Πολιτική δικονομία. Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή του αιτήματος της αγωγής, όπως η επέκτασή του, και το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Διατροφή ανηλίκων τέκνων. Στην περίπτωση, που με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνον το μέρος, το οποίο κατά την άποψη του ενάγοντος πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού και του άλλου γονέα (του μη εναγομένου), ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση και ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως.
Αριθμός 272 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα E.T.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 4794/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 592 παρ. 3, 593 – 602, 610 – 613 του ΚΠολΔ, επί Α)της από 11-11-2016 (υπ’ αριθ. ………./11-11-2016 εκθέσεως καταθέσεως) αγωγής της ενάγουσας (εναγομένης) και ήδη εφεσίβλητης και Β)της συνεκδικασθείσας από 23-12-2016 (υπ’ αριθ. …………../23-12-2016 εκθέσεως καταθέσεως) αγωγής του ενάγοντος (εναγομένου) και ήδη εκκαλούντος, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο, και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι για την άσκηση της έφεσης αυτής έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, χωρίς, όμως, να απαιτείται (άρθρο 495 παρ. 2 εδ. τελευταίο). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρα 533 και 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει, να εξετασθούν ως προς τη βασιμότητά τους και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, τους οποίους ο εκκαλών, παραδεκτώς (άρθρο 591 παρ. 1 εδ. ζ΄ του ΚΠολΔ), άσκησε, με ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην εφεσίβλητη (βλ. την υπ’ αριθ. …../4-2-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………….), ενόψει του ότι αφορούν κεφάλαια της προαναφερθείσας οριστικής αποφάσεως, που έχουν προσβληθεί με την έφεση και σε κάθε περίπτωση συνέχονται αναγκαστικώς με αυτά (βλ. Χ. Τριανταφυλλίδη σε «Η ΕΦΕΣΗ» επιμ. Κ. Οικονόμου σελ. 158 επ. ), συνεκδικαζόμενοι με την ως άνω έφεση (άρθρα 31 και 246 του ΚΠολΔ).
Με την προαναφερθείσα υπό στοιχείο Α΄ αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, ζήτησε, όπως το αίτημα της αγωγής παραδεκτώς περιορίστηκε εν μέρει από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί, ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, με τον οποίο, ήδη, λύθηκε ο γάμος της, να της καταβάλλει για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους, των οποίων αυτή ασκεί την επιμέλεια, 1)……….. και 2)……….., το ποσό των 550 ευρώ και των 450 ευρώ, ως μηνιαία διατροφή τους, αντιστοίχως, και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει σ’ αυτήν (υπό την ως άνω ιδιότητά της), για την ίδια ανωτέρω αιτία (διατροφή) για λογαριασμό 1)της ………. το ποσό των 350 ευρώ και 2)του …………… το ποσό των 450 ευρώ, εντός των πέντε πρώτων ημερών κάθε μήνα, για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε χρηματικής παροχής. Επίσης, με την ανωτέρω υπό στοιχείο Β΄ αγωγή, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ζήτησε να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με τα προαναφερθέντα ανήλικα τέκνα του, κατά τις ημέρες και ώρες που αναφέρονται στην αγωγή, καθώς και να απειληθεί εις βάρος της εναγομένης (εφεσίβλητης) προσωπική κράτηση διάρκειας δύο (2) μηνών και χρηματική ποινή 2.000 ευρώ για κάθε παραβίαση της εκδοθησομένης απόφασης ως μέσον εκτέλεσης αυτής. Με την εκκαλούμενη απόφαση η ανωτέρω αγωγές, αφού συνεκδικάσθηκαν, έγιναν κατά ένα μέρος δεκτές, δηλαδή υποχρεώθηκε ο εναγόμενος – εκκαλών να καταβάλλει, εντός των πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, στην ενάγουσα, ως διατροφή σε χρήμα, το ποσό των 408 ευρώ για έκαστο από τα ανήλικα τέκνα του ……….. και ………….., υπό την ιδιότητά της ως ασκούσας την επιμέλεια αυτών και για λογαριασμό τους, προκαταβολικά και για χρονικό διάστημα τριών ετών, αρχόμενο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας χρηματικής δόσης έως την εξόφληση, επιπλέον ρυθμίστηκε το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας του ενάγοντος – εκκαλούντος με τα προαναφερθέντα ανήλικα τέκνα του, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην απόφαση αυτή (εκκαλουμένη). Κατά της ανωτέρω αποφάσεως παραπονείται ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεση του και τους πρόσθετους λόγους αυτής, που αφορούν σε λόγους, οι οποίοι στο σύνολο τους ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων και ζητεί: α)να εξαφανιστεί (μεταρρυθμισθεί) η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ως άνω υποχρέωση του σχετικώς με την καταβολή χρηματικής διατροφής στα προαναφερθέντα ανήλικα τέκνα του να περιορισθεί στο ποσό των 200 ευρώ για έκαστο αυτών και β)να μεταρρυθμισθεί, η προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά στο δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας του (εκκαλούντος) με τα προαναφερθέντα ανήλικα τέκνα του και ειδικότερα να ρυθμιστεί αυτό κατά τρόπον ώστε η σχετική επικοινωνία να είναι συχνότερη από αυτή, που καθορίστηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην έφεση.
