Παρά το νευρολογικό – ψυχιατρικό ιστορικό του, ο ασθενής νοσηλεύθηκε σε παθολογική κλινική στον 7ο όροφο, από όπου και πήδηξε στο κενό
Χρηματική ικανοποίηση 50.000 ευρώ επεδίκασε το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Βόλου στους γονείς νεαρού που εισήχθη σε δημόσιο νοσοκομείο της πόλης λόγω φαρμακευτικής δηλητηρίασης από λήψη χαπιών και μεταφέρθηκε σε θάλαμο της Παθολογικής Κλινικής, από το παράθυρο του οποίου πήδηξε την επόμενη ημέρα. Η απόφαση έχει δημοσιευτεί στην ΤΝΠ Ισοκράτης.
Σύμφωνα με το ιστορικό, ο υιός των εναγόντων το βράδυ της 2-2-2017 διακομίστηκε στο εναγόμενο νοσοκομείο με το ΕΚΑΒ, «λόγω αφενός μεν φαρμακευτικής δηλητηρίασης που υπέστη, κατόπιν λήψης άγνωστης ποσότητας χαπιών που χορηγούνταν χρονίως σε αυτόν, ως ασθενή με ιστορικό επιληψίας και κατάθλιψης, αφετέρου δε ρινορραγίας, συνεπεία σχετικής κάκωσης που υπέστη κατόπιν πτώσης του». Ο ασθενής εισήχθη αρχικώς το Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών, όπου και παρουσίασε έντονη διέγερση.
Αφού ελήφθησαν υπόψη οι οδηγίες του Κέντρου Δηλητηριάσεων και τα συνταγογραφέντα (αντιεπιληπτικά και αντικαταθλιπτικά) φάρμακα που αυτός λάμβανε, εκτιμήθηκε η κατάσταση της υγείας του από ωτορινολαρυγγολόγο, έγιναν οι σχετικές συστάσεις για την αντιμετώπιση της δηλητηρίασης και, εν συνέχεια, μεταφέρθηκε στην Α’ Παθολογική Κλινική του εναγόμενου νοσοκομείου και συγκεκριμένα σε θάλαμο του 7ου ορόφου του κτηρίου.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της επομένης ημέρας, ο ασθενής εξακολουθούσε να είναι διεγερτικός και για τον λόγο αυτόν τού χορηγήθηκε αγωγή, ενώ το μεσημέρι εχώρησε ιατρική επίσκεψη, κατά την οποία ο ασθενής κοιμόταν, χωρίς να αναφερθεί επιδείνωση της κατάστασης της σωματικής υγείας του. Ωστόσο, αργότερα και κατόπιν σχετικών υποδείξεων προς το προσωπικό του εναγομένου νοσοκομείου από οικείο πρόσωπο του ασθενούς, ο οποίος εκ νέου παρουσίασε διέγερση, κλήθηκε τηλεφωνικώς ψυχίατρος, προκειμένου να εκτιμηθεί η κατάσταση της ψυχικής υγείας του.
Ωστόσο, περί ώρα 14:10′ ο ασθενής αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, πηδώντας από το παράθυρο του δωματίου του στο κενό, με αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό του, για να καταλήξει δεκαεννέα ημέρες μετά λόγω πολυοργανικής ανεπάρκειας.
Με την αγωγή τους, οι γονείς του νεαρού ιστόρησαν πως το απόγευμα της ημέρας που εισήχθη στο νοσοκομείο, ο υιός τους είχε προβεί σε διπλή απόπειρα αυτοκτονίας, αρχικά λαμβάνοντας μεγάλη ποσότητα χαπιών και στη συνέχεια πέφτοντας από ύψωμα 2.5 μέτρων.
Κατά τη μεταφορά του με κινητή μονάδα του ΕΚΑΒ στα ΤΕΠ του εναγόμενου νοσοκομείου, οι ιατροί πληροφορήθηκαν πως ο ασθενής είχε διακομιστεί ύστερα από απόπειρα αυτοκτονίας και τον εισήγαγαν για νοσηλεία στην Παθολογική Κλινική και συγκεκριμένα σε δωμάτιο του 7ου ορόφου.
