ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 184/2019
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνο Αδαμαντόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αργυρώ Καραγιάννη, Πρωτοδίκη, ’ννα – Μαρία Γούναρη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και από τον γραμματέα Ασημάκη Οικονομόπουλο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 04-10-2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: , κατοίκου Κορυδαλλού Αττικής, με Α.Φ.Μ. , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Πουλή, δυνάμει του από 30-10-2017 πληρεξουσίου, στο οποίο έχει βεβαιωθεί η γνησιότητα της υπογραφής της υπογράφουσας πληρεξουσιοδότη, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 96 ΚΠολΔικ, ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο (προσκομίστηκε το με αριθμό /31.10.2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών).
Της εναγόμενης: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «Eurobank Ergasias Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. 094014250, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κώστα Κουτσουλέλο, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 5740 από 28-12-2016 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών , ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο (προσκομίστηκε το με αριθμό /31.10.2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών).
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-06-2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 549926/23-06-2017 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2172/23-06-2017, προσδιορίσθηκε δε να δικασθεί – μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔικ, όπως τροποποιήθηκαν με το Ν. 4335/2015 – κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους στις προτάσεις που προκατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-06-2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης /23-06-2017 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2172/23-06-2017 και επιδόθηκε στην εναγόμενη τραπεζική εταιρεία την 26-06-2017, δηλαδή εντός της οριζόμενης από το άρθρο 215§ 2 ΚΠολΔικ (όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το Ν. 4335/2015) τριακονθήμερης προθεσμίας (βλ. την μετ’ επικλήσεως προσκομισθείσα από την ενάγουσα υπ’ αριθμ. 6372 Δ726-06-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, ), Για την υπόθεση υποβλήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις από αμφότερα τα διάδικα μέρη, προσδιορίστηκε δε αυτή, με πράξη του αρμοδίου δικαστή, για τη δικάσιμο της 04-10-2018. Με πρωτοβουλία του γραμματέα έγινε η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ( ), η οποία ισχύει, κατ’ άρθρο 237 §4 εδ. ε’ ΚΠολΔικ (όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το Ν. 4335/2015), ως κλήτευση όλων των διαδίκων, και ακολούθησε, κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο, η συζήτηση της, αντιμωλία των διαδίκων. Να σημειωθεί ότι, εφόσον – όπως ανωτέρω εκτέθηκε – αμφότερα τα διάδικα μέρη κατέθεσαν τις προτάσεις τους εμπροθέσμως (άρθρο 237 §1 ΚΠολΔικ), έλαβαν μέρος στη δίκη κανονικά, η δε απουσία τους κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (βλ. τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης) δεν επάγεται την ερημοδικία τους, αφού, σύμφωνα με τη νέα διάταξη του άρθρου 237 §4 εδ. ζ’ ΚΠολΔικ (όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το Ν. 4335/2015), η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Σύμφωνα με το άρθρο 179 ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση του άρθρου 178 ΑΚ, άκυρη, ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή περιουσιακά ωφελήματα που, κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία προς τη παροχή. Εξ αυτών σαφώς συνάγεται ότι για τον χαρακτηρισμό δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς και συνεπώς άκυρης, ως αντικείμενης στα χρηστά ήθη, απαιτείται αφενός μεν, η συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων, που τελούν κατά τον χρόνο