Σε μία ιδιαίτερης σημασίας απόφαση προχώρησε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την οποία «η εκτέλεση του μέτρου της πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε με την ανακαλούμενη απόφαση τυγχάνει προφανώς ανέφικτη και η εμμονή στην ισχύ της θα σήμαινε τη συνειδητή αναμονή μιας μάταιης διαδικασίας».
Ειδικότερα, για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, το Δικαστήριο αναφέρει πως «η εκτέλεση αυτής είναι ανέφικτη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση της δίκης, δεδομένου ότι ο ορισθείς πραγματογνώμονας αποποιήθηκε το διορισμό του και κατόπιν διαδοχικών αντικαταστάσεων και άλλοι τέσσερεις ορισθέντες πραγματογνώμονες ομοίως αποποιήθηκαν το διορισμό τους, δηλώνοντας αδυναμία εκτέλεσης της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης».
Όπως αναφέρει ο συνήγορος της προσφεύγουσας Νικόλαος Διαλυνάς η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου «απονέμει δικαιοσύνη και επισπεύδει την έκδοση αποφάσεων, ρύθμιση η οποία δεν έχει προβλεφθεί ούτε με τον νέο νόμο του Υπουργείου Δικαιοσύνης».
Το μέτρο της πραγματογνωμοσύνης: Το ιστορικό της υπόθεσης
Όπως αναφέρεται, «αποδεικνύεται ότι στην ένδικη περίπτωση το δείγμα αίματος της ενάγουσας ελήφθη κατά την ημέρα εξόδου αυτής και της μητέρας της από το μαιευτήριο της εναγομένης, ήτοι την Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2001, χωρίς ποτέ να ειδοποιηθούν οι γονείς για οποιοδήποτε πρόβλημα, σχετικά με την ως άνω εξέταση. Ακολούθως, αποδεικνύεται ότι στον όγδοο μήνα της ζωής του βρέφους, οι γονείς παρατήρησαν ότι αυτό αδυνατούσε να αντιδράσει ικανοποιητικά στα εξωτερικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος και παρουσίαζε μεγάλα κινητικά προβλήματα, όπως αδυναμία να μετακινηθεί μόνο του και αδυναμία να καθίσει χωρίς βοήθεια. Τον Απρίλιο του 2003, οι γονείς επισκέφθηκαν ειδικό παιδίατρο αναπτυξιολόγο, ο οποίος επιβεβαίωσε τα παραπάνω προβλήματα και τους συνέστησε φυσικοθεραπεία και υποβολή σε τακτική παρακολούθηση της κατάστασης της υγείας του τέκνου τους».
Οι θεραπευτικές αγωγές: Κατόρθωσε να περπατήσει στα 2,5 χρόνια
Σύμφωνα με την απόφαση, «αμέσως, η ενάγουσα άρχισε να υποβάλλεται σε πρόγραμμα φυσικοθεραπείας σε ιδιωτικό θεραπευτήριο, με συχνότητα 2-3 φορές την εβδομάδα έως τον Δεκέμβριο του 2005, ενώ τελικώς κατόρθωσε να περπατήσει για πρώτη φορά σε ηλικία 2,5 ετών. Τον Ιούλιο του 2003 υποβλήθηκε σε απεικονιστικό έλεγχο διά μαγνητικής τομογραφίας και σε εξέταση διά ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος, χωρίς όμως να διαπιστωθεί κάποιο οργανικό πρόβλημα. Όμως, η ενάγουσα εξακολουθούσε να έχει προβληματική συμπεριφορά, η οποία με την πάροδο της ηλικίας της γινόταν περισσότερο φανερή και συγκεκριμένα δεν είχε την απαιτούμενη βλεμματική επαφή, ήταν αντιδραστική, παρουσίαζε στερεοτυπικές κινήσεις, είχε τάσεις απομονωτισμού, ενώ στον παιδικό σταθμό αδυνατούσε να προσαρμοστεί στις συνθήκες μιας ομάδας ή να μπορέσει να συμμετάσχει σε ένα παιχνίδι, συνεργαζόμενη με άλλα παιδιά.
Μάλιστα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 41/4.12.2003 πρακτικού της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, η ενάγουσα κρίθηκε ανάπηρη σε ποσοστό 67% και άνω για τέσσερα έτη, διότι πάσχει από ψυχοκινητική καθυστέρηση με αναπτυξιακό δείκτη μικρότερο του 30», ενώ κρίθηκε ότι χρήζει προστασίας και συμπαράστασης έτερου προσώπου. Κατόπιν αυτών, οι γονείς της ενάγουσας επισκέφθηκαν τον Απρίλιο του έτους 2004 παιδοψυχίατρο, ο οποίος διαπίστωσε «διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή» και συνέστησε λογοθεραπεία και εργοθεραπεία, ώστε αμέσως το τέκνο τους άρχισε να υποβάλλεται σε πρόγραμμα εργοθεραπείας και λογοθεραπείας, δύο φορές εβδομαδιαίως. Ωστόσο, η υγεία της ενάγουσας όχι μόνον δεν παρουσίαζε βελτίωση, αλλά αντιθέτως παρουσίαζε περαιτέρω επιδείνωση, όσον αφορά στην κοινωνικοποίηση, την ωριμότητα, το παιχνίδι και την οικογενειακή συμμετοχή. Τον Οκτώβριο του έτους 2005, οι γονείς επισκέφθηκαν το Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο Βορείου Ελλάδος, όπου διαγνώσθηκε ότι το τέκνο τους πάσχει από αυτισμό.
Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ελήφθη από την ενάγουσα δείγμα αίματος, στο οποίο ανιχνεύτηκαν υψηλές τιμές φαινυλαλανίνης και σε δεύτερο δείγμα που ελήφθη στις 21.3.2006, προς επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων του πρώτου, ανιχνεύτηκαν από την Α ́ Παιδιατρική Κλινική του Γενικού Περιφερειακού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ», επίσης υψηλές τιμές φαινυλαλανίνης και συγκεκριμένα τιμές του ύψους των 1983 μmoll/i, ενώ οι τιμές αναφοράς για τα συγκεκριμένα ηλικιακά δεδομένα παρουσιάζουν εύρος από 35 έως 92 μmoli/l.
Κατόπιν του ευρήματος αυτού, τον Απρίλιο του ίδιου έτους, η ενάγουσα υποβλήθηκε σε εξειδικευμένες εξετάσεις στο προαναφερόμενο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού. Ακολούθως, το δείγμα εστάλη σε εξειδικευμένο εργαστηριακό κέντρο του Βελγίου και εκεί για πρώτη φορά, ήτοι με καθυστέρηση 5 ετών, διαγνώσθηκε ότι η ενάγουσα πάσχει εκ γενετής από κλασική φαινυλκετονουρία. Σήμερα έχει ενηλικιωθεί και δεν έχει εξωλεκτική επικοινωνία, δεν δύναται να φοιτήσει ούτε σε ειδικό σχολείο, είναι υπερκινητική και κάνει στερεότυπες κινήσεις, εμφανίζοντας αυτιστική συμπεριφορά, ενώ δεν έχει ικανότητα αντίληψης και αυτοτραυματίζεται συστηματικά (το έτος 2016, λόγω υπερδιέγερσης προκάλεσε σοβαρότατο τραυματισμό στους οφθαλμούς της), εκδηλώνοντας έντονη επιθετικότητα σε βάρος του εαυτού της. Από τη διάγνωση της άνω ασθένειάς της άρχισε να υποβάλλεται σε ειδική διατροφή, ενώ συνεχίζει να υποβάλλεται σε εργοθεραπεία, φυσιοθεραπεία και λογοθεραπεία, πλην, όμως, τα περιθώρια βελτίωσης της υγείας της είναι πλέον ελάχιστα.
Οι καθυστερήσεις στην αποστολή των δειγμάτων
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, κατά την έξοδο του βρέφους από την κλινική της εναγομένης, ελήφθη δείγμα αίματος από το νεογνό, πλην όμως αυτό δεν απεστάλη αμέσως στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, όπως επιβαλλόταν, αλλά απεστάλη με μεγάλη καθυστέρηση. Συγκεκριμένα, η κάρτα Guthrie ελήφθη από το Ινστιτούτο υγείας του Παιδιού στις 7-1-2002, δηλαδή 18 ημέρες μετά την λήψη του δείγματος. Η εναγομένη απέστειλε την κάρτα ταχυδρομικώς και μάλιστα με επείγον ταχυδρομείο, όπως απαιτούν οι σχετικές εγκύκλιοι και συνηθιζόταν τότε από την ίδια και συνεπώς, εάν ληφθεί υπόψη, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι με επείγον ταχυδρομείο τα απεσταλμένα φθάνουν στον παραλήπτη την επομένη εργάσιμη ημέρα από την αποστολή, η κάρτα απεστάλη στις 5-1-2002 από την εναγομένη στο Ινστιτούτο Υγείας Παιδιού και όχι νωρίτερα. Οι ισχυρισμοί δε της εναγομένης ότι απέστειλε το δείγμα πριν από τα Χριστούγεννα, ήτοι στις 21.12.2001, χωρίς να προσκομίζει αρχεία αλληλογραφίας εκείνης της εποχής ή αποδεικτικό παραλαβής του από τα αρχεία των ΕΛΤΑ ή έστω έτερων υπηρεσιών ταχυαποστολής και ο ισχυρισμός ότι η καθυστέρηση οφείλεται σε δυσλειτουργία της ταχυδρομικής υπηρεσίας και στην περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων, στην οποία υπάρχουν πολλές επίσημες αργίες, δεν αποδείχθηκαν. Μάλιστα δε, προς ενίσχυση του ανωτέρω συλλογισμού περί καθυστερημένης αποστολής του δείγματος από την εναγομένη και όχι αποστολής εντός των δύο πρώτων ημερών από τη λήψη του, έρχεται να προστεθεί και το γεγονός ότι βάσει της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων του ΙΥΠ, πριν τις 7.1.2002 αυτό είχε παραλάβει κάρτες Guthrie στις 28.12.2001 KOL στις εν λόγω καταχωρήσεις παραληφθεισών καρτών δεν προέκυψε η παραλαβή και καταχώρηση της επίδικης κάρτας, της