Οπλοχρησία. Το έγκλημα της οπλοχρησίας δεν είναι ίδιον και αυτοτελές, δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την κύρια πράξη. Τούτο σημαίνει ότι, εφόσον για οποιονδήποτε λόγο, δεν είναι τιμωρητή η κύρια πράξη του κακουργήματος ή του πλημμελήματος που τελέσθηκε είτε από πρόθεση είτε από αμέλεια, δεν μπορεί να καταδικασθεί κάποιος για τη χρήση του όπλου κατά την τέλεση αυτής. Προϋποθέτει δηλαδή καταδικαστική απόφαση για την κύρια πράξη και δεν νοείται τέλεσή του χωρίς να υπάρχει και να τιμωρείται η κύρια πράξη, έναντι της οποίας αποτελεί παρεπόμενο
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη και Ευαγγελία Γιακουμάτου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Μαρτίου 2023, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστασίας Μασούρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Κ. Β. του Ν., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Δημητρίου, για αναίρεση της υπ’αριθ. ΖΤ3150/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην υπ’αριθ.πρωτ. 23/2023 από 3.2.2023 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 139/2023.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το σκέλος που αφορά την καταδίκη του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, β) να επεκταθεί το αναιρετικό ως άνω αποτέλεσμα και στον συγκαταδικασθέντα συγκατηγορούμενο Ε. Δ. του Φ., γ) να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως γ) να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 23/2023 από 03.02.2023 αίτηση του Κ. Β. του Ν. και της Α., κατοίκου …, για αναίρεση της καταδικαστικής με αριθμό ΖΤ3150/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, έχει ασκηθεί νομότυπα, με την επίδοση του δικογράφου της, στις 03.02.2023, στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρα 474 παρ.2Α ΚΠΔ) και εμπρόθεσμα (καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης στο κατά το άρθρο 473 παρ.2 και 3 εδ.α του ΚΠΔ βιβλίο στις 13.02.2023), σύμφωνα με τα άρθρα 462 παρ.1, 464, 466 παρ.1 και 473 παρ.2 και 3, 504 παρ1 και 505 παρ.1 ΚΠΔ και περιέχει ως λόγο αναίρεσης, την από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του προβαλλόμενου με αυτή λόγου.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ.1 εδ.α’Π.Κ. “όποιος προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 309 Π.Κ. όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 65 του Ν.4855/2021, “αν η πράξη του προηγούμενου άρθρου τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή”. Απαιτούμενα για τη συγκρότηση του αδικήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης στοιχεία είναι: α) σωματική βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 308 του ΠΚ, β) η πράξη να τελέσθηκε κατά τρόπο που να μπορεί να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο της ζωής του ή βαριά σωματική βλάβη, όπως ενδεικτικά αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 310 παρ. 2 Π.Κ. Ενόψει της διαζευκτικής αυτής διατύπωσης, είναι απαραίτητο στην καταδικαστική απόφαση για επικίνδυνη σωματική βλάβη να καθορίζεται ποια από τις ως άνω δύο διακινδυνεύσεις δέχεται το δικαστήριο ότι συνέτρεξε στην συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή διακινδύνευση για τη ζωή ή για βαριά σωματική βλάβη. Αυτό δεν στερείται εννόμων συνεπειών, διότι η παραδοχή της μιας ή της άλλης περίπτωσης, αν και στις δύο περιπτώσεις η πράξη τιμωρείται με τα αυτά όρια στερητικής της ελευθερίας ποινής [φυλάκιση έως τριών (3) ετών], πρακτικώς άγει σε διαφοροποίηση της ποινικής μεταχείρισης του δράστη, αφού στην πρώτη πλήττεται έννομο αγαθό υπέρτερο από τη σωματική υγεία και ακεραιότητα και η ποινή θα καθορισθεί με βάση τα προβλεπόμενα στο άρθρο 79 Π.Κ. κριτήρια. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης απαιτείται απλός (κοινός) δόλος, δηλαδή γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη εξειδίκευση του δόλου, αρκεί να προκύπτει από τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 146/2022, ΑΠ 185/2022, ΑΠ 812/2020, ΑΠ 824/2020). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2168/1993, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ.1 άρθρου 1 Ν.3944/2011, όπλα θεωρούνται και τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα και ιδιαίτερα τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή, μεταξύ των οποίων και κάθε πυροβόλο όπλο και ιδίως πολεμικά τυφέκια,…. πιστόλια, περίστροφα….” (παρ. 1α). Κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 2 του ιδίου ως άνω άρθρου “όπλα θεωρούνται επίσης τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα ή ακινητοποίηση και ιδιαίτερα: αα…αβ…αγ. Μεταλλικές γροθιές, ρόπαλα μεταλλικά ή μη :..” Προσέτι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 του ιδίου ως άνω νόμου, απαγορεύεται να φέρονται όπλα ή άλλα είδη που προβλέπονται στο άρθρο 1 του νόμου αυτού. Ειδικά η οπλοφορία περιστρόφων ή πιστολιών, επιτρέπεται, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 10 του πιο πάνω νόμου, μετά από άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας ή διαμονής του αιτούντος. Κατά δε την παρ.13 α’ του άρθρου 10 του ίδιου ως άνω νόμου, όποιος φέρει παράνομα όπλα ή άλλα είδη που διαλαμβάνονται στις παραγράφους 1, πλην της περιπτ. γ’ και 3 περιπτ. α’ και δ’ του άρθρου 1 του παρόντος, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών και κατά την παρ.13 εδ. β’. Όποιος φέρει παράνομα όπλα ή άλλα είδη που διαλαμβάνονται στις παρ. 1 περιπτ. παρ. 1 περιπτ. γ, 2 και 3 περιπτ. β’, γ και ε’ του άρθρου 1 του παρόντος ή παραβαίνει τις διατάξεις των παραγράφων 11 και 12 του παρόντος άρθρου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και χρηματική ποινή”. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του πλημμελήματος της παράνομης οπλοφορίας, απαιτείται ο δράστης να φέρει παράνομα απαγορευμένο κατά τα παραπάνω όπλο, δηλαδή να το κρατά ή να το έχει πλησίον του για άμεση λήψη και χρήση του, στη σφαίρα κατοχής του και σε διάθεσή του, όπλο που είναι πρόσφορο για επίθεση ή άμυνα, όπως είναι και τα πιστόλια (ΑΠ 199/2020). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 14 του ίδιου ως άνω νόμου 2168/1993 “Όποιος με χρήση όπλου ή άλλου αντικειμένου αναφερομένου στον παρόντα νόμο διαπράξει κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο ή αμέλεια και καταδικασθεί, ανεξάρτητα από την ποινή που επιβάλλεται γι’ αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών”. Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρ. 14 του Ν. 2168/1993, προκύπτει ότι, το έγκλημα της οπλοχρησίας δεν είναι ίδιον και αυτοτελές, δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την κύρια πράξη. Τούτο σημαίνει ότι, εφόσον για οποιονδήποτε λόγο, δεν είναι τιμωρητή η κύρια πράξη του κακουργήματος ή του πλημμελήματος που τελέσθηκε είτε από πρόθεση είτε από αμέλεια, δεν μπορεί να καταδικασθεί κάποιος για τη χρήση του όπλου κατά την τέλεση αυτής. Με άλλη διατύπωση, η ύπαρξη καταδίκης για το κύριο έγκλημα, για την τέλεση του οποίου έγινε χρήση όπλου, συνιστά εννοιολογική προϋπόθεση του αξιόποινου, αυτοτελή και ανεξάρτητη του αρχικού αδίκου και του αρχικού καταλογισμού, και συνεπώς εξωτερικό όρο του αξιοποίνου της πράξης