της συνομολόγησης τους, κατά τις περιστάσεις, σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή, αφετέρου δε, η επίτευξη των ωφελημάτων αυτών με εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας του άλλου από τους συμβληθέντες, περιεχομένου αναγκαίως, κατά την έννοια της εκμετάλλευσης, και του αποτελούντος προϋπόθεση αυτής στοιχείου της γνώσης των εν λόγω περιστάσεων. Έτσι, για την αναγνώριση της ακυρότητας μιας σύμβασης, ως αισχροκερδούς και καταπλεονεκτικής, πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις σωρευτικά: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός από τους συμβαλλόμενους και γ) εκμετάλλευση από τον άλλο συμβαλλόμενο της γνωστής σ’ αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλόμενου. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή απειρίας δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνο του ενός. Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και τις συναλλαγές, μπορεί δε να είναι επακόλουθο της ηλικίας, της διανοητικής κατάστασης του προσώπου ή άλλης αιτίας (ΑΠ 1112/2009, ΑΠ 868/2008, ΑΠ 1244/2005 Νόμος, ΕφΑΘ 7955/2006 ΕλλΔνη 50.841). Κουφότητα, η οποία μπορεί επίσης να είναι αποτέλεσμα της ηλικίας, της πνευματικής κατάστασης ή άλλης αιτίας, είναι η αδιαφορία κι η αμεριμνησία, από την οποία ο συναλλασσόμενος δεν μπορεί να εκτιμήσει τη σημασία και τις συνέπειες των πράξεων του, ενώ ως ανάγκη εννοείται και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση, επιτακτική και ανεπίδεκτη αναβολής. Αν λείπει ένα από τα άνω στοιχεία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατ’ άρθρο 179 ΑΚ (ΟλΑΠ 714/1973, ΑΠ 2095/2009 ΕλλΔνη 51.1348, ΑΠ 1112/2009, ΑΠ 1394/2009, ΑΠ 1019/2007 Νόμος, ΑΠ 936/2007 ΕλλΔνη 50.1686, ΑΠ 252/2004 ΕλλΔνη 46.168, ΑΠ 492/2004 ΕλλΔνη 47. 452). Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Ειδικότερα, προφανής δυσαναλογία είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία δε αυτή, διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά τον χρόνο της κατάρτισης της (ΑΠ 868/2008, ΑΠ 497/1997 ΕλλΔνη 39.100, ΑΠ 307/1993 ΕλλΔνη 35.1295, ΕφΑΘ 7955/2006 Νόμος, ΕφΑΘ 304/2002 ΔΕΕ 2002.997, ΕφΠατρ 133/2001 ΑχαΝομ 2002.3). Εξάλλου, εκμετάλλευση υπάρχει όταν αυτός που γνωρίζει την κατάσταση (ανάγκης, κουφότητας, απειρίας) του αντισυμβαλλομένου του επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή (ΑΠ 1019/2007, ΑΠ 1244/2005 Νόμος), χωρίς να είναι απαραίτητη για να συντρέξει το στοιχείο της εκμετάλλευσης κάποια ενέργεια του εκμεταλλευτή, η οποία να εκδηλώνεται με ηθικά επιλήψιμα περιστατικά που αποσκοπούν στην επίτευξη της αισχροκέρδειας (ΑΠ 529/2001 ΕλλΔνη 42.1569, ΑΠ 582/1993 ΕλλΔνη 1994 1101, ΕφΑΘ 7955/2006 ΕλλΔνη 2009 841, ΕφΑΘ 304/2002 ΔΕΕ 2002 997). Η ακυρότητα αυτή χωρεί ipso iure και δεν απαιτείται παρεμβολή δικαστικής απόφασης. Δεν αποκλείεται, όμως, εκείνος που έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει σχετική αναγνωριστική αγωγή για την κήρυξη της ακυρότητας. Για το ορισμένο της αγωγής αναγκαία στοιχεία είναι η κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η αξία παροχής και ωφελημάτων και η προφανής δυσαναλογία παροχών κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, καθώς και η έκθεση περιστατικών που συγκροτούν τις αντικειμενικές (απειρία, ανάγκη, κουφότητα) και την υποκειμενική ως άνω προϋποθέσεις (βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 179, σελ.761, αρ.21-22 με παραπομπές σε νομολογία). Τέλος, κατά το άρθρο 862 ΑΚ, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη. Ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί από το ευεργέτημα που θεσπίζει η διάταξη, αλλά μόνο για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από ελαφρά αμέλεια του, διότι σε περίπτωση δόλου ή βαριάς αμέλειας η σχετική συμφωνία θα προσέκρουε στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 332 ΑΚ και θα ήταν άκυρη (ΑΚ 174) (ΟλΑΠ 6/2000). Πταίσμα του δανειστή περί την είσπραξη της απαιτήσεως εκδηλώνεται είτε με ενέργειες – πράξεις είτε με παραλείψεις, ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. Στην εγγύηση αορίστου χρόνου ειδικότερα, θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστή (και) όταν αυτός αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος, ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον του πρωτοφειλέτη ή παρέχει υπέρμετρες και άκριτες περαιτέρω πιστώσεις στον πρωτοφειλέτη, με συνέπεια την αύξηση του παθητικού του τελευταίου, σε βαθμό που να μην επαρκεί το ενεργητικό της περιουσίας του για την ικανοποίηση των απαιτήσεων του. Τέλος, εφόσον στον ΑΚ δεν περιλήφθηκε ορισμός της βαριάς αμέλειας, στο δικαστή της ουσίας εναπόκειται, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να κρίνει πότε η αμέλεια είναι βαριάς μορφής, αξιολογική κρίση η οποία ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 1068/2017, ΑΠ 1296/2017 Δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα διατείνεται με την κρινόμενη αγωγή της ότι την 03-04-2008, σε ηλικία μόλις 23 ετών και ούσα παντελώς άπειρη με τις τραπεζικές συναλλαγές, συμβλήθηκε ως εγγυήτρια στη δανειακή σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ της θυγατρικής της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Open 24» και του , με τον οποίο διατηρούσε τότε ολιγόμηνο συναισθηματικό δεσμό, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε σ’ αυτόν καταναλωτικό δάνειο ύψους 14.000 ευρώ, προκειμένου να αποπληρώσει υφιστάμενες οφειλές του σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα, αφού προηγουμένως η προστηθείσα υπάλληλος της εναγόμενης την διαβεβαίωσε ότι πρόκειται για μία εντελώς τυπική διαδικασία που θα διευκόλυνε την έγκριση του ως άνω δανείου του συντρόφου της. Ακολούθως, ιστορεί ότι έκτοτε ουδεμία ενημέρωση είχε για την κίνηση του λογαριασμού της εν λόγω δανειακής σύμβασης ούτε από την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία ούτε από τον (πρωτοφειλέτη – δανειολήπτη), αφού η σχέση της με τον τελευταίο έληξε λίγους μήνες μετά την υπογραφή της, όταν οκτώ (8) χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 09-03-2016 οχλήθηκε τηλεφωνικώς για λογαριασμό της εναγόμενης από την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών με την επωνυμία «Διαχείριση πελατειακής αξίας Α.Ε.», η οποία, το πρώτον την ενημέρωσε ότι υφίσταται σε βάρος της απαίτηση ύψους 31.000 ευρώ περίπου, η οποία προερχόταν από το δάνειο που χορηγήθηκε στον , στο οποίο ενεχόταν ως εγγυήτρια και το οποίο, όπως ανακάλυψε η ίδια (η ενάγουσα) μετά την ως άνω όχληση της, σταμάτησε να εξυπηρετεί σχεδόν αμέσως μετά την εκταμίευση του ποσού του δανείσματος ο τελευταίος (δανειολήπτης – πρωτοφειλέτης). Με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ζητεί να αναγνωριστεί η ακυρότητα της σύμβασης εγγύησης, την οποία υπέγραψε υπό τις προπεριγραφείσες συνθήκες, ως καταπλεονεκτικής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, ληφθέντος υπόψη ότι ανέλαβε με αυτήν υπέρμετρες δεσμεύσεις χωρίς να αποκομίζει η ίδια το παραμικρό οικονομικό ή άλλο όφελος, παρασυρόμενη από τις διαβεβαιώσεις της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγόμενης, η οποία εκμεταλλευόμενη την κουφότητα και τη νεανική απειρία της στις συναλλαγές, όχι μόνον δεν την ενημέρωσε – ως όφειλε -για τους κινδύνους που συνεπάγεται η υπογραφή της στην ως άνω δανειακή σύμβαση, αλλά απεναντίας τους αποσιώπησε τεχνηέντως παρουσιάζοντας της ότι η θέση της υπογραφής της επ’ αυτής αποτελεί μία εντελώς τυπική διαδικασία χωρίς ουσιαστικές έννομες συνέπειες. Επικουρικά, δε ζητεί να αναγνωριστεί ότι έχει ελευθερωθεί από την ως άνω σύμβαση εγγυήσεως, κατ’ άρθρο 862 ΑΚ, εφόσον από πταίσμα της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας, και δη από δόλο ή έστω βαρύτατη αμέλεια της, κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση της απαίτησης της από τον πρωτοφειλέτη, ο οποίος μολονότι σταμάτησε σχεδόν αμέσως να εξυπηρετεί τη δανειακή του σύμβαση με την καταβολή των οφειλόμενων δόσεων, δεν καταδιώχθηκε από αυτήν (εναγόμενη) με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων σε βάρος της ακίνητης ή κινητής περιουσίας που αποδεδειγμένα διέθετε, ληφθέντος υπόψη ότι μέχρι και την άσκηση της κρινόμενης αγωγής η εναγόμενη δεν έχει προβεί καν σε καταγγελία της επίμαχης δανειακής του σύμβασης. Τέλος, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να διαγράψει την ενάγουσα από το διατραπεζικό σύστημα της «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.», στο οποίο καταχωρούνται τα δυσμενή οικονομικά δεδομένα των οφειλετών των πιστωτικών ιδρυμάτων και να καταδικαστεί αυτή (εναγόμενη) στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 18, 25 παρ. 2 ΚΠολΔικ) και είναι ορισμένη, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγόμενης και νόμιμη, στηριζόμενη ως προς την κύρια βάση της για αναγνώριση της αιτούμενης ακυρότητας της εγγυητικής σύμβασης στις διατάξεις των άρθρων 178, 179, 180 ΑΚ και 70 ΚΠολΔικ, πλην του (παρεπόμενου) αιτήματος να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να τη διαγράψει από το διατραπεζικό σύστημα της «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.», στο οποίο καταχωρούνται τα δυσμενή οικονομικά δεδομένα των οφειλετών των πιστωτικών ιδρυμάτων, σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής, το οποίο τυγχάνει απορριπτέο, αφού δεν προβλέπεται στο νόμο τέτοια υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος. Περαιτέρω, η αγωγή, ως προς την επικουρική της βάση για την αναγνώριση της ελευθερώσεως της ενάγουσας από τη σύμβαση της εγγύησης, παρά το ότι είναι με την κυρία βάση αντιφατική, αφού μόνο ο εγκύρως ενεχόμενος από τη σύμβαση της εγγύησης οφειλέτης δύναται να ελευθερωθεί από αυτήν και όχι το αντίστροφο, παραδεκτά σωρεύεται με την κύρια βάση, διότι η διάταξη του άρθρου 218 παρ. 1α’ ΚΠολΔικ δεν αφορά την περίπτωση που μία αγωγή ασκείται ως κύρια και η άλλη ως επικουρική (ΑΠ 953/1996 Δνη 39.813, ΕφΑΘ 259/2002 δημοσίευση ηλεκτρονικός νομικός τύπος “δικάσιμος”)· Είναι δε νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 847 επ, 862 ΑΚ, 70 και 176 ΚΠολΔικ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τη συνεκτίμηση της υπ’ αριθμ. 13622/31-10-2017 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος της ενάγουσας ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η τελευταία, η οποία δόθηκε κατόπιν νομίμου κλήτευσης της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη συντέλεση της, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 422 ΚΠολΔικ (όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν. 4335/2016 ΦΕΚ Α 87/23-07-2015 Έναρξη ισχύος 01-01-2016 – άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015), [όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. /25-10-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, .], το σύνολο των εγγράφων που αμφότεροι οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, ως αποδεικτικά μέσα, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 631/2004, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 370/2004, Δνη 2005,1408), από τα διδάγματα της κοινής πείρας και από όλη γενικά τη διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Περί τα τέλη Μαρτίου του έτους 2008 ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη, , με τον οποίο η ενάγουσα διατηρούσε την εποχή εκείνη ολιγόμηνο συναισθηματικό δεσμό, της ζήτησε να τον συνοδεύσει σε ένα υποκατάστημα της εταιρείας με την επωνυμία «ΟΡΕΝ 24», που συνιστούσε θυγατρική της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας και προωθούσε δανειακά προϊόντα της τελευταίας, στο οποίο εργαζόταν κάποια φίλη του, προκειμένου να λάβει ένα δάνειο, με το οποίο θα αποπλήρωνε υφιστάμενες υποχρεώσεις του προς έτερα πιστωτικά ιδρύματα. Πράγματι, στις 26-03-2008 η ενάγουσα ομού με τον επισκέφθηκαν το με κωδικό υποκατάστημα της θυγατρικής της εναγόμενης εταιρείας «ΟΡΕΝ 24» στον Κορυδαλλό, όπου τους υποδέχθηκε η προστηθείσα υπάλληλος της τελευταίας και φίλη του , , η οποία και τους ενημέρωσε για τους όρους και τις προϋποθέσεις της δανειοδότησής του.
