Αριθμός 994/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα Κοκκοβού, Αγγελική Τζαβάρα και Γεώργιο Χριστοδούλου – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Ιανουαρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γ. Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων – καλούντων: 1) Μ. Φ. του Ε., 2) Α. Κ. του Χ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Ιωάννη Καραγκούνη, που ανακάλεσε την από 18/1/2019 δήλωση για παράσταση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚπολΔ και Φωτεινή Μαμαλούγκα και κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου – καθ’ου η κλήση: Μ.-Μ. Κ. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Διαμαντόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Κοινοποίηση: Π. Κ. του Χ., κάτοικο …., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/5/2000 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8047/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1978/2015 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 8/2/2016 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1327/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου που κήρυξε την συζήτηση απαράδεκτη. Την υπόθεση επανέφεραν προς συζήτηση οι αναιρεσείοντες με την από 6/12/2017 κλήση τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την από 6-12-2017 κλήση των αναιρεσειόντων, νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση η από 8-2-2016 αίτηση αναίρεσης, μετά την έκδοση γι’ αυτή της υπ’ αριθ. 1327/2017 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτησή της λόγω μη κλήτευσης του αναγκαίου ομοδίκου των αναιρεσειόντων Π. (Π.) Κ..
ΙΙ. Με την κρινόμενη από 8-2-2016 αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική εκδοθείσα υπ’ αριθ. 1978/2015 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της υπ’ αριθ. 8047/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχε κάνει δεκτή την από 10-5-2000 αγωγή του αναιρεσιβλήτου περί ακυρότητας των αναφερομένων πληρεξουσίου, προσυμφώνου αγοραπωλησίας και πράξης διόρθωσης αυτού. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι μετά το θάνατο στις 23-10-2001 του αρχικώς εναγομένου Χ. Κ. η δίκη συνεχίστηκε από τους αναιρεσείοντες και ειδικότερα την πρώτη ως μοναδική από διαθήκη κληρονόμο του και το δεύτερο αυτών ως αναγκαίο κληρονόμο του. Η αίτηση αυτή αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επίσης, είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ), μετά και την κλήτευση του ως άνω αναγκαίου ομοδίκου των αναιρεσειόντων για την παρούσα συζήτηση της υπόθεσης (βλ. υπ’ αριθ. …4Ζ/20-6-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Κ. Β.), ο οποίος και δεν παραστάθηκε κατ’ αυτήν. Κατόπιν αυτών η ένδικη αίτηση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΙΙΙ. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 147 ΑΚ, ως απάτη που στοιχειοθετεί ελάττωμα της βούλησης και μπορεί να επιφέρει, υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 140 και 141 ΑΚ, ακύρωση της καταρτισθείσας δικαιοπραξίας, νοείται κάθε συμπεριφορά, με την οποία ενσυνείδητα και από πρόθεση (αρκεί και ενδεχόμενος δόλος) προκαλείται σε άλλον πλάνη ή ενισχύεται ή διατηρείται πεπλανημένη αντίληψη αυτού, ώστε η συμπεριφορά αυτή να υπήρξε αποφασιστική για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας ή τη συνομολόγηση ορισμένων κρίσιμων σημείων αυτής. Η παραπλανητική συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται είτε στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών (παρελθόντων, παρόντων ή μελλόντων) είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο αποσιωπών ή αποκρύπτων την αλήθεια έχει υποχρέωση να την αποκαλύψει είτε από το νόμο, είτε από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 1225/2010, ΑΠ 1246/2010, ΑΠ 1399/2007). Επιπλέον, η, συνεπεία της απάτης, πλάνη του δηλούντος δεν ενδιαφέρει αν είναι συγγνωστή ή όχι, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αν δε είναι ουσιώδης μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και λόγω πλάνης. Ο δόλος του μετερχομένου την απάτη υπάρχει όταν αυτός επιδιώκει ή τουλάχιστον αποδέχεται να παρασυρθεί ο απατώμενος σε δήλωση βούλησης, στην οποία δεν θα προέβαινε χωρίς τη δόλια εξαπάτηση, δεν απαιτείται όμως ο εξαπατών να επιδιώκει την απόκτηση παρανόμου περιουσιακού οφέλους. Αρκεί μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη και της δήλωσης βούλησης του εξαπατηθέντος να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η παραπλανητική αυτή συμπεριφορά του δράστη υπήρξε αποφασιστικό αίτιο για τη δήλωση βούλησης του συγκεκριμένου εξαπατηθέντος (ΑΠ 304/2007, ΑΠ 1399/2007). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 154 ΑΚ η ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω απάτης επέρχεται με δικαστική απόφαση, η οποία είναι διαπλαστική και, όταν γίνει τελεσίδικη, ισχύει έναντι όλων. Εξάλλου η περί πληρεξουσιότητας δήλωση βούλησης (άρθρα 211, 216 ΑΚ) μπορεί, όπως κάθε δικαιοπραξία, να είναι προϊόν πλάνης, απάτης ή απειλής και συνεπώς ακυρώσιμη. Αν καταρτίσθηκε ήδη η κύρια δικαιοπραξία, η ακυρωσία της πληρεξουσιότητας δεν καθιστά ακυρώσιμη και τη δικαιοπραξία αυτή, αλλά η ακύρωση της πληρεξουσιότητας αίρει εξ υπαρχής το προαπαιτούμενο της ύπαρξης εξουσίας αντιπροσώπευσης, οπότε επέρχονται οι συνέπειες των άρθρων 229 επ. ΑΚ και ειδικότερα σε περίπτωση σύμβασης επέρχεται ακυρότητα αυτής, εκτός αν ο αντιπροσωπευόμενος ενέκρινε τη δικαιοπραξία ή υπαναχώρησε από τη σύμβαση ο αντισυμβαλλόμενος.
