ΑΠΟΦΑΣΗ
Ugulava κατά Γεωργίας (αριθ. 2) της 01.02.2024 (αρ. προσφ. 22431/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Τον Δεκέμβριο του 2013 ο προσφεύγων, πολιτικό πρόσωπο, που εκείνη την χρονική περίοδο εκτελούσε χρέη δημάρχου Τιφλίδας, κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση.
Τον Ιανουάριο του 2019 δύο εισαγγελείς της Γενικής Εισαγγελίας άσκησαν αναίρεση κατά της εφετειακής απόφασης στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση με την οποία ζητούσε την εξαίρεση του δικαστή Sh.T. από τον ορισθέντα σχηματισμό για τον λόγο ότι είχε διατελέσει Γενικός Εισαγγελέας όταν η υπόθεση του προσφεύγοντος είχε εξεταστεί από το εφετείο και η αναίρεση είχε συνταχθεί από τη Γενική Εισαγγελία.
Τον Φεβρουάριο του 2020 το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, συνεδριάζοντας σε σύνθεση δύο δικαστών χωρίς τη συμμετοχή του δικαστή Sh.T., απέρριψε το αίτημα εξαίρεσης ως αβάσιμο. Την ίδια ημερομηνία, η ίδια σύνθεση του Ποινικού Τμήματος του ΑΠ με τη συμμετοχή του δικαστή Sh.T., τροποποίησε τον χαρακτηρισμό του αδικήματος και καταδίκασε τον προσφεύγοντα για υπεξαίρεση αυξάνοντας την ποινή του σε εννέα έτη φυλάκισης.
Το Δικαστήριο έκρινε, ότι τουλάχιστον ο Sh.T. θα πρέπει να ήταν γνώστης, όταν ήταν Γενικός Εισαγγελέας, των εσωτερικών πληροφοριών σχετικά με τη στρατηγική της εισαγγελίας για τον χειρισμό της ποινικής διαδικασίας κατά του προσφεύγοντος και για την άσκηση αναίρεσης εναντίον του.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σημασία της διασφάλισης της αντικειμενικής αμεροληψίας και, ως εκ τούτου, της εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ειδικές περιστάσεις, ιδίως την ύψιστη πολιτική ευαισθησία της δίκης, σε συνδυασμό με τον ρόλο και την εξουσία του πρώην Γενικού Εισαγγελέα στους υφισταμένους του εισαγγελείς και την συμμετοχή του στην σύνθεση του ανωτάτου δικαστηρίου που εξέτασε την υπόθεση του προσφεύγοντος, τα στοιχεία ήταν αρκετά για να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αντικειμενική αμεροληψία του αναιρετικού δικαστηρίου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της αντικειμενικής αμεροληψίας του ΑΠ, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του ΕΔΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 § 1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Τον Δεκέμβριο του 2013 ο προσφεύγων, πολιτικό πρόσωπο το οποίο εκείνη την εποχή εκτελούσε χρέη δημάρχου της Τιφλίδας, κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση. Η έρευνα διεξήχθη από την ανακριτική μονάδα της Γενικής Εισαγγελίας (η οποία στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Γενική Εισαγγελία). Τον Φεβρουάριο του 2018 η εν λόγω κατηγορία δικάστηκε σε πρώτο βαθμό και ο προσφεύγων καταδικάστηκε για υπέρβαση των υπηρεσιακών αρμοδιοτήτων – καταδίκη που επικυρώθηκε στην έφεση. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ένα έτους, τριων μηνών και 22 ημερών. Τον Ιανουάριο του 2019 δύο εισαγγελείς της ανακριτικής μονάδας της Γενικής Εισαγγελίας άσκησαν αναίρεση στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της εφετειακής απόφασης. Η υπόθεση ανατέθηκε σε Τριμελές Τμήμα του ΑΠ, συμπεριλαμβανομένου του δικαστή Sh.T.
Ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση με την οποία ζητούσε την εξαίρεση του δικαστή Sh.T. από τον ορισθέντα δικαστικό αναιρετικό σχηματισμό για τον λόγο ότι είχε διατελέσει Γενικός Εισαγγελέας όταν η υπόθεση του προσφεύγοντος είχε εξεταστεί από το εφετείο και η αναίρεση είχε συνταχθεί από υφισταμένους του εισαγγελείς της Γενικής Εισαγγελίας.
Τον Φεβρουάριο του 2020 το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, συνεδριάζοντας σε σύνθεση δύο δικαστών χωρίς τη συμμετοχή του δικαστή Sh.T., απέρριψε το αίτημα εξαίρεσης ως αβάσιμο. Την ίδια ημερομηνία, η ίδια σύνθεση του Ποινικού Τμήματος του ΑΠ με τη συμμετοχή του δικαστή Sh.T., τροποποίησε τον χαρακτηρισμό του αδικήματος, καταδίκασε τον προσφεύγοντα για υπεξαίρεση και αύξησε την ποινή του σε εννέα έτη φυλάκισης (στη συνέχεια μειώθηκε σε τρία έτη, δύο μήνες και οκτώ ημέρες).
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, δεν είχε αποδειχθεί ούτε είχε υποστηριχθεί ότι ο δικαστής Sh.T. διατηρούσε ή εξέφραζε προσωπικές πεποιθήσεις που θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την υποκειμενική αμεροληψία του. Όσον αφορά το αντικειμενικό κριτήριο, ο προσφεύγων δεν είχε προσκομίσει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο δικαστής Sh.T. είχε πράγματι διαδραματίσει διπλό ρόλο στην ποινική διαδικασία που διεξήχθη εναντίον του. Επιπλέον, το γεγονός και μόνο ότι ένας δικαστής ήταν κάποτε μέλος της εισαγγελίας δεν αποτελούσε λόγο να φοβάται κανείς ότι δεν θα ενεργούσε με αμεροληψία. Ταυτόχρονα, ο Sh.T. ήταν επικεφαλής της εισαγγελίας της χώρας όταν η υπόθεση του προσφεύγοντος είχε εξεταστεί από το εφετείο και όταν είχε ληφθεί η απόφαση από το ανακριτικό τμήμα της Γενικής Εισαγγελίας για την άσκηση αναίρεσης. Ο Sh.T. βρισκόταν έτσι στην κορυφή μιας δομής που φαινόταν να είναι ιεραρχική, με όλους τους εισαγγελείς να υπάγονται σε αυτόν. Επιπλέον, σύμφωνα με τον εισαγγελικό νόμο, μπορούσε να δώσει οδηγίες σε οποιονδήποτε από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου του πρώτου αναπληρωτή του, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη συνολική εποπτεία της ανακριτικής μονάδας που είχε αναλάβει την υπόθεση του προσφεύγοντος και ζητούσε επικαιροποιημένες πληροφορίες από τους υφιστάμενους εισαγγελείς σχετικά με την πρόοδο της υπόθεσης.
Το Δικαστήριο έκρινε, λαμβάνοντας υπόψη τον ρόλο και τις εκτεταμένες εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία και σημειώνοντας το πολιτικά ευαίσθητο πλαίσιο στο οποίο διεξήχθη η υψηλού προφίλ δίκη του προσφεύγοντος, ότι τουλάχιστον ο Sh.T. θα πρέπει να ήταν γνώστης, όταν ήταν Γενικός Εισαγγελέας, των εσωτερικών πληροφοριών σχετικά με τη στρατηγική της εισαγγελίας για τον χειρισμό της ποινικής διαδικασίας που διεξήχθη κατά του προσφεύγοντος. Αυτή η πραγματικότητα θα πρέπει να ήταν προφανής σε έναν εξωτερικό αντικειμενικό παρατηρητή. Επομένως, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, υπήρχαν γεγονότα που θα μπορούσαν να εγείρουν αντικειμενικά δικαιολογημένες αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του δικαστή Sh.T. Η απόφαση να ασκηθεί αναίρεση, η οποία είχε τελικά οδηγήσει στη νομική ανακατάταξη των πράξεων του προσφεύγοντος και στην αύξηση της ποινής φυλάκισής του, είχε ληφθεί από τη Γενική Εισαγγελία κατά τη διάρκεια της θητείας του Sh.T. ως Γενικού Εισαγγελέα.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σημασία της διασφάλισης της αντικειμενικής αμεροληψίας και, ως εκ τούτου, της εμπιστοσύνης στο σύστημα δικαιοσύνης. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ειδικές περιστάσεις, ιδίως την ύψιστη πολιτική ευαισθησία της δίκης του προσφεύγοντος, σε συνδυασμό με τον ρόλο και την εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα εντός της εισαγγελίας της Γεωργίας και την συμμετοχή του πρώην Γενικού Εισαγγελέα στην έδρα των δικαστών που εξέτασαν την υπόθεση του προσφεύγοντος, τα στοιχεία ήταν αρκετά για να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αντικειμενική αμεροληψία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την απόφαση επί της αναίρεσης που εκδικάστηκε.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της αντικειμενικής αμεροληψίας του ανωτάτου δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.