Η ανακόπτουσα είχε μάλιστα κινήσει διαδικασίες για εφάπαξ αποπληρωμή του χρέους, που κληρονόμησε από τον θανόντα σύζυγό της.
Μία απίστευτη περιπέτεια έζησε χήρα γυναίκα, όταν βρέθηκε ενώπιον πλειστηριασμού ακινήτου που κληρονόμησε από τον σύζυγό της και συγκεκριμένα για οφειλή 11.700 ευρώ βγήκε στο «σφυρί» περιουσία 73.000 ευρώ.
Τελικώς, δικαιώθηκε από το Ειρηνοδικείο Αθηνών που έκρινε καταχρηστικό τον πλειστηριασμό, ενώ όπως καταγγέλθηκε κατά τη δικαστική διαδικασία η ίδια είχε ζητήσει να αποπληρώσει εφάπαξ το χρέος, με τις εταιρείες διαχείρισης εκ μέρους της Τράπεζας να αφήνουν διαβεβαιώσεις πως το αίτημά της έχει… δρομολογηθεί.
Η γυναίκα προσέφυγε στο Δικαστήριο ζητώντας ακύρωση της διαδικασίας του πλειστηριασμού και επισημαίνοντας πως «το πρώτον πληροφορήθηκε την ύπαρξη του επικείμενου δια της προσβαλλόμενης πράξεως εκτελέσεως πλειστηριασμού κατά τον χρόνο ασκήσεως αυτής (κρινόμενης ανακοπής), καθόσον στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη από 4-1-2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης επιβλήθηκε κατά προσώπου – οφειλέτη μη υπαρκτού, ήτοι του αποβιώσαντος την 2-5-2022 συζύγου της ανακόπτουσας…, και όχι κατά της τελευταίας, με την ιδιότητά της ως κληρονόμου αυτού, με αποτέλεσμα να μην έχει εκκινήσει καμία προθεσμία ως προς αυτήν για την προσβολή της προσβαλλόμενης αναγκαστικής κατάσχεσης και του επισπευδόμενου πλειστηριασμού του επίδικου ακινήτου».
Για οφειλή 11.700 ευρώ βγήκε στο «σφυρί» περιουσία 73.000 ευρώ: «Ουδεμία απάντηση για την εφάπαξ καταβολή της οφειλής»
Όπως αναφέρει η απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, «η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης επισπεύδει παράνομα και καταχρηστικά πλειστηριασμό του ακινήτου της, προσδιορισθείσας εμπορικής αξίας 73.000 ευρώ, για οφειλή ποσού 11.710,33 ευρώ, παρά το γεγονός ότι της γνωστοποίησε από τον Μάρτιο 2023 τον θάνατο του συζύγου της και ακολούθησε ανταλλαγή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τα οποία αποδεικνύεται ότι αυτή (καθ’ ης) είχε πλήρη γνώση του θανάτου του συζύγου της, δοθέντος ότι της ζητήθηκε να προσκομίσει τα απαιτούμενά δικαιολογητικά για τη νομιμοποίηση των κληρονόμων, τα οποία και της απέστειλε ήδη από 7-4-2023, ζητώντας της να της κάνει γνωστό το ύψος των οφειλών του αποβιώσαντος συζύγου της με σκοπό την ρύθμιση τους».
Σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις της καθ’ ης «στις 24-4-2023 της απάντησε ότι το αίτημα της έχει δρομολογηθεί και θα ενημερωθεί από το αρμόδιο τμήμα σε εύλογο χρόνο και μη έχοντας (η ανακόπτουσα) ουδεμία ενημέρωση μέχρι την κατάθεση της κρινόμενης ανακοπής της δημιουργήθηκε ευλόγως η πεποίθηση ότι η καθ’ ης θα πράξει τούτο (γνωστοποίηση των οφειλών του αποβιώσαντος συζύγου της με σκοπό τη διευθέτηση τους)».
Παράλληλα, το Δικαστήριο δέχθηκε τα όσα εξέθεσε η ανακόπτουσα, δηλαδή πως «στις 23-8-2023 η πληρεξούσια δικηγόρος της απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στον υπογράφοντα την προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση… δικαστικό επιμελητή, στην ορισθείσα για τον πλειστηριασμό συμβολαιογράφο, καθώς και στην καθ’ ης, προτείνοντας την καταβολή ολόκληρου του ποσού των 11.710,33 ευρώ της επιβληθείσας κατάσχεσης».
Η απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών: «Προφανώς καταχρηστική» η συμπεριφορά της Τράπεζας
Ωστόσο, όπως σημειώνεται δεν έλαβε ουδεμία απάντηση με «η συμπεριφορά αυτή δε, της καθ’ ης είναι προφανώς καταχρηστική και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, αφού επισπεύδει πλειστηριασμό ακινήτου αξίας τουλάχιστον 100.000 ευρώ έναντι απαιτήσεως 11.710,33 ευρώ, το οποίο της προτάθηκε να καταβληθεί εφάπαξ».
Συγκεκριμένα, στην απόφασή του το Ειρηνοδικείο Αθηνών αναφέρει ότι «το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι η καθ’ ης η ανακοπή όχι μόνο επέσπευσε καταχρηστικώς αναγκαστική εκτέλεση κατά μη υπαρκτού προσώπου μάλιστα, ενώ η ανακόπτουσα – οφειλέτρια είχε την εύλογη πεποίθηση ότι αυτή δεν θα την συνέχιζε, αλλά και της πρότεινε την καταβολή ολόκληρου του ποσού των 11.710,33 ευρώ της επιβληθείσας αναγκαστικής κατάσχεσης σε βάρος του αποβιώσαντος συζύγου της, του οποίου και κατέστη μοναδική του κληρονόμος εκ διαθήκης, επέλεξε και μέτρο ιδιαίτερα επαχθές, ευρισκόμενο σε λογική ανακολουθία συγκριτικά με την ωφέλεια από την είσπραξη της απαίτησής της, ύψους 11.710,33 ευρώ, δεδομένου ότι επέλεξε να κατασχέσει για το ποσό αυτό το ένδικο ακίνητο, συνολικής εμπορικής αξίας ασυγκρίτως μεγαλύτερης, υπερβαίνουσας το ποσό των 73.000 ευρώ, προκαλώντας υπέρμετρη βλάβη σε αυτήν (ανακόπτουσα)».
Και καταλήγει: «Συνεπώς, η εν λόγω κατάσχεση εμφανίζεται ως μέτρο εξαιρετικής σκληρότητας για την ανακόπτουσα, το οποίο υπερβαίνει τα ανεκτά όρια θυσίας της, αφού υπάρχει δυσαναλογία μεταξύ του μέσου αναγκαστικής εκτελέσεως και του σκοπού, για τον οποίο επιβάλλεται, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η άσκηση από την καθ’ ης η ανακοπή του δικαιώματος να επισπεύσει την ανωτέρω αναγκαστική εκτέλεση και μάλιστα κατά μη υπαρκτού προσώπου, ήτοι του αποβιώσαντος πριν τη σύνταξη της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης συζύγου της ανακόπτουσας, αντίκειται στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη αλλά και στον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος της προς επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά και στην αρχή της αναλογικότητας και είναι καταχρηστική».