ΑΠΟΦΑΣΗ
Škoberne κατά Σλοβενίας της 15.02.2024 (αριθ. προσφ. 19920/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δίκη κατά πρώην δικαστή και καταδίκη του το 2013 για δωροληψία. Η καταδίκη του είχε βασιστεί σε καταθέσεις των δύο συγκατηγορουμένων του, οι οποίοι είχαν παραδεχθεί ότι ήταν μεσάζοντες σε δεδομένα εντοπισμού που ελήφθησαν βάσει του καθεστώτος διατήρησης δεδομένων που ίσχυε τότε στη Σλοβενία.
Παρόλο που μόνο τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που απαιτούνται για εμπορικούς σκοπούς μπορούσαν να διατηρούνται στη Σλοβενία, στην περίπτωση καταδίκης κατηγορουμένου οι πάροχοι υπηρεσιών επικοινωνιών ήταν υποχρεωμένοι να διατηρούν τα δεδομένα αυτά συστηματικά και αδιακρίτως για περίοδο 14 μηνών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω διατήρηση δεν παρέμενε εντός των ορίων του αναγκαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Κατά συνέπεια, η διατήρηση των δεδομένων, η πρόσβαση σε αυτά και η επεξεργασία τους στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας είχαν παραβιάσει το δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής).
Το Δικαστήριο διαπίστωσε, επίσης ομόφωνα, παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δ) (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη/δικαίωμα σε εξέταση μαρτύρων) της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η διαδικασία κατά του προσφεύγοντος και των συγκατηγορουμένων του διαχωρίστηκε μετά την παραδοχή της ενοχής των τελευταίων και ότι ο προσφεύγων είχε στερηθεί την δυνατότητα να του να υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες στο δικαστήριο κατά τη χωριστή διαδικασία εναντίον του που ακολούθησε.
Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων είχε στερηθεί της δυνατότητας να προσκομίσει αποτελεσματικά αποδεικτικά στοιχεία που θα ήταν σημαντικά για την υποστήριξη της υπόθεσής του, καθιστώντας, ως εκ τούτου, τη δίκη μη δίκαιη.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για έξοδα
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1,
Άρθρο 6 παρ. 3,
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Milko Škoberne, είναι Σλοβένος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1959 και ζει στο Laško (Σλοβενία). Είναι πρώην περιφερειακός δικαστής.
Ο προσφεύγων συνελήφθη τον Ιανουάριο του 2011 μετά από μυστική επιχείρηση σχετικά με την υποτιθέμενη αποδοχή δωροδοκίας για να παρέμβει σε διαδικασία κατά ενός ατόμου, του E.Ć., για απάτη και εγκλήματα που σχετίζονται με την πορνεία. Δύο άλλοι, ο E.R. και ο M.S., συνελήφθησαν την ίδια περίοδο για τη συμμετοχή τους ως μεσάζοντες.
Η δίκη κατά του προσφεύγοντος και των δύο συγκατηγορουμένων του άρχισε τον Φεβρουάριο του 2013. Ωστόσο, μετά την παραδοχή της ενοχής των συγκατηγορουμένων (E.R. και M.S.) σε μία από τις ακροάσεις η υπόθεση για τον προσφεύγοντα χωρίστηκε. Οι E.R. και M.S. καταδικάστηκαν στις 16 Δεκεμβρίου 2013 για συνδρομή σε δωροδοκία αξιωματούχου. Τους επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης με αναστολή και πρόστιμο.
Στη χωριστή διαδικασία που ακολούθησε κατά του προσφεύγοντος, ο ίδιος δήλωσε προς υπεράσπισή του ότι είχε συναντήσεις με τους E.Ć., E.R. και τον φίλο του, M.S., και είχε δώσει εξηγήσεις, αλλά σε κανένα σημείο δεν είχε γίνει οποιαδήποτε συζήτηση για χρήματα. Είχε λάβει 8.000 ευρώ από τον M.S. για την αποπληρωμή ενός δανείου. Στις 23 Δεκεμβρίου 2013, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε τον προσφεύγοντα ένοχο για αποδοχή δωροδοκιών, μεταξύ άλλων, υποσχόμενος να αναλάβει την εκδίκαση της υπόθεσης του E.Ć. και να τερματιστεί η διαδικασία εναντίον του, καθώς και για άλλες παρεμβάσεις όσον αφορά την αποφυλάκισή του και τα εντάλματα σύλληψής του εναντίον του.
