Αριθμός 791/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Ανδρικοπούλου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη – Εισηγητή και Γεώργιο Αυγέρη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Κ. του Κ., κατοίκου …, 2) Β. Κ. του Κ. και ήδη των ειδικών διαδόχων του (κληρονόμων): α) Κ. Κ. του Γ., κατοίκου Ν. Ε. Α., β) Δ. θυγατέρας Γ. Κ., σύζυγος Δ. Μ., κατοίκου Α., γ) Κ. Κ. του Α., κατοίκου …, δ) Α. Κ. του Α., κατοίκου …, ε) Ι. Κ. του Α., κατοίκου Ν. Ε. Α., στ) Β. Κ. του Α., κατοίκου … και ζ) Ε. Κ. – Κ. του Α., κατοίκου …. Οι 1ος, 2ος γ, 2η δ, 2ος ε, 2ος στ και 2η ζ αναιρεσείοντες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Βικτωρία Κανελλοπούλου, η οποία ανακάλεσε την από 19-11-2021 δήλωσή της για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο, ενώ οι 2ος α και 2η β αναιρεσείοντες δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών και τον Υπουργό Ανάπτυξης, κατοίκων Α., 2) ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία “…, που εδρεύει στην …, νομίμως εκπροσωπούμενης από το Ελληνικό Δημόσιο, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην …, ως ειδικού διαδόχου μετά το πέρας της εκκαθάρισης αυτού, 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα και 4) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “….”, που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, υπό την ιδιότητά της ως προσθέτως παρεμβάσης υπέρ των άνω εφεσιβλήτων και ήδη αναιρεσιβλήτων. Οι 1ο και 2ος αναιρεσίβλητοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους Κωνσταντίνα Νασοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., η 3η αναιρεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Λύτρα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., ενώ 4η αναιρεσίβλητη δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-5-1991 αγωγή των 1ου και 2ου αναιρεσειόντων και προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη και την από 20-01-1992 και με αριθμό κατάθεσης 643/1992 πρόσθετη παρέμβαση της ήδη 4ης αναιρεσίλβητης, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Α. και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2251/1993, 8447/1994 και 1926/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 2755/2012 του Εφετείου Α.. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29-5-2015 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Κυριάκος Μπαμπαλίδης ανέγνωσε την από 30-10-2020 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στην σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου, Αρεοπαγίτη Γεωργίου Καλαμαρίδη, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος και έκτος λόγοι της αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τα κεφάλαιά της με τα οποία απορρίφθηκε η αγωγή των αναιρεσειόντων κατά την κύρια και δεύτερη επικουρική της βάση, να απορριφθούν δε οι λοιποί λόγοι της αναίρεσης. Η πληρεξούσια των παραστάντων αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 3, 104, 568 παρ. 4 και 576 παρ. 1 – 3 του ΚΠολΔ ορίζονται, αντίστοιχα, τα εξής: α) Στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. β) Η πληρεξουσιότητα, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου, δίνεται μόνο είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει και τα ονόματα των πληρεξουσίων. γ) Για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και, αν δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. δ) Αν ο αναιρεσείων επισπεύδει τη συζήτηση, η κλήση συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου που έχει κατατεθεί και επιδίδεται με επιμέλειά του στους αντιδίκους και ε) Αν ο διάδικος, που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ` αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση, προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι, σε περίπτωση περισσότερων αναιρεσειόντων, οι οποίοι επισπεύδουν τη συζήτηση της αναίρεσης, αν κάποιος από αυτούς απουσιάζει κατά τη συζήτηση, τότε, για να είναι παραδεκτή η συζήτηση, πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο απών αναιρεσείων είχε παράσχει στον φερόμενο ως πληρεξούσιο δικηγόρο, μέσω του οποίου επέσπευσε και ο ίδιος τη συζήτηση, την προς τούτο απαιτούμενη πληρεξουσιότητα, την ύπαρξη της οποίας ερευνά αυτεπαγγέλτως ο Άρειος Πάγος, ή ότι είχε κλητευθεί για τη συζήτηση της αναίρεσης από τον αναιρεσίβλητο ή τους νόμιμα παριστάμενους λοιπούς αναιρεσείοντες (Ολ.ΑΠ 8/2009, ΑΠ 681/2022, ΑΠ 93/2020, ΑΠ 1863/2017). Στην αντίθετη περίπτωση, η υπόθεση χωρίζεται για όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νόμιμα και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς, που δεν κλητεύθηκαν νόμιμα (ΟλΑΠ 14/2015, ΑΠ 171/2020, ΑΠ 209/2019, ΑΠ 782/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρ. 261 παρ. 2 ΚΠολΔ), οι ενάγοντες, 1) Α. Κ., 2) Β. Κ. και 3) Α. Γ., άσκησαν, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Α., κατά των εναγομένων 1) Ελληνικού Δημοσίου, 2) Οργανισμού Οικονομικής Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) και 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, την από 29.5.1991 αγωγή τους, με την οποία εξέθεταν ότι κατόπιν της από 9.3.1984 αιτήσεως του Διοικητή της τρίτης εναγόμενης, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2544/30.3.1984 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, με την οποία έγινε υπαγωγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Α. Χ. Α..” στις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν. 1386/1983 “Οργανισμός Οικονομικής Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε.), χωρίς να συντρέχει καμία από τις νόμιμες προϋποθέσεις (υπερχρέωση και έκδηλη οικονομική αδυναμία) για το χαρακτηρισμό της ως “προβληματικής επιχείρησης”, γεγονός το οποίο πλήρως γνώριζε η τρίτη εναγόμενη, αντικαταστάθηκε δε το διοικητικό συμβούλιο της εν λόγω ανώνυμης εταιρείας από διορισμένη διοίκηση και έτσι αφαιρέθηκε η διοίκηση της εταιρείας από αυτούς, που ήταν διευθύνων σύμβουλος, αντιπρόεδρος και πρόεδρος του ΔΣ, αντίστοιχα, και από τους άλλους συμβούλους που είχαν εκλέξει οι ίδιοι ως πλειοψηφία της γενικής συνέλευσης. Ότι την στιγμή εκείνη κατείχαν 188.257 μετοχές ο πρώτος, 91.500 μετοχές ο δεύτερος και 3.000 μετοχές ο τρίτος, σε σύνολο 468.000 μετοχών, ονομαστικής αξίας εκάστης 1.000 