Εύλογος χρόνος διάρκειας της δίκης. Καταβολή δίκαιης αποζημίωσης. Επίδραση στην κρίση περί παραβιάσεως του ευλόγου χρόνου διάρκειας της δίκης των αναβολών της υποθέσεως που χορηγήθηκαν λόγω αναστολής λειτουργίας του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της λήψης έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19.
Αριθμός 100/2024
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Ιανουαρίου 2024, συγκροτούμενο από τον Πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Ανδρέα Σκούφαλο, ο οποίος ορίσθηκε με την από 19 Ιουνίου 2023 πράξη της Προέδρου του Ε΄ Τμήματος, βάσει του άρθρου 56 παρ. 1 του ν. 4055/ 2012, με την παρουσία της Γραμματέως του Ε΄ Τμήματος Δημητρίας Τετράδη.
Για να δικάσει την από 5 Μαΐου 2023 αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης (άρθρο 53 του ν. 4055/2012):
της ., συζύγου ., κατοίκου Μελισσίων Αττικής (.), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου, που τον διόρισε στο ακροατήριο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Ελένη Χατζούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ο οποίος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της αίτησης αυτής έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό πληρωμής .).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται παραδεκτώς να επιδικασθεί στην αιτούσα το ποσό των 8.000 ευρώ πλέον οποιουδήποτε φόρου δύναται να επιβληθεί επί του ποσού αυτού, ως δίκαιη ικανοποίηση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51) για την ηθική βλάβη που υπέστη από την καθυστέρηση εκδίκασης της υποθέσεώς της, επί της οποίας εκδόθηκε η 441/2023 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
3. Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί, με τις διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του ν. 4055/2012 θεσμοθετήθηκε, ως νέο ένδικο βοήθημα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας, στρέφεται δε κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών. Το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της εν λόγω αίτησης, αποφαίνεται, καταρχάς, εάν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης συνεκτιμώντας τα κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 57 παρ. 1 του εν λόγω νόμου και αφορούν, ειδικότερα, στη συμπεριφορά των διαδίκων, στην πολυπλοκότητα της υπόθεσης, στη στάση των αρμοδίων κρατικών αρχών και στο διακύβευμα, δηλαδή τη σημασία, της υπόθεσης για τον αιτούντα· εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση, εξετάζεται, στη συνέχεια, μήπως μόνη η διαπίστωση της καθυστέρησης εκδίκασης της υπόθεσης μπορεί να αποτελέσει για τον διάδικο επαρκή ικανοποίηση· εφόσον, αντιθέτως, κριθεί ότι πρέπει να του καταβληθεί χρηματικό ποσό για την δίκαιη ικανοποίησή του, τότε το δικαστήριο προβαίνει στον καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, κατόπιν σταθμίσεως, μεταξύ άλλων, των ίδιων ως άνω κριτηρίων (βλ. ΟλΣτΕ μονομελούς σύνθεσης 4042/2015, ΣτΕ μονομελούς σύνθεσης 2638-2639/2020, 1753/2016, 1474/2016, 436/2016, 3870/2015, 299/2015, 254/2015, 2492/2014, 1423/2014 κ.ά.).