Η καταδίκη του προσφεύγοντος βασίστηκε, μεταξύ άλλων στοιχείων, στις καταθέσεις του E.Ć. στην αστυνομία, που επιβεβαιώθηκαν από τις καταθέσεις του M.S. κατά τη διάρκεια της έρευνας. Η τηλεπικοινωνιακή του κίνηση και δεδομένα θέσης – που παρασχέθηκαν από τους παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και αναλύθηκαν από την αστυνομία – επίσης αποτέλεσαν μέρος των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η εισαγγελία.
Οι αμφισβητήσεις του προσφεύγοντος κατά της καταδίκης του, οι οποίες υποβλήθηκαν τελικά στο Ανώτατο Δικαστήριο το 2015, ήταν όλες ανεπιτυχείς. Κατέθεσε επίσης δύο συνταγματικές προσφυγές οι οποίες απορρίφθηκαν το 2019.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ο προσφεύγων υποστήριξε ότι του είχε στερηθεί η δυνατότητα να θέσει ερωτήσεις προς τους E.R. και M.S. στο δικαστήριο και ότι η δικαστής της δίκης δεν είχε παραιτηθεί, παρά το γεγονός ότι είχε αποδεχθεί την παραδοχή της ενοχής των συγκατηγορουμένων του, εγείροντας αμφιβολίες για την αμεροληψία της.
Τα ανώτερα δικαστήρια ακολούθησαν ουσιαστικά τις αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων, κρίνοντας ιδίως ότι οι E.R. και M.S. δεν μπορούσαν να εξεταστούν ως μάρτυρες στη διαδικασία κατά του προσφεύγοντος, καθώς οι καταδίκες τους δεν ήταν ακόμη τελεσίδικες, ενώ ο σχετικός νόμος δεν προέβλεπε ότι ένας δικαστής έπρεπε να παραιτηθεί σε περίπτωση που είχε αποδεχθεί την παραδοχή της ενοχής των συγκατηγορουμένων.
Ο προσφεύγων κατήγγειλε επίσης ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στηρίχθηκε σε στοιχεία για την καταδίκη του τα οποία είχαν ληφθεί από παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών οι οποίοι είχαν υποχρεωθεί από το νόμο να διατηρούν τα δεδομένα για περίοδο 14 μηνών.
Τα δικαστήρια απέρριψαν ωστόσο την εν λόγω καταγγελία, κρίνοντας ιδίως ότι τα εν λόγω δεδομένα είχαν συλλεχθεί πριν το καθεστώς διατήρησης είχε κηρυχθεί άκυρο από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου του 2014, και οι δικαστικές αποφάσεις που επέτρεπαν την πρόσβαση είχαν βασιστεί στην υποψία ότι είχε διαπραχθεί σοβαρό έγκλημα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής)
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν υπήρχε λόγος να αμφισβητηθούν οι δικαστικές αποφάσεις όσον αφορά τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα και τα δεδομένα θέσης του προσφεύγοντος. Αυτό που έθεσε ανησυχία ήταν το ευρύτερο πλαίσιο, ιδίως ο σλοβενικός νόμος που διέπει τη διατήρηση δεδομένων και ίσχυε κατά την επίδικη περίοδο.
Ο νόμος αυτός απαιτούσε από τους παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών να διατηρούν δεδομένα επικοινωνιών που αφορούσαν σταθερή και κινητή τηλεφωνία για περίοδο 14 μηνών για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Η διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων του προσφεύγοντος είχε επομένως επαρκώς σαφή νομική βάση. Ήταν σύμφωνη με την ισχύουσα τότε νομοθεσία, καθώς οι πάροχοι υπηρεσιών είχαν παραδώσει μόνο στις αρχές τα δεδομένα που είχαν αποθηκευτεί εντός της προθεσμίας των 14 μηνών.
Η εν λόγω παρέμβαση στα δικαιώματα του προσφεύγοντος επιδίωκε εξάλλου τον θεμιτό σκοπό της αποτροπής εγκλήματος και την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων. Το Δικαστήριο συνέχισε σημειώνοντας ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών παρόχων στη Σλοβενία εκείνη την περίοδο θα μπορούσε να αναμένει ότι τα δεδομένα του είχαν διατηρηθεί. Αυτή η παρέμβαση στα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής ήταν πολύ σοβαρή και ως εκ τούτου απαιτούνταν αυστηρότερος έλεγχος στην αξιολόγηση της υπόθεσης από το Δικαστήριο. Ειδικότερα, έπρεπε να θεσπιστούν εγγυήσεις στο νόμο και κριτήρια για την αποφυγή καταχρήσεων και τη διασφάλιση της αναλογικότητας του μέτρου.