Συγκεκριμένα, η ως άνω υπάλληλος ενημέρωσε τον ότι το δάνειο θα εγκρινόταν αμέσως αν κάποιο τρίτο πρόσωπο συμβαλλόταν ως εγγυητής στην κατάρτιση του και πρότεινε στην ενάγουσα να υπογράψει αυτή (η ενάγουσα) ως εγγυήτρια στο δάνειο του συντρόφου της, επισημαίνοντας της ότι «πρόκειται για μια εντελώς τυπική διαδικασία που θα διευκόλυνε την έγκριση του από τα κεντρικά», ενώ παράλληλα τη διαβεβαίωσε ότι δεν έχει να φοβάται τίποτα, εφόσον ο (δανειολήπτης – πρωτοφειλέτης) θα πληρώνει το δάνειο, εξανεμίζοντας τις όποιες επιφυλάξεις είχε η τελευταία για την ανάμιξη της στη δανειακή σύμβαση του συντρόφου της. Κατόπιν τούτων, την 03-04-2008, η ενάγουσα, σε ηλικία μόλις 23 ετών και ούσα παντελώς άπειρη με τις τραπεζικές συναλλαγές, αφού δεν είχε ποτέ δανειοδοτηθεί έως τότε από κάποιο πιστωτικό ίδρυμα ούτε είχε κάποια οφειλή προς οιονδήποτε πιστωτικό ή άλλο φορέα, γεγονός για το οποίο ενημέρωσε την ανωτέρω υπάλληλο και χωρίς να διαθέτει ιδιαίτερη πανεπιστημιακή μόρφωση, αφού ήταν απόφοιτος λυκείου και εργαζόταν ως ιδιωτική υπάλληλος (γραμματέας) στην εταιρεία με την επωνυμία «J.. R. C., L.», συμβλήθηκε ως εγγυήτρια στη δανειακή σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ της θυγατρικής της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Open 24» και του , δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε σ’ αυτόν καταναλωτικό δάνειο ύψους 14.000 ευρώ, με το σκοπό της αποπληρωμής από το προϊόν του δανείου υφιστάμενων οφειλών του τελευταίου προς άλλα πιστωτικά ιδρύματα, όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της δανειακής συμβάσεως (βλ. την από 03-04-2008 σύμβαση προσωπικού – καταναλωτικού δανείου και πιστωτικής κάρτας που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως αμφότερα τα διάδικα μέρη σε συνδυασμό με την από 30-10-2017 βεβαίωση της εργοδότριας εταιρείας της ενάγουσας και την από 01-10-2004 αναγγελία πρόσληψής της από αυτήν στον ΟΑΕΔ). Επιπλέον, η ανωτέρω υπάλληλος, συμπλήρωσε ανακριβώς τα στοιχεία της προσωπικής -περιουσιακής κατάστασης των συμβαλλομένων και συγκεκριμένα τόσο του δανειολήπτη – πρωτοφειλέτη, όσο και της εγγυήτριας, (ενάγουσας), με σκοπό την υψηλότερη βαθμολογία στη συστημική αξιολόγηση του δανείου από το αρμόδιο τμήμα, ώστε να καταστεί απολύτως βέβαιη η έγκριση του από αυτό. Συγκεκριμένα, έθεσε ανακριβώς θετική απάντηση στις ερωτήσεις αν η εγγυήτρια διαθέτει οικόπεδα, κτίρια, αυτοκίνητο και οφειλή δανείου από αυτοκίνητο, ενώ η τελευταία δεν διέθετε ούτε ακίνητη περιουσία ούτε Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο ούτε και είχε κάποια οφειλή προς τούτο, όπως είχε σαφώς δηλώσει στην ανωτέρω προστηθείσα υπάλληλο της εναγόμενης, ενώ αντίθετα καταχώρησε ανακριβώς αρνητική απάντηση στις ερωτήσεις αν ο δανειολήπτης είχε οφειλές από οιασδήποτε φύσης δάνειο (καταναλωτικό, προσωπικό, επαγγελματικό ή στεγαστικό), ενώ ο σκοπός του ληφθέντος δανείου ήταν – όπως ανωτέρω εκτέθηκε – η αποπληρωμή υφιστάμενων υποχρεώσεων αυτού προς έτερα πιστωτικά ιδρύματα (βλ. την αυτή ως άνω αναφερόμενη δανειακή σύμβαση). Εκ των ανωτέρω εκτεθέντων συνάγεται ότι η ενάγουσα ωθήθηκε στην υπογραφή της ως άνω δανειακής σύμβασης με την ιδιότητα της εγγυήτριας, παρασυρθείσα