ενάγουσας. Συνεπώς, η αποστολή της εν λόγω κάρτας έγινε, σε κάθε περίπτωση, με καθυστέρηση από την εναγομένη. Η δε υποχρέωση της τελευταίας δεν εξαντλείται στην τυπική, απλώς, αποστολή του δείγματος, αλλά και στη μέριμνα και τη λήψη μέτρων για την άμεση και ασφαλή παραλαβή του δείγματος από τον παραλήπτη, καθώς και στη σωστή συντήρησή του σε θερμό και ξηρό περιβάλλον, ήτοι σε θερμοκρασία δωματίου και στην αποστολή του στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού εντός δύο ημερών από τη δειγματοληψία, καθώς η έκθεσή του σε μη κατάλληλο για τη συντήρησή του περιβάλλον και κυρίως σε υγρασία, επηρεάζει την ποιότητα του αίματος και αλλοιώνει τα στοιχεία του. Η δε επίδικη κάρτα παρέμεινε επί 18 ημέρες εκτεθειμένη στο περιβάλλον κατά τη χειμερινή περίοδο, που υπάρχει μεγάλο ποσοστό υγρασίας, με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί η ποιότητα του υπάρχοντος επ’ αυτής αίματος.
Η αλλοίωση που δεν ανιχνεύθηκε εγκαίρως
Αποτέλεσμα της αλλοίωσης αυτής, ήταν, όταν αυτή τέθηκε υπό εξέταση από το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, να μην ανιχνευθεί η νόσος της φαινυλκετονουρίας, αλλά το δείγμα να φανεί απολύτως φυσιολογικό και το αποτέλεσμα να είναι ψευδώς αρνητικό. Η διάγνωση όμως αυτή δεν ήταν ορθή, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει κινητοποίηση και ενημέρωση των γονέων της ενάγουσας, για την ανάγκη σε άμεση υποβολή σε θεραπεία. Εάν δε η νόσος διαγιγνώσκονταν πριν την τρίτη εβδομάδα της ζωής της και η ενάγουσα υποβαλλόταν στην παραπάνω θεραπεία, η εξέλιξη της υγείας της θα ήταν χωρίς προβλήματα. Ειδικότερα, η καθυστερημένη αποστολή του επίδικου δείγματος δημιούργησε κίνδυνο αλλοίωσης του δείγματος αίματος, οφειλόμενης σε συμπλοκή ένωση αίματος και απορροφητικού χαρτιού, αποκλείοντας τη δυνατότητα διάγνωσης – μεταξύ άλλων – και της συγκεκριμένης πάθησης και κατ’ επέκταση τη δυνατότητα άμεσης έναρξης της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής, η οποία πρέπει να λάβει χώρα πριν το βρέφος συμπληρώσει την τρίτη εβδομάδα ζωής, με αποτέλεσμα κατά το χρονικό διάστημα που παρέρχεται να εγκαθίστανται μόνιμες και μη αναστρέψιμες εγκεφαλικές βλάβες στο νεογνό. Όμως τα πρώτα δείγματα των προβλημάτων της υγείας της ενάγουσας έγιναν αντιληπτά από τους γονείς και τον παιδίατρο αυτής, κατά τον όγδοο μήνα της ζωής της.
Η απόφαση του Δικαστηρίου: Αποζημίωση 520.000 ευρώ
Μετά την εξέταση της υπόθεσης «το Δικαστήριο κρίνει ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης ανέρχεται στο ποσό των 200.000,000 ευρώ. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπ’ όψη το είδος και όλες τις προαναφερόμενες συνέπειες της αναπηρίας, καθώς και την ηλικία της παθούσας, πρέπει να επιδικασθεί σε αυτήν, ως αποζημίωση για τις παραπάνω αρνητικές επιδράσεις, το εύλογο ποσό των 100.000,00 ευρώ».
Παράλληλα το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι «η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον δικαστικό συμπαραστάτη αυτής, το συνολικό ποσό των εκατόν εβδομήντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και είκοσι λεπτών (178.790,00 ευρώ), ήτοι, το ποσό των εβδομήντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα (18.190,00) ευρώ ως αποζημίωση για το χρονικό διάστημα από 01.03.2005 έως 31.12.2009 και το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000,00) ευρώ ως αποζημίωση για το χρονικό διάστημα από 01.01.2010 έως 31.12.2014, νομιμοτόκως από τις 31.3.2010, ημέρα επίδοσης σε αυτή της με αριθμό κατάθεσης 11927/2010 αγωγής».