ΑΠΟΦΑΣΗ
Danileţ κατά Ρουμανίας της 20.02.2024 (αριθ. προσφ. 16915/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Πειθαρχική κύρωση που επιβλήθηκε σε δικαστή από την Εθνική Δικαστική και Νομική Επιτροπή Δικαστικών και Νομικών Υπηρεσιών για την ανάρτηση δύο μηνυμάτων στον λογαριασμό του στο Facebook. Κρίθηκε ότι οι αναρτήσεις του είχαν βλάψει την τιμή και την φήμη του δικαστικού σώματος. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν δίμηνη περικοπή μισθού κατά 5%.
Επικαλούμενος το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η πειθαρχική ποινή που του επιβλήθηκε αμετακλήτως συνιστά δυσανάλογη παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν λάβει δεόντως υπόψη διάφορους σημαντικούς παράγοντες, ιδίως όσον αφορά το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο είχαν ενταχθεί οι αναρτήσεις του προσφεύγοντος, τη συμμετοχή του σε συζήτηση επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, το ζήτημα αν οι αξιακές κρίσεις που εκφράστηκαν είχαν επαρκώς βασιστεί σε πραγματικά περιστατικά και, τέλος, το δυνητικά ανασταλτικό αποτέλεσμα της κύρωσης. Επιπλέον, η ύπαρξη προσβολής της αξιοπρέπειας και της τιμής του επαγγέλματος του δικαστή δεν είχε αποδειχθεί επαρκώς. Στις αποφάσεις τους, τα εθνικά δικαστήρια δεν απέδωσαν στην ελευθερία της έκφρασης του προσφεύγοντος τη βαρύτητα και τη σημασία που της αναλογούσε υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου, μολονότι είχε χρησιμοποιηθεί ένα μέσο επικοινωνίας (Facebook) το οποίο θα μπορούσε να εγείρει εύλογα ερωτήματα όσον αφορά τη συμμόρφωση των δικαστών με το καθήκον αυτοσυγκράτησής τους. Κατά το Στρασβούργο, τα ρουμανικά δικαστήρια δεν είχαν δώσει σχετικούς και επαρκείς λόγους για να δικαιολογήσουν την παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ελευθερία της έκφρασης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10) και επιδίκασε 5.232 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 10
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Vasilică-Cristi Danileţ, είναι Ρουμάνος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1975 και ζει στην Cluj. Κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν δικαστής στο Επαρχιακό Δικαστήριο της Cluj. Ήταν γνωστός για την ενεργό συμμετοχή του σε συζητήσεις και απολάμβανε κάποιας εθνικής φήμης.
Τον Ιανουάριο του 2019 ο προσφεύγων ανάρτησε δύο μηνύματα στη σελίδα του στο Facebook, η οποία είχε περίπου χιλιάδες φίλους, και για τα οποία μηνύματα, τον Μάιο του ίδιου έτους, η Εθνική Επιτροπή Δικαστικής και Νομικής Υπηρεσίας (Consiliul Superior al Magistraturii – CSM) του επέβαλε ως πειθαρχική ποινή, δίμηνη περικοπή μισθού 5%. Η CSM στήριξε την απόφασή της στο άρθρο 99 στοιχείο α’ του Ν. 303/2004 για το καθεστώς των δικαστών και εισαγγελέων.
