Αριθμός 729/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 3597/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και της συνεκκαλουμένης υπ’ αριθ. 2641/2013 μη οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 25-8-2010 (υπ’ αριθ. …../3-9-2010 έκθεσης κατάθεσης) αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση με το ν. 4335/2015), ενόψει του ότι η εκκαλούμενη (οριστική) απόφαση επιδόθηκε στο εναγόμενο-εκκαλούνστις 26-9-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ……../26-9-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..) και η έφεση ασκήθηκε στις 26-10-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ………./26-10-2018 έκθεση κατάθεσης της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Σημειωτέον ότι δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 παρ. 2 του ΚΠολΔ παραβόλου (άρθρο 19 παρ. 1 του κ.δ. της 26-6/10-7-1944 «περί κώδικος των νόμων περί των δικών του Δημοσίου», που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Με την προαναφερθείσα αγωγή, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθεσε ότι έγινε κύριος του αναλυτικώς περιγραφόμενου κατά θέση, έκταση και όρια αγροτεμαχίου, κείμενου στη θέση «……..» επί της χερσονήσου «…. ή ………» ……. Σαλαμίνας, με παράγωγο τρόπο, λόγω κληρονομίας εκ διαθήκης του αποβιώσαντος την 14-8-2009 …………. άλλως ότι έγινε κύριος του ακινήτου αυτού με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία), αφού ο ίδιος και οι αναφερόμενοι δικαιοπάροχοί του νέμονταν αυτό (το κατείχαν με διάνοια κυρίου) με καλή πίστη συνεχώς από το έτος 1850 μέχρι τον χρόνο άσκησης της αγωγής, κατά ειδικότερα εκτιθέμενα σ’ αυτήν (αγωγή). Επίσης, ότι, κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης του ανωτέρω ακινήτου αυτό φέρεται ως ιδιοκτησία του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου (ήδη εκκαλούντος). Βάσει των προαναφερθέντων, ο ενάγων, επικαλούμενος έννομο συμφέρον λόγω της προσβολής του ως άνω δικαιώματος κυριότητάς του, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι είναικύριος του εν λόγω ακινήτου, ως κληρονόμος του ήδη αποβιώσαντος ………. και να διορθωθεί η αντίστοιχη ανακριβής αρχική εγγραφή στα Κτηματολογικά Βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε το ανωτέρω ακίνητο, που φέρει τον ΚΑΕΚ …………, να μην εμφανίζεται ότι ανήκει στην κυριότητα του εναγόμενου, αλλά στην κυριότητα του προαναφερθέντος αποβιώσαντος …………., ενόψει του ότι, κατά τα ως άνω, περιήλθε στην κυριότητά του (ενάγοντος), λόγω της σχετικής κληρονομίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την συνεκκαλούμενη υπ’ αριθ. 2641/2013 μη οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε την ανωτέρω αγωγή, ως προς τις βάσεις της περί κτήσεως της κυριότητας του ένδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο και με τακτική χρησικτησία,λόγω αοριστίας καιως μη νόμιμη, αντιστοίχως, δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή, κατά τα λοιπά είναι ορισμένη και νόμιμη και, ακολούθως, ερευνώντας την ουσία της υπόθεσης, διέταξε, κατ’ άρθρο 254 του ΚΠολΔ, την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου Α)να προσκομισθεί, με επιμέλεια του ενάγοντος, σχετικό έγγραφο από την αρμόδια προς τούτο υπηρεσία, ήτοι από το Δήμο Σαλαμίνας ή από τη Νομαρχία Πειραιώς ή από την αρμόδια Πολεοδομική Αρχή από το οποίο να προκύπτει εάν στη …… Σαλαμίνας υφίσταται οικισμός οριοθετημένος, ο πληθυσμός του οποίου σύμφωνα με την τελευταία (προ ενάρξεως εφαρμογής του ν. 3127/2003) απογραφή δεν υπερβαίνει τους 2.000 κατοίκους και Β) να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη από τον διορισθέντα πραγματογνώμονα (……… . τοπογράφο μηχανικό), σχετικώς με τα ακόλουθα ζητήματα: α)εάν, σε περίπτωση που υφίσταται οριοθετημένος οικισμός Κυνοσούρας, το περιγραφόμενο στην υπό κρίση αγωγή επίδικο ακίνητο βρίσκεται τοποθετημένο εντός αυτού, β)εάν το ένδικο ακίνητο εμπίπτει εντός του ΒΚ … ή του ΑΒΚ …. δημοσίου κτήματος και γ)εάν το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στη χωρική αρμοδιότητα της τέως Κοινότητας Σελληνίων ή της τέως Κοινότητας Αμπελακίων. Στη συνέχεια, αφού διενεργήθηκε η ανωτέρω πραγματογνωμοσύνη, εκδόθηκε ηεκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η ως άνω αγωγή, κατά την βάση της περί έκτακτης χρησικτησίας, και συγκεκριμένα, αφού έγινε δεκτό ότι ο προαναφερθείς κληρονομούμενος από τον ενάγοντα ………., συνυπολογιζομένου και του αντίστοιχου χρόνου της άμεσης δικαιοπαρόχου του τελευταίου (…………), χρησιδέσποζε στο ένδικο ακίνητο επί χρονικό διάστημα μείζον της τριακοπενταετείας (από το έτος 1971), αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του ………. στο ανωτέρω ακίνητο και διατάχθηκε η διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε να αναγνωρισθεί ο τελευταίος ως αποκλειστικός κύριος α)του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ …………., με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, διαγραφομένου του Ελληνικού Δημοσίου (εναγομένου) από το αντίστοιχο κτηματολογικό φύλλο. Κατά της απόφασης αυτής και της προαναφερθείσας συνεκκαλουμένης μη οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παραπονείται το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί, στο σύνολό της, η ανωτέρω αγωγή.
Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο» (όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η εν λόγω αγωγήέχει διττό χαρακτήρα (αναγνωριστικό – διορθωτικό), και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων επί του σχετικού ακινήτου και η διόρθωση της αντίστοιχης ανακριβούς εγγραφής. Η ανωτέρω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (βλ. ΑΠ 277/2019 Επιθ.Ακιν. 2019521). Επίσης,για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής θα πρέπει, πέραν των λοιπών στοιχείων που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 1094 του ΑΚ και 70, 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο η κυριότητα του ενάγοντος επί του σχετικού ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, είδος και όρια, ενώ, όταν το ακίνητο αυτό φέρεται, με την αγωγή, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει να εκτίθεται η θέση του μέσα σε αυτό και τα όριά του, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Ωστόσο, δεν απαιτείται για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής να αναφέρονται σ’ αυτήν οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του επίδικου ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο αυτό να εμφαίνεται (βλ. ΑΠ 1089/2019, ΑΠ 1052/2019, ΑΠ 479/2019 και ΑΠ 860/2018 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (άρθρο 974 ΑΚ) και να καθορίσει συγχρόνως και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε εμφανείς πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και, κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη, είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, είναι και η επίβλεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμηση, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (βλ. ΑΠ 80/2015 και ΑΠ 27/2015 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον, ότι κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη του εμπραγμάτου δικαιώματος που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές, είναι εκείνος της έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή όπου βρίσκεται το ακίνητο, όπως καθορίζεται με σχετική απόφαση του Ο.Κ.Χ.Ε. και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση κληρονομική διαδοχής, με την αγωγή για τη διόρθωση της σχετικής ανακριβούς εγγραφής, η οποία μπορεί να ασκηθεί από τους κληρονόμους του δικαιούχου, θα πρέπει να ζητείται η αναγραφή των στοιχείων του κληρονομουμένου στο αντίστοιχο κτηματολογικό φύλλο, ανεξαρτήτως από το χρόνο σύνταξης του εγγράφου για την αποδοχή της κληρονομίας, ενόψει του ότι αυτή ανατρέχει πάντοτε στο χρόνο επαγωγής, που είναι ο θάνατος του κληρονομουμένου (άρθρα 1193, 1195, 1198, 1199 και 1845 του ΑΚ, βλ. ΕφΑθ 5848/2010 ΕλλΔνη 2011 566). Εξάλλου κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 Πρ.Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3 Πανδ.(23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν από τις 23-2-1946), σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού με καλή πίστη σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Επίσης, καλή πίστη εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητος άλλου (βλ. ΑΠ 1103/2018 εις ιστοσελίδα ΑΠ). Κατά συνέπεια, οι εμφανείς υλικές πράξεις νομής πρέπει να αναφέρονται στην ως άνω αγωγή και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδεικνύονται από εκείνον που επικαλείται βούληση για εξουσίαση του πράγματος, ενώ την συνδρομή της καλής πίστης συνάγει το δικαστήριο, ενόψει της φύσης της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συμπερασματικώς από τα αποδεικνυόμενα αποδεικτικά περιστατικά (βλ. ΑΠ 590/2019 εις ιστοσελίδα ΑΠ και ΑΠ 582/2018 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, βάσει του ως άνω περιεχομένου της, είναι ορισμένη, καθόσον το ένδικο ακίνητο περιγράφεται επαρκώς κατά θέση, είδος, έκταση και όρια, με αναφορά μάλιστα και των πλευρικών διαστάσεών του, χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός της θέσης αυτού σε σχέση προς το μείζονος εκτάσεως ακίνητο (των 95.987 τ.