ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)
της 22ας Φεβρουαρίου 2024 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2008/104/ΕΚ – Προσωρινή απασχόληση – Άρθρο 5, παράγραφος 1 – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ – Έννοια των “βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολουμένων” – Έννοια του όρου “αμοιβή” – Αποζημίωση οφειλόμενη λόγω της ολικής μόνιμης ανικανότητας του προσωρινώς απασχολουμένου για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός του συνεπεία εργατικού ατυχήματος που συνέβη κατά τη διάρκεια της τοποθετήσεώς του σε έμμεσο εργοδότη»
Στην υπόθεση C‑649/22,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia del País Vasco (ανώτερο δικαστήριο της Χώρας των Βάσκων, Ισπανία) με απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Οκτωβρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης
XXX
κατά
Randstad Empleo ETT SAU,
Serveo Servicios SAU, πρώην Ferrovial Servicios SA,
Axa Seguros Generales SA de Seguros y Reaseguros,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους P. G. Xuereb, προεδρεύοντα του τμήματος, A. Kumin (εισηγητή) και I. Ziemele, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη M. Morales Puerta,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις I. Galindo Martín και D. Recchia,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), του άρθρου 2 ΣΕΕ, καθώς και του άρθρου 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/104/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, περί της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης (ΕΕ 2008, L 327, σ. 9), σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής.
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του XXX, προσωρινώς απασχολουμένου, και, αφετέρου, της Randstad Empleo ETT SAU (στο εξής: Randstad Empleo), εταιρίας με την οποία ο εν λόγω απασχολούμενος είχε συνάψει σύμβαση προσωρινής απασχολήσεως, της Serveo Servicios SAU, πρώην Ferrovial Servicios SA (στο εξής: Serveo Servicios), έμμεσου εργοδότη στον οποίο ήταν τοποθετημένος ο εν λόγω προσωρινά απασχολούμενος, και της ασφαλιστικής εταιρίας Axa Seguros Generales SA de Seguros y Reaseguros (στο εξής: Axa), σχετικά με το ύψος της αποζημιώσεως την οποία μπορεί να αξιώσει ο XXX λόγω ολικής μόνιμης ανικανότητας για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός του συνεπεία εργατικού ατυχήματος το οποίο συνέβη κατά τη διάρκεια της τοποθετήσεώς του στον ως άνω έμμεσο εργοδότη και το οποίο είχε ως συνέπεια τη λύση της σχέσεως εργασίας του.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 91/383/EOΚ
3 Η τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 91/383/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1991, για τη συμπλήρωση των μέτρων που αποσκοπούν στο να προαγάγουν τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σχέση πρόσκαιρης εργασίας (ΕΕ 1991, L 206, σ. 19), έχει ως εξής:
«[Εκτιμώντας] ότι, από έρευνες που έγιναν, προκύπτει ότι γενικά οι εργαζόμενοι που έχουν σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή σχέση πρόσκαιρης εργασίας είναι, σε ορισμένους τομείς, εκτεθειμένοι σε περισσότερους κινδύνους εργατικών ατυχημάτων ή επαγγελματικών ασθενειών από ό,τι άλλοι εργαζόμενοι».
4 Το άρθρο 1 της ως άνω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα ακόλουθα:
«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:
[…]
2) στις σχέσεις πρόσκαιρης εργασίας μεταξύ γραφείου ευρέσεως πρόσκαιρης εργασίας, που αποτελεί τον εργοδότη, και του εργαζόμενου, ο οποίος τίθεται στη διάθεση επιχείρησης ή/και εγκατάστασης-χρήστη προκειμένου να εργαστεί για λογαριασμό και υπό τον έλεγχό τους.»
5 Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», προβλέπει τα εξής:
«1. Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να εξασφαλιστεί ότι οι εργαζόμενοι με σχέση εργασίας αναφερόμενη στο άρθρο 1 θα απολαύουν, όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία, του αυτού επιπέδου προστασίας με αυτό που παρέχεται στους άλλους εργαζόμενους της επιχείρησης ή/και της εγκατάστασης-χρήστη.
2. Η ύπαρξη σχέσης εργασίας αναφερόμενης στο άρθρο 1 δεν δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας στο βαθμό που πρόκειται για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία, ιδίως όσον αφορά την πρόσβαση στους εξοπλισμούς ατομικής προστασίας.
[…]»
6 Κατά το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σχέσεις πρόσκαιρης εργασίας: ευθύνη»:
«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε:
1) με την επιφύλαξη της ευθύνης του γραφείου ευρέσεως πρόσκαιρης εργασίας η οποία καθορίζεται από την εθνική νομοθεσία, η επιχείρηση ή/και η εγκατάσταση-χρήστης να είναι, καθ’ όλη τη διάρκεια της συγκεκριμένης εργασίας, υπεύθυνοι για τις συνθήκες υπό τις οποίες εκτελείται η εργασία,
2) για την εφαρμογή του σημείου 1, οι συνθήκες υπό τις οποίες εκτελείται η εργασία να περιλαμβάνουν μόνον τις συνθήκες που έχουν σχέση με την ασφάλεια, την υγεία και την υγιεινή κατά την εργασία.»
Η οδηγία 2008/104
7 Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 10 έως 13 και 15 έως 17 της οδηγίας 2008/104 έχουν ως ακολούθως:
«(1) Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον [Χάρτη]. Συγκεκριμένα, η παρούσα πράξη αποβλέπει στο να εξασφαλίσει την πλήρη συμμόρφωση με το άρθρο 31 του [Χ]άρτη, το οποίο προβλέπει ότι κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του […].
[…]
(10) Υπάρχουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τη χρήση της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης, τη νομική κατάσταση, καθώς και το καθεστώς και τους όρους εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(11) Η εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης ανταποκρίνεται όχι μόνο στις ανάγκες ευελιξίας των επιχειρήσεων αλλά και στην ανάγκη των μισθωτών να συνδυασθεί η ιδιωτική και η επαγγελματική ζωή τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συμβάλλει στη δημιουργία θέσεων εργασίας καθώς και στη συμμετοχή και στην ένταξη στην αγορά εργασίας.
(12) Η παρούσα οδηγία θεσπίζει, για τους προσωρινά απασχολούμενους, προστατευτικό πλαίσιο το οποίο δεν επιτρέπει διακρίσεις, χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και είναι αναλογικό, ενώ ταυτόχρονα λαμβάνει υπόψη την ποικιλία των αγορών εργασίας και των εργασιακών σχέσεων.
(13) Η οδηγία [91/383] ορίζει τους κανόνες που εφαρμόζονται στους προσωρινά απασχολούμενους όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία.
[…]
(15) Οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου αποτελούν τη γενική μορφή εργασιακών σχέσεων. Για τους εργαζομένους οι οποίοι έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου με εταιρεία προσωρινής απασχόλησης, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης προστασίας που παρέχει αυτή η σύμβαση, πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα παρέκκλισης από τους κανόνες που εφαρμόζονται στον έμμεσο εργοδότη.
(16) Για να αντιμετωπιστεί επιτυχώς η πολυμορφία των αγορών εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους κοινωνικούς εταίρους να καθορίζουν τους όρους εργασίας και απασχόλησης, αρκεί να τηρείται το γενικό επίπεδο προστασίας για τους προσωρινά απασχολούμενους.
(17) Επίσης, σε ορισμένες περιστάσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν, βάσει συμφωνίας που συνάπτουν οι κοινωνικοί εταίροι σε εθνικό επίπεδο, να παρεκκλίνουν εντός ορίων από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, εφόσον παρέχεται ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας.»
8 Το άρθρο 1 της ως άνω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους εργαζόμενους μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης με σύμβαση εργασίας ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, οι οποίοι τοποθετούνται σε έμμεσους εργοδότες για να εργασθούν προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή τους.»
9 Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σκοπός», προβλέπει τα ακόλουθα:
«Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην εξασφάλιση της προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων και στη βελτίωση της ποιότητας της προσωρινής απασχόλησης, με την εξασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όπως αυτή εκτίθεται στο άρθρο 5, στους προσωρινά απασχολούμενους και με την αναγνώριση των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης ως εργοδοτών, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη την ανάγκη θέσπισης κατάλληλου πλαισίου για την προσφυγή στην προσωρινή απασχόληση προκειμένου να ενισχυθεί ουσιαστικά η δημιουργία θέσεων απασχόλησης και η ανάπτυξη ευέλικτων μορφών εργασίας.»
10 Κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 2008/104, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί»:
«1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:
[…]
στ) “βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης”: οι όροι εργασίας και απασχόλησης που ορίζονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, τις συλλογικές συμβάσεις ή/και άλλες δεσμευτικές γενικές διατάξεις που ισχύουν για τον έμμεσο εργοδότη και αφορούν:
i) τη διάρκεια του χρόνου εργασίας, τις υπερωρίες, τα διαλείμματα, τις περιόδους ανάπαυσης, τη νυκτερινή εργασία, τις άδειες και τις αργίες·
ii) τις αποδοχές.
2. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τον ορισμό των αποδοχών, της σύμβασης εργασίας, της εργασιακής σχέσης ή του εργαζόμενου.
[…]»
11 Το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αρχή της ίσης μεταχείρισης», ορίζει τα εξής:
«1. Οι βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολούμενων, κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής τους σε έμμεσο εργοδότη, είναι τουλάχιστον αυτοί που θα εφαρμόζονταν εάν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απευθείας από τον εν λόγω εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση.
[…]
2. Όσον αφορά τις αποδοχές, τα κράτη μέλη μπορούν, έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, να προβλέπουν δυνατότητα εξαίρεσης από την αρχή που ορίζεται στην παράγραφο 1, στην περίπτωση που οι προσωρινά απασχολούμενοι, οι οποίοι έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου με εταιρεία προσωρινής απασχόλησης, εξακολουθούν να αμείβονται στο διάστημα μεταξύ δύο τοποθετήσεων.
3. Έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, τα κράτη μέλη μπορούν να τους παρέχουν, στο ενδεδειγμένο μέτρο και υπό τους όρους που καθορίζουν τα κράτη μέλη, την εναλλακτική δυνατότητα να διατηρούν ή να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις οι οποίες θα σέβονται μεν τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων, παράλληλα όμως θα μπορούν να θεσπίζουν ρυθμίσεις όσον αφορά τους όρους εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολούμενων, οι οποίες ενδέχεται να διαφέρουν από εκείνες της παραγράφου 1.
4. Εφόσον για τους εργαζόμενους αυτούς προβλέπεται ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας, τα κράτη μέλη στα οποία ο νόμος δεν προβλέπει σύστημα αναγόρευσης συλλογικών συμβάσεων γενικής εφαρμογής ή δεν προβλέπεται από τον νόμο ή την πρακτική σύστημα για την επέκταση των διατάξεών τους σε όλες τις ανάλογες επιχειρήσεις συγκεκριμένου κλάδου ή γεωγραφικής περιοχής, μπορούν, κατόπιν διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους σε εθνικό επίπεδο και βάσει συμφωνίας που συνάπτουν με αυτούς, να ορίσουν ρυθμίσεις σχετικά με τις βασικές συνθήκες εργασίας και απασχόλησης που να παρεκκλίνουν από την αρχή που ορίζεται με την παράγραφο 1. Στις ρυθμίσεις αυτές προβλέπεται ενδεχομένως ικανό χρονικό διάστημα για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης.
[…]»
Το ισπανικό δίκαιο
Ο νόμος 14/1994
12 Το άρθρο 11 του ley 14/1994 por la que se regulan las empresas de trabajo temporal (νόμου 14/1994 περί εταιριών προσωρινής απασχολήσεως), της 1ης Ιουνίου 1994 (BOE αριθ. 131, της 2ας Ιουνίου 1994), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος 14/1994), προβλέπει στην παράγραφό του 1 τα εξής:
«Οι προσωρινώς απασχολούμενοι έχουν δικαίωμα, κατά τη διάρκεια παροχής της εργασίας τους σε έμμεσο εργοδότη, εφαρμογής των βασικών όρων εργασίας και απασχολήσεως που θα εφαρμόζονταν στην περίπτωσή τους εάν είχαν προσληφθεί απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση.
Προς τούτο, ως βασικοί όροι εργασίας και απασχολήσεως νοούνται οι όροι που αφορούν την αμοιβή, τις ώρες εργασίας, τις υπερωρίες, τις περιόδους αναπαύσεως, τη νυχτερινή εργασία, τις άδειες και τις αργίες.
Η αμοιβή περιλαμβάνει όλες τις οικονομικές αποδοχές, σταθερές ή μεταβλητές, οι οποίες ορίζονται για την καλυπτόμενη θέση εργασίας στη συλλογική σύμβαση που ισχύει για τον έμμεσο εργοδότη και οι οποίες συνδέονται με τη θέση αυτή. Η αμοιβή πρέπει να περιλαμβάνει, εν πάση περιπτώσει, το αναλογικό μέρος που αντιστοιχεί στην εβδομαδιαία ανάπαυση, τις ετήσιες πριμοδοτήσεις και παροχές, τις αργίες και τις ετήσιες άδειες. Εναπόκειται στον έμμεσο εργοδότη να υπολογίσει το ποσό που θα λάβει εν τέλει ο εργαζόμενος και, για τον σκοπό αυτό, να αναφέρει τις αποδοχές οι οποίες μνημονεύονται στην παρούσα παράγραφο στη σύμβαση περί διαθέσεως του εργαζομένου.
Επιπλέον, οι προσωρινώς απασχολούμενοι έχουν δικαίωμα εφαρμογής των ίδιων διατάξεων με τις ισχύουσες για τους απευθείας προσλαμβανόμενους από τον έμμεσο εργοδότη όσον αφορά […] την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών και την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.»
Ο Εργατικός Κώδικας
13 Το άρθρο 49 του Estatuto de los Trabajadores (Εργατικού Κώδικα), όπως τροποποιήθηκε με το Real Decreto Legislativo 2/2015 por el que se aprueba el texto refundido de la Ley del Estatuto de los Trabajadores (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 2/2015, περί εγκρίσεως του ενοποιημένου κειμένου του νόμου περί εργατικού κώδικα), της 23ης Οκτωβρίου 2015 (BOE αριθ. 255, της 24ης Οκτωβρίου 2015, σ. 100224), ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:
«Η σύμβαση εργασίας λύεται:
[…]
e) λόγω θανάτου, βαριάς αναπηρίας ή ολικής ή απόλυτης μόνιμης ανικανότητας του εργαζομένου […]».
Η συλλογική σύμβαση προσωρινής απασχολήσεως
14 Βάσει του άρθρου 42 της VI convenio colectivo estatal de empresas de trabajo temporal (ΣΤʹ εθνικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας των επιχειρήσεων προσωρινής απασχολήσεως, στο εξής: συλλογική σύμβαση προσωρινής απασχολήσεως), οι προσωρινώς απασχολούμενοι δικαιούνται αποζημίωση ύψους 10 500 ευρώ σε περίπτωση ολικής μόνιμης ανικανότητας για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός τους συνεπεία εργατικού ατυχήματος.
Η συλλογική σύμβαση του κλάδου μεταφορών
15 Το άρθρο 31 της convenio colectivo para el sector de la industria del transporte de mercancías por carretera y agencias de transporte de Álava (συλλογικής συμβάσεως επιχειρήσεων του κλάδου οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και πρακτορείων μεταφορών του νομού της Álava, στο εξής: συλλογική σύμβαση του κλάδου μεταφορών) προβλέπει αποζημίωση ύψους 60 101,21 ευρώ σε περίπτωση ολικής ή απόλυτης μόνιμης ανικανότητας εργαζομένου για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός του συνεπεία εργατικού ατυχήματος.
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
16 Ο XXX συνήψε σύμβαση προσωρινής απασχολήσεως, με ισχύ από 1ης Οκτωβρίου 2016, με τη Randstad Empleo, η οποία τον έθεσε στη διάθεση της Serveo Servicios για την άσκηση καθηκόντων πεπειραμένου φορτοεκφορτωτή. Σύμφωνα με την εν λόγω σύμβαση, η συλλογική σύμβαση προσωρινής απασχολήσεως έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη σχέση εργασίας.
17 Κατά τη διάρκεια της εν λόγω παροχής εργασίας σε έμμεσο εργοδότη, ο XXX υπέστη, στις 24 Οκτωβρίου 2016, εργατικό ατύχημα. Με απόφαση της Dirección Provincial del Instituto Nacional de la Seguridad Social de Álava (νομαρχιακής διευθύνσεως της Álava του Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφαλίσεως, Ισπανία), της 16ης Μαρτίου 2019, η οποία επικυρώθηκε από το Juzgado de lo Social no 2 de Vitoria-Gasteiz (δικαστήριο εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών αριθ. 2 της Vitoria-Gasteiz, Ισπανία), με απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, αναγνωρίσθηκε ότι ο XXX έπασχε από ολική μόνιμη ανικανότητα για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός του λόγω του συγκεκριμένου εργατικού ατυχήματος.
18 Στις 21 Νοεμβρίου 2019, η Axa κατέβαλε στον XXX, βάσει του άρθρου 42 της συλλογικής συμβάσεως προσωρινής απασχολήσεως, αποζημίωση ύψους 10 500 ευρώ λόγω της ολικής μόνιμης ανικανότητας για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός του. Εντούτοις, ο XXX φρονεί ότι για τον συγκεκριμένο λόγο θα έπρεπε να του καταβληθεί αποζημίωση ύψους 60 101,21 ευρώ, βάσει του άρθρου 31 της συλλογικής συμβάσεως του κλάδου μεταφορών.
19 Ως εκ τούτου, στις 7 Φεβρουαρίου 2020, η sindicato Eusko Langileen Alkartasuna (συνδικαλιστική οργάνωση «Αλληλεγγύη Βάσκων Εργατών»), ως εκπρόσωπος του XXX, άσκησε αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Juzgado de lo social n° 3 de Vitoria (δικαστηρίου εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών αριθ. 3 της Βιτόριας, Ισπανία) αφενός μεν κατά των Randstad Empleo, Serveo Servicios και Axa, αφετέρου δε κατά του Fondo de Garantía Salarial (Ταμείου Εγγυήσεως Αποδοχών, Ισπανία), προκειμένου να καταβληθεί στον XXX ποσό 49 601,21 ευρώ, ήτοι η διαφορά μεταξύ του ποσού της αποζημιώσεως που καταβλήθηκε στον XXX βάσει του άρθρου 42 της συλλογικής συμβάσεως προσωρινής απασχολήσεως και του ποσού που προβλέπεται στο άρθρο 31 της συλλογικής συμβάσεως του κλάδου μεταφορών, προσαυξημένη κατά 20 % ή με τόκους υπερημερίας. Το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με απόφαση της 30ής Δεκεμβρίου 2021, με το σκεπτικό, ιδίως, ότι στην περίπτωση του XXX είχε εφαρμογή η συλλογική σύμβαση προσωρινής απασχολήσεως και ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία), δεν εμπίπτουν στην έννοια της «αμοιβής» οι συμπληρωματικές παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως που χορηγούνται οικειοθελώς και δεν αποτελούν μέρος της ελάχιστης μισθολογικής εγγυήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 11 του νόμου 14/1994, όπως η αποζημίωση που ζητείται εν προκειμένω από τον XXX.
20 Η συνδικαλιστική οργάνωση «Αλληλεγγύη Βάσκων Εργατών» άσκησε έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia del País Vasco (ανωτέρου δικαστηρίου της Χώρας των Βάσκων, Ισπανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου, ο XXX υποστηρίζει ότι έπρεπε να λάβει αποζημίωση βάσει του άρθρου 31 της συλλογικής συμβάσεως του κλάδου μεταφορών, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη αποζημίωση εμπίπτει στην έννοια των «βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/104. Αντιθέτως, οι εφεσίβλητες της κύριας δίκης θεωρούν ότι στην περίπτωση του XXX έχει εφαρμογή η συλλογική σύμβαση προσωρινής απασχολήσεως και ότι αποζημίωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των «βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης», κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.
21 Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες για το αν η εκ μέρους του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) ερμηνεία του άρθρου 11 του νόμου 14/1994, που αποσκοπεί στη μεταφορά της οδηγίας 2008/104 στην εσωτερική έννομη τάξη, είναι σύμφωνη με τις αρχές τις ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, οι οποίες κατοχυρώνονται στα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη, καθώς και με το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας. Συγκεκριμένα, κατά το αιτούν δικαστήριο, βάσει της συγκεκριμένης ερμηνείας, οι συμπληρωματικές παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως που χορηγούνται οικειοθελώς δεν εμπίπτουν στην έννοια της «αμοιβής», κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 11, δεδομένου ότι δεν συνδέονται άμεσα με την εργασία. Από την εν λόγω ερμηνεία προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης αποζημίωση δεν εμπίπτει στην έννοια των «βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης» και ότι, ως εκ τούτου, ο XXX δεν δύναται να τύχει της αποζημιώσεως που αξιώνει βάσει του άρθρου 31 της συλλογικής συμβάσεως του κλάδου μεταφορών.
22 Κατά το αιτούν δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας 2008/104, και ειδικότερα του άρθρου της 5, η έννοια των «βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης» πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου ο XXX να δικαιούται την ίδια αποζημίωση με εκείνη την οποία θα ελάμβανε στην ίδια περίπτωση εργαζόμενος που θα είχε προσληφθεί απευθείας από τη Serveo Servicios. Συγκεκριμένα, η εκ μέρους του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) ερμηνεία του άρθρου 11 του νόμου 14/1994 μπορεί να οδηγήσει σε παράλογη κατάσταση στην οποία δύο εργαζόμενοι που τραυματίσθηκαν στο ίδιο εργατικό ατύχημα θα ελάμβαναν διαφορετική αποζημίωση αναλόγως του αν προσελήφθησαν απευθείας από τον εργοδότη.
23 Επιπλέον, όσον αφορά το γεγονός ότι η σύμβαση εργασίας του XXX λύθηκε λόγω της ολικής μόνιμης ανικανότητας για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός του, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στην απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Luso Temp (C‑426/20, EU:C:2022:373), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η έννοια των «βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης» περιλαμβάνει την αποζημίωση την οποία ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει σε εργαζόμενο λόγω λύσεως της σχέσεως εργασίας του.
24 Τέλος, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο XXX πάσχει από αναπηρία λόγω του επίμαχου εργατικού ατυχήματος, με συνέπεια την απώλεια της εργασίας του. Τυχόν μη αναγνώριση του δικαιώματος του συγκεκριμένου εργαζομένου να αποζημιωθεί με τον ίδιο τρόπο όπως και οι εργαζόμενοι που έχουν προσληφθεί απευθείας από τη Serveo Servicios και βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, ήτοι βάσει του άρθρου 31 της συλλογικής συμβάσεως του κλάδου μεταφορών, μπορεί να συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω αναπηρίας, απαγορευόμενη από το άρθρο 21 του Χάρτη.
25 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia del País Vasco (ανώτερο δικαστήριο της Χώρας των Βάσκων) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχουν τα άρθρα 20 και 21 του [Χάρτη], το άρθρο 2 ΣΕΕ και τα άρθρα 3, [παράγραφος 1], στοιχείο στʹ, και 5 της οδηγίας [2008/104] την έννοια ότι αντίκεινται στη νομολογιακή ερμηνεία της ισπανικής νομοθεσίας, η οποία αποκλείει από την έννοια των «βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης» την αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί σε έναν προσωρινά απασχολούμενο εργαζόμενο, του οποίου η σύμβαση εργασίας λύθηκε λόγω κηρύξεώς του σε καθεστώς ολικής μόνιμης ανικανότητας για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός του συνεπεία εργατικού ατυχήματος που υπέστη κατά το διάστημα παροχής των υπηρεσιών του στον έμμεσο εργοδότη;»
Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
26 Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι η ανάγκη ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης κατά τρόπο χρήσιμο για το εθνικό δικαστήριο επιβάλλει να καθορίζει το εθνικό δικαστήριο το πραγματικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, να διευκρινίζει τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά. Πράγματι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο μόνον να αποφαίνεται επί της ερμηνείας νομοθετήματος της Ένωσης, βάσει πραγματικών περιστατικών που τίθενται υπόψη του από το εθνικό δικαστήριο (απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES, C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
27 Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει τονίσει τη σημασία της παραθέσεως, από το εθνικό δικαστήριο, των συγκεκριμένων λόγων που το ώθησαν να διερωτηθεί ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και να κρίνει αναγκαία την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο. Συναφώς, είναι απαραίτητο το εθνικό δικαστήριο, με την ίδια την απόφαση περί παραπομπής, να παρέχει έναν ελάχιστο αριθμό διευκρινίσεων όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητεί την ερμηνεία, καθώς και τη σχέση που θεωρεί ότι υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί εθνικής νομοθεσίας (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Toplofikatsia Sofia κ.λπ., C‑208/20 και C‑256/20, EU:C:2021:719, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
28 Οι απαιτήσεις αυτές σχετικά με το περιεχόμενο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο οφείλει να γνωρίζει και να τηρεί σχολαστικώς το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο της συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων. Οι ίδιες αυτές απαιτήσεις αποτυπώνονται και στο σημείο 15 των συστάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικών με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2019, C 380, σ. 1) (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Toplofikatsia Sofia κ.λπ., C‑208/20 και C‑256/20, EU:C:2021:719, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
29 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη, το άρθρο 2 ΣΕΕ, καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/104. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο δεν επισημαίνει με την απαιτούμενη ακρίβεια και σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους διερωτάται ως προς την ερμηνεία των άρθρων 20 και 21 του Χάρτη, καθώς και του άρθρου 2 ΣΕΕ, ούτε τη σχέση που θεωρεί ότι υφίσταται μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικής ρυθμίσεως.
30 Πράγματι, πρώτον, μολονότι τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη καθιερώνουν τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, αντιστοίχως, διαπιστώνεται, όπως επισήμανε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ότι το αιτούν δικαστήριο απλώς μνημονεύει, όσον αφορά τις εν λόγω διατάξεις, ότι η μη αναγνώριση δικαιώματος του XXX να αποζημιωθεί όπως και ένας εργαζόμενος που έχει προσληφθεί απευθείας από τη Serveo Servicios μπορεί να συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω αναπηρίας, απαγορευόμενη από το εν λόγω άρθρο 21.
31 Το αιτούν δικαστήριο, όμως, δεν διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους η αποζημίωση του XXX βάσει του άρθρου 42 της συλλογικής συμβάσεως προσωρινής απασχολήσεως, αντί του άρθρου 31 της συλλογικής συμβάσεως του κλάδου μεταφορών, δύναται να συνιστά δυσμενή διάκριση εις βάρος του λόγω αναπηρίας. Πράγματι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε και η Ισπανική Κυβέρνηση, προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα σε ποια από τις εν λόγω συλλογικές συμβάσεις μπορεί να θεμελιώσει ένας εργαζόμενος την αξίωσή του για αποζημίωση λόγω ολικής μόνιμης ανικανότητας για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός του, καθοριστική σημασία έχει το καθεστώς του συγκεκριμένου εργαζομένου, ενώ ενδεχόμενη αναπηρία από την οποία πάσχει ο εν λόγω εργαζόμενος δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο αυτό.
32 Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει επίσης η εξέταση της καταστάσεως του XXX υπό το πρίσμα των άρθρων 2 και 3 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16), τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, τη δυσμενή διάκριση λόγω αναπηρίας, καθόσον πρόκειται για διατάξεις στις οποίες παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο χωρίς ωστόσο να διευκρινίζει τον λόγο για τον οποίο είναι κρίσιμες για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.
33 Εξάλλου, καθόσον η απόφαση περί παραπομπής παραπέμπει στο άρθρο 14 της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ 2006, L 204, σ. 23), βάσει του οποίου «[δ]εν υφίσταται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο ουδόλως προκύπτει δυσμενής διάκριση εις βάρος του XXX λόγω φύλου.
34 Δεύτερον, όσον αφορά το άρθρο 2 ΣΕΕ, αρκεί η επισήμανση ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν είναι σύμφωνη με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 27 και 28 της παρούσας αποφάσεως, καθόσον δεν περιέχει καμία διευκρίνιση ως προς τους λόγους που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της συγκεκριμένης διατάξεως ούτε ως προς τη σχέση που θεωρεί ότι υφίσταται μεταξύ της εν λόγω διατάξεως και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας.
35 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή μόνον κατά το μέρος που αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/104.
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
36 Με το προδικαστικό ερώτημά του και λαμβανομένων υπόψη όσων συνάγονται από τη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/104, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο της 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή ερμηνεύεται από την εθνική νομολογία, βάσει της οποίας η αποζημίωση την οποία μπορούν να αξιώσουν οι προσωρινώς απασχολούμενοι λόγω ολικής μόνιμης ανικανότητας για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός τους, συνεπεία εργατικού ατυχήματος που συνέβη κατά την παροχή εργασίας στον έμμεσο εργοδότη και είχε ως συνέπεια τη λύση της σχέσεώς τους προσωρινής απασχολήσεως, είναι χαμηλότερη εκείνης την οποία θα μπορούσαν να αξιώσουν οι εργαζόμενοι αυτοί, στην ίδια περίπτωση και για τον ίδιο λόγο, αν είχαν προσληφθεί απευθείας από τον συγκεκριμένο έμμεσο εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση εργασίας κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.
Επί της έννοιας των «βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης», κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/104, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο της3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ
37 Κατά πρώτον, πρέπει να εξετασθεί αν αποζημίωση που οφείλεται σε προσωρινώς απασχολούμενο λόγω της ολικής μόνιμης ανικανότητάς του να ασκεί το σύνηθες επάγγελμά του, συνεπεία εργατικού ατυχήματος που συνέβη κατά την παροχή εργασίας στον έμμεσο εργοδότη και είχε ως συνέπεια τη λύση της σχέσεως προσωρινής απασχολήσεως, εμπίπτει στην έννοια των «βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης», κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/104, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο της 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ.
38 Μολονότι το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/104 δεν περιλαμβάνει καμία ένδειξη από την οποία να μπορεί να συναχθεί ότι η εκεί περιεχόμενη φράση «βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης» πρέπει να νοείται ως καταλαμβάνουσα τέτοια αποζημίωση, η φράση αυτή παραπέμπει, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/104, στην έννοια της «αμοιβής».
39 Συναφώς, επισημαίνεται ότι η οδηγία 2008/104 δεν ορίζει την ως άνω έννοια αυτή.
40 Μολονότι, βεβαίως, η οδηγία 2008/104, κατά το άρθρο της 3, παράγραφος 2, «δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τον ορισμό των αποδοχών», πρέπει να διευκρινισθεί ότι η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως παραίτηση του νομοθέτη της Ένωσης από τον καθορισμό της έννοιας της «αμοιβής», κατά τη συγκεκριμένη οδηγία, δεδομένου ότι η διάταξη έχει απλώς την έννοια ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να διατηρήσει την εξουσία των κρατών μελών να ορίσουν την έννοια αυτή κατά το εθνικό δίκαιο, ζήτημα στην εναρμόνιση του οποίου δεν αποσκοπεί η εν λόγω οδηγία (πρβλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2016, Betriebsrat der Ruhrlandklinik, C‑216/15, EU:C:2016:883, σκέψεις 30 έως 32).
41 Κατά πάγια νομολογία, για να προσδιορισθεί η έννοια και το περιεχόμενο φράσεων ως προς τις οποίες το δίκαιο της Ένωσης δεν παρέχει κανέναν ορισμό, γνώμονα πρέπει να αποτελεί το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένων ταυτόχρονα υπόψη τόσο του πλαισίου εντός του οποίου αυτές χρησιμοποιούνται όσο και των σκοπών της ρυθμίσεως στην οποία εντάσσονται (απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Navitours, C‑294/21, EU:C:2022:608, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
42 Πρώτον, κατά το σύνηθες νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, ως «αμοιβή» νοείται εν γένει το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για συγκεκριμένη εργασία ή για την παροχή υπηρεσίας.
43 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, το ουσιώδες χαρακτηριστικό της αμοιβής έγκειται στο ότι αποτελεί την οικονομική αντιπαροχή της αντίστοιχης παροχής, αντιπαροχή την οποία, κατά κανόνα, προσδιορίζουν από κοινού ο παρέχων την υπηρεσία και ο αποδέκτης της (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2021, Manpower Lit, C‑948/19, EU:C:2021:906, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
44 Εξάλλου, η έννοια της «αμοιβής» ορίζεται στο άρθρο 157, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ως «οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας». Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η συγκεκριμένη έννοια πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικώς, περιλαμβάνει δε, μεταξύ άλλων, όλα τα οφέλη σε χρήμα ή σε είδος, παρόντα ή μέλλοντα, τα οποία ο εργοδότης υποχρεούται, έστω και εμμέσως, να καταβάλλει στον εργαζόμενο λόγω της εργασίας του είτε δυνάμει συμβάσεως εργασίας είτε δυνάμει νομοθετικών διατάξεων είτε οικειοθελώς (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Praxair MRC, C‑486/18, EU:C:2019:379, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
45 Το Δικαστήριο έχει επίσης καταστήσει σαφές ότι ανάμεσα στα οφέλη που χαρακτηρίζονται ως «αμοιβή», κατά την έννοια του άρθρου 157 ΣΛΕΕ, καταλέγονται ακριβώς και εκείνα τα οποία καταβάλλει ο εργοδότης λόγω της υπάρξεως έμμισθης εργασιακής σχέσεως και τα οποία αποσκοπούν στην εξασφάλιση μιας πηγής εισοδημάτων για τους εργαζομένους, ακόμη και αν αυτοί δεν ασκούν, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, καμία δραστηριότητα προβλεπόμενη στη σύμβαση εργασίας. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός τέτοιων παροχών ως αμοιβής δεν τίθεται εν αμφιβόλω απλώς και μόνον επειδή αυτές εξυπηρετούν και σκοπούς κοινωνικής πολιτικής (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Bedi, C‑312/17, EU:C:2018:734, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
46 Συναφώς, διαπιστώνεται ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι η «αμοιβή», κατά την έννοια του άρθρου 157, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αποτελεί μέρος των «συνθηκών απασχόλησης», κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, η οποία συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15 Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES (ΕΕ 1998, L 14, σ. 9), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998 (ΕΕ 1998, L 131, σ. 10), καθώς και της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43) (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Απριλίου 2008, Impact, C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψεις 131 και 132, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, Elbal Moreno, C‑385/11, EU:C:2012:746, σκέψεις 20 και 21).
47 Πλην όμως, το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/104 αποβλέπει, κατά τρόπο ακόμη πιο στοχευμένο απ’ ό,τι οι ως άνω ρήτρες, στη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των εργαζομένων με άτυπες και επισφαλείς σχέσεις εργασίας, οπότε ερμηνεία ανάλογη με την επιλεγείσα από τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 44 έως 45 της παρούσας αποφάσεως, όσον αφορά την έννοια της «αμοιβής», κατά το άρθρο 157 ΣΛΕΕ, επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο και για τον καθορισμό του περιεχομένου της εν λόγω έννοιας, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, περίπτωση ii, της συγκεκριμένης οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Luso Temp, C‑426/20, EU:C:2022:373, σκέψη 36).
48 Μολονότι, βεβαίως, αποζημίωση όπως η μνημονευόμενη στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως δεν καταβάλλεται ευθέως ως αντίτιμο για την παροχή εργασίας από προσωρινώς απασχολούμενο, πρέπει, πάντως, να γίνει δεκτό ότι η συγκεκριμένη αποζημίωση αποτελεί χρηματικό όφελος το οποίο, αφενός, παρέχεται εμμέσως από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της απασχολήσεως του δευτέρου, καθόσον η αποζημίωση αυτή προβλέπεται από συλλογική σύμβαση που έχει εφαρμογή στη σχέση εργασίας, και, αφετέρου καταβάλλεται στον συγκεκριμένο εργαζόμενο ως αντιστάθμισμα της απώλειας εσόδων λόγω της ανικανότητάς του να ασκεί το σύνηθες επάγγελμά του, οπότε σκοπεί να του διασφαλίσει μια πηγή εσόδων.
49 Ως εκ τούτου, η έννοια της «αμοιβής», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, περίπτωση ii, της οδηγίας 2008/104, είναι αρκούντως ευρεία ώστε να καταλαμβάνει αποζημίωση την οποία μπορούν να αξιώσουν οι προσωρινώς απασχολούμενοι λόγω ολικής μόνιμης ανικανότητας για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός τους, συνεπεία εργατικού ατυχήματος που συνέβη κατά την παροχή εργασίας στον έμμεσο εργοδότη.
50 Δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/104, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο της 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, περίπτωση ii, διαπιστώνεται ότι, βάσει της αιτιολογικής σκέψεως 13 της εν λόγω οδηγίας, η οδηγία 91/383 θεσπίζει τις διατάξεις που εφαρμόζονται στους προσωρινώς απασχολουμένους όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία.
51 Από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/383, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο της 1, σημείο 2, προκύπτει, όμως, ότι η συγκεκριμένη οδηγία έχει ως σκοπό να διασφαλισθεί ότι οι προσωρινώς απασχολούμενοι απολαύουν, όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία, του αυτού επιπέδου προστασίας με εκείνο που παρέχεται στους λοιπούς εργαζομένους του έμμεσου εργοδότη. Επίσης, βάσει του ως άνω άρθρου 2, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, σημείο 2, της ίδιας οδηγίας, η ύπαρξη σχέσεως προσωρινής απασχολήσεως δεν δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας στο μέτρο που πρόκειται για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία, τούτο δεν κατά μείζονα λόγο αν ληφθεί υπόψη ότι, όπως προκύπτει από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας, οι προσωρινώς απασχολούμενοι είναι, σε ορισμένους τομείς, περισσότερο εκτεθειμένοι σε κινδύνους εργατικών ατυχημάτων από ό,τι οι άλλοι εργαζόμενοι.
52 Επιπροσθέτως, το άρθρο 8 της οδηγίας 91/383 προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, με την επιφύλαξη της καθοριζόμενης από την εθνική νομοθεσία ευθύνης της επιχειρήσεως προσωρινής απασχολήσεως, ο έμμεσος εργοδότης να είναι υπεύθυνος, κατά τη διάρκεια της τοποθετήσεως, για τις συνθήκες παροχής της εργασίας που σχετίζονται με την ασφάλεια, την υγιεινή και την υγεία κατά την εργασία.
53 Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό, αφενός, ότι η προστασία της «ασφάλειας» και της «υγείας» κατά την εργασία εμπίπτει στις «συνθήκες εργασίας», κατά την έννοια της οδηγίας 91/383, και ότι ο προσωρινώς απασχολούμενος πρέπει, συναφώς, να τυγχάνει, κατά τη διάρκεια της τοποθετήσεώς του, της ίδιας μεταχειρίσεως με τους εργαζομένους που έχουν προσληφθεί απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη.
54 Αφετέρου, αποζημίωση όπως η μνημονευόμενη στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως συνδέεται με την προστασία της «ασφάλειας» και της «υγείας» κατά την εργασία, στο μέτρο που η ευθύνη του έμμεσου εργοδότη και, ενδεχομένως, της επιχειρήσεως προσωρινής απασχολήσεως, όσον αφορά τις συνθήκες παροχής της εργασίας που συνδέονται με την προστασία αυτή, συνδυάζεται με την αποκατάσταση των ζημιών στην περίπτωση κατά την οποία η συγκεκριμένη προστασία αποδεικνύεται αναποτελεσματική, ήτοι, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση κατά τη διάρκεια της τοποθετήσεως προσωρινώς απασχολουμένου συμβεί εργατικό ατύχημα, το οποίο έχει ως συνέπεια την ολική μόνιμη ανικανότητα του εργαζομένου αυτού να ασκεί το σύνηθες επάγγελμά του.
55 Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της παραπομπής της οδηγίας 2008/104 στην οδηγία 91/383, διαπιστώνεται ότι το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/104, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο της 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, επιρρωννύει την ερμηνεία κατά την οποία η έννοια της «αμοιβής», στην οποία παραπέμπει η έννοια των «βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης» που μνημονεύεται στις διατάξεις αυτές, καταλαμβάνει αποζημίωση όπως η μνημονευόμενη στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως.
56 Τρίτον, όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία 2008/104, από την αιτιολογική σκέψη της 1 προκύπτει ότι η συγκεκριμένη οδηγία αποσκοπεί στη διασφάλιση της πλήρους τηρήσεως του άρθρου 31 του Χάρτη το οποίο, σύμφωνα με την παράγραφό του 1, κατοχυρώνει, εν γένει, το δικαίωμα κάθε εργαζομένου σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του. Στις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17) επισημαίνεται συναφώς ότι ο όρος «συνθήκες εργασίας» πρέπει να νοείται όπως στο άρθρο 156 ΣΛΕΕ, μολονότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν ορίζει τον συγκεκριμένο όρο. Υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου από την εν λόγω οδηγία σκοπού προστασίας των δικαιωμάτων των προσωρινώς απασχολουμένων, η έλλειψη διευκρινίσεων συνηγορεί υπέρ της ευρείας ερμηνείας του εν λόγω όρου (πρβλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Luso Temp, C‑426/20, EU:C:2022:373, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
57 Ως εκ τούτου, καθόσον η οδηγία 2008/104 έχει ως σκοπό τη διασφάλιση της προστασίας των προσωρινώς απασχολουμένων όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία, διαπιστώνεται ότι, όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή, αν, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, ο οικονομικός κίνδυνος για τους έμμεσους εργοδότες ήταν μικρότερος όσον αφορά τους προσωρινώς απασχολούμενους σε σχέση με τους εργαζομένους που προσλαμβάνουν απευθείας, οι εργοδότες αυτοί θα είχαν λιγότερα κίνητρα να επενδύσουν στην ασφάλεια των προσωρινώς απασχολουμένων, κάτι που θα είχε ως αποτέλεσμα να παραβλέπεται ο συγκεκριμένος σκοπός.
58 Κατά συνέπεια, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει η οδηγία 2008/104 επιρρωννύουν την ερμηνεία της έννοιας της «αμοιβής», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, περίπτωση ii, της εν λόγω οδηγίας, ως «βασικού όρου εργασίας και απασχόλησης», κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας, κατά την οποία η συγκεκριμένη έννοια καταλαμβάνει αποζημίωση την οποία μπορεί να αξιώσει προσωρινώς απασχολούμενος λόγω ολικής μόνιμης ανικανότητας για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός του συνεπεία εργατικού ατυχήματος που συνέβη κατά την παροχή εργασίας στον έμμεσο εργοδότη.
59 Η ερμηνεία αυτή δεν αναιρείται, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η Ισπανική Κυβέρνηση, για τον λόγο ότι η συγκεκριμένη αποζημίωση καταβάλλεται μετά τη λύση της σχέσεως προσωρινής απασχολήσεως ή ακόμη λόγω του ότι η αποζημίωση αυτή φέρεται να έχει αποκλειστικώς ως αιτία την κήρυξη ολικής μόνιμης ανικανότητας του οικείου προσωρινώς απασχολουμένου προς εργασία και, ως εκ τούτου, τη λύση της σχέσεως εργασίας του.
60 Πράγματι, αφενός, πρέπει να διευκρινισθεί ότι το γεγονός ότι η επίμαχη αποζημίωση καταβάλλεται μετά τη λύση της σχέσεως εργασίας δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να έχει τον χαρακτήρα αμοιβής κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, περίπτωση ii, της οδηγίας 2008/104 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Praxair MRC, C‑486/18, EU:C:2019:379, σκέψη 70).
61 Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι ερμηνεία της έννοιας των «βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης» η οποία θα απέκλειε από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/104 την αποζημίωση που υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης σε προσωρινώς απασχολούμενο, απλώς και μόνον επειδή η συγκεκριμένη αποζημίωση συνδέεται με τη λύση της σχέσεως εργασίας του, θα αντέβαινε τόσο στο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη όσο και στους σκοπούς που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία (πρβλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Luso Temp, C‑426/20, EU:C:2022:373, σκέψεις 39 και 45).
62 Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης εργατικό ατύχημα, το οποίο αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της ολικής μόνιμης ανικανότητας του XXX για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός του, επήλθε «κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής του […] σε έμμεσο εργοδότη», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/104, οπότε δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αποζημίωση που καταβάλλεται λόγω της συγκεκριμένης ανικανότητας οφείλεται αποκλειστικώς στη λύση της σχέσεως εργασίας του XXX.
63 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αποζημίωση που οφείλεται σε προσωρινώς απασχολούμενο λόγω της ολικής μόνιμης ανικανότητάς του για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός του, συνεπεία εργατικού ατυχήματος που συνέβη κατά την παροχή εργασίας στον έμμεσο εργοδότη και είχε ως συνέπεια τη λύση της σχέσεώς του προσωρινής απασχολήσεώς, εμπίπτει στην έννοια των «βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης», κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/104, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας.
Επί του περιεχομένου της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/104
64 Όσον αφορά, κατά δεύτερον, το περιεχόμενο της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/104, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τη διάταξη αυτήν, οι προσωρινώς απασχολούμενοι πρέπει, κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής τους σε έμμεσο εργοδότη, να απολαύουν βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης τουλάχιστον ισότιμων με εκείνους που θα εφαρμόζονταν εάν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απευθείας από τον εν λόγω εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση.
65 Ως εκ τούτου, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να καθορίσει, σε πρώτο στάδιο, τους βασικούς όρους εργασίας και απασχόλησης που θα εφαρμόζονταν στην περίπτωση του εν λόγω προσωρινώς απασχολουμένου εάν αυτός είχε προσληφθεί απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη, προκειμένου να καταλάβει την ίδια θέση με εκείνη που πράγματι κατέχει, τούτο δε για το ίδιο χρονικό διάστημα, και ειδικότερα, εν προκειμένω, την αποζημίωση την οποία θα δικαιούνταν λόγω ολικής μόνιμης ανικανότητας για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός του, η οποία οφείλεται σε εργατικό ατύχημα και έχει ως συνέπεια τη λύση της σχέσεως εργασίας του. Σε δεύτερο στάδιο, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να συγκρίνει τους εν λόγω βασικούς όρους εργασίας και απασχόλησης με τους πράγματι ισχύοντες στην περίπτωση του συγκεκριμένου προσωρινώς απασχολουμένου κατά τη διάρκεια της τοποθετήσεώς του στον εν λόγω έμμεσο εργοδότη, τούτο δε προκειμένου να διακριβωθεί, βάσει του συνόλου των κρίσιμων στην υπόθεση της κύριας δίκης περιστάσεων, αν τηρήθηκε ή όχι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως έναντι του εν λόγω προσωρινώς απασχολουμένου (πρβλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Luso Temp, C‑426/20, EU:C:2022:373, σκέψη 50).
66 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της εκ μέρους του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) ερμηνείας του άρθρου 11 του νόμου 14/1994, οι προσωρινώς απασχολούμενοι μπορούν να αξιώσουν, σε περίπτωση ολικής μόνιμης ανικανότητας για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός τους, μόνον αποζημίωση βάσει του άρθρου 42 της συλλογικής συμβάσεως προσωρινής απασχολήσεως, η οποία είναι χαμηλότερη από την αποζημίωση την οποία δικαιούνται οι εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη βάσει του άρθρου 31 της συλλογικής συμβάσεως του κλάδου μεταφορών. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, ο XXX, ως προσωρινώς απασχολούμενος, δικαιούται αποζημίωση ύψους 10 500 ευρώ βάσει της πρώτης από τις συλλογικές αυτές συμβάσεις, ενώ, αν είχε προσληφθεί απευθείας από τη Serveo Servicios, θα δικαιούνταν αποζημίωση ύψους 60 101,21 ευρώ βάσει της δεύτερης από τις ως άνω συλλογικές συμβάσεις.
67 Αν το αιτούν δικαστήριο εξακριβώσει ότι πράγματι τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αντιθέτως προς όσα προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/104, ο XXX δεν απέλαυε, κατά τη διάρκεια της τοποθετήσεώς του στη Serveo Servicios, βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης που είναι τουλάχιστον ισότιμοι με εκείνους που θα εφαρμόζονταν στην περίπτωση απευθείας προσλήψεώς του από τον έμμεσο εργοδότη προκειμένου να καταλάβει την ίδια θέση εργασίας κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.
68 Παρατηρείται συναφώς ότι, μολονότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, βάσει του άρθρου 5, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2008/104, να προβλέπουν, υπό ορισμένες συγκεκριμένες προϋποθέσεις, παρεκκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η απόφαση περί παραπομπής και η δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν περιέχουν καμία πληροφορία σχετική με ενδεχόμενη εφαρμογή κάποιας εκ των παρεκκλίσεων αυτών στην Ισπανία.
69 Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι, βεβαίως, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104, οι κοινωνικοί εταίροι έχουν τη δυνατότητα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις με τις οποίες θεσπίζονται, όσον αφορά τους όρους εργασίας και απασχολήσεως των προσωρινώς απασχολουμένων, διατάξεις που ενδέχεται να διαφέρουν από εκείνες της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου, οι συγκεκριμένες συμβάσεις πρέπει, πάντως, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη παράγραφο 3, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 της οδηγίας, να διασφαλίζουν το γενικό επίπεδο προστασίας των προσωρινώς απασχολουμένων.
70 Η υποχρέωση, όμως, διασφαλίσεως του γενικού επιπέδου προστασίας των προσωρινώς απασχολουμένων επιτάσσει, μεταξύ άλλων, να παρέχονται στους προσωρινώς απασχολουμένους πλεονεκτήματα όσον αφορά τους βασικούς όρους εργασίας και απασχολήσεως, ικανά να αντισταθμίσουν τη διαφορετική μεταχείριση που υφίστανται οι εν λόγω εργαζόμενοι, η δε τήρηση της υποχρεώσεως αυτής πρέπει να εκτιμάται κατά τρόπο συγκεκριμένο (πρβλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2022, TimePartner Personalmanagement, C‑311/21, EU:C:2022:983, σκέψεις 44 και 50). Επομένως, προκειμένου να είναι δυνατή παρέκκλιση της συλλογικής συμβάσεως προσωρινής απασχολήσεως από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως την οποία καθιερώνει το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/104, απαιτείται η συγκεκριμένη συλλογική σύμβαση να καθιστά δυνατή τη διασφάλιση στον XXX μιας τέτοιας συνολικής προστασίας χορηγώντας του, όσον αφορά τους βασικούς όρους εργασίας και απασχολήσεως, οφέλη που να αντισταθμίζουν τα αποτελέσματα της διαφορετικής μεταχειρίσεως την οποία υφίσταται.
71 Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς ανακύπτουσας αποκλειστικώς μεταξύ ιδιωτών υποχρεούται, όταν εφαρμόζει τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου που έχουν θεσπισθεί με σκοπό τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη των υποχρεώσεων που προβλέπει μια οδηγία, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των κανόνων του εθνικού δικαίου και να τους ερμηνεύει, κατά το μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού της οδηγίας, προκειμένου να καταλήξει σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει, αποκλειομένης, πάντως, της contra legem ερμηνείας του εθνικού δικαίου (πρβλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Luso Temp, C‑426/20, EU:C:2022:373, σκέψεις 56 και 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
72 Ως εκ τούτου, σε περίπτωση κατά την οποία το αιτούν δικαστήριο αποφανθεί ότι ο XXX θα δικαιούνταν την αποζημίωση που ζητεί βάσει του άρθρου 31 της συλλογικής συμβάσεως του κλάδου μεταφορών αν είχε προσληφθεί απευθείας από τη Serveo Servicios, στο εν λόγω δικαστήριο απόκειται, μεταξύ άλλων, να διακριβώσει αν το άρθρο 11 του νόμου 14/1994 επιδέχεται ερμηνεία σύμφωνη προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 2008/104, ήτοι ερμηνεία διαφορετική από εκείνη που θα είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί ο XXX την εν λόγω αποζημίωση και θα ήταν αντίθετη προς το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, όπως προκύπτει από τη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως.
73 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/104, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή ερμηνεύεται από την εθνική νομολογία, βάσει της οποίας η αποζημίωση την οποία μπορούν να αξιώσουν οι προσωρινώς απασχολούμενοι λόγω ολικής μόνιμης ανικανότητας για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός τους, συνεπεία εργατικού ατυχήματος που συνέβη κατά την παροχή εργασίας στον έμμεσο εργοδότη και είχε ως συνέπεια τη λύση της σχέσεώς τους προσωρινής απασχολήσεως, είναι χαμηλότερη εκείνης την οποία θα μπορούσαν να αξιώσουν οι εργαζόμενοι αυτοί στην ίδια περίπτωση και για τον ίδιο λόγο, αν είχαν προσληφθεί απευθείας από τον συγκεκριμένο έμμεσο εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση εργασίας κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
74 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/104/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, περί της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο της 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ,
έχει την έννοια ότι:
αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή ερμηνεύεται από την εθνική νομολογία, βάσει της οποίας η αποζημίωση την οποία μπορούν να αξιώσουν οι προσωρινώς απασχολούμενοι λόγω ολικής μόνιμης ανικανότητας για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός τους, συνεπεία εργατικού ατυχήματος που συνέβη κατά την παροχή εργασίας στον έμμεσο εργοδότη και είχε ως συνέπεια τη λύση της σχέσεώς τους προσωρινής απασχολήσεως, είναι χαμηλότερη εκείνης την οποία θα μπορούσαν να αξιώσουν οι εργαζόμενοι αυτοί στην ίδια περίπτωση και για τον ίδιο λόγο, αν είχαν προσληφθεί απευθείας από τον συγκεκριμένο έμμεσο εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση εργασίας κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.
(υπογραφές)