Όσον αφορά το πρώτο μήνυμα
(«Κάποιος μπορεί να έχει παρατηρήσει τη διαδοχή των επιθέσεων, την αποδιοργάνωση και την απώλεια αξιοπιστίας που υπέστησαν θεσμοί όπως η Γενική Διεύθυνση Πληροφοριών και Εσωτερικής Προστασίας, η ρουμανική Υπηρεσία Πληροφοριών, η αστυνομία, η Εθνική Διεύθυνση Καταπολέμησης της Διαφθοράς, η χωροφυλακή, η εισαγγελία που υπάγεται στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο και ο στρατός. [Οι εν λόγω επιθέσεις] δεν εμφανίστηκαν τυχαία μετά “τις καταχρήσεις που διέπραξαν τα θεσμικά όργανα της εξουσίας”. Γνωρίζουμε τι σημαίνει η έλλειψη αποτελεσματικότητας ή, ακόμη χειρότερα, η επιστροφή στον πολιτικό έλεγχο των [εν λόγω] θεσμών: των υπηρεσιών, της αστυνομίας, της δικαιοσύνης, του στρατού; Και για το θέμα του στρατού, είχε κανείς την ευκαιρία να αναλογιστεί το άρθρο 118 § 1 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι “ο στρατός υποτάσσεται αποκλειστικά στη βούληση του λαού, προκειμένου να διασφαλιστεί (…) η συνταγματική δημοκρατία”; Τι θα γινόταν αν μια ωραία μέρα βλέπαμε τον στρατό στους δρόμους να υπερασπίζεται τη… δημοκρατία, γιατί σήμερα βλέπουμε ότι ο αριθμός των υποστηρικτών μειώνεται; Θα σας εξέπληττε αν συνειδητοποιούσατε ότι αυτή η λύση θα ήταν (…) σύμφωνη με το Σύνταγμα! Κατά τη γνώμη μου, είναι το δέντρο που κρύβει το δάσος (…)»),
το οποίο αναδημοσιεύθηκε και σχολιάστηκε από πολυάριθμα ΜΜΕ, το CSM διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων είχε – απερίφραστα και ενώπιον χιλιάδων αναγνωστών – θέσει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία των δημόσιων θεσμών, υπονοώντας ότι ελέγχονται από την πολιτική τάξη και πρότεινε ως λύση την παρέμβαση του στρατού για να διασφαλιστεί η συνταγματική δημοκρατία. Θεωρούσε ότι ο προσφεύγων είχε βλάψει την τιμή και την φήμη του δικαστικού σώματος και ότι είχε παραβιάσει το καθήκον του για αυτοσυγκράτηση με τρόπο που είναι ικανός να αμαυρώσει την καλή φήμη του δικαστικού σώματος.
Στο δεύτερο μήνυμά του
(«Να ένας εισαγγελέας με αίμα στις φλέβες του: μιλάει ανοιχτά για την αποφυλάκιση επικίνδυνων κρατουμένων, τις κακές ιδέες των κυβερνήσεών μας όσον αφορά τη νομοθετική μεταρρύθμιση και το λιντσάρισμα των δικαστών!»),
ο προσφεύγων είχε αναρτήσει στην σελίδα του στο Facebook έναν υπερσύνδεσμο με ένα άρθρο του Τύπου με τίτλο «Ένας εισαγγελέας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Το να ζεις στη Ρουμανία σήμερα αποτελεί τεράστιο κίνδυνο. Η κόκκινη γραμμή έχει ξεπεραστεί όσον αφορά το δικαστικό σύστημα» και δημοσίευσε ένα σχόλιο επαινώντας το θάρρος του εν λόγω εισαγγελέα που τόλμησε να μιλήσει ανοιχτά για την αποφυλάκιση επικίνδυνων κρατουμένων, για τις, κατά τη γνώμη του, κακές πρωτοβουλίες για την τροποποίηση των νόμων για τον τρόπο οργάνωσης του δικαστικού συστήματος και για το λιντσάρισμα των δικαστών. Η CSM έκρινε ότι η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο δημοσιευμένο σχόλιο του προσφεύγοντος είχε υπερβεί τα όρια της ευπρέπειας και ήταν ανάξια ενός δικαστή.
Τον Μάιο του 2020 το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση του προσφεύγοντος και επικύρωσε την απόφαση του CSM.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Ελευθερία της έκφρασης
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν σταθμίσει τα διάφορα συμφέροντα σύμφωνα με τα κριτήρια που θέτει η νομολογία του, ούτε ανέλυσαν δεόντως κατά πόσον η επέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ελευθερία της έκφρασης ήταν αναγκαία. Έτσι, παρά το γεγονός ότι επικαλέστηκαν τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα εθνικά δικαστήρια είχαν περιοριστεί στην αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο ο προσφεύγων είχε επιλέξει να εκφραστεί, χωρίς να εξετάσουν τις εκφράσεις που είχε χρησιμοποιήσει στο ευρύτερο πλαίσιό τους, δηλαδή σε μια συζήτηση για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος.
