ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας, ανώνυμης εταιρείας ………………., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Χαράλαμπου Ζησιμάτου.
Της εφεσίβλητης, …………………, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Χρήστου Μπούρα.
Η αιτούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25-7-2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………../31-7-2019) αίτησή της, η οποία ζήτησε να γίνει δεκτή.
Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 460/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία αυτή έγινε δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν.
Η καθ’ής η αίτηση προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 22-5-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../1-6-2020) έφεσή της, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στις 10-10-2020 και μετ’αναβολήν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 495 § 3, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο- προστεθείσα με το άρθρο 12 § 2 ν.4055/2012 και τροποποιηθείσα με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος, κατά το άρθρο ένατο § 2 αυτού, από 1-1-2016, όπως τα προβλεπόμενα σε αυτήν ποσά αναπροσαρμόστηκαν με το άρθρο 35 § 2 του ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α 240/22-12-2016), με έναρξη ισχύος από 23-1-2017, κατ’άρθρο 45 αυτού-προς εκείνη του άρθρου 532 του ΚΠολΔ, κατά την οποία «Αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως αν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως», προκύπτει ότι εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης υποχρεούται να καταθέσει το προβλεπόμενο παράβολο, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, καθώς και ότι σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτο. Με βάση τα ανωτέρω, η κατάθεση του παραβόλου συνιστά τυπική προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης (ΑΠ 483/2020, ΑΠ 995/2020, ΕφΠειρ 85/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Όμως, εφόσον ορίζεται ότι το απαράδεκτο γεννάται «αν δεν κατατεθεί το παράβολο» και όχι αν αυτό δεν κατατεθεί εμπροθέσμως, η κατάθεση αυτού μετά την άσκηση της έφεσης και πριν από τη συζήτησή της δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο αυτής (ΑΠ 995/2020, όπ, ΑΠ 341/2015, ΕΠολΔ 2015.2020, ΕφΠειρ 85/2018, όπ, ΕφΘεσ 779/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 629/2017 ΕλλΔνη 2017.860). Η θέσπιση παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου, αποσκοπεί στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και στην ταχεία και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, δια της περιστολής της προπετούς ασκήσεως αβασίμων ενδίκων μέσων, κυρίως εφέσεως και αναιρέσεως, χωρίς να θίγεται το ατομικό δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη, αφού το ύψος του καταβλητέου ποσού, και υπό την παρούσα οικονομική συγκυρία, δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο και σε περίπτωση νίκης (ολικής ή μερικής) επιστρέφεται στον καταθέσαντα διάδικο, σε κάθε περίπτωση δε, η οικονομική αδυναμία καταβολής του, μπορεί να αντιμετωπισθεί με το θεσμό του ευεργετήματος της πενίας (άρθρο 194 του ΚΠολΔ). Έτσι, με τη ρύθμιση αυτή δεν παραβιάζονται: α) Οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος καθώς και αυτής του άρθρου 6 παρ. 1 της από 4-11-1950 Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης «για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών», η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 531/1974, που προστατεύουν το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο, καθόσον το Σύνταγμα ή η ΕΣΔΑ δεν υποχρεώνει την θέσπιση ένδικων μέσων ή την καθιέρωση πλειόνων βαθμών δικαιοδοσίας. Σημειώνεται ότι, η διάταξη του άρθρου 2 του Εβδόμου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προβλέπει το δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο, αναφέρεται, αποκλειστικά, σε ποινικές καταδίκες και, επομένως, ούτε από αυτή απορρέει υποχρέωση του Εθνικού Νομοθέτη να θεσπίζει ένδικα μέσα ή πλείονες βαθμούς δικαιοδοσίας στις λοιπές (πλην καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων) υποθέσεις. Και, β) η Συνταγματική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 καθώς και η προαναφερθείσα του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, με τις οποίες προστατεύεται η αρχή της ισότητας, έκφανση της οποίας αποτελεί η δικονομική ισότητα των διαδίκων, διότι, ως ανεφέρθη, η οικονομική αδυναμία του διαδίκου, να καταβάλει το υπόψη παράβολο, μπορεί να αντιμετωπισθεί με το θεσμό του ευεργετήματος πενίας και, έτσι δεν τίθεται ζήτημα άνισης μεταχείρισης του οικονομικά ασθενέστερου διαδίκου έναντι του οικονομικά εύρωστου, ενώ η ευνοϊκή διάκριση υπέρ του Δημοσίου και άλλων ΝΠΔΔ, που δυνάμει ειδικών νόμων, απαλλάσσονται από την καταβολή του δικαιολογείται από τον εξυπηρετούμενο, με αυτή, σκοπό γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στην εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των δικαστηρίων και την κάλυψη της ανάγκης αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης [ΑΠ 995/2020, ΕφΠειρ 85/2018 ό.π, ΕφΠατρ(Μον) 396/2021, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Τέλος, η θέσπιση της επίμαχης ρύθμισης δεν υπερβαίνει τα όρια πέρα από τα οποία η εφαρμογή της ισοδυναμεί με κατάλυση, άμεση ή έμμεση, των προαναφερθέντων ατομικών δικαιωμάτων, ήτοι της προσφυγής στο δικαστήριο και της ίσης μεταχείρισης (ΕφΠειρ 85/2018 ό.π). Εξάλλου, στο τελευταίο εδάφιο της διάταξης του άρθρου 495 § 3 του ΚΠολΔ, εισάγεται εξαίρεση από την υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου, στις διαφορές των άρθρων 614 αρ.3 και 5 και 592 αρ.1 και 3 του ΚΠολΔ, ήτοι τις εργατικές διαφορές, τις διαφορές από αμοιβές δικηγόρων, συμβολαιογράφων, διαιτητών κλπ, τις γαμικές διαφορές και τις λοιπές οικογενειακές διαφορές, που αφορούν τον καθορισμό, τη μείωση ή την αύξηση της συνεισφοράς καθενός συζύγου για τις ανάγκες της οικογένειας κα, αντίστοιχα, ενώ παράλληλα, στη διάταξη του άρθρου 937 § 3 του ίδιου Κώδικα, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 19 παρ.2 Ν. 4055/2012, και αντικαταστάθηκε με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του ν.4335/2015, ορίζεται ότι στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση, για την εκδίκαση των ανακοπών, εφαρμόζονται οι διατάξεις της διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ του ίδιου κώδικα. Επομένως, η τελευταία αυτή διάταξη αφορά ειδικώς στις ανακοπές, σε δίκες περί την εκτέλεση και όχι γενικώς δίκες περί την εκτέλεση, όπως εκείνη του άρθρου 1034 του ΚΠολΔ, που αφορά στην αναγκαστική διαχείριση ακινήτου ή επιχείρησης του οφειλέτη, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης επί χρηματικής απαίτησης, και ρητά προβλέπει ότι τόσο η αίτηση όσο και η έφεση, κατά της απόφασης που δέχεται ή απορρίπτει αυτήν, δικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων Συνεπώς, για το παραδεκτό της έφεσης που δέχεται αίτηση περί θέσεως επιχείρησης του οφειλέτη σε αναγκαστική διαχείριση, προς ικανοποίηση απαιτήσεως, έστω και αν αυτή πηγάζει από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, αφού δεν εμπίπτει στις προβλεπόμενες εξαιρέσεις.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 22-5-2020 έφεση της καθ’ής η αίτηση, που ηττήθηκε ολικώς στην πρωτοβάθμια δίκη, προσβάλλεται η υπ’ αριθ. 460/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, και έκανε εξ ολοκλήρου δεκτή την από 25-7-2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/31-7-2019) αίτηση της αιτούσας κατ’αυτής, περί θέσεώς της υπό αναγκαστική διαχείριση, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Όπως, όμως, προκύπτει από τη σχετική (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/1-6-2020) έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, τη συνημμένη στο επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης που υπάρχει στη δικογραφία, το δικόγραφο αυτής (έφεσης) κατατέθηκε την 1-6-2020, χωρίς παράλληλα να κατατεθεί το νόμιμο παράβολο των εκατό (100) ευρώ, το οποίο απαιτείτο κατά τον ως άνω, κρίσιμο για την προκειμένη υπόθεση, χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 3 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε, κατά τα άνω. Αντιθέτως, υπάρχει χειρόγραφη δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας και καταθέτοντος το δικόγραφο της έφεσης, στο οποίο αυτή επισυνάπτεται, με την οποία ο ίδιος δηλώνει ότι δεν υποχρεούται στην έκδοση παραβόλου, εκ του λόγου ότι η εκκαλουμένη αφορά αναγκαστική εκτέλεση απόφασης εργατικών διαφορών. Ούτε, εξάλλου, προκύπτει, από τα προσκομισθέντα με επίκληση από την εκκαλούσα έγγραφα, ότι μέχρι τον κρίσιμο χρόνο συζήτησης της έφεσης (7-10-2021), που είναι το απώτατο, για το παραδεκτό αυτής, χρονικό σημείο κατάθεσης του νόμιμου παραβόλου, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προηγείται, έλαβε χώρα τέτοια κατάθεση, ενώ δεν γίνεται και σχετική αναφορά για κατάθεση τέτοιου ύψους παράβολου στις κατατεθείσες στις 7-10-2021, κατά τη συζήτηση της έφεσης, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, έγγραφες προτάσεις της (σχετ η από 7-10-2021 πράξη κατάθεσης της αρμόδιας γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου, παρά πόδα των προτάσεών της). Κατόπιν αυτών, εφόσον η κρινόμενη έφεση (που αφορά σε διαφορά μη υπαγόμενη στις εξαιρέσεις του άρθρου 495 § 3 του ΚΠολΔ) ασκήθηκε από την εκκαλούσα, χωρίς κατάθεση παραβόλου, λείπει μία από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην παραπάνω νομική σκέψη και, για τον λόγο αυτό, η έφεση είναι απαράδεκτη και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί.
Εξάλλου και η ως άνω αξία του παραβόλου (100 ευρώ), η καταβολή του οποίου είναι προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, σε συνάρτηση με το ίδιο το ένδικο μέσο της έφεσης της εκκαλούσας, δεν προσβάλει το δικαίωμα πρόσβασής της στο δικαστήριο, ούτε παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, λαμβανομένου υπόψη και του ότι, όπως προβλέπεται στην ίδια αυτή διάταξη, σε περίπτωση (ολικής ή μερικής) νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο, με την απόφασή του, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σ’ αυτόν. Ακόμη, πρέπει να αναφερθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 227 του ΚΠολΔ περί συμπλήρωσης τυπικών παραλείψεων που μπορούν να αναπληρωθούν. Και τούτο, γιατί, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, στις τυπικές παραλείψεις, οι οποίες μπορούν να καλυφθούν και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του ως άνω άρθρου δεν περιλαμβάνεται και η μη κατάθεση (ή ή ελλιπής κατάθεση) του νομίμου παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου, αφού η διάταξη του άρθρου 495 § 4 του ΚΠολΔ (και ήδη του άρθρου 495 § 3 του ΚΠολΔ) ορίζει ειδικώς ως έννομη συνέπεια της μη κατάθεσης παραβόλου, την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου. Συνεπώς, η μη κατάθεση παραβόλου κατά τον χρόνο άσκησης της έφεσης ή έστω κατά το χρονικό διάστημα μετά την άσκηση αυτής και πάντως πριν από την συζήτησή της, δεν συνιστά τυπική παράλειψη που «μπορεί να αναπληρωθεί» και μετά τη συζήτηση, αφού η διατύπωση του ως άνω άρθρου, κατά την οποία η κατάθεση του παράβολου συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, δεν καταλείπει έδαφος για διαφορετική ερμηνεία, ενώ, όπως γίνεται δεκτό και στη νομολογία κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ο χρόνος συζήτησης της έφεσης είναι το απώτατο, για το παραδεκτό αυτής, χρονικό σημείο κατάθεσης του νόμιμου παραβόλου (ΕφΠειρ 85/2018 ό.π). Τέλος, η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός της (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 § 2, 166 και Παράρτημα 1Β του ν.4194/2013), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 22-5-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/1-6-2020) έφεση της καθ’ής η αίτηση, κατά της υπ’αριθμ. 460/2020 οριστικής απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν ως απαράδεκτη.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 11-11-2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