ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 188/2023
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Μαρία Τσιλιγκαρίδου, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Μουγιάντση και Ελένη Τσίτσιου-Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Χαραλαμπία Στάθη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στη Θεσσαλονίκη τις 10-12-2021 για να δικάσει την έφεση με αριθμό κατάθεσης …/…/2019 -…/2019 κατά της με αριθμό 12281/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (τακτική διαδικασία), μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ -ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: … … του …, κατοίκου Θεσσαλονίκης (….), η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Όλγας Σύκα (AM …. ΔΣ ….), που ανακάλεσε την από 8-12-2021 κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ προηγούμενη δήλωσή της και η οποία κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ -ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ … ΑΕ» (ΓΕΜΗ …, ΑΦΜ ….), στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της οποίας, ως καθολική διάδοχος, υπεισήλθε η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ … Ανώνυμος Εταιρία», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα (…., ΓΕΜΗ …, ΑΦΜ …), η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Χρυσάνθης Αγγελοπούλου (AM …. ΔΣ ….), η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η εκκαλούσα άσκησε εναντίον της εναγόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ … ΑΕ», τη με αριθμό κατάθεσης …/…/2017 αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο με τη με αριθμό 14190/2018 απόφασή του κηρύχθηκε καθ’ ύλην αναρμόδιο, για την εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε αυτήν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο εξέδωσε τη με αριθμό 12281/2019 οριστική απόφαση (τακτική διαδικασία), με την οποία απέρριψε την αγωγή. Ήδη η εκκαλούσα προσβάλλει την απόφαση αυτή με την ως άνω έφεσή της, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο της 16-10-2020, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε από το πινάκιο για την παρούσα δικάσιμο. Μετά δε την άσκηση της έφεσης, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της αρχικά εφεσίβλητης, υπεισήλθε, ως καθολική διάδοχος, η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ … Ανώνυμος Εταιρεία» (ΓΕΜΗ …), η οποία συνεχίζει τη δίκη.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν κατά τα ανωτέρω από τους ως άνω πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
1. Η κρινόμενη με αριθμό κατάθεσης …/…/2019 -…/2019 έφεση, της ηττηθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας, κατά της με αριθμό 12281/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (τακτική διαδικασία), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα με κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 23-12-2019, ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ούτε και κάποιος από τους διαδίκους επικαλείται επίδοση της τελευταίας (αρθ. 19, 495, 511, 513, 516 παρ. 1, 517 εδαφ. α’, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον έχει καταβληθεί και το παράβολο που τάσσεται από την παρ. 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ (άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012), είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο αυτό κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία, για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 ΚΠολΔ).
Εξάλλου, μετά την άσκηση της έφεσης, δυνάμει της με αριθμό …/2020 απόφασης του τμήματος Ασφαλιστικών ΑΕ και Χρηματοδοτικών Ιδρυμάτων της Δ/νσης Εταιριών της Γενικής Δ/νσης Αγοράς της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, εγκρίθηκε η διάσπαση δι’ απόσχισης του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας της αρχικά εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας ‘’ΤΡΑΠΕΖΑ … ΑΕ”, με σύσταση νέας εταιρίας πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ … Ανώνυμος Εταιρεία» με ΓΕΜΗ …, βάσει των διατάξεων του άρθρου 16 N 2515/1997, 54 παρ. 3, 57 παρ. 3, 59-74 και 140 παρ. 3 του N 4601/2019 και 145 του N 4261/2014, με αποτέλεσμα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της αρχικά εναγόμενης και εφεσίβλητης, να υπεισέλθει, ως καθολική διάδοχος, η τελευταία ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρία «ΤΡΑΠΕΖΑ … Ανώνυμος Εταιρεία», η οποία νόμιμα συνεχίζει τη δίκη στη θέση της πρώτης.
2. Με τη με αριθμό κατάθεσης …/…/2017 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο με τη με αριθμό 14190/2018 απόφασή του κηρύχθηκε υλικά αναρμόδιο προς εκδίκαση αυτής και παρέπεμψε την υπόθεση προς συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η ενάγουσα εξέθετε ότι, η μητέρα της Α… ασκούσε, από το έτος 1986 μέχρι και τον θάνατό της στις 18-4-2016, εμπορική δραστηριότητα, με αντικείμενο τη λειτουργία ατομικής επιχείρησης παραγωγής και εμπορίας παγωτού και γλυκισμάτων, τελώντας, μάλιστα, υπό τη στενή καθοδήγηση του συζύγου της και πατέρα της ενάγουσας, ο οποίος διατηρούσε έως το έτος 1986 όμοια επιχείρηση και ο οποίος υποχρεώθηκε να διακόψει τη λειτουργία της, λόγω των υπέρογκων προσωπικών χρεών που αντιμετώπιζε. Επίσης, ότι στο πλαίσιο της κατά τα ανωτέρω εμπορικής της δραστηριότητας και προς τον σκοπό της χρηματοδότησής της, η οποία είχε καταστεί απολύτως αναγκαία λόγω των μεγάλων οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η μητέρα της, κατάρτισε με την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…. ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», ειδική διάδοχο της οποίας αποτελεί η εναγόμενη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ … ΑΕ», τη με αριθμό ….2009 σύμβαση επιχειρηματικού δανείου, με βάση την οποία η δανείστρια ανώνυμη τραπεζική εταιρία μεταβίβασε κατά κυριότητα και παρέδωσε στη μητέρα της, το χρηματικό ποσό των 36.000 ευρώ, ενώ η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να αποδώσει, στην αντισυμβαλλόμενή της, το παραπάνω χρηματικό ποσό και να της καταβάλει τους συμφωνημένους τόκους, σε 72 ισόποσες και διαδοχικές τοκοχρεωλυτικές δόσεις των 724,47 ευρώ η καθεμία. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι κατά την ημέρα της σύναψης της πιο πάνω σύμβασης δανείου, καταρτίστηκε μεταξύ της δανείστριας τραπεζικής εταιρίας και της ίδιας, σύμβαση εγγύησης, με βάση την οποία εγγυήθηκε υπέρ της αντισυμβαλλόμενής της, για την από μέρους της μητέρας της προσήκουσα εκπλήρωση των υποχρεώσεών της από τη σύμβαση δανείου, αποδεχόμενη, μάλιστα, να ευθύνεται σε ολόκληρο με αυτή ως πρωτοφειλέτρια, παραιτούμενη από όλες τις ενστάσεις προστασίας της ίδιας. Ότι κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης εγγύησης, διένυε το 33° έτος της ηλικίας της στερούνταν περιουσίας και επαρκών εισοδημάτων για την κάλυψη των υποχρεώσεων, τις οποίες αναλάμβανε με τη σύμβαση αυτή, ενώ δεν διέθετε οποιαδήποτε πείρα και γνώση σχετικά με τραπεζικές συναλλαγές. Επίσης, ότι η συναίνεσή της για την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης εγγύησης, αποτέλεσε προϊόν της ψυχολογικής πίεσης, που της ασκήθηκε από την εκλιπούσα μητέρα της, με την επίκληση της προοπτικής της οικονομικής καταστροφής της τελευταίας, της έλλειψης άλλου προσώπου να εγγυηθεί γι’ αυτήν, αλλά και των καθησυχαστικών και παραπλανητικών παραινέσεων της μητέρας της, σχετικά με τον τυπικό χαρακτήρα της ευθύνης της ως εγγυήτριας, οι οποίες κατέστησαν πειστικές στην ίδια λόγω της επικαλούμενης απειρίας της. Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε ότι η αντισυμβαλλόμενή της τραπεζική εταιρία, ουδέποτε μερίμνησε να την ενημερώσει για τις νομικές συνέπειες που θα επέφερε σε βάρος της η κατάρτιση της ένδικης σύμβασης εγγύησης και δεν προέβη σε προσήκοντα έλεγχο της δυνατότητάς της να ανταποκριθεί στις οικονομικές υποχρεώσεις, τις οποίες ανέλαβε με τη σύμβαση εγγύησης. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι η αντισυμβαλλόμενή της και δικαιοπάροχος της εναγόμενης τραπεζική εταιρία, εκμεταλλεύτηκε την αδύνατη θέση της ίδιας προκειμένου να προστατεύσει τα δικά της συμφέροντα, κατά τρόπο καταδυναστευτικό και δυσανάλογο, επιβάλλοντας της μονομερώς υπέρμετρα δεσμευτικούς και ανισοβαρείς όρους, οι οποίοι ανατρέπουν πλήρως την ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών της από τη σύμβαση εγγύησης. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ένδικης σύμβασης εγγύησης, λόγω της αντίθεσής της στα χρηστά ήθη και ιδίως λόγω της υπερβολικής δέσμευσης της συμβατικής της ελευθερίας και της εκμετάλλευσης της απειρίας της για την εξασφάλιση από την εναγόμενη περιουσιακών ωφελημάτων, τα οποία βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή της αντιδίκου της στο πλαίσιο της ένδικης σύμβασης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας την αγωγή αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε τη με αριθμό 12281/2019 οριστική απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή εν μέρει ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και εν μέρει ως μη νόμιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με τους λόγους της κρινόμενης έφεσής της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αγωγή.
3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 178 του Α.Κ., “δικαιοπραξία αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη είναι άκυρη”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως κριτήριο των χρηστών ηθών, χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση δε στα χρηστά ήθη, που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, κρίνεται από το περιεχόμενό της, όχι μεμονωμένα από την αιτία που παρακίνησε τους συμβαλλομένους να τη συνάψουν ή από το σκοπό, στον οποίο αυτοί αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των περιστάσεων και των συνθηκών, που τη συνοδεύουν (ολ. Α.Π. 398/1975, Α.Π. 1517/2014, Α.Π. 834/2011). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 179 του ιδίου Κώδικα, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 178, “άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία, με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου (καταδυναστευτική) ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου (αισχροκερδής-καταπλεονεκτική) και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή”. Από τη σύνδεση των ως άνω δύο διατάξεων με το επίρρημα ‘Ιδίως”, προκύπτει ότι οι αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ δικαιοπραξίες (καταδυναστευτική -αισχροκερδής, καταπλεονεκτική), αποτελούν ειδικές περιπτώσεις ανήθικης δικαιοπραξίας κατ’ άρθρο 178 ΑΚ. Από αυτές, η πρώτη (καταδυναστευτική) (αρθ. 179 εδαφ. α) αποτελεί απλή κατηγορία ανήθικης δικαιοπραξίας, οπότε ερευνάται η αντίθεσή της στα “χρηστά ήθη” κατ’ άρθρο 178 ΑΚ, ενώ η δεύτερη, ρυθμίζεται στη διάταξη 179 εδαφ. β ΑΚ αυτοτελώς, δηλαδή, εφόσον συντρέχουν οι καθορισμένες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις, καθίσταται περιττή η έρευνα του κατ’ άρθρο 178 ΑΚ ανήθικου χαρακτήρα αυτής (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΑΚ, κατ’ άρθρο ερμηνεία, άρθρο 179, αριθ. 1). Περαιτέρω, ως ελευθερία (για την περίπτωση της καταδυναστευτικής δικαιοπραξίας) νοείται κάθε δικαίωμα και ευχέρεια, η οποία αναγνωρίζεται από την έννομη τάξη ή έστω ασκείται νομίμως εντός αυτής π.χ. ευχέρεια επιλογής κατοικίας, ατομικά δικαιώματα κ.λπ. Ως δέσμευση νοείται τόσο ο αποκλεισμός, όσο και ο κάθε είδους περιορισμός της νόμιμης άσκησης της ελευθερίας, πρέπει όμως να είναι υπέρμετρη (υπερβολική) διότι μέτρια δέσμευση δεν αρκεί. Το υπέρμετρο κρίνεται ενόψει όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων. Ειδικότερα, ανήθικες δικαιοπραξίες κατά την ανωτέρω έννοια είναι αυτές που αποσκοπούν στον καταναγκασμό του προσώπου σε πράξεις, στις οποίες πρέπει να προβεί ελεύθερα ή σε παράλειψη καθήκοντος που του επιτάσσεται από το νόμο ή την κοινωνική ηθική. Ενδεικτικά αναφέρονται αυτές που δεσμεύουν υπέρμετρα την ελευθερία του προσώπου, ή τον δεσμεύουν εκεί όπου πρέπει να μείνει αδέσμευτος. Ως χαρακτηριστικές υπέρμετρης δέσμευσης, παρατίθενται οι δικαιοπραξίες, με τις οποίες δεσμεύεται το δικαίωμα επί της εαυτού σωματικής ακεραιότητας, υγείας, ζωής, τιμής, το δικαίωμα επί του ονόματος ή της προσωπικότητας, η υπόσχεση μεταβολής ή μη κατοικίας, οι απαγορεύσεις ασκήσεως επαγγέλματος ή ανταγωνισμού. Επίσης και οι δικαιοπραξίες το περιεχόμενο των οποίων αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, με τις οποίες κατοχυρώνονται η ατομική ελευθερία της συμμετοχής στην κοινωνική και οικονομική ζωή της Χώρας και το δικαίωμα στην εργασία (ΑΠ 1370/2018). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών (178 και 179 του Α.Κ.) και εκείνων των άρθρων 174 και 180 του Α.Κ., για να χαρακτηριστεί μία δικαιοπραξία ως αισχροκερδής -καταπλεονεκτική και, συνεπώς, άκυρη, λόγω αντιθέσεώς της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τρία στοιχεία, δηλαδή: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός από τους συμβαλλομένους και γ) εκμετάλλευση από το συμβαλλόμενο της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας, όμως, δεν είναι απαραίτητο, όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση της δεύτερης από τις πιο πάνω διατάξεις, να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνο του ενός από αυτά (Α.Π. 492/2004). Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση, επιτακτική και ανεπίδεκτη αναβολής. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Ειδικότερα, προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή, που υποκύπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία αυτή διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισής της, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές περιστάσεις ή επιθυμίες των μερών. (ΑΠ 1467/2018). Εκμετάλλευση υπάρχει όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία) επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας, ως αισχροκερδούς, κατά τη διάταξη του άρθρου 179 του Α.Κ., γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σ’ αυτόν ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου του (ΟλΑΠ 714/1973, ΑΠ 82/2021, ΑΠ 1370/2018, ΑΠ 2139/2013, ΑΠ 834/2011, ΑΠ 2095/2009). Τέλος, δεν αποκλείεται να υπάρχει σε κάποια δικαιοπραξία, και χωρίς τη συνδρομή των όρων της διατάξεως του άρθρου 179 του ΑΚ, εκμετάλλευση του άλλου μέρους, υπό περιστάσεις και συνθήκες, που προδίδουν στη δικαιοπραξία ανήθικο χαρακτήρα, συνεπαγόμενο ακυρότητα αυτής, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178 του Α.Κ. Η δημιουργία, όμως, αυτοτελούς εντεύθεν λόγου ακυρότητας προϋποθέτει τη συνδρομή γεγονότων διαφόρων εκείνων του άρθρου 179 ΑΚ, των οποίων έγινε επίκληση και που κρίθηκαν αβάσιμα, αφού η τελευταία διάταξη αποτελεί ειδική περίπτωση εφαρμογής εκείνης του άρθρου 178 του Α.Κ. (Α.Π. 834/2011, Α.Π. 2095/2009).
4. Στην κρινόμενη περίπτωση και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη (υπό στοιχ. 3), η ενάγουσα, εκθέτοντας τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, για τη θεμελίωση της αγωγής της και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, επιχειρεί να στηρίξει το αγωγικό αίτημα στις διατάξεις των άρθρων 178, 179 και 180 ΑΚ, επικαλούμενη την ακυρότητα της ένδικης σύμβασης εγγύησης, ως αντίθετης στα χρηστά ήθη και τούτο, αφενός μεν λόγω του “καταδυναστευτικού” της χαρακτήρα (αρθ. 178 και 179 εδαφ. α ΑΚ) και αφετέρου λόγω του “καταπλεονεκτικού-αισχροκερδούς” χαρακτήρα αυτής (αρθ. 178 και 179 εδαφ. β ΑΚ). Ωστόσο, η αγωγή με το πιο πάνω περιεχόμενο και αίτημα κρίνεται απορριπτέα για τους εξής λόγους: 1) Κατά το σκέλος, που με αυτή γίνεται επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εγγύησης ως ”καταδυναστευτικής”'(αρθ. 178, 179 εδαφ. α, 180 ΑΚ), όπως η έννοια της αναλύθηκε στη ως άνω νομική σκέψη, δηλαδή λόγω της επικαλούμενης στο δικόγραφο “υπέρμετρης δέσμευσης της συμβατικής ελευθερίας” της ενάγουσας, κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι η ενάγουσα δεν προσδιορίζει στην αγωγή στοιχεία, που να προσδίδουν στην ένδικη σύμβαση εγγύησης καταδυναστευτικό χαρακτήρα, αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 εδαφ. α ΑΚ,. Ειδικότερα, διότι δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια το περιεχόμενο της ένδικης σύμβασης εγγύησης, της οποίας ζητείται η ακύρωση, και ειδικότερα οι επιμέρους όροι αυτής, οι οποίοι, κατά τα ιστορούμενα, προκάλεσαν δέσμευση, και μάλιστα υπερβολική, της ελευθερίας της ενάγουσας να προβεί, κατά την ελεύθερη βούληση της, στη σύναψη της σύμβασης, στοιχεία, ωστόσο, που είναι αναγκαία για την ιστορική βάση της αγωγής (κατ΄ άθρο 216 ΚΠολΔ), ώστε ακολούθως, να μπορεί το Δικαστήριο να ερευνήσει (νομικά και ουσιαστικά) την αντίθεση αυτών και συνολικά της δικαιοπραξίας, στα χρηστά ήθη. Η αοριστία δε αυτή δεν αίρεται από την αναφορά “περί παραίτησης της ενάγουσας με ΓΟΣ από την ένσταση δίζησης και την ένσταση ελευθερώσεως, καθώς και τις υπόλοιπες ενστάσεις προστασίας της ως εγγυήτριας”. Τούτο διότι από τους ως άνω όρους, που συνιστούν σύνηθες περιεχόμενο κατά την κατάρτιση σύμβασης εγγύησης υπέρ του οφειλέτη δανειακής σύμβασης, ο πιο πάνω όρος, κατά τον οποίο ο συμβαλλόμενος εγγυητής δηλώνει ότι παραιτείται από το ευεργέτημα (ένσταση της διζήσεως), ευθυνόμενος αλληλεγγύως και για ολόκληρο το ποσόν ως αυτοφειλέτης, απηχεί το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 857 ΑΚ, ήτοι διάταξης εθνικού δικαίου και κατά συνέπεια, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα ή αντίθεση στα χρηστά ήθη του σχετικού όρου ή της δικαιοπραξίας που το προβλέπει (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 4/2019, ΑΠ 1087/2019). Σε κάθε δε περίπτωση η επίκληση της συμβατικής παραίτησης της ενάγουσας ως εγγυήτριας από την ένσταση διζήσεως και τα λοιπά δικαιώματα, που επιφυλάσσουν τα αρ. 853 επ. ΑΚ υπέρ αυτής, είναι έγκυρη ως σύμφωνη με τα χρηστά ήθη δικαιοπραξία, χωρίς να συνιστά, δίχως άλλο, υπέρμετρη δέσμευση της βούλησης του παραιτούμενου συμβαλλόμενου, η δε ενάγουσα δεν επικαλείται άλλα επιλήψιμα περιστατικά επηρεασμού της βούλησής της, δυνάμενα να προσδώσουν, στην ως άνω δήλωση περί παραίτησής της, μορφή αντίθεσης προς τα χρηστά ήθη, σε σχέση με την εκμετάλλευση, από την αντισυμβαλλόμενή της τράπεζα, της ασθενέστερης θέσης της ίδιας (ενάγουσας) ως παραιτούμενης εγγυήτριας και 2) Κατά το σκέλος, που με την αγωγή γίνεται επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εγγύησης ως “αισχροκερδούς -καταπλεονεκτικής”'(αρθ. 178, 179 εδαφ. β, 180 ΑΚ), όπως η έννοια της αναλύθηκε στη ως άνω νομική σκέψη (υπό στοιχ. 3), η αγωγή δεν είναι νόμιμη, καθώς τα επικαλούμενα από την ενάγουσα πραγματικά περιστατικά, ακόμη και αν θεωρηθούν αληθή, δεν μπορούν να υπαχθούν στο πραγματικό των παραπάνω διατάξεων, αφού, για να χαρακτηριστεί μια δικαιοπραξία ως αισχροκερδής, απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά, όπως αναφέρθηκε, τρία στοιχεία, ήτοι: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) απειρία (ή ανάγκη ή κουφότητα) του ενός των συμβαλλομένων και γ) εκμετάλλευση της γνωστής σ’ αυτόν απειρίας (ή ανάγκης ή κουφότητας) του συμβαλλόμενου τούτου από τον αντισυμβαλλόμενο. Η ενάγουσα, ωστόσο, δεν επικαλείται τέτοιες προϋποθέσεις. Αντίθετα, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στο δικόγραφο, η ένδικη σύμβαση εγγύησης αποτέλεσε προϊόν της ψυχολογικής πίεσης και της παραπειστικής συμπεριφοράς της εκλιπούσας μητέρας της, η οποία δεν ήταν συμβαλλόμενη στη σύμβαση εγγύησης και η οποία, σύμφωνα με το περιεχόμενο της αγωγής, αποτέλεσε και το πρόσωπο που επωφελήθηκε από την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης, εξασφαλίζοντας την αναγκαία για την επιχείρησή της οικονομική ρευστότητα, χωρίς να πληροί τις αναγκαίες σχετικά οικονομικές προϋποθέσεις, και μάλιστα εν γνώσει της ενάγουσας, ενώ η αντισυμβαλλόμενή της ανώνυμη τραπεζική εταιρία και κατ’ επέκταση και η εναγόμενη, με την ιδιότητα της ειδικής διαδόχου της τελευταίας, βρέθηκαν εκτεθειμένες σε μία οφειλή, η οποία πρέπει να εξυπηρετηθεί από αφερέγγυα πρόσωπα. Επομένως δεν συντρέχει το ως άνω αναγκαίο για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 179 εδαφ. β ΑΚ στοιχείο της εκμετάλλευσης της ευάλωτης (ανάγκη ή απειρία) θέσης της ενάγουσας από τη δικαιοπάροχο της εναγομένης. Επιπλέον, στην αγωγή ουδόλως αναφέρεται ότι η δικαιοπάροχος της εναγόμενης, δηλαδή η αντισυμβαλλόμενη τραπεζική εταιρία, τελούσε σε γνώση της επικαλούμενης από την ενάγουσα “απειρίας” της, ενώ η επικαλούμενη παράλειψή της να διαπιστώσει τις ακριβείς οικονομικές δυνατότητες της ενάγουσας δεν δύναται να αναπληρώσει τη γνώση αυτή. Σε κάθε δε περίπτωση, τόσο η κατά τα ανωτέρω παράλειψη όσο και η έλλειψη ενημέρωσης της ενάγουσας σχετικά με το είδος και το περιεχόμενο της ευθύνης την οποία ανέλαβε στο πλαίσιο της κατάρτισης της ένδικης σύμβασης δύνανται, πιθανόν, να θεμελιώνουν αστική ευθύνη της εναγόμενης προς αποζημίωση της ενάγουσας, σε καμία περίπτωση, όμως, η διαπίστωσή τους δεν μπορεί να επιφέρει ως συνέπεια την ακυρότητα της ένδικης σύμβασης εγγύησης. Επομένως, ούτε το απαραίτητο για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 179 εδαφ. β ΑΚ, (ως άνω γ) στοιχείο της “γνώσης” της επικαλούμενης απειρίας της ενάγουσας εκ μέρους της αντισυμβαλλόμενής της, στην ένδικη σύμβαση, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και δικαιοπαρόχου της εναγόμενης, συντρέχει. Τέλος, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν συντρέχει ούτε το (ως άνω α’) απαραίτητο για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 179 εδαφ. β’, στοιχείο της “προφανούς δυσαναλογίας” μεταξύ περιουσιακών ωφελημάτων, που τυχόν έλαβε η δικαιοπάροχος της εναγόμενης δανείστρια τράπεζα, έναντι της παροχής που η τελευταία προσέφερε. Αντίθετα, η αναφερόμενη στην αγωγή κατάρτιση της σύμβασης δανείου ποσού 36.000 ευρώ, μεταξύ της μητέρας της ενάγουσας ως δανειολήπτριας και της δικαιοπαρόχου της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας ως πιστούχου, με συμφωνία αποπληρωμής του δανείου σε 72 ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, των 724,47 ευρώ έκαστη, την εκπλήρωση της οποίας εγγυήθηκε η ενάγουσα, ενόψει της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας και κατά την αντίληψη λογικού και έχοντος μέση πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές περιστάσεις ή επιθυμίες των μερών, δεν αποτελεί περίπτωση συνομολόγησης υπέρ της δικαιοπαρόχου της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας, υπέρμετρων περιουσιακών ωφελημάτων, ώστε να συντρέχει προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, ούτε υπερβαίνει το μέτρο -κατά το οποίο είναι φυσικό και θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου -ώστε να χαρακτηριστεί η ένδικη δικαιοπραξία καταπλεονεκτική-αισχροκερδής.
Με βάση τα παραπάνω η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί. Συνεπώς, η εκκαλουμένη απόφαση που έκρινε όμοια με τα παραπάνω, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο, οι δε λόγοι της έφεσης, με τους οποίους η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Συνακόλουθα, η έφεση πρέπει να απορριφθεί και, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σε βάρος της (αρθ, 183, 176, 191 παρ, 2, 591 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου, που η εκκαλούσα κατέθεσε, κατά το άρθρο 12 παρ. 2 N 4.055/2012, στο Δημόσιο Ταμείο, όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τη με αριθμό κατάθεσης …/…/2019 -…/2019 έφεση κατά της με αριθμό 12281/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (τακτική διαδικασία).
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσία.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παράβολου που η εκκαλούσα κατέθεσε στο Δημόσιο Ταμείο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, σε βάρος της εκκαλούσας.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στη Θεσσαλονίκη στις 30 Ιουνίου 2022 , με τη σύνθεση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επειδή αυτή συνταξιοδοτήθηκε και η αρχαιότερη της σύνθεσης Εφέτης προήχθη και μετατέθηκε, πριν την καθαρογραφή
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΣΟΦΙΑ ΜΑΝΤΖΑΚΙΔΟΥ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του, στις 30 Ιανουάριου 2023, με άλλη σύνθεση και συγκεκριμένα με Πρόεδρο την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης, Πρόεδρο Εφετών Σοφία Μαντζακίδου, λόγω συνταξιοδότησης και αποχώρησης από την υπηρεσία της Προέδρου της σύνθεσης Προέδρου Εφετών Μαρίας Τσιλιγκαρίδου, και τις Εφέτες Μαρία Τσιρωνίδου (λόγω προαγωγής και μετάθεσης της Εφέτη Βασιλικής Μουγιάντση) και Ελένης Τσίτσιου, απάντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με την παρουσία της γραμματέως.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