Μαρτίου του 2013, χωρίς να χρειάζεται να αναμείνει την προσκόμιση των κλειδιών του μισθίου, έτσι ώστε έκτοτε καθυστέρησε υπαιτίως μέχρι τις 9-5-2013, οπότε ανέλαβε το μίσθιο με την παραλαβή των κλειδιών. Επομένως, γενομένου εν μέρει δεκτού ως κατ’ ουσίαν βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων περί οικείου πταίσματος, πρέπει να απορριφθεί το κονδύλιο των μισθωμάτων του από 1-4-2013 έως 9-5-2013 διαστήματος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο. Ακολούθως, με βάση τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, η ενάγουσα ουδόλως δημιούργησε στους εναγομένους την εντύπωση, ότι η μίσθωση είχε λυθεί και ότι δεν θα ήγειρε αξιώσεις για μισθώματα από την 5-5-2010 και εφεξής και η ένσταση του άρθρου 281 του ΑΚ, την οποία προτείνουν οι τελευταίοι, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε την ένσταση οικείου πταίσματος και για τα μισθώματα του από Οκτωβρίου 2012 έως Μαρτίου 2013 χρονικού διαστήματος, απορρίπτοντας κατά τούτο το σχετικό κονδύλιο της αγωγής, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βασίμως παραπονείται η ενάγουσα με τον 1° λόγο της έφεσής της, ενώ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο 20ς λόγος της έφεσης των εναγομένων, με τον οποίο παραπονούνται για την απόρριψη της ίδιας ένστασης, καθώς και αυτής του άρθρου 281 του ΑΚ για το χρονικό διάστημα μέχρι το θάνατο του μισθωτή γιου τους. Στη συνέχεια αποδείχθηκε, ότι το μηνιαίο μίσθωμα για το χρονικό διάστημα από Μάιο 2008 έως Φεβρουάριο 2009 ανήλθε στο ποσό των 790,08 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου 28,44 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 818,52 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από Μάρτιο 2009 έως Φεβρουάριο 2010 ανήλθε στο ποσό των 829,58 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου 29,86 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 859,44 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από Μάρτιο 2010 έως Φεβρουάριο 2011 ανήλθε στο ποσό των 871,06 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου 31,36 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 902,42 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από Μάρτιο 2011 έως Φεβρουάριο 2012 ανήλθε στο ποσό των 914,61 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου 32,93 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 947,54 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από Μάρτιο 2012 έως Φεβρουάριο 2013 ανήλθε στο ποσό των 960,34 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου 34,57 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 994,91 ευρώ και για το Μάρτιο του 2013 ανήλθε στο ποσό των 1.008,36 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου 36,30 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 1.044,66 ευρώ. Ως εκ τούτου οι εναγόμενοι οφείλουν τα ακόλουθα μισθώματα των μηνών: 1) Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2009 ποσού 1.637,04 ευρώ (818,52 ευρώ χ 2 μήνες), 2) Μαρτίου 2009 έως Φεβρουαρίου 2010 ποσού 10.313,28 ευρώ (859,44 ευρώ χ 12 μήνες), 3) Μαρτίου 2010 έως Φεβρουαρίου 2011 ποσού 10.829,04 ευρώ (902,42 ευρώ χ 12 μήνες), 4) Μαρτίου 2011 έως Φεβρουαρίου 2012 ποσού 11.370,48 ευρώ (947,54 ευρώ χ 12 μήνες), 5) Μαρτίου 2012 έως Φεβρουαρίου 2013 ποσού 11.938,92 ευρώ (994,91 ευρώ χ 12 μήνες), 6) Μαρτίου 2013 ποσού 1.044,66 ευρώ και συνολικά για μισθώματα το ποσό των 47.133,42 ευρώ. Επίσης οι εναγόμενοι οφείλουν για λογαριασμό της ΕΥΔΑΠ του από 17-7-2009 έως 22-5-2013 διαστήματος το ποσό των 180,01 ευρώ. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι οφείλουν για δαπάνες κοινοχρήστων τα ,ακόλουθα ποσά: α) από Νοέμβριο 2007 έως και Δεκέμβριο 2008: Νοέμβριος 2007 ευρώ 0,62, Δεκέμβριος 2007 ευρώ 1,44, Ιανουάριος 2008 ευρώ 0,52, Φεβρουάριος 2008 ευρώ 1,55, Μάρτιος 2008 ευρώ 1,45, Απρίλιος 2008 ευρώ 1,45, Μάιος 2008 ευρώ 0,52, Ιούνιος 2008 ευρώ 1,33, Ιούλιος 2008 ευρώ 0,57, Αύγουστος 2008 ευρώ 0,93, Σεπτέμβριος ευρώ 0,53, Οκτώβριος 2008 ευρώ 1,10, Νοέμβριος 2008 ευρώ 0,98, Δεκέμβριος 2008 ευρώ 0,92 και συνολικά 13,91 ευρώ, β) για το έτος 2009: Ιανουάριος 2009 ευρώ 0,59, Φεβρουάριος 2009 ευρώ 1,52, Μάρτιος 2009 ευρώ 0,66, Απρίλιος 2009 ευρώ 1,32, Μάιος 2009 ευρώ 0,78, Ιούνιος 2009 ευρώ 1,33, Ιούλιος 2009 ευρώ 0,57, Αύγουστος 2009 ευρώ 1,00, Σεπτέμβριος 2008 ευρώ 0,99, Οκτώβριος 2009 ευρώ 1,03, Νοέμβριος 2009 ευρώ 0,71 και συνολικά 11,42, γ) για το έτος 2010: Ιανουάριος 2010 ευρώ 0,62, Φεβρουάριος 2010 ευρώ 1,59, Μάρτιος 2010 ευρώ 0,83, Απρίλιος 2010 ευρώ 1,18, Μάιος 2010 ευρώ 0,82, Ιούνιος 2010 ευρώ 1,04, Ιούλιος 2010 ευρώ 0,51, Αύγουστος 2010 ευρώ 1,07, Σεπτέμβριος 2010 ευρώ 0,51, Οκτώβριος 2009 ευρώ 1,18, Νοέμβριος 2010 ευρώ 1,20, Δεκέμβριος 2010 ευρώ 1,53 και συνολικά 18,57 ευρώ, δ) για το έτος 2011: Ιανουάριος 2011 ευρώ 1,63, Φεβρουάριος 2011 ευρώ 1,13, Μάρτιος 2011 ευρώ 0,59, Απρίλιος 2011 ευρώ 1,06, Μάιος 2011 ευρώ 0,83, Ιούνιος 2011 ευρώ 1,29, Ιούλιος 2011 ευρώ 0,59, Αύγουστος 2011 ευρώ 1,05, Σεπτέμβριος 2011 ευρώ 0,59, Οκτώβριος ευρώ 0,99, Νοέμβριος 2011 ευρώ 0,63, Δεκέμβριος 2011 ευρώ 1,15 και συνολικά 16,14 ευρώ, ε) για το έτος 2012: Ιανουάριος 2012 ευρώ 0,59, Φεβρουάριος 2012 ευρώ 1,19, Μάρτιος 2012 ευρώ 0,71, Απρίλιος 2012 ευρώ 1,13, Μάιος 2012 ευρώ 0,63, Ιούνιος 2012 ευρώ 1,00, Ιούλιος 2012 ευρώ 0,59, Αύγουστος 2012 ευρώ 1,04, Σεπτέμβριος 2012 ευρώ 1,59, Οκτώβριος 2010 ευρώ 1,12, Νοέμβριος 2012 ευρώ 0,64, Δεκέμβριος 2012 ευρώ 1,13 και συνολικά 18,85 ευρώ, στ) για το έτος 2013: Ιανουάριος 2013 ευρώ 0,59, Φεβρουάριος 2013 ευρώ 1,59, Μάρτιος 2013 ευρώ 0,59 και συνολικά 2,77 ευρώ και για όλο το υπό κρίση διάστημα οφείλουν για δαπάνες κοινοχρήστων το συνολικό ποσό των 81,66 ευρώ. [….]