Όσον αφορά το πρώτο μήνυμα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι περιείχε κριτική στις πολιτικές επιρροές στις οποίες φέρονται να υπόκεινται ορισμένοι θεσμοί, δηλαδή η αστυνομία, η δικαιοσύνη και ο στρατός. Ο προσφεύγων είχε αναφερθεί στις συνταγματικές διατάξεις βάσει των οποίων ο στρατός υπόκειται στη βούληση του λαού και εξέφραζε τον κίνδυνο κάθε μορφής πολιτικού ελέγχου του θεσμού αυτού.
Με τη χρήση ρητορικών ερωτήσεων, καλούσε τους αναγνώστες του να φανταστούν τον στρατό να ενεργεί εναντίον της θέλησης του λαού, κάποια μέρα, με το πρόσχημα της προστασίας της δημοκρατίας – και κατά την άποψή του, αυτό ήταν μια απλή λεπτομέρεια πίσω από την οποία κρυβόταν ένα σοβαρότερο πρόβλημα. Επανατοποθετημένη στο σωστό τους πλαίσιο, η ανάρτηση του προσφεύγοντος ισοδυναμούσε με αξιολογικές κρίσεις ότι θα υπήρχε κίνδυνος για την συνταγματική δημοκρατία σε περίπτωση που οι δημόσιοι οργανισμοί περιέλθουν και πάλι υπό πολιτικό έλεγχο.
Συνεπώς, η ανάρτηση αυτή αφορούσε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος σχετικά με το διάκριση των εξουσιών και την ανάγκη διατήρησης της ανεξαρτησίας των θεσμών ενός δημοκρατικού κράτους.
Όσον αφορά το δεύτερο μήνυμα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η θέση του προσφεύγοντος ενέπιπτε σαφώς στο πλαίσιο συζήτησης για θέματα δημοσίου συμφέροντος, καθώς αφορούσε νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που επηρεάζουν το δικαστικό σύστημα.
Το Δικαστήριο διατύπωσε την άποψη, τόσο όσον αφορά το δεύτερο όσο και το πρώτο μήνυμα, ότι οποιαδήποτε παρέμβαση στην ελευθερία μετάδοσης ή λήψης πληροφοριών θα έπρεπε να έχει υποβληθεί σε αυστηρό έλεγχο, με αντίστοιχα στενό περιθώριο εκτίμησης που θα έπρεπε να παρέχεται στις αρχές του εναγομένου κράτους σε τέτοιες περιπτώσεις. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, τα ρουμανικά δικαστήρια δεν είχαν λάβει αυτούς τους προβληματισμούς δεόντως υπόψη.
Το Δικαστήριο επίσης επανέλαβε την αρχή ότι θα μπορούσε να αναμένεται από τους δικαστές ότι θα έπρεπε να επιδεικνύουν αυτοσυγκράτηση κατά την άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, καθώς ήταν πιθανό να αμφισβητηθεί το κύρος και η αμεροληψία του δικαστικού σώματος. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, οι επίμαχες αναρτήσεις δεν ήταν σαφώς παράνομες, δυσφημιστικές, ούτε περιείχαν ομιλία μίσους ή υποκίνηση σε βία.
Επιπλέον, το Δικαστήριο έδωσε σημαντική βαρύτητα στο γεγονός ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν επέλεξαν να επιβάλουν την λιγότερο αυστηρή κύρωση στον προσφεύγοντα (η οποία, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν μια προειδοποίηση), αλλά μεγαλύτερη, η οποία είχε αναμφίβολα «αποτρεπτικό αποτέλεσμα», δεδομένου ότι θα μπορούσε να αποθάρρυνε, όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και άλλους δικαστές, από το να συμμετάσχουν, στο μέλλον, σε δημόσια συζήτηση σχετικά με θέματα που αφορούν τη διάκριση των εξουσιών ή τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που επηρεάζουν τα δικαστήρια και, γενικότερα, σε θέματα που αφορούν την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας.