Κατά τους ενάγοντες, η ευθύνη των οργάνων του νοσοκομείου συνίσταται στη νοσηλεία του υιού τους στην Παθολογική Κλινική και δη σε Θάλαμο του 7ου ορόφου με έξωθεν πρόσβαση (λόγω ανασφάλιστου παραθύρου), άνευ εκτίμησης της κατάστασης της υγείας του από ψυχίατρο με σκοπό την αξιολόγηση του κινδύνου επανάληψης της πράξης αυτοκτονίας, ώστε σε περίπτωση διαπίστωσης αυξημένου τέτοιου κινδύνου να ετίθετο σε κατάσταση νοσηλείας υπό τακτική νοσηλευτική παρακολούθηση και εντός απολύτως ασφαλούς περιβάλλοντος (ήτοι εντός θαλάμου χωρίς πρόσβαση σε μπαλκόνι και με σφραγισμένα παράθυρα).
Συνεπώς, κατά τους ενάγοντες, ο υιός τους, αν και αυτοκτονικός ασθενής, ετέθη, άνευ διαρκούς παρακολούθησης, σε θεραπευτικό περιβάλλον μη καταλλήλως διαμορφωθέν, ήτοι άνευ περιορισμού της πρόσβασής του σε σημεία και μέσα που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την αυτοκτονική συμπεριφορά του.
Το εναγόμενο νοσοκομείο ζήτησε την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης, επικαλούμενο αναφορά του Αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών Βόλου περί αρχειοθέτησης δικογραφίας, εγκριθείσας με πράξη του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, σύμφωνα με την οποία ουδεμία ευθύνη βάρυνε το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικού του Νοσοκομείου για τον θάνατο του υιού των εναγόντων.
Περαιτέρω, το νοσοκομείο ισχυρίστηκε πως «κατά την άφιξη του στο Τ.Ε.Π., η συνοδεύουσα τον εν λόγω ασθενή μητέρα του και ήδη ενάγουσα έδωσε το ιστορικό του στον αρμόδιο ιατρό, δηλώνοντας ότι πρόκειται για περιστατικό δηλητηρίασης από υπερβάλλουσα λήψη νομίμως χορηγηθείσας φαρμακευτικής αγωγής λόγω επιληψίας και κατάθλιψης, χωρίς να γίνει ουδεμία αναφορά σε παλαιότερη ή ακόμα και αυθημερόν προσπάθεια αυτοκτονίας – αυτοκαταστροφής αυτού ή έστω προηγούμενης εκπεφρασμένης σχετικής επιθυμίας – σκέψης του».
Ακολούθως και όταν οι ιατροί της Παθολογικής Κλινικής ενημερώθηκαν για τις για πρώτη φορά εκφρασθείσες καταστροφικές σκέψεις του ασθενούς, ειδοποίησαν τόσο το νοσηλευτικό προσωπικό, όσο και τον ψυχίατρο του νοσοκομείου, ενώ η αρμόδια νοσηλεύτρια τον επισκέφτηκε, χωρίς να καταφέρει να επικοινωνήσει μαζί του, καθώς αυτόν κοιμόταν.
Περαιτέρω, το εναγόμενο προέβαλε πως αφενός μεν ο ιατρός νευρολόγος που παρακολουθούσε τον νεαρό από το 2014 εξεπλάγη από την αυτοκαταστροφική επιλογή του ασθενούς του, γεγονός που επιβεβαιώνει το ότι αυτός δεν είχε εκπεφρασμένες ή άλλως πως διαπιστωμένες αυτοκτονικές τάσεις, αφετέρου δε ο νεαρός είχε λάβει ψυχολογική υποστήριξη στο παρελθόν, αλλά όχι ψυχιατρική.
Τέλος, το εναγόμενο νοσοκομείο ζήτησε να ληφθεί υπόψη ότι διαθέτει περιορισμένο προϋπολογισμό λόγω περικοπών που έχουν επιβληθεί συνεπεία της υφιστάμενης δημοσιονομικής συγκυρίας.
