Κρίση ότι η παράταση των δικονομικών προθεσμιών κατά δέκα ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους, σύμφωνα με το άρθρο 83 Ν. 4790/2021, αφορά τόσο τις προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων οι οποίες εκκίνησαν (αφετηριάσθηκαν) πριν τις 7-11-2020 και καταλήφθηκαν από την προσωρινή αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων (από 7-11-2020 έως 6-4-2021), όσο και τις προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων που η αφετηρία τους ενέπιπτε στη χρονική αυτή περίοδο αναστολής (7-11-2020 έως 6-4-2021) και λόγω αυτής (αναστολής) εκκίνησαν (αφετηριάσθηκαν) από 7-4-2021. Έννοια των συγγενών του θανούντος, για τους σκοπούς επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, κατ’ άρθρο 932 ΑΚ. Σε αυτούς δεν περιλαμβάνεται ο σύζυγος της αδερφής (γαμπρός) του θανούντος. Παραδεκτό και ορισμένο λόγων αναίρεσης από τους αριθμ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Αριθμός 5/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
[…]
Με τη διάταξη του άρθρου 564 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι, αν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της αναίρεσης είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης. Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, η οριζόμενη από αυτήν τριακονθήμερη προθεσμία αρχίζει από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της απόφασης, καθόσον με τη διάταξη αυτή καθορίζεται απλώς η διάρκεια της προθεσμίας και το γεγονός που την κινεί, ενώ ο τρόπος υπολογισμού της προθεσμίας ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 144 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κατά την οποία οι προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο αρχίζουν από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση του σχετικού εγγράφου (ΑΠ 951/2019, ΑΠ 124/2013). Σύμφωνα δε με την παρ. 2 του άρθρου 144 του ίδιου Κώδικα, οι προθεσμίες που αρχίζουν με την επίδοση εγγράφου, τρέχουν εναντίον και εκείνου με παραγγελία του οποίου έγινε η επίδοση. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 577 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης και αν αυτή δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι το εμπρόθεσμο της άσκησης της αίτησης αναίρεσης, που αποτελεί προϋπόθεση για το παραδεκτό της, ο Άρειος Πάγος το εξετάζει όχι μόνο κατ’ ένσταση αλλά και αυτεπαγγέλτως, με βάση τα αποδεικτικά έγγραφα που βρίσκονται στη δικογραφία (ΟλΑΠ 412/1981). Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 75 ΚΠολ.Δ. προκύπτει ότι επί απλής ομοδικίας, η μεταξύ των περισσοτέρων ομόδικων σχέση είναι απλώς δικονομική, σκοπό δε έχει την εκδίκαση περισσοτέρων διαφορών σε μία δίκη. Έτσι, οι πράξεις ή παραλείψεις του κάθε ομόδικου δεν βλάπτουν ούτε ωφελούν τους υπόλοιπους, τα δε δικαιώματα του ενός ομόδικου δεν επηρεάζονται από τη δικαιολογητική σχέση του άλλου, ούτε από τις ενέργειες εκείνου στη δίκη. Ειδικότερα, επί απλής ομοδικίας η επίδοση της απόφασης από κάποιο ή προς κάποιο από τους ομοδίκους κινεί την προθεσμία της αναίρεσης μόνον κατά του επιδόσαντος και εκείνου προς τον οποίον έγινε η επίδοση, όχι δε και ως προς τους λοιπούς ομοδίκους, κατά τη διάταξη του άρθρου 75 παρ.1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1306/2018, ΑΠ 365/2010, ΑΠ 832/2007). Εξάλλου κατά την παρ. 1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 (ΦΕΚ Α’ 48/31 .03.2021) ορίζεται ότι « Το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α’ 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους». Με την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 25 του ν. 4792/2021 (Α’ 54) ορίζεται ότι «Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α 48), ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1αΙΓ.Π.οικ.18877/26.3.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό “Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορονοϊού COVlD-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00” (Β’ 1 194), ήτοι η 6.4.2021 ». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι το χρονικό διάστημα της αναστολής της λειτουργίας- των δικαστηρίων της χώρας από 7.11.2020 έως 6.4.2021 δεν υπολογίζεται στις προθεσμίες άσκησης των ενδίκων μέσων (ΑΠ 1301/2022) και συνεπώς και στη γνήσια προθεσμία άσκησης του ένδικου μέσου της αναίρεσης των τριάντα (30 ημερών), αν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα (άρθρο 564 παρ. 1 ΚΠολΔ) που αρχίζει από την επόμενη της επίδοσης της απόφασης που περατώνει τη δίκη σύμφωνα με το άρθρο 144 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Επίσης, από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η προθεσμία άσκησης των ενδίκων μέσων δεν συμπληρώνεται αν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη της (ΑΠ 1136/2023, ΑΠ 2090/2022, ΑΠ 1301/2022). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη από 10-5-2021 με αριθ. κατάθεσης …/14-5-2021 αίτηση αναίρεσης των αναιρεσειόντων … κατά, μεταξύ άλλων και της πρώτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « … », προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ’ αριθ. 19/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, κατόπιν άσκησης των από: α) …-…-… με αριθμ- κατάθ. …/…-…-… έφεσης του εναγόμενου ήδη αναιρεσίβλητου …, β) από …-… – … με αριθμ. κατάθ. …/…-…-… έφεσης του εναγόμενου ήδη αναιρεσείοντος-αναιρεσίβλητου … και γ) από …-…-… και με αριθμ. κατάθ. …/…-…-… έφεσης των εναγόμενων ήδη αναιρεσίβλητων, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», … και … κατά της εκδοθείσας, κατά την ίδια διαδικασία, υπ’ αριθμ. 20/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων. Η ως άνω αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε από τους ενάγοντες ήδη αναιρεσείοντες στην εναγόμενη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία στις 26-2-2021, όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τους νόμιμα παριστάμενους αναιρεσείοντες υπ’ αριθμ. …/26-2-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών … και η ένδικη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα στις 14-5-2021. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, α) το χρονικό διάστημα από 27-2-2021 (επομένη ημέρα της επίδοσης της οριστικής απόφασης) έως 6-4-2021 (ημερομηνία λήξης της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων) δεν υπολογίζεται στην προθεσμία των τριάντα (30) ημερών του άρθρου 564 παρ. 1 του ΚΠολΔ για την άσκηση της αναίρεσης, β) η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών άσκησης του ενδίκου μέσου της αναίρεσης εκ μέρους των αναιρεσειόντων, εκκίνησε στις 7-4-2021, επομένη της ως άνω ημερομηνίας λήξης της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων και άρσης της αναστολής των δικονομικών προθεσμιών (6-4-2021) και συνεπώς η καταληκτική προθεσμία άσκησης της αναίρεσης ήταν η 16-5-2021, μετά, δηλαδή, την παρέλευση και των δέκα (10) ημερών από την προβλεπόμενη λήξη της ως άνω τριακονθήμερης προθεσμίας στις 6-5-2021, και ως εκ τούτου δεν είχε συμπληρωθεί αυτή κατά την άσκηση της από 10-5-2021 αναίρεσης στις 14-5-2021 (ημερομηνία κατάθεσης του δικογράφου στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου) και συνεπώς ασκήθηκε εμπρόθεσμα. Η πιο πάνω αναφερόμενη πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με τις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσε, ισχυρίζεται ότι, ως προς αυτήν, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εκπρόθεσμα και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθότι η ορθή ερμηνεία του άρθρου 83 παρ. 1 α’ Ν, 4790/2021 επιτάσσει να γίνει δεκτό, ότι εφόσον η έναρξη και όχι η λήξη της γνήσιας προθεσμίας του αρ. 564 παρ. 1 ΚΠολΔ ανευρίσκεται χρονικά εντός της περιόδου αναστολής και επομένως, ο υπολογισμός της γίνεται με αφετηρία την 6η-4-2021, τότε δεν υφίσταται η δυνατότητα της δεκαήμερης επέκτασης της εν λόγω προθεσμίας. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι, εφόσον, όπως προκύπτει από την επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …, επί της πρώτης σελίδας του αντιγράφου της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αυτή επιδόθηκε στην εταιρεία στις 26.2.2021 (εντός του χρονικού διαστήματος της αναστολής), η προθεσμία των τριάντα ημερών για την άσκηση της υπό κρίση αναίρεσης άρχισε στις 6-4-2021 και έληξε στις 6-5-2021, χωρίς, κατά τα προαναφερθέντα, να υπάρχει η δυνατότητα της δεκαήμερης επέκτασης αυτής και επομένως η αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε στις 14.5.2021, ήτοι σε χρονικό σημείο κατά το οποίο είχε συμπληρωθεί η ως άνω προθεσμία των τριάντα ημερών ασκήθηκε εκπρόθεσμα και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, γιατί, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 83 παρ.1 του v. 4790/2021, 25 του v. 4792/2021 προκύπτει σαφώς ότι η παράταση των δικονομικών προθεσμιών κατά δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους, αφορά τόσο τις προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων οι οποίες εκκίνησαν (αφετηριάσθηκαν) πριν τις 7-11-2020 και καταλήφθηκαν από την προσωρινή αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων (από 7-11-2020 έως 6-4-2021), όσο και τις προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων που η αφετηρία τους ενέππττε στη χρονική αυτή περίοδο αναστολής (7-11-2020 έως 6-4-2021) και λόγω αυτής (αναστολής) εκκίνησαν (αφετηριάσθηκαν) από 7-4-2021, όπως στην προκειμένη περίπτωση που η προθεσμία της ένδικης αναίρεσης δεν εκκίνησε στις 27-2-2021 (επομένη της επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης) αλλά, όπως προεκτέθηκε, στις 7-4-2021 (πρβλ. ΑΠ 123/2022, ΑΠ 848/2021). Συνακόλουθα οι ως άνω αιτήσεις αναίρεσης ασκήθηκαν εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. ι, 566 παρ. ι 144 του ΚΠολΔ), Είναι συνεπώς παραδεκτές (άρθ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους(άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
[…]
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 56/2022, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 319/2017). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 εδ. 3 του Α. Κ., σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Στην διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου “οικογένεια του θύματος”, προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, λόγω της φύσης του, υφίσταται αναγκαία τις επιδράσεις εκ των κοινωνικών διαφοροποιήσεων, κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της εν λόγω διάταξης, που απορρέει από τον σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και, προς ανακούφιση του ηθικού πόνου αυτών στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συζούσαν μαζί του ή διέμεναν χωριστά. Υπό την έννοια αυτή, μεταξύ των προσώπων αυτών περιλαμβάνονται οι γονείς, τα τέκνα, οι αδελφοί, αμφιθαλείς και ετεροθαλείς, ο σύζυγος ή η σύζυγος και, από δε τους αγχιστείς μόνον οι του πρώτου βαθμού (πεθερός, πεθερά, γαμπρός από θυγατέρα, νύφη από γιο), ενώ οι αγχιστείς πέραν του πρώτου βαθμού, όπως είναι o από αδελφή γαμπρός δεν περιλαμβάνονται (ΟλΑΠ 21/2000, ΑΠ 253/2020, ΑΠ 562/2018, ΑΠ 382/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, o όγδοος αναιρεσείων της από 10-5-2021 αίτησης αναίρεσης …. (…) … του …, γαμπρός από αδελφή του θανάσιμα τραυματισθέντος κατά το ένδικο εργατικό ατύχημα …. του …, με τον πρώτο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι με το να απορρίψει, ως προς αυτόν, την αγωγή για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θανάσιμο τραυματισμό του προαναφερθέντος αδελφού της συζύγου του … κατά το ένδικο εργατικό ατύχημα, με την αιτιολογία ότι δεν συμπεριλαμβάνεται στην οικογένεια του θανόντος, ως συγγενής εξ αγχιστείας πέραν του πρώτου βαθμού, παραβίασε την διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο με την εν λόγω απόφασή του, όσον αφορά τον ως άνω αναιρεσείοντα, απέρριψε την αγωγή για την επιδίκαση σ’ αυτόν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, με την αιτιολογία ότι αυτός δεν περιλαμβάνεται στην οικογένεια του θύματος, αφού είναι συγγενής εξ αγχιστείας πέραν του πρώτου βαθμού. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την προαναφερθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ., διότι σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, στην οικογένεια του θανατωθέντος, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, δεν περιλαμβάνεται ο γαμπρός από αδελφή του θύματος και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος της εν λόγω αίτησης αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Στην περίπτωση της κατ’ ουσίαν έρευνας της υπόθεσης από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και μάλιστα ενάριθμα και η διαγνωσθείσα βάση αυτής έννομη συνέπεια, β) οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά (ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού) και θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου ως προς τη βασιμότητα ή μη της αγωγής ή του ισχυρισμού και Υ) το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, ήτοι η αποδιδομένη με τον λόγο αναίρεσης πλημμέλεια (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005, ΟλΑΠ 27/1998). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α’ του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Για να είναι δε ορισμένος ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης, πλην της αναφοράς στη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, και μάλιστα ενάριθμα, α) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ή η αναφορά, ότι αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, β) ο ισχυρισμός και τα περιστατικά, οι οποίοι προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη, γ) η εξειδίκευση της πλημμέλειας του δικαστηρίου της ουσίας, αν πρόκειται, δηλαδή για παντελή έλλειψη αιτιολογίας ή ποιές είναι οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 182/2021, ΑΠ 550/2017, ΑΠ 1 184/2015, ΑΠ 121/2014, ΑΠ 1752/2013). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις της ευθείας ή εκ πλαγίου παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατ’ επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει ν’ αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, αφού διαφορετικά δεν είναι δυνατή, με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου, η στοιχειοθέτηση του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης(ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 721/2022, ΑΠ 1 170/2021, ΑΠ 319/2017, ΑΠ 1752/2013). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η οποία είναι απόρροια της λειτουργίας της αίτησης αναίρεσης ως ένδικου μέσου ακυρωτικού χαρακτήρα, προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, o δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις ή όταν υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικού λόγου πλήττεται. η επί της ουσίας κρίση του δικαστηρίου, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 253/2020, ΑΠ 19/2020, ΑΠ 1082/2018).