. Ενόψει τούτων η ενάγουσα δικαιούται για όλες τις επίδικες αιτίες το συνολικό ποσό των 47.133,42 + 180,01 + 81,66 = 47.395,09 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον 4° όρο της σύμβασης μίσθωσης ο μισθωτής κατέβαλε 3.283,50 ευρώ ως εγγύηση για την ακριβή εκπλήρωση των όρων της μίσθωσης. Η ενάγουσα ισχυρίζεται, ότι εσφαλμένως αναγράφηκε στο μισθωτήριο ολόκληρο το ανωτέρω ποσό ως εγγύηση, καθόσον η πράγματι καταβληθείσα εγγύηση ανερχόταν σε 2.600 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 683,50 ευρώ αφορούσε στο μίσθωμα Μαρτίου 2004 πλέον τέλους χαρτοσήμου. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αναπόδεικτος, διότι δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό μέσο. Ακολούθως, κατά τον 14° όρο του μισθωτηρίου “η μη εμπρόθεσμη καταβολή του μισθώματος, ως και κάθε άλλης σχετικής με τη μίσθωση δαπάνης ή την παράβαση οποιουδήποτε από τους όρους του συμφωνητικού αυτού ή του Νόμου παρέχει στον εκμισθωτή το δικαίωμα να καταγγείλει και να λύσει αμέσως και μονομερώς τη μίσθωση, να αποβάλει το μισθωτή από το μίσθιο κατά τη σχετική νόμιμη διαδικασία και να ζητήσει αποζημίωση για κάθε ζημιά του από την αθέτηση της σύμβασης. Στις περιπτώσεις αυτές καταπίπτει σαν ποινική ρήτρα υπέρ του εκμισθωτή η εγγύηση που δόθηκε”. Από τον τελευταίο όρο σαφώς προκύπτει, ότι η προκαταβληθείσα εγγυοδοσία συμφωνήθηκε ως ποινική ρήτρα μόνο στην περίπτωση, που εξαιτίας των προεκτιθέμενων παραβάσεων της σύμβασης η εκμισθώτρια κατήγγελλε τη σύμβαση. Εντούτοις, η ενάγουσα δεν κατήγγειλε την επίδικη μίσθωση, ανεξάρτητα από το ότι επί συμβάσεως μισθώσεως η συνομολόγηση, ότι η ασφάλεια που παρέχεται συμβατικώς σε μετρητά χρήματα από το μισθωτή προς τον εκμισθωτή για την εκπλήρωση των κυρίων ή παρεπομένων υποχρεώσεων του (εγγυοδοσία) θα καταπίπτει υπέρ του εκμισθωτή ως ποινική ρήτρα, εκτός άλλων περιπτώσεων και εφόσον ο μισθωτής καθυστερήσει το συμφωνημένο μίσθωμα ή κοινόχρηστα ή λογαριασμούς παροχών κοινής ωφελείας, όπως στην προκειμένη περίπτωση, είναι άκυρη κατά το υπερβάλλον του θεμιτού τόκου υπερημερίας […] Ενόψει τούτων, η εγγύηση δεν κατέπεσε ως ποινική ρήτρα. Δεδομένου δε ότι η σύμβαση μίσθωσης έληξε στις 9-5-2013 και δεν υπάρχουν άλλες απαιτήσεις της ενάγουσας από τη σύμβαση μίσθωσης εις βάρος των εναγομένων, αφού απορριφθεί η σχετική ένσταση της ενάγουσας ως αβάσιμη, πρέπει να συμψηφισθεί η ανταπαίτηση αυτή των εναγομένων με καταλογισμό στις επίδικες απαιτήσεις της ενάγουσας, μετά την αφαίρεση της οποίας (ανταπαίτησης) οι απαιτήσεις της ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 47.395,09 – 3.283,50 = 44.111,59 ευρώ, το οποίο οφείλουν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν συμμέτρως, δηλαδή από 22.055,79 ευρώ ο καθένας (44.111,59 : 2). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αντί του ανωτέρω ποσού, επιδίκασε από 20.557,10 ευρώ πλέον 90 ευρώ εις βάρος καθενός εναγομένου, εσφαλμένως τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βασίμως παραπονείται η ενάγουσα με τον 1° λόγο της έφεσης της, ενώ δεχόμενο ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την ένσταση της ενάγουσας περί κατάπτωσης της εγγυοδοσίας ως ποινικής ρήτρας, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων σύμφωνα με το βάσιμο 3° λόγο της έφεσης των εναγομένων. Περαιτέρω, το αν τα επιδικαζόμενα ποσά υπερβαίνουν το ενεργητικό της κληρονομιάς, την οποία οι εναγόμενοι αποδέχθηκαν επ’ ωφελεία απογραφής, δεν ασκεί έννομη επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση, καθόσον αυτοί είναι καθολικοί διάδοχοι του κληρονομουμένου. Και ναι μεν για την ικανοποίηση όσων από τις επίδικες απαιτήσεις γεννήθηκαν, όταν ζούσε ο μισθωτής, δεν επιτρέπεται να γίνει αναγκαστική εκτέλεση επί της ατομικής περιουσίας των εναγομένων, ως επ’ ωφελεία απογραφής κληρονόμων, αλλά μόνο επί των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομιάς, εντούτοις η απαγόρευση αυτή δεν αφορά στην επιδίκαση της αξίωσης, αλλά στην αναγκαστική εκτέλεση, και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον 6° λόγο της έφεσης των εναγομένων είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Τέλος, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ο 5ος λόγος της έφεσης των εναγομένων, με τον οποίο προσάπτεται σφάλμα στην εκκαλουμένη σχετικά με την κήρυξη αυτής προσωρινά εκτελεστής, διότι η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ως τελεσίδικη, μπορεί να εκτελεσθεί […] Στη συνέχεια, πρέπει να γίνουν δεκτές κατ’ ουσίαν οι εφέσεις κατά παραδοχή των προαναφερομένων λόγων τους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, για την ενότητα της εκτέλεσης, αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη των δικαστικών εξόδων που θα καθορισθούν εξαρχής [….] Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει η αγωγή εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 22.055,79 ευρώ ο καθένας με τους νόμιμους τόκους, ως προς μεν τα μισθώματα από την 4η ημέρα κάθε μισθωτικού μήνα, ως προς δε τα λοιπά κονδύλια από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, δέχθηκε κατ’ ουσίαν τις αντίθετες εφέσεις των διαδίκων και εξαφάνισε στο σύνολό της για την ενότητα της εκτελέσεως την πρωτόδικη -εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 1272/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών [με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη η από 14-5-2014 αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες να καταβάλουν στην αναιρεσίβλητη το ποσό των 20.557,10 ευρώ, πλέον ποσού 90 ευρώ ο καθένας] και αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε εκ νέου την ένδικη αγωγή, δέχθηκε εν μέρει αυτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τους αναιρεσείοντες να καταβάλουν στην αναιρεσίβλητη το ποσό των 22.055,79 ευρώ ο καθένας για οφειλόμενα μισθώματα, λογαριασμούς ΕΥΔΑΠ και δαπάνες κοινοχρήστων. Ήδη με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 6380/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., με την αιτίαση ότι το Δικαστήριο αυτό, παραβίασε ευθέως τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 159 παρ. 2, 167, 168, 361, 587 εδαφ. α’, 597 και 612 του Α.Κ., σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 300 Α.Κ. και επικουρικά με τις διατάξεις των άρθρων 281 Α.Κ. και 288 Α.Κ., τις οποίες, όπως ισχυρίζονται, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε, με αποτέλεσμα να απορρίψει ως αβάσιμες τις ενστάσεις τους περί οικείου πταίσματος της αναιρεσίβλητης και επικουρικά περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ένδικης αγωγής της και περί αντίθετης προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη συμπεριφοράς της αναιρεσίβλητης. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 159 παρ. 2, 167, 168, 361, 587 εδαφ. α’ και 597 του Α.Κ., σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 300, 281 και 288 Α.Κ., τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δικαιολογούν την, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ορθότητα του ανωτέρω αποδεικτικού του πορίσματος και την απόρριψη των σχετικών ισχυρισμών – ενστάσεων των αναιρεσειόντων. Ειδικότερα, το Εφετείο δεχόμενο ανελέγκτως με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι : α) ο μισθωτής, παρότι σταμάτησε να λειτουργεί την επιχείρησή του από το Μάιο του 2008 και προέβη σε διακοπή της δραστηριότητάς του στην αρμόδια ΔΟΥ, παύοντας έκτοτε να καταβάλλει τα μισθώματα, δεν κατήγγειλε τη μίσθωση, β) η ενάγουσα, χωρίς να καταγγείλει τη μίσθωση, ζήτησε την απόδοση του μισθίου, επικαλούμενη δυστροπία του μισθωτή της στην καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων με τις προαναφερόμενες αγωγές της κατ’ αυτού, γ) δεν συνιστά καταγγελία η επίκληση της ενάγουσας στην από 15-10-2009 καταγγελία της προς την ΚΑ’ ΔΟΥ Αθηνών, ότι η μίσθωση έληξε το Μάρτιο του 2007, καθόσον αναφέρεται στη λήξη του τριετούς συμβατικού χρόνου της μισθώσεως, δ) ούτε συνιστά καταγγελία η διηγηματική αναφορά στην από 5-5-2010 μήνυσή της προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών για τα αδικήματα της ψευδορκίας και συκοφαντικής δυσφήμησης, ότι καταγγέλλεται η μίσθωση ως αντισυμβατική, για κακή χρήση του μισθίου, για καθυστέρηση και δυστροπία στην καταβολή του μισθώματος, κοινοχρήστων και λογαριασμών κοινής ωφελείας, ε) δήλωση, κατ’ άρθρο 167 του Α.Κ., περί καταγγελίας της μισθώσεως δεν απηύθυνε η ενάγουσα στο μισθωτή της και στ) μέχρι την απόδοση του μισθίου, στις 9-5-2013, η μίσθωση ήταν ενεργή, καθόσον δεν λύθηκε κατόπιν καταγγελίας ούτε του μισθωτή ούτε της εκμισθώτριας, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, καθόσον με βάση τις προεκτιθέμενες ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των ως άνω πραγματικών γεγονότων, που έγιναν δεκτά και του συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού του και δικαιολογείται ως ορθό το αποδεικτικό πόρισμα του Εφετείου, περί μη λύσεως της ένδικης συμβάσεως μισθώσεως με καταγγελία, ούτε από πλευράς του αρχικού μισθωτή, ούτε από πλευράς της αναιρεσίβλητης – εκμισθώτριας, διότι οι ως άνω γενόμενες δεκτές ως αποδειχθείσες, ενέργειες αυτών (μισθωτή και εκμισθώτριας), δεν συνιστούν καταγγελία, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, που αναπτύχθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, ούτε ήταν πρόσφορες για την έγκυρη λύση της συμβάσεως μισθώσεως. Ειδικότερα το Εφετείο με τις ανέλεγκτες παραδοχές του ότι η αναιρεσίβλητη, χωρίς να καταγγείλει τη μίσθωση, ζήτησε την απόδοση του μισθίου, επικαλούμενη δυστροπία του μισθωτή στην καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων με τις προαναφερόμενες αγωγές της κατ’ αυτού, καθώς και ότι δεν συνιστά καταγγελία η επίκληση της ενάγουσας στην από 15-10-2009 καταγγελία της προς την ΚΑ’ ΔΟΥ Αθηνών, ότι η μίσθωση έληξε το Μάρτιο του 2007, ούτε επίσης συνιστά καταγγελία η αναφορά στην από 5-5-2010 μήνυσή της προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών για τα αδικήματα της ψευδορκίας και συκοφαντικής δυσφήμησης, ότι καταγγέλλεται η μίσθωση ως αντισυμβατική, για κακή χρήση του μισθίου, για καθυστέρηση και δυστροπία στην καταβολή του μισθώματος, κοινοχρήστων και λογαριασμών κοινής ωφελείας, με βάση τις οποίες (παραδοχές) κατέληξε στο πόρισμα ότι η αναιρεσίβλητη δεν προέβη σε καταγγελία της ένδικης συμβάσεως μισθώσεως, δεν παραβίασε ευθέως τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 167, 587 και 597 Α.