από τις διαβεβαιώσεις της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγόμενης ότι πρόκειται μόνο για μία απλή και τυπική υπογραφή στο κείμενο της δανειακής σύμβασης, που θα διευκόλυνε την έγκριση του δανείου από το αρμόδιο τμήμα χορήγησης αυτού, χωρίς επ’ ουδενί να αντιλαμβάνεται τη σημασία και το μέγεθος της ευθύνης που συνεπάγεται η πράξη της. Το βέβαιον δε είναι ότι το συγκεκριμένο ποσό αποταμιεύτηκε και έκανε χρήση του αποκλειστικά ο τότε σύντροφός της και δανειολήπτης, και ουδεμία ωφέλεια είχε εξ αυτού η ίδια η εγγυήτρια, η οποία – σημειωτέον – λίγους μήνες μετά την υπογραφή της δανειακής σύμβασης διέκοψε τη σχέση της με τον δανειολήπτη και έκτοτε δεν είχε καμία επικοινωνία μαζί του. Εξάλλου, δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα διαθέτει ιδιαίτερη μόρφωση, εκπαιδευτική, επαγγελματική ή κοινωνική, για να αντιληφθεί τη σημασία της εκ μέρους της σύναψης σύμβασης εγγύησης με την τράπεζα, προκειμένου να εξυπηρετήσει και εξασφαλίσει το δάνειο που έλαβε ο τότε σύντροφος της, , αφού, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, επρόκειτο για μια νεαρή κοπέλα 23 ετών, απόφοιτη λυκείου, που δεν διέθετε καμία εμπειρία στις τραπεζικές συναλλαγές, αφού δεν είχε ποτέ δανειοδοτηθεί από κάποιο πιστωτικό ίδρυμα ούτε είχε και κάποια οφειλή προς οιονδήποτε πιστωτικό ή μη φορέα. Πέραν δε τούτων, η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία δεν έλεγξε προσηκόντως την οικονομική δυνατότητα της ενάγουσας για την παροχή της εγγύησης και την εκ μέρους της ανάληψη τέτοιας υποχρέωσης, αφού επρόκειτο για μια απλή μισθωτή υπάλληλο που δεν διέθετε άλλους οικονομικούς πόρους για τη διαβίωση της πέραν του μισθού της, αλλά ούτε και προέβη – ως όφειλε – στην ορθή αξιολόγηση των οικονομικών της στοιχείων, τα οποία, απεναντίας συμπλήρωσε ανακριβώς, προκειμένου να επιτύχει υψηλότερη βαθμολογία στη συστημική αξιολόγηση του δανείου από το αρμόδιο τμήμα, όπως εκτενώς ανωτέρω εκτέθηκε. Ειδικότερα, η εναγόμενη τράπεζα υποχρεούταν σε παροχή ενημέρωσης, πληροφοριών και εξηγήσεων σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης και μάλιστα τέτοιων, που θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην απόφαση της εγγυήτριας, και μάλιστα φέρει την ευθύνη να απαντά αληθώς στις ερωτήσεις του εγγυητή, να τον διαφωτίζει αυτεπάγγελτα όταν είναι σαφές από την εμπειρία της ότι ο τελευταίος δεν έχει αντιληφθεί το αντικείμενο της κύριας συναλλαγής (πίστωσης), για τον κίνδυνο που προκαλείται από την αφερεγγυότητα του πρωτοφειλέτη και τη μη εξυπηρέτηση του δανείου εκ μέρους του και να μην υποβαθμίζει εν γνώσει της τον κίνδυνο που αναλαμβάνει ο εγγυητής παρουσιάζοντας πλασματικά την ανάληψη της εγγύησης εκ μέρους του ως «απλώς τυπικό στοιχείο» (βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001, σελ.42), όπως συνέβη εν προκειμένω. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι οικονομικές δυνάμεις της ενάγουσας, η οποία ήταν και παραμένει μια απλή μισθωτή υπάλληλος με χαμηλό μηνιαίο εισόδημα από την εργασία της, δεν δικαιολογούσαν την ανάληψη τέτοιας υποχρέωσης με ελεύθερη βούληση και συνείδηση των πράξεών της. Κατά συνέπεια, η εναγόμενη δια της προστηθείσας υπαλλήλου της εκμεταλλεύτηκε την κουφότητα και την απειρία της στις τραπεζικές συναλλαγές για να την επηρεάσει και να της επιβάλει – έστω και με έμμεσο τρόπο – την υπογραφή της σύμβασης εγγύησης και δεν την ενημέρωσε – ως όφειλε σαν υπεύθυνος πιστωτικός φορέας – για το μέγεθος και τη σοβαρότητα της ευθύνης, το ύψος της οφειλής που αναλάμβανε, στο ίδιο ύψος με την κύρια οφειλή του πρωτοφειλέτη και τον κίνδυνο να βρεθεί εκτεθειμένη στην αποπληρωμή της κύριας οφειλής, σε περίπτωση μη ανταπόκρισης του πρωτοφειλέτη στις δανειακές του υποχρεώσεις ακόμα και με την προσωπική της περιουσία, όπερ και συνέβη, αφού ο δανειολήπτης – πρωτοφειλέτης ( ) σχεδόν αμέσως μετά την κατάρτιση της επίμαχης δανειακής σύμβασης και την εκταμίευση του ποσού του δανείσματος σταμάτησε να αποπληρώνει τις οφειλόμενες δόσεις αυτού, όπως προκύπτει από την αναλυτική κίνηση του λογαριασμού της δανειακής του σύμβασης, στην οποία εμφαίνεται ότι η τελευταία καταβολή που πραγματοποίησε έλαβε χώρα την 05-12-2008 και έκτοτε δεν προέβη σε καμία άλλη καταβολή οιουδήποτε ύψους έναντι της οφειλής του προς την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία και για το λόγο αυτό η τελευταία μετέφερε στις 05-10-2009 το δάνειο σε οριστική καθυστέρηση με οφειλόμενο την ως άνω ημερομηνία ποσό ύψους 14.151,58 ευρώ (βλ. την αναλυτική κίνηση του λογαριασμού της επίμαχης δανειακής σύμβασης σε συνδυασμό με το από 02-10-2017 έγγραφο της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας, στην οποία εμφαίνεται ότι το ύψος της οφειλής έχει ανέλθει την 27-09-2017 στο ποσό των 34.853,72 ευρώ, ληφθέντος υπόψη ότι η εναγόμενη ουδέποτε προέβη σε καταγγελία της δανειακής συμβάσεως). Βάσει δε τούτων, κρίνεται ότι η συμβατική συμπεριφορά της τράπεζας ήταν αθέμιτη και καταπλεονεκτική σε βάρος της ενάγουσας και δεν μπορούν οι όροι της να συγχωρεθούν και δικαιολογηθούν αποκλειστικά και μόνο προς όφελος του πιστούχου και της τράπεζας, διότι διαταράσσουν υπέρμετρα την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από την έννομη σχέση του δανείου σε σχέση με τις τρεις εμπλεκόμενες πλευρές, προδήλως δε καταχρηστικά, δυσανάλογα και αντίθετα στα χρηστά ήθη, την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, καταπλεονεκτικά και άδικα σε βάρος της εγγυήτριας, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να αφεθεί ανυπεράσπιστη ως το πλέον αδύναμο μέρος της σύμβασης πίστωσης, στο έλεος των συμφερόντων και των αποφάσεων των άλλων συμβαλλομένων. Η εξέλιξη αυτή είναι αφόρητα επαχθής για την εγγυήτρια, η οποία δεσμεύθηκε υπέρμετρα πέρα από κάθε έννοια συμβατικής ελευθερίας και λογικής, χωρίς να έχει ως αντιστάθμισμα οποιοδήποτε συμφέρον ή ενδιαφέρον από τη σύμβαση πίστωσης υπέρ του πρωτοφειλέτη, από την οποία οφέλη είχαν μόνο η τράπεζα, η οποία εξασφάλισε την απαίτηση της με την προσωπική περιουσία της εγγυήτριας και ο πιστούχος, ο οποίος καρπώθηκε το προϊόν του δανείσματος, είναι δε προφανής η δυσαναλογία παροχής -αντιπαροχής μεταξύ των συμβαλλομένων στη σύμβαση πίστωσης εγγύησης. Ως εκ τούτου, βάσει των ανωτέρω, προκύπτει ότι η συγκεκριμένη δικαιοπραξία ήταν αισχροκερδής, καταπλεονεκτική και αντικείμενη στα χρηστά ήθη σε βάρος της εγγυήτριας, διότι εξωθήθηκε