Ωστόσο, ο νόμος που διέπει τη διατήρηση δεδομένων, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της καταδίκης του προσφεύγοντος, δεν περιείχε διατάξεις που να καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής και την εφαρμογή του μέτρου. Ούτε κάποια άλλη νομοθετική πράξη περιείχε τέτοιες διατάξεις. Μια τέτοια συστηματική, γενική και αδιάκριτη διατήρηση δεδομένων επικοινωνιών δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παρέμενε εντός των ορίων του αναγκαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία και σήμαινε ότι το καθεστώς δεν είχε συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του κράτους βάσει του άρθρου 8. Κατά συνέπεια, η πρόσβαση στα δεδομένα αυτά και η επεξεργασία τους δεν ήταν επίσης σύμφωνη με το άρθρο 8.
Για να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, το Δικαστήριο επεσήμανε ιδίως αποφάσεις του 2014 τόσο από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Σλοβενίας όσο και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) που διαπίστωσαν ότι το εν λόγω καθεστώς διατήρησης δεδομένων ήταν γενικό και αδιάκριτο και, ως εκ τούτου, παραβίαζε τα δικαιώματα προστασίας της ιδιωτικής ζωής.
Όσον αφορά τη συγκεκριμένη κατάσταση του προσφεύγοντος μολονότι το καθεστώς διατήρησης είχε κηρυχθεί άκυρο από το ΔΕΕ και το Συνταγματικό Δικαστήριο μετά την πρόσβαση στα δεδομένα του, αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν σύμφωνο με το άρθρο 8 κατά τον χρόνο αυτό. Κατά τον χρόνο που τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του προσφεύγοντος είχαν διατηρηθεί, δεν απολάμβανε τη νομική προστασία που δικαιούταν βάσει της Σύμβασης.
Συνολικά, η διατήρηση, η πρόσβαση και η επεξεργασία των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων κατά τον χρόνο της καταδίκης του προσφεύγοντος παραβίασε το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη/δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων)
Πρώτον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος είχε βασιστεί σε μεγάλο βαθμό σε συνομιλίες με τους M.S. και E.R., οι οποίοι φέρονται να είχαν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη συνδρομή του για τη διάπραξη δωροληψίας. Ως εκ τούτου έκρινε ότι το αίτημα του προσφεύγοντος να κληθούν ως μάρτυρες ήταν επαρκώς αιτιολογημένο και συναφές.
Δεύτερον, έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν αιτιολογήσει επαρκώς την άρνησή τους να κληθούν οι M.S. και E.R. ως μάρτυρες. Το Δικαστήριο δεν πείστηκε από το επιχείρημα ότι δεν μπορούσαν να εξεταστούν, διότι η απόφαση εναντίον τους μπορούσε ακόμη να προσβληθεί με έφεση. Ο δικαστής έπρεπε να γνωρίζει ότι η προθεσμία για την έφεση των M.S. και E.R. ήταν μόλις οκτώ ημέρες και θα μπορούσε να είχε αναβάλει την ακροαματική διαδικασία μέχρι να παρέλθει η σύντομη αυτή προθεσμία.
Τέλος, όσον αφορά το συνολικά δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι καταθέσεις των M.S. και E.R. θα μπορούσαν να είναι σημαντικές, δεδομένου ότι ήταν οι μόνοι μάρτυρες που μπορούσαν να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν την εκδοχή του προσφεύγοντος για τα γεγονότα.
Το γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε στερηθεί την ευκαιρία να εξετάσει αποτελεσματικά μάρτυρες και να επικαλεστεί τις μαρτυρίες για να υποστηρίξει την υπόθεσή του, κατέστησε άδικη τη διαδικασία της δίκης. Τα ανώτερα δικαστήρια που είχαν ασχοληθεί με την υπόθεση του προσφεύγοντος δεν είχαν αποκαταστήσει την έλλειψη αυτή. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δ) της Σύμβασης.
Δεδομένης αυτής της διαπίστωσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει την ουσία της καταγγελίας βάσει του άρθρου 6 § 1 σχετικά με την υποτιθέμενη έλλειψη αμεροληψίας του δικαστή της δίκης.
Άρθρο 41 (δίκαιη ικανοποίηση)
Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).