Ι. Στο άρθρο 525 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Κάθε αίτηση που έχει υποβληθεί στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της έφεσης και της δευτεροβάθμιας δίκης και αν δεν έχει αποφανθεί γι’ αυτήν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο». Επίσης στο άρθρο 526 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Επιτρέπεται εξαιτίας γεγονότων που επήλθαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης να ζητηθεί, αντί για το αντικείμενο που ζητήθηκε αρχικά, άλλο ή η αξία του ή το διαφέρον». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι κάθε μεταβολή του αιτήματος της αγωγής στην κατ’ έφεση δίκη είναι καταρχήν απαράδεκτη, ανεξαρτήτως του εάν ο ενάγων έχει σ’ αυτήν τη θέση εκκαλούντος ή εφεσίβλητου, ενώ, αυτή επιτρέπεται μόνον στις αναφερόμενες στις διατάξεις αυτές εξαιρέσεις. Επίσης, ως αίτημα της αγωγής νοείται το ζητούμενο από το δικαστήριο ως προς την επικαλούμενη έννομη συνέπεια και την επιδιωκόμενη έννομη προστασία, ενώ, ως μεταβολή του (αιτήματος αγωγής) θεωρείται κάθε αλλαγή, επέκταση κλπ αυτού. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απαγόρευση της μεταβολής του αιτήματος της αγωγής διασφαλίζεται η υπεράσπιση του εναγομένου και το δικαίωμα ακρόασης του, ο οποίος βάσει της οριοθετημένης στην αγωγή έννομης σχέσης κατευθύνει την υπεράσπισή του. Επιπλέον, με τη σχετική ρύθμιση οριοθετείται η εξουσία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, περιοριζόμενη στο αγωγικό αίτημα που υποβλήθηκε πρωτοδίκως, σύμφωνα με τον κανόνα των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρο 12 του ΚΠολΔ). Τέλος, το εν λόγω απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, και ισχύει και στις ειδικές διαδικασίες (βλ. ΕφΠειρ 261/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 485/2008 ΕΦΑΔ 2008 578, ΕφΠειρ Μον 243/2016 ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΠολΔ» αρθρ. 526 αριθ. 7 σελ. 845, Αθ. Πανταζόπουλο εις «Η ΕΦΕΣΗ» επιμ. Κ. Οικονόμου σελ. 241 επ., Β. Βαθρακοκοίλη «Η έφεση» σελ. 470-471).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση, ο εκκαλών ζητεί, μεταξύ άλλων, να μεταρρυθμισθεί, η εκκαλούμενη απόφαση, και ειδικότερα να ρυθμιστεί το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας του (εκκαλούντος) με τα προαναφερθέντα ανήλικα τέκνα του κατά τρόπον ώστε αυτή να πραγματοποιείται, κατά τις ημέρες της εβδομάδος Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, όχι μόνον δύο φορές κάθε μήνα, συνολικά, όπως καθορίστηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, αλλά περισσότερες φορές, εναλλάξ με τη διαμονή τους στην οικία της εφεσίβλητης (μητέρας τους), δηλαδή, αφού, κατά τις ανωτέρω ημέρες της εβδομάδος (Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή), κάθε μήνα, τα ανήλικα τέκνα του διαμείνουν με την εφεσίβλητη (μητέρα τους), τις ίδιες ημέρες της αμέσως επόμενης εβδομάδος, κάθε μήνα, να διενεργείται η σχετική επικοινωνία με αυτόν, κ. ο. κ. . Ωστόσο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της ανωτέρω υπό στοιχείο Β΄ αγωγής, στο αίτημα αυτής ως προς την αντίστοιχη επικοινωνία του εκκαλούντος αναφέρεται ότι «… β)Κάθε δεύτερο ΠαρασκευοΣαββατοκύριακο του μήνα να μου τα παραδίδει [τα ανήλικα τέκνα] την Παρασκευή 17.30 η εναγομένη στην οικία μου και να επιστρέφω την Κυριακή και ώρα 21.00 στην οικία της εναγομένης …». Ως εκ τούτου, ο εκκαλών με την ως άνω αγωγή του είχε ζητήσει η σχετική επικοινωνία να πραγματοποιείται μόνον μία φορά μηνιαίως, κατά τις ημέρες της εβδομάδος Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, ενώ, με την ένδικη έφεσή του ζητεί, κατ’ επέκταση του αγωγικού αιτήματος, αυτή (επικοινωνία) να διενεργείται περισσότερες φορές μηνιαίως κατά τις προαναφερθείσες ημέρες της εβδομάδος, εναλλάξ, με τις αντίστοιχες ημέρες που τα ανήλικα τέκνα του θα διαμένουν με την εφεσίβλητη. Σημειωτέον ότι από την ως άνω διατύπωση του σχετικού αγωγικού αιτήματος, δεν μπορεί να συναχθεί, κατ’ εκτίμησή του, ότι αυτό περιλαμβάνει την ως άνω αιτούμενη με την έφεση ρύθμιση της εν λόγω επικοινωνίας, ενόψει του ότι στην αντίθετη περίπτωση δεν θα υπήρχε στην αγωγή η ανωτέρω αναφορά περί της διενέργειας αυτής μηνιαίως, άπαξ, κατά τις προαναφερθείσες ημέρες της εβδομάδος («… Κάθε δεύτερο ΠαρασκευοΣαββατοκύριακο του μήνα …»), αλλά θα αναφέρονταν σ’ αυτή (αγωγή) οι αντίστοιχες ημέρες πλεοναστικώς (π.χ. «κάθε δεύτερο, τέταρτο και τελευταίο ΠαρασκευοΣαββατοκύριακο κάθε μήνα» ή «το ΠαρασκευοΣαββατοκύριακο κάθε δεύτερης εβδομάδας μηνιαίως»), επιπλέον, θα έπρεπε να περιέχεται η λέξη «εναλλάξ». Επομένως, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), στην κατ’ έφεση δίκη είναι απαράδεκτη κάθε μεταβολή του αιτήματος της αγωγής, όπως εν προκειμένω της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγής, η ένδικη έφεση, όσον αφορά στο μέρος της, με το οποίο ο εκκαλών ζητεί τη μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, ως προς το κεφάλαιό της περί ρυθμίσεως του δικαιώματος επικοινωνίας του (εκκαλούντος) με τα προαναφερθέντα ανήλικα τέκνα του, είναι απορριπτέα.
