Το επικυρωμένο κατά το νόμο αντίγραφο του αποσταλέντος ηλεκτρονικού μηνύματος αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι η περιλαμβανόμενη σε αυτό δήλωση προέρχεται από τον εκδότη αποστολέα του
Απόσπασμα απόφασης
Ι) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 591 παρ.1, 524 παρ.1, 614 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 του ν. 4335/2015, που ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο του αυτού άρθρου και νόμου, από 1-1-2016 και έχουν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή, εφόσον, τόσο η αγωγή, όσο και οι κρινόμενες εφέσεις, επί των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ασκήθηκαν μετά την κατά την 1-1-2016 έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, προκύπτει ότι και στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, τόσο τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός, όσο και τα αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα. Δηλαδή όχι απλώς επικουρικά, αλλά παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα. Έτσι, λαμβάνονται παραδεκτά υπόψη, αδιακρίτως πλέον και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, αχαρτοσήμαντα, άκυρα για οποιοδήποτε λόγο και μη συντεταγμένα κατ` αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά, δε, κάθε είδους έγγραφα και φωτοτυπίες εγγράφων, των οποίων δε βεβαιώνεται η ακρίβειά τους από το αρμόδιο για το σκοπό αυτό πρόσωπο. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις, για τις οποίες δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία, επειδή είναι ανυπόστατα έγγραφα (Ολ. ΑΠ 15/2003, ΑΠ 714/2022 ΑΠ1349/2018, 1658/2017 δημ. στον ιστότοπο του ΑΠ).
II) Τα ιδιωτικά έγγραφα, για να έχουν αποδεικτική δύναμη, δηλαδή, για να μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης, πρέπει να φέρουν την υπογραφή του εκδότη τους (άρθρο 443 ΚΠολΔ, ενώ δεν αποδεικνύουν, κατ΄ αρχάς, υπέρ του εκδότη τους (άρθρο 447 ΚΠολΔ). Σε αντίθεση δε με ό,τι συμβαίνει επί δημοσίων εγγράφων (άρθρο 455 ΚΠολΔ), τα ιδιωτικά έγγραφα δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας.
Η επίκληση και προσαγωγή ιδιωτικού εγγράφου, προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, εμπεριέχει, εντεύθεν, τον ισχυρισμό του διαδίκου, περί της γνησιότητάς του, ο, δε, αντίδικος τούτου έχει το βάρος της δήλωσης, περί άρνησης της γνησιότητας και ο πρώτος της απόδειξης αυτής, όταν αμφισβητηθεί. Για την απόδειξη αυτή μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα απόδειξης, ιδίως αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη και μάρτυρες. Και αν μεν αποδειχθεί, κατά τη διαδικασία, κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και προσάγονται τα έγγραφα, η μη γνησιότητα του περιεχομένου τους, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, ενώ, αν προκύπτει, ότι αυτά είναι γνήσια, τότε πρέπει να ληφθούν υπόψη. Η άρνηση της γνησιότητας των ιδιωτικών εγγράφων πρέπει να είναι ρητή, σαφής και ειδική, χωρίς ενδοιαστικές ή υποθετικές εκφράσεις και να γίνει, κατ` αυτή τη συζήτηση, κατά την οποία προσκομίζονται, εάν, δε, αυτό δεν γίνει, θεωρείται, ότι αναγνωρίστηκε, σιωπηρώς η γνησιότητά τους και τυχόν αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτών σε μεταγενέστερη συζήτηση είναι απαράδεκτη (βλ. μεταξύ άλλων ΑΠ 1304/2013 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος). Εάν αμφισβητηθεί και δεν αποδειχθεί η γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου, το έγγραφο αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 457, 336 παρ. 3, 339, 340 και 395 ΚΠολΔ, δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή ως αποδεικτικό μέσο, που δεν πληροί τους όρους του νόμου, εφόσον, προϋπόθεση τούτου είναι το βέβαιο και αναμφισβήτητο του γεγονότος, το οποίο αποτελεί τη βάση του τεκμηρίου. Αν το Δικαστήριο, στην περίπτωση αυτή, χωρίς να εξετάσει την άρνηση της γνησιότητας του περιεχομένου του, λάβει ή δεν λάβει υπόψη το ως άνω έγγραφο, τότε υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11α του ΚπολΔ (ΑΠ 279/2011 ΝοΒ 2011, 1255, ΑΠ 72/2008 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος).
ΙΙΙ) Ιδιωτικά έγγραφα είναι και οι μηχανικές απεικονίσεις, (άρθρο 444 παρ.2 ΚΠολΔ), στις οποίες περιλαμβάνονται και τα ηλεκτρονικά έγγραφα. Ως ηλεκτρονικό έγγραφο θεωρείται το σύνολο των εγγράφων δεδομένων στο μαγνητικό δίσκο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ή και στον μαγνητικό δίσκο της υπολογιστικής μικρομονάδας του κινητού τηλεφώνου, το οποίο ακολουθεί την αρχιτεκτονική των ηλεκτρονικών υπολογιστών και πρέπει να θεωρείται όχι ως τηλέφωνο, αλλά ως ηλεκτρονικός υπολογιστής, τα οποία, αφού γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, αποτυπώνονται με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο, είτε στην οθόνη του μηχανήματος, είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή του. Το ηλεκτρονικό έγγραφο δεν συγκεντρώνει τα στοιχεία του (παραδοσιακού) εγγράφου κατά τον ΚΠολΔ, λόγω κυρίως της έλλειψης του στοιχείου της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωση του σε υλικό που παρουσιάζει διάρκεια ζωής, αλλά πρόκειται για μία ενδιάμεση μορφή, την οποία ο νομοθέτης ορθά εξομοίωσε προς τα ιδιωτικά έγγραφα, ενόψει της εγγύτητας προς αυτά (βλ. Κουσούλη, Σύγχρονες Μορφές Εγγραφης Συναλλαγής 1992, σελ. 138, 142).
Σύμφωνα, δε, με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για τη λειτουργία του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e–mail) ως μέσου επικοινωνίας στο διαδίκτυο, απαιτείται, εκτός από τη σύνδεση με κάποιον διαμετακομιστή, ο οποίος παρέχει την υπηρεσία αυτή, μέσω ειδικού λογισμικού, το οποίο έχει εγκαταστήσει μόνιμα ο χρήστης στον υπολογιστή του, η χρήση ενός ειδικού κωδικού βάσει του οποίου αναγνωρίζεται (ο χρήστης) στο σύστημα, είτε ως αποστολέας είτε ως χρήστης ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Ο κωδικός αυτός αποτελεί την ηλεκτρονική διεύθυνση (e-mail) του χρήστη, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται κατά πρωτότυπο τρόπο από τον ίδιο με τη χρήση χαρακτήρων της επιλογής του, οι οποίοι συνδυάζονται με το σύμβολο «…….» και με χαρακτήρες που θέτει ο διαμετακομιστής, κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο συγκεκριμένος συνδυασμός να αφορά μόνο το χρήστη που του έχει ορίσει, χωρίς να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί νόμιμα από άλλον.
Η απεικόνιση της διεύθυνσης του αποστολέα πάνω στο μήνυμα, καθιστά αυτόν απόλυτα συγκεκριμένο για τον παραλήπτη, έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να επέλθει σύγχυσή του με άλλον χρήστη του ίδιου συστήματος, ενώ η ταύτισή του με το περιεχόμενο του μηνύματος είναι άρρηκτη (ΕφΠειρ 46/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κρίσιμο στοιχείο για την υπαγωγή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στους κανόνες των άρθρων 443 και 444 του ΚΠολΔ αποτελεί η κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του, γιατί αυτό δεν είναι απλά ένα ηλεκτρονικό έγγραφο, το οποίο υπάρχει αποθηκευμένο στο λογισμικό ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ή ένα έγγραφο του οποίου η απεικόνιση μεταφέρεται ενσύρματα ή ασύρματα (τηλεομοιοτυπία, τηλετύπημα).
Η τυπική αποστολή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου οδηγεί υποχρεωτικά στην ταύτιση του μηνύματος και αποστολέα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην είναι μεταβιβάσιμο το μήνυμα, αν δεν συνοδεύεται από την ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα και, βεβαίως, αν δεν έχει και συγκεκριμένο, υπαρκτό, παραλήπτη. Αυτό έχει ως λογική συνέπεια ότι, κατά την αποστολή ενός μηνύματος μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δήλωση βούλησης του αποστολέα ταυτίζεται με την ηλεκτρονική του διεύθυνση και αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, ώστε να καταστεί δυνατή τεχνικά η παραλαβή της από τον παραλήπτη και φυσικά είναι ήσσονος σημασίας η μορφή ή η διάταξη, με την οποία απεικονίζεται μηχανικά στο έντυπο.
Επομένως, ο καθορισμός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό από τον ίδιο χρήστη και η δήλωσή της σε κάθε αποστελλόμενο ηλεκτρονικό μήνυμα συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του και, κατ` αναλογία για τα οριζόμενα για το παραδοσιακό έγγραφο του άρθρου 443 ΚΠολΔ, η μηχανική του απεικόνιση σε έντυπο εμπίπτει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 444 περ. 3 ΚΠολΔ, στην έννοια του ιδιωτικού εγγράφου, με αποδεικτική δύναμη σε βάρος του εκδότη του (άρθ. 443, 444, 445 ΚΠολΔ), διότι αυτή ακριβώς η μοναδική για κάθε χρήστη ηλεκτρονική διεύθυνση, που έχει ορισθεί και εφαρμοσθεί από τον ίδιο τον αποστολέα, φέρει το χαρακτήρα της ιδιόχειρης υπογραφής, έστω και αν δεν έχει την παραδοσιακή μορφή της τελευταίας.
Έτσι, το επικυρωμένο κατά το νόμο αντίγραφο του αποσταλέντος ηλεκτρονικού μηνύματος, το οποίο περιέχεται στο σκληρό δίσκο του παραλήπτη, αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι η περιλαμβανόμενη σε αυτό δήλωση προέρχεται από τον εκδότη αποστολέα του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 445 ΚΠολΔ.
Βέβαια, η λειτουργία του συστήματος κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα είναι δυνατόν να υποκρύπτει τον κίνδυνο, ότι η αποστολή του συγκεκριμένου μηνύματος έγινε από άλλο πρόσωπο από αυτό στο οποίο ανήκει η συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση, κάνοντας χρήση αυτής (με οποιαδήποτε τρόπο), χωρίς την έγκρισή του. Η ελαττωματικότητα αυτή του μηνύματος που εστάλη παραπέμπει ευθέως στις διατάξεις περί πλαστότητας του ΚΠολΔ (460 επ.), εγκαθιστώντας αναστροφή του βάρους απόδειξης στον επικαλούμενο αυτή, για το λόγο ότι η λειτουργία του συστήματος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου παρέχει εγγυήσεις για την πιστότητά της, ενώ η οποιαδήποτε παθολογία εμφανίζεται, δεν προέρχεται από ελάττωμα του συστήματος, αλλά από επέμβαση τρίτου σε αυτό, γεγονός το οποίο ανήκει στη σφαίρα επιρροής του φερόμενου ως αποστολέα. Με τα δεδομένα αυτά, περιορίζεται ουσιαστικά η ενέργεια της § 4 του άρθρου 457 του ΚΠολΔ (αμφισβήτηση της γνησιότητας) στο ζήτημα της ταυτότητας μεταξύ περιεχομένου του σκληρού δίσκου του ηλεκτρονικού υπολογιστή και της μηχανικής απεικόνισης του (για όλα τα ανωτέρω βλ. ΕφΑθ 32/2011, ΕφΔωδ 45/ 2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
IIII) Kατά το άρθρο 460 του ΚΠολΔ, κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια. Κατά το επόμενο άρθρο 461, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Τέλος, κατά το άρθρο 463, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο αυτό είναι ενταγμένο στο κεφάλαιο της αποδείξεως και συνιστά, ενόψει και της θέσης του στον ΚΠολΔ, παρά τη γενική του διατύπωση, κανόνα της αποδεικτικής μόνο διαδικασίας. Επομένως, ο περιορισμός που τάσσει δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού. Για το λόγο αυτό η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή υποχρέωση έχει εφαρμογή μόνο, όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ’ ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή. Πράγματι ο περιορισμός αυτός τείνει στην αποτροπή της στρεψοδικίας και παρελκύσεως της εκκρεμούς δίκης (Ολ.ΑΠ 23/1999). Έτσι, η διάταξη του άνω άρθρου 463 ΚΠολΔ απαιτεί την ταυτόχρονη με την προβολή του ισχυρισμού για πλαστότητα του εγγράφου προσκομιδή των αποδεικτικών εγγράφων και την αναφορά ονομαστικώς των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών μέσων, τόσο στην περίπτωση που κατονομάζεται ο πλαστογράφος όσο και στην περίπτωση που αυτός δεν κατονομάζεται, καθόσον η διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 463 του ΚΠολΔ είναι γενική και στο άρθρο 464 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο αν έγγραφο προσβάλλεται ως πλαστό χωρίς να αποδίδεται η πλαστογραφία σε ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο διατάζει αποδείξεις μόνο αν εκείνος που προσκόμισε το έγγραφο επιμένει να το χρησιμοποιήσει και το έγγραφο είναι κατά την κρίση του δικαστηρίου ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης, δεν προβλέπεται διάφορη ρύθμιση. Σε αντίθεση, δηλαδή, προς την ένσταση πλαστότητας, όπου κατονομάζεται ο πλαστογράφος, η οποία προτείνεται προνομιακώς σε κάθε στάση της δίκης δι’ αγωγής, ανακοπής ή ενστάσεως, εάν η πλαστότητα δεν αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, τότε πρέπει να προταθεί μόνον κατά τη συζήτηση, κατά την οποίαν προσκομίζεται το έγγραφο (464 ΚΠολΔ) και όχι σε μεταγενέστερη συζήτηση, εκτός εάν κατονομασθεί πλαστογράφος, οπότε η ένσταση αναλαμβάνει τον προνομιακό της χαρακτήρα.
Συνεπώς, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει, ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσκομίσθηκε το έγγραφο, του οποίου προβάλλεται πλαστότητα του περιεχομένου του, διατάσσει αποδείξεις επί της πλαστότητας, μόνο αν η εν λόγω ένσταση προτάθηκε παραδεκτώς, ήτοι κατά τη συζήτηση κατά την οποία το έγγραφο για πρώτη φορά προσκομίσθηκε, άλλως το έγγραφο θεωρείται γνήσιο (ΑΠ 20/2017, ΑΠ 726/2016, ΑΠ 760/2013, ΑΠ1756/2012 δημ. στον ιστότοπο ΑΠ).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 461, 96 παρ. 1 και 98 περ. β’ ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το παραδεκτό του ισχυρισμού περί πλαστότητας, ανεξάρτητα από το αν αυτή αποδίδεται ή όχι σε ορισμένο πρόσωπο, απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα, αν προβάλλεται από πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου, η οποία δίδεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με δικαστικό πρακτικό ή με προφορική δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά (ΑΠ 291/2002 ΕλλΔνη 44.187, ΕφΑθ 3317/1990 ΕλλΔνη 32.150) και η έλλειψη της οποίας (πληρεξουσιότητας), αναπληρώνεται με την έγκριση του ενισταμένου, που μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή και να συνάγεται από την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο (ΕφΑθ.923/2000, ΕλλΔνη 41.857, ΕφΑθ 3317/1990 ό.π.). Τέτοια πληρεξουσιότητα δεν απαιτείται και όταν έχει υποβληθεί αρμοδίως σχετική μήνυση, οπότε η σχετική ένσταση προβάλλεται και χωρίς πληρεξουσιότητα (ΑΠ 291/2002 ΕλλΔνη 44.188, ΕφΘεσ 663/1995 Αρμ. 1996.73).
Συνεπώς, με όποιον τρόπο και αν προτείνεται η πλαστότητα, για το παραδεκτό της, απαιτείται η κατά το άρθρο 98 ΚΠολΔ ειδική πληρεξουσιότητα προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο.
Περαιτέρω, ενόψει του ότι στον ισχυρισμό περί πλαστότητας της επί του εγγράφου φερόμενης υπογραφής του εκδότη αυτού εμπεριέχεται λογικά, ως κάτι το έλασσον, και η από την πλευρά αυτού (εκδότη) άρνηση της γνησιότητας της υπογραφής του, το βάρος της απόδειξης φέρει εκείνος που το επικαλείται και το προσάγει. Επομένως, σε περίπτωση κατά την οποία ο περί πλαστότητας ισχυρισμός δεν ήθελε προβληθεί παραδεκτά σύμφωνα με τα πιο πάνω, είναι ερευνητέος ο περιεχόμενος σε αυτόν ελάσσων ισχυρισμός για άρνηση της γνησιότητας της επί του εγγράφου φερόμενης υπογραφής του εκδότη, της οποίας το βάρος της απόδειξης φέρει αυτός που το προσκομίζει και το επικαλείται (ΑΠ 20/2017).
Εφόσον, δε, το έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορα αν φέρει την υπογραφή εκείνου κατά του οποίου προσάγεται ή τρίτου, η αμφισβήτηση της γνησιότητας αναφέρεται στην υπογραφή, η γνησιότητα της οποίας δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο για τη γνησιότητα του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου που καλύπτεται από την υπογραφή, τεκμήριο που ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (ΑΠ 724/2010, ΑΠ 1798/2006).
Η εκκαλούσα – ενάγουσα, μετά από ρητή συναίνεση του αντιδίκου της και παραίτησή του από την προστασία του απορρήτου, που εμπεριέχεται στα πρακτικά της εκκαλουμένης αποφάσεως, προσκόμισε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσθήκη επί των προτάσεών της, μεταξύ των άλλων, και το υπ΄αριθμ. 9 σχετικό της, στο οποίο περιέχονται ηλεκτρονικά μηνύματα (SMS), που ανταλλάσσονται μεταξύ των διαδίκων και, ιδίως μηνύματα μέσω Viber με φερόμενο ως αποστολέα ή και παραλήπτη τον εναγόμενο, (από και προς το κινητό του τηλέφωνο) κατά τις ημερομηνίες 16, 17, 23, 29 και 31.12.2017, 20, 21, 26.1.2018, 5.3.2018, 6, 7, 18, 24 25 και 29.5.2018, 3, 7, 9, 13, 17, 24, 29.6.2018, 1, 17, 4, 15, 16 και 15, 17, 27..7.2018, 31.8.2018, 2, 7, 8, 9.9.2018, και άλλα χωρίς ημερομηνίες, τα οποία επικαλείται και επαναπροσκομίζει και στο παρόν δικαστήριο.
Ο εκκαλών εναγόμενος υποστηρίζει με την έφεσή του (σελ. 15 αυτής), ότι δεν προκύπτει από τα παραπάνω μηνύματα ποιος είναι ο αποδέκτης, (προφανώς εννοεί ο αποστολέας) και ποιος ο παραλήπτης “και ως εκ τούτου τα αμφισβητώ”, ενώ στην σελ. 19 της εφέσεώς του σχολιάζει το περιεχόμενο των εγγράφων και ισχυρίζεται κατά λέξη, ότι “τα μηνύματα που απαραδέκτως προσκομίζει πρωτοδίκως και τα οποία αρνούμαι για τους λόγους που θα εκθέσω, αφορούν δειγματοληπτικά συγκεκριμένες ημέρες…”
Ακολούθως, ο εναγόμενος, ενώ με τις από 3.3.2022 προτάσεις του ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (σελ. 41 αυτών), αξιολογεί το περιεχόμενό τους κατά την δική του άποψη, χωρίς να αμφισβητεί την γνησιότητά τους, με την από 8.3.2022 προσθήκη στις προτάσεις του, (σελ. 6 και 7 της προσθήκης), επιχειρεί το πρώτον να βελτιώσει τον ισχυρισμό του εκθέτοντας περαιτέρω ότι “…αρνούμαι την γνησιότητα των εγγράφων που απαρτίζουν το σχετικό 9” και “…σε κάθε περίπτωση και, κυρίως, αρνούμαι ότι υπήρξα παραλήπτης ή/και αποστολέας στο σύνολο των προσαχθέντων γραπτών μηνυμάτων (πλην ελαχίστων), εφόσον δεν μπορεί ευχερώς να προκύψει ούτε η ταυτότητα των συναλλασσομένων, ούτε ο χρόνος ανταλλαγής των μηνυμάτων. Δεν αναγνωρίζω το περιεχόμενο των μηνυμάτων αυτών ως αληθές ή ως προερχόμενο από εμένα και αιτούμαι να απορριφθούν τα έγγραφα αυτά ως μη έγκυρα αποδεικτικά μέσα”.
Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, είτε εκτιμηθεί, κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται για τα ηλεκτρονικά έγγραφα στην υπ΄αριθμ. (ΙΙΙ) μείζονα σκέψη, ότι κατατείνει στην θεμελίωση ενστάσεως πλαστότητας, χωρίς να κατονομάζεται ο πλαστογράφος, (άρνηση της αποστολής/λήψης τους από τον ίδιο τον εναγόμενο), είτε μόνο στην άρνηση της γνησιότητας των άνω εγγράφων, (ανακολουθία μεταξύ του περιεχομένου του μαγνητικού δίσκου της υπολογιστικής μικρομονάδας του κινητού τηλεφώνου της ενάγουσας και του εκτυπωθέντος αντιγράφου), προτείνεται καταρχήν απαραδέκτως το πρώτον με την προσθήκη αντίκρουση κατά τα εκτιθέμενα στις με αριθμό (ΙΙ και ΙΙΙΙ) νομικές σκέψεις. Ειδικότερα, τα έγγραφα αυτά προσκομίσθηκαν το πρώτον με την από 8.3.2022 προσθήκη αντίκρουση της αντιδίκου του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ο εναγόμενος, ο οποίος έλαβε από τότε γνώση αυτών, δεν τα προσβάλει ρητά ως πλαστά, ούτε αρνείται σαφώς την γνησιότητά τους με την έφεση και τις προτάσεις του.
Πέραν, όμως αυτού, παρίσταται και ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, διότι, έστω και με την προσθήκη αντίκρουση, δεν προσδιορίζονται σαφώς και ανενδοίαστα τα συγκεκριμένα έγγραφα (sms) που προσβάλλει ως πλαστά ή αρνείται την γνησιότητά τους, ούτε αναφέρει ποια είναι εκείνα τα “ελάχιστα” εξ αυτών, που ο ίδιος αναγνωρίζει ως γνήσια. Περαιτέρω, δεν προσδιορίζει σαφώς και αν αμφισβητεί ότι ο ίδιος είναι χρήστης της ηλεκτρονικής διεύθυνσης που φέρουν, (εν προκειμένω του κινητού τηλεφώνου αποστολής τους), ή αν υποστηρίζει ότι η αποστολή των συγκεκριμένων μηνυμάτων έγινε μεν από το κινητό του τηλέφωνο, πλην όμως όχι από τον ίδιο αλλά από τρίτο πρόσωπο, χωρίς την γνώση και την έγκρισή του.
Τα στοιχεία, δε, αυτά καθίστανται πλέον απαραίτητα, δεδομένου ότι, κατά τα αναφερόμενα στην υπ΄αριθμ (ΙΙΙ) νομική σκέψη, τίθεται ζήτημα εκτίμησης και κατανομής του βάρους απόδειξης του ισχυρισμού αυτού, αλλά και σύγχυσης ως προς την κατεύθυνση του ισχυρισμού του, καθώς ο εναγόμενος επικαλείται και ο ίδιος παρόμοια μηνύματα της 29.12.2017, τα οποία φέρουν την ίδια διεύθυνση αποστολέα/ παραλήπτη …………..ή ………………), με αυτήν που φέρουν και όλα τα λοιπά προσκομιζόμενα από την ενάγουσα μηνύματα. Εξάλλου, ο ίδιος ισχυρισμός, κατά το μέρος που επιχειρείται θεμελίωση ενστάσεως πλαστότητας των εν λόγω εγγράφων, προβαλλόμενος από την υπογράφουσα την έφεση και τις προτάσεις δικηγόρο του, είναι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην με αριθμό (ΙΙΙΙ) νομική σκέψη απορριπτέος ως απαράδεκτος, και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν γίνεται επίκληση, ούτε προσάγεται το απαιτούμενο για την παραδεκτή προβολή της ενστάσεως πλαστότητας έγγραφο ειδικής πληρεξουσιότητας, αλλά και δεν προσκομίζονται τα έγγραφα, ούτε αναφέρονται ονομαστικά οι μάρτυρες και τα λοιπά μέσα απόδειξης της πλαστότητάς τους. Κατά συνέπεια, εφόσον τα παραπάνω έγγραφα δεν προσβάλλονται παραδεκτά ως πλαστά, αλλά ούτε και προσδιορίζονται ρητά και ανενδοίαστα εκείνα εκ των οποίων, θεωρεί ο εναγόμενος ότι δεν είναι γνήσια, τα παραπάνω έγγραφα θεωρούνται γνήσια, κατά τα προεκτεθέντα στις με αριθμό (ΙΙ και ΙΙΙΙ) νομικές σκέψεις.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο του Εφετείου Πειραιώς.