Ευθύνη τραπεζών από επενδυτικές υπηρεσίες. Ευθύνη πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρίας παροχής επενδυτικών συμβουλών αν δεν εφιστούν εγγράφως την προσοχή του επενδυτή τους στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, ή αν δεν ενημερώνουν με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων προς επένδυση τίτλων. Η παράβαση των οικείων διατάξεων συνιστά παρανομία κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ και υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. Τούτο ισχύει ιδίως για τα λεγόμενα ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας (perpetual bonds). Παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας μέσω των προστηθέντων υπαλλήλων της. Παράβαση των οικείων διατάξεων του ν. 3606/2007, της απόφασης 1/452/1/11/2007 του ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, του νόμου περί προστασίας καταναλωτών και των οικείων διατάξεων του ΑΚ. Οι προστηθέντες της αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας τραπεζικοί υπάλληλοι δολίως προκάλεσαν στους επενδυτές την απόφαση να επενδύσουν το εις χρήμα κεφάλαιό τους σε επενδυτικά προϊόντα, παριστώντας σε αυτούς ψευδώς ότι αυτά αποτελούν ασφαλή για το κεφάλαιό τους επενδυτική επιλογή ενώ σαφώς γνώριζαν ότι αυτό δεν ισχύει και περαιτέρω επιμελώς αποσιώπησαν τους κινδύνους των συγκεκριμένων επενδυτικών προϊόντων.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΦΕΣΕΩΝ
Αριθμός Απόφασης 1422/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Παπαδοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Γεωργία Σαββοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 9 Οκτωβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ (Λ.ΤΔ.)» και τον διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ», που εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου (Στασινού αριθ.51, Στρόβολος), νομίμως εκπροσωπούμενης με ΑΦΜ …, και είναι νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα διά του υποκαταστήματος της επί της Λ. Αλεξάνδρας αριθ.192, με ΑΦΜ ., η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Φερφέλη (AM 026181 ΔΣΑ), βάσει δήλωσης.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …, κατοίκου Κηφισιάς Αττικής, επί της οδού …, με ΑΦΜ … και 2) … κατοίκου Αθηνών, επί της οδού …, με …, οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημητρίου Κουτσούκη (AM 030388 ΔΣΑ), βάσει δήλωσης.
Οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 21.3.2017 και με αριθμό κατάθεσης ././2017 αγωγή που κατέθεσαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στρεφόμενοι κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας. Τρ πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας με την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρχικά εξέδωσε τη με αριθμό 3364/2018 μη οριστική απόφαση του, με την οποία διέτασσε τη χωρίς όρκο εξέταση στο ακροατήριο του των διαδίκων, και εν συνεχεία τη με αριθμό 2080/2019 οριστική απόφαση του, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή. Ήδη κατά της απόφασης αυτή η ηττηθείσα εναγόμενη άσκησε στο Δικαστήριο που την εξέδωσε την απευθυνόμενη στο παρόν, ένδικη, από 30.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης ./30.10.2019 έφεση της με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2019 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2019 (με αρχικό γενικό αριθμό κατάθεσης ./2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2019), η συζήτηση της οποίας αρχικώς προσδιορίστηκε με επιμέλεια της εκκαλούσας για τις 10.12.2021, και εν συνεχεία με επιμέλεια των εφεσίβλητων εκ νέου για την προαναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν μονομερείς δηλώσεις του άρθρου 242§2ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ.2080/2019 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, εκδοθείσης αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, νομίμως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της (άρθρο Ι7Α ΚΠολΔ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 3§3 του ν.3994/2011 και ισχύει από 25.7.2011 ΚΠολΔ), και έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα (βλ. την υπ’ αριθ. …/30.10.2019 έκθεση έφεσης της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αθηνών), πριν την επίδοση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 11.12.2019 (βλ. την υπ’ αριθ…./Π.12.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, με κατάθεση του σχετικού δικογράφου (εφετηρίου) στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (άρθρα 495§1, 511 επ., 518 ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει η έφεση να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533§1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της καταβλήθηκε από την εκκαλούσα το προσήκον παράβολο της έφεσης (e-.), ποσού εβδομήντα πέντε Ευρώ (756), κατ’ άρθρο 495§3 ΚΠολΔ.
Οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, με την από 21.3.2017 αγωγή τους εξέθεταν ότι οι υπάλληλοι-προστηθέντες στην υπηρεσία της νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα εναγόμενης κυπριακής τραπεζικής εταιρίας ήδη εκκαλούσας, με την οποία
συναλλάσσονταν στο πλαίσιο της σύναψης συμβάσεων τραπεζικών καταθέσεων χρημάτων και δη προθεσμιακών καταθέσεων, έχοντας αναπτύξει πολυετή σχέση εμπιστοσύνης με τους ιδίους και γνωρίζοντας το επενδυτικό τους προφίλ, τούς συνέστησαν, τον Μάιο του 2011 και με τον παρατιθέμενο στο αγωγικό δικόγραφο τρόπο, παρέχοντας σ’ αυτούς προφορική, συνοπτική, αποσπασματική, μονομερή και, μη αντικειμενική ενημέρωση καθώς και σχετική επενδυτική συμβουλή, να καταθέσουν τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά σε τραπεζικό προϊόν, το οποίο τους παρέστησαν ως όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση, διάρκειας πέντε ετών, σταθερού επιτοκίου ύψους 6,5%, περιοδικής απόδοσης τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένης επιστροφής του κεφαλαίου και των τόκων αυτού ότι πειθόμενοι από τις διαβεβαιώσεις των εν λόγω υπαλλήλων και έχοντας την πεποίθηση ότι το κεφάλαιο τους θα ήταν εξασφαλισμένο, προέβησαν στην κατάρτιση τον Μάιο του 2011 με την εναγόμενη σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και αγοράς: Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.ΑΕ.Κ.) έκδοσης της τελευταίας, αξίας 21.000 Ε, προερχόμενα από τη ρευστοποίηση Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου της εναγομένης που ήδη διέθεταν ότι στην πραγματικότητα τα ανωτέρω αξιόγραφα δε λειτουργούσαν σαν προθεσμιακή κατάθεση με ορισμένη ut διάρκεια, σταθερό επιτόκιο, περιοδική απόδοση τόκων και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου και δεν ανταποκρίνονταν στο συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ, αλλά και χαρακτηρίζονταν από τους μνημονευόμενους στην αγωγή υψηλούς κινδύνους, τους οποίους οι ίδιοι αγνοούσαν κατά τον ως άνω χρόνο αγοράς των επίμαχων ομολογιών, λόγω έλλειψης κατάλληλης ενημέρωσης τους από τους υπαλλήλους της εναγομένης, οι οποίοι τους παραπλάνησαν διά της αποσιώπησης των κινδύνων της εν λόγω επένδυσης, μην αναφέροντας τους, είτε προφορικά είτε γνωστοποιώντας τους με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, το από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο περί Μ.ΑΕ.Κ., με απώτερο σκοπό την εκ μέρους της εναγομένης άντληση όσο το δυνατόν περισσότερων κεφαλαίων ότι εάν γνώριζαν τα ανωτέρω σε καμία περίπτωση δε θα προέβαιναν στη συγκεκριμένη τοποθέτηση των κεφαλαίων τους στα επισφαλή Μ.ΑΕ.Κ. ότι περί τον μήνα Ιούνιο του έτους 2012 ενημερώθηκαν από την εναγομένη με ότι αυτή δε θα κατέβαλε τον τόκο του πρώτου εξαμήνου του ίδιου έτους ότι εξ αιτίας της οικονομικής κατάστασης της εναγομένης, εν συνεχεία, στις 8.8.2013, τα Μ.ΑΕ.Κ. μετατράπηκαν σε μετοχές, στερούμενες οποιοσδήποτε αξίας, με συνέπεια αυτοί (οι ενάγοντες) να απολέσουν το προαναφερόμενο κεφάλαιο, τους τόκους εξ αυτού, και έτσι να υποστούν, εξ αυτού του λόγου, την εκτιθέμενη στο αγωγικό δικόγραφο ηθική βλάβη ότι διά της ανωτέρω συμπεριφοράς της η εναγόμενη παραβίασε τις υποχρεώσεις της για ακριβή και πλήρη ενημέρωση τους ενώ παράλληλα τους δημιούργησε πεπλανημένη πεποίθηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αποσιώπηση της αλήθειας. Με βάση τα περιστατικά αυτά και εκθέτοντας περαιτέρω ότι οι ίδιοι επέχουν, θέση καταναλωτή στις κρίσιμες συμβάσεις καθώς είναι οι τελικοί αποδέκτες των υπηρεσιών της εναγομένης οι οποίες (υπηρεσίες) δεν σχετίζονται προς το αντικείμενο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας όντες ο πρώτος εξ αυτών δικηγόρος και η δεύτερη ήδη συνταξιούχος συμβολαιογράφος ζήτησαν να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης ήδη εκκαλούσας ευθυνόμενης α) κατά τις διατάξεις του ν. 606/2007 και της συναφούς νομοθεσίας οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής στις μεταξύ τους, σχέσεις στο πλαίσιο εκπλήρωσης σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, β) κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914 επ. ΑΚ) και γ) κατά τις διατάξεις περί ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες (άρθρο 8 ν.2251/1994), να καταβάλει στον καθένα εξ αυτών, νομιμοτόκως το ποσό των 13.230 Ε ως αποζημίωση για τη θετική ζημία τους και β) το ποσό των 1.006 Ε ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγόμενης όπως περιγράφεται ανωτέρω. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρχικά εξέδωσε τη με αριθμό 3364/2018,μη οριστική απόφαση του, με την οποία διέτασσε τη χωρίς όρκο εξέταση στο ακροατήριο του των διαδίκων, και εν συνεχεία την εκκαλουμένη, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, υποχρεώνοντας την εναγόμενη να καταβάλει σε καθένα, των εναγόντων το ποσό των 14.236 Ε. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεση της, για τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο του εν λόγω ενδίκου μέσου λόγους συνιστάμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της, προκειμένου, να απορριφθεί η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι: 1) η ανθρώπινη συμπεριφορά, 2) ο παράνομος χαρακτήρας αυτής, 3) η υπαιτιότητα, 4) η επέλευση ζημίας και 5) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Για την έννοια του παρανόμου δεν είναι αναγκαίο η ανθρώπινη συμπεριφορά να συνιστά παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα, αλλά αρκεί ότι αυτή αποδοκιμάζεται από το δίκαιο και τους σκοπούς του. Ειδικότερα, το στοιχείο του παρανόμου θεμελιώνεται και σε περίπτωση αντίθεσης της πράξης στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Ειδικότερες μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας ασφάλειας και προστασίας των αγαθών των άλλων, η οποία θεμελιώνει το στοιχείο του παρανόμου, αποτελούν οι υποχρεώσεις διαφώτισης/ενημέρωσης και συμβουλευτικής/ καθοδήγησης/προειδοποίησης του πελάτη εκ μέρους της τράπεζας οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τράπεζας και πελάτη. Η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των παραπάνω υποχρεώσεων θεμελιώνει αδικοπρακτική ευθύνη αυτής εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις ήτοι η υπαιτιότητα και η επέλευση-ζημίας αιτιωδώς συνδεόμενης με την παράνομη συμπεριφορά της τράπεζας με, την έννοια ότι η παράβαση των απορρεουσών από την καλή πίστη υποχρεώσεων της Τράπεζας αποτελεί όρο, κατ’ αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορο να οδηγήσει στο αποτέλεσμα της ζημίας. Με την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών – είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των – επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής ώστε, έχοντας ενημερωθεί επαρκώς να αξιολογήσει ακολούθως, ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού τράπεζα.
Περαιτέρω, από το άρθρο 8 του ν.2251/1994 («προστασία των καταναλωτών»), όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το αρθρ. 10§3 του ν. 3587/2007, προκύπτει ο ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ του παρέχοντος τις υπηρεσίες και του ζημιωθέντος [βλ. ΑΠ 1028/2015 ΕΕμπΔ 2015/898], τέτοια δε ευθύνη έχει και η τράπεζα όταν, μεταξύ άλλων, παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε πελάτη της, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με το άρθρο 1§3 του ίδιου νόμου. Ο συγκεκριμένος νόμος έχει συμπεριλάβει 3 ειδικές διατάξεις που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε «προμηθευτή» (και στις τράπεζες) την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» (και του ιδιώτη επενδυτή) ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα την σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής.
Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται ιδίως στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Εμμέσως ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν όμως με τελολογική ερμηνεία τους, κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του «προμηθευτή» συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 90 του ανωτέρω νόμου). Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 είναι η περιουσία του αποδέκτη των υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής υπηρεσιών. Οι αποδέκτες επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της διάταξης του άρθρου 8 του ν.2251/1994 [βλ. ΑΠ 974/2018 ΝοΒ 2019/1476, ΑΠ 865/2017 ΕΕμπΔ 2017/876]. Πέραν της θεμελίωσης των υποχρεώσεων συμβουλευτικής καθοδήγησης και ενημέρωσης του καταναλωτή στη γενική υποχρέωση πρόνοιας που απορρέει από την καλή πίστη και στο νόμο για την προστασία του καταναλωτή, το καθήκον παροχής συμβουλών προς τον καταναλωτή απαντάται και στο κοινοτικό δίκαιο των επενδυτικών υπηρεσιών, και, ειδικότερα, στο άρθρο 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου γίνεται δεκτός ότι για την παροχή εύλογων συμβουλών λαμβάνεται υπόψη η καλύτερη εξυπηρέτηση του συμφέροντος του πελάτη. Ή προαναφερόμενη οδηγία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με τον ν. 3606/2007 («Αγορές, χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις»), σκοπός δε του πρώτου μέρους του συγκεκριμένου νόμου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 αυτού, «είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου “Για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/EOK του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21.4.2004 (L 145/30.4.2004)». Ο ν.3606/2007 καταργήθηκε πλέον με τον ν.4514/2018 («Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις»), αλλά εξακολουθεί να εφαρμόζεται επί πράξεων ή1 παραλείψεων τελεσθεισών μέχρι τη θέση σε ισχύ του ν.4514/2018 (άρθρο 98§1 αυτού), προβλέπει δε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: 1) «1… Οι διατάξεις του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού εφαρμόζονται στις ΑΕΠΕΥ, στις οργανωμένες αγορές και τους διαχειριστές αγοράς, καθώς και στις Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ), εφόσον παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας τους. 2. Στα πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον παρέχουν μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις: (α) το άρθρο 2, (β) η §5 του άρθρου αυτού, καθώς και τα άρθρα 6, 7,12 έως 15 και 19, (γ) τα άρθρα 25 έως 30, (δ)§§1, 6 και 7 του άρθρου 31, οι §§1,2,4 και 5 του άρθρου 32, τα άρθρα 34 και 49 έως 58, (ε) τα άρθρα 59 έως 62, 66 και 69 και (στ) το άρθρο 71» (άρθρο 3§§1 και 2), 2) «1. Ως επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες νοούνται οι εξής: (α) Η λήψη και διαβίβαση εντολών, η οποία συνίσταται στη λήψη και διαβίβαση εντολών για λογαριασμό πελατών, για κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα (β) Η εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών, η οποία συνίσταται στην κατάρτιση συμβάσεων αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, (γ) Η διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, η οποία συνίσταται στη διαπραγμάτευση από ΕΠΕΥ με κεφάλαια της ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων προς κατάρτιση συναλλαγών επ’ αυτών, (δ) Η διαχείριση χαρτοφυλακίων, η οποία, συνίσταται στη διαχείριση, κατά τη διακριτική ευχέρεια της ΕΠΕΥ, χαρτοφυλακίων πελατών, στο πλαίσιο εντολής τους, που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα ώ χρηματοπιστωτικά μέσα (ε) Η παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία συνίσταται στην παροχή προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεως του είτε με πρωτοβουλία της ΕΠΕΥ, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα (στ)Ή αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή η τοποθέτηση Η χρηματοπιστωτικών μέσων -μεη δέσμευση ανάληψης, (ζ) Η τοποθέτηση, χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης, (η) Η λειτουργία πολυμερούς μηχανισμού διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ). 2. Ως παρεπόμενες υπηρεσίες νοούνται οι εξής: (α) Η φύλαξη και διοικητική διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών θεματοφύλακα και παροχής συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμου ή παρεχόμενων ασφαλειών, (β) Η παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτή προς διενέργεια συναλλαγής σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, στην οποία μεσολαβεί η ΕΠΕΥ, η οποία παρέχει την πίστωση ή το δάνειο, (γ) Η παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου τους, την κλαδική στρατηγική και συναφή θέματα, καθώς και παροχή συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, (δ) Η παροχή υπηρεσιών ξένου συναλλάγματος εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών (ε) Η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα. (στ) Η παροχή υπηρεσιών σχετιζόμενων με την αναδοχή, (ζ) Η παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σχετικά με τα υποκείμενα μέσα των παραγώγων που περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις ε’ έως ζ’ και του άρθρου 5, εφόσον σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών» (άρθρο 4§§1 και 2) και 3) «1. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες με αμεροληψία, εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ειδικότερα να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στις §§2 έως 8 του άρθρου αυτού. 2. Οι πληροφορίες που παρέχουν οι ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και. μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες. 3. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στους πελάτες ή στους δυνητικούς πελάτες κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με: (α) την ΑΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες της, (β) τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, καθώς και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση των εν λόγω επενδυτικών στρατηγικών, (γ) τους τόπους εκτέλεσης· και (6) το κόστος και τις σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις. 4. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν, σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). 5. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν, άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην §4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα τ που σχετίζεται: με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι’ αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Οι ΑΕΠΕΥ, που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών πελατών ή τη λήψη και διαβίβαση εντολών με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες μπορούν να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν λάβει τις πληροφορίες και χωρίς να έχουν καταλήξει στην κρίση που προβλέπεται στην παράγραφο 5, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις: (α) Οι εν λόγω υπηρεσίες αφορούν μετοχές, εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, μέσα χρηματαγοράς ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, (με την εξαίρεση των ομολογιών ή άλλων μορφών τιτλοποιημένου χρέους που ενσωματώνουν παράγωγα) μερίδια ΟΣΕΚΑ και άλλα μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα. Αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με οργανωμένη αγορά, εάν πληροί ισοδύναμες απαιτήσεις με τις οριζόμενες στο Κεφάλαιο ΣΤ’ του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού, (β) Η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη, (γ) Ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι, κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, η ΑΕΠΕΥ δεν υποχρεούται να αξιολογήσει τη συμβατότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου που προσφέρεται ή της υπηρεσίας που παρέχεται και ότι δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή, (δ) Η ΑΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 13 υποχρεώσεις της. 7. Οι ΑΕΠΕΥ τηρούν αρχείο με τα έγγραφα και τις συμβάσεις που καταρτίζονται μεταξύ του πελάτη και της ΑΕΠΕΥ, τα οποία αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους η ΑΕΠΕΥ παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των 3 μερών μπορούν να ορίζονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα. 8. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν σε κάθε πελάτη εγγράφως επαρκή ενημέρωση σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνεται, όπου συντρέχει περίπτωση, το κόστος των συναλλαγών που εκτελούνται για λογαριασμό του και των υπηρεσιών που του παρέχονται. 9. Όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος, χρηματοπιστωτικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας ή σε κοινά ευρωπαϊκά πρότυπα σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη όσον αφορά την αξιολόγηση του κινδύνου των πελατών και τις απαιτήσεις περί πληροφοριών, η παροχή της εν λόγω υπηρεσίας δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις επιβαλλόμενες με το άρθρο αυτό υποχρεώσεις. 10. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις των ΕΠΕΥ που καθορίζονται στις §§ 2 έως 8, σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της §10 του άρθρου 19 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ. 11. Οι ΑΕΠΕΥ, οι ΑΕΔΟΕΕ και τα πιστωτικά ιδρύματα που διαχειρίζονται ηλεκτρονικά συστήματα μέσω των οποίων προσφέρονται κινητές αξίες, σύμφωνα με την §6 του άρθρου 1 του ν.3401/2005, πρέπει να παρέχουν στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες πληροφόρηση για τις προσφορές αυτές, που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής: 1 πληροφορίες για τη νομική κατάσταση του εκδότη, ii. επισκόπηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εκδότη, iii. πληροφορίες για πιθανά επενδυτικά σχέδια του εκδότη, iv. πληροφορίες για τους μετόχους/εταίρους με ποσοστό πάνω από πέντε τοις εκατό (5%) και για το κεφάλαιο. Περιγραφή κάθε γνωστής στον εκδότη συμφωνίας, της οποίας η εφαρμογή θα μπορούσε, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, να επιφέρει αλλαγές όσον αφορά στον έλεγχο του εκδότη, πληροφορίες για τη διοίκηση του εκδότη, vi. πληροφορίες για τυχόν συγκρούσεις, συμφερόντων μεταξύ διοίκησης μετόχων του εκδότη και ΑΕΠΕΥ που παρέχει την παρεπόμενη υπηρεσία της περίπτωσης α’ της §2 του άρθρου 4 του ν.3606/2007, ΑΕΔΟΕΕ του άρθρου 6§4 του ν.4209/2013 ή πιστωτικού ιδρύματος που διαμεσολαβεί, vii. πληροφορίες για τον τόπο δημοσίευσης των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του εκδότη (π.χ. ιστοσελίδα του εκδότη, ΓΕΜΗ, κ.τλ.), viii. πληροφορίες σχετικά με τις κινητές αξίες που προσφέρονται και τους όρους της προσφοράς (π.χ. τρόπος κατανομής των κινητών αξιών σε περίπτωση υπερκάλυψης της προσφοράς, παράδοση κινητών αξίων, κ.ο.), ix. περιγραφή των δικαιωμάτων (ψήφου, πληροφόρησης) που αποκτά ο„ επενδυτής, χ. διακριτή παράθεση των παραγόντων κινδύνου που συνδέονται με τον εκδότη, τον τομέα δραστηριότητας του και τις κινητές αξίες που προσφέρονται xi. προειδοποίηση ότι η επένδυση δεν είναι άμεσα ρευστοποιήσιμη και υπάρχει ενδεχόμενο ολικής απώλειας κεφαλαίου, xii. παράθεση των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τις παραπάνω πληροφορίες, προειδοποίηση ότι οι παραπάνω πληροφορίες δεν εγκρίνονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις πληροφόρησης που προβλέπονται παραπάνω για τις ΑΕΠΕΥ και τις ΑΕΔΟΕΕ της παρούσης παραγράφου και τα πιστωτικά ιδρύματα, να καθορίζονται τα τεχνικά μέσα εφαρμογής τους καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια» (άρθρο 25). Κατ’ εξουσιοδότηση της §10 του άρθρου 25 του. ν.3606/2007 εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1/452/1.11.2007 Απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Φ.Ε.Κ. Β’ 2136/1.11.2007) «Κανόνες Συμπεριφοράς Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε. Υ.)», η οποία ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Για τους σκοπούς της απόφασης αυτής νοούνται ως: … 9. «Επενδυτική συμβουλή» μια προσωπική σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα του ως υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, η οποία: (α) παρουσιάζεται ως κατάλληλη για το πρόσωπο αυτό ή λαμβάνει υπόψη της την κατάσταση του προσώπου αυτού και (β) αποτελεί σύσταση για την: (βα) αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, (ββ) άσκηση ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος που παρέχει ορισμένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, εγγραφή/ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου. Μια σύσταση δεν είναι προσωπική σύσταση εάν διαδίδεται αποκλειστικά μέσω διαύλων επικοινωνίας ή απευθύνεται στο … : 10.» Δίαυλος επικοινωνίας: το μέσο ή ο τρόπος, μέσω του οποίου δημοσιοποιείται ή είναι πιθανό ότι θα δημοσιοποιηθεί μία πληροφορία, στην οποία έχει πρόσβαση μεγάλος αριθμός προσώπων, όπως ενδεικτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης το διαδίκτυο και η μαζική ταχυδρομική αποστολή (έγχαρτη ή ηλεκτρονική)(άρθρο 2§§9 καν 10), 2) «1. Η ΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι όλες οι πληροφορίες περιλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, τις οποίες, απευθύνει σε ιδιώτες πελάτες ή τις οποίες διαδίδει με τρόπο που καθιστά πιθανή τη λήψη τους από ιδιώτες πελάτες πληρούν τις προϋποθέσεις προκειμένου να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. 2. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει απαραίτητος την επωνυμία της ΕΠΕΥ. 3. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι ακριβής και ειδικότερα να μη δίνει έμφαση σε ενδεχόμενα δυνητικά οφέλη από μια επενδυτική υπηρεσία ή από ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, χωρίς να επισημαίνει, παράλληλα, με σαφήνεια κάθε σχετικό κίνδυνο, Η πληροφόρηση πρέπει να είναι επαρκής και να παρουσιάζεται με τρόπο ώστε να είναι πιθανή η κατανόηση της από το μέσο μέλος της ομάδας των προσώπων στην οποία απευθύνεται και από κάθε άλλο πιθανό αποδέκτη της. Η πληροφόρηση δεν πρέπει να αποκρύπτει, να υποβαθμίζει ή να συγκαλύπτει σημαντικά στοιχεία, δηλώσεις ή προειδοποιήσεις. 4. Όταν η πληροφόρηση συγκρίνει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, χρηματοπιστωτικά, μέσα ή πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, πρέπει: (α) η σύγκριση να είναι εύλογη και να παρουσιάζεται με ακριβοδίκαιο τρόπο, (β) να προσδιορίζονται οι πηγές της πληροφόρησης που χρησιμοποιούνται για τη σύγκριση και γ) να αναφέρονται τα βασικά στοιχεία και οι παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση. 5. Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ενός χρηματοοικονομικού δείκτη ή μιας επενδυτικής υπηρεσίας: (α) Η ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων δεν πρέπει να αποτελεί το προεξέχον στοιχείο της σχετικής ανακοίνωσης, (β) Η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει τις κατάλληλες πληροφορίες για τις επιδόσεις της αμέσως προηγούμενης πενταετίας ή, εάν το διάστημα κατά το οποίο είτε ήταν διαθέσιμο το χρηματοπιστωτικό μέσο, είτε καταρτίστηκε ο δείκτης, είτε παρασχέθηκε η επενδυτική υπηρεσία, είναι μικρότερο των πέντε ετών, για όλο το χρονικό αυτό διάστημα. Η ΕΠΕΥ, πάντως μπορεί να παρέχει πληροφόρηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την πενταετία. Σε κάθε περίπτωση η πληροφόρηση αφορά πλήρεις δωδεκάμηνες περιόδους, (γ) Η περίοδος αναφοράς και η πηγή των πληροφοριών πρέπει να αναφέρονται με σαφήνεια, (δ) Η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αναφέρονται στο παρελθόν και ότι ον προηγούμενες επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων, (ε) Όταν η ένδειξη προηγουμένων επιδόσεων βασίζεται σε αριθμητικά στοιχεία εκπεφρασμένα σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο του κράτους μέλους, στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο ιδιώτης πελάτης, πρέπει να αναφέρεται με σαφήνεια το σχετικό νόμισμα και να περιλαμβάνεται προειδοποίηση ότι η απόδοση ενδέχεται να επηρεαστεί θετικά ή αρνητικά από συναλλαγματικές διακυμάνσεις, (στ) Όταν η ένδειξη προηγουμένων, επιδόσεων βασίζεται σε μεικτή – απόδοση, πρέπει να γνωστοποιούνται αναλυτικά οι επιβαρύνσεις από προμήθειες αμοιβές ή άλλες χρεώσεις. 6. Η πληροφόρηση, που περιλαμβάνει ή αναφέρεται σε προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, πρέπει να αναφέρεται σε χρηματοπιστωτικό, μέσο ή χρηματοοικονομικό δείκτη και να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) η, προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων πρέπει να βασίζεται σε πραγματικές η προηγούμενες επιδόσεις ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών 3 μέσων χρηματοοικονομικών δεικτών, οι οποίοι είτε αφορούν το ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο είτε υποκείμενο μέσο του, (β) οι πραγματικές προηγούμενες επιδόσεις, στις οποίες βασίζεται η προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων, πρέπει να πληρούν τις η προϋποθέσεις των περιπτώσεων (α) έως (γ), (ε) και (στ) της §5 και (γ) η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων και ότι οι προηγούμενες αυτές επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων 7. Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με μελλοντικές επιδόσεις: (α) η πληροφόρηση δεν πρέπει να βασίζεται ή να αναφέρεται σε προσομοίωση, (β) η πληροφόρηση πρέπει να βασίζεται σε εύλογες παραδοχές που μπορούν να τεκμηριωθούν με αντικειμενικά δεδομένα, (γ) σε περίπτωση που η πληροφόρηση βασίζεται σε μεικτή απόδοση, πρέπει να γνωστοποιούνται αναλυτικά οι επιβαρύνσεις από προμήθειες, αμοιβές ή άλλες χρεώσεις και (δ) η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι οι προβλέψεις σχετικά με τις μελλοντικές επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων. 8. Πληροφόρηση, η οποία αναφέρεται σε ιδιαίτερη φορολογική μεταχείριση, πρέπει να επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη φορολογική μεταχείριση εξαρτάται από τα ατομικά δεδομένα κάθε πελάτη και ενδέχεται να μεταβληθεί στο μέλλον. 9. Η πληροφόρηση δεν πρέπει να χρησιμοποιεί το όνομα αρμόδιας αρχής με τρόπο που να δείχνει ή να υποδηλώνει ότι η αρμόδια αρχή υποστηρίζει ή εγκρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της ΕΠΕΥ» (άρθρο 4) 1. «1. Η ΕΠΕΥ παρέχει στους πελάτες της γενική περιγραφή n της φύσης και των κίνδυνων που ενέχουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα την κατηγοριοποίηση του πελάτη ως ιδιώτη ή επαγγελματία. Η. περιγραφή αυτή εξηγεί τη φύση του χρηματοπιστωτικού μέσου και τους συγκεκριμένους κινδύνους που αυτό ενέχει, με επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε ο πελάτης να μπορεί να λαμβάνει εμπεριστατωμένες επενδυτικές αποφάσεις. 2. Η περιγραφή των κινδύνων περιλαμβάνει, ανάλογα με το είδος του χρηματοπιστωτικού ή μέσου, την κατηγορία και το επίπεδο γνώσης του πελάτη, τα ακόλουθα στοιχεία: (α) τους κινδύνους που σχετίζονται με το συγκεκριμένο είδος χρηματοπιστωτικού μέσου, επεξηγώντας τη μόχλευση που παρέχει και τις συνέπειες της, καθώς και τον κίνδυνο απώλειας του συνόλου της επένδυσης (β) τη μεταβλητότητα της τιμής του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς κατ οποιουσδήποτε υφιστάμενους, στην αγορά, στην οποία το μέσο αυτό αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης, περιορισμούς, (γ) το γεγονός ότι ο επενδυτής εκτός από το κόστος απόκτησης των χρηματοπιστωτικών μέσων, ενδέχεται να αναλάβει, ως αποτέλεσμα συναλλαγών επί των συγκεκριμένων μέσων, οικονομικές δεσμεύσεις καθώς και άλλες πρόσθετες υποχρεώσεις, περιλαμβανομένων ενδεχόμενων υποχρεώσεων, (δ) το περιθώριο ασφάλισης ή παρόμοια υποχρέωση που ενδεχομένως, απαιτείται για τη διενέργεια συναλλαγών επί των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων. 3. Όταν η ΕΠΕΥ παρέχει σε ιδιώτη πελάτη πληροφορίες σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας προσφοράς, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη και για την οποία έχει εκδοθεί ενημερωτικό δελτίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3401/2005, ενημερώνει τον πελάτη σχετικά με το πού διατίθεται στο κοινό το συγκεκριμένο ενημερωτικό δελτίο. 4. Όταν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο αποτελείται από ένα περισσότερα διαφορετικά χρηματοπιστωτικά μέσα ή υπηρεσίες και είναι πιθανό οι κίνδυνοι, οι οποίοι συνδέονται με το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, να είναι μεγαλύτεροι από τους κινδύνους που συνδέονται με κάθε μία από τις συνιστώσες του, η ΕΠΕΥ παρέχει επαρκή περιγραφή των συνιστωσών του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδραση τους αυξάνει τους κινδύνους. 5. Όταν χρηματοπιστωτικά μέσα ενσωματώνουν εγγύηση τρίτου, η πληροφόρηση που παρέχει η ΕΠΕΥ σχετικά με την εγγύηση αυτή περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες για τον εγγυητή και την εγγύηση, προκειμένου ο ιδιώτης πελάτης να μπορεί να προβεί σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της εγγύησης» (άρθρο 8), 4) «1. Η ΕΠΕΥ στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή της διαχείρισης χαρτοφυλακίων λαμβάνει, από τους πελάτες, τις πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες προκειμένου να κατανοήσει τα βασικά δεδομένα του πελάτη και να σχηματίσει εύλογα την πεποίθηση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την έκταση της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας, ότι η συγκεκριμένη συναλλαγή, που προτείνει στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή που καταρτίζει στο πλαίσιο της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, πληροί τα ακόλουθα κριτήρια: (α) είναι σύμφωνη με τους επενδυτικούς στόχους του συγκεκριμένου πελάτη, (β) ο πελάτης έχει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους, (γ) ο πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει η? προτεινόμενη συναλλαγή ή η διαχείριση του χαρτοφυλακίου του. 2. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τους επενδυτικούς στόχους του πελάτη περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά: (α) με το χρονικό διάστημα για το οποίο ο πελάτης επιθυμεί να διατηρήσει την επένδυση, (β) με τις προτιμήσεις του όσον αφορά την ανάληψη κινδύνου, (γ) με το επενδυτικό του προφίλ και (δ) με τους σκοπούς της επένδυσης. 3. Η πληροφόρηση, αναφορικά με την οικονομική κατάσταση πελάτη, περιλαμβάνει περίπτωση, στοιχεία σχετικά: (α) με την προέλευση και το ύψος των τακτικών του εισοδημάτων, (β) με τα περιουσιακά του στοιχεία, περιλαμβανομένων των ρευστών του διαθεσίμων, των επενδύσεων και των ακινήτων του, και (γ) με τις τακτικές οικονομικές του υποχρεώσεις. 4. Ο επαγγελματίας πελάτης θεωρείται όταν διαθέτει το απαιτούμενο επίπεδο πείρας και γνώσης, για τα προϊόντα, τις συναλλαγές και τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη. Ο επαγγελματίας πελάτης της περίπτωσης (α) της §1 του άρθρου 6 του ν. 3606/2007, θεωρείται ότι διαθέτει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους όταν η παρεχόμενη επενδυτική υπηρεσία συνίσταται στην παροχή επενδυτικών συμβουλών. Ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος θεωρείται άτι έχει την οικονομική δυνατότητα να φέρει το βάρος κάθε σχετικού επενδυτικού κινδύνου, που 4 είναι σύμφωνος με τους επενδυτικούς του στόχους. 5. Σε περίπτωση που η ΕΠΕΥ, δε λάβει ως προς συγκεκριμένο πελάτη την πληροφόρηση που προβλέπεται στην §4 του η άρθρου 25 του ν. 3606/2007 και εξειδικεύεται τις §§1 έως 3 αυτού του άρθρου, δεν προβαίνει στην παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τον συγκεκριμένο πελάτη ή στη διαχείριση χαρτοφυλακίου του (άρθρο 12), 5) «1. Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της συμβατότητας μίας επενδυτικής υπηρεσίας για έναν πελάτη της, σύμφωνα με την §5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, κρίνει αν ο πελάτης αυτός διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει το επενδυτικό προϊόν ή η επενδυτική υπηρεσία, που του παρέχει η ΕΠΕΥ ή που αιτείται ο πελάτης. 2. Ένας επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχουν οι συγκεκριμένες επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγές, ή τα είδη των συναλλαγών ή προϊόντων, για τα οποία ο πελάτης αυτός έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη» (άρθρο 13) και 6) «1. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τη γνώση και την πείρα που διαθέτει πελάτης στον τομέα των επενδύσεων, περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία, στο μέτρο που είναι κατάλληλα για τον πελάτη αυτό, το είδος και την έκταση της υπηρεσίας που θα παρασχεθεί, καθώς και το είδος του προϊόντος ή της συναλλαγής που προβλέπεται να πραγματοποιηθεί, συμπεριλαμβανομένης της πολυπλοκότητας τους και των κινδύνων που ενέχουν: (α) τα είδη των επενδυτικών υπηρεσιών, των συναλλαγών και χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία είναι εξοικειωμένος ο πελάτης, (β) τη (ρύση, τον όγκο και τη συχνότητα των συναλλαγών του πελάτη σε χρηματοπιστωτικά μέσα και τη χρονική περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν, (γ) το μορφωτικό επίπεδο και το επάγγελμα ή συναφές προηγούμενο επάγγελμα του πελάτη. 2. Ή ΕΠΕΥ δεν ενθαρρύνει τους πελάτες να μην παράσχουν την απαιτούμενη πληροφόρηση της αξιολόγησης της καταλληλότητας και της συμβατότητας, σύμφωνα με τις §§4 και 5 του άρθρου 25 του 1 ι ν.3606/2007, όπως εξειδικεύονται στα άρθρα 13 έως 15. 3. Η ΕΠΕΥ δικαιούται να βασίζεται στην πληροφόρηση που της παρέχουν οι πελάτες της, εκτός εάν γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η πληροφόρηση αυτή είναι καταφανώς παρωχημένη, ανακριβής ή ελλιπής» (άρθρο 14). Τέλος, στην υπ’ αριθ.2501/31.12.2002 Πράξη Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος «Ενημέρωση των συναλλασσόμενων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές 277/18.11.2002) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ: Τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν: – Να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές. – Να παρέχουν περιοδική έγγραφη ενημέρωση στους συναλλασσόμενους κατά τη διάρκεια ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων για τον τρόπο εφαρμογής των όρων που έχουν συμφωνηθεί. – Να ανταποκρίνονται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος σε αιτήματα συναλλασσομένων για την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων σχετικά με την εφαρμογή των συμβατικών όρων. – Να διαθέτουν ειδική υπηρεσιακή μονάδα για την εξέταση παραπόνων ή καταγγελιών, πελατών. – Να μεριμνούν για την κατάλληλη εκπαίδευση των υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών προς το συναλλακτικό κοινό. – Να διαμορφώνουν το περιεχόμενο των διαφημίσεων τους σύμφωνα και με τους βασικούς κανόνες διαφάνειας της παρούσας Πράξης. – Να διαμορφώνουν τα επιτόκια στο πλαίσιο της, αρχής της ανοικτής αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, συνεκτιμώντας τους κατά περίπτωση αναλαμβανόμενους κινδύνους, και λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενες μεταβολές στις χρηματοοικονομικές συνθήκες καθώς και στοιχεία και πληροφορίες, τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι οφείλουν να παρέχουν με ακρίβεια για το σκοπό αυτό. 1 Β. ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: Σύμφωνα με τις ως άνω γενικές αρχές τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία και πληροφορίες, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης: Σε ό,τι αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, των οποίων η απόδοση προσδιορίζεται βάσει στοιχείων και δεικτών και τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, η ενημέρωση των συναλλασσομένων πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, καθώς και κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης και των πιθανών κινδύνων. Εκ των ανωτέρω σαφώς, συνάγεται ότι κυρία υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών αποτελεί η διασφάλιση της ορθότητας και της πληρότητας των συμβουλών αυτών. Η ενημέρωση του επενδυτή πρέπει να χωρεί κατά τρόπο ευλόγως κατανοητό και με τη μεγίστη δυνατή σαφήνεια, όπερ σημαίνει ότι το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να λαμβάνει υπόψη και να συνεκτιμά την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή αναφορικώς με το αντικείμενο της επενδύσεως οι δε συμβουλές πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη, όσο, και στο αντικείμενο της επενδύσεως. Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε πρέπει, στο πλαίσιο παροχής συγκεκριμένης συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσεως η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως. Ο δεύτερος πόλος στον οποίο πρέπει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επενδύσεως. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες, οι οποίες αφορούν γενικώς στην αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο, της επένδυσης, ως και πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε ενδελεχή έρευνα. Το πιστωτικό ίδρυμα και κάθε εταιρία παροχής επενδυτικών συμβουλών οφείλουν να διαθέτουν τις πλέον «επικαιροποιημένες» πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινομένης επενδύσεως. Ιδιαιτέρως, αυξημένο είναι το καθήκον του πιστωτικού ιδρύματος ή της εταιρίας παροχής επενδυτικών συμβουλών για έρευνα ή ενημέρωση σε περιπτώσεις ιδιαιτέρως επικινδύνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δε σημαίνει ότι το πιστωτικό ίδρυμα h πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μια επένδυση με αυξημένους κινδύνους πλην όμως οφείλει να καταστήσει σε αυτόν σαφείς τους κινδύνους αυτούς, στους οποίους πρόκειται να εκτεθεί Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, οι οποίες βαρύνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τις εταιρίες παροχής επενδυτικών συμβουλών δεν είναι η επιτυχία της επενδύσεως αλλά η εκ μέρους τους καταβολή πάσης δυνατής επιμελείας κατά την εκπλήρωση της υποχρεώσεως διαφωτίσεως, έρευνας και παροχής καταλλήλων συμβουλών (Γ. Γεωργιάδης, οι υποχρεώσεις της τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη, ΧρΙδΔ 2008 856). Με βάση λοιπόν τις προαναφερόμενες διατάξεις, δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρίας παροχής επενδυτικών συμβουλών, εάν, ενδεικτικώς, δεν εφιστούν εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, εάν δεν πραγματοποιούν – με κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων τους – τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των περιλαμβανομένων στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα κινητών αξιών ή εάν δεν ενημερώνουν με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων προς επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, εφόσον δε η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα Τράπεζα σε αποζημίωση [βλ. ΑΠ 1228/2019 δημοσίευση στην ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 974/2018 ό.π.]. Τούτο ισχύει ιδίως για τα λεγόμενα ομόλογα «ατελεύτητης διάρκειας» ή «αόριστης διάρκειας» ή «διηνεκή» ή «αιώνια» ομόλογα (perpetual bonds), τα οποία συνιστούν ομολογίες που εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μια ανώνυμη εταιρία ή ένα κράτος, παρέχουν δε στον κομιστή αυτών, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαιώματα απόληψης των συμφωνηθέντων (υψηλών κατά κανόνα) τόκων, όχι όμως και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβληθείσας αξίας τους σε κάποιο απώτερα χρόνο λήξης. Ο κομιστής δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση ή επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του με’ σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά τη λήξη της συμφωνηθείσας διάρκειας του ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης, του ομολόγου οποτεδήποτε, κατά την ελεύθερη αυτού κρίση και βούληση. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως «υβριδικοί» επειδή παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων όσο και με τις προνομιούχες μετοχές άνευ τ δικαιώματος ψήφου, χωρίς όμως να ταυτίζονται με κανένα από τα δύο. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψή και τη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρίες (είτε πιστωτικά ιδρύματα είτε Ε.Π.Ε.Υ.) να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη ευθύνη και υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, ιδίως όταν αυτός ανήκει στην κατηγορία των ιδιωτών επενδυτών (δηλαδή όχι των επαγγελματιών ή των θεσμικών επενδυτών), δεδομένου όταν η χρήση και η κυκλοφορία αυτών ως ομολόγων ομολογιακού δανείου αποδίδει μια μη πραγματική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει ακόμη και τον εμπειρότερο επενδυτή ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους. Αυτή καθ εαυτή η ονομασία τους – υποδηλούσα αξιογραφική παράσταση δανειακής υποχρέωσης του εκδότη (ομολογία, αναγνώριση χρέους), δημιουργεί, κατά τα απολύτως κρατούντα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, σταθερή πεποίθηση περί σύναψης δανειακής σχέσης και) συνακολούθως αδιαμφισβήτητης αξίωσης του δανειστή (κομιστή της ομολογίας) κατά του εκδότη περί επιστροφής του δανείου σε συγκεκριμένο χρόνο ή οποτεδήποτε αυτός το ζητήσει και όχι αντιστρόφως. Αυτό ακριβώς το φαινόμενο οφείλει πρωτίστως μια τράπεζα να απαλείψει με δική της ευθύνη, πληροφορώντας καταλλήλως τον επενδυτή και παραλλήλως διενεργώντας πραγματικό και ενδελεχή έλεγχο καταλληλότητας και συμβατότητας αυτού, κατά τα προεκτιθέμενα. Εάν δεν το πράξει, παραβιάζει τις παραπάνω διατάξεις και υπόκειται σε αξιώσεις αποζημίωσης των επενδυτών-πελατών της (ΑΠ 1129/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1350/2018 ΔΕΕ 2019/610, ΕφΑΘ.3255/2020 αδημοσίευτη, προσκομιζόμενη, ΕφΑΘ.2201/2019 δημοσίευση στην ΤΝΠ «Νόμος»). Στην προκειμένη περίπτωση από όλα τα αποδεικτικά μέσα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι με τις παρούσες κατ’ έφεση προτάσεις τους (τόσο τα προσκομισθέντα και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όσο τα προσκομιζόμενα το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 §1 ΚΠολΔ) και ειδικότερα: α) από την ανωμοτί κατάθεση του πρώτου ενάγοντος-πρώτου εφεσίβλητου και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης- εκκαλούσας … που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης β) από την υπ’ αριθ../16.6.2017 ένορκη βεβαίωση της … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, την’ οποία νομίμως επικαλέστηκαν σε πρώτο βαθμό και ομοίως επικαλούνται κατ’ έφεση οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι και η οποία λήφθηκε για την προκείμενη υπόθεση, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη (πριν δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες – άρθρο 422 §1 ΚΠολΔ) κλήτευση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, (βλ. την υπ’ αριθ:../12.6.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …) και γ) από όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι με τις παρούσες προτάσεις τους, μεταξύ των οποίων και οι λοιπές ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες δεν δόθηκαν για την προκείμενη δίκη και επομένως δεν αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο ώστε να μνημονεύονται ειδικώς στην απόφαση [ΑΠ 1829/2017, ΑΠ 12/2015 δημοσίευση στην ΤΝΠ ΔΣΑ] ούτε καταλαμβάνονται από τον αριθμητικό περιορισμό των ενόρκων βεβαιώσεων [βλ. ΑΠ 315/2008 ΝοΒ 2008/1584, ΑΠ 725/2006-ΤΝΠΔΣΑ] και εκτιμώνται προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων [βλ. ΟλΑΠ 8/2016 ΝοΒ 2016/1828, ΑΠ 438/2018 ΕΕμπΔ 2018/728], αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Η εναγομένη και νυν εκκαλούσα αποτελεί τραπεζική εταιρία, η οποία εδρεύει στην Κύπρο, και ήταν εγκατεστημένη στην Ελλάδα, όπου διατηρούσε υποκαταστήματα έως το έτος 2013. Με σκοπό την περαιτέρω ενίσχυση και διατήρηση σε υψηλά επίπεδα της κεφαλαιακής της επάρκειας το Διοικητικό Συμβούλιο της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, με την από 28.2.2011 ανακοίνωση του, γνωστοποίησε ότι αποφάσισε να προτείνει στη Γενική Συνέλευση αυτής την έκδοση ενός νέου επενδυτικού προϊόντος των «Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (Μ.Α.Ε.Κ.), μέχρι του ποσού του ενός δισεκατομμυρίου τριακοσίων σαράντα δύο εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (1.342.000.0006). Στις 6.4.2011 η εκκαλούσα, με ανακοίνωση της προς το επενδυτικό κοινό, γνωστοποίησε ότι η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ενέκρινε το από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο «ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΉ ΠΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΧΡΙ 1.342.422.297 ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΟΝΟΜΑΣΙΊΚΗΣ ΑΞΙΑΣ € 1,00 ΤΟ ΚΑΘΕΝΑ». Τα ΜΑΕΚ εκδόθηκαν στις 18.5.2011 μετά από έγκριση της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της εκκαλούσας της 23.3.2011. Στους βασικούς όρους έκδοσης του ως άνω επενδυτικού προϊόντος στο Τμήμα I (Περιληπτικό Σημείωμα) του ως άνω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακολούθα: «Προσφερόμενες αξίες: Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αορίστου διάρκειας. Ύψος έκδοσης: Μέχρι € 1.342.422.297; Ονομαστική αξία: 1,00 (στο άρτιο). Τιμή έκδοσης: Στο άρτιο σε αξίες του 1… Τρόπος καταβολής αντιπαροχής: Οι Δικαιούχοι αλλά και οι λοιποί αιτητές δύνανται να εγγραφούν στην έκδοση των ΜΑΕΚ καταβάλλοντος το αντίστοιχο ποσό της απαιτούμενης αντιπαροχής είτε σε μετρητά είτε με την καταβολή για ανταλλαγή άλλων υφισταμένων αξιών της Τράπεζας αντίστοιχης ονομαστικής αξίας και συγκεκριμένα (ί) Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18, (ii) Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και (iii) Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 (Επιλέξιμες για Ανταλλαγή Αξίες). Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/18, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου 12/2007 (Επιλέξιμες για Ανταλλαγή Αξίες) που θα καταβληθούν ως αντιπαροχή και θα γίνουν αποδεκτά για εγγραφή στην έκδοση των ΜΑΕΚ της Τράπεζας, θα ακυρωθούν και η Τράπεζα θα παύσει να έχει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις σχετικά με αυτά. Η Τράπεζα θα καταβάλει τους δεδουλευμένους τόκους των Επιλέξιμων για Ανταλλαγή Αξιών, οι οποίες θα γίνουν δεκτές για ανταλλαγή στην έκδοση των ΜΑΕΚ. Καθεστώς εξασφάλισης και Προτεραιότητα Κατάταξης: Τα ΜΑΕΚ αποτελούν άμεσες μη εξασφαλισμένες ελάσσονος διαβάθμισης (subordinated) υποχρεώσεις της Τράπεζας και κατατάσσονται σε ίση μοίρα (rank pari passu) μεταξύ τους. Τα δικαιώματα και οι αξιώσεις των κατόχων των ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης: είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) προς τις αξιώσεις των πιστωτών της Τράπεζας που είναι καταθέτες ή άλλοι πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών, πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) πλην εκείνων των οποίων οι αξιώσεις είναι ή εκφράζονται να είναι ίσης προτεραιότητας (rank pari passu) με τις αξιώσεις των κατόχων ΜΑΕΚ, κάτοχοι χρεογράφων της Τράπεζας των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated), είναι ίσης προτεραιότητας προς τις αξιώσεις άλλων εκδόσεων χαμηλότερης ελάσσονος προτεραιότητας, που πληρούν τα κριτήρια για περίληψη στο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο της Τράπεζας που περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, στα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου, έχουν προτεραιότητα έναντι των μετόχων της Τράπεζας. Οι αξιώσεις των κατόχων σε περίπτωση διάλυσης όπου η Τράπεζα παραμένει (solvent) θα περιορίζονται στην ονομαστική ΜΑΕΚ και των δεδουλευμένων τόκων, αλλά μη ΜΑΕΚ σε φερέγγυα αξία των συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε ακυρωθέντων τόκων. Σε περίπτωση οποιασδήποτε πληρωμής που δεν καταβάλλεται σε σχέση με τα ΜΑΕΚ, η Τράπεζα δεν θα θεωρείται ότι περιήλθε σε γεγονός αθέτησης υποχρέωσης και οι κάτοχοι των ΜΑΕΚ δεν θα έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ή διάλυση της Τράπεζας. Διάρκεια: Τα ΜΑΕΚ είναι αξίες αόριστης διάρκειας χωρίς ημερομηνία λήξης (βλέπε “Εξαγορά” πιο κάτω). Επιτόκιο σε Ευρώ (€): Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% για τις πρώτες δέκα Περιόδους Τόκου μέχρι τις 30, Ιουνίου 2016 και μετέπειτα κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε Περιόδου Τόκου πλέον 3,00%. Επιτόκιο σε Δολάριο ($): Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,00% για τις πρώτες δέκα Περιόδους Τόκου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2016 και μετέπειτα κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Libor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε Περιόδου Τόκου πλέον 3,00%. Πληρωμή Τόκου: Ο τόκος είναι πληρωτέος σε εξαμηνιαία βάση στο τέλος κάθε περιόδου Πληρωμής Τόκου σύμφωνα με τους Όρους έκδοσης των ΜΑΕΚ. Ως ημερομηνίες Πληρωμής Τόκων ορίζονται η 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Η Πρώτη Πληρωμή Τόκου θα είναι στις 31 Δεκεμβρίου 2011 και θα καλύπτει την περίοδο από την Ημερομηνία Έκδοσης μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011. Κάθε Μετατρέψιμο Αξιόγραφο Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα παύει να φέρει τόκο από την ημερομηνία εξαγοράς αγοράς μετατροπής. Δικαίωμα Μετατροπής: Τα ΜΑΕΚ δύνανται, κατ’ επιλογή του κατόχου τους, να μετατραπούν σε Συνήθεις Μετοχές της Τράπεζας κατά τις Περιόδους Μετατροπής στην Τιμή Μετατροπής. Τιμή Μετατροπής: €3,30 ανά συνήθη μετοχή της Τράπεζας ονομαστικής αξίας € 1,00 (και θα υπόκειται στις συνήθεις αναπροσαρμογές για εταιρικές πράξεις) … Περίοδοι Μετατροπής: 1 – 15 Μαρτίου, 15-31 Μαΐου, 1 – 15 Σεπτεμβρίου και 15 – 30 Νοεμβρίου κάθε χρόνου με την πρώτη Περίοδο Μετατροπής να αρχίζει την Πρώτη Ημερομηνία Μετατροπής Μετατροπής. Μετατροπής και την τελευταία Περίοδο να τελειώνει την Τελευταία Ημερομηνία Πρώτη Ημερομηνία Μετατροπής 1 Σεπτεμβρίου 2011. -Τελευταία Ημερομηνία Μετατροπής: 1 Μαΐου 2016. Εξαγορά (Redemption): Τα ΜΑΕΚ μπορούν, κατ’ επιλογή της Τράπεζας, να εξαγοραστούν στο σύνολο τους, στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2016 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται, κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο ίσης ή ψηλότερης διαβάθμισης … Προαιρετική Επιλογή Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων: Η Τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της, καθ’ οιονδήποτε χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα καθώς και την οικονομική της κατάσταση, να επιλέξει να ακυρώσει την Πληρωμή Τόκου σε μη σωρευτική βάση στα πλαίσια των “Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου” που αναφέρονται πιο κάτω. Οποιαδήποτε ακυρωθείσα πληρωμή τόκου δεν θα οφείλεται και δεν θα καθίσταται πληρωτέα από την Τράπεζα. Σε περίπτωση Ακύρωσης Πληρωμής Τόκου, η Τράπεζα δεν θα θεωρείται ότι περιήλθε σε γεγονός αθέτησης υποχρέωσης και οι κάτοχοι των ΜΑΕΚ δεν θα έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ή πτώχευση της Τράπεζας. Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκων: Σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν τηρεί τις ελάχιστες απαιτήσεις της φερεγγυότητας όπως ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ή δεν διαθέτει τα απαιτούμενα Διανεμητέα Στοιχεία τότε η Τράπεζα υποχρεωτικά θα ακυρώσει την Πληρωμή Τόκων στα ΜΑΕΚ.