Εξάλλου, ο εκκαλών, με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προτάσεις του, ισχυρίζεται ότι η ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή είναι αόριστη, γιατί δεν προσδιορίζονται με ακρίβεια σ’ αυτήν οι ανάγκες των δικαιούχων της επικληθείσας διατροφής, δηλαδή των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, ούτε τα ακριβή εισοδήματα της ενάγουσας (εφεσίβλητης) μητέρας τους. Όμως, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγής, αναφέρονται σ’ αυτήν οι κατ’ είδος ανάγκες των προαναφερθέντων ανηλίκων τέκνων, βάσει των οποίων προσδιορίζεται το ύψος της αιτούμενης διατροφής, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται αναλυτικώς το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη κάθε μιας απ’ αυτές, ούτε απαιτείται η αναφορά της οικονομικής δυνατότητας της ενάγουσας μητέρας τους, δοθέντος ότι το στοιχείο αυτό αποτελεί αντικείμενο ενστάσεως (βλ. ΑΠ 416/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 823/2000 ΕλλΔνη 2000 1599, ΕφΑθ 7546/2001 ΕλλΔνη 2003 996, ΕφΠειρ Μον 486/2015 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η ανωτέρω αγωγή (υπό στοιχείο Α΄) είναι ορισμένη, απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού του εκκαλούντος, ο οποίος είχε προβληθεί και πρωτοδίκως και είχε απορριφθεί (σιωπηρώς) με την εκκαλούμενη απόφαση.
ΙΙ. α. Από τις διατάξεις των άρθρων 1390, 1485, 1486, 1489 και 1493 του ΑΚ, προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν είτε έχει διακοπεί η συμβίωσή τους, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο έχουν κοινή υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμα και αν τούτο έχει περιουσία, εφόσον όμως τα εισοδήματα από αυτήν, ή το προϊόν της εργασίας του, ή άλλα τυχόν εισοδήματά του, δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται βάσει των αναγκών του τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη συντήρησή του έξοδα και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου. Εξάλλου, η κατά τα ως άνω υποχρέωση των γονέων προς διατροφή του τέκνου τους, βαρύνει αυτούς, κατά το άρθρο 1489 παρ. 2 του ΑΚ, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Η αναγωγή της υποχρεώσεως συνεισφοράς στις δυνάμεις των γονέων και τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής, σημαίνει θέσπιση υποχρεώσεως αυτών για εργασία, στο μέτρο της ατομικής και οικογενειακής δυνατότητάς τους. Περαιτέρω ο εναγόμενος, γονέας, προς καταβολή ολόκληρου του ποσού της διατροφής, μπορεί να επικαλεστεί κατ’ ένσταση, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε με την απόδειξη των στοιχείων της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάσει αυτής υποχρέωσης συνεισφοράς του άλλου γονέα. Η προβολή του ανωτέρω ισχυρισμού από τον υπόχρεο προς διατροφή εναγόμενο, λειτουργεί ως ένσταση και πρέπει να συντελεσθεί στο ακροατήριο, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά την έναρξη της συζητήσεως της υποθέσεως, με σχετική σαφή και ορισμένη δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Επίσης, σε περίπτωση μη υποβολής της σχετικής αυτής ενστάσεως, δεν δύναται το δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την οικονομική δυνατότητα του άλλου γονέα και να προσδιορίσει, ανάλογα με τις δυνάμεις του κάθε γονέα, το επιδικαστέο εις βάρος του εναγομένου ποσό της διατροφής. Στην περίπτωση, όμως, που με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνον το μέρος, το οποίο κατά την άποψη του ενάγοντος πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού και του άλλου γονέα (του μη εναγομένου), ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση. Στην περίπτωση αυτή ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα σχετικώς αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά (βλ. ΑΠ 416/2007 ο.π., ΑΠ 884/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 782/2003 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ Μον 486/2015 ο.π., ΕφΘεσ 2944/2004 ΝΟΜΟΣ).
β. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1389,1390, 1391 επ. του ΑΚ, 223, 224, 269 παρ. 2, 334, 525, 526 και 527 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι οι προϋποθέσεις επιδικάσεως διατροφής και ο καθορισμός της έκτασης και του ύψους αυτής κρίνονται από το χρόνο έγερσης της αγωγής ή επί αιτήματος για την επιδίκαση από την υπερημερία από το χρόνο επέλευσής της, το σχετικό πάντως δικαίωμα πρέπει να έχει γεννηθεί κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αγωγή, τα οποία πρέπει να έχουν συντελεσθεί μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, εκτίθενται απαραδέκτως με τις πρωτόδικες προτάσεις, την έφεση ή τις προτάσεις που υποβάλλονται στο εφετείο. Αντιθέτως, τα καταλυτικά γεγονότα του δικαιώματος, που ασκείται με τη σχετική αγωγή και οι αντενστάσεις, τα οποία δεν αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, που μεταβάλουν τη βάση της αγωγής, μπορούν να προταθούν μέχρι την τελευταία επί της ουσίας της υποθέσεως συζήτηση, τόσο στο πρωτοβάθμιο όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 269 παρ. 2 και 527 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα στη δίκη για την επιδίκαση διατροφής ο εναγόμενος, ως εκκαλών, μπορεί να προτείνει παραδεκτώς το πρώτον κατά την κατ’ έφεση δίκη οψιγενή ισχυρισμό (ένσταση), στηριζόμενο στην επελθούσα μεταβολή των προσδιοριστικών του ύψους της διατροφής στοιχείων, η οποία θα μπορούσε να έχει ως επακόλουθο την παύση ή τη μείωση του ποσού της διατροφής. Η προβολή της εν λόγω οψιγενούς ενστάσεως μπορεί να γίνει με το δικόγραφο της έφεσης ή των προσθέτων λόγων αυτής (βλ. ΑΠ 2070/2007 ΝοΒ 2008 290, ΑΠ 905/2005 ΕλλΔνη 2005 1078, ΕφΠειρ 292/2015 ΕλλΔνη 2018 148, ΕφΛαρΜον 106/2014 Δικογραφία 2015 312, ΕφΘρακ 74/2014 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως και της χωρίς όρκο εξέτασης των διαδίκων, που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι νομίμως προσκομισθείσες φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται), καθώς και των υπ’ αριθ. …/6-3-2019 και …./6-3-2019 ενόρκων βεβαιώσεων τρίτων, που συντάχθηκαν, με την επιμέλεια του εκκαλούντος, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών … .., κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της εφεσίβλητης (βλ. την υπ’ αριθ. …/1-3-2019 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, .. …), ενώ η υπ’ αριθ. …./21-9-2016 ένορκη βεβαίωση που συντάχθηκε, με την επιμέλεια του εκκαλούντος, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ενόψει του ότι συντάχθηκε για άλλη δίκη (βλ. ΟλΑΠ 8/2016 ΝοΒ 2016 1828, ΑΠ 99/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1988/2008 Δ 2009 532, ΑΠ 722/2004 ΕλλΔνη 47 1012), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο (πολιτικό) γάμο στο Κερατσίνι Αττικής, στις 6-3-2007, και απέκτησαν δύο τέκνα, την ………, που γεννήθηκε στις 17-4-2007 και τον …………, που γεννήθηκε στις 24-2-2009. Ήδη, ο ανωτέρω γάμος των διαδίκων λύθηκε, δυνάμει της υπ’ αριθ. 1075/2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (συναινετικό διαζύγιο), η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη (όπως συνομολογείται από τους διαδίκους). Επίσης, με το από 12-4-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων και επικυρώθηκε με την ανωτέρω απόφαση, η επιμέλεια των προαναφερθέντων ανηλίκων τέκνων τους ανατέθηκε στην εφεσίβλητη μητέρα τους, ρυθμίσθηκε η επικοινωνία αυτών με τον εκκαλούντα πατέρα τους και συμφωνήθηκε ο τελευταίος να καταβάλλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 700 ευρώ, μηνιαίως, ως διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους, για χρονικό διάστημα δύο ετών. Σημειωτέον ότι, μετά τη γέννηση του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων …, ενόψει του ότι, ήδη, είχε επέλθει η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τους, τα προαναφερθέντα ανήλικα τέκνα τους διαμένουν, συνεχώς, μαζί με την εφεσίβλητη στη πρώην συζυγική οικία στο Κερατσίνι Αττικής (οδός ………), η οποία της ανήκει κατά τη ψιλή κυριότητα, και έχει παραχωρηθεί, χωρίς αντάλλαγμα, η χρήση αυτής από τη μητέρα της (επικαρπώτρια), ενώ, ο εκκαλών διαμένει σε ιδιόκτητη οικία του στο Γαλάτσι Αττικής (οδός ……………….).