Με τον δεύτερο λόγο της ίδιας πιο πάνω από 10-5-2021 αίτησης αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι « …η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την διάταξη του ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 300ΑΚ) περί συνυπαιτιότητας του θύματος (άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ) και εμπεριέχει ελλειπείς και εσφαλμένες αιτιολογίες (559 αρ.19 ΚΠολΔ) καθόσον « … δέχθηκε ότι υφίσταται συνυπαιτιότητα του θανόντος στην επέλευση του αποτελέσματος με το σκεπτικό ότι δεν επέδειξε αυτός επιμέλεια και προσοχή διότι μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του συνεργείου άναψαν φωτιά σε βαρέλι πάνω σε εξέδρα που βρισκόταν 80 μέτρα περίπου από το έδαφος μολονότι γνώριζε ως εργαζόμενος στο έργο από …-…-… ότι η χρήση της φωτιάς στην εναέρια εξέδρα ενείχε κινδύνους και ότι υπήρχε κίνδυνος μετάδοσής της σε ανεξέλεγκτες διαστάσεις με την ρίψη του πετρελαίου στο βαρέλι… από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει συνυπαιτιότητα του θανόντος …Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο … δεν έβαλε ο ίδιος τη φωτιά… δε συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στο θανάσιμο τραυματισμό του και έπρεπε να απορριφθεί η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος, κατ’ άρθρο 300ΑΚ, των αντιδίκων… Το επελθόν αποτέλεσμα οφείλεται στην αποκλειστική ενέργεια και ευθύνη του … εργάτη-οικοδόμου, λόγω της μέγιστης ποσότητας πετρελαίου καύσης Diesel που έριξε στη φωτιά…. Επομένως, αφενός η ως άνω ενέργεια του … και αφετέρου η έλλειψη των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας προκάλεσαν αιτιωδώς το θάνατο του …, ήτοι ο θάνατος του επήλθε ως αποτέλεσμα της συγκλίνουσας αμελούς συμπεριφοράς όλων των εργαζομένων. Μάλιστα για το ότι δεν υφίσταται η οποιαδήποτε συνυπαιτιότητα του θανόντος προκύπτει και από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά έγγραφα…». Με το περιεχόμενο αυτό οι επικαλούμενες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλειες δεν συνιστούν ορισμένους και κατά συνέπεια παραδεκτούς λόγους αναίρεσης, διότι δεν περιέχεται στο δικόγραφο της αναίρεσης ποιο είναι το αποδιδόμενο, κατά τους αναιρεσείοντες, στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρου 300 ΑΚ), αποδιδόμενη, με τον ως άνω, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγο αναίρεσης, πλημμέλεια, ούτε εξειδικεύονται οι επί πλέον αιτιολογίες που έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, ήτοι η αποδιδόμενη πλημμέλεια με τον ίδιο, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγο αναίρεσης. Επί πλέον, κατά το μέρος που με τους παραπάνω λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες για την παραδοχή της ένστασης συνυπαιτιότητας του θανόντος ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθότι, υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικής πλημμέλειας, πλήττεται η επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης και κατά τα δύο σκέλη του πρέπει να απορριφθεί.