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 16.3.2018 αίτηση ακύρωσης, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 23.3.2018, η αιτούσα ζήτησε την ακύρωση της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης της από 22.11.2017 αιτήσεώς της προς το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Με την εν λόγω αίτηση ζήτησε, κατά τις διατάξεις του ν. 3028/2002 (Α΄ 153), την καταβολή αποζημίωσης, ύψους 4.500.000 ευρώ, ή εναλλακτικώς την απαλλοτρίωση ή ανταλλαγή των τριών ακινήτων που ανήκουν στην ιδιοκτησία της με άλλα, αντίστοιχης εμπορικής αξίας, λόγω του ουσιώδους περιορισμού και της στέρησης της κατά προορισμό χρήσης τους. Τα τρία ακίνητα βρίσκονται σε εκτός σχεδίου και ορίων οικισμού περιοχή του Πόρτο Ράφτη Αττικής αλλά εντός του αρχαιολογικού χώρου της Χερσονήσου της Κορώνης (βλ. την Α/φ031/34082/4479/22.6.1977 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών, Β΄ 776/17.8.1977). Η εν λόγω περιοχή, με το άρθρο 2 του από 20.2.2003 π.δ. (Δ΄ 199/6.3.2003), περιλαμβάνεται στις περιοχές απολύτου προστασίας τοπίου, αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, για τις οποίες θεσπίζεται απαγόρευση κάθε δόμησης ή κατασκευής καθώς και η αλλοίωση του εδάφους. Η υπόθεση εισήχθη, λόγω αρμοδιότητας στο Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 5ης.2.2020, οι απόψεις δε της Διοίκησης και ο διοικητικός φάκελος περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 19.6.2020. Δόθηκαν, όμως, αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο έντεκα (11) αναβολές (27.5.2020, 10.6.2020, 8.7.2020, 2.12.2020, 17.3.2021, 12.5.2021, 17.11.2021, 4.5.2022, 28.9.2022, 16.11.2022 και 14.12.2022). Ορισμένες εκ των αναβολών (27.5.2020, 2.12.2020, 17.3.2021) χορηγήθηκαν λόγω της επιβολής, με σειρά κοινών υπουργικών αποφάσεων, του μέτρου της αναστολής λειτουργίας του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της λήψης έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, κατά τα χρονικά διαστήματα από 16.5.2020 έως 31.5.2020 [βλ. την Δ1α/ Γ.Π.οικ.30340/15.5.2020 (Β΄ 1857) κ.υ.α.], από 30.11.2020 έως 7.12.2020 [βλ. την Δ1α/Γ.Π.οικ.76629/27.11.2020 (Β΄ 5255) κ.υ.α.] και από 16.3.2021 έως 22.3.2021 [βλ. την Δ1α/Γ.Π.οικ.16320/12.3.2021 (Β΄ 996) κ.υ.α.]. Τελικώς, η υπόθεση συζητήθηκε στις 14.12.2022, η διάσκεψη έλαβε χώρα στις 22.12.2022 και η 441/2023 απόφαση δημοσιεύθηκε στις 15.3.2023. Με την απόφαση αυτή ακυρώθηκαν η σιωπηρή απόρριψη από τη Διοίκηση του αιτήματος απαλλοτρίωσης ή ανταλλαγής των ακινήτων ή καταβολής χρηματικής αποζημίωσης για την στέρηση της χρήσης τους, καθώς και η απόφαση του αρμοδίου οργάνου με την οποία, εν συνεχεία, απορρίφθηκε και ρητώς το αίτημα, ως προς το σκέλος της χρηματικής αποζημίωσης.
5. Επειδή, τα χρονικά διαστήματα από 16.5.2020 έως 31.5.2020, από 30.11.2020 έως 7.12.2020 και από 16.3.2021 έως 22.3.2021, κατά τα οποία αναβλήθηκε η υπόθεση χάριν προστασίας της δημόσιας υγείας, δεν ήταν μεγάλης διάρκειας σε σχέση με τον συνολικό χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης και ο μη υπολογισμός τους δεν επηρεάζει το ύψος της αποζημίωσης που τυχόν πρέπει να επιδικασθεί (πρβλ. ΣτΕ μονομελούς 995/2022 421/2021, 2638-2639/2020, βλ. contra ΣτΕ μονομελούς 215/ 2022). Συνεπώς, η περίοδος, η οποία είναι, καταρχήν, ληπτέα υπόψη, προκειμένου να κριθεί αν, στην συγκεκριμένη περίπτωση, συντρέχει ή όχι υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης άρχισε στις 23.3.2018 με την κατάθεση της αίτησης ακύρωσης και έληξε στις 15.3.2023 με τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης, όπως, άλλωστε, το καταληκτικό σημείο της διαδικασίας προσδιορίζεται από την ίδια την αιτούσα με το δικόγραφο της αίτησης (βλ. ΣτΕ μονομελούς 228/2020, 1462/2019, 3418, 3417, 1158, 203/2017, 1753/2016). Με τα δεδομένα αυτά, η διαδικασία διήρκεσε σχεδόν πέντε (5) έτη.
6. Επειδή, η αιτούσα προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι ο χρόνος διάρκειας της δίκης (5 έτη) σε συνδυασμό με την απουσία πολυπλοκότητας της υπόθεσης, την ύπαρξη σχετικής νομολογίας και την «κατάσταση άγχους και στενοχώριας» στην οποία περιήλθε λόγω της ζωτικής σημασίας της υπόθεσης για τα συμφέροντά της, καθιστούν επιβεβλημένη την επιδίκαση ποσού οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ ως δίκαιη ικανοποίηση για την καθυστέρηση εκδίκασης της αίτησης ακύρωσης.