Εξάλλου, η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, όπως επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν παρείχε σχετικούς και επαρκείς λόγους για να δικαιολογήσει τη διαπίστωσή του ότι, με τις αανρτήσεις του, ο προσφεύγων είχε βλάψει την αξιοπρέπεια και την τιμή του επαγγέλματος του δικαστή.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, κατά τη στάθμιση των ανταγωνιστικών συμφερόντων που διακυβεύονταν, τα εθνικά δικαστήρια παρέλειψαν να λάβουν δεόντως υπόψη τους διάφορους σημαντικούς παράγοντες, ιδίως όσον αφορά το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο είχαν γίνει οι αναρτήσεις του προσφεύγοντος, τη συμμετοχή του σε συζήτηση για θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος, το ζήτημα κατά πόσον οι αξιακές κρίσεις που εκφράστηκαν βασίζονταν επαρκώς σε πραγματικά περιστατικά και, τέλος, το δυνητικά ανασταλτικό αποτέλεσμα της επιβληθείσας κύρωσης. Επιπλέον, η ύπαρξη επίθεσης κατά της αξιοπρέπειας και της τιμής του επαγγέλματος του δικαστή δεν είχε αποδειχθεί επαρκώς. Στις αποφάσεις τους, τα εθνικά δικαστήρια δεν χορήγησαν στην ελευθερία της έκφρασης του προσφεύγοντος τη βαρύτητα και τη σημασία που έπρεπε να έχει μια τέτοια ελευθερία υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου, μολονότι είχε χρησιμοποιηθεί ένα μέσο επικοινωνίας (συγκεκριμένα ένας δημόσια προσβάσιμος λογαριασμός στο Facebook) το οποίο θα μπορούσε να εγείρει εύλογα ερωτηματικά όσον αφορά τη δικαστική συμμόρφωση με το καθήκον αυτοσυγκράτησης των δικαστών.
Κατά συνέπεια, τα ρουμανικά δικαστήρια δεν είχαν παράσχει σχετικούς και επαρκείς λόγους για να δικαιολογήσουν την φερόμενη παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ελευθερία της έκφρασης. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.
Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής / δικαίωμα στην υπόληψη
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι λόγοι της κύρωσης δεν είχαν σχέση με την «ιδιωτική ζωή» του προσφεύγοντος και ότι δεν είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες στον «στενό του κύκλο», ούτε στην ικανότητά του να διαμορφώσει και να αναπτύξει σχέσεις με άλλους ή για τη φήμη του. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι το άρθρο 8 δεν ήταν εφαρμοστέο στην παρούσα υπόθεση και κήρυξε, ομόφωνα, την καταγγελία βάσει του άρθρου αυτού απαράδεκτη.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έλαβε δεόντως υπόψη τη θέση του προσφεύγοντος ότι, κατά την άποψή του, η διαπίστωση παραβίασης συνιστούσε επαρκή δίκαιη ικανοποίηση. Συνεπώς, δεν του επιδίκασε καμία ηθικής βλάβης σε σχέση με τη διαπίστωση της παραβίασης. Ωστόσο, επιδίκασε στον προσφεύγοντα 5.232 ευρώ για έξοδα.
Μειοψηφούσα γνώμη
Οι δικαστές Kucsko-Stadlmayer, Eicke και Bormann εξέφρασαν αντίθετη γνώμη. Δεν συμφώνησαν με την πλειοψηφία στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 10 στην παρούσα υπόθεση. Έκριναν ότι, αυτή η υπόθεση δεν αφορά τόσο το δικαίωμα ενός δικαστή να εκφράσει κριτική στην κυβέρνηση, αλλά τον τρόπο με τον οποίο εκφράστηκε αυτή η κριτική και αν ο προσφεύγων άσκησε την ελευθερία έκφρασής του με την αυτοσυγκράτηση και την ευπρέπεια που όφειλε ως δικαστής.