Κ., διότι πράγματι δεν πληρείται το πραγματικό των διατάξεων αυτών και δεν δικαιολογείται η εφαρμογή τους, καθόσον η καταγγελία της μισθωτικής συμβάσεως συντελείται και αποκτά νομική ενέργεια, ώστε να είναι ικανή να επιφέρει την έγκυρη λύση της συμβάσεως αυτής, όχι απλώς από την αποτύπωσή της στον εξωτερικό κόσμο, αλλά αφότου περιέλθει στο χώρο εξουσιάσεως του αποδέκτη και αυτός βρίσκεται σε θέση, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να λάβει γνώση του περιεχομένου της και δη σε χώρο που βρίσκεται στη νομή ή την κατοχή του και τέτοια καταγγελία δεν συνιστούν νομικά οι ως άνω ενέργειες της αναιρεσίβλητης – εκμισθώτριας (καταγγελία προς την ΚΑ’ Δ.Ο.Υ. Αθηνών και μήνυση προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών), αφού δεν πληρούν την αναγκαία προϋπόθεση της περιέλευσής τους σε χώρο εξουσιάσεως του λήπτη – μισθωτή, ούτε υφίσταται παραδοχή στην πληττόμενη απόφαση περί άλλης τέτοιας έγκυρης καταγγελίας από πλευράς της αναιρεσίβλητης, που να επέφερε τη λύση της ένδικης μισθωτικής συμβάσεως. Επίσης, με βάση τις ανωτέρω ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν πληρείται ούτε το πραγματικό της διατάξεως του άρθρου 361 Α.Κ., περί έγκυρης λύσεως της ένδικης συμβάσεως μισθώσεως, κατόπιν σχετικής συμφωνίας μεταξύ του άνω αρχικού μισθωτή και της αναιρεσίβλητης – εκμισθώτριας και δεν δικαιολογείται η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, η οποία δεν παραβιάστηκε ευθέως. Ακολούθως, το Εφετείο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα κρίση του, όσον αφορά τις ανωτέρω ενστάσεις των αναιρεσειόντων περί οικείου πταίσματος της αναιρεσίβλητης και επικουρικά περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ένδικης αγωγής της και αντίθετης προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη συμπεριφοράς της αναιρεσίβλητης, δεν παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 300, 288 και 281 του Α.Κ., καθόσον, αφού σύμφωνα με τις ουσιαστικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, οι ως άνω ενέργειες της εκμισθώτριας, δεν συνιστούν καταγγελία, ούτε ήταν πρόσφορες για την έγκυρη λύση της συμβάσεως μισθώσεως, δεν θεμελιώνεται επ’ αυτών, όπως αβάσιμα διατείνονται οι αναιρεσείοντες, οικείο πταίσμα της αναιρεσίβλητης [και δη για χρονικό διάστημα από 01-09-2009 έως 31-3-2013 κατά το οποίο απορρίφθηκε ο σχετικός ισχυρισμός των αναιρεσειόντων], ούτε καταχρηστική άσκηση του αγωγικού δικαιώματός της και δη άσκηση αυτού κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, αλλά ούτε και αντίθετη προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης και τούτο διότι κατ’ ορθή υπαγωγή στις ανωτέρω διατάξεις των προεκτεθέντων πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε ανελέγκτως αναιρετικά, το Εφετείο ότι αποδείχθηκαν, δεν αρκούσαν για να πληρωθεί το πραγματικό των ανωτέρω ουσιαστικών κανόνων δικαίου. Επομένως, ο κρινόμενος δεύτερος αναιρετικός λόγος, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, με τον ίδιο (δεύτερο) λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., με την αιτίαση ότι το Εφετείο, παραβίασε ευθέως τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 612, 361 και 1907 του Α.Κ., με αποτέλεσμα να απορρίψει τις ενστάσεις τους από το άρθρο 300 Α.Κ. και επικουρικά από τα άρθρα 281 Α.Κ. και 288 Α.Κ., για το χρονικό διάστημα από το θάνατο του μισθωτή – υιού τους έως την 31-3-2013, δεχόμενο, για την απόρριψη των ενστάσεών τους αυτών, ότι ευθύνονται με τις ατομικές τους περιουσίες για χρονικό αυτό διάστημα, επειδή η μισθωτική σύμβαση παρέμεινε ενεργή, πλην όμως, όπως υποστηρίζουν, η διάταξη αυτή του άρθρου 612 Α.Κ δεν παρέχει στον κληρονόμο του μισθωτή δικαίωμα αποδέσμευσής του από τις υποχρεώσεις της μισθώσεως, που γεννώνται μετά το χρόνο της επαγωγής, αλλά αντίθετα επιβάλλει την εξακολούθηση της μισθώσεως επί τρίμηνο από την καταγγελία, ανεξάρτητα της δικαιοπρακτικής βουλήσεως του κληρονόμου του μισθωτή και στην ένδικη περίπτωση, το Εφετείο εάν είχε ερμηνεύσει και εφαρμόσει ορθώς τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 612, 361 και 1907 του Α.Κ., θα έπρεπε να δεχθεί ότι η μίσθωση διατηρήθηκε σε ισχύ, από το χρόνο της επαγωγής και επί τρίμηνο μετά τη δήλωσή τους για αποδοχή, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 612 Α.Κ. και ως εκ τούτου η κατακράτηση του μισθίου και η παράλειψη του αποδόσεώς του εκ μέρους αυτών, δεν οφείλονται σε δική τους υπαιτιότητα, ούτε ανταποκρίνονται σε αντίστοιχη δικαιοπρακτική τους βούληση κατ’ άρθρο 361 Α.Κ. και πέραν τούτου οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψή τους ως εξ απογραφής κληρονόμων, αναφορικά με την εξέλιξη της ένδικης μισθωτικής σχέσης, εκδηλώθηκε στο πλαίσιο της διοικήσεως της κληρονομιάς εκ μέρους τους, ως κληρονόμων με το ευεργέτημα της απογραφής, κατά τη διάταξη του άρθρου 1907 Α.Κ., με αποτέλεσμα να μην παράγονται έννομες συνέπειες ως προς τις ατομικές τους περιουσίες. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 612 Α.Κ. [ κατά το μέρος που προβλέπει το δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως μισθώσεως από τον κληρονόμο του μισθωτή ] και 1907 Α.Κ., τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, αφού οι προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές του δεν πληρούσαν το πραγματικό τους και δεν δικαιολογούσαν την εφαρμογή τους. Ειδικότερα, από τις εν γένει παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι, το Εφετείο, δεν δέχτηκε ότι οι αναιρεσείοντες, που υπεισήλθαν στη μισθωτική σχέση στη θέση του θανόντος αρχικού μισθωτή, ως κληρονόμοι αυτού με το ευεργέτημα της απογραφής, προέβησαν σε καταγγελία της μισθωτικής συμβάσεως και ως εκ τούτου ορθώς δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 612 Α.Κ. κατά το μέρος που προβλέπει το δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως μισθώσεως από τον κληρονόμο του μισθωτή και ορθώς περαιτέρω δεν δέχθηκε ότι η μίσθωση διατηρήθηκε χωρίς τη δικαιοπρακτική βούληση των αναιρεσειόντων, σε ισχύ επί τρίμηνο μετά τη δήλωσή τους για αποδοχή, το οποίο τρίμηνο, [ήτοι η προβλεπόμενη από το εν λόγω άρθρο τρίμηνη προθεσμία για την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας], δεν ήταν νομικά δυνατόν να ισχύσει στην ένδικη περίπτωση και δεν ίσχυσε, αφού αυτοί ουδέποτε προέβησαν (όπως άλλωστε συνομολογείται από αυτούς), σε καταγγελία της μισθωτικής συμβάσεως [που συνιστά προϋπόθεση για την έναρξη και ισχύ της ως άνω τρίμηνης προθεσμίας] και ορθώς περαιτέρω η οφειλή τους, για το χρονικό διάστημα από την επαγωγή έως την 31-03-2013, θεμελιώθηκε στη συνέχιση της συμβάσεως μισθώσεως κατά το χρονικό αυτό διάστημα με δική τους δικαιοπρακτική βούληση και για δικό τους λογαριασμό, αφού υπεισήλθαν σ’ αυτή και ουδέποτε κατήγγειλαν την εν λόγω μισθωτική σχέση, ώστε να δεσμεύονται από την άνω τρίμηνη προθεσμία, ενώ περαιτέρω ορθώς ερμηνεύτηκε και δεν εφαρμόστηκε από το Εφετείο, η διάταξη του άρθρου 1907 Α.Κ., καθόσον οι προεκτιθένες παραδοχές της πληττόμενης αποφάσεως δεν πληρούσαν το πραγματικό της και δεν δικαιολογούσαν την εφαρμογή της, αφού δεν υπάρχει καμία παραδοχή, περί ενεργειών των αναιρεσειόντων ως διοικητών της κληρονομιαίας περιουσίας. Εξάλλου, η ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 1907 Α.Κ., επειδή δεν δέχθηκε ότι οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη των αναιρεσειόντων ως εξ απογραφής κληρονόμων, αναφορικά με την εξέλιξη της μισθωτικής σχέσης, εκδηλώθηκε στο πλαίσιο της διοικήσεως της κληρονομιάς εκ μέρους τους, κατά τη διάταξη του άρθρου 1907 Α.Κ., με αποτέλεσμα να μην παράγει έννομες συνέπειες ως προς τις ατομικές τους περιουσίες, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατ’ άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., καθόσον τέτοιος ισχυρισμός, ότι δηλαδή οι αναιρεσείοντες ενήργησαν αναφορικά με τη μισθωτική σύμβαση ως διοικητές της ομάδας της κληρονομιάς, προβάλλεται για πρώτη φορά με το αναιρετήριο, χωρίς να έχει προταθεί νόμιμα στο Δικαστήριο της ουσίας, ούτε υπάγεται στις προβλεπόμενες από τη διάταξη αυτή, του άρθρου 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, εξαιρέσεις. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η απόρριψη των ενστάσεων των αναιρεσειόντων από το άρθρο 300 Α.Κ. και επικουρικά από τα άρθρα 281 Α.Κ. και 288 Α.Κ., δεν μπορεί να αποδοθεί σε παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 612, 361 και 1907 του Α.Κ., όπως διατείνονται οι αναιρεσείοντες, αφού, κατά τα προεκτιθέμενα, δεν παραβιάστηκαν οι τελευταίες αυτές διατάξεις από το Εφετείο και συνεπώς όλα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, με τις ανωτέρω αιτιάσεις τους είναι αβάσιμα. Επομένως ο κρινόμενος δεύτερος αναιρετικός λόγος, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ως απαράδεκτος κατά τις ανωτέρω διακρίσεις. Σε κάθε περίπτωση ο ανωτέρω κρινόμενος δεύτερος αναιρετικός λόγος και κατά τα δύο σκέλη αυτού, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι οι φερόμενες ως ευθείες παραβιάσεις των ανωτέρω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, ανάγονται σε νομικά και ουσιαστικά επιχειρήματα των αναιρεσείοντων προς επιστήριξη των προβληθεισών από αυτούς ανωτέρω ενστάσεων εκ των άρθρων 300, 288 και 281 Α.Κ., οι οποίες δεν έγιναν δεκτές από το Εφετείο, το οποίο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που οι αναιρεσείοντες θεωρούν ορθό και σε κάθε περίπτωση είναι απαράδεκτος, διότι υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελιώσεώς του στο άρθρο 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ., πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί την αποδοχή πραγματικών περιστατικών, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).