Η απόφαση του Δικαστηρίου (απόσπασμα)
Ο … ασθενής με χρόνια επιληψία και κατάθλιψη, ο οποίος λάμβανε σχετική αγωγή και παρακολουθείτο τόσο από ιδιώτη νευρολόγο στην Αθήνα όσο και από μονάδα ψυχικής υγείας του τόπου κατοικίας του (Κ.Ψ.Υ.), διεκομίσθη το βράδυ της 2.2.2017 στο Τ.Ε.Π. του εναγομένου νοσοκομείου λόγω ρινορραγίας και αναφερθείσας φαρμακευτικής δηλητηρίασης, πιθανόν συνεπεία υπερβολικής λήψη της προαναφερόμενης αγωγής του.
Από το προσωπικό του εναγομένου νοσοκομείου κατεγράφησαν αφενός μεν το ιστορικό του εν λόγω ασθενούς, με αναλυτική παράθεση των φαρμακευτικών ουσιών που χορηγούνταν σε αυτόν, αφετέρου δε η κλινική εικόνα της υγείας του, με ρητή αναφορά στην κατάσταση διέγερσης υπό την οποία ο ίδιος τελούσε.
Προς τον σκοπό της άμεσης αντιμετώπισης της ρινορραγίας, ο εν θέματι ασθενής εξετάσθηκε από ιατρό της αντίστοιχης ειδικότητας (ωτορινολαρυγγολόγο) και, κατόπιν επικοινωνίας με το Κέντρο Δηλητηριάσεων, ακολουθήθηκαν οι ιατρικώς ενδεδειγμένες ενέργειες για τη διαχείριση του περιστατικού της δηλητηρίασης (τοποθέτηση ειδικού ρινογαστρικού καθετήρα για διενέργεια πλύσεων στομάχου, χορήγηση ενεργού άνθρακα και παρακολούθηση της καρδιακής συχνότητας και του καρδιακού ρυθμού).
Ωστόσο, παρά το ως άνω νευρολογικό – ψυχιατρικό ιστορικό του, τη σχετικώς παρατηρηθείσα συμπτωματολογία και τις ούτως ή άλλως πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες των συγκεκριμένων φαρμακευτικών ουσιών (μεταξύ των οποίων και ο αυτοκτονικός ιδεασμός), πολλώ δε μάλλον της υπερκατανάλωσης αυτών – ανεξαρτήτως του εκούσιου ή μη αυτής και της εκ μέρους των συνοδών του δηλωθείσας ή αποσιωπηθείσας απόπειρας αυτοκτονίας – ο … άνευ οποιοσδήποτε ψυχιατρικής – νευρολογικής εξέτασης, παρέμεινε νοσηλευόμενος σε θάλαμο της Παθολογικής Κλινικής του εναγόμενου νοσοκομείου, στον 7ο όροφο του κτηρίου, έως και το μεσημέρι της επομένης ημέρας, οπότε και προέβη σε απόπειρα αυτοκτονίας, πηδώντας στο κενό από το ανασφάλιστο παράθυρο του Θαλάμου του, με αποτέλεσμα τον εν τέλει θανατηφόρο τραυματισμό του.
Καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της υπερδωδεκάωρης νοσηλείας του, παρά τη διαπιστωθείσα συννοσηρότητά του, ενόψει της κατ’ επανάληψη εκδηλωθείσας διέγερσής του σε συνδυασμό με το ως άνω ιατρικό ιστορικό, και ενώ έβαινε σταθεροποιούμενη η κατάσταση της σωματικής υγείας του, ουδόλως παρασχέθηκαν σε αυτόν υπηρεσίες ψυχιάτρου ή νευρολόγου, κατά παραδοχή, μάλιστα, και του εναγόμενου νοσοκομείου.
Εξάλλου, από το σύνολο των προσκομισθέντων ιατρικών εγγράφων συνάγεται ότι ο εν λόγω ασθενής δεν είχε απωλέσει την ικανότητα επικοινωνίας του με το περιβάλλον κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, εξαιρούμενων των όποιων χρονικών σημείων πρόσκαιρης ληθαργικότητας, λόγω της χορήγησης ελάχιστης καταστολής, ενώ άρνησή του προς οποιαδήποτε διαγνωστική ή θεραπευτική ψυχιατρική πράξη ουδόλως δύναται να θεωρηθεί δεδομένη, πολλώ δε μάλλον αποτρεπτική της παρέμβασης ψυχιάτρου – νευρολόγου, ενόψει των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης.