Συνεπώς, επί ακυρωσίμου πληρεξουσιότητας για να δικαιούται ο αντιπροσωπευόμενος πληρεξουσιοδότης να ζητήσει την αναγνώριση της ακυρότητας της κύριας δικαιοπραξίας πρέπει να επικαλείται με την αγωγή του ότι κηρύχθηκε άκυρη η πληρεξουσιότητα με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, κατόπιν αγωγής ή ένστασης, ή να ζητεί με την ίδια αγωγή ακύρωση και της πληρεξουσιότητας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, εάν ακυρωθεί η ακυρώσιμη πληρεξουσιότητα με την αγωγή, που απευθύνεται από τον πληρεξουσιοδότη κατά του πληρεξουσίου, η οποία, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 184 του ΑΚ, μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με εξ αρχής άκυρη, αίρεται το προαπαιτούμενο της ύπαρξης εξουσίας αντιπροσώπευσης κατά την έννοια του άρθρου 211 ΑΚ, οπότε αναγνωρίζεται ταυτόχρονα και η ακυρότητα της καταρτισθείσας με τον αντισυμβαλλόμενό του δικαιοπραξίας, που συνήφθη με βάση το άκυρο πληρεξούσιο, κατά παραδοχή της ίδιας αγωγής που απευθύνεται κατά του αντισυμβαλλομένου του αντιπροσώπου, εφόσον ο αντιπροσωπευόμενος την αποκρούει και δεν την εγκρίνει (ΑΠ 349, 350/2015). Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου ουσιαστικού κανόνα δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση του αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια της αγωγής αξίωσε περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμο ή αρκέσθηκε σε λιγότερα. Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν κατ’ αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με λόγο από τον αριθμό 8 ή αναλόγως 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που δεν εκτίθενται σ’ αυτήν ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σ’ αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σ’ αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή εάν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Στο πλαίσιο αυτό αναγκαίο στοιχείο της αγωγής για να είναι αυτή ορισμένη αποτελεί κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 106, 117, 118, 335 και 338 του ίδιου Κώδικα, η πληρότητα της ιστορικής της βάσης, δηλαδή η επαρκής και σαφής έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο όλων των γεγονότων, είτε του εξωτερικού είτε του εσωτερικού κόσμου, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου θεμελιώνουν την αιτούμενη έννομη συνέπεια (ΑΠ 266/2018, ΑΠ 339/2017, ΑΠ 1596/2017). Επιπλέον, κατά την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, απαραίτητο στοιχείο της αγωγής συνιστά και η διατύπωση συγκεκριμένου αιτήματος, που καθορίζει το είδος και την έκταση της αιτούμενης προστασίας. Το αίτημα δε της αγωγής, αφού από το νόμο δεν επιβάλλεται η σε ορισμένη θέση ή σειρά παράθεσή του στο δικόγραφο, μπορεί να περιέχεται σε οποιοδήποτε μέρος του δικογράφου ακόμη και στο ιστορικό, αρκεί να είναι πλήρως ορισμένο, ώστε να μην υπάρχει αντικειμενική αδυναμία του δικαστηρίου να εκδώσει σαφή και επιδεκτική εκτέλεσης απόφαση. Επίσης, το αίτημα της αγωγής δεν είναι απαραίτητο να διατυπώνεται με ορισμένο πανηγυρικό τύπο, αλλά μπορεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο του δικογράφου (Ολ ΑΠ 849/1981, ΑΠ 1828/2014, ΑΠ 1786/2002, ΑΠ 1293/1993). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή (άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου και της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι ο αναιρεσίβλητος με την ένδικη από 10-5-2000 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι “μετά το θάνατο του πατέρα μου στις 5 Ιανουαρίου 1986 ο καθ’ ου θείος μου Χ. Κ. με διαβεβαίωνε, όταν σε διάφορα χρονικά σημεία τον ρωτούσα για την έκβαση της υπόθεσης, ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, αλλά και καμία περαιτέρω εξέλιξη. Το δε έτος 1991 ενόψει επικείμενης αγοραπωλησίας προς τρίτον ενδιαφερόμενο, όπως μου είπε επανειλημμένα ο καθ’ ου, μου ζήτησε να υπογράψω στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στο … ένα πληρεξούσιο προς αυτόν, προκειμένου να υπογράψει αυτός για λογαριασμό μου, επειδή αυτός είχε την ευχέρεια ως συνταξιούχος να έλθει στην Ελλάδα, την προς τρίτον πώληση του ιδανικού μεριδίου μου…Το περιεχόμενο του πληρεξουσίου μού το έδωσε έτοιμο γραμμένο. Έτσι όντας καλόπιστος και θεωρώντας ότι θα ακολουθήσει στην πραγματικότητα πώληση του ως άνω μεριδίου μου προς τρίτο πρόσωπο και θα λάβω το ανάλογο τίμημα εξαπατήθηκα και προχώρησα στη σύνταξη του με αριθ. …30/1-3-1991 πληρεξουσίου ενώπιον του αρμοδίου υπαλλήλου στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στο …….
Επειδή παρασύρθηκα σε δήλωση βουλήσεως με απάτη από τον καθ’ ου και συγκεκριμένα υπέγραψα το με αριθ. …30/1-3-1991 πληρεξούσιο…το οποίο και χρησιμοποιώντας ο καθ’ ου προέβη στη σύνταξη του με αριθμό …47/1992 προσυμφώνου πώλησης του μεριδίου μου προς αυτόν και της με αριθμό …57/1994 πράξης διόρθωσης του παραπάνω προσυμφώνου…η απάτη του καθ’ ου προς εμένα αναφέρεται σε πραγματικά και ουσιώδη γεγονότα, διότι αν γνώριζα τις πραγματικές διαθέσεις του καθ’ ου, δηλαδή τη μεταβίβαση του μεριδίου μου προς αυτόν χωρίς να λάβω κανένα ανάλογο τίμημα, ουδέποτε θα του έδινα την στο παραπάνω πληρεξούσιο περιγραφόμενη πληρεξουσιότητα, την οποία εκμεταλλεύθηκε εξαπατώντας με αποκλειστικά για ίδιό του όφελος…
Επειδή έχω έννομο συμφέρον να ζητήσω την ακύρωση της παραπάνω δήλωσης βουλήσεως, στην οποία οδηγήθηκα από απάτη του καθ’ ου προς εμένα, ώστε να αποκατασταθεί αυτή με την έκφραση της πραγματικής μου βούλησης”. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 8047/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που έκανε δεκτή την αγωγή, κήρυξε την ακυρότητα του παραπάνω πληρεξουσίου και αναγνώρισε την ακυρότητα των προαναφερομένων προσυμφώνου αγοραπωλησίας και της πράξης διόρθωσης αυτού, ακολούθως δε, μετά την άσκηση έφεσης από τους αναιρεσείοντες, εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία απέρριψε την έφεση. Ειδικότερα δε η τελευταία απόφαση δέχθηκε ότι “από το όλο περιεχόμενο της ένδικης αγωγής, ιδιαίτερα δε από την αντιπαραβολή του ιστορικού με το αιτητικό της, συνάγεται ότι με αυτήν ζητείται η ακύρωση του προμνησθέντος πληρεξουσίου λόγω της τελεσθείσας σε βάρος του ενάγοντος απάτης” και απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης. ‘Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν παρέλειψε, παρά το νόμο, να κηρύξει το απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, της ένδικης αγωγής του αναιρεσιβλήτου, αφού στο δικόγραφό της διαλαμβάνονται με επάρκεια και σαφήνεια όλα τα απαιτούμενα από τις ως άνω διατάξεις για την πληρότητά του στοιχεία και επιπλέον το απαιτούμενο κατά τα ως άνω αίτημα αυτής, στο οποίο περιλαμβάνεται και η κήρυξη της ακυρότητας του υπ’ αριθ. …30/1-3-1991 πληρεξουσίου ενώπιον του Προξένου της Ελλάδος στο …. Το εν λόγω δε αίτημα της αγωγής, έστω και αν δεν διατυπώνεται με ορισμένο πανηγυρικό τύπο στο διατακτικό της, συνάγεται από το όλο περιεχόμενο του δικογράφου στο ιστορικό του μέρος και είναι πλήρως ορισμένο ώστε να μην υπάρχει αντικειμενική αδυναμία του Δικαστηρίου να εκδώσει σαφή και επιδεκτική εκτέλεσης απόφαση. Επομένως, είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 14 (και όχι και από τους αριθ. 1, 8 και 9) του ΚΠολΔ. IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 157 ΑΚ, το δικαίωμα για ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής κατ’ άρθρ. 140 επ. ΑΚ αποσβήνεται με την παρέλευση δύο ετών από την επομένη ημέρα της κατάρτισης της δικαιοπραξίας (241 παρ. 1 ΑΚ), στην περίπτωση όμως που η πλάνη, η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και μετά τη δικαιοπραξία, η εν λόγω αποσβεστική προθεσμία των δύο ετών αρχίζει από την επομένη ημέρα αφότου πέρασε η κατάσταση, που ήταν δημιουργός της ελαττωματικής βούλησης του συμβαλλομένου, δηλαδή από την αποκάλυψη της πλάνης ή απάτης ή από την παύση της απειλής (ΑΠ 2/2016, ΑΠ 654/2011, ΑΠ 674/1993). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις, εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται εν όψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΑΠ 160/2018, ΑΠ 98/2017, ΑΠ 1960/2017). Επίσης, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα. Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Επομένως, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και ως εκ τούτου αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 224/2018, ΑΠ 1533/2017, ΑΠ 189/2017). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτήν προκύπτει, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, ως αποδειχθέντα τα ακόλουθα: “Ο πατέρας του ενάγοντος Κ. Κ., ο Χ. Κ. (αρχικός εναγόμενος, ο οποίος απεβίωσε στις 23-10-2001 και στη θέση του υπεισήλθαν…οι ήδη εκκαλούντες και ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη Π. ή Π. Κ.) και ο Γ. Κ. ήταν συγκύριοι κατά ποσοστά 28/256, 31/256 και 31/256 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα μίας οικοπεδικής εκτάσεως, εμβαδού 23.394 τ.μ., που βρίσκεται στη …, στην περιοχή της …, γνωστής με το τοπωνύμιο “…”. Μετά τις απαλλοτριώσεις τμημάτων της, απέμεινε κατά το έτος 1992 (οπότε και συντάχθηκε το πρώτο από τα επίμαχα συμβόλαια, των οποίων ζητείται η αναγνώριση της ακυρότητας) έκταση εμβαδού 16.666 τ.μ. (συμπεριλαμβανομένων σε αυτήν και των ρυμοτομούμενων τμημάτων της), η οποία λόγω της διελεύσεως της οδού … δια μέσου του όλου οικοπέδου, εν τοις πράγμασι διαιρέθηκε σε δύο τμήματα, τα οποία βρίσκονται το ένα στη βορειοδυτική πλευρά του όλου οικοπέδου, εμβαδού 10.255, 24 τμ, και το άλλο στη νοτιοανατολική πλευρά του, εμβαδού 6.410,76 τ.μ.. Οι ως άνω συγκύριοι του παραπάνω ακινήτου ήταν μεταξύ τους συγγενείς (ο δεύτερος και τρίτος εξ αυτών ήταν αδέλφια και ο πρώτος ήταν γαμπρός τους, δηλαδή σύζυγος της αδελφής τους) και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους έζησαν στον …. όπου και ανέπτυξαν, συνεργαζόμενοι, αξιόλογη επαγγελματική δραστηριότητα, από τους καρπούς της οποίας κατάφεραν να αποκτήσουν, μεταξύ άλλων, και το προαναφερόμενο αξιόλογο περιουσιακό στοιχείο στην Ελλάδα. Σημειωτέον ότι κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1978 έως 1984, οι προαναφερόμενοι συγκύριοι του ως άνω ακινήτου προέβησαν σε μεταβιβάσεις επιμέρους ποσοστών διαφόρων τμημάτων αυτού προς την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία “… Ο.Ε.”. Οι σχέσεις του πατέρα του ενάγοντος με τον αρχικό εναγόμενο ήταν ιδιαίτερα στενές, λόγω της συγγενικής σχέσης τους και της κοινής επαγγελματικής δραστηριότητας που είχαν αναπτύξει (ήταν συγκύριοι επιχείρησης εστιατορίου στον …. όπου ζούσαν), τον υφιστάμενο δε μεταξύ τους στενό ψυχικό δεσμό ενίσχυε και η πολυετής παραμονή τους στην αλλοδαπή, μακριά από την πατρίδα τους και τα λοιπά οικεία τους πρόσωπα. Ο ενάγων (γεννηθείς το έτος 1963) ήταν μόλις 23 ετών όταν απεβίωσε ο πατέρας του Κ. Κ. το έτος 1986, η δε μητέρα του (αδελφή του αρχικού εναγομένου) είχε προαποβιώσει όταν ήταν 17 ετών, και επειδή δεν είχε αδέλφια, τα μέλη της οικογενείας του αρχικού εναγομένου θείου του, αποτελούσαν τους μοναδικούς συγγενείς του στον …. και ουσιαστικά τη μοναδική πλέον οικογένεια γι’ αυτόν. Ο αρχικός εναγόμενος-θείος του αποτελούσε το στήριγμά του και πρόσωπο για το οποίο έτρεφε αισθήματα βαθιάς αγάπης, η εμπιστοσύνη δε που είχε προς αυτόν, του δημιουργούσε την απόλυτη βεβαιότητα ότι είναι σε θέση να διαχειρισθεί, με εντιμότητα και αμέριστο ενδιαφέρον, κάθε υπόθεση που τον αφορούσε. Ο ενάγων, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στον …., είχε μεν τη δυνατότητα να ομιλεί με σχετική άνεση την ελληνική γλώσσα, ωστόσο δεν γνώριζε να διαβάζει και να γράφει ελληνικά, γι’ αυτό και θεωρούσε ότι ο θείος του (αρχικός εναγόμενος), που επισκεπτόταν συχνά την Ελλάδα, ήταν το κατάλληλο πρόσωπο να διαχειρισθεί την κείμενη στην Ελλάδα ακίνητη περιουσία, που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Ενόψει δε του γεγονότος ότι διέμενε στον … και δεν είχε δυνατότητα να διαχειριστεί ο ίδιος (ενάγων) την ακίνητη περιουσία του στην Ελλάδα, επιθυμούσε την εκποίησή της σε τρίτον, έναντι αξιόχρεου τιμήματος. Αξίζει να αναφερθεί ότι επειδή ο ίδιος δεν επισκεπτόταν την Ελλάδα (μέχρι την άσκηση της αγωγής μόλις μία φορά ταξίδεψε σε αυτήν) ουδεμία γνώση για την αξία της ακίνητης περιουσίας του είχε, ούτε άλλωστε και ο αρχικός εναγόμενος τον ενημέρωσε ποτέ για το ζήτημα αυτό. Αντιθέτως, ο τελευταίος, επισκεπτόμενος συχνά την πατρίδα του και ασχολούμενος επί χρόνια με την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του, είχε σαφή εικόνα για την αξία της και ειδικότερα ότι η οικοπεδική έκταση “…” αποτελούσε ακίνητο με μεγάλο εμπορικό ενδιαφέρον. Ο αρχικός εναγόμενος, εκμεταλλευόμενος λοιπόν την έλλειψη συναλλακτικής πείρας του ενάγοντος-ανεψιού του, αναφορικά με την εκμετάλλευση της κληρονομιαίας ακίνητης περιουσίας του στην Ελλάδα, θέλησε να σφετεριστεί το ποσοστό του τελευταίου (19,666/256 εξ αδιαιρέτου) επί του ανωτέρω νοτιοανατολικού τμήματος του ακινήτου “…”, εμβαδού 6.410,76 τ.μ., έχοντας και την εύλογη πεποίθηση ότι η υλοποίηση του σχετικού σχεδίου του δεν θα ήταν ζήτημα ιδιαίτερα δύσκολο, ενόψει και της τυφλής εμπιστοσύνης που ο ανωτέρω οικείος του είχε προς το πρόσωπό του. Έτσι, το έτος 1991, παριστάνοντας ψευδώς σε αυτόν (ενάγοντα) ότι υπήρχε υποψήφιος αγοραστής για το προαναφερόμενο ποσοστό του στο παραπάνω ακίνητο τον έπεισε να τον καταστήσει πληρεξούσιο για την επικείμενη αγοραπωλησία. Ειδικότερα, στις 1-3-1991 ο ενάγων υπέγραψε, ενώπιον του προξένου της Ελλάδας στο ….. Β. Μ., το υπ’ αριθμ. …30/1-3-1991 πληρεξούσιο, δυνάμει του οποίου έδινε στον αρχικό εναγόμενο θείο του την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να “πουλήσει, παραχωρήσει, μεταβιβάσει και παραδώσει προς οποιονδήποτε τρίτο και στον εαυτό του ακόμα, αντί οποιουδήποτε τιμήματος και με οποιουσδήποτε όρους και συμφωνίες εγκρίνει” το ανήκον σε αυτόν ως άνω περιουσιακό του στοιχείο. Επιπλέον, δυνάμει του ιδίου ως άνω πληρεξουσίου, του έδωσε τη δυνατότητα, σε περίπτωση υπογραφής για λογαριασμό του προσυμφώνου και όχι οριστικού συμβολαίου, να χορηγήσει στον εκ προσυμφώνου αγοραστή το δικαίωμα κατάρτισης του οριστικού συμβολαίου με αυτοσύμβαση. Και είναι αλήθεια βέβαια ότι το κείμενο του πληρεξουσίου αυτού αναγνώσθηκε στον ενάγοντα, γεγονός που ρητά μνημονεύεται σε αυτό και επιβεβαίωσε και ο εξετασθείς πρωτοδίκως με επιμέλειά του (ενάγοντος) μάρτυρας Δ. Θ., όμως, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, αυτός (ενάγων) αφενός στερούνταν συναλλακτικής πείρας αναφορικά με τη νομική διαδικασία της περαιτέρω μεταβίβασης της ως άνω ακίνητης περιουσίας του και αφετέρου είχε τυφλή εμπιστοσύνη στο θείο του, ο οποίος του δημιούργησε την εδραία πεποίθηση ότι μοναδικός λόγος κατάρτισης του πληρεξουσίου υπήρξε η εμφάνιση τρίτου ενδιαφερόμενου αγοραστή, στον οποίο και μόνο θα πωλούταν το επίμαχο ακίνητο και μάλιστα έναντι επωφελούς για τον ίδιο (ενάγοντα) ανταλλάγματος, διέλαθε της προσοχής του, το ότι με το παραπάνω πληρεξούσιο έδιδε στον αρχικό εναγόμενο τη δυνατότητα να αγοράσει ο ίδιος το ακίνητο του. Έχοντας λοιπόν στα χέρια του το πληρεξούσιο αυτό, ο αρχικός εναγόμενος, ενεργώντας ως πληρεξούσιος και για λογαριασμό του ενάγοντος, προέβη στην κατάρτιση του υπ’ αριθμ. ….27/13-7-1992 προσυμφώνου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Α. Γ.-Σ., δυνάμει του οποίου ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει και μεταβιβάσει στον εαυτό του το ανήκον στον ενάγοντα ποσοστό των 7,682% εξ αδιαιρέτου από το προαναφερόμενο τμήμα του ως άνω ακινήτου. Κατά το ανωτέρω προσύμφωνο, ως τίμημα για τη μεταβίβαση αυτή φέρεται να καταβλήθηκε το ποσό των 5.000.000 δραχμών (στη σελίδα 8 του προσυμφώνου αναφέρεται ότι το τίμημα καταβλήθηκε εκ μέρους του αγοραστή στον πωλητή σε χρόνο προγενέστερο την υπογραφής του και έξω από το γραφείο της συμβολαιογράφου, όπως συνήθως διατυπώνεται στις σχετικές πράξεις). Ακολούθως, έλαβε χώρα ενώπιον της ιδίας συμβολαιογράφου η σύνταξη της υπ’ αριθμ. ….57/05-04-1994 πράξης διόρθωσης του παραπάνω προσυμφώνου. Ειδικότερα, το τελευταίο διορθώθηκε ως προς τα ακόλουθα δύο σημεία: α) ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο ο ενάγων κατέστη κύριος του επίμαχου ακινήτου (με κληρονομική διαδοχή και όχι κατόπιν αγοράς, όπως εσφαλμένα αναγράφηκε στο προσύμφωνο) και β) ως προς τον τρόπο καταβολής (με βάση πάντα τα αναφερόμενα στο προσύμφωνο) του τιμήματος, το οποίο διευκρινίσθηκε ότι καταβλήθηκε σε δολάρια Καναδά στο Τορόντο. Επιπλέον, με την ίδια ως άνω συμβολαιογραφική πράξη διόρθωσης εκχωρήθηκε στον αγοραστή-αρχικό εναγόμενο το δικαίωμα να εισπράττει οποιοδήποτε ποσό ως αποζημίωση, λόγω απαλλοτρίωσης του ανωτέρω ακινήτου, η μεταβίβαση του οποίου είχε προσυμφωνηθεί. Οι Μ. Φ. και Α. (Τ.) Κ., καθολικοί διάδοχοι του αρχικού εναγομένου και ήδη εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι ο ενάγων είχε πλήρη γνώση των παραπάνω συμβολαίων, για την κατάρτιση των οποίων ενημερώθηκε λεπτομερώς από το θείο του (αρχικό εναγόμενο), λαμβάνοντας μάλιστα από τον τελευταίο το εύλογο, με βάση τα υποστηριζόμενα από αυτούς, τίμημα των 5.000.000 δραχμών. Προς απόδειξη του ισχυρισμού τους αυτού επικαλούνται και προσκομίζουν την από 1-3-1991 έγγραφη δήλωση-απόδειξη, η οποία υπογράφηκε από τον ενάγοντα (βλ. και τη σχετική με ημερομηνία “Ιούλιος 2006” έκθεση του ειδικού δικαστικού γραφολόγου Π. Τ., την οποία μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι εκκαλούντες, ενόψει της αμφισβήτησης εκ μέρους του ενάγοντος της γνησιότητας της επί της εν λόγω αποδείξεως υφιστάμενης υπογραφής του). Στην απόδειξη-δήλωση αυτή αναγράφονταν επί λέξει τα εξής: “Ο υπογράφων Μ.-Μ. Κ. του Κ., κάτοικος …, δηλώνω ότι, για τα αναγραφόμενα στο υπ’ αριθμ. …30/1991 πληρεξούσιο ενώπιον του συμβολαιογραφούντος προξένου της Ελλάδος στο …, μερίδα του οικοπέδου μου που βρίσκεται στη …. εισέπραξα από τον εξουσιοδοτούμενο Χ. Κ. το ανάλογο τίμημα. Ως εκ τούτου ο Χ. Κ. δικαιούται, δυνάμει του ανωτέρω πληρεξουσίου να μεταβιβάσει στον εαυτό του ή σε τρίτους το μερίδιο αυτό, χωρίς οποιαδήποτε δέσμευση ή υποχρέωσή του απέναντί μου”. Η προαναφερόμενη δήλωση-απόδειξη έφερε ως ημερομηνία την “1 Μαρτίου 2001”, δηλαδή την ίδια με εκείνη της υπογραφής του επίμαχου πληρεξουσίου. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι η εν λόγω δήλωση-απόδειξη συντάχθηκε με μέριμνα του αρχικού εναγομένου από το δικηγόρο του Α. Θ. στη …., σε χρόνο (μη επακριβώς αποδεδειγμένο με βάση το εισφερθέν αποδεικτικό υλικό), πάντως σε κάθε περίπτωση μεταγενέστερο της ως άνω ημερομηνίας, που τέθηκε από το συντάκτη του εγγράφου-δικηγόρο, καθ’ υπόδειξη του αρχικού εναγομένου. Προς το σκοπό σύνταξης της ως άνω απόδειξης, η οποία εγχειρίστηκε ακολούθως στον ενάγοντα προς υπογραφή, ο αρχικός εναγόμενος ισχυρίσθηκε στον τότε πληρεξούσιο δικηγόρο του (Α. Θ.), ότι η απόδειξη αυτή θα τον διευκόλυνε στις διαπραγματεύσεις του με τρίτους, όπως και σε περίπτωση που θα αποφάσιζε να αγοράσει ο ίδιος το ακίνητο, ενώ ο μη προσδιορισμός του ακριβούς τιμήματος επ’ αυτής οφειλόταν στο ότι δεν είχε αποσαφηνισθεί ακόμη, ούτε το πρόσωπο του αγοραστή, ούτε το τίμημα. Όλα τα παραπάνω σχετικά με τη σύνταξη της απόδειξης κατέθεσε ο προαναφερόμενος τότε πληρεξούσιος δικηγόρος του Α. Θ., εξεταζόμενος ενόρκως, στις 31-3-2001, ενώπιον της Ανακρίτριας του Στ’ Τμήματος Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο της κύριας ανάκρισης που διενεργήθηκε με αφορμή την από 9-3-2001 μήνυση του ενάγοντος με ιστορικό όμοιο με αυτό της ένδικης αγωγής. Στην κατάθεσή του αυτή ο ίδιος ως άνω μάρτυρας επισήμανε επιπλέον τη γνώση του αναφορικά με την άριστη σχέση και αμοιβαία εμπιστοσύνη που υπήρχε μεταξύ του ενάγοντα και του θείου του, γνώση η οποία παρείχε τα αναγκαία σε αυτόν εχέγγυα για την αγαθότητα των προθέσεων του τελευταίου κατά το χρόνο σύνταξης της επίμαχης απόδειξης. Από την προσήκουσα εκτίμηση του ως άνω αποδεικτικού υλικού προέκυψε, όμως, ότι ο ενάγων ουδέποτε έως και το τέλος του έτους 1999 έλαβε γνώση για την κατάρτιση των προαναφερθέντων υπ’ αριθμ. …27/13-7-1992 και …57/5-04-1994 συμβολαιογραφικών πράξεων και ότι ουδέν τίμημα εισέπραξε για την επίμαχη προσυμφωνηθείσα μεταβίβαση. Στη σύνταξη των επίμαχων συμβολαίων προέβη ο αρχικός εναγόμενος, εν αγνοία του ενάγοντος, κάνοντας χρήση του προμνησθέντος πληρεξουσίου, με το οποίο εντέχνως φρόντισε να εξοπλισθεί, παριστάνοντας, όπως προαναφέρθηκε, δολίως και ψευδώς σε αυτόν (ανεψιό του), αφενός ότι εμφανίσθηκε υποψήφιος αγοραστής, ο οποίος προτίθετο να καταβάλει το αναλογούν στην αξία του ως άνω ποσοστού του ακινήτου του τίμημα, ώστε να το αποκτήσει κατά κυριότητα, και αφετέρου ότι ο ίδιος (αρχικός εναγόμενος) θα έκανε χρήση αυτού μόνο προς το σκοπό αξιοποίησης κατά τον καλύτερο τρόπο του ως άνω ακινήτου του ενάγοντος-συγγενούς του, αποκρύπτοντας από αυτόν ότι μοναδικός στόχος του ήταν να επιτύχει την εκ μέρους του απόκτηση του εν λόγω ακινήτου και μάλιστα χωρίς τίμημα. Εάν δε ο ενάγων γνώριζε τις πραγματικές προθέσεις του ως άνω αντιδίκου του, ουδέποτε θα παρείχε σε αυτόν την παραπάνω πληρεξουσιότητα, όχι διότι δεν θα ενέκρινε την εκ μέρους του τελευταίου αγορά του ως άνω περιουσιακού του στοιχείου, αλλά διότι ουδέποτε είχε πρόθεση μεταβίβασης αυτού, χωρίς τη λήψη οιουδήποτε ανταλλάγματος πολύ δε περισσότερο ενόψει και της μεγάλης αξίας του, για την οποία θα γίνει λόγος παρακάτω. Η κρίση του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω επιρρωνύεται ιδίως από τα κάτωθι: 1) Η στενή συγγενική σχέση του ενάγοντος και του αρχικού εναγομένου και πρωτίστως η εμπιστοσύνη που είχε ο πρώτος προς το δεύτερο, δεν δικαιολογούν την κατάρτιση προσυμφώνου πωλήσεως, αναφορικά με το επίμαχο ακίνητο. Εάν πράγματι η εκ μέρους του αρχικού εναγομένου εξασφάλιση του επίμαχου πληρεξουσίου δεν ήταν αποτέλεσμα δόλιας χρήσης από αυτόν τεχνασμάτων προς το σκοπό πρόκλησης πεπλανημένης αντίληψης στον ενάγοντα και ακολούθως σύνταξης των ως άνω μεταγενέστερων συμβολαιογραφικών πράξεων, αλλά αντιθέτως ο ενάγων γνώριζε ότι ήταν ο θείος του αυτός που ενδιαφερόταν για την αγορά του ακινήτου, προτιθέμενος να καταβάλλει και αξιόχρεο αντάλλαγμα, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να μην καταρτισθεί οριστικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας, καθόσον ο ενάγων ήδη κατά τα έτη 1988 και 1989 είχε προβεί σε αποδοχή της κληρονομιάς του πατέρα του. Συγκεκριμένα, όπως δεν αμφισβητείται ρητά από τους εκκαλούντες, συναγόμενης ως εκ τούτου σχετικής ομολογίας τους κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ, ο ενάγων προέβη σε αποδοχή του κληρονομιαίου βορειοδυτικού τμήματος του ακινήτου “…”, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ….10/1988 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Α. Α., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα, στον τόμο ….78 και με αριθμό ….50, των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …., ενώ η εκ μέρους του αποδοχή του κληρονομιαίου νοτιοανατολικού τμήματος πραγματοποιήθηκε δυνάμει μεταγραφής στα σχετικά βιβλία του υποθηκοφυλακείου ….. (και δη στον τόμο …25 και με αριθμό ….46) του υπ’ αριθμ. 2439/08-02-1989 πιστοποιητικού του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης περί μη αποποιήσεως (εκ μέρους του ενάγοντος), της κληρονομιάς του αποβιώσαντος, στις 5-1-1986, πατέρα του, Κ. Κ.. Βεβαίως, όπως αποδείχθηκε, ο σχετικός φόρος κληρονομιάς κατεβλήθη από τον ενάγοντα το έτος 2004 (βλ. την από 05-05-2004 συμπληρωματική δήλωση του φόρου κληρονομιάς, καθόσον κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η μεταγραφή της ως άνω συμβολαιογραφικής πράξης και του πιστοποιητικού του Γραμματέα, δεν απαιτείτο η εκ των προτέρων υποβολή της περί φόρου κληρονομιάς δηλώσεως), ωστόσο είναι σαφές ότι εάν ο ενάγων γνώριζε την πρόθεση του αρχικού εναγομένου- θείου του να προβεί στην αγορά του ως άνω περιουσιακού του στοιχείου, θα μεριμνούσε εξαρχής για την καταβολή του αναλογούντος φόρου κληρονομιάς, η οποία σημειωτέον συνιστά προϋπόθεση για την περαιτέρω μεταβίβαση του ακινήτου με οριστικό συμβόλαιο. 2) Η με μέριμνα του αρχικού εναγομένου σύνταξη του κειμένου της ως άνω αποδείξεως, και μάλιστα με φερόμενη ημερομηνία την 1-3-1991, καταδεικνύει με σαφήνεια τις ως άνω προθέσεις του. Αναμφίβολα, το ενδεχόμενο να κατέβαλε αυτός στον ενάγοντα το αναλογούν στο ακίνητό του τίμημα, όπως ψευδώς αναφέρεται στην απόδειξη, χωρίς μάλιστα να αναγράφεται ρητά το ύψος αυτού, και δη σε χρόνο κατά τον οποίο αφενός δεν είχε αποσαφηνισθεί εάν τούτο θα μεταβιβαζόταν σε τρίτον, ή στον ίδιο, δοκιμάζεται στη λογική. Εξάλλου, πρέπει να αναφερθεί ότι το αναγραφόμενο στο ως άνω προσύμφωνο πωλήσεως τίμημα των 5.000.000 δραχμών (το οποίο, κατά τα παραπάνω, ουδέποτε καταβλήθηκε) σε καμία περίπτωση δεν κάλυπτε την πραγματική αξία του επίμαχου ακινήτου. Ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη του ότι δυνάμει του προμνησθέντος συμβολαιογραφικού εγγράφου προσυμφωνήθηκε η μεταβίβαση της κυριότητας, ποσοστού 7,682% εξ αδιαιρέτου, επί τμήματος εκτάσεως 6.410,76 τ.μ. του ακινήτου “…”, η ανά τ.μ. έκταση του μεταβιβασθέντος περιουσιακού στοιχείου φέρεται να προσδιορίσθηκε μόλις στο ποσό των 10.162,60 δρχ. ανά τ.μ., καίτοι δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2146/1988 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης καθορίσθηκε η οριστική τιμή μονάδας αποζημιώσεως για τμήμα του ιδίου ακινήτου στο ποσό των 60.000 δρχ. ανά τ.μ., με κρίσιμο χρόνο την 20-10-1988, ενώ δυνάμει της υπ’ αριθμ. 12129/1994 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, καθορίσθηκε η προσωρινή τιμή μονάδας αποζημιώσεως για έτερο τμήμα του αυτού ακινήτου στο ποσό των 210.000 δρχ. ανά τ.μ. Επιπλέον, ακόμη και ο άλλοτε δικηγόρος του αρχικού εναγομένου Α. Θ., στην από 31-3-2001 ένορκη εξέτασή του ενώπιον της ίδιας ως άνω Ανακρίτριας, κατέθεσε ότι η αξία του ακινήτου του ενάγοντος, κατά το έτος 1992 ήταν πολύ μεγαλύτερη των 5.000.000 δραχμών, κατά δε το έτος 2001 ανερχόταν στο ποσό των 113.760.000 δρχ. Το ότι η επίμαχη απόδειξη έχει πράγματι υπογραφεί, όπως προαναφέρθηκε, από τον ενάγοντα, δεν αναιρεί την κατά τα ανωτέρω αποδειχθείσα ελαττωματική βούλησή του, συνεπεία σε βάρος του τελεσθείσας απάτης, καθόσον ο αρχικός εναγόμενος εξασφάλισε αυτήν παριστώντας και πάλι στον ενάγοντα ότι η ύπαρξή της εξυπηρετούσε μόνο τις σχετικές διαπραγματεύσεις του με τρίτους υποψήφιους αγοραστές, χωρίς οι σχετικές επεξηγήσεις του να δημιουργήσουν οιαδήποτε αμφιβολία στον ενάγοντα για την ειλικρίνεια και εντιμότητα του οικείου του, λόγω της βαθιάς αγάπης και απόλυτης εμπιστοσύνης που είχε γι’ αυτόν. 