μ.), το οποίο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, είχε αποκτήσει η απώτερη δικαιοπάροχος του ενάγοντος, …………… δεδομένου ότι αναφέρεται ο αριθμός του ΚΑΕΚ του ένδικου ακινήτου (το οποίο, κατά την αγωγή, είναι αυτοτελές και όχι τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου του ενάγοντος), ώστε να μην προκύπτει αμφιβολία ως προς τη θέση και την ταυτότητά του, κατά τα προεκτεθέντα (υπό στοιχείο Ι). Επιπλέον, ως προς το μέρος της αγωγής που αφορά την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, αναφέρονται στην αγωγή με σαφήνεια οι εμφανείς προς τους τρίτους διακατοχικές πράξεις (δηλαδή οι υλικές πράξεις νομής), τις οποίες άσκησαν διαχρονικώς στο ένδικο ακίνητο με διάνοια κυρίων και καλή πίστη τόσο ο ενάγων και οι δικαιοπάροχοι του και προηγουμένως, στην μείζονα έκταση από την οποία αυτό προήλθε, διαδοχικώς οι κατονομαζόμενοι δικαιοπάροχοί του από το έτος 1850 (γεωργικές καλλιέργειες κλπ), ενώ προσδιορίζονται και οι απώτεροι δικαιοπάροχοι τους, καθώς και ο χρόνος έναρξης της νομής των ως άνω δικαιοπαρόχων του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η αγωγή αυτή είναι ορισμένη, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτουλόγος(1ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο λόγος (7ος) της εφέσεως περί του ότι η ένδικη αγωγή, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος – εναγομένου, έπρεπε να απορριφθεί γιατί ο ενάγων ζήτησε με αυτήν να αναγνωρισθεί ο ίδιος ως κύριος του εν λόγω ακινήτου και όχι ο κληρονομούμενος από αυτόν . ……….. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή ο ως άνω κληρονομούμενος από τον ενάγοντα, ………., πέθανε στις 14-8-2009, δηλαδή μετά την 13-1-2006 και την 6-10-2005, που είναι οι ημερομηνίες έναρξης του Κτηματολογίου στην περιοχή Σελληνίων και Αμπελακίων Σαλαμίνος, αντιστοίχως (βλ. τις υπ’ αριθ. 354/3/2006 ΦΕΚ Β 19/13-1-2006 και 328/3/2005 ΦΕΚ Β 1383/6-10-2005 αποφάσεις του ΟΚΧΕ), κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (υπό στοιχείο Ι), κατά τον χρόνο της ως άνω έναρξης δικαιούχος της κυριότητας επί του ένδικου ακινήτου ήταν ο προαναφερθείς κληρονομούμενος, έτσι, η τυχόν σχετική διόρθωση της πρώτης εγγραφής θα πρέπει να γίνει στο όνομα του κληρονομούμενου αυτού και όχι του κληρονόμου του (ενάγοντος), ανεξαρτήτως εάν ο τελευταίος προέβη σε δήλωση αποδοχής κληρονομιάς και σε καταχώριση της δήλωσηςαυτής στο οικείο κτηματολογικό φύλλο. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, ο ενάγων δεν ζητεί απλώς να αναγνωριστεί ως κύριος του ένδικου ακινήτου και να γίνει η αντίστοιχη διόρθωση της επικληθείσας ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής, αλλά υπό την ιδιότητά του ως κληρονόμου του προαναφερθέντος …………, ως εκ τούτου στο αίτημα της αγωγής περιλαμβάνεται και η αναγνώριση του τελευταίου ως κυρίου του ένδικου ακινήτου και η διενέργεια της αντίστοιχηςδιόρθωσης της ανωτέρω ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής, δηλαδή η καταχώρηση ως κυρίου αυτού (………..).
ΙΙ. Από τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου (8 παρ. 1 Κώδ. 7.39, 9 παρ. 1, Β 50.14, 2 παρ. 20 Πανδ. 41.4, 6 Πανδ. 44.3, 76 παρ. 1 Πανδ. 18.1 και 7 παρ. 3 Πανδ. 23.3), κατά τις οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, κρίνεται η απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία από ιδιώτη σε ακίνητα, έστω και αν αυτά ανήκαν στο δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δάση. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ήταν η άσκηση φυσικής εξουσίας στο ακίνητο με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία. Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με το νόμο της 21-6/3-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», στο άρθρο 21 του οποίου ορίζεται ότι «ως προς τον τρόπον κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων κτημάτων, εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω διατάξεις». Μάλιστα, η ως άνω τριακονταετία έπρεπε να είχε συμπληρωθεί έως τις 11-9-1915, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ΄/1912 και τα αλλεπάλληλα διατάγματα «περί δικαιοστασίου», που εκδόθηκαν σε εκτέλεσή του, σε συνδυασμό με το άρθρο 21 του ΝΔ της 22-4/26-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», αφού έκτοτε ανεστάλη η λήξη κάθε παραγραφής δικαιωμάτων καθώς και του χρόνου της χρησικτησίας, από δε τις 26-5-1926, που ακόμη ίσχυε η αναστολή αυτή, απαγορεύθηκε η παραγραφή των εμπράγματων δικαιωμάτων σε ακίνητα του Δημοσίου και συνεπώς δεν είναι δυνατή η απόκτηση από άλλον κυριότητας σε αυτά με χρησικτησία (βλ. ΑΠ 2106/2007 ΕλλΔνη 2008 504, ΑΠ 1870/2007 ΕλλΔνη 2008 219, ΑΠ 97/2007 ΕλλΔνη 2007 1450, ΑΠ 1906/2006 ΕλλΔνη 2007 147). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των από 3 Φεβρουαρίου, 4/16 Ιουνίου και 1 Ιουλίου 1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου, με τα οποία αναγνωρίσθηκε η ανεξαρτησία του Ελληνικού Κράτους και ρυθμίσθηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου ως προς τις περιουσίες των Οθωμανών, σε συνδυασμό με την από 9-7-1932 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, με την οποία αναγνωρίσθηκε η ύπαρξη της Ελλάδας ως ανεξάρτητου Κράτους, το Ελληνικό Δημόσιο απέκτησε την κατοχή βάσει του κυριαρχικού του δικαιώματος επί όλων των κτημάτων των Οθωμανών, τα οποία κατέλαβε και δήμευσε κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και εκείνων τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των ανωτέρω πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους μέχρι τότε κυρίους τους Οθωμανούς, που αποχώρησαν από τις περιοχές, που αποτέλεσαν το Ελληνικό Κράτος (βλ. ΟλΑΠ 75/1987, ΑΠ 85/2003 ΕλλΔνη 44 1291, ΑΠ 1741/2002 ΕλλΔνη 44 1587, ΑΠ 1812/2001 ΕλλΔνη 43 1432). Ακόμα, στο εμπράγματο δίκαιο, γίνεται λόγος περί αδέσποτων ακινήτων, το νομικό καθεστώς των οποίων ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 972 ΑΚ και 2 παρ. 1 του ΑΝ 1539/1938, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ, από τις οποίες η μεν πρώτη προβλέπει ότι τα αδέσποτα ακίνητα ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο και η δεύτερη ότι το Δημόσιο θεωρείται νομέας αυτών, έστω και αν δεν έχει ενεργήσει ουδεμία πράξη νομής. Υπό το ισχύον νομικό καθεστώς τα ακίνητα καθίστανται αδέσποτα με την παραίτηση του κυρίου αυτών από την κυριότητά τους, που αναπτύσσει τα αποτελέσματά της μόνο μετά τη μεταγραφή της σχετικής συμβολαιογραφικής δήλωσης παραίτησης. Όμως, κατά το προϊσχύσαν δίκαιο, το άρθρο 16 του νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων» της 10-7-1837, ο οποίος καταργήθηκε με το άρθρο 49 του ΕισΝΑΚ, όριζε ότι «όλα τα παρ’ ιδιωτών ή κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα υπό των κληρονόμων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμέναι απαιτήσεις, ανήκουν εις το δημόσιον». Ο νόμος αυτός «περί διακρίσεως κτημάτων» τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι, ώστε να μην ήταν απαιτούμενη πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητάς τους, νομοθετική μεταβολή που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν τότε εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα, λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Συγχρόνως, ο ίδιος νόμος δεν μετέβαλε τις προϋποθέσεις για να καταστεί ένα ακίνητο αδέσποτο, διότι η εγκατάλειψη των κτημάτων από τους Οθωμανούς που αποχώρησαν από την ελεύθερη πλέον Ελλάδα, θεωρούνταν οριστική (χωρίς πρόθεση επιστροφής τους) και επομένως ότι γινόταν με πρόθεση οριστικής παραίτησης από την κυριότητα. Ο νόμος αυτός θέσπιζε, όπως και το άρθρο 972 του ΑΚ, έναν πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας, με συνέπεια από το χρόνο ισχύος του (1837) όλα τα ανωτέρω αδέσποτα ακίνητα να περιέλθουν στο Δημόσιο, ενώ η κυριότητα των λοιπών ακινήτων, δηλαδή είτε αυτών που ήδη ανήκαν στο Ελληνικό Δημόσιο λόγω της κατά τα ως άνω διαδοχής του Οθωμανικού Δημοσίου είτε αυτών που τότε ανήκαν στην κυριότητα των ιδιωτών (Ελλήνων ή Οθωμανών), παρέμεινε ως είχε (βλ. Κ. Παπαδόπουλο «Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου» εκδ. 1989 τομ. Α’ παρ. 144 σελ. 355 επ., Β. Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ τομ. Δ’ αρθρ. 1045 αρ. 33 και 34). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΒΔ της 17-11/1-12-1836 «περί ιδιωτικών δασών», σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ίδιου διατάγματος, αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι oποίες, πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από το Υπουργείο Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος, που έχει ισχύ νόμου. Έτσι, με τις διατάξεις αυτές θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών, που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους κατά τον χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίσθηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος. Όμως, προϋπόθεση του τεκμηρίου αυτού είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Ειδικότερα, δάσος, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλεία ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. ΛΧΝ/1988 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών», η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο ν. 3077/1924 «περί δασικού κώδικος» και εν γένει δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1-2 του ν. 998/1979. Συγκεκριμένα, κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 998/1979 «Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο αγρίων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασης τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές)» (άρθρο 3 παρ. 1) και «Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά» (άρθρο 3 παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι κρίσιμη για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης, η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σε αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Επίσης, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιασδήποτε φύσεως, ασκεπείς εκτάσεις χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών (βλ. Κ. Παπαδόπουλο ο.