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τον ως άνω (υπό στοιχείο ΙΙβ) κρίσιμο χρόνο, τα προαναφερθέντα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, ήταν μαθητές δημόσιου δημοτικού σχολείου, χωρίς να έχουν υποχρέωση καταβολής σχετικών διδάκτρων. Ωστόσο, τα ανήλικα τέκνα αυτά λαμβάνουν πρόσθετη διδασκαλία και ειδικότερα: α)η ανήλικη … παρακολουθεί μαθήματα αγγλικής γλώσσας σε φροντιστήριο και χορού, για τα οποία απαιτείται η δαπάνη του ποσού των 50 ευρώ και των 44 ευρώ μηνιαίως, αντιστοίχως, και β)ο ανήλικος ….. . παρακολουθεί μαθήματα αγγλικής γλώσσας σε φροντιστήριο και πολεμικών τεχνών (ταε κβο ντο), για τα οποία απαιτείται η δαπάνη του ποσού των 50 ευρώ και των 44 ευρώ μηνιαίως, αντιστοίχως. Ακόμη, για την παροχή υπηρεσιών φύλαξης και μελέτης των προαναφερθέντων ανηλίκων απαιτείται η δαπάνη του ποσού των 145 ευρώ και 135 ευρώ, μηνιαίως, για την …… και τον ………., αντιστοίχως (βλ. τη σχετική βεβαίωση της εκπαιδευτικής επιχείρησης «……………»). Σημειωτέον ότι οι ως άνω δαπάνες, οι οποίες αφορούν τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, δεν κρίνονται υπερβολικές, καθόσον, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποτελούν συνήθεις δαπάνες της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας, αναγκαίες για την ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη των ανηλίκων τέκνων. Εξάλλου, τα προαναφερθέντα ανήλικα τέκνα των διαδίκων στερούνται περιουσίας και λόγω της ηλικίας τους και της μαθητικής ιδιότητάς τους δεν μπορούν να εργασθούν για να αποκτήσουν εισόδημα από εργασία, έτσι, η αντιμετώπιση των δαπανών για την εν γένει διαβίωση τους (διατροφή, ένδυση, εκπαίδευση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία, μετακίνηση κλπ) εξαρτάται αποκλειστικά από τους γονείς τους, κατά συνέπεια υπάρχει, καταρχήν, νόμιμη υποχρέωση των διαδίκων γονέων τους για τη διατροφή τους.
Επίσης, αποδείχθηκε ότι, κατά τον ως άνω (υπό στοιχείο ΙΙβ) κρίσιμο χρόνο, ο εκκαλών απασχολείτο ως υπάλληλος στην τραπεζική επιχείρηση με την επωνυμία «……….» (στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρηματικών Πιστώσεων), λαμβάνοντας μηνιαίως, καθαρές, αποδοχές ποσού 2.200 ευρώ περίπου (μεικτές 3.800 ευρώ περίπου, βλ. τις σχετικές βεβαιώσεις εκκαθάρισης μισθοδοσίας της προαναφερθείσας εργοδότριας εταιρίας). Ακόμη, την 1-10-2016, ο εκκαλών είχε καταρτίσει με το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «…………….» τη με την ίδια ημερομηνία «ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΕΡΓΟΥ ΕΠΙΒΛΕΨΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ», δυνάμει της οποίας ανατέθηκε από το ανωτέρω Ν.Π.Δ.Δ. σ’ αυτόν (εκκαλούντα), υπό την ιδιότητά του ως μέλους Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού, η επίβλεψη της εκπόνησης διπλωματικών εργασιών στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών Τραπεζική της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών, για το χρονικό διάστημα από 1-10-2016 μέχρι 31-7-2017, αντί αμοιβής συνολικού ποσού 2.800 ευρώ (βλ. την προαναφερθείσα από 1-10-2026 έγγραφη σύμβαση). Επιπλέον, ο εκκαλών διαθέτει ακίνητη περιουσία και συγκεκριμένα, εκτός της προαναφερθείσας οικίας του, έχει κατά ψιλή κυριότητα τρία ακίνητα, που βρίσκονται στην Κρήτη, και ειδικότερα μία ισόγεια μονοκατοικία εμβαδού 100 τ.μ. στα Χανιά (επί της οδού ……….), ένα διαμέρισμα του 1ου ορόφου, εμβαδού 30 τ.μ., στη θέση «…» του Δήμου Βάμου Χανίων και ένα ισόγειο κατάστημα, εμβαδού 80 τ.μ., στη θέση «…» του Δήμου Βάμου Χανίων (βλ. τη βεβαίωση περιουσιακής κατάστασης αυτού από 27-09-2016). Επιπροσθέτως, ο εκκαλών είναι ιδιοκτήτης δύο Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτων το ένα (1.596 κ.ε.) έτους πρώτης κυκλοφορίας 2002 και το άλλο (1.595 κ.ε.) έτους πρώτης κυκλοφορίας 1996 (βλ. τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2017 του εκκαλούντος). Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, ο εκκαλών διαμένει σε ιδιόκτητη οικία (επί της οδού ………., 1ος όροφος, στο Γαλάτσι Αττικής), συνακόλουθα επιβαρύνεται μόνον με τις λειτουργικές δαπάνες αυτής (κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, ύδατος, τηλεφωνίας, κοινόχρηστες δαπάνες κλπ), και με τη διατροφή του προσώπου του έτερου ανήλικου τέκνου του, …………, για την οποία καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των 250 ευρώ στην μητέρα της, καθώς και με τις εν γένει δαπάνες διατροφής, ένδυσης, ψυχαγωγίας, μετακίνησης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης αυτού. Ακόμη, ο εκκαλών έχει οφειλές προς τρίτο και συγκεκριμένα υποχρεούται στην καταβολή των μηνιαίων δόσεων διαφόρων δανείων (στεγαστικών, ατομικών, καταναλωτικών), τα οποία έλαβε από την «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.», οι οποίες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 650 ευρώ περίπου (βλ. την από 26-10-2006 ιδιωτική σύμβαση δανείου τοκοχρεολυτικού ευρώ 60.000 και τις σχετικές καταστάσεις τραπεζικών λογαριασμών). Σημειωτέον ότι οι ως άνω οφειλές του εκκαλούντος απλώς συνεκτιμώνται για τον προσδιορισμό των οικονομικών δυνατοτήτων του, χωρίς να αφαιρούνται από το εισόδημα του (βλ. ΑΠ 1330/2011, ΑΠ 471/2005, ΕφΠειρ 484/2014, ΕφΠειρ 243/2011, ΕφΠειρ 158/2006 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ο εκκαλών δεν διαθέτει κάποιο άλλο περιουσιακό στοιχείο, ούτε εισόδημα, εκτός από τα προαναφερθέντα.
Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι, κατά τον ως άνω (υπό στοιχείο ΙΙβ) κρίσιμο χρόνο, η εφεσίβλητη, η οποία έχει γνώσεις λογιστικής, απασχολείτο, ως μισθωτός, στη λογιστική επιχείρηση με την επωνυμία «………..», με μηνιαίες αποδοχές ποσού 586,08 ευρώ (βλ. την από 2017 βεβαίωση εργοδότη της προαναφερθείσας εταιρίας). Επιπλέον, η εφεσίβλητη διατηρούσε λογιστικό γραφείο στο Κερατσίνι Αττικής (επί της οδού …… . .), σε οικοδομή, όπου κατοικούν οι γονείς της, και του οποίου της έχει παραχωρήσει, χωρίς αντάλλαγμα, τη χρήση ο αδελφός της, και αναλάμβανε, ως ελεύθερος επαγγελματίας, την εκτέλεση διαφόρων λογιστικών εργασιών, από τις οποίες, κατά μέσο όρο, είχε κέρδος το ποσό των 300 ευρώ περίπου, μηνιαίως, ενόψει του ότι δεν βαρύνεται με δαπάνες σχετικού μισθώματος. Σημειωτέον ότι η τελευταία κρίση περί του ως άνω κέρδους της εφεσίβλητης από την προαναφερθείσα επαγγελματική δραστηριότητά της, δεν αναιρείται από το ότι αυτή (εφεσίβλητη) δεν έχει δηλώσει το σχετικό εισόδημα στην ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος, ενόψει του ότι σ’ αυτή (δήλωση) περιέχεται μόνον η αντίστοιχη δήλωση εκ μέρους της εφεσίβλητης και όχι το αποτέλεσμα του σχετικού ελέγχου αυτής από την αρμόδια αρχή. Άλλωστε, όπως προκύπτει από τα αντίγραφα των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος της εφεσίβλητης για τα έτη 2015, 2016 και 2017, η τελευταία εξακολουθούσε να ασκεί την προαναφερθείσα επαγγελματική δραστηριότητά της καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, ενώ αν δεν αποκέρδαινε κάποιο εισόδημα από αυτήν, όπως η εφεσίβλητη αβάσιμα ισχυρίζεται, δεν θα δικαιολογείτο η εξακολούθηση της άσκησής της, ούτε η χρήση του ανωτέρω ακινήτου της ιδιοκτησίας του αδελφού της, αλλά θα του παρέδιδε τη χρήση του για να το εκμισθώσει. Ωστόσο, δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι το ανωτέρω εισόδημα της εφεσίβλητης από την προαναφερθείσα επαγγελματική δραστηριότητά της είναι μεγαλύτερο, όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών, ενόψει του ότι, σε περίπτωση που ο κύκλος των σχετικών εργασιών ήταν μεγαλύτερος, η εφεσίβλητη δεν θα είχε συμφέρον να εξακολουθεί να παρέχει την ως άνω εξαρτημένη εργασία της, αλλά θα είχε διακόψει αυτήν και θα δραστηριοποιείτο αποκλειστικώς ως ελεύθερος επαγγελματίας, όμως, αυτό δεν συνέβη. Ακόμη, για την αποπεράτωση της ανωτέρω οικίας της εφεσίβλητης, αυτή έλαβε, το Σεπτέμβριο του έτους 2009, δάνειο από την «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», ποσού 100.000 ευρώ, για το οποίο όφειλε να καταβάλλει μηνιαίες δόσεις ποσού 1.170 ευρώ, όμως, προέκυψε ότι το ποσό των δόσεων αυτών καταβάλλονταν, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, από τη μητέρα της και όχι την εφεσίβλητη (βλ. την κατάθεση της μάρτυρος ………). Μάλιστα, κατά το σχετικό βάσιμο ισχυρισμό του εκκαλούντος, το δάνειο αυτό, ήδη, εξοφλήθηκε, τον Οκτώβριο του έτους 2017. Σημειωτέον ότι, από το Σεπτέμβριο του έτους 2017, η εφεσίβλητη συμβιώνει με τρίτο πρόσωπο (άνδρα) και αυτή (εφεσίβλητη), ήδη, διανύει την 35η εβδομάδα κύησης της με πιθανή ημερομηνία τοκετού του νέου τέκνου της την 23-3-2019 (βλ. τη σχετική βεβαίωση του ιατρού …………….). Επιπλέον, η εφεσίβλητη βαρύνεται με τις εν γένει δαπάνες διατροφής, ένδυσης, ψυχαγωγίας, μετακίνησης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης αυτής, καθώς και με τη συμμετοχή της στις δαπάνες που απαιτούνται για την διατροφή των προαναφερθέντων ανήλικων τέκνων της, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, διαμένουν μαζί της. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υφίσταται κάποια νομική υποχρέωση του προσώπου με το οποίο, κατά τα ως άνω, συμβιώνει η εφεσίβλητη, για τη συμμετοχή αυτού στις ανωτέρω δαπάνες της (εφεσίβλητης), όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα, ισχυρίζεται ο εκκαλών, ενόψει του ότι το ζήτημα αυτό αφορά στη σχέση φιλοξενίας του στην ανωτέρω οικία της εφεσίβλητης. Τέλος, η εφεσίβλητη δεν διαθέτει κάποιο άλλο περιουσιακό στοιχείο, ούτε εισόδημα, εκτός από τα προαναφερθέντα.
Σύμφωνα με τις προεκτεθείσες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις ως άνω ανάγκες των ανηλίκων τέκνων τους, η μηνιαία διατροφή των τελευταίων προσδιορίζεται στο ποσό των 500 ευρώ για το καθένα. Το ποσό αυτό επαρκεί για την κάλυψη των ως άνω αναγκών των προαναφερθέντων ανηλίκων τέκνων, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής και ανταποκρίνονται στις απαραίτητες ως προς την ηλικία τους δαπάνες για την εν γένει ανατροφή, συντήρηση και εκπαίδευσή τους, δηλαδή για διατροφή, ένδυση, εκπαίδευση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία, μετακίνηση κλπ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι η εν λόγω διατροφή ανέρχεται στο ποσό των 544 ευρώ για κάθε ανήλικο τέκνο, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) λόγο της υπό κρίση εφέσεως. Περαιτέρω, από το ως άνω ποσό (500 ευρώ) ο εκκαλών – εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει ως μηνιαία διατροφή για τα προαναφερθέντα ανήλικα τέκνα του το ποσό των 370 ευρώ για κάθε ανήλικο τέκνο, ενόψει του ότι το υπόλοιπο, δηλαδή το ποσό των 130 ευρώ, αποτελεί την ανάλογη συνεισφορά της ενάγουσας μητέρας τους. Σημειωτέον ότι ποσό αυτό (370 ευρώ) ελάχιστα διαφέρει από αυτό (700:2=350 ευρώ), το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, είχε συμφωνηθεί από τους διαδίκους να καταβάλλει για την ίδια αιτία ο εκκαλών – εναγόμενος, δυνάμει του ανωτέρω από 12-4-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι ο εκκαλών – εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει ως μηνιαία διατροφή για τα προαναφερθέντα ανήλικα τέκνα του το ποσό των 408 ευρώ για το καθένα, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) λόγο της υπό κρίση εφέσεως. Σημειωτέον ότι, ανεξαρτήτως της σχετικής ένστασης (άρθρο 1489 παρ. 2 ΑΚ), που προέβαλε πρωτοδίκως ο εκκαλών – εναγόμενος, η οποία επαναφέρεται με την έφεση, ο ως άνω συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων διαδίκων, διενεργείται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, καθόσον με την ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του κάθε δικαιούχου τέκνου, αλλά μόνον το μέρος, το οποίο κατά την άποψη της εφεσίβλητης – ενάγουσας πρέπει να βαρύνει τον εκκαλούντα – εναγόμενο, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού (εναγομένου) και της δικές της (ενάγουσας), όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο ΙΙα). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η προαναφερθείσα συνεισφορά της εφεσίβλητης – ενάγουσας διενεργείται με την παροχή των υπηρεσιών της, που αφορούν την προσωπική ενασχόλησή της με την περιποίηση και φροντίδα των ανηλίκων τέκνων της, η οποία αποτιμάται σε χρήμα, με την παροχή στέγης σ’ αυτά (συμπεριλαμβανομένων των συναφών δαπανών της συνοίκησης) και από τα ως άνω εισοδήματά της.
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε μερικώς την άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή και υποχρέωσε τον εκκαλούντα – εναγόμενο να καταβάλλει στην εφεσίβλητη – ενάγουσα, υπό την ως άνω ιδιότητά της, το προαναφερθέντα ποσό (408 ευρώ για κάθε ανήλικο τέκνο), κατά τους σχετικούς βάσιμους (μερικώς) λόγους της εφέσεως, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, αποκλειστικώς, ως προς το μέρος της, το οποίο αφορά στην ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή, αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), ως προς το ως άνω μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή η υπό στοιχείο Α΄ αγωγή και να υποχρεωθεί ο εκκαλών – εναγόμενος να καταβάλλει στην εφεσίβλητη – ενάγουσα, με την ιδιότητά της ως ασκούσας την επιμέλεια των προαναφερθέντων ανηλίκων τέκνων της και για λογαριασμό τους, ως μηνιαία διατροφή τους, το ποσό των 370 ευρώ για το κάθε τέκνο, δηλαδή την …………. και τον ………….., εντός των πρώτων πέντε ημερών κάθε μήνα, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από την επομένη (ημέρα) επίδοσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε ως άνω χρηματικής παροχής έως την εξόφλησή της. Εξάλλου, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – ενάγουσας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρο 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), εις βάρος του εκκαλούντος – εναγομένου (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ), συνυπολογιζομένων των προκαταβληθέντων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε (ανεξαρτήτως της σχετικής υποχρεώσεως) για την άσκηση της εφέσεως στον εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.
Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 4794/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αποκλειστικώς, ως προς το μέρος της, το οποίο αφορά στην αναφερθείσα στο σκεπτικό, υπό στοιχείο Α΄ , από 11-11-2016 (υπ’ αριθ. …………../2016 έκθεσης κατάθεσης) αγωγή.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, ως προς το ως άνω μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
Δέχεται κατά ένα μέρος την ανωτέρω (υπό στοιχείο Α΄) αγωγή.
Υποχρεώνει τον εκκαλούντα – εναγόμενο να καταβάλλει, εντός των πρώτων πέντε ημερών κάθε μήνα, στην εφεσίβλητη – ενάγουσα, υπό την ιδιότητά της ως ασκούσας την επιμέλεια των ακολούθως αναφερομένων ανηλίκων τέκνων της και για λογαριασμό τους, ως μηνιαία διατροφή τους, το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα (370) ευρώ για έκαστο τέκνο, δηλαδή των ………. και . ….., για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από την επομένη (ημέρα) επίδοσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε ως άνω χρηματικής παροχής έως την εξόφλησή της.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα – εναγόμενο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – ενάγουσας, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνεται και το ποσό που έχει ήδη προκαταβάλει ο εκκαλών – εναγόμενος.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου (υπ’ αριθ. κωδ. . …………./2018, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 6-4-2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