Με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., με την αιτίαση ότι το Εφετείο, παραβίασε ευθέως τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 574, 612, 1710, 1901, 1902, 1904, 1905 και 1907 Α.Κ., τις οποίες, όπως ισχυρίζονται, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε, με αποτέλεσμα να δεχθεί ότι για το χρονικό διάστημα από το θάνατο του αρχικού μισθωτή – υιού τους και έως την 31-3-2013, οι αξιώσεις της αναιρεσίβλητης από τη σύμβαση μισθώσεως δεν βαρύνουν την κληρονομιαία περιουσία, αλλά ευθύνονται γι’ αυτές οι ίδιοι με τις ατομικές τους περιουσίες ως υπεισελθόντες ατομικά στη μισθωτική σχέση. Το Εφετείο με τις προαναφερθείσες παραδοχές του δεν παραβίασε ευθέως τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμός 1 Κ.Πολ.Δ., καθόσον, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, εάν, μετά το θάνατο του μισθωτή οι κληρονόμοι αυτού, υπεισερχόμενοι στη μισθωτική σχέση, δεν καταγγείλουν, κατ’ άρθρο 612 παρ. 1 του Α.Κ., τη μισθωτική σύμβαση, αυτή πλέον συνεχίζεται για δικό τους λογαριασμό και συνεπώς, μετά την υπεισέλευση αυτή, από το χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς, δηλαδή από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου – μισθωτή, οι δημιουργούμενες υποχρεώσεις της μισθωτικής συμβάσεως, δεν βαρύνουν την κληρονομιαία περιουσία, αλλά την ατομική περιουσία των κληρονόμων που συνεχίζουν για λογαριασμό τους τη μισθωτική σύμβαση, αυτά δε ισχύουν και προκειμένου περί κληρονόμου, που αποδέχθηκε την κληρονομιά με το ευεργέτημα της απογραφής και στην ένδικη περίπτωση, εφόσον με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι η ένδικη μίσθωση παρέμεινε ενεργής καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δηλαδή από το χρόνο θανάτου του αρχικού μισθωτή έως την 31-3-2013, ήτοι ότι οι αναιρεσείοντες υπεισελθόντες στη μισθωτική σχέση, ως κληρονόμοι με το ευεργέτημα της απογραφής του αρχικού μισθωτή, δεν κατήγγειλαν την εν λόγω μισθωτική σύμβαση, ακολούθως και με βάση με τις παραδοχές αυτές, ορθώς το Εφετείο, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, κατέληξε στην κρίση ότι οι αναιρεσείοντες για τις δημιουργηθείσες υποχρεώσεις από τη μισθωτική σύμβαση κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, ευθύνονται με την ατομική τους περιουσία και τούτο διότι, οι υποχρεώσεις αυτές που δημιουργήθηκαν μετά το θάνατο του αρχικού μισθωτή και την επαγωγή, προέρχονται από τις ενέργειες των ιδίων των αναιρεσειόντων, μετά την υπεισέλευσή τους ως κληρονόμων στη μισθωτική σύμβαση, την οποία δεν κατήγγειλαν, όπως είχαν σχετικό δικαίωμα, κατ’ άρθρο 612 παρ. 1 του Α.Κ., ως συνεχιστών πλέον της μισθώσεως αυτής για λογαριασμών τους και ως εκ τούτου, οι μισθωτικές αυτές υποχρεώσεις, που αφορούν μεταγενέστερο της επαγωγής χρόνο, δεν αποτελούν χρέος της κληρονομιάς και συνεπώς δεν περιλαμβάνονται στην κληρονομιαία περιουσία, η οποία αφότου γίνει η δήλωση αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής αποτελεί χωριστή ομάδα, στην οποία, ως μη αποτελούσες παθητικό της κληρονομιάς, δεν εντάσσονται οι μεταγενέστερες και δημιουργηθείσες από τις ενέργειες των αναιρεσειόντων, ανωτέρω απαιτήσεις. Επομένως, όλα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Με τον τέταρτο επικουρικό λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι εάν ήθελε κριθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τη συνδρομή ευθύνης των αναιρεσείοντων με την ατομική τους περιουσία για το χρονικό διάστημα από την επαγωγή της κληρονομιάς έως την 31-3-2013, διότι δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1904, 1905 και 1907 Α.Κ, τότε, και στην περίπτωση αυτή έχει υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., διότι βάσει των διατάξεων αυτών έπρεπε να δεχθεί ότι η ευθύνη τους ως κληρονόμων με το ευεργέτημα της απογραφής, περιορίζεται στο ενεργητικό της κληρονομίας και δεν ευθύνονται με τις ατομικές τους περιουσίες, απορρίπτοντας την αγωγή κατά το μέρος της αυτό, που αφορά στις ατομικές τους περιουσίες. Το Εφετείο, με την προαναφερθείσα κρίση του, κατά το μέρος που δέχθηκε ότι συντρέχει ατομική ευθύνη των αναιρεσειόντων και ειδικότερα ότι αυτοί ευθύνονται με την ατομική τους περιουσία για τις δημιουργηθείσες υποχρεώσεις από τη μισθωτική σύμβαση κατά το ως άνω χρονικό διάστημα από την επαγωγή της κληρονομιάς έως την 31-3-2013, και συνακόλουθα ότι αυτοί δεν ευθύνονται, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν, για τις μισθωτικές υποχρεώσεις του εν λόγω χρονικού διαστήματος μόνο με το ενεργητικό της κληρονομιαίας περιουσίας ως κληρονόμοι με το ευεργέτημα της απογραφής, ορθώς ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε κατά το μέρος αυτό τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, καθόσον, όπως ήδη προαναφέρθηκε, οι υποχρεώσεις αυτές της μισθώσεως, που είναι μεταγενέστερες της επαγωγής, δεν αποτελούν χρέος της κληρονομιάς και δεν περιλαμβάνονται στο παθητικό της κληρονομιαίας περιουσίας, η οποία αφότου γίνει η δήλωση αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής αποτελεί χωριστή ομάδα, στην οποία δεν εντάσσονται, σύμφωνα και με τα προεκτιθέμενα, οι μεταγενέστερες αυτές υποχρεώσεις. Επομένως, όλα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον τέταρτο επικουρικό λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Με τον πέμπτο επικουρικό λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμός 19 Κ.