Μόνη δε η παράλειψη χορήγησης των συγκεκριμένων ιατρικών υπηρεσιών και δη ανεξαρτήτως των συνθηκών παρακολούθησής του στον χώρο νοσηλείας και της επιλογής του συγκεκριμένου Θεραπευτικού περιβάλλοντος, ευεπίφορου προς εκδήλωση αυτοκτονικής συμπεριφοράς, παρίστατο επαρκώς ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, και αντικειμενικά πρόσφορη, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία που επήλθε στη συγκεκριμένη περίπτωση και η οποία θα είχε αποφευχθεί, αν είχε χωρήσει διαφορετικός θεραπευτικός προγραμματισμός και νοσηλεία του εν λόγω ασθενούς εντός απολύτως ασφαλούς περιβάλλοντος, κατόπιν κλινικής εκτίμησης και παρακολούθησής του από ιατρούς ειδικότητας αντίστοιχης της εν προκειμένω σημειολογίας των χρόνιων παθήσεών του.
Εξάλλου, η επικαλούμενη από το εναγόμενο νοσοκομείο αναφορά περί αρχειοθέτησης της ποινικής δικογραφίας, εγκριθείσα από τον Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, δεν αποτελεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ούτε αμετάκλητο αθωωτικό βούλευμα, συνεπεία δε, προεχόντως, τούτου δεν τίθεται θέμα δέσμευσης του παρόντος Δικαστηρίου, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του ΚΑΔ. (πρβλ. ΣτΕ 1444/2020, 601, 1513, 1445/2019, 226/2016, 411/2014, 3 511/2013, πρβλ. και ΔΕφΑθ 854/2023, ΔΕφΛαρ 256/2020).
Συνεπώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι στοιχειοθετείται κατά τα ανωτέρω αδικοπρακτική ευθύνη του εναγομένου νοσοκομείου και, περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη, τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος του …, την ηλικία του κατά τον χρόνο του θανάτου του (26 ετών) και την κατάσταση της υγείας του πριν τη νοσηλεία του στο εναγόμενο (πρβλ. ΣτΕ 579/2020), τον βαθμό συγγένειας του με τους ενάγοντες (γονείς του) και την ηλικία έκαστου αυτών κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο (γεννηθέντων του ενάγοντας το έτος 1941 και της ενάγουσας το έτος 1953), καθώς και τους, κατά τα κοινώς γνωστά, δεσμούς αγάπης και στοργής που τους συνέδεαν και, επομένως, το μέγεθος της θλίψης και του πόνου πού βίωσαν οι ενάγοντες, μη συνεκτιμωμένης, όμως, της περιουσιακής κατάστασης του εναγομένου νοσοκομείου κατά τα γενόμενα δεκτά στην έκτη σκέψη της παρούσας, κρίνει, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ότι το εναγόμενο οφείλει να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 – 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες του άρθρου 932 του Α.Κ., προς απάμβλυνση του ψυχικού άλγους και της βαθιάς θλίψης που αισθάνθηκαν, το ποσό των 50.000 ευρώ, κατά μερική αποδοχή του σχετικού αιτήματος της κρινόμενης αγωγής. Τα ως άνω χρηματικά ποσά είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, προσήκοντα και εύλογα, καθόσον ούτε υπερβολικώς χαμηλά είναι, ώστε να υποβαθμίζεται η απαξία της παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων του εναγόμενου, ούτε υπερβολικός υψηλά, ώστε να οδηγούν στον υπέρμετρο και άρα αδικαιολόγητο πλουτισμό των εναγόντων (πρβλ. ΣτΕ 1700/2019, 710/2016 κ.ά., πρβλ. και ΔΕφΑθ 2064/2023, 4246/2022, ΔΕφΠατ 194/2023 κ.ά.).
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ΤΝΠ Ισοκράτης