π. παρ. 238 σελ. 525 επ., Β. Βαθρακοκοίλη ο.π. αρ. 45 και 46). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 εδ. ε του ν. 998/1979, οι διατάξεις περί δασών και δασικών εκτάσεων του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται σε περιοχές για τις οποίες υπάρχουν εγκεκριμένα έγκυρα σχεδία πόλεως ή καταλαμβάνονται από οικισμούς προϋφιστάμενους του έτους 1923 ή πρόκειται περί οικοδομήσιμων εκτάσεων των οικισμών των περιοχών του ν. 947/1979.
ΙΙΙ. Στο άρθρο 4 του ν. 3127/2003 «Τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2664/1998 για την Κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 135/5-6-2003) ορίζεται: «1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον α)νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση τα νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β)νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α’ και β’ προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ. 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ. …» Από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται, ότι θεσπίζεται με αυτές εξαίρεση του κανόνα του άρθρου 21 του Ν.Δ/τος της 22-4/16-5-1926 «Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης» (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 «Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων»), σύμφωνα με τον οποίο στα δημόσια κτήματα νομέας είναι το Δημόσιο και ότι αυτά είναι ανεπίδεκτα νομής ή αποσβεστικής παραγραφής, εκτός αν η τριακονταετής νομή της έκτακτης χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11-9-1915, αφού, μετά τη χρονολογία αυτή, δεν επιτρέπεται ούτε έκτακτη χρησικτησία στα ακίνητα του Δημοσίου. Έτσι, με τις διατάξεις αυτές του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, μπορεί κάποιος να αποκτήσει με χρησικτησία κυριότητα δημοσίου κτήματος που βρίσκεται σε σχέδιο πόλης ή σε προϋφιστάμενο του έτους 1923 οικισμό ή σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ., εφόσον νέμεται αδιατάρακτα το εν λόγω ακίνητο μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, δηλαδή μέχρι την 19-3-2003: α) για δέκα έτη με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία υπέρ του ίδιου του νεμομένου ή νεμηθέντος ή υπέρ των δικαιοπαρόχων του, εφόσον ο νόμιμος τίτλος έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, εκτός εάν, κατά την κτήση της νομής, ο επικαλούμενος κυριότητα ή οποιοσδήποτε από τους δικαιοπαρόχους του ήταν κακής πίστης ή β)για τριάντα έτη, εκτός αν, κατά την κτήση της νομής, ο επιληφθείς της νομής του ακινήτου ήταν κακής πίστης, εφόσον, δηλαδή, κατά το χρόνο κτήσης της νομής, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ. Η ρύθμιση αυτή, ως ειδική και εξαιρετική, επιτρέπει την απόκτηση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα του Δημοσίου, εφόσον κάποιος, που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή του ακινήτου του Δημοσίου, νέμεται τούτο αδιατάρακτα για τριάντα έτη που φθάνουν χρονικά μέχρι την έναρξη ισχύος του ανωτέρου νόμου, δηλαδή μέχρι την 19-3-2003, με τις λοιπές προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 περ. α και β και όχι εφόσον έχει συμπληρωθεί οποτεδήποτε η τριακονταετής αυτή αδιατάρακτη νομή πριν από την έναρξη ισχύος του ίδιου νόμου, χωρίς να ενδιαφέρει αν συνεχίζει να νέμεται το ακίνητο του Δημοσίου αδιατάρακτα και μετά την έναρξη της ισχύος του εν λόγω νόμου. Ακόμη, οι προαναφερθείσες διατάξεις εφαρμόζονται μόνο σε δημόσια κτήματα, δηλαδή σε ακίνητα που ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο και προστατεύουν εκείνον που προβάλλει κυριότητα σε δημόσιο, με την ανωτέρω έννοια, κτήμα, παρέχοντάς του τη δυνατότητα, με την επίκληση της συνδρομής των προϋποθέσεων των εν λόγω διατάξεων, να αποκτήσει την κυριότητα του κτήματος αυτού έναντι του Δημοσίου, την οποία, άλλως, χωρίς, δηλαδή, τις διατάξεις αυτές, μόνο με τη συνδρομή των ανωτέρω αυστηροτέρων προϋποθέσεων του, προ του νόμου αυτού, νομικού καθεστώτος, θα μπορούσε να αποκτήσει (βλ. ΑΠ 753/2019, ΑΠ 23/2019, ΑΠ 184/2018,ΑΠ 865/2011, ΑΠ 863/2011, ΑΠ 1267/2010 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, όσον αφορά την έννοια του αναφερόμενου στις εν λόγω διατάξεις «οικισμού», στο άρθρο 1 του από 20/30-8-1985 ΠΔ/τος «για την πολεοδόμηση οικισμών έως 2.000 κατοίκων» ορίζεται ότι «Οικισμός νοείται κάθε διακεκριμένο οικιστικό σύνολο το οποίο αναφέρεται στην εκάστοτε τελευταία απογραφή ως οικισμός έως 2.000 κατοίκους, ανεξαρτήτως αν ο Ο.Τ.Α. στον οποίο υπάγεται έχει πληθυσμό μεγαλύτερο των 2.000 κατοίκων. Προϋπόθεση για την έγκριση τη πολεοδομικής μελέτης των οικισμών αυτών είναι ο καθορισμός των ορίων του οικισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του από 24-4-1985 Π.Δ/τος (ΦΕΚ 181/Δ) με την επιφύλαξη του άρθρου 9 του παρόντος διατάγματος». Επίσης, στο άρθρο 3 του ΠΔ 168/2008 «Για τις ανάγκες απογραφής από την Ε.Σ.Υ», αναφέρεται ότι «… ως αυτοτελής οικισμός ορίζεται: Ένα σύνολο οικοδομών, οι οποίες γειτονεύουν και τα κτίρια των οποίων δεν απέχουν μεταξύ τους περισσότερο από διακόσια (200) μέτρα, αν δεν υπάρχει εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως, και μέχρι χίλια (1000) μέτρα, αν υπάρχει, και περιλαμβάνουν δέκα (10), τουλάχιστον, κατοικίες νοικοκυριών ή μία συλλογική κατοικία ή κατοικίες νοικοκυριών και συλλογικές κατοικίες στις οποίες μπορούν να κατοικήσουν κανονικά πενήντα (50), τουλάχιστον, άτομα, ανεξάρτητα αν αυτά κατοικούν όλο το έτος ή μία μόνο ορισμένη εποχή». Ακόμη, για τους οικισμούς υπάρχει αναφορά και σε διατάξεις του ΠΔ 410/1995 «Δημοτικός Κοινοτικός Κώδικας» (άρθρο 16).Τέλος, για την εφαρμογή του ως άνω άρθρου 4 του ν. 3127/2003,ενόψει του ότι στις ως άνω διατάξεις του νόμου αυτού δεν υπάρχει αναφορά σε κάποια συγκεκριμένη διάταξη νόμου για την έννοια του οικισμού, πρέπει να γίνει δεκτό ότιη τελευταία δεν αφορά αποκλειστικώς μία διάταξη, αλλά οποιοδήποτε σχετική διάταξη νόμου, όπως οι προεκτεθείσες, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο αντίστοιχος οικισμός διαθέτει νομίμως όρια.
IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το βάσιμο ή μη των λόγων της εφέσεως κρίνεται από το εφετείο από την εκτίμηση του σε αυτό και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συγκεντρωθέντος εν γένει αποδεικτικού υλικού, συμπεριλαμβανόμενου και του προσκομισθέντος το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη, κατά τις προϋποθέσεις και τους ορισμούς του άρθρου 529 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ. Επίσης, το εφετείο μπορεί, για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και την πληρέστερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις δια των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 339 του ΚΠολΔ, καθώς και να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, όταν κατά τη μελέτη και διάσκεψη της υπόθεσης παρουσιάστηκαν κενά, που χρειάζονται συμπλήρωση (άρθρο 254 ΚΠολΔ), ώστε μετά την εκτίμηση των διεξαχθησομένων τούτων αποδείξεων καθώς και αυτών που εκτιμήθηκαν από την εκκαλούμενη απόφαση, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη ή μη η προσβληθείσα με την έφεση απόφαση καινα αποφανθεί περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, με απόφαση, που μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα, που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης, η οποία θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, η οποία εφαρμόζεται και στο εφετείο (βλ. ΟλΑΠ 1285/1982 ΝοΒ 1983 219, ΑΠ 527/1985 ΝοΒ 1986 196, ΕφΘεσ 925/2000 Αρμ 54 1132, ΕφΑθ 9839/1995 ΕλλΔνη 37 1099), η εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει επανάληψη συζήτησης δεν υπόκειται σε περιορισμούς και επομένως έχει την εξουσία να διατάσσει την επανάληψη συζήτησης και προς προσκομιδή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων.
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την συνεκκαλούμενη,υπ’ αριθ. 8765/2010, μη οριστική,απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς και από την από 14-4-2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, την οποία συνέταξε ο διορισθείς με την ανωτέρω (υπ’ αριθ. 2641/2013) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πραγματογνώμονας ………., αγρονόμος- τοπογράφος μηχανικός, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 14-8-2009 απεβίωσε ο πατέρας του ενάγοντος ……. ., ο οποίος κατέλειπε, με την από 4-2-2009 ιδιόγραφη διαθήκη του, νομίμως δημοσιευθείσα με τα υπ’ αριθ. 277/2010 πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στον ενάγοντα, ένα γεωτεμάχιο (αγρό), μετά της εντός αυτού ανεγερθείσας οικίας, που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης, στη θέση «……….» της κτηματικής περιφέρειας … Σαλαμίνας Αττικής, εμβαδού 280 τ.μ.(σύμφωνα με την ακολούθως αναφερόμενη συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς, καθώς και το από Απριλίου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονα μηχανικού ………, όπου εμφαίνεται με τα περιμετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α), ενώ, σύμφωνα με την επιμέτρηση της Υπηρεσίας του Εθνικού Κτηματολογίου, εμβαδού 285 τ.μ., το οποίο έχει λάβει ΚΑΕΚ ………. και το οποίο συνορεύει, (κατά την ίδια συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς), βορείως με οδό ονομαζόμενη ………., νοτίως με ιδιοκτησία αγνώστου (με ΚΑΕΚ ………), ανατολικώς με ιδιοκτησία αγνώστου (με ΚΑΕΚ ……….) και δυτικώς με οδό ονομαζόμενη ………… Μάλιστα, ο ενάγων, ήδη αποδέχθηκε την ως άνω καταληφθείσα σε αυτόν οικεία κληρονομιαία περιουσία, με την υπ’ αριθ. ………/2011 συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………. Το προαναφερθέν ακίνητο φέρεται να είχε περιέλθει στον ως άνω αποβιώσαντα . ……, κατόπιν αγοράς από την .. ……….., δυνάμει του υπ’ αριθ. ………./1992 συμβολαίου πώλησης της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……….. (νομίμως μεταγραφέντος στον τόμο ……. και με α.α. ……. των οικείων βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας). Επίσης, κατά το έτος 1971, το εν λόγω ακίνητοφέρεται να είχε περιέλθει στη ………..κατόπιν αγοράς του από την ………., δυνάμει του υπ’ αριθ. ……./1971 συμβολαίου πώλησης του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. (νομίμως μεταγραφέντος στον τόμο …. και με α.α. …. των οικείων βιβλίωντου Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας).Ακόμη, κατά το έτος 1961, το εν λόγω ακίνητο φέρεται να είχε περιέλθει στην ………., κατόπιν αγοράς του, δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1961 συμβολαίου πώλησης του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. (νομίμως μεταγραφέντος στον τόμο .. και με α.α. …….. των οικείων βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας), από τους αναφερόμενους στο συμβόλαιο αυτό πωλητές, ως επιμέρους τμήμα μείζονος εκτάσεως εμβαδού 95.987 τ. μ.. Περαιτέρω, από τα ως άνω στοιχεία προκύπτει ότι ο ανωτέρω δικαιοπάροχος του ενάγοντος (………..) εγκαταστάθηκε στη νομή του εν λόγω ακινήτου, από το έτος 1992 και μέχρι τον ως άνω θάνατό του στις 14-8-2009 αδιαλλείπτως και αδιακωλύτως ασκούσε επ’ αυτού, διανοία κυρίου, χωρίς ουδέποτε να ενοχληθεί από οποιονδήποτε τρίτο, όλες των προσιδιάζουσες στη φύση και στον προορισμό του διακατοχικές πράξεις, τις οποίες, κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και μέχρι το έτος 1971 ασκούσε, υπό τις ίδιες συνθήκες η προαναφερθείσα δικαιοπαρόχος του (………). Επιπλέον, ο ενάγων ισχυρίζεται ότιη προαναφερθείσα απώτερη δικαιοπάροχός του ……….. και οι άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι αυτής χρησιδέσποζαν το ένδικο ακίνητο, ως μέρος της ανωτέρω μείζονος εκτάσεως, τουλάχιστον τριάντα έτη πριν την 11-9-1915. Τέλος, το εν λόγω ακίνητο, φέρεται ότι εμπίπτει εντός των ορίων του καταγεγραμμένου ΑΒΚ ……. Δημοσίου Κτήματος. Εξάλλου, όσον αφορά το ζήτημα περί του εάν το ένδικο ακίνητο βρίσκεται εντός οικισμού, που διαθέτει όρια και ο πληθυσμός του, σύμφωνα με την τελευταία (πριν της ενάρξεως εφαρμογής του ν. 3127/2003) απογραφή, δεν υπερβαίνει τους 2.000 κατοίκους, και συγκεκριμένα αυτού της περιοχής «……» Σαλαμίνας προσκομίζεται η υπ’ αριθ. πρωτ. …/135-2014 βεβαίωση του Δήμου Σαλαμίνας στην οποία αναγράφεται ότι «… στην περιοχή “……” του Δήμου Σαλαμίνας δεν υφίσταται οικισμός οριοθετημένος κατά την έννοια του ΠΔ 24-4/3-5-85 ΦΕΚ 181/Δ/3-5-85 …». Ωστόσο, στην από 13-5-2014 βεβαίωση του Δημάρχου Σαλαμίνας (η οποία επισυνάπτεται στο προαναφερθέν έγγραφο) αναφέρεται ότι, κατά την απογραφή πληθυσμού του έτους 2011, η Δημοτική Κοινότητα Αμπελακίων της Δημοτικής Ενότητας Αμπελακίων Σαλαμίνας έχει πραγματικό πληθυσμό 4.948 κατοίκους από τους οποίους 152 κάτοικοι αφορούν την «……..». Επίσης, στην προαναφερεθείσα από 14-4-2015 τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος, με την υπ’ αριθ. 2641/2013 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πραγματογνώμονα ………., αγρονόμου- τοπογράφου μηχανικού, αναφέρεται ότι υφίσταται οικισμός «…….», ο οποίος αναγνωρίσθηκε την 14-3-1971 και προσαρτήθηκε στην Κοινότητα Αμπελακίων Σαλαμίνας, και ότι ο πληθυσμός αυτού (οικισμού) απογράφηκε το έτος 1971 με 72 κατοίκους (ως εμπίπτων στα διοικητικά όρια της Κοινότητας Αμπελακίων), το έτος 1981 με 283 κατοίκους (ως εμπίπτων στα διοικητικά όρια της Κοινότητας Αμπελακίων), το έτος 1991 με 192 κατοίκους (ως εμπίπτων στα διοικητικά όρια της Κοινότητας Αμπελακίων) και το έτος 2001 με 137 κατοίκους (ως εμπίπτων στα διοικητικά όρια του Δημοτικού Διαμερίσματος Αμπελακίων), καθώς και ότι το ένδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στον ανωτέρω οικισμό. Ακόμη, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 3893/Ε637/10-2-1972 κοινή απόφαση των Υπουργών Βοηθού Πρωθυπουργού και Εσωτερικών «Περί κυρώσεως των αποτελεσμάτων του πραγματικού πληθυσμού της διενεργηθείσης την 14η Μαρτίου 1971 γενικής απογραφής του πληθυσμού της Χώρας» (ΦΕΚ Β΄ 225/14-3-1972) στην τότε Κοινότητα Αμπελακίων Σαλαμίνας περιλαμβάνεται οικισμός με την επωνυμία «………» με απογραφέντα πληθυσμό 72 κατοίκους. Από τα ανωτέρωσυνάγεται ότι η προαναφερθείσα περιοχή με την επωνυμία «……..» αποτελεί ιδιαίτερο τμήμα της Σαλαμίνας, με διακριτά όρια, ενόψει του ότι οι κάτοικοι αυτής έχουν απογραφεί χωριστά από τους υπόλοιπους κατοίκους της Σαλαμίνας. Από τα ανωτέρω στοιχεία, όμως, δεν μπορεί να δημιουργηθεί επαρκής δικανική κρίση περί του ότι η προαναφερθείσα περιοχή («…..») της Σαλαμίνας, αποτελεί οικισμό κατά την έννοια που προεκτέθηκε (υπό στοιχείο ΙΙΙ), προκείμενου να τύχει εφαρμογής η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3127/2003. Επιπλέον, από τα ως άνω στοιχεία, δεν μπορεί να δημιουργηθεί η προσήκουσα δικανική πεποίθηση περί της φύσεως του ένδικου ακινήτου ως εδαφικής εκτάσεως, η οποία καλλιεργείτο και χρησιμοποιείτο για τη βοσκή ζώων από τους απώτερους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος, όπως επικαλείται ο τελευταίος, ή ως δασικής εκτάσεως, όπως επικαλείται το εναγόμενο. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, ενόψει του ότι από τα ως άνω στοιχεία, τα οποία αφορούν στα ζητήματαα) περί του εάν το ένδικο ακίνητο βρίσκεται εντός οικισμού, που διαθέτει όρια και ο πληθυσμός του, σύμφωνα με την τελευταία (πριν της ενάρξεως εφαρμογής του ν. 3127/2003) απογραφή, δεν υπερβαίνει τους 2.000 κατοίκους, και συγκεκριμένα αυτού της περιοχής «……» Σαλαμίνας, και β) ως προς τη φύση ένδικου ακινήτου, δεν καθίσταται εφικτός ο σχηματισμός ασφαλούς δικανικής πεποιθήσεως, πρέπει, προκειμένου το Δικαστήριο να αχθεί σε κρίση για τη βασιμότητα των λόγων της κρινόμενης εφέσεως, που ανάγονται, όπως προαναφέρθηκε, και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, πριν από την προηγούμενη εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υπόθεσης, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησής της προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη και να διευκρινισθούν τα σχετικά θέματα, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 368 επ. και 612 παρ. 1 εδ. β του ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους θα επανεκτιμηθούν μετά την επανάληψη της συζήτησης, σε περίπτωση που προσκομισθούν εκ νέου. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΔικάζει αντιμωλία των διαδίκων.Δέχεται τυπικά τηνέφεση.Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση της οριστικής απόφασής του.Διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, η οποία θα διενεργηθεί με την επιμέλεια του επιμελέστερου από τους διαδίκους.Διορίζει πραγματογνώμονα τον ………, πολιτικό μηχανικό, κάτοικο ……. Αττικής
(οδός ………, τηλ. ……..), ο οποίος περιέχεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων που τηρείται στο Δικαστήριο αυτό και ο οποίος, αφού εντός προθεσμίας είκοσι (20) εργασίμων ημερών από τη νόμιμη προς αυτόν επίδοση της παρούσας, δώσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το νόμιμο όρκο, πρέπει, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την όρκισή του, αφού λάβει υπόψη του κάθε αναγκαίο από τη δικογραφία στοιχείο και όσα άλλα στοιχεία θέσουν υπόψη του οι διάδικοι, να ενεργήσει κάθε αναγκαία πράξη, όπως και την επίσκεψηστο χώρο τουαναφερθέντος στο σκεπτικό της παρούσας ακινήτου, το οποίο φέρει ΚΑΕΚ …….. στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, και στη γύρωθεν περιοχή αυτού, και να γνωμοδοτήσει με πλήρως αιτιολογημένη έκθεσή του για τα ακόλουθα: α)εάν η περιοχή με την επωνυμία «……» της Σαλαμίνας, η οποία φέρεται κατά την απογραφή του πληθυσμού της Ελλάδας κατά τα έτη 1971, 1981, 1991 και 2001 να έχει ιδιαίτερο αριθμό κατοίκων, έναντι των λοιπών περιοχών της Σαλαμίνας,αποτελεί οικισμό κατά την έννοια που εκτίθεται στο σκεπτικό της παρούσας (υπό στοιχείο ΙΙΙ), δηλαδή όχι αποκλειστικώς κατά το άρθρο 1 του από 20/30-8-1985 ΠΔ/τος, αλλά βάσει οποιασδήποτε σχετικής διάταξης νόμου (όπως το άρθρο 3 του ΠΔ 168/2008 και ΠΔ 410/1995) και εάν ο τυχόν αυτός οικισμός διαθέτει, νομίμως, διακριτά όρια (πριν τηνέναρξη εφαρμογής του ν. 3127/2003), β)εάν, σε καταφατική περίπτωση των ως άνω υπό στοιχείο α΄, το ένδικο ακίνητο βρίσκεται εντός του εν λόγω οικισμού και γ)εάν το ένδικο ακίνητο, εν όλω ή εν μέρει, αφορά σε δασική ή λειβαδική, ή εκχερσωμένη έκταση, άλλωςσε καλλιεργήσιμο αγρό και μέχριπότε στο παρελθόν διαπιστώνονται, (βάσει της μορφολογίας του και της τυχόνπαλαιάς περιφράξεώς του ή άλλων δεδομένων), ίχνη καλλιέργειάς του και με τιείδους φυτεύματα, σε συνδυασμό μετην αντίστοιχη φύση των λοιπών ακινήτων με τα οποία συνορεύει.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 4-12-2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους,τη δικαστική πληρεξούσια (Ν.Σ.Κ.) του εκκαλούντος και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εφεσίβλητου.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