Η Κεντρική Τράπεζα δυνατόν να απαιτήσει, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, την ακύρωση Πληρωμής Τόκων, στη βάση αξιολόγησης της φερεγγυότητας και της οικονομικής κατάστασης της Τράπεζας τα επόμενα τρία χρόνια. Διανεμητέα Στοιχεία κατά την οποιαδήποτε Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου σημαίνει, το καθαρό κέρδος του Συγκροτήματος για το έτος που προηγείται τέτοιας Ημερομηνίας Πληρωμής Τόκου μαζί με οποιαδήποτε καθαρά κέρδη και Αδιανέμητα Κέρδη (retained earnings) που μεταφέρονται από προηγούμενα έτη και οποιοσδήποτε καθαρές μεταφορές από οποιουσδήποτε λογαριασμούς αποθεματικών, σε κάθε περίπτωση οι οποίοι είναι διαθέσιμοι για διανομή στους μετόχους της Τράπεζας. Συνεπακόλουθοι Περιορισμοί Μερίσματος και Κεφαλαίου: Αν η Τράπεζα ακυρώσει την πληρωμή τόκων για οποιονδήποτε λόγο, στα πλαίσια της Προαιρετικής Επιλογής Ακύρωσης. Πληρωμής Τόκων ή της Υποχρεωτικής Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων όπως περιγράφεται πιο πάνω, τότε δεν θα επιτρέπεται η πληρωμή μερίσματος ή οποιαδήποτε άλλη καταβολή (και εξαγορά ή αγορά) πάνω στις συνήθεις μετοχές ή σε άλλες αξίες της Τράπεζας που θα λογίζονται ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο από την Κεντρυαί Τράπεζα της Κύπρου, εκτός και εάν και μέχρις ότου η Τράπεζα προβεί στην επόμενη Πληρωμή Τόκου και με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο Τμήμα Π Μέρος Β Όρος 5 (γ). Υποχρεωτική Μετατροπή: Σε περίπτωση που επισυμβεί οποιοδήποτε Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας, τα ΜΑΕΚ υποχρεωτικά θα μετατρέπονται σε Συνήθεις Μετοχές, στην Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής ως ο σχετικός ορισμός πιο κάτω Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου (Contingency Event): Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου θα θεωρείται ότι έχει επισυμβεί όταν η Τράπεζα δώσει σχετική ειδοποίηση είτε (i) ότι πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας ΠΙ ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση το ύψος των Βασικών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων της Core Tierl Ratio είναι χαμηλότερο του 5%, ή κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας ΠΙ ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση το ύψος των Κοινών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων Common Equity Tier I Ratio είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό που θα καθοριστεί, ή (ii) όταν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καθορίσει ότι η Τράπεζα βρίσκεται σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας ως καθορίζονται στους σχετικούς Εφαρμοστέους Τραπεζικούς Κανονισμούς. Σε κάθε περίπτωση θα πραγματοποιηθεί η Υποχρεωτική Μετατροπή των ΜΑΕΚ σε Συνήθεις Μετοχές συνεπεία του Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου. Η Τράπεζα, κατά την αξιολόγηση της φερεγγυότητας καθώς και της οικονομικής της θέσης μπορεί να κρίνει, σε συνεννόηση με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή 3 η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να απαιτήσει, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, ότι πιθανόν η Τράπεζα να παύσει στο άμεσο μέλλον να ικανοποιεί τα ελάχιστα αποδεκτά όρια του δείκτη Βασικών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων, του δείκτη Κοινών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων ή του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, ανάλογα με την περίπτωση, και για αυτό το λόγο θα θεωρηθεί ότι Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου έχει επισυμβεί Γεγονός Βιωσιμότητας (Viability Event): Γεγονός Βιωσιμότητας ορίζεται οποτεδήποτε (i) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η υποχρεωτική μετατροπή των ΜΑΕΚ και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους τους δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε Γεγονός Βιωσιμότητας, είναι αναγκαία για βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας και θα συμβάλει στη: διατήρηση της φερεγγυότητας της Τράπεζας και/ή (ii) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η Τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για (α) τη διατήρηση της φερεγγυότητας της ή (β) αποφυγή του ενδεχομένου πτώχευσης της ή (γ) δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεων της ή (iii) σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής: Τα ΜΑΕΚ θα μετατραπούν υποχρεωτικά σε τέτοιο αριθμό Συνήθων Μετοχών που θα καθορίζεται διαιρώντας την ονομαστική αξία των ΜΑΕΚ με το ψηλότερο της Κατώτατης Τιμής (Floor Price) και της ισχύουσας Τιμής Υποχρεωτικής Μετατροπής κατά τη σχετική Ημερομηνία Υποχρεωτικής Μετατροπής. Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής σε οποιαδήποτε στιγμή σε Συνήθεις Μετοχές της Εταιρίας είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο ορίζεται το χαμηλότερο από (ϊ) την ανώτατη τιμή των 3,30 (και οποιεσδήποτε μετέπειτα τυχόν συνήθεις αναπροσαρμογές για εταιρικές πράξεις), και (ii) το 80% της μεσοσταθμικής τιμής διαπραγμάτευσης της μετοχής των πέντε εργάσιμων ημερών που προηγούνται της Ειδοποίησης για Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας. Κατώτατη Τιμή (Floor Price) ορίζεται η ονομαστική αξία ανά Συνήθη Μετοχή (που κατά την ημερομηνία έκδοσης είναι 1)… Παράγοντες Κινδύνου: Η δυνατότητα της Τράπεζας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της ως πηγάζουν από τα ΜΑΕΚ υπόκειται σε σειρά κινδύνων. Οι Παράγοντες Κινδύνου περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, κίνδυνους ρευστότητας, κίνδυνους αγοράς, ως επίσης και πιστωτικούς, λειτουργικούς, ρυθμιστικούς και νομικούς κινδύνους. Επιπρόσθετα, υπάρχουν κίνδυνοι οι οποίοι είναι ουσιώδεις στην αξιολόγηση των κινδύνων σε σχέση με τα ΜΑΕΚ. Οι κίνδυνοι αυτοί περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, το γεγονός ότι τα ΜΑΕΚ δυνατόν να μην είναι κατάλληλη επένδυση για όλους τους επενδυτές καθώς και συγκεκριμένοι κίνδυνοι που αφορούν τους όρους έκδοσης τους, περιλαμβανομένων της υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές έπειτα από Γεγονός. Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και Γεγονός Βιωσιμότητας αλλά και άλλους κινδύνους αγοράς, ως περιγράφονται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στο Τμήμα Π, Μέρος Α του παρόντος Ενημερωτικού Δελτίου, Προορισμός Προϊόντος Έκδοσης: Το καθαρό προϊόν από την έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα ενισχύσει την Τράπεζα με επιπρόσθετο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο βοηθώντας στη διατήρηση ισχυρών και ανταγωνιστικών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας Εισαγωγή και Διαπραγμάτευση: Τα ΜΑΕΚ θα εισαχθούν και θα διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, εφόσον ληφθούν οι σχετικές εγκρίσεις από τις αρμόδιες αρχές». Στο Μέρος Α’ του Τμήματος Π του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρεται σχετικώς με τους κινδύνους της επενδύσεως ότι «Η επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου υπόκειται σε μια σειρά κινδύνων. Μαζί με τις λοιπές πληροφορίες που περιέχονται ή ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, οι δυνητικοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους που περιγράφονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, πριν επενδύσουν στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου που περιλαμβάνουν την επιλογή ή/και υποχρεωτική μετατροπή τους σε μετοχές και ως εκ τούτου σε μετοχές της Εταιρίας. Εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική θέση του ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς και ουσιωδώς και, ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των μετοχών της Εταιρίας, οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιοσδήποτε επένδυσης σε αυτές. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που περιγράφονται παρακάτω μπορεί να μην είναι οι μόνοι που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει το Συγκρότημα. Πρόσθετοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες που επί του παρόντος δεν είναι γνωστοί ή που δεν θεωρούνται ουσιώδεις, μπορεί να επιδράσουν δυσμενώς τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος, ακολούθως περιγράφονται οι σχετιζόμενοι με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας κίνδυνοι (κίνδυνος από τις επικρατούσες στην Κύπρο και στο εξωτερικό οικονομικές συνθήκες, κίνδυνος από τις διακυμάνσεις της αγοράς κίνδυνος επιτοκίων, κίνδυνος από τις μεταβολές στις τρέχουσες τιμές μετοχών και άλλων αξιών, συναλλαγματικός κίνδυνος, κίνδυνος σχετικώς με τους δανειζόμενους και την πιστωτική ικανότητα των αντισυμβαλλομένων της Τράπεζας, κίνδυνος μεταβολών των συνθηκών της αγοράς με συνέπεια αρνητικές αναπροσαρμογές στην εύλογη αξία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων του Συγκροτήματος, κίνδυνος ρευστότητας, κίνδυνος μη ικανοποιητικής κεφαλαιακής επάρκειας για κάλυψη των ελάχιστων εποπτικών απαιτήσεων, εποπτικός κίνδυνος, κίνδυνος αστοχίας ή αποτυχίας των εσωτερικών διαδικασιών1 και λειτουργιών του Συγκροτήματος, κίνδυνος σχετιζόμενος με τις δραστηριότητες του Συγκροτήματος στην Ελλάδα, κίνδυνος σχετιζόμενος με τις δραστηριότητες του Συγκροτήματος στη Ρωσία, κίνδυνος σχετικός με τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Κύπρο, κίνδυνος μεταβολής του σχετικού ρυθμιστικού ή νομικού πλαισίου, νομικός κίνδυνος φορολογικός κίνδυνος, κίνδυνος εκθέσεως σε ιδιαιτέρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, κίνδυνος απώλειας ανωτέρων διευθυντικών στελεχών και άλλου προσωπικού, ασφαλιστικός κίνδυνος, κίνδυνος διακοπής ή παραβιάσεως των συστημάτων πληροφορικής του Συγκροτήματος, κίνδυνος γενέσεως προσθέτων υποχρεώσεων για ωφελήματα αφυπηρετήσεως προσωπικού). Περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά στους κινδύνους οι οποίοι σχετίζονται με την εν λόγω έκδοση Μ.Α.Ε.Κ., ρητώς αναφέρεται υπό τον τίτλο «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αποτελούν μια νέα μορφή επένδυσης και δυνατόν να μην είναι κατάλληλα για όλους τους επενδυτές») ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αποτελούν μια νέα μορφή επένδυσης και δυνατόν να μην είναι κατάλληλα για όλους τους επενδυτές. Κατά συνέπεια, μια επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και τις μετοχές της Τράπεζας (στις οποίες είναι μετατρέψιμα) εμπεριέχει αυξανόμενους και εσωτερικούς κινδύνους. Κάθε πιθανός επενδυτής στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου πρέπει να καθορίσει την καταλληλότητα μιας τέτοιας επένδυσης λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις του. Συγκεκριμένα κάθε πιθανός επενδυτής πρέπει: i. να κατέχει τις κατάλληλες γνώσεις έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει τα οφέλη και τους κινδύνους μιας επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου όπως και των πληροφοριών που. περιλαμβάνονται ή ενσωματώνονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, ii. να έχει πρόσβαση, τις κατάλληλες γνώσεις και τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει, στα πλαίσια της δικής του οικονομικής κατάστασης, μια πιθανή επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και τον αντίκτυπο στο γενικό του επενδυτικό χαρτοφυλάκιο που δυνατό να έχει η επένδυση του στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου, iii. να έχει ικανοποιητικούς οικονομικούς πόρους και ρευστότητα για να αναλάβει τους κινδύνους επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων σε περίπτωση που το νόμισμα για την αποπληρωμή του κεφαλαίου ή των τόκων είναι διαφορετικό από το νόμισμα του επενδυτή, iv. να κατανοήσει με λεπτομέρεια τους όρους έκδοσης των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου και ιδιαίτερα αλλά όχι μόνο τους όρους που αφορούν την Ακύρωση Τόκου, την Αναγκαστική Μετατροπή σε μετοχές, το Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και το Γεγονός Βιωσιμότητας και να κατανοεί τη λειτουργία των σχετικών με την έκδοση κεφαλαιαγορών όπως και την πιθανότητα να υπάρξει Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και Γεγονός Βιωσιμότητας, να αναγνωρίσει ότι υπάρχει περίπτωση να μην καταφέρει να πωλήσει ή να μεταφέρει τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου για σημαντικό χρονικό διάστημα ή και καθόλου, vi. να είναι σε θέση να αξιολογήσει (είτε μόνος είτε με τη βοήθεια ενός οικονομικού συμβούλου) τα πιθανά σενάρια όσον αφορά την οικονομία, το επιτόκιο και άλλους παράγοντες που μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην επένδυση του, τη μετατροπή των Μετατρέψιμων, Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε μετοχές, και τη δυνατότητα του να αναλάβει τους κινδύνους που απορρέουν. Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι νέα χρηματοοικονομικά μέσα. Ένας πιθανός επενδυτής δεν πρέπει να επενδύσει στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου εκτός αν κατέχει τη γνώση και την εμπειρία (είτε από μόνος του είτε με έναν οικονομικό σύμβουλο) για να αξιολογήσει την απόδοση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στις μεταβαλλόμενες συνθήκες αγοράς, τα αποτελέσματα που θα προκύψουν από την πιθανότητα μετατροπής τους, την αξία τους και την επίδραση που αυτή η επένδυση θα έχει στο γενικό τους επενδυτικό χαρτοφυλάκιο. Πριν από τη λήψη μιας απόφασης για επένδυση, οι πιθανοί επενδυτές πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές περιστάσεις και τους στόχους της επένδυσης τους και όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο παρόν ενημερωτικό δελτίο». Στο Μέρος Α’ του Τμήματος Π του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου μεταξύ άλλων αναφέρεται επίσης: α) (υπό τον γενικό τίτλο «Οι Κάτοχοι είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι στον κίνδυνο διακύμανσης στην αξία των μετοχών της Τράπεζας») ότι «Σε περίπτωση πραγματοποίησης Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Μετατρέψιμα Αξιόγραφα μετατραπούν υποχρεωτικά Γεγονότος Βιωσιμότητας Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε μετοχές» β) (υπό τον γενικό τίτλο «Προαιρετική Επιλογή και Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκων σε μη συσσωρευτική βάση») ότι «Η Τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της να ακυρώσει οποιαδήποτε πληρωμή τόκου υπό τους περιορισμούς που περιγράφονται Μέρος Β, Όρο 5 “Συνεπακόλουθοι Περιορισμοί Μερίσματος και Κεφαλαίου”. Πριν από την ημερομηνία οποιασδήποτε Πληρωμής Τόκου, η Τράπεζα, κατά την κρίση της, αν διαπιστώσει ότι δεν τηρεί τη σχετική Κεφαλαιακή Επάρκεια, όπως αυτή ορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή ότι η Πληρωμή Τόκου θα έχει ως αποτέλεσμα η Τράπεζα να παύσει να ικανοποιεί την προαναφερόμενη Κεφαλαιακή Επάρκεια, τότε η Τράπεζα έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει την Πληρωμή τέτοιων Τόκων σε μη σωρευτική βάση, στα πλαίσια όμως των “Συν επακόλουθων Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου” ως περιγράφεται στο Τμήμα Π, Μέρος Β/Π στον Όρο 5. Περαιτέρω, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δύναται, και στη βάση αξιολόγησης της οικονομάς κατάστασης και της φερεγγυότητας της Τράπεζας για τα επόμενα τρία χρόνια, να απαιτήσει την ακύρωση πληρωμής τόκου ή κεφαλαίου. Η πληρωμή τόκων προς τους κατόχους Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα γίνεται πάντοτε σε μετρητά», γ) (υπό τον τίτλο «Αξίες Αόριστης Διάρκειας χωρίς οποιαδήποτε νομική ημερομηνία λήξης») ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι αξίες αόριστης. διάρκειας χωρίς ημερομηνία λήξης και γι’ αυτό το λόγο οι επενδυτές θα λάβουν το κεφάλαιο επένδυσης τους μόνο στην περίπτωση που η Τράπεζα επιλέξει να τα εξαγοράσει με την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου», δ) (υπό το γενικό τίτλο «Η Τράπεζα έχει το δικαίωμα αλλά όχι την υποχρέωση εξαγοράς [Redemption] και Αγοράς των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου») ότι «Η Τράπεζα δεν έχει καμία υποχρέωση εξαγοράς ή αγοράς των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και οι Κάτοχοι δεν έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα απαίτησης της εξαγοράς ή αγοράς από την Τράπεζα. Η Τράπεζα όμως έχει την επιλογή με την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, να εξαγοράσει ολόκληρο το ποσό των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2016 ή σε οποιαδήποτε Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου που έπεται και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο …», ε) (υπό τον γενικό τίτλο «Καθεστώς Εξασφάλισης και Προτεραιότητα Κατάταξης σε περίπτωση διάλυσης») ότι «…εάν η Τράπεζα τελεί υπό διάλυση ή εκκαθάριση, ο εκκαθαριστής θα ικανοποιήσει πρώτα όλες τις αξιώσεις των καταθετών ή άλλων πιστωτών των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών και πιστωτών των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) πλην εκείνων των οποίων οι αξιώσεις είναι ίσης προτεραιότητας (rank pari passu) με τις αξιώσεις των κατόχων Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου. Σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν έχει ικανοποιητικά περιουσιακά στοιχεία για τον πλήρη διακανονισμό των αξιώσεων που δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας, τότε οι αξιώσεις των Κατόχων των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου δύνανται να χάσουν το σύνολο ή μέρος της επένδυσης τους. Επιπλέον, εάν τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου μετατραπούν σε Συνήθεις Μετοχές μετά από την πραγματοποίηση Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονότος Βιωσιμότητας, κάθε κάτοχος θα υποστεί περαιτέρω μείωση της προτεραιότητας των δικαιωμάτων και αξιώσεων του λόγω της μετατροπής επένδυσης του σε Συνήθεις Μετοχές και υπάρχει κίνδυνος οι μέτοχοι να χάσουν μέρος ή ολόκληρη την επένδυση τους» και στ) (υπό τον τίτλο «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου κατατάσσονται ως Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο [Tier 1 capkal]») ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου κατατάσσονται ως πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο (Tier 1 capital) και πιθανοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τα χαρακτηριστικά τους που αφορούν μεταξύ άλλων και την προτεραιότητα κατάταξης, το καθεστώς εξασφάλισης τους και την αόριστη διάρκεια τους». Τέλος στο αυτό Τμήμα του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου επισημαίνεται (υπό τον γενικό τίτλο «ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΧΟΥΣ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/18, ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΕΙΡΑ Γ (12/2007) ΠΟΥ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΕΠΙΛΕΞΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΣΕ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ») ότι «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 της Τράπεζας, πριν τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης για συμμετοχή στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου μέσω της πιθανής ανταλλαγής των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 της Τράπεζας που ήδη κατέχουν θα πρέπει να μελετήσουν προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη τη δική τους οικονομική κατάσταση, τους επενδυτικούς στόχους και ορίζοντες και τις πληροφορίες που περιέχονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο και ιδιαίτερα τους κινδύνους που περιγράφονται πιο κάτω και αφορούν τη νέα έκδοση και το ενδεχόμενο ανταλλαγής … Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου 12/2007. Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 (τα οποία κατατάσσονται ως δευτεροβάθμιο κεφάλαιο (Tier 2 capital) της Τράπεζας) έχουν ουσιαστικές διαφορές από τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (τα οποία κατατάσσονται ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο (Tier 1 capital ) της Τράπεζας). Οι Κάτοχοι Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 θα πρέπει να εξετάσουν τις διαφορές μεταξύ των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2103/2018, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 και των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την προτεραιότητα κατάταξης και το καθεστώς εξασφάλισης τους, τη διάρκεια τους, το επιτόκιο, την εξαγορά και τη δυνατότητα μετατροπής σε μετοχές της Τράπεζας εφόσον υφίσταται καθώς και της υποχρεωτικής μετατροπής σε συνήθεις μετοχές σε περίπτωση που επισυμβεί Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας. Οι πλήρεις όροι των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου παρουσιάζονται στο Μέρος Β του παρόντος Ενημερωτικού Δελτίου …», (υπό τον τίτλο «Αβεβαιότητα ως προς τη ρευστότητα κατά τη διαπραγμάτευση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου») ότι «Η Τράπεζα δεν σκοπεύει να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε οποιαδήποτε ρυθμισμένη αγορά εκτός από την αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και του Χρηματιστηρίου Αξιών. Τα νέα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι τίτλοι για τους οποίους δεν υπάρχουν συναλλαγές σε καμία αγορά και δεν μπορεί να υπάρξει καμία διαβεβαίωση μελλοντικής ρευστότητας στις αγορές που αναμένεται να εισαχθούν», ως και (υπό τον τίτλο «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους») ότι «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους σχετικά με την καταλληλότητα τυχόν ανταλλαγής ή & μη της επένδυσης τους και των τυχόν συνεπειών στη φορολογική τους θέση και τις λογιστικές ή οικονομικές συνέπειες τυχόν επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου. Η σχετική αναλογία ανταλλαγής (στη βάση της ονομαστικής τους αξίας) μπορεί κατά την εισαγωγή των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στα δύο χρηματιστήρια να μην απεικονίζει την τιμή και σχετική σχέση στην τιμή διαπραγμάτευσης των αντίστοιχων κινητών αξιών», τέλος δε, αναφορικώς με παράγοντες κινδύνου σχετιζομένους με τις μετοχές ρητώς αναφέρεται ότι τα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου έχουν χαμηλή ρευστότητα και παρουσιάζουν εντονότερες «διακυμάνσεις από άλλα χρηματιστήρια της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, με συνέπεια τη δημιουργία σοβαρού ενδεχομένου δυσμενούς επηρεασμού της τιμής της μετοχής της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας. Περαιτέρω, η επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών, της Ελληνικής Δημοκρατίας ιδίως μετά το έτος 2009 και η συνεπεία αυτής υποβάθμιση των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου r(O.EA) και εντεύθεν της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας επηρέασε δυσμενώς τη θέση της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, η οποία, παρά το γεγονός ότι τελούσε σε γνώση της ραγδαίας επιδείνωσης των στοιχείων της ελληνικής οικονομίας κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2009 και μηνός Απριλίου έτους 2010 αύξησε την έκθεση της σε Ο.Ε.Δ. μέχρι του ποσού των δύο δισεκατομμυρίων τετρακοσίων εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (2.400.000.000 €), ενώ τα ίδια κεφάλαια αυτής ανέρχονταν σε δύο δισεκατομμύρια πεντακόσια εκατομμύρια ΕΥΡΩ (2.500.000.000 Ε) με συνέπεια η συγκέντρωση πραγματικού κινδύνου για την εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία να ανέρχεται σε ποσοστό 80%, περαιτέρω δε, δεν έλαβε μετρά περιορισμού του κινδύνου αυτού (είτε με πώληση Ο.Ε.Δ. είτε με αγορά Συμβολαίων Ανταλλαγής Πιστωτικής Αθετήσεως – Credit Default Swaps [CDS]). Η συνεχής επιδείνωση των μεγεθών της ελληνικής οικονομίας επέφερε εν τέλει καίριο πλήγμα στη κεφαλαιακή επάρκεια της εκτεθειμένης σε υπερβολικό, βαθμό σε Ο.Ε.Δ. – εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας (δεδομένου ότι οι επενδύσεις της τελευταίας σε Ο.Ε.Δ.- την 31.3.2010 – είχαν λογιστική αξία 2.000.000.000 Ε), η τελική δε ζημία στα ίδια κεφάλαια αυτής από τη συγκεκριμένη αιτία (απομείωση αξίας Ο.Ε.Δ.)- ανήλθε κατά το τέλος του έτους 2010 (31.12.2010) στο ποσόν των 529.513.0006. Ωστόσο, ή εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία απέφυγε να αποτυπώσει λογιστικώς τις ζημίες της από την απομείωση της αξίας των Ο.Ε.Δ. στις ετήσιες οικονομικές της καταστάσεις, καθ’ όσον τούτο θα είχε ευθεία επίπτωση στην κεφαλαιακή της επάρκεια και στον Δείκτη Tier Core 1)αποκρύπτοντας σκοπίμως την πραγματική οικονομική της κατάσταση, αλλά αντιθέτως προέβη σε επαναταξινόμηση του χαρτοφυλακίου της περαιτέρω δε επιχείρησε την προώθηση προς το επενδυτικό κοινό μέσω του δικτύου υποκαταστημάτων της στην Ελλάδα και την Κύπρο σύνθετων επενδυτικών προϊόντων (προεχόντως των Μ.Α.Ε.Κ. τα οποία έφεραν τα ανωτέρω περιγραφόμενα χαρακτηριστικά, με προφανή σκοπό την απορρόφηση του μείζονος μέρους των απωλειών αυτών, εν αγνοία και με παραπλάνηση των υποψηφίων επενδυτών ως προς την πραγματική οικονομική της κατάσταση και το βαθμό ασφαλείας της επενδύσεως τους όπως κατωτέρω θα εκτεθεί Στο πλαίσιο αυτό, η εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία στις 15.6.2012-αποφάσισε, αναφορικώς με τα M.AJC. και τα Μ.Α.Ε.Κ., την ενεργοποίηση του όρου περί υποχρεωτικής ακύρωσης πληρωμής τόκου για την περίοδο από 31.12:2011 έως 29.6.2012, το αυτό δε έπραξε στις 18.12.2012 και για την περίοδο από 30.6.2012 έως 30.12.2012. Στις 30.6.2012 η εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία παρουσίασε έλλειμμα (οφειλόμενο εν πολλοίς στο ελληνικό πρόγραμμα PSI αναφορικώς με τα Ο.Ε.Δ.) και συμφώνησε με τους πιστωτές της τη χρηματοδότηση αυτής με το ποσόν των δέκα δισεκατομμυρίων ΕΥΡΩ (10.000.000.000 €), ενώ στις 15.3.2012 – είχε ήδη αντλήσει από το Ευρωσύστημα (E.L.A.) το ποσόν του ενός δισεκατομμυρίου ΕΥΡΩ (1.000.000.000 Ε). Ωστόσο, στις 15.3.2013 το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup) αποφάσισε τη μη χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποιήσεως των δύο μεγάλων κυπριακών τραπεζών, ήτοι της εκκαλούσας τραπεζικής εταιρίας και. της Λαϊκής Τράπεζας, με την αυτή δε απόφαση του Eurogroup μεταβιβάστηκε στην εκκαλούσα η υποχρέωση της Λαϊκής Τράπεζας προς τον E.L.A., ύψους εννέα εκατομμυρίων Ευρώ (9.000.000€). Στις 26.3.2013 η εκκαλούσα αλλοδαπή εταιρία τέθηκε υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης δυνάμει του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και ʼλλων Ιδρυμάτων Νόμου (17) 2013», στα πρότυπα της «Πρότασης Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ί και του Συμβουλίου του 2012 για την εξυγίανση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» και βάσει της «Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αριθμ. 2001/24/ΕΚ της 4ης Απρύλίου 2001 “Για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωηκών ιδρυμάτων”» και του «Περί Τραπεζικών Εργασιών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2004», με τον οποίο ενσωματώθηκε στην κυπριακή έννομη τάξη η ως άνω Οδηγία και επιβλήθηκε το πρώτον η διάσωση των τραπεζικών ιδρυμάτων με ίδια μέσα (bail – in), δηλαδή με «κούρεμα» καταθέσεων και μετοχοποίηση ομολόγων. Εν τέλει, με τα υπ’ αριθ. 103/29.3.2013 και 278/30.7.2013 Διατάγματα (Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις) του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, υπό την ιδιότητα της τελευταίας ως Αρχής Εξυγιάνσεως κατά τους ορισμούς των άρθρων 5 (1), 5 (7), 5 (12).(α), 7, (1) και 12 του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Αλλων Ιδρυμάτων» Νόμου του 2013, τα Μ.Α.Ε.Κ. μετετράπησαν σε Μετοχές Δ’ Τάξεως με τιμή μετατροπής ένα ΕΥΡΩ (1€), δηλαδή στην ονομαστική τους αξία, και με ονομαστική αξία εκάστης μετοχής στο ένα ι ΕΥΡΩ (16). για κάθε ΕΥΡΩ των ως άνω χρεών της Τράπεζας. Εν συνεχεία, επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των Μετοχών Δ Τάξεως από 1 6 σε 0,016 δι’ εκάστη μετοχή, επί σκοπώ διαγραφής των συσσωρευμένων ζημιών της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας. Κάθε εκατό (100) μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 δι’ εκάστη μετοχή, οι οποίες ήσαν εγγεγραμμένες στον ίδιο 1 μέτοχο, ενώθηκαν σε μια (νέα) συνήθη μετοχή, αξίας ενός ΕΥΡΩ (1 €) εκάστης. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (λχ. αριθμός μετοχών ελάσσων των 100) ακυρώθηκαν και το ποσόν της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, εφεξής δε όλες οι μετοχές αποτελούσαν ενιαία τάξη, παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απολήψεως μερίσματος στους μετόχους. Στις 4.1.2017 η εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία εξέδωσε ανακοίνωση με τίτλο «Αναστολή διαπραγμάτευσης των Υφιστάμενων Μετοχών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρίας Λτδ», με την οποία γνωστοποίησε στο επενδυτικό κοινό ότι η (εντασσόμενη στο σχέδιο εξυγιάνσεως της) αναστολή της διαπραγμάτευσης της μετοχής της στα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου θα αρχίσει από 10.1.2017, ως και ότι η διαπραγμάτευση των νέων μετοχών της θα άρχιζε, υπό την αίρεση της λήψεως των σχετικών εγκρίσεων, στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο L.S.E. (όχι στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών) από 19.1.2017. Στο πλαίσιο αυτό, η συναλλακτική σχέση των διαδίκων μερών διαμορφώθηκε ως εξής: Οι εκκαλούντες τους οποίους συνδέει συγγενική σχέση, καθώς επρόκειτο για υιό και μητέρα αντίστοιχα, όντες ο πρώτος εξ αυτών δικηγόρος και η δεύτερη ήδη συνταξιούχος συμβολαιογράφος, διατηρούσαν με την εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία σταθερή συνεργασία τουλάχιστον από το έτος 2004, εξυπηρετούμενοι από το υποκατάστημα Αθηνών που βρίσκεται επί της οδού Μάρνης, πλησίον του συμβολαιογραφικού γραφείου που διατηρούσε η δεύτερη εκκαλούσα στο κέντρο των Αθηνών, επί της οδού Φαβιέρου, έχοντας αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης και εκτίμησης με το εκεί εργαζόμενο προσωπικό. Μοναδικός σκοπός των εφεσίβλητων ήταν η τοποθέτηση των χρημάτων τους τα οποία αποτελούσαν προϊόν αποταμίευσης, σε ασφαλή τραπεζικά προϊόντα και η λήψη ικανοποιητικού επιτοκίου, ιδίως μέσω προθεσμιακών καταθέσεων, προς εξυπηρέτηση δε του σκοπού αυτού από το έτος 2004 έως και το έτος 2008 διατηρούσαν στο ως άνω υποκατάστημα της εκκαλούσας καταθετικούς λογαριασμούς κοινούς και προθεσμιακούς. Επρόκειτο δηλαδή για ιδιώτες επενδυτές και όχι για επαγγελματίες πελάτες της εκκαλούσας που διέθεταν την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοούν τους κινδύνους που ενέχουν οι επενδυτικές υπηρεσίες και διάφορα χρηματοπιστωτικά μέσα. Η μοναδική δε κίνηση επενδυτικού χαρακτήρα με περιορισμένο βαθμό ανάληψης κινδύνου εξαντλείτο στην απόκτηση από τον πρώτο εκκαλούντα στις 19.8.2011, έναντι περιορισμένου χρηματικού αντιτίμου, μετοχών της ΟΤΕ ΑΕ, οι οποίες ρευστοποιήθηκαν στις 9.5.2013. Το σύνολο δε του χαρτοφυλακίου τους, απαρτιζόμενο από χρηματιστηριακά διαπραγματεύσιμες, μετοχές εγχώριων Τραπεζών και εταίρων μέγιστης κεφαλαιακής επάρκειας και ασφάλειας τοποθέτησης, ήταν περιορισμένο -(βλ. προσκομιζόμενο με ημερομηνία 6.12.2016 έγγραφο από την AXIAweb αποτίμησης χαρτοφυλακίου επενδυτή), σε αυτό δε αντικατοπτριζόταν ο χαρακτηρισμός αυτών ως συντηρητικών επενδυτών. Το έτος 2008, με πρωτοβουλία και παρότρυνση του τότε Διευθυντή του ως άνω υποκαταστήματος της εκκαλούσας ο οποίος τελούσε εν γνώσει του συντηρητικού επενδυτικού τους προφίλ, οι εφεσίβλητοι μετέτρεψαν μέρος των αποταμιεύσεων τους ποσού 21.0006, σε Μετατρέψιμα Χρεώγραφα (Μ.Χ.) και ακολούθως, την 1.6.2009, υπογράφοντας τη σχετική ανέκκλητη αίτηση εξαγοράς, σε Μετατρέψιμα. Αξιόγραφα. Κεφαλαίου (Μ.Α.Κ.), προϊόντα ομολογιακού χαρακτήρα, που βάσει των διαρκών διαβεβαιώσεων των στελεχών του συγκεκριμένου υποκαταστήματος είχαν κύρια χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά μιας προθεσμιακής κατάθεσης, ήτοι διασφαλισμένη απόδοση κεφαλαίου όταν αυτό γίνει απαιτητό από τον δικαιούχο και ελκυστικές επιτοκιακές αποδόσεις. Τον Μάιο του έτους 2011 η εκκαλούσα, στο πλαίσιο προώθησης του νέου τότε επενδυτικού της προϊόντος υπό. την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑ.Ε.Κ.)», επικοινώνησε διά των προστηθέντων στην υπηρεσία της υπαλλήλων στο συγκεκριμένο υποκατάστημα με το οποίο οι εφεσίβλητοι είχαν συναλλακτικές επαφές, μεταξύ άλλων, και με αυτούς προτείνοντας τους να μετατρέψουν τα ανωτέρω προϊόντα της (Μ.Χ. και Μ. Α.Κ.) στο νέο αυτό προϊόν (Μ.Α.Ε.Κ.), διαβεβαιώνοντας τους ότι και το τελευταίο είχε τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες μιας προθεσμιακής κατάθεσης όσον αφορά την ασφάλεια του τοποθετούμενου κεφαλαίου και ότι θα ίσχυαν και για αυτό αντίστοιχοι προνομιακοί όροι συνιστώντας επωφελή τρόποι αποταμίευσης χωρίς όμως περαιτέρω να τους γίνει, εγγράφως ή προφορικώς, καμία διευκρίνιση όσον αφορά τους ειδικότερους όρους της επένδυσης αυτής, τα χαρακτηριστικά που της διαφοροποιούσαν από τις προηγούμενες επενδύσεις τους τη λειτουργία και τους κινδύνους της και χωρίς να τους δοθεί το υπάρχον κατά τον ως άνω χρόνο Ενημερωτικό Δελτίο που αφορούσε τα MA.E.K. και συνόδευε την έκδοση τους πείθοντας τους έτσι να μετατρέψουν την ήδη υπάρχουσα οικονομική τοποθέτηση τους στα προϊόντα αυτά, ήτοι από Μ.Α.Κ. σε Μ.Α.Ε.Κ., διά της υποβολής τον Μάιο του, 2011 της από 16.5.2011 αίτησης με τον τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΉ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ r ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ, ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΠΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» για αγορά 21.000 Μ.Α.Ε.Κ., αξίας καθενός ενός (1) Ευρώ, ήτοι συνολικής αξίας 21.0006 κατά μετατροπή ισάριθμων και ισόποσης αξίας Μ.Α.Κ, που κατείχαν. Προς πιστοποίηση της σύναψης των προεκτεθεισών συμβάσεων αγοράς εκ μέρους των εφεσίβλητων των MAJEJC, εκδόθηκαν από την εκκαλούσα τα αντίστοιχα αποδεικτικά συμμετοχής τους στην έκδοση των ΜΑ.Ε.Κ, στα οποία διαλαμβανόταν το επενδυθέν εκεί από έκαστο εκκαλούντα κεφάλαιο. Σε προδιατυπωμένο εκ μέρους της εκκαλούσας όρο των συμβάσεων αυτών, στον οποίο, όμως δεν μνημονευόταν οποιοδήποτε ακριβές χαρακτηριστικό της φύσης των Μ.Α.Ε.Κ., ώστε να δύνανται οι αντισυμβαλλόμενοι εφεσίβλητοι να την αντιληφθούν, αναφερόταν εντούτοις ότι αυτοί βεβαίωναν πως διέθεταν τη γνώση και τις ικανότητες να προβούν στην αξιολόγηση της επένδυσης τους στα Μ.Α.Ε.Κ και δήλωναν αφενός μεν ότι αποδέχονταν η τους όρους έκδοσης και τους παράγοντες κινδύνου που περιέχονταν στο από 5.4.2011 σχετικό ενημερωτικό δελτίο της εκκαλούσας, αφετέρου δε ότι δεν τους είχε παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την εκκαλούσα, από οποιονδήποτε υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα M.A.E.K. και την απόφαση τους να υποβάλλουν αίτηση εγγραφής σε αυτά. Η εν λόγω δε αίτηση έγινε δεκτή τον ίδιο μήνα, η εκκαλούσα εισέπραξε το ως άνω ποσό διά της δέσμευσης των αντιστοίχων ως άνω κεφαλαίων που τηρούνταν στο υποκατάστημα της οδού Μάρνης και τους διέθεσε στα Μ.Α.Ε.Κ. με πίστωση της υπ’ αριθ…. μερίδας τους. Στις 15.6.2012, και ενώ ήδη είχαν καταβληθεί στους εφεσίβλητους οι εξαμηνιαίες επιτοκιακές αποδόσεις των ανωτέρω Μ.Α.Ε.Κ. του έτους 2011, αυτοί πληροφορήθηκαν ότι έλαβε χώρα η υποχρεωτική ακύρωση τόκων και ακολούθησε η υποχρεωτική μετατροπή του συνόλου των Μ.ΑΕ.Κ. σε συνήθεις μετοχές της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, γεγονός για το οποίο ενημερώθηκαν οι εφεσίβλητοι με την από 8.8.2013 επιστολή αυτής. Αυτό είχε ως συνέπεια το αρχικά εκ μέρους τους επενδυθέν κεφάλαιο των 21.0006 να μετατραπεί αναγκαστικώς και μονομερώς σε 21.000 (Συνήθεις Μετοχές Δ’ Τάξης της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, Α ονομαστικής αξίας 0,016, ήτοι συνολικής ονομαστικής αξίας 2106, γεγονός το οποίο η εκκαλούσα δεν αμφισβητεί ειδικώς, οι μετοχές δε αυτές είχαν μηδενική πραγματική (χρηματιστηριακή) αξία και εν τέλει ανεστάλη η διαπραγμάτευση τους στα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου. Στην ανωτέρω περίπτωση: H πρωτοβουλία προσέγγισης των εφεσίβλητων-πελατών της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας με σκοπό την προσέλκυση των πρώτων και την πρόκληση της απόφασης σε αυτούς να επενδύσουν στα προαναφερόμενα επενδυτικά προϊόντα ανήκε αποκλειστικώς στην τελευταία, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της οποίας, στο πλαίσιο λεπτομερούς σχετικού σχεδιασμού και ενεργούντες επί τη βάσει ρητών οδηγιών από τις κεντρικές υπηρεσίες της, επικοινώνησαν τηλεφωνικώς και διά ζώσης κατά τη προσέλευση των εφεσίβλητων στο υποκατάστημα στο οποίο τηρούσαν τους λογαριασμούς τους, προκειμένου να ενημερώσουν και εν τέλει να προτείνουν σε αυτούς την επένδυση των κεφαλαίων τους που είχαν ήδη μετατρέψει σε Μ.Α.Κ. σε Μ.ΑΕ.Κ. Το γεγονός ότι υπήρξε οργανωμένη και βάσει σχεδίου προσέγγιση των πελατών της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας με σκοπό τη μαζική προώθηση των ως άνω επενδυτικών προϊόντων αποδεικνύεται από σειρά προσκομιζόμενων μετ’ επικλήσεως από αμφότερα τα διάδικα μέρη εσωτερικών εγγράφων αυτής προς τα στελέχη της ενδεικτικώς δε αναφέρονται (σχετικών με την έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ.): α) η από 18.5.2009 επιστολή-τμήμα της εσωτερικής αλληλογραφίας της εκκαλούσας από την οποία προκύπτει ότι η μετατροπή των αρχικών Μ.Χ. σε τίτλους αόριστης διάρκειας ήταν (Μ.Α.Κ., Μ.Α.Ε.Κ.) ήταν δρομολογημένη και προαποφασισμένη με κεντρική στοχοθέτηση κάλυψης σε ποσοστό 100% μέσω χρήσης κεφαλαίων καταθετών ή τη μετατροπή Μ.Χ. προγενέστερης κατοχής τους και β) η επιστολή εσωτερικής χρήσεως με τίτλο «ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΠΩΛΗΣΗΣ Μ.Α.Ε.Κ. VS ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ» από το εμπορικό τμήμα της εκκαλούσας Π.- Οι αρμόδιοι τραπεζικοί υπάλληλοι δεν έθεσαν υπόψη των εφεσίβλητων το από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο, ούτε γνωστοποίησαν σε αυτούς εάν και πού αυτό ήταν διαθέσιμο, αλλά φρόντισαν να εξασφαλίσουν την υπογραφή τους στην προαναφερόμενη; αίτηση συμμέτοχης των επίμαχων επενδυτικών προϊόντων, στις οποίες περιλαμβάνεται η τυπική – αλλά όχι ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα -, παραδοχή ότι έλαβαν υπόψη τους περιεχόμενο και τους όρους των εν λόγω προϊόντων και επιπλέον ότι τους κατανόησαν πλήρως. Το αυτό δε ισχύει και για την από 20.4.2011 (για τα Μ.Α.Ε.Κ.) ενημερωτική επιστολή της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας προς τους μετόχους και τους κατόχους. Μ. Α.Κ., η οποία απεστάλη και στους εφεσίβλητους προτού αυτοί προβούν στην επένδυση σε M.A.E.K. διότι η αποστολή του εν λόγω εγγράφου, καλύπτει μεν τυπικά τη γενική υποχρέωση ενημέρωσης των υποψηφίων -επενδυτών (με χρήση συνθέτων και μη ευχερώς κατανοητών από τον μέσο μη «επαγγελματία» επενδυτή τεχνικών νομικών χρηματοοικονομικών όρων), δεν αποδεικνύει όμως, πλήρη και ουσιαστική γνώση της πραγματικής φύσης και λειτουργίας των εν λόγω προϊόντων και κυρίως των κινδύνων τους από τους συγκεκριμένους στερούμενων ειδικών νομικών και χρηματοοικονομικών γνώσεων εφεσίβλητους, στοιχεία, τα οποία κατά τη ζώσα επικοινωνία των τελευταίων με τους κατά περίπτωση αρμοδίους υπαλλήλους (οι οποίοι και είχαν την πρωτοβουλία της προσέγγισης των υποψηφίων επενδυτών είτε τηλεφωνικώς είτε δια ζώσης στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής) επιμελώς αποσιωπήθηκαν, ενώ παρασχέθηκαν σαφείς διαβεβαιώσεις για την κεφαλαιακή επάρκεια της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, την ασφάλεια του επενδυόμενου κεφαλαίου και την καταγραφή η υψηλών αποδόσεων τόκου. Εξάλλου και το από 23.2.2011 έντυπο των κυριότερων u όρων των Μ.Α.Ε.Κ. έφερε τηλεγραφική και διαγραμματική διατύπωση των κυριότερων σημείων αυτών, σε αυτό γινόταν αναφορά αποκλειστικά σε Γενικούς Επενδυτικούς Κινδύνους και όχι για ειδικούς συγκεκριμένους που ενεργοποιούσαν δυνητικά η φύση και τα χαρακτηριστικά των Μ.Α.Ε.Κ. Σε κανένα μάλιστα σημείο του εντύπου αυτού δεν γινόταν αναφορά για τον διατρεχόμενο κίνδυνο του κεφαλαίου, παρά μόνο για τη δυνητική ευχέρεια της εκκαλούσας να προβεί σε μονόπλευρη ακύρωση της πληρωμής των τόκων. Ακόμη, δε και εάν ήθελε υποτεθεί ότι πράγματι οι εφεσίβλητοι έλαβαν στην κατοχή τους και ανέγνωσαν το εν λόγω Ενημερωτικό Δελτίο ή ότι πληροφορήθηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενο του, και πάλι αυτοί δε θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη λειτουργία των Μ.Α.Ε.Κ., δεδομένου ότι αυτό ήταν πολυσέλιδο (έκτασης διακοσίων σελίδων), πυκνογραμμένο, σε δυσνόητη τεχνική γλώσσα, με σύνθετους νομικούς και χpηματooικovoμικoύς όρους, μη κατανοητούς από τον στερούμενο ειδικών γνώσεων μέσο μη επαγγελματία αποταμιευτή ή επενδυτή, όπως ήταν οι εφεσίβλητοι, κύριο μέλημα των οποίων ήταν η ασφαλής τοποθέτηση των χρημάτων τους, με τη λήψη ικανοποιητικού επιτοκίου.
ΙΙΙ. Οι κατά περίπτωση αρμόδιοι τραπεζικοί υπάλληλοι αποσιώπησαν από τους εφεσίβλητους την πραγματική φύση και λειτουργία των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων, ήτοι ότι επρόκειτο για μη εξασφαλισμένες και ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) απαιτήσεις, ως και ότι συνιστούσαν υβριδικά (hybrid) και μετατρέψιμα (convertible) σε μετοχές παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα (financial derivatives), με σκοπό την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της εκκαλούσας αλλοδαπής τράπεζας εταιρίας και δη του πρωτοβαθμίου κεφαλαίου της (Tier 1,- τα Μ. Α.Κ; και τα Μ.Α.Ε.Κ.), σύνθετα στη σύλληψη και της λειτουργία τους, συνδεόμενα με πλήθος γενικών και ειδικών κινδύνων όχι μόνο για τους τόκους, αλλά και για το ίδιο το επενδυόμενο κεφάλαιο, κατά τα λεπτομερώς εκτεθέντα ανωτέρω, (αναφορικώς με τα Μ.Α.Κ. και τα Μ.Α.Ε.Κ)- αόριστης διάρκειας («άληκτα» ήν «αιώνια» – perpetual bonds), υπό την έννοια ότι ο επενδυτής δεν είχε αξίωση κατά της εκδότριας Τράπεζας να αναζητήσει το κεφάλαιο του σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο ή οποτεδήποτε αλλά μόνο δυνατότητα να διαθέσει αυτά στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά υπό τις επικρατούσες σε δεδομένη χρονική στιγμή συνθήκες διαπραγμάτευσης, ιδίως δε οι ως άνω τραπεζικοί υπάλληλοι εκ προθέσεως n δεν επισήμαναν στους εφεσίβλητους τους ιδιαιτέρως δυσμενείς όρους της μονομερούς, κατά την κρίση της εκκαλούσας, ακύρωσης πληρωμής τόκων και της μονομερούς μετατροπής και αναγκαστικής μετατροπής των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές της, δεδομένου ότι ιδίως το εν λόγω η επενδυτικό προϊόν σχεδιάστηκε ως «μέσο απορροφήσεως ζημιών» της εκκαλούσας αλλοδαπής εταιρίας, ώστε να απορροφήσει τις ιδιαιτέρως αυξημένες ζημίες αυτής λόγω της υπερβολικής έκθεσης της σε Ο.Ε.Δ., το ενδεχόμενο πρόκλησης των οποίων ήταν ορατό και αναμφιβόλως γνωστό στα στελέχη της εκκαλούσας αλλοδαπής εταιρίας ήδη κατά τον χρόνο σχεδιασμού των Μ.ΑΕ.Κ. Ειδικότερα, στην από 6.6.2013 Μελέτη και Παροχή Γνώμης των εμπειρογνωμόνων της «ΝΑΡ» που προσκομίζουν οι εφεσίβλητοι, ως παράδειγμα μεροληπτικής καθοδηγητικής και υποκειμενικής πληροφόρησης αναφέρεται το εσωτερικό έγγραφο που τιτλοφορείται «Επιχειρήματα πώλησης ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΟΥ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ» έκδοσης της Δ/σης Χρηματοοικονομικής και Επενδυτικής Διαχείρισης Συγκροτήματος σε σχέση με την προώθηση των Μ.Α.Ε.Κ. στο οποίο γίνεται αναφορά ότι «ο κάτοχος του ομολόγου απολαμβάνει την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης ενώ ταυτόχρονα επωφελείται από μια πιθανή άνοδο της τιμής της μετοχής σε μεσοπρόθεσμος ορίζοντα», δήλωση η οποία επιχειρεί να αναγάγει το επίπεδο ασφάλειας των Μ.Α.Ε.Κ. σε αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης η οποία όμως συνιστά μεροληπτική πληροφόρηση όταν αντιπαραβληθεί με τους κινδύνους σε σχέση με τα Μ.Α.Ε.Κ. που επεξηγούνται με λεπτομέρεια στο από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο.
IV. Οι αρμόδιοι τραπεζικοί υπάλληλοι σκοπίμως και παραπλανητικώς προέβησαν σε (άμεση έμμεση) σύγκριση των Μ.Α.Ε.Κ. τόσο με τις κοινές προθεσμιακές καταθέσεις (με τη λειτουργία των οποίων ήσαν εξοικειωμένοι or εφεσίβλητοι), όσο και με τα έτερα επενδυτικά προϊόντα, τα Μ.Χ. και Μ.Α.Κ., υπερτονίζοντας και προβάλλοντας τα πλεονεκτήματα του νέου επενδυτικού προϊόντος σε σχέση με τις καταθέσεις αυτές (αυξημένο και ιδιαιτέρως ελκυστικό επιτόκιο 6,5%), αποσιωπώντας τους κινδύνους, όπως αυτοί περιγράφονται ανωτέρω, προβάλλοντας το διεθνές κύρος και την ευρωστία της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας και διαβεβαιώνοντας τους εφεσίβλητους ότι το επενδυόμενο κεφάλαιο είναι «ασφαλές» και «εγγυημένο» ότι θα επιστρεφόταν μετά από πέντε έτη, ήτοι στις 30.6.2016. Το γεγονός δε ότι κατά την προσέγγιση των πελατών, της εκκαλούσας με σκοπό την προώθηση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων σημαντικό επιχείρημα αποτελούσε η προβολή των πλεονεκτημάτων αυτών σε σχέση με την απλή προθεσμιακή κατάθεση αποδεικνύεται μεταξύ άλλων και από το προοριζόμενο «αυστηρώς για εσωτερική χρήση» έγγραφο της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας αναφορικώς με τα MARK, με τίτλο «ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ», όπου αναφέρεται επί λέξει (υπό τον τίτλο «ΜΑΕΚ Vs κατάθεση») ότι «Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν τόκο 6,50% (για τα πρώτα χρόνια) μια απόδοση που είναι ψηλότερη από την κατάθεση….» (βλ. σχετικά σελ.34 της από 6.6.2013 Μελέτης και Παροχής Γνώμης των εμπειρογνωμόνων της «ΝΑΡ»), χωρίς όμως να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στους σχετικούς κινδύνους του προϊόντος. Βάσει των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, υπό την ιδιότητα της παρέχουσας επενδυτικές υπηρεσίες, εντασσόμενες στον κύκλο της συνήθους εμπορικής της δραστηριότητας, παρά τα περί του αντιθέτου διαλαμβανόμενα στα προαναφερόμενα Ενημερωτικά Δελτία προς αποφυγή δυσμενών για την ίδια εννόμων συνεπειών, παρέσχε διά των προστηθέντων υπαλλήλων της επενδυτική υπηρεσία – συμβουλή (υπό τη μορφή της σύστασης) στους πελάτες της εφεσίβλητους, οι οποίοι έφεραν την ιδιότητα του καταναλωτή των παρεχόμενων επενδυτικών υπηρεσιών ως τελικοί αποδέκτες αυτών και δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή – μη «επαγγελματία» επενδυτή. Επιπλέον οι παραπάνω τραπεζικοί υπάλληλοι δεν διενήργησαν τον επιβαλλόμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση από τις διατάξεις του ν.3606/2007 έλεγχο καταλληλότητας και συμβατότητας των εφεσίβλητων αναφορικά με τις συγκεκριμένες επενδύσεις, δεδομένου, μάλιστα, ότι γνώριζαν το συντηρητικό επενδυτικό προφίλ των τελευταίων, αλλά και το γεγονός ότι – κατά τα ρητώς αναφερόμενα σε όλα τα προαναφερόμενα Ενημερωτικά Δελτία – τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα (ιδίως τα Μ.Α.Ε.Κ.) δεν ήσαν κατάλληλα για όλους τους επενδυτές. Επομένως, η εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία εκμεταλλεύθηκε με κακοπιστία την πληροφοριακή συμμετρία μεταξύ αυτής και των εφεσίβλητων, με μοναδικό σκοπό να τους προωθήσει επενδυτικά προϊόντα, ιδιαιτέρως πολύπλοκα και ριψοκίνδυνα, επιφυλάσσοντας στην ίδια υπέρμετρα και υπερβολικά εξουσιαστικά δικαιώματα (ιδίως υποχρεωτικής ακύρωσης πληρωμής τόκων και υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές ανυπαρξία υποχρεώσεως επιστροφής του κεφαλαίου), είναι δε ομοίως προφανές ότι εάν οι εφεσίβλητοι, συντηρητικοί αποταμιευτές και επενδυτές, ενεργούντες με γνώμονα την εξασφάλιση του κεφαλαίου τους, γνώριζαν εξαρχής το σύνολο των πραγματικών δεδομένων της επένδυσης τους, η οποία τελικώς ήταν απολύτως συνυφασμένη με την κεφαλαιακή επάρκεια, την ευρωστία, την τιμή της μετοχής της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας και τις εν γένει διεθνείς και εσωτερικές χρηματοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες δεν θα προέβαιναν στις συγκεκριμένες επενδυτικές επιλογές. Το γεγονός ότι η εκκαλούσα αλλοδαπή εταιρία πράγματι τήρησε τις διατάξεις του ν.3401/2005 «Ενημερωτικό Δελτίο προσφοράς κινητών αξιών και εισαγωγής τους για διαπραγμάτευση» και της σχετικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας (Οδηγία 2003/71/ΕΚ και Κανονισμός 809/2004) για τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών, στερείται εννόμου επιρροής στην υπό κρίση περίπτωση, διότι δεν επάγεται, άνευ άλλου τινός, τον αποκλεισμό της εφαρμογής του ν.3606/2007, ο οποίος ενσωμάτωσε στο εσωτερικό δίκαιο την Οδηγία MiFID.
Και τούτο διότι ναι μεν δεν εμπίπτει κατ’ αρχήν στο ρυθμιστικό πεδίο του τελευταίου η πρωτογενής διάθεση χρηματοοικονομικών προϊόντων (δηλαδή η απ’ ευθείας διάθεση αυτών από τον εκδότη στον επενδυτή, όπως συνέβη με τα επίδικα επενδυτικά προϊόντα), αλλά μόνο η διάθεση στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά, πλην όμως, οι ρυθμίσεις του ν.3606/2007 ενεργοποιούνται και εφαρμόζονται και στην γ περίπτωση αυτή εφόσον διαπιστώθηκε, κατά τα προεκτιθέμενα, η εν τοις πράγμασι, παροχή επενδυτικής υπηρεσίας υπό τη μορφή της επενδυτικής συμβουλής από τους αρμοδίους προς διάθεση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων υπαλλήλους του συγκεκριμένου υποκαταστήματος της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας. Επομένως ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι στην προκείμενη περίπτωση εφαρμόζεται αποκλειστικώς η ως άνω ειδική νομοθεσία περί δημόσιας προσφοράς κινητών αξιών και όχι ο ν.3606/2007 τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Το γεγονός, εξάλλου, ότι η εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία παρέσχε επενδυτική υπηρεσία υπό τη μορφή της επενδυτικής συμβουλής (παροχή σύστασης) αποδεικνύεται ιδίως από: α) την «Έκθεση ειδικού ελέγχου της Τράπεζας Κύπρου», η οποία εκπονήθηκε από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου με αντικείμενο τη διερεύνηση της παροχής της επενδυτικής υπηρεσίας της επενδυτικής συμβουλής κατά την προώθηση των Μ.Α.Κ. και των Μ.Α.Ε.Κ., στην οποία καταγράφεται η πρακτική των αρμοδίων υπαλλήλων της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας κατά την προσέγγιση των πελατών της με σκοπό την προώθηση των παραπάνω επενδυτικών προϊόντων, η μη επαρκής ενημέρωση των τελευταίων για τους κινδύνους των προϊόντων αυτών, ο υπερτονισμός των πλεονεκτημάτων τους η πρακτική της μη επιβολής ποινών για τυχόν προεξόφληση λογαριασμών υπό προειδοποίηση, εφόσον με τα κεφάλαια αυτών θα λάμβανε χώρα αγορά των εν λόγω προϊόντων, διατυπώνεται δε το συμπέρασμα ότι υπήρξε παροχή επενδυτικής συμβουλής υπό τη μορφή της σύστασης, με την οποία παρουσιάστηκαν 3 τα εν λόγω προϊόντα ως κατάλληλα για έκαστο συγκεκριμένο επενδυτή, β) την από ./16.1.2014. απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο 7.000€ στην n εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, γ) την από .η/10.12.2014 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την οποία επιβλήθηκε στην εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία πρόστιμο 10.000 Ε, διότι κατά την προώθηση Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.) παρείχε επενδυτικές συμβουλές χωρίς να έχει προβεί σε έλεγχο καταλληλότητας επενδυτών και χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις, κατά παράβαση του ν.3606/2007 και της υπ’ αριθ. 1/452/2007 απόφασης της Επιτροπής, Κεφαλαιαγοράς και δ) την υπ’ αριθ. πρωτ../25.2.2013 Έγγραφη Σύσταση του Συνηγόρου του Καταναλωτή (κατά τη διάταξη του άρθρου 4§5 του ν.3297/2004) προς την εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, με την οποία διαπιστώνεται, παράβαση των άρθρων 4§1, 12§3 και 25 του ν.3606/2007, των άρθρων 8§1 και 9ε του ν.2251/1994 και 197 ΑΚ, με αναφορά στα αυτά ως άνω πραγματικά περιστατικά, αλλά και με επισήμανση: i) της έλλειψης πιστοποίησης των αρμοδίων υπαλλήλων της εκκαλούσας, αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας για την παροχή των συγκεκριμένων επενδυτικών υπηρεσιών και ii) της συνδρομής περίπτωσης σύγκρουσης συμφερόντων κατά την έκδοση και διάθεση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων, διότι η εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία είναι ταυτοχρόνως ο εκδότης αυτών και ο παρέχων την επενδυτική συμβουλή περί αγοράς τους και ως τούτου ενδεχομένως να μην έχει συμφέρον σε πλήρη ενημέρωση και διαφώτιση των υποψηφίων επενδυτών αναφορικώς με τα στοιχεία της επένδυσης, διότι αυτό ενδεχομένως θα απέτρεπε μέρος αυτών από την επένδυση, με συνέπεια την μη πλήρη» κάλυψη της συγκεκριμένης έκδοσης. Βάσει των προαναφερομένων, η ανωτέρω λεπτομερώς ι περιγραφείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά ,της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας (μέσω των προστηθέντων από αυτή υπαλλήλων που ενεργούσαν κατόπιν εντολών και οδηγιών της ίδιας) συνιστά – σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, το οποίο είναι εφαρμοστέο ως προς όλες, τις παρακάτω συρρέουσες βάσεις ευθύνης της εκκαλούσας και το οποίο επέλεξαν και επικαλούνται αμφότερες οι διάδικες πλευρές [Κανονισμός 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I), άρθρο 3§1, 6§1 και Κανονισμός 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ΙΙ1 5 Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη Π), άρθρο 4§1, 14§1] παράβαση των ακόλουθων διατάξεων: α) των διατάξεων του ν.3606/2007, ιδίως δε των διατάξεων των άρθρων 3§§1 και 2, 4§§1 και 2 και 25 αυτού, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 4, 8, 12,13 και 14 της υπ’ αριθ. 1/452/1.11.2007 Απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και των άρθρων 281, 288 και 334 ΑΚ, β) της διάταξης του άρθρου 8 του ν.2251/1994 περί ευθύνης αυτής ως παρέχουσας τραπεζικές – επενδυτικές υπηρεσίες, διότι η εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία παραβίασε στοιχειώδεις συναλλακτικές υποχρεώσεις της, επιβαλλόμενες από την αρχή της καλής πίστης, και δεν κατέβαλε κάθε δυνατή επιμέλεια κατά την εκπλήρωση της υποχρεώσεως ενημέρωσης, διαφώτισης και παροχής κατάλληλης συμβουλής στους αντισυμβαλλομένους της επενδυτές καταναλωτές της παρεχομένης επενδυτικής υπηρεσίας και γ) των διατάξεων των. άρθρων 914, 922, 932ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147, 149 εδ. β’ 197, 198, 297, 298, 299ΑΚ, διότι οι προστηθέντες της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας τραπεζικοί υπάλληλοι δολίως προκάλεσαν στους εφεσίβλητους οι οποίοι ήσαν συντηρητικοί πελάτες της Τράπεζας με προφίλ μέσου αποταμιευτή και επενδυτή, την απόφαση να επενδύσουν το εις χρήμα κεφάλαιο τους στα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα, παριστώντας σε αυτούς ψευδώς ότι αυτά αποτελούν ασφαλή για το κεφάλαιο τους επενδυτική επιλογή, ενώ σαφώς γνώριζαν ότι αυτό δεν ισχύει, περαιτέρω δε επιμελώς αποσιώπησαν τους κινδύνους των συγκεκριμένων επενδύσεων, προβάλλοντας σκοπίμως μόνο τα ελκυστικά στοιχεία αυτών, με μόνο σκοπό τη διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας μέσω της άντλησης κεφαλαίων από τα εν λόγω (επενδυτικά προϊόντα και εν τέλει διά της μετατροπής των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές όπως τελικώς συνέβη, κατά τα προεκτεθέντα, με συνέπεια οι τελευταίοι να υποστούν περιουσιακή ζημία (θετικό διαφέρον), ως προς το ύψος της οποίας και της επιδικασθείσας γι’ αυτή αποζημίωσης δεν προβάλλεται ειδικός λόγος έφεσης αλλά και ηθική βλάβη λόγω της ψυχικής ταλαιπωρίας που προκλήθηκε σε αυτούς από την απώλεια του κεφαλαίου τους υπό τις προπεριγραφείσες συνθήκες. Επομένως το πρωτοβάθμιο το οποίο δέχθηκε τα ίδια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων και την εκτίμηση των αποδείξεων, οι υποστηρίζοντες δε τα αντίθετα δεύτερος, τρίτος τέταρτος και όγδοος (αναφερόμενος στο εφετήριο ως ένατος) λόγοι έφεσης τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι. Σημειωτέον ότι η εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική δεν προσβάλλει με ειδικό λόγο έφεσης το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ως προς το ύψος του επιδικασθέντος επιμέρους ποσού, και ως εκ τούτου, μετά την απόρριψη του όγδοου λόγου έφεσης (αναγραφόμενου στο εφετήριο ως ένατου) περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 932ΑΚ λόγω μη συνδρομής των όρων της αδικοπραξίας, το Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται περαιτέρω του συγκεκριμένου κεφαλαίου της εκκαλουμένης απόφασης.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ, δεχόμενο ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του προβαλλομένου ως ζημιογόνου γεγονότος και της επελθούσας ζημίας των εφεσίβλητων, διότι μετά τη θέση αυτής υπό καθεστώς ειδικής εξυγιάνσεως στις 26.3.2013 με τον «Περί Εξυγίανσης Τραπεζικών και ʼλλων Ιδρυμάτων, Νόμο (17) 2013» της Κυπριακής Δημοκρατίας η μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές αυτής έλαβε χώρα σε εκτέλεση των διατάξεων του Νόμου αυτού με τα αναφερόμενα ανωτέρω στο σκεπτικό της παρούσας Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (η οποία οριζόταν ως Αρχή Εξυγίανσης), και ότι συνεπώς η όποια περιουσιακή ζημία των εφεσίβλητων δεν οφείλεται στην αγορά των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων, αλλά σε επιγενόμενα γεγονότα ανωτέρας βίας, μη δυνάμενα να προβλεφθούν εκ των προτέρων, που έλαβαν χώρα κατά τον μήνα Μάρτιο του έτους 2013, και μάλιστα μη συνδεόμενα με δικές της ενέργειες ή παραλείψεις (ήτοι στην ψήφιση του ως άνω Νόμου της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην έκδοση των προαναφερομένων Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου), και ως εκ τούτου συντρέχει περίπτωση διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου. Επί του συγκεκριμένου λόγου έφεσης πρέπει να εκτεθούν τα ακόλουθα: Όπως έχει αναφερθεί και παραπάνω, ο νόμιμος λόγος ευθύνης της εκκαλούσας απέναντι στους εφεσίβλητους συνίσταται (σωρευτικά) στην παράβαση της σιωπηρώς καταρτισθείσης μεταξύ εκείνης και των εφεσίβλητων σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών, στην παράβαση των υποχρεώσεων της από τον νόμο περί προστασίας των καταναλωτών και στην αδικοπραξία. Περαιτέρω, η ζημία των εφεσίβλητων δε προέκυψε από αυτή καθ εαυτή τη μετατροπή των Μ.ΑΕ.Κ. σε μετοχές το έτος 2013 αλλά στο γεγονός ότι το έτος 2011, κατά τον χρόνο κτήσης των Μ.Α.Ε.Κ., τα κεφάλαια των εφεσίβλητων εξήλθαν από την περιουσία αυτών χωρίς να εισέλθει στην περιουσία τους ισοδύναμο μέγεθος, ποιοτικώς και ποσοτικώς, το οποίο οι εφεσίβλητοι προσδοκούσαν και για το οποίο είχαν πειστεί από την εκκαλούσα (δηλαδή επενδυτικό προϊόν με τα χαρακτηριστικά προθεσμιακής κατάθεσης). Αντιθέτως, στην περιουσία των εφεσίβλητων εισήλθε κάτι άλλο, το οποίο δεν επιθυμούσαν, δηλαδή σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα ιδιαιτέρως επισφαλή, μη παρέχοντα δικαίωμα επιστροφής του κεφαλαίου, η οποία, μάλιστα, δεν ήταν και ισάξια των χρημάτων που’ οι εφεσίβλητοι είχαν διαθέσει για την απόκτηση τους, αφού, λόγω της κακής οικονομικής κατάσταση της εκκαλούσας ήδη κατά τον χρόνο έκδοσης των Μ.Α.Ε.Κ., ή πραγματική αξία αυτών δεν ήταν αντίστοιχη με την ονομαστική αξία τους, αλλά κατά πολύ υπολειπόμενη, μετά δε και την υποχρεωτική ακύρωση, εκ μέρους της εκκαλούσας της καταβολής των τόκων των Μ.Α.Ε.Κ. το έτος 2012, η πραγματική αξία αυτών κατέστη ουσιαστικώς μηδενική. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές αφενός ως προς τον νόμιμο λόγο ευθύνης της εκκαλούσας, αφετέρου ως προς τη ζημία των εφεσίβλητων, συνάγεται περαιτέρω ότι η έρευνα για τη θεμελίωση αιτιώδους συνδέσμου δεν αφορά στο ζήτημα αν η επένδυση στα ΜΑ.Ε.Κ ήταν πρόσφορη ή όχι να επιφέρει ζημία στην περιουσία των εφεσίβλητων αλλά στο κατά πόσο ο νόμιμος λόγος ευθύνης της εκκαλούσας ήταν πρόσφορος να επιφέρει τη ζημία των εφεσίβλητων όπως αυτό ορίζεται παραπάνω και πράγματι ήταν πρόσφορος, αφού εάν η εκκαλούσα είχε παράσχει, ως όφειλε, τη δέουσα πλήρη ενημέρωση και διαφώτιση στους εφεσίβλητους ως προς τη φύση, τη λειτουργία και κυρίως τους κινδύνους της επένδυσης στα συγκεκριμένα προϊόντα και δεν τους δημιουργούσε με παραπλανητικές δηλώσεις πλανημένη εντύπωση για τη φύση τους, οι εφεσίβλητοι, κατά τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν θα είχαν τ επενδύσει στα προϊόντα αυτά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία τους (βλ. ΕφΑΘ.3255/2020, ΕφΑΘ 4173/2020 αδημοσίευτες, προσκομιζόμενες ΕφΑΘ. 7120/2019, 6431/2019, 4356/2019, 4250/2019, 1228/2019 4507/2018, 2365/2018, όλες στην ΤΝΠΔΣΑ, συναφώς .ΑΠ 1228/2019 ό.π, ΑΠ1109/2019 δημοσίευση στην ΤΝΠ ΑΔΣΑ, ΑΠ 536/2019 δημοσίευση στην ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 974/2018 ο.π., ΑΠ 1350/2018 ό.π, ΑΠ 669/2017 δημοσίευση στην ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1028/2015 ό.π.). Τέλος πρέπει να σημειωθεί ι ότι ακόμα και αν υποτεθεί ότι η ζημία των εφεσίβλητων επήλθε το έτος 2013, με την έκδοση του παραπάνω Νόμου της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, τούτο δεν συνιστούσε για την εκκαλούσα τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός ώστε να αποκλείει ή να διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο όπως η ίδια υποστηρίζει αλλά αποτελούσε λογική και αναμενόμενη, κατά τη συνήθη s πορεία των πραγμάτων, συνέπεια της κεφαλαιακής ανεπάρκειας της, οποία η ίδια είχε δημιουργήσει και συντηρήσει με την επιχειρηματική στρατηγική της, κατά τα εκτιθέμενα παραπάνω [βλ. τις παραπάνω εφετειακές αποφάσεις, συναφώς βλ. ΑΠ 1228/2019 ο.π., ΑΠ 54/2019 δημοσίευση στην ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ1/2019 ΝοΒ(2009. 2142, ΑΠ 1177/2018 δημοσίευση στην ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 865/2017 ΕΕμπΔ 2017/876, ΑΠ 244/2016 ΕΕμπΔ 2016. 393, ΑΠ 1738/2013 NoB 2014. 626, βλ. όμως και αντίθετα ΑΠ 813/2019 ΕΕμπΔ 2019/861 εκδοθείσα σε υπόθεση με μετατρέψιμα χρεόγραφα (MX.) της Τράπεζας Κύπρου εκδοθέντα το έτος 2008]. Πρέπει, ιδίως, να επισημανθεί ότι κατά τον χρόνο έκδοσης των Μ.Α.Ε.Κ. (2011), το Ενημερωτικό Δελτίο των οποίων αναφέρεται εκτενώς – το πρώτον – σε «Γεγονός Βιωσιμότητας» και σε «Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου», τα οποία, εφόσον επισυμβούν, οδηγούν υποχρεωτικώς σε, μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές, η εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία σαφώς γνώριζε τη σημαντική επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών της και τη δραματική υποβάθμιση της κεφαλαιακής της επάρκειας λόγω της υπερβολικής έκθεσης αυτής σε Ο.Ε.Δ., γεγονός το οποίο επιρρωνύει τη βασική παραδοχή ότι τα Μ. Α.Ε.Κ. σχεδιάστηκαν ειδικώς, προκειμένου να απορροφήσουν τις ιδιαιτέρως αυξημένες ζημίες της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας από την υπερβολική έκθεση της σε Ο.Ε.Δ. καινά αναπληρώσουν τις απώλειες της σε πρωτοβάθμιο κεφάλαιο. Ζήτημα διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου από την παρεμβολή του Κυπριακού Δημοσίου (διά της θέσης σε ισχύ του ως άνω Νόμου) και της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (δια της έκδοσης των προαναφερομένων Διαταγμάτων) δεν τίθεται, αφενός μεν διότι η ζημία των κατόχων των Μ.Α.Ε.Κ. είχε ήδη επέλθει με την αγορά των επίδικων επενδυτικών προϊόντων σε προγενέστερο χρόνο και από την άρνηση πληρωμής τόκων και την πλήρη εκ του λόγου αυτού αδυναμία των επενδυτών να ρευστοποιήσουν με οποιονδήποτε τρόπο τα άχρηστα πλέον, «αιώνια» ομολογά τους, αφετέρου δε διότι, εν πάση περιπτώσει, με τις εν λόγω νομοθετικές παρεμβάσεις απλώς υλοποιήθηκαν οι όροι του αφορώντος στα Μ.Α.Ε.Κ. Ενημερωτικού Δελτίου, όπως αυτοί παρατίθενται αναλυτικώς ανωτέρω [βλ. σχετ. Σπ. Ψυχομάνη «Η διάθεση στην Ελλάδα Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου” (ΜΑΕΚ), ως καινοφανών ομολόγων ομολογιακού δανείου αλλοδαπής τράπεζας», σε AFF, 2018 21επ., την προσκομιζόμενη από τους εκκαλούντες από 1.7.2017 γνωμοδότηση του Σπ. Ψυχομάνη], δηλαδή δεν πρόκειται περί επέλευσης άλλου εξαιρετικού και απροβλέπτου γεγονότος, ανεξάρτητου προς την αρχική αδικοπραξία, εντελώς ασχέτου προς το γεγονός, το οποίο ήταν πρόσφορο να επιφέρει και θα επέφερε το βλαπτικό αποτέλεσμα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και εν τέλει δεν επήλθε λόγω του πράγματι επελθόντος εξαιρετικού και απροβλέπτου γεγονότος, με συνέπεια τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε παρομοίως ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου – έστω και με ελλιπή αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας απόφασης (αρθρ. 534 ΑΚ) – δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο κρινόμενος πέμπτος λόγος της έφεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Με τον έκτο λόγο έφεσης (στο εφετήριο αναγράφεται ως έβδομος λόγος) η εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο α Δικαστήριο έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 300 ΑΚ και την εκτίμηση των αποδείξεων, με συνέπεια να απορρίψει ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν την παραδεκτώς με τις προτάσεις προταθείσα εκ μέρους της ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των εφεσίβλητων στην πρόκληση και στην έκταση της ζημίας τους διότι αυτοί: α) δεν ζήτησαν πληροφορίες για την ακριβή φύση και τους κινδύνους των. επιδίκων επενδυτικών προϊόντων, ώστε -να προβούν σε εκποίηση αυτών στη δευτερογενή αγορά (Χρηματιστήριο) και β) ουδέν έπραξαν-για τον περιορισμό της ζημίας τους σε χρόνο μεταγενέστερο της αγοράς των επενδυτικών προϊόντων ισχυριζόμενη ότι εάν είχαν ρευστοποιήσει τα προϊόντα αυτά στην τιμή αποτίμησης τους στο πρώτο statement που είχαν λάβει, θα είχαν περιορίσει τη ζημία τους κατά τα αναφερόμενα ποσά από την πώληση των προϊόντων αυτών στο Ελληνικό Χρηματιστήριο, ενώ, εάν ορθώς έκρινε, έπρεπε να αφαίρεσα από τα επιδικασθέντα ποσά αποζημίωσης τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της έφεσης για κάθε εφεσίβλητο ποσά. Ωστόσο, η υπό κρίση ένσταση τυγχάνει αβάσιμη και απορριπτέα ως προς αμφότερα τα σκέλη της. Συγκεκριμένα, ως προς το πρώτο σκέλος της είναι απορριπτέα επειδή, υπό τις ανωτέρω λεπτομερώς περιγραφόμενες, συνθήκες προσέγγισης και κατάπεισης των εφεσίβλητων, εκ μέρους της εκκαλούσας, με, παραπλανητικά μέσα, να προβούν στις επίδικες επενδύσεις δεν νοείται, ούτε άλλωστε προέκυψε, η συνδρομή συντρέχοντος πταίσματος αυτών. Εξάλλου οι τελευταίοι, για να επενδύσουν στα Μ.Α.Ε.Κ., ακολούθησαν τις επενδυτικές συμβουλές της ίδιας της \ εκκαλούσας (μέσω των προστηθέντων υπαλλήλων της) και επομένως δεν είναι δυνατόν να καταλογίζεται από αυτήν στους εφεσίβλητους ότι δεν έλεγξαν την ορθότητα των δικών της συμβουλών. Επιπλέον, οι εφεσίβλητοι ως συντηρητικοί μέσοι αποταμιευτές-επενδυτές δεν είχαν ειδικές νομικές και χρηματοοικονομικές γνώσεις και, εν πάση περιπτώσει, δεν διέθεταν ειδικούς νομικούς και χρηματιστηριακούς συμβούλους (όπως εθεωρείτο αναγκαίο, κατά τα αναφερόμενα στα σχετικά Ενημερωτικά Δελτία), ώστε να λαμβάνουν, συνεχώς νομική και χρηματοοικονομική ενημέρωση για την εξέλιξη της επένδυσης τους και να αντιλαμβάνονται πλήρως και επαρκώς τις μεταβολές των χρηματιστηριακών δεικτών, για τον λόγο δε αυτό μόνη η προς τους εφεσίβλητους αποστολή από την εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία εγγράφων ενημερώσεων (statements) για τις αποδόσεις των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων σε τακτά χρονικά διαστήματα δεν αρκεί προς απόδειξη της πλήρους γνώσης αυτών περί της φύσης, της λειτουργίας και των κινδύνων των προϊόντων αυτών, αλλά μόνο περί του χαρακτήρα τους ως επενδύσεων (τον οποίο οι εφεσίβλητοι δεν αμφισβητούν, καθ’ όσον δεν ισχυρίζονται ότι τα εν λόγω προϊόντα ήσαν προθεσμιακές καταθέσεις, αλλά προϊόντα ομοιάζοντα προς προθεσμιακές καταθέσεις, προς τις οποίες και συγκρίθηκαν από τους κατά περίπτωση αρμοδίους τραπεζικούς υπαλλήλους, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό), τις οποίες, όμως, ευλόγως θεωρούσαν ασφαλείς και χωρίς κίνδυνο για το επενδυόμενο κεφάλαιο τους. Περαιτέρω δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν σχετικά με τη λειτουργία και τους κινδύνους των Μ. ΑΕ.Κ., το περιεχόμενο του από 5.4.2011 Ενημερωτικού Δελτίου που εξέδωσε η εκκαλούσα, καθόσον μάλιστα στη σελίδα 41 αυτού, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα Μ. Α.Ε.Κ. – «αποτελούν μια νέα μορφή επένδυσης και δυνατόν να μην είναι κατάλληλα για όλους τους επενδυτές», ότι «.. .κάθε πιθανός επενδυτής πρέπει i. να κατέχει τις κατάλληλες γνώσεις έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει τα οφέλη και τους κινδύνους μιας επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου…ii. να έχει πρόσβαση στις κατάλληλες γνώσεις και τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολόγησα στα πλαίσια της δικής του οικονομικής κατάστασης, μια πιθανή επένδυση στα Μ ΑΕ.Κ… .vi. να είναι σε θέση να αξιολογήσει (είτε μόνος του είτε με τη βοήθεια οικονομικού συμβούλου) τα πιθανά σενάρια όσον αφορά την οικονομία, το επιτόκιο και άλλους παράγοντες που μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην επένδυση του, τη μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές και τη δυνατότητα του να αναλάβει τους κινδύνους που απορρέουν…». Το αυτό δε ισχύει και για την από 20.4.2011 (για τα Μ.ΑΕ.Κ.) ενημερωτική επιστολή της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας προς τους μετόχους και τους κατόχους Μ.ΑΚ., η οποία απεστάλη και στους εφεσίβλητους, προτού αυτοί προβούν στην επένδυση σε Μ. ΑΕ.Κ., διότι η αποστολή του εν λόγω εγγράφου, όπως προαναφέρθηκε, κάλυπτε μεν τυπικά τη γενική υποχρέωση ενημέρωσης των υποψηφίων επενδυτών, αλλά δεν αποδείκνυε, πλήρη και ουσιαστική γνώση της πραγματικής φύσης και λειτουργίας των εν λόγω προϊόντων και των κινδύνων τους από τους συγκεκριμένους στερούμενων ειδικών νομικών και χρηματοοικονομικών γνώσεων εφεσίβλητους, στοιχεία, τα οποία κατά τη ζώσα επικοινωνία των τελευταίων με τους κατά, περίπτωση αρμοδίους υπαλλήλους επιμελώς αποσιωπήθηκαν, ενώ παρασχέθηκαν σαφείς διαβεβαιώσεις, για την κεφαλαιακή επάρκεια της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, την ασφάλεια του επενδυόμενου κεφαλαίου και την καταγραφή υψηλών αποδόσεων τόκου. Εξάλλου και το από 23.2.2011 έντυπο των κυριότερων όρων των Μ.Α.Ε.Κ., όπως επίσης προαναφέρθηκε, έφερε τηλεγραφική και διαγραμματική διατύπωση των κυριότερων σημείων αυτών, σε αυτό γινόταν αναφορά αποκλειστικά σε Γενικούς Επενδυτικούς Κινδύνους και όχι για ειδικούς συγκεκριμένους που’ ενεργοποιούσαν δυνητικά η φύση και τα χαρακτηριστικά των Μ. Α.Ε.Κ. Ως προς το δεύτερο δε σκέλος της, η προαναφερόμενη ένσταση είναι απορριπτέα επειδή μέχρι τον Ιούνιο του 2012 που έγινε η ακύρωση των τόκων των ΜΑ.Ε.Κ. για το πρώτο εξάμηνο του ίδιου έτους οι εφεσίβλητοι δεν είχαν αντιληφθεί τον κίνδυνο του κεφαλαίου τους. Λόγω δε της σχέσης εμπιστοσύνης που είχε αναπτυχθεί με την εκκαλούσα και τους υπαλλήλους της, είχε προκληθεί σε αυτούς η πεποίθηση ότι θα λάμβαναν τα χρήματα τους στην πενταετία, χωρίς να παρακολουθούν τις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις και χωρίς ποτέ να εξετάσουν το ενδεχόμενο πώλησης των επίδικων προϊόντων, καθόσον αγνοούσαν τη λειτουργία και τα χαρακτηριστικά τους. Εξάλλου, οι αποτιμήσεις χαρτοφυλακίου, ουδόλως αποτελούν αποδεικτικό στοιχείο που προσδιορίζει τη συγκεκριμένη αξία των επίμαχων προϊόντων, αφού δεν συνεπάγεται και την πώληση τους στην αξία αυτή. Η αποτίμηση χαρτοφυλακίου δεν σημαίνει ότι τα κρίσιμα προϊόντα θα είχαν πωληθεί στην αξία αυτή, αφού αυτό προϋποθέτει αντίστοιχοι αγοραστικό ενδιαφέρον που δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Ακολούθως σε αντίθεση με τα από την εκκαλούσα υποστηριζόμενα, είναι πολύ πιθανό ότι η πώληση αυτών να ήταν αδύνατη. Πράγματι, σύμφωνα με τους όρους του ενημερωτικού δελτίου που αγνοούσαν οι εφεσίβλητοι, η εκκαλούσα ομολογεί την ανυπαρξία προηγούμενης δημόσιας αγοράς καθώς τα επίμαχα προϊόντα, άγνωστα στο επενδυτικό κοινό, ήταν η πρώτη φορά που θα διαπραγματεύονταν και μάλιστα στη δευτερογενή αγορά του Ελληνικού Χρηματιστηρίου, που ιδίως τότε ήταν μικρή και ρηχή, ενώ είχαν από την έκδοση τους περιπέσει σε ανυποληψία στους επενδυτικούς κύκλους και στους ειδικούς περί τα χρηματοοικονομικά (επαγγελματίες και θεσμικούς επενδυτές) και γι’ αυτό δεν δόθηκαν ποτέ για αξιολόγηση (rating), όπως συνηθίζεται. Με βάση αυτά η εμπορευσιμότητα των επίμαχων τίτλων, θα ήταν μετά βεβαιότητας μηδενική… Εξάλλου, η επιλογή της ρευστοποίησης θα αποτελούσε επιλογή στην οικονομική ζημία και όχι επιλογή περιστολής ζημίας αφού ήταν, εκτός του πεδίου ενδιαφέροντος τους και των επιδιώξεων τους να διατηρήσουν ασφαλές και ακέραιο το κεφάλαια*; τους, πεπεισμένοι άλλωστε ότι αυτό θα γινόταν στη λήξη της πενταετίας. Προς επίρρωση των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι όταν η Τράπεζα ανακοίνωσε ότι προέβη σε «Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκου» των ΜΑ.Ε.Κ. για την περίοδο 31 Δεκεμβρίου 2011 – 29 Ιουνίου 2012, είχε ήδη εκδοθεί η ετήσια έκθεση περί εταιρικής διακυβέρνησης έτους 2011, στη σελ.278 της οποίας η Τράπεζα ανακοίνωνε ότι «Κατά το έτος 2011 το Συγκρότημα έχει υποστεί σημαντική ζημιά λόγω της απομείωσης των ΟΕΔ (Σημείωση 15) και σαν αποτέλεσμα στις 31 Δεκεμβρίου 2011 δεν πληρούσε τους ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας….Αυτό δηλαδή που, υποθετικά, θα προσέφεραν οι πελάτες προς πώληση τον Ιούνιο του 2012 ήταν ένας άληκτος τίτλος (perpetual bond), ο οποίος δεν ενσωμάτωνε υπόσχεση για επιστροφή του κεφαλαίου, η δε υποχρέωση καταβολής τόκων τελούσε, μεταξύ άλλων, υπό την αίρεση της κεφαλαιακής επάρκειας της εκδότριας, η οποία όμως είχε ήδη ανακοινώσει ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις κεφαλαιακής επάρκειας. Καθίσταται, επομένως προφανές ότι η αγοραία αξία των Μ.Α.Ε.Κ. κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο ήταν πρακτικά μηδενική και ήταν απίθανο να εμφανιστεί οποιοδήποτε αγοραστικό ενδιαφέρον. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε σιωπηρά την προταθείσα ένσταση συντρέχοντος πταίσματος δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 297, 298 και 300 ΑΚ και την εκτίμηση των αποδείξεων, ο υποστηρίζων δε τα αντίθετα έκτος λόγος έφεσης (αναγραφόμενος ως έβδομος) τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης (στο εφετήριο αναγράφεται ως όγδοος) η εκκαλούσα αλλοδαπή τραπεζική εταιρία παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 149, 297, 298 και 914 ΑΚ και απέρριψε σιωπηρά την παραδεκτώς προταθείσα με τις προτάσεις της ένσταση συνυπολογισμού στη ζημία των εφεσίβλητων του κέρδους αυτών από την απόληψη τόκων των επενδυτικών προϊόντων Μ.Χ., ΜΑ.Κ., Μ.Α.Ε.Κ. συνολικού ποσού Λ3.770,22€, ενώ, εάν ορθώς έκρινε, έπρεπε να αφαιρέσει από τα επιδικαζόμενα ποσά αποζημίωσης τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της έφεσης εισπραχθέντα από τους εφεσίβλητους ποσά τόκων. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός ο οποίος συνιστά παραδεκτώς προβαλλόμενη ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους (άρθρα 297 και 298 ΑΚ), πέραν της αοριστίας που ενέχει λόγω του ότι δεν προσδιορίζεται σε αυτόν το ποσό των τόκων που είχαν εισπράξει οι εφεσίβλητοι κατά τις δύο πρώτες περιόδους τοκοφορίας του έτους 2011 από την επένδυση που έκαναν με την αγορά Μ.Α.Ε.Κ. στην οποία και θεμελιώνεται η ένδικη αξίωση τους τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, και αληθούς υποτιθεμένης της είσπραξης του ως άνω ποσού τόκων από τους εφεσίβλητους, οι αποδόσεις αυτές δεν συνιστούν κέρδος αυτών από τη ζημία τους αλλά αποτελούν καρπούς της επένδυσης τους στα ως άνω επενδυτικά προϊόντα, η οποία σαφώς προέβλεπε συγκεκριμένες απολήψεις. Δηλαδή, οι τόκοι, τους οποίους έλαβαν οι εφεσίβλητοι, αποτελούν μεν κέρδος τους, πλην όμως το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από (ήτοι δεν συνδέεται αιτιωδώς με) το ζημιογόνο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου τους λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, αλλά από την παραχώρηση του κεφαλαίου τους στην τελευταία, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με τον προσφορότερο γι’ αυτήν τρόπο, αποδίδοντας στους εφεσίβλητους τους παραγόμενους τόκους εν πάση δε περιπτώσει ο συνυπολογισμός των εισπραχθέντων τόκων ως κέρδους στη ζημία των εφεσίβλητων παρίσταται στην ένδικη περίπτωση αντίθετος στην καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών απατηλής προσέλκυσης των εφεσίβλητων στην αγορά των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων (βλ. τις παραπάνω εφετειακές αποφάσεις συναφώς ΑΠ 1350/2018, ό.π., ΑΠ244/2016, ό.π.). Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως μη νόμιμη την ως άνω ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ, ο υποστηρίζων δε τα αντίθετα έβδομος λόγος έφεσης τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης θα πρέπει η τελευταία να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495§3ΚΠολΔ) και τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την υπό κρίση έφεση, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και την απορρίπτει κατ’ ουσίαν.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, το ύψος των οποίων ορίζει για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα Ευρώ (250 €).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του με αριθμό … ηλεκτρονικού παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο. „
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 4-2-2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