Πολ.Δ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεις των άρθρων 574, 612, 1710, 1846, 1902, 1904, 1905, 1907 και 300 Α.Κ., καθόσον διέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, με τον αναιρετικό αυτό λόγο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι: Α) η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν διαλαμβάνει καθόλου ή διαλαμβάνει ανεπαρκείς αιτιολογίες για τα περιστατικά: α) που αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 574, 1710 και 1846 Α.Κ. προκειμένου να θεμελιωθεί η παραδοχή ότι από της επαγωγής υπεισήλθαν οι αναιρεσείοντες στη μίσθωση και ότι ευθύνονται πλέον ατομικά για τις υποχρεώσεις της, β) που αποκλείουν την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων προκειμένου να θεμελιωθεί η παραδοχή ότι ως εξ απογραφής κληρονόμοι ευθύνονται με τις ατομικές τους περιουσίες για τα χρέη της μισθώσεως μετά το χρόνο της επαγωγής παρά τον προβλεπόμενο από τις διατάξεις αυτές διαχωρισμό της κληρονομίας από τις ατομικές τους περιουσίες και τον αποκλεισμό της υπεγγυότητας των ατομικών τους περιουσιών για τα κληρονομικά χρέη, γ) που αποκλείουν την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 612 παρ. 1 εδαφ. β’Α.Κ. κατά την οποία η διατήρηση της μισθώσεως επιβαλλόταν από το νόμο και επίσης που αποκλείουν την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 1907 Α.Κ. κατά την οποία δεν υπεισήλθαν στη μίσθωση ως μισθωτές, αλλά ως διοικητές αυτής και η άσκηση του δικαιώματος χρήσης του μισθίου και η εκπλήρωση της υποχρεώσεως αποδόσεώς του εντός της κατ’ άρθρο 612 παρ. 1 εδαφ. β’ Α.Κ προβλεπόμενης προθεσμίας, διενεργήθηκαν στο πλαίσιο διοίκησης της κληρονομίας υπό τις ιδιότητές τους ως εξ απογραφής κληρονόμων και δ) που αποκλείουν την έλλειψη συντρέχοντος πταίσματος της αναιρεσίβλητης ως προς τη γέννηση των απαιτήσεών της κατά το χρονικό διάστημα από το θάνατο του αρχικού μισθωτή και έως την 31-3-2013. Και Β) η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει αντιφατικές αιτιολογίες για τους λόγους ότι : α) οι παραδοχές της ότι αυτοί (αναιρεσείοντες) αποδέχθηκαν την κληρονομιά του αρχικού μισθωτή με το ευεργέτημα της απογραφής και συνεπώς η ευθύνη τους εκτείνεται έως το ενεργητικό της κληρονομίας, αντιφάσκει με την παραδοχή ότι υπεισήλθαν στη μισθωτική σύμβαση ατομικώς και ευθύνονται με τις ατομικές τους περιουσίες για τις υποχρεώσεις της μίσθωσης για το, μετά το θάνατο του αρχικού μισθωτή, χρονικό διάστημα και β) οι παραδοχές ότι οι αναιρεσείοντες ευθύνονται με τις ατομικές τους περιουσίες για τις υποχρεώσεις της μίσθωσης για το, μετά το θάνατο του αρχικού μισθωτή, χρονικό διάστημα, αντιφάσκουν με την ορθή παραδοχή ότι η καταβληθείσα εκ μέρους του υιού τους εγγυοδοσία τυγχάνει συμψηφιστέα κατά τη λήξη της μίσθωσης την 09-5-2013 ως ανταπαίτησή τους έναντι της αναιρεσίβλητης με τις επιδικασθείσες υπέρ αυτής απαιτήσεις, αφού, όπως ισχυρίζονται, ο συμψηφισμός αφορά παροχή της εκμισθώτριας προς την κληρονομιαία περιουσία γιατί, το δικαίωμα για την επιστροφή της εγγυήσεως κληρονομήθηκε ως ενεργητικό της μισθωτικής σχέσης και ως τέτοια ανταπαίτηση κρίθηκε συμψηφιστέα από το Εφετείο. Ο ερευνώμενος αυτός λόγος αναιρέσεως, κατά το ανωτέρω υπό στοιχείο “A” σκέλος του είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος: α) λόγω αοριστίας, καθόσον δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο, όπως απαιτείται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα οικεία νομική σκέψη της παρούσας, ποια περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση (όσον αφορά την αιτίαση της έλλειψης αιτιολογιών), ή ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην απόφαση (όσον αφορά την αιτίαση της ανεπάρκειας αιτιολογιών), ώστε να είναι επαρκής η αιτιολογία της, αναφορικά με τα ανωτέρω ζητήματα και β) διότι οι φερόμενες ως ανεπάρκειες και ασάφειες στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ανάγονται σε επιχειρήματα των αναιρεσειόντων προς υποστήριξη της προβληθείσας από αυτούς εκδοχής περί μη ευθύνης τους ως εξ απογραφής κληρονόμων με τις ατομικές τους περιουσίες για τα χρέη της επίμαχης συμβάσεως μισθώσεως για το, μετά το θάνατο του αρχικού μισθωτή, χρονικό διάστημα, η οποία δεν έγινε δεκτή από το Εφετείο, το οποίο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείοντες θεωρούν ορθό και επιπλέον διότι με τις ανωτέρω αιτιάσεις, υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελιώσεώς τους στο άρθρο 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δικ., πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ.), καθόσον ανάγονται στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, το συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, καθώς και στη σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το σαφές αποδεικτικό του πόρισμα, σχετικά με το πιο πάνω ουσιώδες ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση, το