που τελέστηκε με την χρήση του όπλου, η μη συνδρομή του οποίου αποκλείει το αρχικό αξιόποινο. Προϋποθέτει δηλαδή καταδικαστική απόφαση για την κύρια πράξη και δεν νοείται τέλεσή του χωρίς να υπάρχει και να τιμωρείται η κύρια πράξη, έναντι της οποίας αποτελεί παρεπόμενο. Για την ύπαρξη της οπλοχρησίας πρέπει το όπλο να χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τον ειδικό λειτουργικό του προορισμό, χωρίς να είναι αναγκαίο να επιτευχθεί και το σκοπούμενο πλήγμα, ενώ για τον προσδιορισμό ενός αντικειμένου ως όπλου λαμβάνεται υπόψη η φύση, το είδος, η μορφή και η διαπίστωση ότι είναι πρόσφορο για επίθεση ή άμυνα (ΑΠ 406/2019, ΑΠ 398/2019). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σ` αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει, από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα (ΑΠ 185/2022). Η υποχρέωση για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων, επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 Κ.Π.Δ. Το αποτέλεσμα του συσχετισμού, της συνεκτίμησης, της συγκριτικής στάθμισης και της συναξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων, δηλαδή από ποιο αποδεικτικό μέσο πείσθηκε τελικά το Δικαστήριο, δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πλην όμως, όταν υπάρχουν αντιφατικά ή διαφορετικά αποδεικτικά μέσα, πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται γιατί το δικαστήριο πείσθηκε από το συγκεκριμένο και όχι από το άλλο αντίθετο. Ο αναιρετικός έλεγχος εστιάζεται στο αν το Δικαστήριο προέβη σε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι επιλεκτική λήψη μερικών μόνον εξ αυτών. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Κατ’ ακολουθίαν, η καταδικαστική απόφαση στερείται της επιβαλλομένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται έτσι ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, όταν, μεταξύ άλλων, δεν μνημονεύονται σ` αυτήν τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για τον σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, καθώς και όταν δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της κρίσης του αυτής όλα τα αποδεικτικά μέσα, και όχι μόνο μερικά απ` αυτά κατ` επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Η επιλεκτική παράθεση ορισμένων αποδεικτικών μέσων, από την οποία δημιουργείται αμφιβολία για το αν λήφθηκαν υπόψη και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, τα οποία ούτε κατά κατηγορία μνημονεύονται, συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, εκτός εάν, από το όλο περιεχόμενο της αιτιολογίας της απόφασης προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι λήφθηκαν υπόψη όλα (ΑΠ 808/2022). Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 155/2022, ΑΠ 25/2020, ΑΠ 93/2020, ΑΠ 132/2020). Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 1/2020, ΑΠ 185/2022).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του κήρυξε τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο για τις αξιόποινες πράξεις: α) της επικίνδυνης σωματικής βλάβης που τέλεσε από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του Ε. Δ. του Φ. σε βάρος του Κ. Χ., β) της παράνομης οπλοχρησίας και γ) της παράνομης οπλοφορίας και του επέβαλε για την υπό στοιχείο α’ πράξη ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, για την υπό στοιχείο β’ πράξη ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών και για την υπό στοιχείο γ’ πράξη ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους και χρηματική ποινή εξακοσίων (600) ευρώ και συνολική ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους και εννέα (9) μηνών. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε στο σκεπτικό του, επί λέξει τα εξής: “Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε κι το Δικαστήριο πείστηκε ότι οι ως άνω κατηγορούμενοι στο … στις 15.05.2015, ενεργώντας από κοινού, επιτέθηκαν εναντίον του Κ. Χ. και τον γρονθοκόπησαν και επιπλέον κάνοντας αμφότεροι χρήση σιδηρογροθιάς, του κατάφεραν χτυπήματα στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να τον τραυματίσουν προξενώντας του τραύμα μήκους 2 εκ. στη δεξιά μετωπιαία χώρα, τραύμα μήκους 1 εκ. στην αριστερή μετωπιαία χώρα, εκχύμωση διαμέτρου 1 εκ. στο άνω βλέφαρο αμφοτέρων των οφθαλμών, εκχύμωση διαμέτρου 2 εκ. στο κάτω βλέφαρο του αριστερού οφθαλμού, εκδορά μήκους 1,5 εκ. πλησίον του κάτω βλεφάρου του δεξιού οφθαλμού, ήπιο οίδημα στη δεξιά παρειακή χώρα και εκδορά μήκους 1,5 εκ. στη γενειακή χώρα. Η πράξη τους δε αυτή από τον τρόπο της τέλεσής της και το μέσο που χρησιμοποιήθηκε μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο της ζωής του παθόντος ή βαριά σωματική βλάβη αυτού. Προέκυψε επίσης ότι στον ανωτέρω τόπο και χρόνο ο 2ος κατηγορούμενος έφερε παράνομα ένα ασημί πιστόλι αγνώστων λοιπών στοιχείων. Ως εκ τούτου, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούνται”. Ακολούθως, το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο με το ακόλουθο επί λέξει διατακτικό: “Στο …, στις 15.05.2015 τέλεσε τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις: 1) Ενεργώντας από κοινού με τον Δ. Ε., με πρόθεση προξένησαν σε άλλον σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο της ζωής του παθόντα ή βαριά σωματική βλάβη αυτού. Συγκεκριμένα, επιτέθηκαν εναντίον του Κ. Χ. και τον γρονθοκόπησαν και με σιδηρογροθιές του κατάφεραν χτυπήματα στο πρόσωπο με αποτέλεσμα να τον τραυματίσουν προξενώντας του τραύμα στη δεξιά μετωπιαία χώρα μήκους 2 εκ., τραύμα στην αριστερή μετωπιαία χώρα, μήκους 1 εκ. εκχύμωση στο άνω βλέφαρο αμφοτέρων των οφθαλμών διαμέτρου 1 εκ. εκάστη, εκχύμωση στο κάτω βλέφαρο του αριστερού οφθαλμού διαμέτρου 2 εκ. εκδορά πλησίον του κάτω βλεφάρου του δεξιού οφθαλμού, μήκους 1,5 εκ., ήπιο οίδημα στη δεξιά παρειακή χώρα και εκδορά στη γενειακή χώρα, μήκους 1,5 εκ. Η πράξη τους δε αυτή από τον τρόπο της τέλεσής της και το μέσο που χρησιμοποιήθηκε μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο της ζωής του παθόντος ή βαριά σωματική βλάβη αυτού. 2) Με τη χρήση απαγορευμένου όπλου και δη σιδερογροθιάς διέπραξε το πλημμέλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, όπως προεκτέθηκε στο στοιχείο 1 του παρόντος. 3) Έφερε μαζί του απαγορευμένο όπλο, πρόσφορο για επίθεση ή άμυνα και συγκεκριμένα έφερε ένα ασημί πιστόλι αγνώστων λοιπών στοιχείων, ενώ τούτο απαγορεύεται”. Με τις παραδοχές αυτές κατά το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις (93παρ.3 του Συντ. και 139 του ΚΠΔ), ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού η αιτιολογία της είναι ελλιπής, ασαφής και αντιφατική και έτσι καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Ειδικότερα, το πιο πάνω Δικαστήριο οδηγήθηκε στην κρίση του περί της ενοχής του κατηγορουμένου για τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις, δεχόμενο ότι τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του αυτή, αποδείχθηκαν, κατά τα εκτιθέμενα επί λέξει στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης “από την κύρια αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως”. Όμως, όπως προκύπτει από τα επιτρεπτώς επισκοπούμενα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο, ως μάρτυρας κατηγορίας το θύμα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, ήτοι ο Κ. Χ., ενώ και ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων παρέστη κατά τη διάρκεια της δίκης αυτής και απολογήθηκε, αρνούμενος την αποδιδόμενη σε αυτόν κατηγορία. Παρά ταύτα, η ένορκη εξέταση του μάρτυρα κατηγορίας και η απολογία του κατηγορουμένου ούτε στα αναφερόμενα στο προοίμιο του σκεπτικού αποδεικτικά μέσα μνημονεύονται, ούτε από άλλη αναφορά στο σκεπτικό της απόφασης προκύπτει, είτε ευθέως είτε διηγηματικώς, ότι λήφθηκαν πράγματι υπόψη από το δικαστήριο. Περαιτέρω, δεν διαλαμβάνονται στις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν τα ανωτέρω εγκλήματα, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων. Πιο συγκεκριμένα δεν διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ο τρόπος τέλεσης των πιο πάνω πράξεων από τον αναιρεσείοντα από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του, κατά χρόνο, τόπο και λοιπές περιστάσεις. Ειδικότερα, δεν παρατίθενται όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη, σύμφωνα με τις άνω διατάξεις, νομοτυπική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε, κατά την αναλυτική περιγραφή των πράξεων και πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με την επικίνδυνη σωματική βλάβη, μολονότι εξειδικεύονται και συγκεκριμενοποιούνται τα σημεία του σώματος του παθόντος που επλήγησαν και οι προκληθείσες βλάβες στα σημεία αυτά, εν τούτοις δεν προσδιορίζεται ειδικά το είδος της διακινδύνευσης του παθόντος από την πλήξη των σημείων αυτών του σώματός του, αν δηλαδή συνίστατο σε πρόκληση κινδύνου για τη ζωή του ή σε πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, έτσι ώστε καταλείπεται ασάφεια και ως εκ τούτου αμφιβολία περί του είδους της διακινδύνευσης, που έχει σημασία για την ποινική μεταχείριση του αναιρεσείοντος, αφού στην πρώτη πλήττεται έννομο αγαθό υπέρτερο από τη σωματική υγεία και ακεραιότητα και η ποινή θα καθορισθεί με βάση τα προβλεπόμενα στο άρθρο 79 Π.Κ. κριτήρια. Κατ’ ακολουθίαν δεν αιτιολογείται, ούτε θεμελιώνεται η γνώση και η θέληση του αναιρεσείοντος και του συγκατηγορουμένου του να προκαλέσουν από κοινού στον παθόντα το είδος της διακινδύνευσης, που συνέτρεξε εν προκειμένω. Περαιτέρω, ασάφεια προκύπτει αναγκαίως και ως προς την κρίση περί της ενοχής του αναιρεσείοντος και για την αξιόποινη πράξη της οπλοχρησίας, αφού η τελευταία, δεν αποτελεί ίδιον και αυτοτελές έγκλημα και δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την κύρια πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, για την τέλεση της οποίας έγινε χρήση του όπλου της σιδηρογροθιάς, καθόσον η καταδίκη για την επικίνδυνη σωματική βλάβη αποτελεί εξωτερικό όρο του αξιοποίνου της παράνομης οπλοχρησίας, η μη συνδρομή του οποίου αποκλείει το αρχικό αξιόποινο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αρχή της παρούσας. Με τις παραδοχές αυτές, εσφαλμένως εφάρμοσε το Δικαστήριο της ουσίας τις διατάξεις των άρθρων 308, 309 ΠΚ και 14 του ν.2168/1993, τις οποίες παραβίασε εκ πλαγίου και στέρησε έτσι, την προσβαλλόμενη απόφαση νόμιμης βάσης. Αναφορικά δε, με τη θεμελίωση του εγκλήματος της παράνομης οπλοφορίας, δεν παρατίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ούτε αναφέρονται οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν, καθόσον από μόνη την αναφορά στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης “προέκυψε επίσης ότι στον ανωτέρω τόπο και χρόνο ο 2ος κατηγορούμενος έφερε παράνομα ένα ασημί πιστόλι αγνώστων λοιπών στοιχείων” και στο διατακτικό της “έφερε μαζί του απαγορευμένο όπλο, πρόσφορο για επίθεση ή άμυνα και συγκεκριμένα έφερε ένα ασημί πιστόλι αγνώστων λοιπών στοιχείων, ενώ τούτο απαγορεύεται”, χωρίς μάλιστα αναφορά ότι δεν υπήρχε άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας του και χωρίς αναφορά των αποδείξεων που θεμελιώνουν την ως άνω κρίση, δεν προσδιορίζεται ο τρόπος τέλεσης της παράνομης οπλοφορίας, δηλαδή η σχέση του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος με το φερόμενο πιστόλι (πυροβόλο όπλο), ήτοι αν το κρατούσε ή αν το είχε πλησίον του ή αν βρισκόταν στη σφαίρα της κατοχής του για άμεση λήψη και χρήση του. Η ασάφεια δε αυτή, επιτείνεται από το ότι, κατά τις παραδοχές της απόφασης, η επικίνδυνη σωματική βλάβη για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, φέρεται να τελέστηκε από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του, με γρονθοκοπήματα και επιπλέον κάνοντας αμφότεροι χρήση σιδηρογροθιάς, χωρίς μάλιστα να διευκρινίζεται αν η σιδηρογροθιά που χρησιμοποιήθηκε από αμφοτέρους τους κατηγορουμένους για την τέλεση της άνω αξιόποινης πράξης ήταν μία, που χρησιμοποιήθηκε εναλλάξ από αμφοτέρους τους κατηγορουμένους ή αν ο κάθε κατηγορούμενος χρησιμοποίησε τη δική του σιδηρογροθιά και ως εκ τούτου, κατά τους κανόνες της λογικής, δεν μπορούσε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος να γρονθοκοπεί, να χρησιμοποιεί, ενδεχομένως εναλλάξ με το συγκατηγορούμενό του, σιδηρογροθιά και να κρατά συγχρόνως στο χέρι του και το πιστόλι, το οποίο άλλωστε, κατά τις παραδοχές της απόφασης, δεν χρησιμοποιήθηκε από τον αναιρεσείοντα για την τέλεση της επικίνδυνης σωματικής βλάβης σε βάρος του παθόντος. Με τις παραδοχές αυτές, εσφαλμένως εφάρμοσε το Δικαστήριο της ουσίας τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1, 6, 11 και 13α’του ν.2168/1993, τις οποίες παραβίασε εκ πλαγίου και στέρησε έτσι, την προσβαλλόμενη απόφαση νόμιμης βάσης. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, τον οποίο προβάλλει ο αναιρεσείων, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σχετικώς με την κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας περί της ενοχής του για επικίνδυνη σωματική βλάβη και για παράνομη οπλοφορία, είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση τόσο για τον παραπάνω λόγο, όσο και για τον λόγο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε ΚΠΔ για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου υπό την έννοια της έλλειψης νόμιμης βάσης, ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, κατ’ άρθρο 511 του ΚΠΔ, εφόσον κρίθηκε παραδεκτή η αναίρεση αναγκαίως δε και για την αξιόποινη πράξη της οπλοχρησίας, αφού η τελευταία, δεν αποτελεί ίδιον και αυτοτελές έγκλημα και δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την κύρια πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Μετά ταύτα, χωρίς να ερευνηθούν οι άλλοι λόγοι αναίρεσης, των οποίων παρέλκει η έρευνα, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς τον αναιρεσείοντα για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν την υπόθεση σε οποιοδήποτε διαδικαστικό στάδιο προηγουμένως (519 ΚΠΔ) Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 469 εδ.α του ΚΠΔ, “Αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ’ αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και βλάπτουν τους υπόλοιπους κατηγορουμένους”. Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης δικαιολογητικός λόγος της οποίας είναι η αρχή της ισότητας και η εναρμόνιση των ευνοϊκών αποτελεσμάτων για όλους τους συμμετόχους, γενικές δε προϋποθέσεις για όλες τις άνω προβλεπόμενες περιπτώσεις εφαρμογής της ως άνω διάταξης του άρθρου αυτού είναι : α) να ασκήθηκε το ένδικο μέσο από συγκατηγορούμενο που δικαιούτο να ασκήσει αυτό και δεν κρίθηκε για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτο, β) οι προταθέντες από αυτόν λόγοι να μην άρμοζαν αποκλειστικά στο πρόσωπό του και γ) οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι είτε δεν δικαιούνται να ασκήσουν το ένδικο μέσο, είτε δικαιούνται μεν, αλλά δεν το άσκησαν εντός της νομίμου προθεσμίας ή το άσκησαν και τούτο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Δηλαδή καθιερώνεται υπέρ του συγκατηγορουμένου του ασκήσαντος το ένδικο μέσο της αναίρεσης, επέκταση της ευνοϊκής κρίσεως του Αρείου Πάγου, αν οι λόγοι που έγιναν δεκτοί δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο αυτού που άσκησε παραδεκτά το ένδικο μέσο, το οποίο τελικά έγινε δεκτό και ως βάσιμο. Εάν συντρέχουν οι όροι αυτοί, εφόσον με το ασκηθέν ένδικο μέσο βελτιώθηκε η θέση αυτού που το άσκησε, ωφελούνται και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι, αλλά μόνο για αντικειμενικούς λόγους που δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του ασκήσαντος το ένδικο μέσο και όχι για λόγους προσωπικούς. ΟΙ ωφελούμενοι κατά τα παραπάνω από το επεκτατικό αποτέλεσμα δικαιούνται και δεν υποχρεούνται να συμμετάσχουν στη δίκη ως διάδικοι, κατά τη συζήτηση του ενδίκου μέσου του άλλου και να ζητήσουν εφαρμογή του επεκτατικού αποτελέσματος και σε αυτούς, χωρίς να δικαιούνται να προβάλουν άλλους ιδίους λόγους, κυρίους ή προσθέτους, το δε δικαστήριο επεκτείνει και σε αυτούς αυτεπαγγέλτως το ευεργετικό αποτέλεσμα που προέκυψε από το ένδικο μέσο του αναιρεσείοντος.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατά τα ανωτέρω από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης του αναιρεσείοντος Κ. Β. για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την κρίση της απόφασης περί της ενοχής του για την επικίνδυνη σωματική βλάβη και συνακόλουθα και για την μη αυτοτελή πράξη της οπλοχρησίας, καθώς και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε’ του ΚΠΔ αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, δεν αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, αλλά αφορά και στο πρόσωπο του συγκατηγορουμένου του Δ. Ε. του Φ., ο οποίος καταδικάστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση για την από κοινού τέλεση με τον αναιρεσείοντα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και συνακόλουθα και της οπλοχρησίας και δεν έχει ασκήσει αίτηση αναίρεσης κατά της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, το ευεργετικό αποτέλεσμα της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης του αναιρεσείοντος Κ. Β. του Ν. πρέπει να επεκταθεί, σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο, και στον ωφελούμενο συγκατηγορούμενο και συγκαταδικασθέντα Ε. Δ..
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθμό ΖΤ3150/2022 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως προς τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο Κ. Β. του Ν. και της Α.
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως την υπόθεση σε οποιοδήποτε διαδικαστικό στάδιο.
Επεκτείνει το ως άνω αναιρετικό αποτέλεσμα της ένδικης αίτησης αναίρεσης και στον συγκαταδικασθέντα στη δευτεροβάθμια δίκη συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος Δ. Ε. του Φ..
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2023.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαρτίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