Αν και δεν προβλέπεται η σειρά έρευνας των διαδικαστικών προϋποθέσεων, πρέπει κατά προτεραιότητα να εξετάζεται η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων που αφορούν το δικαστήριο, στη συνέχεια αυτών που αφορούν τους διαδίκους και ακολούθως των σχετικών με το αντικείμενο της δίκης
Το ζήτημα της σειράς με την οποία ερευνάται η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης ανέλυσε και ερμήνευσε ο Άρειος Πάγος με πρόσφατη απόφασή του (ΑΠ 343/2023).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, για την έκδοση απόφασης επί της ουσίας, που είναι ο τελικός στόχος της δίκης, ο νόμος προβλέπει την πλήρωση σειράς προϋποθέσεων, οι οποίες ερευνώνται από το δικαστήριο πριν από την ουσία της υπόθεσης. Οι διαδικαστικές αυτές προϋποθέσεις της δίκης αναφέρονται είτε στο δικαστήριο (π.χ. δικαιοδοσία, αρμοδιότητα) είτε στους διαδίκους (π.χ. ικανότητα δικαστικής παράστασης, ικανότητα διαδίκου) είτε στο αντικείμενο της δίκης (π.χ. εκκρεμοδικία, δεδικασμένο), η έρευνα δε αυτών χωρεί όχι μόνον κατ’ ένσταση αλλά και αυτεπαγγέλτως, χωρίς να υπάρχει πρόβλεψη στο νόμο ως προς τη σειρά με την οποία θα χωρήσει η σχετική έρευνα. Κατά κανόνα, αν ελλείπει κάποια διαδικαστική προϋπόθεση, επέρχεται ως κύρωση το απαράδεκτο της αγωγής, εκτός από την έλλειψη της καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητας, η οποία δεν επιφέρει το απαράδεκτο αυτής, αλλά η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο κατά το άρθρο 46 ΚΠολΔ.
Το δικαστήριο επεσήμανε ότι, αν και δεν προβλέπεται η σειρά έρευνας των διαδικαστικών προϋποθέσεων, πρέπει κατά προτεραιότητα να εξετάζεται η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων που αφορούν το δικαστήριο, στη συνέχεια αυτών που αφορούν τους διαδίκους και ακολούθως των σχετικών με το αντικείμενο της δίκης.
Το νομότυπο της άσκησης της αγωγής δεν αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, αλλά προϋπόθεση της ίδιας της διαδικαστικής αυτής πράξης. Εφόσον, λοιπόν, η πρώτη επί μέρους διαδικαστική πράξη της άσκησης της αγωγής είναι η κατάθεση αυτής, η οποία και επιλέγεται από το νόμο ως αφετηριακό χρονικό σημείο για την επέλευση των δικονομικών συνεπειών και, ως εκ τούτου, προσδιορίζει την καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται, το δικαστήριο αυτό οφείλει να εξετάσει, κατά προτεραιότητα, στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης έρευνας των διαδικαστικών προϋποθέσεων, αν πράγματι έχει αρμοδιότητα να δικάσει την αγωγή. Και τούτο, διότι μόνο το αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο δικαστήριο μπορεί να κρίνει τη συνδρομή ή μη και των λοιπών διαδικαστικών προϋποθέσεων, καθώς και το ισχυρό ή ανίσχυρο των διαδικαστικών πράξεων υπό οποιαδήποτε μορφή του και, συνακόλουθα, το έγκυρο ή μη της επίδοσης, με την οποία ολοκληρώνεται η άσκηση της αγωγής.
Κατά συνέπεια, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εκδώσει απόφαση, με την οποία θα αποφαίνεται ότι δεν ασκήθηκε αγωγή, δηλαδή ότι είναι ανυπόστατη, χωρίς προηγουμένως να ερευνήσει και να κρίνει ότι έχει αρμοδιότητα προς εκδίκασή της.
Ενόψει των ανωτέρω, στην περίπτωση που ο εναγόμενος ζητήσει, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, την απόρριψη της αγωγής ως μη ασκηθείσας, λόγω μη εμπρόθεσμης επίδοσης του δικογράφου σ’ αυτόν, αλλά το δικαστήριο, με την οριστική απόφασή του, κρίνει εαυτό αναρμόδιο κατά τόπο και παραπέμψει την αγωγή στο αρμόδιο τοπικά δικαστήριο, ο ηττηθείς διάδικος, όσον αφορά το υποβληθέν ως άνω αίτημα, έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση, προβάλλοντας ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα παρέπεμψε την αγωγή λόγω έλλειψης τοπικής αρμοδιότητας.
Επομένως, στην ως άνω περίπτωση της παραπομπής της υπόθεσης λόγω έλλειψης τοπικής αρμοδιότητας, κρίνεται αλυσιτελής ο λόγος έφεσης του εναγόμενου περί ανυποστάτου της αγωγής, χωρίς να προσβάλει την εκκαλούμενη απόφαση ως προς τη διάταξη, με την οποία αυτό κηρύχθηκε τοπικά αναρμόδιο. Το Εφετείο, εξάλλου, δεν μπορεί να εξετάσει το λόγο έφεσης του εναγόμενου για το υποστατό της αγωγής, προτού κρίνει, αυτεπαγγέλτως, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε ως προς την κρίση του περί τοπικής αναρμοδιότητάς του και εξαφανίσει, για το λόγο αυτό, την εκκαλούμενη απόφαση.
Εν προκειμένω, το εφετείο, χωρίς να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε με το να κηρυχθεί αναρμόδιο και να παραπέμψει την αγωγή, αφού έκρινε ότι η επίδοση της αγωγής δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες ως προς τους αναιρεσίβλητους, δέχθηκε την έφεσή τους, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και αφού κράτησε την υπόθεση, απέρριψε ως προς αυτούς την αγωγή, θεωρώντας αυτήν ως μη ασκηθείσα.
Κατά την κρίση του ανωτάτου δικαστηρίου, με τον τρόπο αυτό το εφετείο παραβίασε τις δικονομικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 215 παρ. 2 και 237 ΚΠολΔ, τις οποίες εφάρμοσε, ενώ δεν ήταν εφαρμοστέες, καθώς και αυτές των άρθρων 46, 68 σε συνδ. με 73, 513 εδ. α’, 516 και 532 ΚΠολΔ, τις οποίες δεν εφάρμοσε, καίτοι ήταν εφαρμοστέες, καθόσον, ενώ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ερευνώντας, ορθά, κατά προτεραιότητα την τοπική αρμοδιότητα αυτού, κηρύχθηκε αναρμόδιο κατά τόπο και παρέπεμψε την αγωγή στο τοπικά αρμόδιο, απορρίπτοντας με πλεοναστική αιτιολογία τον ισχυρισμό των εναγόμενων ότι η αγωγή δεν είχε επιδοθεί σ’ αυτούς και ότι, συνεπώς, ήταν ανυπόστατη, και ενώ οι εναγόμενοι παραπονέθηκαν με το μοναδικό λόγο της έφεσής τους για τη μη απόρριψη της αγωγής ως ανυπόστατης, χωρίς να προσβάλουν την πρωτόδικη απόφαση ως προς την κρίση της περί τοπικής αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, παρ’ όλα αυτά δέχθηκε την έφεση των αναιρεσιβλήτων, κρίνοντας ότι η έρευνα της νομότυπης άσκησης της αγωγής προηγείται αυτής της κατά τόπον αναρμοδιότητας του δικαστηρίου.
Αντιθέτως, έπρεπε να απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος των αναιρεσιβλήτων, κρίνοντας αλυσιτελή το μοναδικό λόγο της έφεσής τους, κατά το κύριο και επικουρικό σκέλος αυτού, αφού με αυτόν, και κατά τα δύο σκέλη του, οι αναιρεσίβλητοι προσέβαλαν την πρωτόδικη απόφαση μόνον ως προς τη μη στηρίζουσα το διατακτικό της εκκαλούμενης απόφασης πλεοναστική αιτιολογία, με την οποία απορρίφθηκε ο ισχυρισμός τους περί ανυποστάτου της αγωγής, και όχι ως προς τη διάταξή της περί παραπομπής της υπόθεσης λόγω έλλειψης τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, η ασκηθείσα έφεση δεν μπορούσε να οδηγήσει στην εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης.
Απόσπασμα απόφασης
Επί της αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμ. 413/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο, κρίνοντας ότι η διαδικαστική πράξη της έρευνας της αρμοδιότητας του δικαστηρίου προηγείται από την έρευνα οποιασδήποτε δικονομικής και ουσιαστικής ένστασης, αφού δέχθηκε ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την, προβληθείσα κατά την εκκαλουμένη απόφαση, ένσταση των εναγόμενων, μεταξύ των οποίων και οι αναιρεσίβλητοι, περί της κατά τόπον αναρμοδιότητάς αυτού, κηρύχθηκε κατά τόπον αναρμόδιο προς εκδίκαση της υπόθεσης και παρέπεμψε την υπόθεση στο κατά τόπον αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, που ήταν και καθ’ ύλην αρμόδιο, διαλαμβάνοντας και τις εξής πλεοναστικές αιτιολογίες: “… Απορριπτέος … τυγχάνει και ο ισχυρισμός των δευτέρου και τρίτου των εναγομένων (ήδη αναιρεσιβλήτων), ότι η υπό κρίση αγωγή είναι απαράδεκτη, για το λόγο ότι η επίδοσή της σε αυτούς δεν έλαβε χώρα στην αλλοδαπή όπου και η κατοικία τους. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, οι ως άνω εναγόμενοι παραστάθηκαν νομίμως στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, δεν στερήθηκαν ως εκ τούτου των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων, ούτε υπέστησαν οποιαδήποτε άλλη δικονομική βλάβη εξαιτίας του ότι η επίδοση δεν έλαβε χώρα στην όποια κατοικία τους στο εξωτερικό…”. Οι αιτιολογίες, όμως, αυτές δεν στηρίζουν το διατακτικό της ως άνω απόφασης, διότι δεν δημιουργούν δεδικασμένο στο δικαστήριο της παραπομπής ούτε σε άλλη δίκη σε βάρος των εκκαλούντων. Οι δεύτερος και τρίτος των εναγόμενων (αναιρεσίβλητοι) άσκησαν έφεση κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης, παραπονούμενοι με το μοναδικό λόγο έφεσης, κατά το κύριο σκέλος αυτού, ότι με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 215 παρ. 2 και 237 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1-1-2016, απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ο ισχυρισμός τους περί ανυποστάτου της αγωγής, επικαλούμενοι ότι δεν έλαβε χώρα πραγματική επίδοση της αγωγής σ’ αυτούς ως κατοίκων εξωτερικού, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κατάθεσή της στο παραπάνω δικαστήριο αλλά μόνο πλασματική επίδοση, και κατά το επικουρικό σκέλος αυτού ότι πράγματι επήλθε βλάβη των αναιρεσιβλήτων από τη μη πραγματική επίδοση της αγωγής σ’ αυτούς. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να ερευνήσει, αυτεπαγγέλτως, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε με το να κηρυχθεί αναρμόδιο και να παραπέμψει την αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αφού έκρινε ότι η επίδοση της αγωγής δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες ως προς τους αναιρεσίβλητους, δέχθηκε την έφεσή τους, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και αφού κράτησε την υπόθεση, απέρριψε ως προς αυτούς την αγωγή, θεωρώντας αυτήν ως μη ασκηθείσα. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, παραβίασε τις δικονομικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 215 παρ. 2 και 237 ΚΠολΔ, τις οποίες εφάρμοσε, ενώ δεν ήταν εφαρμοστέες, καθώς και αυτές των άρθρων 46, 68 σε συνδ. με 73, 513 εδ. α’, 516 και 532 ΚΠολΔ, τις οποίες δεν εφάρμοσε, καίτοι ήταν εφαρμοστέες, καθόσον, ενώ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ερευνώντας, ορθά, κατά προτεραιότητα την τοπική αρμοδιότητα αυτού, κηρύχθηκε αναρμόδιο κατά τόπο και παρέπεμψε την αγωγή στο τοπικά αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, απορρίπτοντας με πλεοναστική αιτιολογία τον ισχυρισμό των αναιρεσιβλήτων (εναγόμενων) ότι η αγωγή δεν είχε επιδοθεί σ’ αυτούς και ότι, συνεπώς, ήταν ανυπόστατη, και ενώ οι εναγόμενοι – αναιρεσίβλητοι παραπονέθηκαν με το μοναδικό λόγο της έφεσής τους για τη μη απόρριψη της αγωγής ως ανυπόστατης, χωρίς να προσβάλουν την πρωτόδικη απόφαση ως προς την κρίση της περί τοπικής αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, παρ’ όλα αυτά δέχθηκε την έφεση των αναιρεσιβλήτων, κρίνοντας ότι η έρευνα της νομότυπης άσκησης της αγωγής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 215 παρ. 2 και 237 ΚΠολΔ, προηγείται αυτής της κατά τόπον αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, χωρίς να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη ή μη τοπικής αρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, απέρριψε την αγωγή της αναιρεσίβλητης ως μη ασκηθείσα, ενώ έπρεπε, εφαρμόζοντας τις προπαρατεθείσες εφαρμοστέες δικονομικές διατάξεις, να απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος των αναιρεσιβλήτων, κρίνοντας αλυσιτελή το μοναδικό λόγο της έφεσής τους, κατά το κύριο και επικουρικό σκέλος αυτού, αφού με αυτόν, και κατά τα δύο σκέλη του, οι αναιρεσίβλητοι προσέβαλαν την πρωτόδικη απόφαση μόνον ως προς τη μη στηρίζουσα το διατακτικό της εκκαλούμενης απόφασης πλεοναστική αιτιολογία, με την οποία απορρίφθηκε ο ισχυρισμός τους περί ανυποστάτου της αγωγής, και όχι ως προς τη διάταξή της περί παραπομπής της υπόθεσης λόγω έλλειψης τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, η ασκηθείσα έφεση δεν μπορούσε να οδηγήσει στην εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο, παρά το νόμο, δεν κήρυξε την έφεση απαράδεκτη, υπέπεσε στην από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, και ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, κατά παραδοχή του ανωτέρω γενόμενου δεκτού ως βάσιμου λόγου αναίρεσης, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών λόγων αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr.