Περίληψη
Αξίωση προς αποζημίωση δια της καταδίκης των πωλητών σε δήλωση βουλήσεως για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου. Στοιχειοθέτηση αγωγής, εφόσον δεν επικαλείται ο ενάγων ότι είχε καταρτιστεί συμβολαιογραφικό προσύμφωνο πώλησης του επίδικου ακινήτου, κατ΄ εκτίμηση το δικογράφου της, στην εκ του νόμου αξίωσή του να ζητήσει in natura αποζημίωση για την αποκατάσταση της φερόμενης ως προκληθείσας ζημίας του από την περιγραφόμενη στην αγωγή παράνομη, υπαίτια και αντίθετη στα χρηστά ήθη συμπεριφορά των τελευταίων, με την καταδίκη τους σε δήλωση βουλήσεως προς μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου σ’ εκείνον, άλλως επικουρικά στην καταβολή του ποσού του τιμήματος. Απόρριψη, περαιτέρω, της αγωγής, ως ουσιαστικά αβάσιμης, λόγω μη απόδειξης της συμφωνίας περί πώλησης του επίδικου ακινήτου και της καταβολής του, επικαλούμενου από τον ενάγοντα, ποσού ως τιμήματος.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
730 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 1453/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως οι διατάξεις της ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 1η-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), όπως η ένδικη, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε επικαλούνται οι διάδικοι, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από την έκδοσή της μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), ενώ έχει καταβληθεί, από τον εκκαλούντα, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης.Δεν τίθεται δε θέμα εκκρεμοδικίας, όπως κρίθηκε και με την εκκαλουμένη, εκ της από 3-9-2014 και με ειδικό αριθµό κατάθεσης ……/2014 αγωγής του ενάγοντος κατά των εναγόμενων, μέχρι την περάτωση της δίκης επί της οποίας, είχε αναστείλει την έκδοση οριστικής απόφασης το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επί της ένδικης αγωγής με την υπ΄αρ. 4578/2018 µη οριστική απόφασή του, καθώς ο ενάγων – εκκαλών µε την από 6-11-2018 και µε αριθµό κατάθεσης …./2018 δήλωση παραίτησης, ενώπιον της Γραµµατέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, παραιτήθηκε από το δικόγραφο και το δικαίωµα της ως άνω (υπ΄αρ. καταθ. …./2014), προηγηθείσας της ένδικης, αγωγής του, κατ’ άρθρο 295 επ. ΚΠολΔ, την οποία (παραίτηση) επέδωσε στις εναγόµενες (όπως προέκυψε από τις υπ΄αρ. … και …./20-12-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιµελητή µε έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς …………), µε αποτέλεσµα την ανατροπή της εκκρεμοδικίας και την κατάργηση της δίκης εκείνης χωρίς την έκδοση απόφασης (ΑΠ 1032/2004 ΕλλΔνη 48/2007).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ), δ) επέλευση ζημίας και ε) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Παράνομη, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, ενώ ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς, προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε (ΑΠ 864/2014, ΑΠ 137/2005, ΑΠ 1920/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύπτει, είτε από δικαιοπραξία, οπότε μάλιστα μπορεί να συρρέουν αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, και που είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος (ΑΠ 292/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 297 ΑΚ, ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα, αντί δε για χρηματική αποζημίωση το δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, να διατάξει την αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης, εφόσον η αποζημίωση με τον τρόπο αυτό δεν προσκρούει στο συμφέρον του δανειστή. Δοθέντος δε ότι τα άρθρα 914 και 919 ΑΚ δεν αναφέρουν τον τρόπο, κατά τον οποίο θα καταβληθεί η αποζημίωση σε περίπτωση ζημίας που προξενήθηκε κατά τρόπο παράνομο και υπαίτιο ή αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 297 ΑΚ και επομένως ότι αυτή πρέπει κατά κανόνα να καταβληθεί σε χρήμα. Όμως, αν συντρέχουν οι αναφερόμενες στην παραπάνω διάταξη του εδ. β` του άρθρου 297 ΑΚ προϋποθέσεις, το δικαστήριο έχει την ευχέρεια, εκτιμώντας κυριαρχικώς τις περιστάσεις, να επιδικάσει αποζημίωση in naturam, η οποία μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε πράξη, όπως και στην από τα άρθρα 919 ΑΚ και 949 ΚΠολΔ, υποχρέωση του ζημιώσαντος να μεταβιβάσει στο ζημιωθέντα ένα δικαίωμα ή να συστήσει ή να καταργήσει ενοχή, η έλλειψη ή η ύπαρξη της οποίας συνιστά παρανομία (ΑΠ 945/2017, ΑΠ 33/2009, Εφ.Πατρ.969/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων, εξέθετε στην ως άνω από 9-11-2017 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ……../2017 αγωγή του, κατ΄ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ότι δυνάμει του από 1-5-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού, µίσθωσε, το περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο που βρίσκεται στη Σαλαμίνα, από την πρώτη εναγόμενη – εκμισθώτρια, η οποία ήταν επικαρπώτρια αυτού. Ότι, η διάρκεια της µίσθωσης συµφωνήθηκε δεκαπενταετής. Ότι, µετά την πάροδο λίγων µηνών από την κατάρτιση της εν λόγω µίσθωσης, συµφώνησε προφορικά µε την πρώτη εναγοµένη, να του µεταβιβάσει λόγω πώλησης την κυριότητα του ως άνω ακινήτου και ειδικότερα στα πλαίσια της συμφωνίας αυτής, ο ενάγων έπρεπε να καταβάλει στην πρώτη εναγόμενη α) το ποσό των 96.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στην καταβολή όλων των µισθωµάτων µέχρι τη λήξη της µισθωτικής τους σχέσης, το οποίο και κατέβαλε και β) το ποσό των 200.000 ευρώ, ως υπόλοιπο του τιµήµατος, το οποίο συµφωνήθηκε να καταβληθεί, όταν ο ενάγων θα ειδοποιούσε την πρώτη εναγόμενη για την κατάρτιση του οριστικού συµβολαίου. Ότι, στις 16-2-2009, αυτός κατέβαλε το παραπάνω ποσό στην πρώτη εναγόμενη. Ότι με την από 9-3-2011 εξώδικη διαµαρτυρία του προς αυτήν και ενώ είχαν ήδη προηγηθεί επανειλημμένες προφορικές οχλήσεις του, την κάλεσε να προσέλθει για την υπογραφή του οριστικού συµβολαίου και να του παραδώσει τα απαραίτητα έγγραφα για τη μεταβίβαση του ανωτέρω ακινήτου. Ότι, οι εναγόµενες, η πρώτη ως επικαρπώτρια και η δεύτερη ως ψιλή κυρία του επίδικου ακινήτου, αφενός μεν, αρνούνται αδικαιολόγητα να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες προκειµένου να καταστεί δυνατή η κατάρτιση της σύµβασης µεταβίβασης της κυριότητος του ως άνω ακινήτου στον ίδιο, αφετέρου δε, παρακρατούν, παράνομα και υπαίτια, το ως άνω ποσό που τους κατέβαλε ενόψει της εν λόγω πώλησης, µε αποτέλεσµα να έχουν υποχρέωση αυτές να αποκαταστήσουν τη ζηµία, που αυτός υπέστη µε την ανωτέρω συμπεριφορά τους. Ζητούσε δε ακολούθως, (όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της αγωγής του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με τις προτάσεις του αλλά και με δήλωσή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού), να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να του µεταβιβάσουν κατά πλήρη κυριότητα, νοµή και κατοχή το επίδικο ακίνητο, επικουρικά δε να αναγνωρισθεί ότι οφείλουν να του καταβάλουν το ποσό των 200.000 ευρώ, ως αποζημίωση, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της ανωτέρω υποχρέωσης, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς επίσης να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στα δικαστικά του έξοδα.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του, (υπ΄αρ. 1453/2019) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη, παρά τους περί του αντιθέτου αβάσιμους ισχυρισμούς των εναγόμενων, και νόμιμη (εκτιμώντας το αίτημά της περί μεταβίβασης της κυριότητας του επίμαχου ακινήτου στον ενάγοντα, ως αποζημίωση in naturam, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη), πλην του αιτήματός της περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο, μετά την τροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, καθίσταται μη νόμιμο, καθώς συνάδει με τον καταψηφιστικό χαρακτήρα αυτής, στη συνέχεια την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων εις βάρος του ενάγοντος, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν (εκκαλουμένη).
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο ενάγων- εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του.
Από εκτίμηση όλων των εγγράφων, που νοµίµως προσκοµίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και της υπ΄αρ. ……./11-12-2017 ένορκης βεβαίωσης των 1) ……… και 2) ………., που προσκομίζει ο ενάγων και λήφθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά … ., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων του, όπως αναφέρεται στο σώμα αυτής, δυνάμει των υπ΄αρ. …….. εκθέσεων επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Δυνάμει του υπ’αρ. ……/1994 συµβολαίου της συµβολαιογράφου Πειραιώς ………., που μεταγράφηκε νόμιμα, η πρώτη εναγόμενη µεταβίβασε στη δεύτερη εναγόμενη – θυγατέρα της, την ψιλή κυριότητα ενός οικοπέδου εμβαδού 762 τ.μ, μετά της εντός αυτού ισόγειας κατοικίας, ιδιοκτησίας της, που βρίσκεται εντός εγκεκριμένου σχεδίου Κοινότητας …. Σαλαμίνας, στη θέση ‘……..’’, παρακρατώντας την επικαρπία. Η ως άνω ισόγεια κατοικία εμβαδού 150 τ.μ, η οποία έχει λάβει ΚΑΕΚ ./…., αποτελείται από δύο υπνοδωμάτια, μια κουζίνα, μια σαλοτραπεζαρία και ένα wc. Με το από 24-1-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, που κατατέθηκε νόμιμα στη ΔΟΥ Σαλαμίνας, η πρώτη εναγόμενη εκμίσθωσετο εν λόγω ακίνητο στον ενάγοντα, ο οποίος είναι επιχειρηματίας, δραστηριοποιούμενος στον τομέα των ιχθυοκαλλιεργειών, είναι δε ιδρυτής και γενικός διευθυντής της εταιρίας με την επωνυμία ………, με σκοπό την ιχθυοκαλλιέργεια ψαριών στην Ελλάδα και την εξαγωγή τους. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε, αρχικά, σε έξι έτη και στη συνέχεια, με το από 1-7-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, που κατατέθηκε επίσης στη ΔΟΥ Σαλαμίνας, επανακαθορίστηκε ο χρόνος της μίσθωσης για το ίδιο ακίνητο σε δεκαπέντε έτη, ήτοι από την 1ηΜαϊου 2007 έως την 1ηΜαϊου 2022. Ενώ στα παραπάνω συμφωνητικά αναγράφεται ως μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των 150 ευρώ, εντούτοις το πραγματικό καταβαλλόμενο μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε προφορικά μεταξύ των συμβαλλομένων, στο ποσό των 600 ευρώ και ο ενάγων κατέβαλε στην πρώτη εναγόμενη, προκαταβολικά, τόσο το συνολικό ποσό των μισθωμάτων για το πρώτο έτος της μίσθωσης (στις 24-1-2007) ήτοι 7.200 ευρώ (12 μήνες Χ 600 ευρώ) όσο και το ίδιο ποσό για το δεύτερο έτος αυτής, όπως συνομολογούν οι διάδικοι. Η μίσθωση αυτή είναι σαφές από τα μισθωτήρια, ότι αφορά στο ακίνητο που βρίσκεται στον αριθµό … της οδού ……….. Ο ενάγων, όμως, κατά τη διάρκεια της εν λόγω μίσθωσης κατέλαβε παράνοµα και χωρίς την θέληση των εναγόμενων, και έτερο ακίνητο, όμορο με το ως άνω μίσθιο, που βρίσκεται στον αριθµό …… της άνω οδού, το οποίο ανήκει κατά ποσοστό ½ πλήρους κυριότητας και κατά ποσοστό ½ψιλής κυριότητας στην δεύτερη εναγόμενη και ποσοστό ½ επικαρπίας στην πρώτη εναγόμενη, ενώνοντας αυθαίρετα τα δύο οικόπεδα µε ενιαία µάνδρα, κατεδαφίζοντας ένα παλαιό κτίσµα επιφάνειας 35 τµ. που βρισκόταν σ’ αυτό, δενδροφυτεύοντάς το και διαµορφώνοντας εκεί κήπο, για το πότισµα του οποίου χρησιµοποιούσε την παροχή νερού της ΕΥΔΑΠ, που αντιστοιχεί στο εν λόγω οικόπεδο δηλ. στον αριθµό …… της άνω οδού, επιβαρύνοντας τις εναγόμενες. Αντιδρώντας στη συμπεριφορά αυτή του ενάγοντος, η πρώτη εναγόμενη με την από 15-7-2008 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία της, η οποία κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα την 23-7-2008, τον καλούσε να μισθώσει και το έτερο ακίνητο το οποίο κατέλαβε παράνομα, άλλως να της αποδώσει τη νομή του, πλην όμως αυτός δεν προέβη σε κάποια ενέργεια. Ακολούθως, οι εναγόμενες άσκησαν την από 26-9-2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, κατά τη συζήτηση της οποίας, στις 18-11-2008, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι δεν υπάρχουν δύο ξεχωριστές ιδιοκτησίες, αλλά ότι, ο περιβάλλον χώρος της οικίας είναι ενιαίος, καθώς και ότι, η πρώτη εναγόμενη τον Απρίλιο του έτους 2007 του πρότεινε να του πουλήσει το μίσθιο ακίνητο αντί τιμήματος 300.000 ευρώ, επειδή, όμως, δεν είχε τα χρήματα να το αγοράσει, συμφώνησε με την εκμισθώτρια να αναλάβει την επισκευή του μισθίου με τον όρο της τροποποίησης της χρονικής διάρκειας της μίσθωσης, όπως έγινε τον Μάϊο του έτους 2007, ορισθείσης αυτής, όπως προεκτέθηκε, σε δεκαπέντε έτη. Το ανωτέρω Δικαστήριο με την υπ΄αρ. 74/2008 απόφασή του δέχθηκε την αίτηση και διέταξε την απόδοση του εν λόγω ακινήτου (επί του αριθμού …. της οδού ……..) στις εναγόμενες, αφού αναγνώρισε την πρώτη εναγόμενη ως οιονεί νομέα επικαρπίας αυτού σε ποσοστό 50% και ως νομέα, σε ποσοστό 50%, την δεύτερη εναγομένη. Κατά της απόφασης αυτής, ο ενάγων άσκησε την από 8-1-2009 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αρ. 5743/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την ως άνω απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας κι απέρριψε την αίτηση των νυν εναγόμενων, λόγω του ότι είχε υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 992 του Α.Κ. Εξάλλου, μετά την έκδοση της πρωτόδικης ως άνω απόφασης ασφαλιστικών μέτρων νομής οι νυν εναγόμενες, άσκησαν κατά του νυν ενάγοντος την από 29-12-2008 τακτική αγωγή τους περί απόδοσης της νοµής τους επί του ως άνω ακινήτου, την οποία του κοινοποίησαν στις 9-1-2009, ενώ ο τελευταίος (ενάγων), από 25-1-2009, έπαυσε να καταβάλει τα οφειλόµενα µηνιαία µισθώµατα. Η πρώτη εναγόμενη – εκμισθώτρια, με την από 14-4-2009 εξώδικη διαµαρτυρία της προς τον ενάγοντα – μισθωτή, που κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 4-5-2009, τον καλούσε να της καταβάλει τα µισθώµατα των µηνών Ιανουαρίου 2009 και Φεβρουαρίου 2009, συνολικού ποσού 1.200 ευρώ. Ωστόσο, ο ενάγων δεν απάντησε στο ως άνω εξώδικο, ούτε κατέβαλε τα μισθώματα αυτά, συνέχισε δε να μην καταβάλει μισθώματα έως το Δεκέμβριο του 2010, οπότε η πρώτη εναγόμενη απέστειλε σε αυτόν την από 10-12-2010 εξώδικη διαµαρτυρία της, που του επιδόθηκε την ίδια μέρα, στην οποία ο ενάγων απάντησε, µε την από 4-1-2011 εξώδικη διαµαρτυρία, που κοινοποίησε στην πρώτη εναγόμενη στις 7-1-2011, ότι ουδέν µίσθωµα της οφείλει, διότι της έχει εξοφλήσει όλα τα µισθώµατα µέχρι τη λήξη της μεταξύ τους σύμβασης μίσθωσης (το έτος 2022). Εν συνεχεία, ο ενάγων κοινοποίησε στις 5-4-2011 στην πρώτη εναγόμενη: α) την από 24-3-2011 αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζητούσε να του καταβάλει η τελευταία, το ποσό των 240.000 ευρώ ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ισχυριζόμενος ότι στα πλαίσια συμφωνίας τους να αγοράσει το μίσθιο ακίνητο, αντί τιμήματος 200.000 ευρώ, της κατέβαλε το εν λόγω ποσό στις 16-2-2009, συμφωνώντας δε, παράλληλα, ότι θα υπέγραφαν το συμβόλαιο αγοραπωλησίας, όταν αυτός θα την ειδοποιούσε σχετικά, πλην, όμως, ότι, παρά τις επανειλημμένες προφορικές προσκλήσεις του και την από 9-3-2011 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκλησή του, η πρώτη εναγόμενη αρνείται να προσέλθει στο συμβολαιογράφο προς υπογραφή του συμβολαίου αγοραπωλησίας, υπεξαιρώντας έτσι το ποσό των 200.000 ευρώ. (Σημειωτέον ότι, η αγωγή αυτή έχει απορριφθεί τελεσιδίκως, ωςμη νόμιμη, με την υπ΄αρ. 282/2018 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία επικύρωσε την υπ΄αρ. 1543/2014 πρωτόδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), και β) την από 23-3-2011 αγωγή του, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να του μεταβιβάσει το μίσθιο ακίνητο (επί της οδού …….. αρ. …..). Ακόμη, ο ενάγων υπέβαλε, στις 29-3-2011, την από 23-3-2011 έγκλησή του κατά της πρώτης εναγόμενης, κατηγορώντας την για κακουργηματική υπεξαίρεση, στην οποία ισχυρίστηκε όσα ανέφερε στις δύο ως άνω αγωγές του περί εξόφλησης, εκ μέρους του, όλων των μισθωμάτων για το μίσθιο ακίνητο μέχρι το έτος 2022 και καταβολής του τιμήματος των 200.000 ευρώ για την αγοραπωλησία του ακινήτου αυτού, επικαλούμενος, για πρώτη φορά, προς απόδειξη των ισχυρισμών του, την ύπαρξη δύο υπεύθυνων δηλώσεων της πρώτης εναγόμενης προς τον ίδιο, και συγκεκριμένα: α) την από 20-1-2009 υπεύθυνη δήλωσή της, όπου αυτή φέρεται να δηλώνει ότι έχει λάβει από τον ενάγοντα, το ποσό των 96.000 ευρώ σε πλήρη εξόφληση των μισθωμάτων που αφορούν το επί της οδού . … αρ….. μίσθιο ακίνητο για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως και 1-5-2022 και β) την από 16-2-2009 υπεύθυνη δήλωσή της, όπου η ίδια (πρώτη εναγόμενη) φέρεται επίσης να δηλώνει ότι έχει λάβει από τον ενάγοντα, το ποσό των 200.000 ευρώ και περαιτέρω ότι ‘’..θα κάνουμε τα οριστικά συμβόλαια όταν ο κ. ….. με ειδοποιήσει να πάμε σε συμβολαιογράφο. Αν δεν πάμε θα κάνει συμβόλαια μόνος του’’. Η πρώτη εναγόμενη στις από 6-6-2011 έγγραφες εξηγήσεις της ενώπιον του Πταισματοδίκη Σαλαμίνας, κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, αρνήθηκε το περιεχόμενο της ώς άνω έγκλησης και υπέβαλλε μήνυση για πλαστογραφία, ισχυριζόμενη ότι οι ανωτέρω υπεύθυνες δηλώσεις είναι πλαστές. Οι εν λόγω δε υπεύθυνες δηλώσεις είναι συμπληρωμένες με μηχανικό μέσο και όχι χειρόγραφες. Η μόνη χειρόγραφη λέξη σε αυτές είναι η λέξη ‘’………..’’, που έχει τεθεί ως υπογραφή της πρώτης εναγόμενης κάτω από το Ο/Η Δηλ. Για την υπογραφή αυτή και στις δύο υπεύθυνες δηλώσεις διενεργήθηκαν τέσσερεις πραγματογνωμοσύνες και συντάχθηκαν οι αντίστοιχες εκθέσεις από τους πραγματογνώμονες, ήτοι η από 9-11-2011 έκθεση του ………, η από 29-11-2011 έκθεση της ………., η από 1-2-2012 έκθεση της ……… και η από 3-12-2012 έκθεση του ……. και επί πλέον μία ακόμη δικαστική πραγματογνωμοσύνη του πραγματογνώμονα …………, (για την οποία συντάχθηκε η υπ΄αρ. …../2012 έκθεση πραγματογνωμοσύνης αυτού) σχετικά με την υπεύθυνη δήλωση με ημερομηνία 20-1-2009, που διατάχθηκε με την υπ’αρ. 5764/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της ανακοπής του ενάγοντος κατά της υπ’αρ. …../2011 διαταγής απόδοσης χρήσης μισθίου λόγω μη πληρωμής των μισθωμάτων, που είχε εκδοθεί εναντίον του, κατόπιν σχετικής αίτησης της πρώτης εναγόμενης. Οι τέσσερεις πρώτες ως άνω πραγματογνωμοσύνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, οι υπογραφές στις προαναφερθείσες υπεύθυνες δηλώσεις είναι γνήσιες και έχουν τεθεί δια χειρός της πρώτης εναγόμενης, ενώ η πέμπτη εξ αυτών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπογραφή στην από 19-1-2009 υπεύθυνη δήλωση, που αφορά στα μισθώματα, είναι πλαστή. Εκδόθηκε δε, ακολούθως, η υπ΄αρ. 6041/2013 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, ήδη αμετάκλητη, η οποία στηριζόμενη στην πρώτη εκ των δύο υπεύθυνων δηλώσεων, για τη μη πλαστότητα της υπογραφής των οποίων είχαν αποφανθεί οι ανωτέρω τέσσερεις πραγματογνωμοσύνες, έκρινε ότι είχαν εξοφληθεί τα επίδικα μισθώματα και έκανε δεκτή την ανακοπή, ακυρώνοντας την ως άνω ανακοπτόμενη διαταγή. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι, ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της έφεσής του υποστηρίζει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη, παραβίασε το δεδικασμένο που παράγεται από την ανωτέρω (υπ΄αρ.6041/2013) απόφαση. Όμως, ο λόγος αυτός της έφεσης δεν ευσταθεί, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα διαφοράς της εν λόγω υπόθεσης με την ένδικη, καθώς η πρώτη αφορούσε στα φερόμενα ως οφειλόμενα μισθώματα και όχι στο ποσό, που ισχυρίζεται ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του, ότι κατέβαλε στις εναγόμενες στα πλαίσια της επικαλούμενης από αυτόν συμφωνίας τους για πώληση του μίσθιου ακινήτου στον ίδιο. Ακόμη, με βάση τα πορίσματα των ίδιων εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, ασκήθηκε ποινική δίωξη, αρχικά μόνο κατά της πρώτης εναγόμενης για υπεξαίρεση και για κακουργηματική απάτη και στη συνέχεια για κακουργηματική απάτη κατά της δεύτερης εναγόμενης, επειδή ο ενάγων στο από 22-4-2013 υπόμνημά του ενώπιον του 5ου τακτικού Ανακριτή Πειραιώς, ισχυρίσθηκε ότι, η πρώτη εναγόμενη του παρέστησε ψευδώς, τόσο κατά τη συμφωνία περί πώλησης του μισθωμένου ακινήτου όσο και κατά το χρόνο καταβολής του τιμήματος των 200.000 ευρώ, στις 16-2-2009, ότι είναι αποκλειστική κυρία του εν λόγω ακινήτου, αν και ήταν μόνο επικαρπώτρια αυτού. Οι εναγόμενες αθωώθηκαν σχετικά με τις ανωτέρω πράξεις για τις οποίες κατηγορούνταν, με την υπ’ αρ. 557/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, επί της οποίας δεν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο και η οποία λαμβάνεται υπόψη ελεύθερα από το παρόν Δικαστήριο ως δικαστικό τεκμήριο.
Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο, κρίνει ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατέβαλε στις εναγόμενες το επικαλούμενο στην αγωγή του ποσό (που αναφέρεται στην ως άνω από 16-2-2009 υπεύθυνη δήλωση), ήτοι των 200.000 ευρώ ως τίμημαγια τη συμφωνηθείσαπώληση του μίσθιου ακινήτου σε αυτόν. Ειδικότερα, δεν υπακούει στην κοινή λογική, αλλά ούτε ο ενάγων κι οι ως άνω μάρτυρές του στην προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωσή τους, εξηγούν, τουλάχιστον πειστικά, πώς, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη έντονη αντιδικία του με τις εναγόμενες και συγκεκριμένα ο ενάγων είχε ασκήσει έφεση, την οποία επέδωσε στις τελευταίες στις 19-1-2009,κατά της ως άνω υπ΄αρ.74/2008 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων νομής του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας στην οποία είχε ηττηθεί πρωτοδίκως, καθώς επίσης του είχε ήδη κοινοποιηθεί, από τις εναγόμενες, η προαναφερθείσα τακτική αγωγή τους περί νοµής στις 9-1-2009, εντούτοις, αυτός συμφώνησε με την πρώτη εναγόμενη να αγοράσει το εν λόγω ακίνητο και μάλιστα, την εμπιστεύτηκε και της κατέβαλε στις 20-1-2009 το ποσό των 96.000 ευρώ για την εξόφληση όλων των µισθωµάτων έως το έτος 2022 (σύµφωνα µε το περιεχόµενο της από 20-1-2009 υπεύθυνης δήλωσης) και στη συνέχεια, κατά τους ισχυρισμούς του, κατέβαλε στην ίδια στις 16-2-2009 το ποσό των 200.000 ευρώ ως τίµηµα πώλησης του µίσθιου ακινήτου (σύµφωνα µε το περιεχόµενο της από 16-2-2009 υπεύθυνης δήλωσης), χωρίς να συνταχθεί κάποιο προσύμφωνο ή έστω να λάβει κάποια άλλη εξασφάλιση, παρά µόνο τις δύο ‘’υπεύθυνες δηλώσεις’’ της πρώτης εναγόμενης ………, συµπληρωµένες στο σύνολό τους µε µηχανικό µέσο και όχι χειρόγραφα και χωρίς καν τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής της από αρµόδια αρχή. Αυτό, πέραν του ότι είναι περίεργο, καθώς εκκρεμούσε η μεταξύ τους αντιδικία, δεν συνάδει και με τον τρόπο που ενεργεί ένας επιχειρηματίας, όπως ο ενάγων, με συναλλακτική εμπειρία. Εξάλλου, αν και δεν ασκεί ουσιαστική επιρροή στην παρούσα δίκη το σχετικό γεγονός, αίολος είναι και ο ισχυρισμός του ενάγοντος, σύμφωνα με τον οποίο, πριν καταβάλει, όπως υποστηρίζει το ως άνω ποσό, έλεγξε το Κτηµατολόγιο, όπου δεν είχε εγγραφεί το ανωτέρω αναφερθέν υπ΄αρ. …../1994 συµβόλαιο γονικής παροχής (με το οποίο η πρώτη εναγόμενη μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα αυτού στην δεύτερη εναγόμενη κόρη της) και έτσι θεώρησε ότι η πρώτη εναγόμενη ήταν αποκλειστική κυρία του µίσθιου ακινήτου. Κι αυτό διότι, προέκυψε ότι ο ενάγων γνώριζε ήδη από τον Νοέμβριο του έτους 2008, κατά τη συζήτηση της ανωτέρω αναφερόµενης αίτησης ασφαλιστικών µέτρων νοµής εναντίον του, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαµίνας (όπου αναφέρει στο σημείωμά του: ‘’… άλλωστε και οι ίδιες οι αιτούσες συνομολογούν στην υπό κρίση αίτηση, ότι η πρώτη από αυτές (ενν. πρώτη εναγόμενη) είναι επικαρπώτρια και των δύο οικοπέδων και κατά συνέπεια η μόνη δικαιούμενη να προβεί σε εκμίσθωσή τους …’’), ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της φερόµενης καταβολής του τιµήµατος (16-2-2009), την ύπαρξη του ως άνω συµβολαίου γονικής παροχής, το οποίο, ναι µεν δεν είχε καταχωρηθεί εκ παραδροµής στο Κτηµατολογικό Γραφείο Σαλαµίνας, πλην όµως είχε νόµιµα µεταγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαµίνας στον τόµο … µε αριθµό …… Ο ενάγων παραπονείται με τον ένατο και δέκατο τρίτο (και τελευταίο) λόγο της έφεσής του, ότι, μη ορθώς η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη – εφεσίβλητη του εκμίσθωσε το μίσθιο ακίνητο ως επικαρπώτρια, ενώ στο από 1-5-2007, συμφωνητικό αναφερόταν ότι της ανήκει κατά αποκλειστική κυριότητα, καθώς επίσης ότι κακώς έκρινε ότι αυτός (ενάγων) γνώριζε ήδη τουλάχιστον από τη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, κατά τα προαναφερθέντα, ότι αυτή ήταν επικαρπώτρια και όχι πλήρης κυρία του μίσθιου ακινήτου, διότι η δίκη αυτή αφορούσε το όμορο ακίνητο και όχι το μίσθιο. Όμως, εκτός του ότι ο ενάγων υποστήριζε στην ως άνω δίκη ότι πρόκειται για ένα ενιαίο ακίνητο, το δε ιδιοκτησιακό καθεστώς ήταν εύκολο να διαπιστωθεί από τον έλεγχο στο Υποθηκοφυλακείο, που είχε μεταγραφεί, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, το εν λόγω συμβόλαιο μεταβίβασης της ψιλής κυριότητας του μίσθιου ακινήτου από την πρώτη εναγόμενη στη δεύτερη – κόρη της, σε κάθε περίπτωση, όπως επίσης προεκτέθηκε, δεν ασκεί ουσιαστική επιρροή η κρίση αυτή στην ένδικη υπόθεση, στην οποία το κρίσιμο ζήτημα είναι, αν καταβλήθηκε από τον ενάγοντα στις εναγόμενες το επικαλούμενο από αυτόν ποσό των 200.000 ευρώ. Η πρώτη εναγόμενη, άλλωστε, ως επικαρπώτρια δικαιούτο να εκμισθώσει το ακίνητο. Ακόμη, αξιοπερίεργο τυγχάνει, ότι για πρώτη φορά, το Μάρτιο του 2011, ήτοι μετά την πάροδο δύο και πλέον ετών από της καταβολής, πάντα κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, εκ μέρους του, του ποσού των 200.000 ευρώ, το οποίο βέβαια δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, κάλεσε εγγράφως την πρώτη εναγόμενη να προσέλθει για την υπογραφή των συμβολαίων. Ο ενάγων υποστηρίζει, με το δέκατο λόγο της έφεσής του, ότι είναι δικαίωμά του να επιλέξει πότε θα γίνει το συμβόλαιο και δεν θα απολογηθεί γι αυτό. Ωστόσο, οι ενέργειές του εκτιμώνται από το Δικαστήριο για τη συναγωγή συμπερασμάτων ως προς την απόδειξη των επικαλούμενων από αυτόν γεγονότων. Πέραν τούτου, ο ενάγων δεν προσκομίζει κάποιο παραστατικό τράπεζας, από όπου να προκύπτει η ανάληψη του εν λόγω ποσού από κάποιο λογαριασμό του, καθώς θεωρείται απίθανο, να είχε αυτός ένα τόσο μεγάλο ποσό στην οικία του και ιδιαίτερα κατά το χρόνο της επικαλούμενης από αυτόν καταβολής του, ήτοι το Φεβρουάριο του 2009, πριν δηλ. την έναρξη της οικονομικής κρίσης, που η πρακτική φύλαξης χρημάτων εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων, ήταν εντελώς ασυνήθιστη. Οι δε πωλήσεις μετοχών του που αναφέρει, προσκομίζοντας αποδεικτικά σχετικής εντολής, αφορούν στο έτος 2006, ήτοι τρία έτη πριν την επίμαχη φερόμενη καταβολή. Συνεπώς και το παρόν Δικαστήριο, καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι δεν αποδείχθηκε ότι, ο ενάγων κατάβαλε το αναφερόμενο στην αγωγή του ποσό (των 200.000 ευρώ) στις εναγόμενες ως τίμημα για την αγορά του ως άνω μίσθιου ακινήτου, γεγονός για το οποίο αυτός φέρει το βάρος της απόδειξης. Οι δε επικαλούμενες από αυτόν, προς επίρρωση του ισχυρισμού του, υπεύθυνες δηλώσεις, ναι μεν φέρουν την υπογραφή της πρώτης εναγόμενης, αλλά το Δικαστήριο, θεωρεί πειστική την εξήγηση της τελευταίας περί αυτού, ήτοι ότι ο ενάγων της είχε εµφανίσει δύο υπεύθυνες δηλώσεις λευκές ως προς το περιεχόµενο και της είχε ζητήσει να της υπογράψει, προκειµένου να τις χρησιµοποιήσει στη ΔΕΗ και στην ΕΥΔΑΠ, όπως κρίθηκε και από το ποινικό Δικαστήριο, στην ως άνω υπ΄αρ. 557/2017 απόφασή του, η οποία, όπως προεκτέθηκε, λαμβάνεται ελεύθερα υπόψη από το παρόν πολιτικό Δικαστήριο ως δικαστικό τεκμήριο, όπου το περιστατικό αυτό, επιβεβαίωσε κι o εξετασθείς ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, µάρτυρας ………., η κατάθεση του οποίου περιέχεται στην ως άνω απόφαση. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, ότι η πρώτη εναγόμενη δεν είχε γνώση του περιεχομένου των δηλώσεων, που έφεραν την υπογραφή της, και ειδικότερα της δεύτερης εξ αυτών, επίμαχης στην παρούσα δίκη, (από 16-2-2009) υπεύθυνης δήλωσης, το οποίο συμπληρώθηκε αργότερα, ενισχύεται από το γεγονός ότι το εν λόγω περιεχόμενο είναι, όπως προεκτέθηκε γραμμένο με μηχανικό μέσο, καθώς επίσης και από το ότι ο ενάγων δεν τις εμφάνισε από την αρχή, αλλά προϊούσης της μεταξύ τους αντιδικίας. Με τον έβδομο λόγο της κρινόμενης έφεσης, ο ενάγων – εκκαλών υποστηρίζει ότι, κατά παράβαση των άρθρων 395 και 393 παρ.2 ΚΠολΔ, η απόδειξη του περιεχομένου της από 16-2-2009 υπεύθυνης δήλωσης, έγινε από την εκκαλουμένη, με δικαστικά τεκμήρια. Εντούτοις, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η απαγόρευση, από τις διατάξεις των ως άνω άρθρων, απόδειξης με μάρτυρες και με δικαστικά τεκμήρια κατά του περιεχόμενου εγγράφου, προϋποθέτει ακριβώς την ύπαρξη γνήσιου και έγκυρου κατά τα λοιπά εγγράφου (Εφ.Αθ. 2068/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Βαθρακοκοίλη Ερμ.ΚΠολΔ, άρθρο 393 παρ.40). Εν προκειμένω, ενόψει του ισχυρισμού των εναγόμενων – εφεσίβλητων, τον οποίο δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αλλά και το παρόν, ότι η επ΄ αυτής (ως άνω υπεύθυνης δήλωσης) δήλωση βουλήσεως δεν προέρχεται από την εκδότιδά της, οπότε και χορηγείται σε αυτήν ως ενιστάμενη δικαίωμα ανταπόδειξης, η οποία συνίσταται στην απόδειξη του ισχυρισμού της αυτού και με δικαστικά τεκμήρια και με μάρτυρες (Εφ.Αθ.1542/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μπέη Ερμ.ΚΠολΔ, σελ. 1751). Με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, ο ενάγων υποστηρίζει ότι, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παραβίασε το άρθρο 457 παρ.3 ΚΠολΔ, διότι, εφόσον οι υπογραφές στις εν λόγω υπεύθυνες δηλώσεις αποδείχθηκαν γνήσιες, έπρεπε να θεωρηθεί γνήσιο και το περιεχόμενό τους, αφού δεν προσβλήθηκε ως πλαστό. Ωστόσο, όπως σαφώς αναφέρεται στις πρωτόδικες (από 18-2-2018) έγγραφες προτάσεις των εναγόμενων αυτές αρνούνται τη γνησιότητα του περιεχομένου των δηλώσεων αυτών και ισχυρίζονται ότι συμπληρώθηκαν εκ των υστέρων ως προς το κείμενό τους από τον ενάγοντα. Οπότε, ο ως άνω λόγος δεν τυγχάνει βάσιμος, όπως επίσης και ο τρίτος λόγος της έφεσης, περί λήψης υπόψη πραγμάτων που δεν προτάθηκαν, αλλά και ο τέταρτος λόγος αυτής περί παραδοχής πραγμάτων ως αληθινών χωρίς απόδειξη, σχετικά με την κρίση της εκκαλουμένης ότι, οι επίμαχες δηλώσεις εμφανίστηκαν λευκές από τον ενάγοντα στην πρώτη εναγόμενη και της ζήτησε να τις υπογράψει προκειμένου για τις χρησιμοποιήσει ως μισθωτής στη ΔΕΗ και την ΕΥΔΑΠ, τις συμπλήρωσε δε, ως προς το περιεχόμενό τους, αργότερα. Η κρίση δε αυτή του Δικαστηρίου επιρρωνύεται και από τα αναφερόμενα στην υπ΄αρ. 557/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, που, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, λαμβάνεται παραδεκτά υπόψη από το Δικαστήριο ως δικαστικό τεκμήριο. Εξάλλου, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο πέμπτος λόγος της έφεσης με τον οποίο ο ενάγων – εκκαλών ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας ως προς τη νόθευση του περιεχομένου των υπεύθυνων δηλώσεων, διότι, αντίθετα με τα όσα ο εκκαλών αναφέρει, είναι σαφές από τα αναγραφόμενα στην εκκαλουμένη, ότι σε αυτόν αποδίδεται η εν λόγω ενέργεια, ο οποίος άλλωστε τις εμφάνισε και είχε συμφέρον από το περιεχόμενότους. Δεν συνιστά δε έλλειψη αιτιολογίας, η μη αναφορά της ακριβούς ημερομηνίας που έλαβε χώρα η συμπλήρωσή τους, ούτε τι ακριβώς συμφώνησαν οι διάδικοι για την ΕΥΔΑΠ και ΔΕΗ και πότε, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών. Τέλος, το γεγονός ότι οι εναγόμενες είχαν αρχικά προβάλλει την πλαστότητα των υπογραφών στις εν λόγω υπεύθυνες δηλώσεις, δεν συνιστά κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι, τελικά, το περιεχόμενό τους είχε εκ των υστέρων συμπληρωθεί, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών στον δωδέκατο λόγο της έφεσής του. Ο ενάγων με τον έκτο λόγο της έφεσής του υποστηρίζει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την υπ΄αρ…./2013 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, που απέρριψε την προαναφερθείσα από 6-6-2011 έγκληση των νυν εναγόμενων εναντίον του για πλαστογραφία των προεκτεθέντων επίμαχων υπεύθυνων δηλώσεών τους. Όμως, πέραν του γεγονότος ότι η Διάταξη αυτή λαμβάνεται ελεύθερα υπόψη από το Δικαστήριο, ο Εισαγγελέας, στην ως άνω Διάταξή του, επικεντρώθηκε στο θέμα της γνησιότητας ή μη των υπογραφών των εν λόγω δηλώσεων, που, με βάση τις διενεργηθείσες παραπάνω αναφερθείσες πραγματογνωμοσύνες, ήταν γνήσιες, οπότε και απέρριψε την έγκληση, χωρίς να εξετασθεί το περιεχόμενο αυτών, ζήτημα που δεν είχε εισέτι προκύψει. Οπότε ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί. Περαιτέρω, για τους ίδιους λόγους, ούτε ο ενδέκατος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων – εκκαλών, ότι με την κρίση της η εκκαλουμένη παραβίασε το τεκμήριο αθωότητάς του, που πηγάζει από το υπ΄αρ. 419/2016 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς με το οποίο κηρύχθηκε απαράδεκτη η ποινική δίωξη σε βάρος του για κακουργηματική πλαστογραφία των ανωτέρω δηλώσεων, ευσταθεί, διότι, δεν δεσμεύεται το αστικό Δικαστήριο από τις εκδοθείσες στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας αποφάσεις, τις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, εκτιμά ελεύθερα ως δικαστικά τεκμήρια. Εξάλλου, ο όγδοος λόγος της έφεσης περί μη λήψης υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της υπ΄αρ. ……../2017 ένορκης βεβαίωσης των μαρτύρων ……… και . ……, αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι, εκτός του ότι, μετά την τροποποίηση των σχετικών διατάξεων του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015, δεν είναι πλέον απαραίτητη η ρητή αναφορά της στην εκκαλουμένη, εναπόκειται δε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, ποιο από τα αποδεικτικά στοιχεία θα δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα, σε κάθε περίπτωση το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εκτιμά εκ νέου όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά στοιχεία, έλαβε δε υπόψη του την ένορκη αυτή βεβαίωση των ως άνω μαρτύρων του εκκαλούντος -ενάγοντος, όπως γίνεται ρητή μνεία παραπάνω, ανεξάρτητα του ότι δεν θεώρησε πειστικά όσα αναφέρονται σε αυτήν.
Εποµένως, σύµφωνα µε όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατέβαλε στις εναγόμενες το αναφερόμενο στην αγωγή του ποσό για την ως άνω αιτία, οπότε αυτή (αγωγή) ως προς την κύρια βάση της, τόσο ως προς το κύριο αίτημά της όσο και το επικουρικό, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά βάσιμη. Τέλος, όσον αφορά στην επικουρική βάση της αγωγής, την επιχειρούμενη να στηριχθεί τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, με την οποία δεν ασχολήθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, θεωρούμενη ότι απορρίφθηκε σιγή από αυτό, πέραν της νομικής αβασιμότητάς της, καθώς δεν γίνεται επίκληση ή αναφορά από τον ενάγοντα διαφορετικών πραγματικών περιστατικών από αυτά της κύριας, περί αδικοπραξίας, βάση της, (ΑΠ 170/2016, ΑΠ 449/2014, Εφ.Αθ. 70/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν ήθελε υποτεθεί νόμιμη, είναι απορριπτέα στην ουσία της, διότι, εφόσον, κατά τα αναλυτικά προαναφερθέντα, δεν προέκυψε ότι καταβλήθηκε από τον ενάγοντα στις εναγόμενες το επικαλούμενο από αυτόν ποσό των 200.000 ευρώ, δεν τίθεται θέμα αντίστοιχου πλουτισμού των τελευταίων και δη αδικαιολόγητου.
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έστω με λιγότερο εκτενή αιτιολογία, την οποία, το παρόν δικαστήριο επιτρεπτώς συμπληρώνει (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, πρέπει ν΄ απορριφθεί κατ΄ ουσία. Τα δε δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, να επιβληθούν εις βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ), όπως αυτά ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, ενώ τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του αναφερόμενου επίσης στο διατακτικό, παραβόλου που κατέθεσε ο εκκαλών στο Δημόσιο ταμείο, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση κατά της υπ’αρ. 1453/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά την έφεση .
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, το κατατεθέν από τον εκκαλούντα, παράβολο (e-παράβολο με αρ. ………/ 2019), ποσού εκατό (100) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 4-12- 2020 απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