3) Ο αρχικός εναγόμενος, ασκώντας εναντίον του εδώ ενάγοντος την υπ’ αριθμ. καταθ. 15844/09-05-1994 αγωγή του, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο τελευταίος να εμφανισθεί ενώπιον συμβολαιογράφου και να προβεί σε δήλωση βουλήσεως περί οριστικής μεταβιβάσεως σε αυτόν (αρχικό εναγόμενο) του ανωτέρω ποσοστού 7,682% εξ αδιαιρέτου του ακινήτου “…”, σε εκτέλεση του επίμαχου προσυμφώνου, πέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθμ. 31475/1995 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ερήμην του αντιδίκου του (εδώ ενάγοντος), καθόσον το ανωτέρω Δικαστήριο δέχθηκε ότι η πλασματική κλήτευση του τελευταίου, με επίδοση του σχετικού δικογράφου μόνο στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, κάλυπτε την απαιτούμενη για τη συζήτηση της υποθέσεως νομότυπη κλήτευσή του. Δυνάμει της ως άνω αποφάσεως, η προαναφερόμενη αγωγή έγινε δεκτή, ωστόσο ουδέποτε εκτελέσθηκε, πρωτίστως λόγω μη καταβολής κατά το χρόνο εκδόσεώς της, όπως και παραπάνω αναφέρθηκε, του αναλογούντος στο ως άνω ακίνητο φόρου κληρονομίας. Αναμφίβολα, εάν οι ενέργειες του αρχικού εναγομένου εξέφραζαν την αληθή βούληση του ενάγοντα-ανεψιού του, πέραν του ότι πρωτίστως ανάγκη ασκήσεως αγωγής καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως δεν θα υφίστατο, αλλά αυτοβούλως ο ενάγων θα συνέπραττε στην κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου, λαμβανομένης υπόψη της στενής συγγενικής σχέσης τους και του ότι αμφότεροι, κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής διέμεναν στο …, θα υπήρχε τουλάχιστον ενημέρωση του πρώτου προς τον τελευταίο για τη σχετική ανοιγείσα σε βάρος του δίκη. Γνώση περί του ως άνω δικογράφου ουδέποτε έλαβε ο ενάγων έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής, οπότε και αυτό, καθώς και η σχετικώς εκδοθείσα απόφαση προσκομίσθηκαν ως σχετικά εκ μέρους των αντιδίκων του, αυτονόητο δε τυγχάνει ότι στην περίπτωση που ο ενάγων γνώριζε πράγματι την εκκρεμή σε βάρος του ως άνω αγωγή, θα φρόντιζε να εκπροσωπηθεί από νομικό παραστάτη επιλογής του, ώστε να αποφευχθεί η επέλευση των δυσμενών για τα συμφέροντά του συνεπειών της ερημοδικίας. Επισημαίνεται ότι κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής αυτής, ο ενάγων είχε ήδη προβεί σε ανάκληση του ως άνω πληρεξουσίου του, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …00/5-04-1994 συμβολαιογραφικής πράξης ανάκλησης του συμβολαιογράφου Β. Τ., η οποία κοινοποιήθηκε στον αρχικό εναγόμενο (βλ. την υπ’ ….80/21-04-1994 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Θ. Κ.) και ως εκ τούτου η εκ μέρους του οριστική απόκτηση του ακινήτου, που αποτέλεσε αντικείμενο του επίμαχου προσυμφώνου, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με αυτοσύμβαση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έλαβε γνώση της απάτης του αρχικού εναγομένου-θείου του περί το τέλος του έτους 1999, όταν ανέθεσε στο νομικό σύμβουλό του Δ. Θ., ο οποίος ζει και εργάζεται στο …, ασχολούμενος κυρίως με υποθέσεις Ελλήνων μεταναστών, να μεταβεί στην Ελλάδα προκειμένου να λάβει σαφή γνώση αναφορικά με τις ενέργειες του θείου του για την πώληση του παραπάνω περιουσιακού του στοιχείου. Ο ως άνω νομικός σύμβουλος, στην προσπάθειά του να λάβει τις αναγκαίες πληροφορίες, ήλθε σε επαφή με τον προαναφερόμενο τότε δικηγόρο του αρχικού εναγομένου Α. Θ., ο οποίος είχε ασχοληθεί στο παρελθόν, υπό την ιδιότητά του αυτή, με διάφορα ζητήματα του ακινήτου “…”, τα οποία ανέκυψαν, είτε με αφορμή την εκποίηση τμημάτων του, είτε με αφορμή την κήρυξη απαλλοτριώσεως επιμέρους εκτάσεων αυτού. Ο ανωτέρω δικηγόρος του γνωστοποίησε τα στοιχεία της συμβολαιογράφου Α. Γ.-Σ., η οποία ομοίως είχε ασχοληθεί με το ακίνητο “…” και εν τέλει ήταν το πρόσωπο που τον πληροφόρησε για την υπογραφή των επίμαχων συμβολαιογραφικών πράξεων. Σε αντίθετη κρίση δεν μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο από το ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων είχε ήδη προβεί σε ανάκληση του επίμαχου πληρεξουσίου το έτος 1994, καθόσον γενεσιουργό αιτία της σχετικής ενέργειάς του δεν αποτέλεσε η εκ μέρους του ανακάλυψη της δόλιας συμπεριφοράς του θείου του, αλλά ο κλονισμός των σχέσεων του με τη θεία του Μ.-Μ. χήρα Γ. Κ. (δηλαδή τη σύζυγο του έτερου θείου του Γ. Κ.), με αφορμή ομοίως τη συγκυριότητά τους επί του ακινήτου “…”, κατόπιν του οποίου έκρινε ότι ανεξάρτητα από την ανάμειξη του θείου του στο ζήτημα της πώλησης του ακινήτου του, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, ο ίδιος θα έπρεπε να έχει τον πρώτο λόγο κατά την κατάρτιση των σχετικών συμβολαίων. Μάλιστα ο ενάγων, μόλις πληροφορήθηκε τις ενέργειες του θείου του, προέβη σε νέα ανάκληση του πληρεξουσίου, με την υπ’ αριθμ. 20169/12-04-2000 πράξη του συμβολαιογράφου … Π. Γ. Ομοίως, την ως άνω παραδοχή του Δικαστηρίου δεν κλονίζει το ότι στην υπ’ αριθμ. ….03/21-06-1994 πράξη μη εμφανίσεως της συμβολαιογράφου Α. Γ. Σ., δυνάμει της οποίας βεβαιώθηκε η μη προσέλευση του ενάγοντος για την κατάρτιση οριστικού αγοραπωλητηρίου συμβολαίου σε εκτέλεση του παραπάνω προσυμφώνου, μνημονεύεται ότι αυτός κλήθηκε να παραστεί νομίμως, δυνάμει εγγράφου προσκλήσεως που επιδόθηκε σε αυτόν στο …, καθόσον από την εν λόγω συμβολαιογραφική πράξη δεν προκύπτει ότι η κοινοποίηση του σχετικού εγγράφου πραγματοποιήθηκε στην ορθή διεύθυνση του ενάγοντος (…) και ως εκ τούτου ότι αυτός έλαβε γνώση, έστω το έτος 1994, για τα επίμαχα συμβόλαια (προσύμφωνο πωλήσεως και πράξη διορθώσεως αυτού), όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες. Εξάλλου, το αποδεδειγμένο ενδιαφέρον του ενάγοντος για την αξιοποίηση της περιουσίας του στην Ελλάδα, καταδεικνύει ότι, παρά την εμπιστοσύνη που είχε προς το θείο του Χ. Κ., αναφορικά με την εύρεση λύσης επίτευξης αυτής (αξιοποίησης), ουδέποτε θα έμενε αδρανής επί σειρά ετών, σε περίπτωση που πληροφορείτο θετικά ότι ο θείος του σφετερίστηκε αυτήν. Απόδειξη δε γι’ αυτό αποτελεί το γεγονός ότι αμέσως μόλις ανησύχησε ουσιαστικά για τις προθέσεις του οικείου του, ανέθεσε στο νομικό του σύμβουλο να μεταβεί από το … στην Ελλάδα, ώστε να αποκτήσει ο ίδιος σαφή εικόνα για τις ενέργειες του τελευταίου. Ας σημειωθεί εδώ ότι κατά του αρχικού εναγομένου, με αφορμή μήνυση του ενάγοντος, η οποία είχε το αυτό ιστορικό με την ένδικη αγωγή, ασκήθηκε ποινική δίωξη για τα αδικήματα της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος και βλάβη άνω των 25.000.000 δρχ. και υπεξαίρεση από εντολοδόχο ποσού άνω των 25.000.000 δρχ. και παραγγέλθηκε η διενέργεια κύριας ανάκρισης, ωστόσο μετά τον θάνατο του ανωτέρω στις 23-10-2001 έπαυσε η ασκηθείσα σε βάρος του ποινική δίωξη, με το υπ’ αριθμ. 222/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως και δέχθηκε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, δεν έσφαλε, αλλά και το νόμο ορθά εφάρμοσε και τις αποδείξεις σωστά εκτίμησε, γι’ αυτό ο συναφής (δεύτερος) λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος…ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο ισχυρισμός που προέβαλε πρωτοδίκως ο αρχικός εναγόμενος και επαναφέρουν με την ένδικη έφεση τους οι εκκαλούντες ότι το δικαίωμα του ενάγοντος προς ακύρωση του παραπάνω αναφερόμενου συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου και των καταρτισθέντων βάσει αυτού συμβολαιογραφικών πράξεων (υπ’ αριθμ. ….27/13-07-1992 και ….57/05- 04-1994 προσύμφωνο και πράξη διορθώσεως αυτού αντίστοιχα) έχει αποσβεσθεί λόγω παρόδου διετίας από την κατάρτισή τους και μέχρι την άσκηση της αγωγής, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεκτής γενομένης ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της αντενστάσεως, που προέβαλε, καθ’ υποφορά με την αγωγή του, ο ενάγων και την επαναφέρει με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Εφετείου, προς απόκρουση του ανωτέρω ισχυρισμού (ενστάσεως) του αρχικού εναγομένου και ήδη των εκκαλούντων, περί εξακολούθησης της σε βάρος του τελεσθείσας εκ μέρους του αρχικού εναγομένου απάτης έως το τέλος του έτους 1999, οπότε αυτός (ενάγων) αποκάλυψε την απατηλή συμπεριφορά του τελευταίου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως και απέρριψε την ως άνω ένσταση του αρχικού εναγομένου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, δεχόμενο τη σχετική αντένσταση του ενάγοντος, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο συναφής (τρίτος) λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος”. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 147 επ., 157 και 211 επ. του ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, καθόσον τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά πληρούσαν το πραγματικό των διατάξεων αυτών και δικαιολογούσαν την εφαρμογή τους. Ειδικότερα, τα ως άνω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε πληρούσαν το πραγματικό και υπάγονταν στις εν λόγω διατάξεις, αφού συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις της ακύρωσης των αναφερομένων δικαιοπραξιών λόγω απάτης και συγκεκριμένα παραπλάνηση του αναιρεσιβλήτου, παραπλάνηση από δόλια προαίρεση και αιτιώδης σύνδεσμος παραπλάνησης και δήλωσης βούλησης. Επιπλέον, τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 157 ΑΚ, αφού με βάση την παραδοχή περί εξακολούθησης της σε βάρος του αναιρεσιβλήτου απάτης έως το τέλος του έτους 1999 δεν είχε παρέλθει η από την εν λόγω διάταξη διετής αποσβεστική προθεσμία μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής το Μάιο του 2000 και ως εκ τούτου κατά παραδοχή της σχετικής αντένστασης του τελευταίου ήταν αβάσιμη η εν λόγω ένσταση των αναιρεσειόντων. Εξάλλου, το Εφετείο ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις ούτε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, καθόσον περιέλαβε σ’ αυτήν σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των εφαρμοστέων ως άνω νομικών κανόνων που αποτελούν τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και τη μη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 157 εδ. α’ ΑΚ. Επίσης, στην προσβαλλόμενη απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια εκτίθενται όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής των ως άνω νόμιμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόστηκαν, ενώ δεν υφίστανται ελλείψεις, ανεπάρκεια και αντιφάσεις στις αιτιολογίες αυτής σχετικά με την περιγραφή και το χαρακτηρισμό των ως άνω περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια γίνεται δεκτό ότι η εξαπάτηση του αναιρεσιβλήτου συνίστατο όχι μόνο στην ψευδή παράσταση ότι υπάρχει υποψήφιος αγοραστής, αλλά επιπλέον και στο ότι ο αρχικώς εναγόμενος θα έκανε γενικότερα χρήση του πληρεξουσίου προς το σκοπό αξιοποίησης κατά το καλύτερο τρόπο του ακινήτου του αναιρεσιβλήτου συγγενούς του, ο οποίος μέχρι και τα τέλη του 1999 αγνοούσε ότι είχε συναφθεί προσύμφωνο. Με τα δεδομένα αυτά στην παρούσα περίπτωση κρίσιμο ζήτημα για την γενόμενη δεκτή εξαπάτηση του αναιρεσιβλήτου δεν ήταν μόνο η ψευδής παράσταση περί ύπαρξης υποψηφίου αγοραστή αλλά γενικότερα η δόλια παραπλάνηση περί μελλοντικής αξιοποίησης κατά τον καλύτερο και επωφελέστερο για τον αναιρεσίβλητο τρόπο του ακινήτου του κατά το ως άνω ποσοστό του, χωρίς να υφίσταται αντίφαση μεταξύ των δύο αυτών ενεργειών και συμπεριφορών του αρχικώς εναγομένου. Επιπλέον, η παραδοχή ότι η εξαπάτηση του αναιρεσιβλήτου δεν είχε αρθεί μέχρι τα τέλη του έτους 1999, δεν τελεί σε αντίφαση με την παραδοχή ότι το επίμαχο πληρεξούσιο είχε ανακληθεί δυνάμει της υπ’ αριθ. …00/5-4-1994 συμβολαιογραφικής πράξης ανάκλησης του συμβολαιογράφου Β. Τ., η οποία κοινοποιήθηκε στον αρχικώς εναγόμενο στις 21-4-1994, δεδομένου ότι κατά τα αναλυτικά και με σαφήνεια εκτιθέμενα στην εν λόγω απόφαση η ανάκληση αυτή έγινε για άλλους λόγους και συγκεκριμένα λόγω του κλονισμού των σχέσεων του αναιρεσιβλήτου με τη θεία του Μ.-Μ. χήρα Γ. Κ.. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 λόγους της αναίρεσής τους κρίνονται αβάσιμα καθώς και οι αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης. Κατά τα λοιπά, οι ίδιοι ως άνω λόγοι είναι απαράδεκτοι, καθόσον οι προβαλλόμενες με αυτούς αιτιάσεις ανάγονται στην εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, που δεν ελέγχεται από το Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ).
V. Kατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από το διάδικο. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί δε γι’ αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Πάντως η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων, που με επίκληση προσκομίστηκαν, δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου (ΟλΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 23/2008, ΑΠ 306/2018, ΑΠ 961/2017). Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες, με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης αποδίδουν στο Εφετείο την πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11γ’ ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει την αναφερθείσα κρίση του, δεν έλαβε υπόψη του την από 18-5-1994 έκθεση του δικαστικού επιμελητή Καναδά Μ. Μ. περί επίδοσης προς τον αναιρεσίβλητο της από 30-4-1994 εξώδικης πρόσκλησης του δικαιοπαρόχου τους, με την οποία τον καλούσε να προσέλθει προς υπογραφή του οριστικού συμβολαίου σε εκτέλεση του επιδίκου προσυμφώνου. Πλην όμως από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι σ’ αυτήν γίνεται ρητή μνεία (38η σελίδα) περί επίδοσης στον αναιρεσίβλητο στο … της σχετικής έγγραφης πρόσκλησης, αλλά αναφέρεται επίσης σαφώς (37η σελίδα) ότι τούτο δεν μπορεί να κλονίσει την παραδοχή του (Εφετείου) ότι ο αναιρεσίβλητος έλαβε γνώση της απάτης του αρχικώς εναγομένου θείου του περί το τέλος του έτους 1999. Από τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τη βεβαίωση που περιέχεται στην προσβαλλομένη απόφαση (17η σελίδα) ότι λήφθηκαν υπόψη και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, καθώς και το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά περιεχόμενο αυτής (απόφασης), δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία αλλά καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του το ως άνω αποδεικτικό μέσο, που συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, προκειμένου να καταλήξει στο ως αποδεικτικό του πόρισμα και την απόρριψη στη συνέχεια της από το άρθρο 157 εδ. β’ ένστασης των αναιρεσειόντων κατά παραδοχή σχετικής αντένστασης του αναιρεσιβλήτου. Επομένως, είναι αβάσιμος ο από τον αριθμό 11 περ. γ’ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πέμπτος λόγος αναίρεσης.
VI. Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων καθώς, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας διαφοράς. Επομένως, ελέγχεται αν η αγωγή, ένσταση κλπ ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ ΑΠ 7, 8/2011, ΑΠ 96/2018, ΑΠ 214/2006). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε από την άσκησή του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο, ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των διαγραφομένων από την ανωτέρω διάταξη ορίων. Η πιο πάνω δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, εφόσον αρκεί η επέλευση απλώς δυσμενών επιπτώσεων για τα συμφέροντά του, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην μικρότερο του προβλεπομένου από το νόμο για την παραγραφή του δικαιώματος, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του. Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που επιφέρει η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της άσκησης του δικαιώματός του (Ολ ΑΠ 10/2012, Ολ ΑΠ 8/2001, ΑΠ 1248/2018, ΑΠ 909/2017). Περαιτέρω, μεταξύ των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της από την ανωτέρω διάταξη ένστασης είναι και η επίκληση της ύπαρξης δικαιώματος, καθόσον μόνον υπαρκτού δικαιώματος μπορεί να νοηθεί καταχρηστική άσκηση. Εάν αυτός που προτείνει το σχετικό ισχυρισμό αρνείται τα περιστατικά που στηρίζουν το σχετικό δικαίωμα, δεν μπορεί να θεμελιωθεί η από το ως άνω άρθρο ένσταση, αφού μόνο υπαρκτό δικαίωμα είναι λογικώς δυνατό να ασκηθεί, ώστε να νοείται καταχρηστική άσκησή του ( ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 914/1987, ΑΠ 489/1976, ΑΠ 544/1972). Στην προκειμένη περίπτωση ο αρχικώς εναγόμενος με τις κατατεθείσες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου πρότεινε την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος, την οποία επανέφεραν οι αναιρεσείοντες και ενώπιον του Εφετείου με λόγο έφεσης. Για τη θεμελίωση δε της ένστασης αυτής ισχυρίστηκε τα εξής: “Με δεδομένο ότι ο αντίδικος αφενός μεν εισέπραξε το ανάλογο τίμημα για την επίδικη μεταβίβαση, αφετέρου δε ανέμενε επί εννέα ολόκληρα χρόνια, αφού προηγουμένως προ πενταετίας είχε εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 31475/1995 απόφαση του Δικαστήριο περί καταδίκης αυτού σε δήλωση βουλήσεως, και μόνο μετά την εκδήλωση ενδιαφέροντος του Ελληνικού Δημοσίου προς αγορά του επίδικου ακινήτου, άσκησε την κρινόμενη αγωγή του, θα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή ως αντιβαίνουσα στους ορισμούς της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ”. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης με την ακόλουθη σκέψη: “Υπό το περιεχόμενο όμως αυτό ο προαναφερόμενος ισχυρισμός του αρχικού εναγόμενου δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει την προτεινομένη ένσταση, αφού μόνη η εκ νέου επίκληση των ισχυρισμών, που αποτέλεσαν τη βάση της από μέρους του αρνήσεως της αγωγικής αξιώσεως του ενάγοντος, δεν αρκεί, σύμφωνα με όσα στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη εκτίθενται, να θεμελιώσει καταχρηστική, από πλευράς του τελευταίου, άσκηση του ενδίκου δικαιώματος”. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, που απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης ως αβάσιμο δεχόμενο ότι ο σχετικός ισχυρισμός από το άρθρο 281 ΑΚ είναι μη νόμιμος, δεν παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου εν λόγω διάταξη με εσφαλμένη ερμηνεία ή τη μη εφαρμογή της, διότι πράγματι τα εκτιθέμενα περιστατικά δεν ήταν ικανά να θεμελιώσουν κατά νόμο την προβαλλόμενη ένσταση κατά την έννοια που εκτέθηκε παραπάνω. Τούτο δε διότι οι αναιρεσείοντες αφ’ ενός μεν επικαλούνται περιστατικά που συνιστούν άρνηση του ασκουμένου δικαιώματος, αφ’ ετέρου δε αδράνεια του δικαιούχου επί εννέα έτη, χωρίς να αναφέρουν ότι συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και ως εκ τούτου δεν υφίστανται οι από το νόμο προϋποθέσεις για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ. Επομένως, είναι αβάσιμος ο έκτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, ενόψει της ήττας των αναιρεσειόντων (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ. ε’του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά του (άρθρ. 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 8-2-2016 αίτηση των Μ. Φ. και Α. Κ. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1978/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 6 Αυγούστου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροΔημοσιεύθηκε ο νόμος 5085/2024 για την αποτροπή της οπαδικής βίας