7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι η αιτούσα συνέβαλε με τη συμπεριφορά της στην καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσης. Το έγγραφο με τις απόψεις της Διοίκησης και ο διοικητικός φάκελος περιήλθαν στο Δικαστήριο, όπως προεκτέθηκε, στις 19.6.2020 και, επομένως, κατά τούτο, υπήρξε κάποια μικρή συμβολή στην επιβράδυνση του χρόνου εκδίκασης της υπόθεσης (πρβλ. ΣτΕ μονομελούς 4175/2014). Οκτώ (8) εκ των αναβολών της συζήτησης χορηγήθηκαν από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, οι λοιπές δε τρεις (3) χορηγήθηκαν για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Εξάλλου, το βασικό ζήτημα που επιλύθηκε με την απόφαση αφορούσε, κυρίως, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες υποβάλλεται και καθίσταται εξεταστέο από τη Διοίκηση αίτημα ιδιοκτήτη ακινήτου για την αποζημίωσή του, με κάποιον από τους προβλεπόμενους στις οικείες διατάξεις εναλλακτικούς τρόπους, στην περίπτωση επιβολής περιορισμών στο ακίνητο, για λόγους σχετικούς με την εφαρμογή της αρχαιολογικής νομοθεσίας. Το εν λόγω, πάντως, ζήτημα, αν και, είχε, καταρχήν, αντιμετωπισθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. ιδίως ΣτΕ 815/2016), συναρτάτο, εν προκειμένω με την εκτίμηση και αξιολόγηση διαφόρων στοιχείων φακέλου, και, ως εκ τούτου, δεν ήταν απλό ή ευχερές να επιλυθεί κατά την υπαγωγή του. Τέλος, ναι μεν η αιτούσα δεν συνδέει το αντικείμενο της υπόθεσης με τον βιοπορισμό και τη διαβίωσή της, πλην το κριθέν ζήτημα αφορούσε στο δικαίωμα ιδιοκτησίας και στη ματαίωση ενάσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας της αιτούσας επί της επίμαχης έκτασης (πρβλ. ΣτΕ μονομελούς 4175/2014). Συνεπώς το διακύβευμα της υπόθεσης ήταν σημαντικό για την αιτούσα.
8. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο, εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, με βάση τα αναφερόμενα στο άρθρο 57 παρ. 1 του ν. 4055/2012 κριτήρια, κρίνει ότι το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η εκδίκασή της, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, ούτε, άλλωστε, τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας», κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Η καθυστέρηση αυτή προκάλεσε, πράγματι, στην αιτούσα ηθική βλάβη, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, για την αποκατάσταση της οποίας κρίνεται δικαιολογημένη, ως δίκαιη ικανοποίηση, η επιδίκαση σε αυτήν ευλόγου χρηματικού ποσού.
9. Επειδή, με τα ανωτέρω δεδομένα και λαμβάνοντας υπόψη την προκύπτουσα από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής πτώση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα κατά τα τελευταία έτη, η οποία συνδέεται με τον σοβαρότατο κλονισμό της δημοσιονομικής ισορροπίας του Ελληνικού Κράτους (βλ. ΟλΣτΕ μονομελούς 4042/2015, ΣτΕ μονομελούς 1120/2023 κ.ά.), η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να επιδικασθεί στην αιτούσα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, ως δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης. Το παρεπόμενο αίτημα για την επιδίκαση στην αιτούσα οποιουδήποτε φόρου δύναται να επιβληθεί επί του ως άνω ποσού δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο και, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, είναι απορριπτέο (ΣτΕ μονομελούς 611/2022).
10. Επειδή, κατά τα παγίως κριθέντα (ενδεικτικώς, ΣτΕ μονομελούς 145/2018, 2674/2017, 502/2017), η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων, εφόσον η υπό κρίση αίτηση γίνεται εν μέρει μόνον δεκτή. Τέλος, πρέπει να αποδοθεί στην αιτούσα το καταβληθέν παράβολο (ενδεικτικώς, ΣτΕ μονομελούς 2674/2017, 2045/2017).
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται εν μέρει την υπό κρίση αίτηση.
Υποχρεώνει το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην αιτούσα το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000) ευρώ, σύμφωνα με το αιτιολογικό.
Διατάσσει την απόδοση στην αιτούσα του κατατεθέντος παραβόλου.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2024 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση αυθημερόν.
Ο Πάρεδρος Η Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος
Ανδρέας Σκούφαλος Δημητρία Τετράδη