Οι γενικές αρχές σχετικά με την ελευθερία έκφρασης των δικαστών διατυπώνονται στην απόφαση Baka κατά Ουγγαρίας της 23.06.2016 [GC] (αρ. προσφ. 20261/12, §§ 162-167). Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι δικαστές, όπως όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, απολαμβάνουν την προστασία του άρθρου 10. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της εξέχουσας θέσης της δικαστικής εξουσίας μεταξύ των οργάνων του κράτους σε μια δημοκρατική κοινωνία, υπενθύμισε ότι οι δικαστικοί λειτουργοί αναμένεται να ασκούν την ελευθερία έκφρασής τους με αυτοσυγκράτηση κάθε φορά που θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος και η αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας. Η αποκάλυψη ορισμένων πληροφοριών, ακόμη και ακριβών πληροφοριών, πρέπει να γίνεται με μετριοπάθεια και ευπρέπεια. Σε κάθε περίπτωση, ως εγγυητής της δικαιοσύνης, θεμελιώδους αξίας σε ένα κράτος δικαίου, ο δικαστής πρέπει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των πολιτών προκειμένου να εκπληρώσει την αποστολή του (Baka § 164).
Κατά τον καθορισμό του κατά πόσον μια παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης είναι ανάλογη προς τον στόχο της προστασίας του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας, οι εθνικές αρχές πρέπει να επιτυγχάνουν κατάλληλη ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας έκφρασης του ατόμου και των «καθηκόντων και ευθυνών της δικαστικής εξουσίας» που αναφέρονται στο άρθρο 10 § 2. Απολαμβάνουν ένα ορισμένο περιθώριο εκτίμησης (Baka § 162). Τούτου λεχθέντος, ο αυστηρός έλεγχος του Δικαστηρίου στην υπόθεση Baka συνδέθηκε με το γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε εκφράσει τη γνώμη του σχετικά με τις εν λόγω νομοθετικές μεταρρυθμίσεις με επαγγελματική ιδιότητα, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Εθνικού Συμβουλίου Δικαιοσύνης, αναγνωρίζοντας ότι είχε όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και το καθήκον, ως πρόεδρος αυτού του συμβουλίου, να διατυπώσει γνώμη σχετικά με νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν τα δικαστήρια, αφού συγκεντρώσει και συνθέσει τις γνωμοδοτήσεις των κατώτερων δικαστηρίων (Baka § 168). Ένα στενό περιθώριο εκτίμησης εφαρμόστηκε επίσης όταν οι προσφεύγοντες ήταν μέλη δικαστικών συμβουλίων ή άλλων αντιπροσωπευτικών οργάνων του δικαστικού σώματος (Sarisu Pehlivan κατά Türkiye της 06.06.2023, αρ. προσφ. 63029/19, § 42· Żurek κατά Πολωνίας της 16.06.2022, αρ. προσφ. 39650/18, § 222· Eminağaoğlu κατά Türkiye της 09.03.2021, αρ. προσφ. 76521/12, § 135· και Kövesi κατά Ρουμανίας της 05.05.2020, αρ. προσφ. 3594/19, § 205).
Ο προσφεύγων στην υπό κρίση υπόθεση δεν βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση. Ήταν δικαστής επαρχιακού δικαστηρίου χωρίς ειδικό καθεστώς ή ευθύνη. Ούτε, αντίθετα με ό,τι θα μπορούσε να υπονοηθεί από την αναφορά της πλειοψηφίας στις αρχές που διατυπώθηκαν στην απόφαση Halet κατά Λουξεμβούργου της 14.02.2023, αρ.προσφ. 21884/18 (σκέψη 53), πληροφοριοδότης υπό την έννοια ότι θα ήταν ο μόνος που γνώριζε –ή ανήκε σε μικρή ομάδα της οποίας τα μέλη ήταν τα μόνα που γνώριζαν – τι συνέβαινε στον χώρο εργασίας του και, ως εκ τούτου, θα ήταν σε καλύτερη θέση να ενεργήσει προς το δημόσιο συμφέρον προειδοποιώντας τον εργοδότη του ή την κοινή γνώμη (βλ. Guja κατά Μολδαβίας της 12.02.2008, [GC], αρ. προσφ. 14277/04, § 72). Επομένως, οι μειοψηφούντες δεν συμφώνησαν με την πλειοψηφία ότι το περιθώριο εκτίμησης ήταν περιορισμένο εν προκειμένω.
Στην απόφαση Baka και στη μεταγενέστερη νομολογία, το Δικαστήριο στηρίχθηκε επίσης στο γεγονός ότι οι επίμαχες παρατηρήσεις δεν υπερέβαιναν την απλή κριτική αυστηρά επαγγελματικού χαρακτήρα (Baka § 171, § 224, Kövesi § 207 και Tuleya κατά Πολωνίας της 06.07.2023, αρ. προσφ. 21181/19, 51751/20 § 544). Ωστόσο, οι παρατηρήσεις του προσφεύγοντος στην υπό κρίση υπόθεση δεν αποτελούν αιτιολογημένες επικρίσεις σχετικά με την κατάσταση στο πλαίσιο του δικαστικού συστήματος ή τις δικαστικές μεταρρυθμίσεις, αλλά μια σειρά δηλώσεων που έγιναν με γλαφυρή γλώσσα. Οι παρατηρήσεις του δεν αφορούσαν μόνο το δικαστικό σώμα, αλλά και τον στρατό, ιδίως όσον αφορά το ζήτημα της παράτασης της θητείας του αρχηγού του γενικού επιτελείου στρατού. Αυτό ήταν ένα ζήτημα που εξετάζεται επί του παρόντος ενώπιον των δικαστηρίων και ως προς το οποίο ο προσφεύγων θα έπρεπε επομένως να είχε επιδείξει ιδιαίτερη προσοχή προκειμένου να διατηρήσει την εντύπωση αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας. Οι παρατηρήσεις του έγιναν στο Facebook, όπου είχε περίπου 50.000 ακόλουθους, και έπρεπε να γνωρίζει ότι θα εξαπλώνονταν γρήγορα και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εκτός πλαισίου.
Στην απόφασή τους να επιβάλουν κυρώσεις στον προσφεύγοντα, οι εθνικές αρχές σε όλα τα επίπεδα έλαβαν υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου και στήριξαν την απόφαση αυτή εξ ολοκλήρου στην εκτίμηση ότι η γλώσσα που είχε χρησιμοποιήσει υπερέβαινε αυτό που ήταν συμβατό με το καθήκον του δικαστή να εκφράζεται με ευπρέπεια, και ότι η χρήση τέτοιας γλώσσας θα μπορούσε να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη που πρέπει να εμπνέει το δικαστικό σώμα στο κοινό. Όχι μόνο οι εθνικές αρχές είναι καταρχήν σε καλύτερη θέση να εκτιμήσουν τον αντίκτυπο της γλώσσας που χρησιμοποιείται στο ιδιαίτερο πλαίσιο της χώρας και της κοινωνίας τους, αλλά υπάρχουν επίσης σαφή όρια ως προς το βαθμό στον οποίο είναι σκόπιμο για έναν δικαστή ενός διεθνούς δικαστηρίου όπως το δικό μας, ο οποίος δεν μιλάει τη γλώσσα στην οποία έγιναν οι παρατηρήσεις και ο οποίος, επιπλέον, δεν είναι σε καλύτερη θέση να εκτιμήσει τον αντίκτυπό τους στο πλαίσιο της εν λόγω κοινωνίας, να προσπαθήσει να αμφισβητήσει την εν λόγω εκτίμηση. Επιπλέον, η απόφαση επιβολής κυρώσεων στον προσφεύγοντα ενέπιπτε στο γενικό περιθώριο εκτίμησης βάσει του οποίου κρίνεται η αναλογικότητα μιας επέμβασης.
Όπως επισήμανε η πλειοψηφία, οι εθνικές αρχές θα μπορούσαν να επιλέξουν ηπιότερη κύρωση. Ωστόσο, η επιβληθείσα κύρωση της μείωσης του μισθού κατά 5% για δύο μήνες, δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικά αυστηρή.
Για τους παραπάνω λόγους, οι εν λόγω δικαστές μειοψήφησαν έναντι της πλειοψηφίας που τάχθηκε υπέρ της διαπίστωσης παραβίασης του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ
echrcaselaw.com