Εφετείο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα κρίση του, δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, καθόσον διέλαβε στην πληττόμενη απόφασή του αιτιολογίες επαρκείς, σαφείς, χωρίς αντιφάσεις, λογικά κενά ή ενδοιαστικές κρίσεις, ως προς το ανωτέρω ζήτημα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι αιτιολογίες δε αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών και συνεπώς, η προσβαλλομένη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης, όλα δε τα ανωτέρω αντίθετα υποστηριζόμενα από τους αναιρεσείοντες με τον ερευνώμενο αυτό πέμπτο επικουρικό αναιρετικό λόγο, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ειδικότερα, όσον αφορά τις ανωτέρω αιτιάσεις που περιέχονται στον κρινόμενο λόγο αναιρέσεως, κατά το ανωτέρω υπό στοιχείο “Β” σκέλος αυτού, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα : 1) ουδεμία αντίφαση υπάρχει μεταξύ της παραδοχής της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι οι αναιρεσείοντες αποδέχθηκαν την κληρονομιά του αρχικού μισθωτή με το ευεργέτημα της απογραφής και ως εκ τούτου η ευθύνη τους εκτείνεται έως το ενεργητικό της κληρονομίας, και της παραδοχής ότι οι αναιρεσείοντες ευθύνονται με τις ατομικές τους περιουσίες για τις υποχρεώσεις της μίσθωσης για το, μετά το θάνατο του αρχικού μισθωτή, χρονικό διάστημα και τούτο διότι το γεγονός ότι οι αναιρεσείοντες αποδέχθηκαν την κληρονομιά του αρχικού μισθωτή με το ευεργέτημα της απογραφής, δεν αναιρεί και δεν έρχεται σε αντίθεση με την ευθύνη αυτών με τις ατομικές τους περιουσίες για τις μισθωτικές υποχρεώσεις για το, μετά το θάνατο του αρχικού μισθωτή, χρονικό διάστημα, αφού οι τελευταίες αυτές υποχρεώσεις προέρχονται από τις ενέργειες των ιδίων των αναιρεσειόντων, οι οποίοι μετά υπεισέλευσή τους στη μισθωτική σύμβαση, δεν την κατήγγειλαν, αλλά αυτή συνεχίστηκε για λογαριασμό τους και συνεπώς οι δημιουργηθείσες έκτοτε υποχρεώσεις βαρύνουν τους ίδιους και όχι την κληρονομιαία περιουσία, αυτό δε ισχύει, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας και προκειμένου περί κληρονόμου, που αποδέχθηκε την κληρονομιά με το ευεργέτημα της απογραφής και υπεισήλθε στη μισθωτική σχέση ως κληρονόμος του αρχικού μισθωτή με την εν λόγω ιδιότητα και συνεπώς η εν λόγω αιτίαση των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμη και 2) δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της παραδοχής της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι οι αναιρεσείοντες ευθύνονται με τις ατομικές τους περιουσίες για τις υποχρεώσεις της μίσθωσης για το, μετά το θάνατο του αρχικού μισθωτή, χρονικό διάστημα, με την παραδοχή ότι η εγγυοδοσία που καταβλήθηκε από τον αρχικό μισθωτή πρέπει να συμψηφιστεί ως ανταπαίτηση των αναιρεσειόντων με καταλογισμό στις επιδικασθείσες υπέρ της αναιρεσίβλητης απαιτήσεις, ούτε και υφίσταται παραδοχή από το Εφετείο ότι το δικαίωμα για την επιστροφή της εγγυήσεως κληρονομήθηκε ως ενεργητικό της μισθωτικής σχέσης και ως τέτοια ανταπαίτηση κρίθηκε συμψηφιστέα, όπως εσφαλμένα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες. Ειδικότερα, το δικαίωμα επιστροφής της καταβληθείσας από τον αρχικό μισθωτή εγγυήσεως και η γενομένη δεκτή ένσταση συμψηφισμού της εν λόγω εγγυήσεως, την οποία πρότειναν οι αναιρεσείοντες, δεν συνδέθηκε από το Εφετείο με την ιδιότητα των αναιρεσειόντων ως κληρονόμων με το ευεργέτημα της απογραφής και με το ενεργητικό της κληρονομιαίας περιουσίας, αλλά με την υπεισέλευση αυτών στη μισθωτική σύμβαση, η οποία συνεχίστηκε για λογαριασμό τους ως μισθωτών ατομικά στη θέση του αρχικού μισθωτή, καθώς και με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους ως μισθωτών που πηγάζουν από τη σύμβαση αυτή, με ρητή μάλιστα αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση των σχετικών με την εγγύηση όρων της μισθωτικής συμβάσεως και συνεπώς δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ αυτών και της παραδοχής περί ευθύνης των αναιρεσειόντων με ατομικές τους περιουσίες για τις υποχρεώσεις της μίσθωσης για το, μετά το θάνατο του αρχικού μισθωτή, χρονικό διάστημα, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται με την αιτίασή τους αυτή οι αναιρεσείοντες. Επομένως ο πέμπτος επικουρικός αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος και αβάσιμος κατά τις ανωτέρω διακρίσεις. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες για την άσκηση της αναιρέσεως, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 αυτού, για τα κατατιθέμενα, από 1-1-2016, ένδικα μέσα). Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, ως ηττωμένοι διάδικοι, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας, η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της και κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ –
Απορρίπτει την από 22-5-2020 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 2751/297/26-5-2020) αίτηση για την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 6380/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
-Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
–
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Μαΐου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :