ΑΠΟΦΑΣΗ
Krátky κατά Σλοβακίας της 15.02.2024 (αριθ. προσφ. 35025/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του προσφεύγοντος, όταν στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά συγκατηγορουμένου του, έγινε αναφορά στο πλήρες όνομά του.
Συγκεκριμένα, ο συγκατηγορούμενος έκανε συμφωνία συμβιβασμού με την Εισαγγελία και τελικά κρίθηκε ένοχος για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και για παρασκευή και διακίνηση ναρκωτικών. Κατά την ανάγνωση της απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση, ο δικαστής ανέγνωσε το πλήρες όνομα του προσφεύγοντος, το οποίο στη συνέχεια διόρθωσε αντικαθιστώντας το με τα αρχικά του. Ο προσφεύγων καταδικάστηκε από το ποινικό δικαστήριο για τα ίδια ως άνω αδικήματα.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόφαση που ενέκρινε τη συμφωνία διαπραγμάτευσης ενός από τους συγκατηγορούμενους του προσφεύγοντος (και η ίδια η συμφωνία) περιείχε λεπτομερείς αναφορές των σχετικών αδικημάτων, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του προσφεύγοντος σε αυτά ως έναν από τους δράστες και αρχηγούς της εγκληματικής οργάνωσης. Το ονοματεπώνυμο του προσφεύγοντος αναφερόταν επίσης στη συμφωνία συμβιβασμού. Το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι η μεταγενέστερη χρήση των αρχικών του ονόματός του δεν εξαλείφει την εντύπωση ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει τα εγκλήματα που περιγράφονται στην απόφαση και μάλιστα σε δημόσια συνεδρίαση παρουσία των ΜΜΕ. Συνολικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι στην παρούσα υπόθεση οι προσβαλλόμενες δηλώσεις δεν περιορίστηκαν στην περιγραφή μιας «κατάστασης υποψίας» κατά του προσφεύγοντος, αλλά τον παρουσίασαν ως πρόσωπο που είχε διαπράξει ποινικά αδικήματα.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας (άρθρο 6 § 2 ΕΣΔΑ) και επιδίκασε 7.800 ευρώ για ηθική βλάβη και σχεδόν 3.000 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 παρ. 2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Εναντίον του προσφεύγοντος ασκήθηκε ποινική δίωξη για διάφορα αδικήματα, ιδίως για οργάνωση και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης και για συμμετοχή σε διακίνηση ναρκωτικών. Ο προσφεύγων συνελήφθη μαζί με συναυτουργούς.
Στις 8 Ιανουαρίου 2019 το ποινικό δικαστήριο ενέκρινε συμφωνία συμβιβασμού μεταξύ της Εισαγγελίας και ενός εκ των συγκατηγορουμένων, του V.N., και έκρινε τον τελευταίο ένοχο για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και για παρασκευή και διακίνηση ναρκωτικών.
Η συμφωνία συμβιβασμού περιείχε παρόμοια περιγραφή των πραγματικών περιστατικών και το πλήρες όνομα του προσφεύγοντος.
Ο δικαστής ανέγνωσε την απόφαση σε δημόσια συνεδρίαση παρουσία των ΜΜΕ. Χρησιμοποίησε το πλήρες όνομα του προσφεύγοντος, αλλά στη συνέχεια διόρθωσε, δηλώνοντας ότι το πλήρες όνομα του προσφεύγοντος θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τα αρχικά του.
Στις 31 Οκτωβρίου 2019 ο προσφεύγων άσκησε συνταγματική προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο στις 28 Απριλίου 2020 ως αβάσιμη. Τόνισε ότι, ενώ ο δικαστής είχε πράγματι αναφερθεί στο πλήρες όνομα του προσφεύγοντος, στη συνέχεια όμως διόρθωσε τον εαυτό του.
Στις 25 Σεπτεμβρίου 2020 το ποινικό δικαστήριο καταδίκασε τον προσφεύγοντα για διάφορα αδικήματα, μεταξύ των οποίων η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και η διακίνηση ναρκωτικών. Στη συνέχεια απορρίφθηκαν τα ασκηθέντα ένδικα μέσα.
Ο προσφεύγων κατήγγειλε βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 ότι η διατύπωση της απόφασης που αφορούσε συγκατηγορούμενο παραβίαζε το δικαίωμα του τεκμηρίου της αθωότητάς του.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι αναφέρθηκε ως εγκληματίας ενώπιον του κοινού, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων, και ως εκ τούτου παραβιάστηκε το δικαίωμά του στο τεκμήριο αθωότητας. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στην απόφαση κατά του συγκατηγορουμένου του προσφεύγοντος δεν παραβίασε την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας και τόνισε ότι ο δικαστής, κατά την ανάγνωση της απόφασης, ανέφερε ολόκληρο το όνομα του προσφεύγοντος, αλλά στη συνέχεια το διόρθωσε.
Κατά το ΕΔΔΑ το ερώτημα εν προκειμένω ήταν κατά πόσον η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας μπορούσε να παραβιαστεί από δηλώσεις που έκανε ο δικαστής σε δημόσια συνεδρίαση παρουσία των ΜΜΕ, όταν οι δηλώσεις αυτές περιλαμβάνονταν σε απόφαση που αφορούσε συγκατηγορούμενο. Το καθήκον του Δικαστηρίου ήταν να διαπιστώσει αν, σε μια τέτοια κατάσταση, έγιναν σεβαστά τα δικαιώματα του προσφεύγοντος που απορρέουν από το άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ.
Οι γενικές αρχές σχετικά με το τεκμήριο αθωότητας έχουν συνοψιστεί στις αποφάσεις Lavents κατά Λετονίας της 28.11.2002 (αριθ. προσφ. 58442/00 § 125), Nešťák κατά Σλοβακίας της 27.02.2007 (αριθ. προσφ. 65559/01 § 88), Karaman κατά Γερμανίας της 27.02.2014 (αριθ. προσφ. 17103/10, § 41) και Mucha κατά Σλοβακίας της 25.11.2021 (αριθ. προσφ. 63703/19, §§ 57-58).
Στην παρούσα υπόθεση, η απόφαση που ενέκρινε τη συμφωνία διαπραγμάτευσης ενός από τους συγκατηγορούμενους του προσφεύγοντος (και η ίδια η συμφωνία) περιείχε λεπτομερείς αναφορές των σχετικών αδικημάτων, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του προσφεύγοντος σε αυτά ως ένας από τους δράστες και τους αρχηγούς της εγκληματικής οργάνωσης. Η κρίση αυτή, η οποία βασιζόταν στην περιγραφή των εν λόγω εγκληματικών ενεργειών, συμπεριλαμβανομένης μιας ακριβούς πραγματικής περιγραφής του ρόλου του προσφεύγοντος, ήταν ικανή να εγείρει ανησυχίες ως προς την προκατάληψη του ζητήματος κατά πόσον ο ίδιος ο προσφεύγων πληρούσε όλα τα κριτήρια που απαιτούνται για να θεωρηθεί ότι διέπραξε τις αξιόποινες πράξεις. Η αναφορά στον προσφεύγοντα και στις πράξεις του με τέτοιο τρόπο μπορεί καταρχήν να εμπλέξει την προστασία του δικαιώματός του στο τεκμήριο της αθωότητας (Mucha κατά Σλοβακίας της 25.11.2021, αριθ. προσφ. 63703/19, §§ 55-56).
Λαμβανομένου υπόψη του σχετιζόμενου με το οργανωμένο έγκλημα χαρακτήρα των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούνταν ο συγκατηγορούμενος του προσφεύγοντος, και δεδομένου ότι το αδίκημα της σύστασης, διεύθυνσης και υποστήριξης εγκληματικής οργάνωσης από τη φύση του θα μπορούσε να διαπραχθεί μόνο από κοινού με άλλους, φαίνεται ότι ήταν απαραίτητη για την εκτίμηση της υπόθεσης η αναφορά, κατά την πραγματική περιγραφή των εγκληματικών πράξεων, σε τρίτους.
Στην απόφαση, ο προσφεύγων περιγράφεται καθ’ όλη τη διάρκεια ως «κατηγορούμενο» πρόσωπο. Συνεπώς, το δικαστήριο φαίνεται ότι χρησιμοποίησε τις προσβαλλόμενες δηλώσεις όχι για να κηρύξει ένοχο τον προσφεύγοντα, αλλά για να τεκμηριώσει την απόφασή του κατά του συνυπαιτίου του. Ωστόσο, η έλλειψη πρόθεσης παραβίασης του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας δεν μπορούσε να αποκλείσει την παραβίαση του άρθρου 6 § 2 της Σύμβασης (βλ. Avaz Zeynalov κατά Αζερμπαϊτζάν της 22.04.2021, αριθ. προσφ. 37816/12 και 25260/14, § 69).
Ταυτόχρονα, ο δικαστής αποκάλεσε ρητά τον προσφεύγοντα μέλος εγκληματικής οργάνωσης που ασκούσε εγκληματικές δραστηριότητες, σε όλη τη διάρκεια της απόφασης. Το ονοματεπώνυμο του προσφεύγοντος αναφερόταν επίσης στη συμφωνία συμβιβασμού. Ο δικαστής δεν έκανε καμία αναφορά, στο κείμενο που διαβάστηκε και εκδόθηκε μετά την ακροαματική διαδικασία, στο γεγονός ότι ο προσφεύγων διώκεται «χωριστά» ή ότι το μόνο μέλημα του δικαστηρίου ήταν η αξιολόγηση της ποινικής ευθύνης του συγκατηγορουμένου του στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας. Στη γραπτή εκδοχή της απόφασης, ο δικαστής έδωσε το πλήρες όνομα του προσφεύγοντος στην αρχή. Η μεταγενέστερη χρήση των αρχικών του ονόματός του δεν εξάλειψε την εντύπωση ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει τα εγκλήματα που περιγράφονταν στην απόφαση.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε από το γεγονός ότι ο δικαστής ανέγνωσε την απόφαση σε δημόσια συνεδρίαση παρουσία των ΜΜΕ. Ο δικαστής ανέφερε αρχικά το πλήρες όνομα του προσφεύγοντος, αλλά στη συνέχεια παρατήρησε ότι θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τα αρχικά του. Ωστόσο, ακόμη και μετά αυτή τη διόρθωση, το κοινό εξακολουθούσε να γνωρίζει σε ποιον ανήκαν τα αρχικά αυτά.
Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει σε παρόμοια περίπτωση – όσον αφορά το επίπεδο λεπτομέρειας που περιέχεται στις αναφορές σε αποφάσεις κατά συγκατηγορουμένων του προσφεύγοντος σε έναν άλλο κοινό δράστη με ιδιαίτερη θέση στη συμμορία και ρόλο στις συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις που αποτέλεσαν αιτία για τη δίωξη – ότι ήταν αμφίβολο αν ήταν απαραίτητο να προσδιοριστεί ο προσφεύγων ατομικά σε μια τέτοια κατάσταση.
Οι δηλώσεις που γίνονται από δικαστές υπόκεινται σε αυστηρότερο έλεγχο από εκείνες που γίνονται από άλλες αρχές (βλ. Pandy κατά Βελγίου της 21.09.2006, αριθ. προσφ. 13583/02, § 43). Το Δικαστήριο έκρινε ότι στην παρούσα υπόθεση οι προσβαλλόμενες δηλώσεις δεν περιορίστηκαν στην περιγραφή μιας «κατάστασης υποψίας» κατά του προσφεύγοντος, αλλά τον παρουσίασαν ως πρόσωπο που είχε διαπράξει τα ποινικά αδικήματα. Ως εκ τούτου, ο συνολικός τρόπος και το πλαίσιο στο οποίο έγιναν οι δηλώσεις/αναφορές δεν άφηναν σχεδόν καμία αμφιβολία ότι ο προσφεύγων διέπραξε τα αναφερθέντα ποινικά αδικήματα (βλ. Maksim Savov κατά Βουλγαρίας της 13.10.2020, αριθ. προσφ. 28143/10, § 73 και Avaz Zeynalov, ό.π., § 70).
Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι τα δικαστήρια έκαναν κάποια μεταγενέστερη προσπάθεια να διορθώσουν το επίμαχο ελάττωμα (βλ. Avaz Zeynalov, ό.π., σκέψη 71).
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του άρθρου 6 § 2 της Σύμβασης.
Δίκαιη Ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 7.800 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.938 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).