στην υπογραφή της χωρίς αντίστοιχη παροχή – ωφέλεια για την ίδια, με εκμετάλλευση της κουφότητας και της απειρίας της από την τράπεζα, αλλά και τον πρωτοφειλέτη, οι οποίοι πέτυχαν τη λήψη ωφελημάτων για λογαριασμό τους και μόνον από την εκταμίευση και χρήση του εν λόγω δανείου. Τούτο υπερβαίνει το μέτρο που είναι φυσικό και επιτρεπτό κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, καθώς η συμβατική ελευθερία της εγγυήτριας δεσμεύτηκε υπέρμετρα (ΕφΑΘ 1275/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.1061).
Συνακόλουθα, κρίνεται ότι συντρέχουν όλοι οι όροι των άρθρων 178 και 179 ΑΚ και πρέπει να Θεωρηθεί άκυρη η σύμβαση εγγύησης, ως αισχροκερδής και καταπλεονεκτική σε βάρος της ενάγουσας, η οποία δεν πρέπει να επωμιστεί αποκλειστικά την ευθύνη από την ανώμαλη εξέλιξη της επίδικης σύμβασης τραπεζικού δανείου (ΑΠ 1349/2009, ΑΠ 1112/2009, ΑΠ 1527/2008, ΑΠ 868/2008, ΑΠ 1019/2007, ΑΠ 936/2007, ΑΠ 1244/2005 Νόμος, ΑΠ 1272/2004 ΕλλΔνη 48.793, ΑΠ 492/2004 Νόμος, ΕφΑΘ 1275/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.1061, ΕφΘεσ 1027/2010 Αρμ 2012.577), απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του ισχυρισμού της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης περί αναγνώρισης της ακυρότητας της σύμβασης εγγυήσεως οκτώ (8) έτη μετά τη σύναψη της, αφού η ενάγουσα δεν είχε ενημερωθεί πρωθύστερα για τη μη εξυπηρέτηση του δανείου από τον πρωτοφειλέτη από την εναγόμενη, η οποία, όλως κακόπιστα, την ενημέρωσε το πρώτον για την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης το Μάρτιο του έτους 2016, όταν η οφειλή του δανειολήπτη – πρωτοφειλέτη είχε εκτιναχθεί στο ύψος των 31.000 ευρώ.
Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή κατά την κύρια βάση της ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, διότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 178-179 ΑΚ για την κήρυξη ως άκυρης της μεταξύ της τράπεζας και της ενάγουσας σύμβασης εγγύησης, που υπεγράφη κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης πίστωσης μεταξύ της τράπεζας και του πρωτοφειλέτη, , προκειμένου να απαλλαγεί η εγγυήτρια από τη σχετική ευθύνη της έναντι της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας, παρελκόμενης κατά τα λοιπά της εξέτασης της επικουρικής αγωγικής βάσης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, με βάση και το σχετικό αίτημα της, πρέπει να βαρύνουν την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία, λόγω της καθολικής ήττας της τελευταίας (άρθρα 176, 191 §2 του ΚΠολΔικ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει ό, τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται την αγωγή.
Αναγνωρίζει την ακυρότητα της από 03-04-2008 σύμβασης εγγύησης, που υπεγράφη κατά την κατάρτιση της με την αυτή ημεροχρονολογία σύμβασης πίστωσης μεταξύ της τράπεζας και του πρωτοφειλέτη, , προκειμένου να απαλλαγεί η εγγυήτρια από τη σχετική ευθύνη της έναντι της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα ευρώ (650 ).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22-11-2018.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την 18-01-2019, στην Αθήνα, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