Αριθμός 791/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέτα Στράτα, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου και Κλεόβουλο – Δημήτριο Κοκκορό – Εισηγητή.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Απριλίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Αθανασίου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Χ. Κ. του Γ., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Ντόβα, για αναίρεση της υπ’αριθ.163/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δυτικής Μακεδονίας. Με υποστηρίζον την κατηγορία το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ, το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα και το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την Πάρεδρο Ν. Σ. Κ Αναστασία Βασιλείου.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Δυτικής Μακεδονίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.1.2021 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 203/21.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί το αίτημα αναβολής, να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος και τον Πάρεδρο Ν.Σ.Κ. του υποστηρίζοντος την κατηγορία, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 163/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δυτικής Μακεδονίας, με την οποία ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος καταδικάστηκε, κατ’ έφεση, σε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών για την αξιόποινη πράξη της φοροδιαφυγής με τη μορφή της μη απόδοσης ΦΠΑ κατ’ εξακολούθηση, έχει ασκηθεί: α) νομότυπα, διότι ασκήθηκε με δήλωση του συνηγόρου του αναιρεσείοντος στο γραμματέα του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας (άρθρα 464, 466 παρ. 1, 2 και 473 παρ. 2, 3 ΚΠΔ), β) εμπρόθεσμα, διότι η απόφαση καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 21-1-2021, και η αίτηση αναίρεσης έγινε την 29-1-2021, δηλαδή εντός της νόμιμης προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών (άρθρο 473 παρ. 1, 2, 3 ΚΠΔ) και γ) παραδεκτά, διότι ασκήθηκε από δικαιούμενο και έχοντα προς τούτο έννομο συμφέρον, ενώ στρέφεται κατά υποκείμενης στο ένδικο αυτό μέσο απόφασης και περιέχει ορισμένο λόγο αναίρεσης, δηλαδή την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρα 464, 474 παρ. 4, 504, 505 παρ. 1α και 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ). Επομένως, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα είναι και ο ισχυρισμός περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το άρθρο 83 του ΠΚ. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί του ισχυρισμού αυτού και, επομένως, να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του (ΑΠ 20/2020). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 του Π Κ, ελαφρυντικές περιστάσεις που επισύρουν μείωση της ποινής στο μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83 του ΠΚ, θεωρούνται ιδίως … το ότι ο υπαίτιος … ε) συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμη και κατά την κράτησή του. Η αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε του ΠΚ, προϋποθέτει επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης. Όμως, ενόψει του εγκληματοπροληπτικού και σωφρονιστικού σκοπού της θέσπισης της οικείας διάταξης, που διατρέχει την όλη διαβίωση του υπαιτίου μετά την τέλεση της πράξης, δεν αρκεί για την στοιχειοθέτηση της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης, η καλή και συνήθης συμπεριφορά, αλλά απαιτούνται πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσής του και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα, λαμβανομένης προς τούτο υπόψη και της βαρύτητας της εγκληματικής δράστηριότητάς του. Η καλή συμπεριφορά, δηλαδή, δεν εννοείται ως παθητική καλή διαγωγή ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας, αλλά περιλαμβάνει και την θετική δραστηριότητα του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού. Συντρέχει δε στο πρόσωπο εκείνου του δράστη, ο οποίος πραγματικά μεταστράφηκε ηθικά και ψυχικά, έχοντας αντιληφθεί τις επιπτώσεις της αξιόποινης πράξης του και απέχοντας μετά ταύτα για σχετικά μεγάλο διάστημα, από οποιασδήποτε φύσης επιλήψιμη ενέργεια και συμπεριφορά, ακόμη και υπό συνθήκες κράτησης. Η καλή συμπεριφορά, όμως, δεν ταυτίζεται με την απαίτηση για μία εξαιρετικά υπερδιακεκριμένη καλή συμπεριφορά (ΑΠ 843/2020, ΑΠ 189/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου “ανέπτυξε την υπεράσπισή του και ζήτησε την αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ”. Ο ανωτέρω αυτοτελής ισχυρισμός προβλήθηκε αόριστα και απορρίφθηκε για το λόγο αυτό, αφού δεν έγινε επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από τον κατηγορούμενο των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης. Επομένως, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση αιτιολογημένης απάντησης στον εν λόγω ισχυρισμό και γι’ αυτό ο μοναδικός λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ είναι αβάσιμος. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι “το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός του χρόνου τέλεσης της πράξης του (έτη 2006 και 2008) και το γεγονός της μη ευλόγου διάρκειας της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 84 παρ. 3 ΠΚ), δεδομένου ότι ο οικείος φορολογικός έλεγχος ολοκληρώθηκε το έτος 2012, ενώ η σχετική ποινική δίωξη ασκήθηκε μόλις το έτος 2014 και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε το έτος 2020, χωρίς να μπορεί η καθυστέρηση αυτή να αποδοθεί σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου, ήτοι σε καταχρηστική ή παρελκυστική συμπεριφορά αυτού κατά τη διεξαγωγή της δίκης και χωρίς να υπάρχουν στην προκείμενη υπόθεση πολύπλοκα πραγματικά ή νομικά ζητήματα”, δεν μπορεί να καταστήσει σαφή και ορισμένο τον αυτοτελή ισχυρισμό από το άρθρο 84 παρ.3 ΠK, όπως εσφαλμένα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, καθώς μόνη η πάροδος σχετικά μεγάλου χρονικού διαστήματος από την τέλεση της πράξης δεν αρκεί για την στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού αυτού, ενώ η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, ως ισχυρισμός από το άρθρο 84 παρ. 3 ΠΚ δεν προβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι αναγκαία ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σχετικά με αυτόν. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση ως αβάσιμη και να επιβληθούν τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας σε βάρος του αναιρεσείοντος (άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠΔ), να καταδικασθεί δε αυτός και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος προς υποστήριξη της κατηγορίας Ελληνικού Δημοσίου (αρθρ. 176, 183 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29-1-2021 αίτηση του Χ. Κ. του Γ., κατοίκου … για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 163/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δυτικής Μακεδονίας.
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαΐου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :