Απόφαση- ανάσα από το Ειρηνοδικείο Αταλάντης. Οι τόκοι θα υπολογίζονται μόνο στη δόση και όχι στο σύνολο της οφειλής
Μία νέα σημαντική δικαίωση για δανειολήπτη ήρθε από το Ειρηνοδικείο Αταλάντης, το οποίο όρισε πως μετά την ένταξή του στο νόμο Κατσέλη για τη διάσωση της κύριας κατοικίας, οι τόκοι θα υπολογίζονται επί του ποσού της δόσης και όχι στο σύνολο της οφειλής.
«Το αναφερόμενο σ’ αυτήν επιτόκιο θα υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο και όχι στο σύνολο του κεφαλαίου που ορίστηκε να καταβληθεί» τονίζεται στην απόφαση του Ειρηνοδικείου, επισημαίνοντας πως «αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα τον εκ νέου εγκλωβισμό του υπερχρεωμένου δανειολήπτη σε μία κατάσταση, απ’ όπου δεν θα μπορούσε να απεγκλωβιστεί, με την καταβολή υπέρμετρων δόσεων πέραν των οικονομικών του δυνατοτήτων και καταστρατηγώντας το σκοπό και το πνεύμα του Νόμου».
Στην προσφυγή της η οφειλέτης δια του συνηγόρου της Μιχάλη Κούβαρη είχε αιτηθεί από το Ειρηνοδικείο Αταλάντης την υπαγωγή της στο νόμο Κατσέλη. Με την αρχική απόφαση έγινε δεκτή και ρυθμίστηκε το σύνολο των οφειλών της και εξαιρέθηκε της εκποίησης η κύρια κατοικία της, για τη διάσωση της οποίας ορίστηκαν μηνιαίες καταβολές, για συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι ετών (240 μηνών), ως εξής: α) ύψους 101,49 ευρώ εκάστης, για χρονικό διάστημα 36 μηνών, με έναρξη την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα μετά τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης και β) ύψους 406,11 ευρώ εκάστης, για χρονικό διάστημα 204 μηνών, με έναρξη την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα τριάντα έξι μήνες μετά τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης, ήτοι συνολικά για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της ορίστηκε να καταβάλει το συνολικό ποσό των 86.500,00 ευρώ.
«Η αποπληρωμή του ανωτέρω ποσού ορίστηκε να γίνει χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου, που θα ισχύει, κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας» αναφερόταν στην απόφαση.
Σημαντική δικαίωση για δανειολήπτη: «Είναι ασαφής και χρήζει ερμηνείας ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου»
Ειδικότερα με την νέα κρίση του το Ειρηνοδικείο Αταλάντης σημειώνει ότι «πράγματι, η διατύπωση της ανωτέρω απόφασης, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, είναι ασαφής και χρήζει ερμηνείας, καθόσον δεν διευκρινίζεται εάν το επιτόκιο θα πρέπει να υπολογίζεται στην εκάστοτε μηναία δόση ή στο συνολικό κεφάλαιο».
Επισημαίνοντας πως βασικός στόχος της αρχικής απόφασης ήταν η διάσωση της κύριας κατοικίας του υπερχρεωμένου δανειολήπτη και παραπέμπει στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις για το νόμο Κατσέλη.
«Και ο ίδιος ο νόμος αναφέρει ότι οι μη εμπραγμάτως εξασφαλισμένες οφειλές σταματούν να εκτοκίζονται, πράγμα που δεν συνάδει με τα τραπεζικά ισχύοντα. Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο Νομοθέτης ορίζοντας το ως άνω επιτόκιο ουσιαστικά είχε υπόψη του την μεταβαλλόμενη σε βάθος χρόνου αξία του χρήματος, ήτοι την αξία που θα είχε η ορισθείσα μηνιαία δόση στο πέρασμα των ετών, κατά την οποία διαρκεί η υποχρέωση καταβολής τους άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, ήτοι μετά από 20 έως 35 χρόνια, ανάλογα με την περίπτωση».
Αναφέρει δε πως «σκοπός είναι πρωτίστως η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής του ελευθερίας, που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το επιτόκιο θα υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση, που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο, διότι μόνο έτσι εξυπηρετείται ο ανωτέρω σκοπός του Νόμου».
Και καταλήγει: «Ο Νομοθέτης ρητά πλέον ορίζει, ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του, η οριζόμενη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 αποτελεί την οροφή και όχι τη βάση υπολογισμού. Αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα τον εκ νέου εγκλωβισμό του υπερχρεωμένου δανειολήπτη σε μία κατάσταση, απ’ όπου δεν θα μπορούσε να απεγκλωβιστεί, με την καταβολή υπέρμετρων δόσεων πέραν των οικονομικών του δυνατοτήτων και καταστρατηγώντας το σκοπό και το πνεύμα του Νόμου».