δραχμών, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου 40,25%, 19,55%, 0,6% και συνολικά σε 60% περίπου, την ίδια δε εκείνη στιγμή η πραγματική αξία της εταιρικής περιουσίας ανερχόταν σε 196.674.950.000 δραχμές. Ότι ακολούθως, με τις υπ’ αριθ. 153/1986 και 360/1987 αποφάσεις της Υφυπουργού Βιομηχανίας εγκρίθηκαν αντίστοιχες αποφάσεις του ΟΑΕ για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, στις 11.6.1986 κατά 940.000.000 δραχμές και στις 12.6.1987 κατά 30.900.000.000 δραχμές, χωρίς απόφαση της γενικής συνέλευσης της εταιρείας, στη δε δεύτερη περίπτωση και χωρίς παροχή δικαιώματος προτίμησης στους παλαιούς μετόχους, η αύξηση δε αυτή καλύφθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος με συμψηφισμό απαιτήσεων δανειστών της εταιρείας και του ΟΑΕ, οι οποίοι και πήραν τις νέες μετοχές. Ότι αποτέλεσμα των διαδοχικών αυτών αυξήσεων ήταν να μειωθεί η συμμετοχή των μετοχών τους στην αξία της εταιρικής περιουσίας από 60% σε 33,24% μετά την πρώτη και σε 0,003% περίπου μετά τη δεύτερη αύξηση. Ότι ενόψει αυτών μειώθηκε η πραγματική αξία κάθε μετοχής τους κατά 457.767 δραχμές, το ποσό δε αυτό πολλαπλασιαζόμενο με τον αριθμό των μετοχών καθενός από αυτούς παριστά την απ’ ευθείας, άμεση ζημία τους, που ανέρχεται αντιστοίχως σε 86.177.842.000, 41.885.681.000 και 1.373.301.000 δραχμές. Περαιτέρω και επικουρικώς οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι από τις 30.3.1984 και μέχρι το 1989, οι διοικήσεις της εταιρείας που προέκυψαν από την πλειοψηφία της γενικής συνέλευσης των μετόχων, όπως η πλειοψηφία αυτών διαμορφώθηκε με τις παράνομες αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας με τη μετοχοποίηση των οφειλών της, ενεργώντας ως προστηθέντες του δεύτερου και της τρίτης των εναγομένων παρανόμως και υπαιτίως ζημίωσαν την εταιρεία, προκαλώντας μείωση των κερδών της εταιρείας και εντεύθεν μείωση της αξίας της εταιρικής περιουσίας, με αποτέλεσμα έκαστος εξ αυτών να υποστεί περιουσιακή ζημία ύψους 10.406.846.960 δραχμών, 5.058.120.000 δραχμών και 166.840.000 δραχμών, αντίστοιχα. Τέλος, επικουρικά των ανωτέρω, οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι οι δεύτερος και τρίτη των εναγομένων, γενόμενοι μέτοχοι της πιο πάνω εταιρίας κατά τον προεκτεθέντα τρόπο και καταβάλλοντας αντίστοιχα 7.622.350.000 δραχμές και 20.570.000.000 δραχμές, κατέστησαν αδικαιολόγητα πλουσιότεροι σε βάρος τους, καθόσον έλαβαν μετοχές των οποίων η πραγματική αξία ήταν μεγαλύτερη από την ονομαστική, και δη ο μεν δεύτερος εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος α) σε βάρος του πρώτου από αυτούς κατά 18.731.195.000 δραχμές, β) σε βάρος του δεύτερου από αυτούς κατά 9.104.067.000 δραχμές και γ) σε βάρος του τρίτου από αυτούς κατά 298.494.000 δραχμές, η δε τρίτη των εναγομένων κατέστη πλουσιότερη α) σε βάρος του πρώτου από αυτούς κατά 58.790.026.000 δραχμές, β) σε βάρος του δεύτερου από αυτούς κατά 28.574.169.000 δραχμές και γ) σε βάρος του τρίτου από αυτούς κατά 936.858.000 δραχμές. Με βάση το πιο πάνω ιστορικό και μετά από παραδεκτή μετατροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι, έκαστος αυτών εις ολόκληρον, οφείλουν να καταβάλουν 1) στον πρώτο από αυτούς, το ποσό των 86.177.842.000 δραχμών, άλλως το ποσό των 10.406.846.960 δραχμών, άλλως ο δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 18.731.195.000 δραχμών και η τρίτη εναγόμενη το ποσό των 58.790.026.000 δραχμών, 2) στο δεύτερο από αυτούς, το ποσό των 41.885.631.000 δραχμών, άλλως το ποσό των 5.058.120.000 δραχμών, άλλως ο δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 9.104.067.000 δραχμών και η τρίτη εναγόμενη το ποσό των 28.574.169.000 δραχμών και 3) στον τρίτο από αυτούς το ποσό των 1.373.301.000 δραχμών, άλλως το ποσό των 166.840.000 δραχμών, άλλως ο δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 298.494.000 δραχμών και η τρίτη εναγόμενη το ποσό των 936.858.000 δραχμών. Στη συνέχεια η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Α. Χ. Α..” παρενέβη προσθέτως υπέρ των εναγομένων με την από 20.1.1992 πρόσθετη παρέμβαση. Η άνω αγωγή και η πρόσθετη υπέρ των εναγομένων παρέμβαση συνεκδικάστηκαν, ερήμην του δεύτερου των εναγομένων και της προσθέτως παρεμβαίνουσας και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, και επ’ αυτών εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2251/1993 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Α., με την οποία α) κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής ως προς τον ερημοδικήσαντα δεύτερο εναγόμενο οργανισμό και δεύτερο των υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση και β) απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη ως προς τους πρώτο και τρίτη των εναγομένων, με την αιτιολογία ότι η προκληθείσα από τις επικαλούμενες παρανομίες (υπαγωγή και αυξήσεις) ζημία επήλθε στην περιουσία της εταιρίας, οι δε ενάγοντες, ως απλοί μέτοχοι αυτής, είναι τρίτα πρόσωπα μη αμέσως ζημιούμενα. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν οι άνω ενάγοντες την από 17.1.1994 αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 14/1999 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την οποία η πιο πάνω απόφαση αναιρέθηκε στο σύνολό της, αφού κρίθηκε ότι η άνω επικαλούμενη διττή παρανομία (κατά την υπαγωγή και κατά την επακολουθούσα και συνακόλουθη αύξηση του κεφαλαίου) συνεπάγεται τη μείωση της πραγματικής αξίας των παλαιών μετοχών και έτσι προσβάλλει απ` ευθείας την περιουσία των παλαιών μετόχων προκαλώντας σ` αυτούς άμεση και όχι έμμεση ζημία, με συνέπεια να δικαιούνται οι μέτοχοι αυτοί να απαιτήσουν αποζημίωση κατά τα άρθρα 914, 298, 297 του ΑΚ και, έναντι του Δημοσίου, 104 ΕισΝΑΚ, ενόψει μάλιστα και του άρθρου 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με το οποίο ορίζεται ότι “παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του”. Παράλληλα, κατόπιν της από 17.1.1994 κλήσεως των εναγόντων κατά του δεύτερου εναγόμενου Οργανισμού και της προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβάσης εταιρίας, η ίδια ως άνω αγωγή επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του αυτού δικαστηρίου, ως προς τον ερημοδικήσαντα Οργανισμό και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 8447/1994 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Α., με την οποία έγινε δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση και απορρίφθηκε η αγωγή και ως προς τον δεύτερο εναγόμενο Οργανισμό, με την ίδια ως άνω αιτιολογία. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν οι ενάγοντες την από 29.12.1998 αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 795/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία η πιο πάνω απόφαση αναιρέθηκε στο σύνολό της, με την αυτή ως άνω αιτιολογία. Στις 20.7.2005 απεβίωσε ο τρίτος ενάγων και μετά από κλήση των κληρονόμων του και των δύο πρώτων των εναγόντων κατά του πρώτου εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, ατομικά και ως ειδικού διαδόχου του δεύτερου εναγόμενου Οργανισμού μετά το πέρας της εκκαθάρισής του, και της τρίτης εναγόμενης, επαναφέρθηκε για συζήτηση η άνω αγωγή τους και η πρόσθετη υπέρ των εναγομένων παρέμβαση, εκδόθηκε δε επ’ αυτών η υπ’ αριθ. 1926/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Α., με την οποία α) κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της από 20.1.1992 πρόσθετης παρέμβασης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Α. Χ. Α..”, β) ανεστάλη η πρόοδος της δίκης, όσον αφορά τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του αρχικώς τρίτου ενάγοντος και γ) απορρίφθηκε η αγωγή στο σύνολό της ως προς τους δύο πρώτους ενάγοντες και δη ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, κατά την πρώτη επικουρική βάση της και, τέλος, ως μη νόμιμη κατά τη δεύτερη επικουρική της βάση (του αδικαιολόγητου πλουτισμού). Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν οι άνω δύο πρώτοι ενάγοντες την από 5.11.2010 έφεση, παραπονούμενοι για κακή εφαρμογή του νόμου, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 2755/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Α., με την οποία έγινε δεκτή τυπικά και απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η έφεση. Μετά την έκδοση της απόφασης αυτής και δη την 7.3.2014 απεβίωσε ο δεύτερος ενάγων – εκκαλών Β. Κ., ο οποίος είχε, εν τω μεταξύ, μεταβιβάσει λόγω πωλήσεως την ψιλή κυριότητα του συνόλου των μετοχών της εταιρίας “Α. Χ. Α.Ε.” που κατείχε στους α) Κ. Κ. του Γ., β) Δ. θυγατέρα Γ. Κ., γ) Κ. Κ. του Α., δ) Α. Κ. του Α., ε) Ι. Κ. του Α., στ) Β. Κ. του Α. και ζ) Ε. Κ. – Κ. του Α., τέκνα των αδερφών του Γ. και Α. Κ.. Όλοι οι ανωτέρω αγοραστές μετά το θάνατο του άνω πωλητή και επικαρπωτή και τη συνένωση της ψιλής κυριότητας και επικαρπίας στο πρόσωπό τους, κατέστησαν πλήρως κύριοι των ως άνω μετοχών κατά το λόγο καθενός, ως ειδικοί διάδοχοι δε του αρχικώς ενάγοντος και εκκαλούντος Β. Κ. άσκησαν την υπό κρίση από 29.5.2015 αίτηση αναιρέσεως, από κοινού με τον πρώτο ενάγοντα – εκκαλούντα Α. Κ., με την οποία προσβάλλουν την άνω υπ’ αριθ. 2755/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Α. και δη μόνον όσον αφορά την απόρριψη της κύριας και της δεύτερης επικουρικής βάσης της αγωγής τους. Δικάσιμος της αίτησης αυτής ορίσθηκε αρχικά, μετά από επίσπευση των αναιρεσειόντων, η 9.11.2020, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή της. Στη συνέχεια, οι αναιρεσείοντες επανέφεραν προς συζήτηση την ένδικη αίτηση με την από 13.11.2020 κλήση τους, υπογραφόμενη από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Βικτωρία Κανελλοπούλου, αντίγραφο δε τόσο της αίτησης αναιρέσεως, όσο και της άνω κλήσεως, με την επ’ αυτής πράξη ορισμού της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας δικασίμου (22-11-2021) και κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε, με επιμέλεια όλων των αναιρεσειόντων, νομίμως και εμπροθέσμως σε κάθε έναν των αναιρεσιβλήτων (άρθρο 568 παρ. 2, 3 και 4 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τις επικαλούμενες και νόμιμα προσκομιζόμενες από τους παρισταμένους αναιρεσείοντες υπ’ αριθ. 175β, 176β, 177β, 178β, 179β, 180β, 181β, 182β, 185β και 186β/22.6.2021 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Α., με έδρα το Πρωτοδικείο Α., Ουρανίας Αναγνωστοπούλου. Κατά τη συζήτηση της ένδικης αίτησης, όπως προκύπτει από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, και δη κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν εμφανίστηκαν, ούτε υπέβαλαν έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ), οι υπ’ αριθ. 2α και 2β αναιρεσείοντες (Κ. Κ. του Γ. και Δ. θυγατέρα Γ. Κ.), ενώ οι υπόλοιποι αναιρεσείοντες (υπ’ αριθ. 1, 2γ, 2δ, 2ε, 2στ και 2ζ), εκπροσωπήθηκαν από την ίδια πληρεξούσια δικηγόρο τους Βικτωρία Κανελλοπούλου, η οποία και προσκόμισε τα σχετικά ειδικά συμβολαιογραφικά πληρεξούσια (υπ’ αριθ. … πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Α. Μανούσου Μπολιώτη για τον 1ο αναιρεσείοντα και … πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Α. Μανούσου Μπολιώτη και … πληρεξούσιο του ίδιου συμβολαιογράφου για τους υπ’ αριθ. 2γ, 2δ, 2ε, 2στ και 2ζ αναιρεσείοντες), από τα οποία προκύπτει ότι έχει διοριστεί νόμιμα ως πληρεξούσια δικηγόρος των αναιρεσειόντων αυτών. Από τα έγγραφα όμως που υπάρχουν στη δικογραφία δεν προκύπτει ότι οι απολειπόμενοι υπ’ αριθ. 2α και 2β αναιρεσείοντες, είχαν επισπεύσει και οι ίδιοι έγκυρα τη συζήτηση, καθόσον δεν αποδεικνύεται ότι είχαν χορηγήσει στην φερόμενη ως πληρεξούσια δικηγόρο τους πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με κάποιον από τους συστατικούς τύπους του άρθρου 96 παρ. 3 ΚΠολΔ. Εξάλλου, από τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία δεν προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες αυτοί έχουν κλητευθεί, νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τους παριστάμενους, απλούς ομοδίκους, αναιρεσείοντες που επισπεύδουν έγκυρα τη συζήτηση ή από τους αναιρεσίβλητους. Πρέπει, συνεπώς, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 576 παρ. 3 εδάφ. β` ΚΠολΔ, όπως το εδάφ. β’ προστέθηκε με το άρθρο 62 του ν.4139/2013, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης αναιρέσεως ως προς τους υπ’ αριθ. 2α και 2β των αναιρεσειόντων (Κ. Κ. του Γ. και Δ. θυγατέρα Γ. Κ.), και να διαταχθεί ως προς αυτούς ο χωρισμός της υπόθεσης, με αποτέλεσμα η αίτηση να ερευνηθεί πλέον ως προς τους υπόλοιπους μόνο παριστάμενους αναιρεσείοντες (υπ’ αριθ. 1, 2γ, 2δ, 2ε, 2στ και 2ζ). Περαιτέρω, από τις επικαλούμενες και νόμιμα προσκομιζόμενες από τους παρισταμένους αναιρεσείοντες υπ’ αριθ. 181β και 182β/22.6.2021 εκθέσεις επιδόσεως της προαναφερθείσης δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Α., προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, καθώς και της άνω κλήσεως, με την επ’ αυτής πράξη ορισμού της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας δικασίμου (22-11-2021) και κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε, με επιμέλεια των αναιρεσειόντων που επισπεύδουν την συζήτηση, νομίμως και εμπροθέσμως στην τέταρτη αναιρεσίβλητη, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Α. Χ. Α..”, υπό την ιδιότητά της ως προσθέτως παρεμβάσης υπέρ των λοιπών αναιρεσιβλήτων (άρθρο 568 παρ. 2, 3 και 4 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον η τελευταία δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση χωρίς την παρουσία της (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 14/2015, ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Η ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο, πλην άλλων, την αιτίαση ότι η αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εσφαλμένα απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ενώ θα έπρεπε να γίνει το αντίθετο. Ο σχετικός αναιρετικός έλεγχος γίνεται με βάση την από το δικαστήριο της ουσίας κυριαρχική εκτίμηση του πραγματικού περιεχομένου της αγωγής. Η εκτίμηση αυτή ελέγχεται αναιρετικά με βάση τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσεώς του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα. Η παραδοχή αυτή τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η κυρία εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας ανταποκρίνεται στο πραγματικό περιεχόμενό της, ενώ στην αντίθετη περίπτωση καθιδρύεται ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠοΛΔ, υπό την έννοια ότι το δικαστήριο της ουσίας, εκτιμώντας εσφαλμένα το δικόγραφο της αγωγής, έλαβε υπόψη, ως στοιχείο θεμελιωτικό του ασκουμένου με αυτήν δικαιώματος, ισχυρισμό που δεν προτάθηκε ή δεν έλαβε υπόψη θεμελιωτικό αυτής ισχυρισμό που προτάθηκε (ΑΠ 203/2019, ΑΠ 1596/17, ΑΠ 1063/14). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχτηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίσθηκε ύστερα από ένδικο μέσο. Από την άνω διάταξη προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας επιλήφθηκε αυτεπάγγελτα ή με πρόταση κάποιου εκ των διαδίκων, της έρευνας για τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων του δεδικασμένου, και παρά το νόμο δέχθηκε την ύπαρξη ή μη ύπαρξη αυτού (AΠ 944/2020). Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την “παράβαση νόμου”, δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου, και, σε καταφατική περίπτωση, αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων (ΑΠ 14/2021, ΑΠ 191/2020, ΑΠ 644/2015). Αν η κρίση περί δεδικασμένου στηρίζεται επί διαδικαστικών εγγράφων, για τη βασιμότητα ή μη του λόγου ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 767/2019, ΑΠ 12/2016, ΑΠ 1903/2006). Εξάλλου, κατά το άρθρο 50 παρ. 5 του Π.Δ/τος 18/1989 (που κωδικοποίησε το Ν.Δ. 170/1973 περί του Συμβουλίου της Επικρατείας) “Οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ολομέλειας και Τμημάτων, ακυρωτικές και απορριπτικές, αποτελούν μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο, που ισχύει ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής, σε κάθε υπόθεση ή διαφορά κατά την οποία προέχει το διοικητικής φύσεως ζήτημα που κρίθηκε από το δικαστήριο”. Έτσι, η διάγνωση του ΣτΕ ως προς το εκάστοτε κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτημα δεσμεύει τον πολιτικό δικαστή. Επομένως, γεννάται δεδικασμένο και για τα πολιτικά δικαστήρια, μόνο όμως ως προς τα διοικητικής φύσεως ζητήματα που κρίθηκαν από το ΣτΕ κυρίως ή παρεμπιπτόντως προκειμένου να θεμελιώσει την κρίση του για το κύρος της διοικητικής πράξης (Ολ.ΑΠ 39/1988, ΑΠ 20/2020, ΑΠ 169/2019, ΑΠ 222/2018, ΑΠ 12/2016). Ως προδικαστικό ζήτημα νοείται έτερη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση περί του κυρίου ζητήματος της δίκης (ΑΠ 169/2019, ΑΠ 1366/2018, ΑΠ 302/11). Οφείλουν δε τα πολιτικά δικαστήρια, εφόσον το διοικητικό δικαστήριο ενήργησε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του, να θέσουν ως βάση της δικής τους απόφασης το δεδικασμένο που απορρέει από την απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου ως προς το κύρος της διοικητικής πράξης, από το οποίο εξαρτώνται οι εκκρεμείς στα πολιτικά δικαστήρια αστικές αξιώσεις (ΑΠ 1286/2011). Τέλος, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ “Η εκτίμηση του περιεχομένου των διαδικαστικών εγγράφων της ίδιας ή άλλης δίκης, ιδίως αγωγών, παρεμβάσεων, ένδικων μέσων, προτάσεων ή δικαστικών αποφάσεων ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο”. Κατά τη διάταξη αυτή ως δικαστικές αποφάσεις άλλης δίκης νοούνται οι σε άλλη δίκη εκδιδόμενες αποφάσεις από τα τακτικά πολιτικά και ποινικά δικαστήρια, όχι δε και οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων.
Συνεπώς, οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν αποτελούν διαδικαστικά έγγραφα και σε περίπτωση επίκλησής τους για τη θεμελίωση του δεδικασμένου τα δικαστήρια ουσίας εκτιμούν ανελέγκτως, ως αποδεικτικό στοιχείο, το περιεχόμενό τους. Με βάση την εκτίμηση αυτή ο Άρειος Πάγος αποφαίνεται για την ορθότητα της κρίσης τους ως προς την ύπαρξη ή όχι δεδικασμένου για την πολιτική δίκη (ΟλΑΠ 89/1971, ΑΠ 169/2019, ΑΠ 12/2016, ΑΠ 716/2002). Περαιτέρω, στο άρθρο 25 παρ. 1 της Δεύτερης Οδηγίας 77/91/ΕΟΚ της 13ης Δεκεμβρίου 1976 περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφος της συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρείας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της, η οποία μεταφέρθηκε στην εθνική νομοθεσία με το ΠΔ 409/1986, ορίζεται: “Κάθε αύξηση του κεφαλαίου πρέπει να αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση. Η απόφαση αυτή καθώς και η πραγματοποίηση της αυξήσεως του αναληφθέντος κεφαλαίου, δημοσιεύεται σύμφωνα με τους προβλεπόμενους από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους τρόπους κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ”, ενώ στο άρθρο 29 παρ. 1 της ίδιας Οδηγίας ορίζεται: “Κατά την αύξηση του καλυφθέντος κεφαλαίου με εισφορές σε μετρητά οι μετοχές πρέπει να προσφερθούν κατά προτίμηση στους μετόχους ανάλογα με το τμήμα του κεφαλαίου που αντιπροσωπεύουν οι μετοχές τους”. Εξάλλου, με τον ν. 1386/1983 ιδρύθηκε ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε.) με σκοπό, μεταξύ άλλων, την οικονομική εξυγίανση επιχειρήσεων (άρθρα 1 και 2 παρ. 2 περ. α’). Κατά το άρθρο 5 του νόμου αυτού “1. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Γνωμοδοτικής Επιτροπής του άρθρου 12 του νόμου αυτού, μπορεί να υπάγονται στις ρυθμίσεις του επιχειρήσεις που: α)… δ) το σύνολο των οφειλών τους είναι πενταπλάσιο από το άθροισμα του εταιρικού κεφαλαίου και των εμφανών αποθεματικών τους και παρουσιάζουν έκδηλη οικονομική αδυναμία πληρωμής των οφειλών τους, στις οποίες δεν περιλαμβάνονται εμπορικές συναλλαγματικές μη ληξιπρόθεσμες… 2. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου: α)… γ) ” Έκδηλη αδυναμία πληρωμής” των οφειλών σημαίνει : α) μείωση της παραγωγής και του αριθμού των εργαζομένων, β) σώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών και γ) επιδείνωση των δεικτών ρευστότητας. Η κατάσταση αυτή μπορεί να αποδεικνύεται και από δήλωση μιας ή περισσότερων τραπεζών, που χρηματοδοτούν κυρίως την επιχείρηση, ότι δεν θα συνεχίσουν τη χρηματοδοτική τους στήριξη…”. Ακόμη, ο ίδιος ν. 1386/1983 όρισε στο άρθρο 8 τα εξής: “Ανάληψη διοίκησης. 1. … Σε περίπτωση που αποφασίζεται η ανάληψη της διοίκησης της επιχείρησης από τον Οργανισμό για ορισμένο χρόνο, η διοίκηση γίνεται κατά περίπτωση από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που διορίζονται από αυτόν… 5. Κατά τη διάρκεια της προσωρινής διοίκησης ο Ο.Α.Ε. καταρτίζει μελέτη βιωσιμότητας για την επιχείρηση και διαπραγματεύεται με τους μετόχους και τους πιστωτές για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την επιβίωση της επιχείρησης… 8. Κατά τη διάρκεια της προσωρινής διοίκησης ο Ο.Α.Ε. μπορεί με απόφασή του, που εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες για την ανώνυμη εταιρεία διατάξεις, να αυξάνει το κεφάλαιο της εταιρείας. Η αύξηση του κεφαλαίου μπορεί να γίνει είτε μετρητοίς είτε με εισφορές σε είδος. Η καταβολή της εισφοράς επιτρέπεται να γίνει και με συμψηφισμό. Κάθε σχετική λεπτομέρεια με την αύξηση του κεφαλαίου καθορίζεται με την παραπάνω υπουργική απόφαση. Οι παλαιοί μέτοχοι διατηρούν το δικαίωμα προτιμήσεως που ασκείται μέσα σε προθεσμία και καθορίζεται με την υπουργική απόφαση…”. Τέλος, στο άρθρο 10 του ν. 1386/1983 ορίσθηκαν τα εξής: “1. Η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου ή η κεφαλαιοποίηση των οφειλών της επιχείρησης προς τράπεζες ή πιστωτικούς οργανισμούς, ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας και επικουρικής ασφάλισης και των κάθε μορφής οφειλών της προς το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Οργανισμού στις περιπτώσεις του άρθρου 8 παρ. 5 και γνώμη της Γνωμοδοτικής Επιτροπής στις περιπτώσεις του άρθρου 7 παρ. 2 και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως…”. Όπως γίνεται σαφές, η προβλεπόμενη με τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 8 και 10 παρ. 1 του ν. 1383/1983 ρύθμιση σχετικά με τον τρόπο αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου ήταν αντίθετη με τη ρύθμιση της ως άνω Δεύτερης Οδηγίας 77/91/ΕΟΚ που προβλέπει ότι κάθε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου πρέπει να αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση των μετόχων (Ολ.ΑΠ 16/2009, ΑΠ 319/2014). Βέβαια η ανωτέρω Οδηγία δεν προβλέπει κυρώσεις, κρίθηκε όμως από το ΔΕΚ ότι σε μια τέτοια περίπτωση ελλείψεως κυρωτικών διατάξεων σε Οδηγία θα μπορούσαν να έχουν εφαρμογή οι συνήθεις κυρώσεις που προβλέπει το (εθνικό) ιδιωτικό δίκαιο, στο οποίο αναγνωρίζεται έτσι σημαντικό περιθώριο επιλογής των κυρώσεων. Όσον αφορά το είδος των κυρώσεων που μπορούν να προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες, όταν η Οδηγία δεν προβλέπει συγκεκριμένη κύρωση για την παράβαση των διατάξεων της, το ΔΕΚ στην απόφαση … ii της 2-8-1993 αναγνώρισε ρητά ότι αυτή μπορεί να συνίσταται είτε στην ακυρότητα ως in natura αποκατάσταση, είτε εναλλακτικά στην αποζημίωση, την οποία, εφόσον είναι πλήρης, θεώρησε ως κύρωση ισοδύναμη προς την in natura αποκατάσταση (Ολ.ΑΠ 16/2009, ΑΠ 319/2014). Στα πλαίσια αυτά, με το άρθρο 28 του μεταγενέστερου Ν. 2685/1999 ορίζονται τα εξής: “1) Θεωρούνται έγκυρες και δε θίγονται τα πάσης φύσεως δικαιώματα των κυρίων τους μετοχές οι οποίες προήλθαν από αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ανωνύμων εταιριών, οι οποίες είχαν υπαχθεί στις ρυθμίσεις του νόμου 1386/1983 (ΦΕΚ 107Α), δυνάμει υπουργικών αποφάσεων των άρθρων 8 παρ. 8 και 10 παρ. 1 του Νόμου 1836/1983, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάσταση τους από τα άρθρα 47 και 49 του Ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43Α) και οι οποίες αποφάσεις κηρύχθηκαν ή αναγνωρίστηκαν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση άκυρες, εφόσον: α) οι σχετικές με τις ανωτέρω αυξήσεις τροποποιήσεις του καταστατικού έχουν εγκριθεί από τις κατά περίπτωση αρμόδιες αρχές εποπτείας, β) οι σχετικές εγκριτικές αποφάσεις του Υπουργού Εμπορίου ή του Νομάρχη έχουν δημοσιευθεί, σύμφωνα με την τότε ισχύουσα νομοθεσία, στο τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και γ) οι ανωτέρω δημοσιευθείσες εγκριτικές αποφάσεις παραμένουν σε ισχύ κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Οι κατά το χρόνο αυξήσεως του κεφαλαίου μέτοχοι των ανωτέρω εταιριών, καθώς και οι καθολικοί διάδοχοί τους διατηρούν μόνο αξίωση πλήρους αποζημιώσεως κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις για τις τυχόν ζημίες που υπέστησαν συνεπεία των ανωτέρω αυξήσεων. 2) Η αγωγή αποζημιώσεως στρέφεται αποκλειστικά κατά του Ελληνικού Δημοσίου, αποκλειόμενης οποιασδήποτε ευθύνης του Νομικού προσώπου της εταιρείας την οποία αφορούν οι αυξήσεις κεφαλαίου, των μετόχων που απέκτησαν τις μετοχές των φυσικών προσώπων που καθ` οιονδήποτε τρόπο άσκησαν διοίκηση ή διαχείριση της εταιρείας μετά την υπαγωγή της στις ρυθμίσεις του Ν. 1386/1983, καθώς και όσων απέκτησαν νομίμως περιουσιακά στοιχεία των ανωτέρω εταιρειών. Η αγωγή, εφόσον δεν έχει ήδη ασκηθεί, ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαοκτώ (18) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι κατά την 31-12-1998 είτε εκκρεμούσε, ασκηθείσα από τα πρόσωπα του δευτέρου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου, αίτηση ή προσφυγή ακυρώσεως ή αγωγή αναγνωρίσεως της ακυρότητας της αυξήσεως κεφαλαίου είτε είχε εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση με την οποία έγινε δεκτή τέτοια αίτηση ή προσφυγή ή αγωγή των ανωτέρω προσώπων”. Από το κείμενο της διάταξης αυτής, που έχει διατυπωθεί με γενικό και αφηρημένο τρόπο, προκύπτει, ότι με αυτήν ρυθμίζεται μία κατηγορία έννομων σχέσεων και καθορίζονται οι συνέπειες των αυξήσεων κεφαλαίου ανώνυμων εταιρειών που συντελέστηκαν με διοικητικές πράξεις, κατά παράβαση του άρθρου 25 της έχουσας εδώ υπερνομοθετική ισχύ 77/91 από 13.12.19976 δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου της ΕΟΚ, η οποία ορίζει ότι κάθε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας πρέπει να αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση των μετόχων. Συνίστανται δε οι συνέπειες αυτές, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου, αφενός στο ότι οι νέες μετοχές που εκδόθηκαν συνεπεία των ανωτέρω αυξήσεων κεφαλαίου, παραμένουν έγκυρες, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών, υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 και αφετέρου στην αποτελεσματική δικαστική προστασία των τυχόν θιγομένων παλαιών μετόχων, με τη διευκόλυνση της διεκδικήσεως πλήρους αποζημιώσεως έναντι του Ελληνικού Δημοσίου για όποιες ζημίες υπέστησαν από τις ως άνω αυξήσεις κεφαλαίου, ο τρόπος υπολογισμού και ο καθορισμός του ύψους της οποίας επαφίεται στα δικαστήρια. Σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, οι διατάξεις του άρθρου 28 του Ν. 2685/1999 δεν αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26 παρ. 1, 94 παρ. 1 και 95 του Συντάγματος, ανταποκρίνονται πλήρως στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, και δη της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, ενόψει της αποτελεσματικής και ισοδύναμης προστασίας που επιτυγχάνεται με την αποζημίωση, και δεν αντιβαίνουν στα άρθρα 6 παρ. 1, 13 και 17 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., αφού η νομοθετική λειτουργία δεν δεσμεύεται με νέους κανόνες δικαίου να ρυθμίσει κατά τρόπο διαφορετικό έννομες σχέσεις που έχουν γεννηθεί, καθώς και δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί με κανόνες δικαίου που ίσχυσαν στο παρελθόν, έστω και αν οι έννομες σχέσεις ή τα δικαιώματα έχουν αναγνωριστεί με τελεσίδικες ή αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω κανόνες δικαίου έχουν γενικό χαρακτήρα και δεν ρυθμίζουν μεμονωμένη σχέση (ΑΕΔ 14/2013, Ολ.ΣτΕ 167/2016, Ολ.ΑΠ 31/2002). Κατά την έννοια δε της δεύτερης παραγράφου του ανωτέρω άρθρου, προϋπόθεση για την άσκηση της προβλεπόμενης αγωγής αποζημιώσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου αποτελεί η εκ μέρους αυτού τούτου του ενάγοντος μετόχου της ανώνυμης εταιρίας προγενέστερη (μέχρι 31-12-1998) δικαστική αμφισβήτηση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου και δεν αρκεί και η εκ μέρους άλλου μετόχου της ίδιας εταιρίας εμπρόθεσμη άσκηση των οικείων ένδικων βοηθημάτων (Ολ. ΑΠ 16/2009, ΑΠ 319/2014), ήτοι επέρχεται αποκλεισμός της υπαγωγής στη ρύθμιση του άρθρου 28 Ν. 2685/1999 όσων προσώπων (μετόχων) δεν είχαν αμφισβητήσει δικαστικώς την υπαγωγή της ανώνυμης εταιρίας στον νόμο 1386/1983 ή την βάση αυτού αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου μέχρι της 31-12-1998 (ΑΠ 319/2014). Έτσι, με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται η εγκυρότητα των μετοχών που εκδόθηκαν ύστερα από αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ανωνύμων εταιρειών δυνάμει των διατάξεων του ν. 1386/1983, παράλληλα όμως παρέχεται στους παλαιούς μετόχους η δυνατότητα για την πλήρη αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας που υπέστησαν, σε αρμονία και προς τη γενική αρχή του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου περί παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Τέλος, από το σύνολο των διατάξεων του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920 “περί ανωνύμων εταιριών”, προκύπτει ότι η ανώνυμη εταιρία είναι νομικό πρόσωπο διακεκριμένο από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα των μετόχων της. Είναι, επομένως, υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει δε ίδια περιουσία ανεξάρτητη από αυτήν των μετόχων της. Οι τελευταίοι έχουν, ως μέτοχοι, μόνο τα παρεχόμενα σ’ αυτούς από το νόμο δικαιώματα, με τα οποία εκφράζεται και η έννομη σχέση που τους συνδέει με την εταιρία. Στα δικαιώματα αυτά δεν περιλαμβάνεται και δικαίωμα συγκυριότητας στα περιουσιακά στοιχεία ή δικαίωμα στην περιουσία (ως σύνολο) της ανώνυμης εταιρίας. Εξάλλου, όμως η μετοχή, ως αξιόγραφο, είναι περιουσιακό αγαθό. Πλην της ονομαστικής της αξίας, δηλαδή αυτής που αναγράφεται στον τίτλο της μετοχής και δηλώνει το τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου που εκπροσωπεί, έχει και την πραγματική ή εσωτερική αξία της, που προκύπτει από τη διαίρεση της πραγματικής αξίας της περιουσίας της εταιρίας με το συνολικό αριθμό των μετοχών, σε δεδομένη στιγμή. Έτσι η αξία που περικλείεται στη μετοχή αποτελεί αντανάκλαση της αξίας της εταιρικής περιουσίας ή, κατά την επιγραμματική διατύπωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, “έμμεση ιδιοκτησία επί της περιουσίας της εταιρίας”. Περαιτέρω η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ανώνυμης εταιρίας ανάγεται στη διαχείριση της εταιρίας. Όμως η αύξηση αυτή με την εισδοχή νέων μετόχων δεν αλλοιώνει απλώς τη δυναμική θέση των παλαιών μετόχων στη σχέση πλειοψηφίας και μειοψηφίας, αφού αφορά τη συμμετοχή της κάθε ομάδας στη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων, αλλ’ επιπλέον, και κυρίως, επηρεάζει την εσωτερική αξία της μετοχής. Διότι, βάσει της αρχής της ισότητας των μετοχών, η κατά τα ανωτέρω πραγματική αξία της μετοχής μειώνεται τόσο περισσότερο όσο περισσότερο αυξάνει ο συνολικός αριθμός των μετοχών. Επομένως, αν ανώνυμη εταιρία έχει υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1 του N. 1386/1983 “Οργανισμός Οικονομικής Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων” παρανόμως, διότι δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό της ως “προβληματικής επιχείρησης”, και στη συνέχεια γίνει, κατά παράβαση των άρθρων 25 παρ. 1 και 29 της 77/91 από 13.12.1974 Δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της, χωρίς προηγούμενη απόφαση της γενικής συνελεύσεως των παλαιών μετόχων και χωρίς δικαίωμα προτιμήσεως αυτών στην απόκτηση των νέων μετοχών, η διττή αυτή παρανομία (κατά την υπαγωγή και κατά την επακολουθούσα και συνακόλουθη αύξηση του κεφαλαίου) συνεπάγεται τη μείωση της πραγματικής αξίας των παλαιών μετοχών και έτσι προσβάλλει απ’ ευθείας την περιουσία των παλαιών μετόχων προκαλώντας σ’ αυτούς άμεση και όχι έμμεση ζημία. Δικαιούνται άρα οι μέτοχοι αυτοί να απαιτήσουν αποζημίωση κατά τα άρθρα 914, 298, 297 του ΑΚ και, έναντι του Δημοσίου, 104 ΕισΝΑΚ, ενόψει μάλιστα και του άρθρου 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με το οποίο ορίζεται ότι “παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του” (Ολ.ΑΠ 14/1999, ΑΠ 795/2000).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, οι αρχικώς ενάγοντες με την από 29-5-1991 αγωγή τους, κατά το μέρος που αφορά την κύρια βάση της, ισχυρίστηκαν ότι κατόπιν της από 9-3-1984 αιτήσεως του Διοικητή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, εκδόθηκε η 2544/1984 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, με την οποία έγινε υπαγωγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Α. Χ. Α..Ε..” στις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν. 1386/1983, χωρίς να συντρέχει καμία από τις νόμιμες προϋποθέσεις (υπερχρέωση και έκδηλη οικονομική αδυναμία) για το χαρακτηρισμό της ως “προβληματικής επιχείρησης”. Ότι στη συνέχεια, με αποφάσεις της Υφυπουργού Βιομηχανίας εγκρίθηκαν αντίστοιχες αποφάσεις του ΟΑΕ για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, στις 11-6-1986 κατά 940.000.000 δραχμές και στις 12-6-1987 κατά 30.900.000.000 δραχμές, χωρίς απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων, στη δε δεύτερη περίπτωση και χωρίς παροχή δικαιώματος προτίμησης στους παλαιούς μετόχους. Ότι αποτέλεσμα των παράνομων αυτών ενεργειών ήταν να μειωθεί η συμμετοχή των μετοχών των ιδίων στην αξία της εταιρικής περιουσίας από 60% σε 33,24% μετά την πρώτη και σε 0,003% περίπου με τη δεύτερη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησαν, με την κύρια βάση της αγωγής τους, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να τους καταβάλουν ως αποζημίωση, στον πρώτο από αυτούς το ποσό των 86.177.842.000 δραχμών, στο δεύτερο το ποσό των 41.885.681.000 δραχμών και στον τρίτο το ποσό του 1.373.301.000 δραχμών. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η 1926/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Α., με την οποία απορρίφθηκε η άνω κύρια βάση της ένδικης αγωγής ως μη νόμιμη. Κατά της απόφασης αυτής του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου οι ενάγοντες άσκησαν την από 5.11.2010 έφεση, με τον πρώτο λόγο της οποίας ισχυρίζονταν ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 914 επ. του ΑΚ, απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή τους κατά την κύρια βάση της, τη στηριζόμενη στις περί αδικοπραξιών διατάξεις. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τον λόγο αυτό της έφεσης των εναγόντων ως αβάσιμο, κρίνοντας ότι η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, ως προς την κύρια βάση της, με τις ακόλουθες σκέψεις και παραδοχές: “… η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ’ αριθμ. 1093/1987 απόφασή του απέρριψε αίτηση των ήδη εκκαλούντων περί ακυρώσεως της υπ’ αριθμ. 2544/30-3-1984 (Β 198) απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, περί υπαγωγής της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Α. Χ. Α.” στο νόμο 1386/1983. Η ως άνω απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεσμεύει το παρόν δικαστήριο σχετικά με την ύπαρξη των προϋποθέσεων και εντεύθεν τη νομιμότητα υπαγωγής της ανωτέρω εταιρείας στις ρυθμίσεις του Ν. 1386/1983 και συνεπώς δεν συντρέχει η απαιτούμενη διττή παρανομία (κατά την υπαγωγή της εταιρείας στο ν. 1386/1983 και την επακολουθήσασα και συνακόλουθη αύξηση του κεφαλαίου), η οποία να συνεπάγεται τη μείωση της πραγματικής αξίας των παλαιών μετοχών και έτσι να προσβάλλει απ’ ευθείας την περιουσία των εκκαλούντων ως παλαιών μετόχων προκαλώντας σ’ αυτούς περιουσιακή ζημία. Επομένως, δεν συντρέχει η πρώτη από τις σωρευτικές προϋποθέσεις της διττής παρανομίας και συνεπώς η αγωγή κατά την κύρια βάση της είναι μη νόμιμη και απορριπτέα. Τα ίδια έχοντας κρίνει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά το νόμο εφάρμοσε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες στο σχετικό πρώτο λόγο έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα”. Με τις σκέψεις αυτές επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε το σχετικό λόγο της έφεσης των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων, με τον οποίο αυτοί υποστήριζαν ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε δεδικασμένο από την 1093/1987 απόφαση του ΣτΕ. Από την παραδεκτή επισκόπηση της άνω απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκύπτει ότι μ’ αυτήν απορρίφθηκε πράγματι αίτηση ακύρωσης της υπ’ αριθ. 2544/1984 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, περί υπαγωγής της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Α. Χ. Α.” στο νόμο 1386/1983, που είχαν υποβάλει οι αρχικοί ενάγοντες με άλλους μετόχους της ανωτέρω εταιρείας, καθώς έγινε δεκτό ότι η απόφαση αυτή είναι απολύτως νόμιμη ως διοικητική πράξη, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται στην απόφαση. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε κατ’ αρχάς ότι η υπαγωγή επιχειρήσεως στις διατάξεις του ν. 1386/83 και ο διορισμός προσωρινής διοικήσεως με διοικητική πράξη δεν αποτελεί επίλυση ιδιωτικής διαφοράς. Διότι η μεν εκτίμηση του δημοσίου συμφέροντος που καθιστά επιβεβλημένη την υπαγωγή επιχειρήσεως στον ν. 1386, ήτοι της ανάγκης διασώσεως επιχειρήσεως με ιδιαίτερη οικονομική και κοινωνική σημασία προς το συμφέρον της εθνικής οικονομίας και ο διορισμός της προσωρινής διοικήσεως, ανήκουν στη διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως, αυτή δε μπορεί να κρίνει παρεμπιπτόντως τις λοιπές προϋποθέσεις της υπαγωγής, όπως ορίζονται στο άρθρον 5 παρ. 1 εδ. δ`, έστω και αν αυτές αφορούν σε έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου. Ούτε δε η τέτοια παρεμπίπτουσα κρίση ζητημάτων του ιδιωτικού δικαίου, δηλ. του ύψους των οφειλών της επιχειρήσεως και της αδυναμίας εξοφλήσεώς τους, δύναται να θεωρηθεί επίλυση ιδιωτικής διαφοράς. Διότι, επιτρεπομένη σε κάθε περίπτωση κατά την έκδοση διοικητικών πράξεων, δεν έχει δεσμευτικό αποτέλεσμα και δεν εμποδίζει τον θιγόμενο να ασκήσει τα κατάλληλα ένδικα μέσα (λ.χ. αναγνωριστική αγωγή) ενώπιον των αρμοδίων πολιτικών δικαστηρίων προς οριστική κρίση των ζητημάτων αυτών, οπότε η απόφαση αυτών, οψέποτε εκδιδομένη, εάν είναι αντίθετη με την παρεμπίπτουσα κρίση της Διοικήσεως, κλονίζει την βάση της διοικητικής πράξεως και επιβάλλει την ακύρωση ή ανάκληση αυτής, κατά περίπτωση. Στη συνέχεια, ερευνώντας το ΣτΕ το κύρος της προσβαλλόμενης Υ.Α., δέχθηκε α) ότι η υπαγωγή της άνω επιχειρήσεως στον ν. 1386/83 είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη από της πλευράς της ιδιαίτερης οικονομικής και κοινωνικής σημασίας της, καθόσον από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι είναι η μεγαλύτερη ελληνική βιομηχανία χάρτου με δύο συγκροτήματα εργοστασίων, ένα στην … και έτερο στην …, απασχολεί περί τους 2.500 εργαζομένους και κατά την εκτίμησιν της Διοικήσεως, αν η επιχείρηση εξυγιανθεί, δύναται να επιβιώσει και να συμβάλει στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, και β) ότι συντρέχουν και οι σωρευτικά απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις, ήτοι οφειλές πενταπλάσιες του αθροίσματος του εταιρικού κεφαλαίου και των εμφανών αποθεματικών αφενός και έκδηλη οικονομική αδυναμία πληρωμής αφετέρου, καθόσον, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το σύνολον των οφειλών της άνω εταιρίας προς την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ανερχόταν, την 31.12.1983, στο ποσό των 7.546.400.000 δρχ. και ήταν, συνεπώς, πενταπλάσιο του αθροίσματος του εταιρικού κεφαλαίου και των εμφανών αποθεματικών της ιδίας επιχειρήσεως, ανερχομένου στο ποσό των 1.100.000.000 δρχ., ενώ, εξάλλου, η επιχείρηση αυτή υπήχθη στις διατάξεις του ν. 1386/83 κατόπιν της από 27.3.1984 αιτήσεως της ως άνω πιστώτριας Τράπεζας, από την οποίαν αποδεικνύεται και η έκδηλη οικονομική αδυναμία πληρωμής των ανωτέρων οφειλών και συνεπώς και από των ανωτέρω απόψεων είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατόπιν αυτών απέρριψε ως αβάσιμους τους περί του αντιθέτου λόγους ακυρώσεως. Από το προεκτεθέν περιεχόμενο της άνω απόφασης, προκύπτει ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε το κύρος της ως άνω υπουργικής απόφασης ως διοικητικής πράξης και μόνο, ενώ δέχθηκε περαιτέρω ότι η παρεμπίπτουσα κρίση της Διοίκησης για τις προϋποθέσεις υπαγωγής της επιχείρησης στο καθεστώς του Ν. 1386/1983, που είναι έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, δεν δεσμεύουν τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία είναι τα μόνα αρμόδια να κρίνουν για το αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές. Πράγματι δε τούτο έκαναν στη συνέχεια και οι ενάγοντες με την εκκρεμή ακόμη από 10.7.1987 αναγνωριστική αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Α., η οποία απορρίφθηκε με την 1807/1988 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, κατόπιν δε εφέσεώς τους εκδόθηκε η 4025/1990 απόφαση του Εφετείου Α., που δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, και κρίνοντας επί της ουσίας διέταξε αποδείξεις για το αν συνέτρεχαν πράγματι οι νόμιμες προϋποθέσεις υπαγωγής της εταιρίας στις διατάξεις του ν. 1386/1983. Ακολούθως εκδόθηκε η 1765/1997 οριστική απόφαση του Εφετείου Α., με την οποία απορρίφθηκε η άνω αγωγή, αφού έγινε δεκτό ότι με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 περιπτ. Γ` του ν. 1386/83 εισάγεται ειδικό, ρυθμιζόμενο από το νόμο, αποδεικτικό μέσο, που έχει τη φύση νόμιμου αμάχητου τεκμηρίου, το οποίο αρκεί για την απόδειξη της κατάστασης της έκδηλης οικονομικής αδυναμίας πληρωμής των οφειλών της εταιρίας, εφόσον δε προσαχθεί προαποδεικτικώς η σχετική δήλωση της χρηματοδοτούσας Τράπεζας αποδεικνύεται πλήρως η έκδηλη αδυναμία πληρωμής των οφειλών της επιχείρησης, πλην όμως η απόφαση αυτή αναιρέθηκε με την 21/1998 απόφαση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι το πιο πάνω ειδικό τεκμήριο είναι μαχητό και όχι αμάχητο και συνεπώς εσφαλμένα δεν διέταξε αποδείξεις το εφετείο σε βάρος των μαχομένων κατά του τεκμηρίου εναγόντων για την ανατροπή του τεκμηρίου. Επομένως, στη δίκη που ανοίχθηκε με την από 29-5-1991 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, και ως προς την κύρια βάση της, με την οποία οι τελευταίοι επικαλούμενοι, αφενός μεν παράνομη υπαγωγή της ανωτέρω εταιρείας στο καθεστώς του Ν. 1386/1983, επειδή δεν συνέτρεχαν οι κατά νόμο προϋποθέσεις, αφετέρου δε παράνομες αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου, καθώς με τον τρόπο αυτό ζημιώθηκαν οι ίδιοι ως μέτοχοι της εταιρείας, ζήτησαν την αναγνώριση υποχρέωσης των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων για την καταβολή αποζημίωσης, δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου που να απορρέει από την ως άνω 1093/1987 απόφαση του ΣτΕ. Πέραν αυτού, για τη θεμελίωση της αξίωσης των παλαιών μετόχων ανώνυμης εταιρείας, που έχει υπαχθεί στις ρυθμίσεις του Ν. 1386/1983, για αποζημίωση λόγω αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου χωρίς απόφαση της γενικής συνέλευσης και κατ’ αποκλεισμό της προτίμησης των παλαιών μετόχων και επομένως παράνομα, δεν απαιτείται ως πρόσθετη προϋπόθεση και μάλιστα σωρευτικώς συντρέχουσα, η προηγούμενη παράνομη υπαγωγή της εταιρείας στις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου. Αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε, από την παράβαση των προαναφερθέντων άρθρων 25 παρ. 1 και 29 παρ. 1 της 77/91 από 13-12-1976 Δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, γεννάται αυτοτελώς αξίωση των παλαιών μετόχων, οι οποίοι είχαν αμφισβητήσει δικαστικώς την υπαγωγή της ανώνυμης εταιρίας στον νόμο 1386/1983 ή την βάση αυτού αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου μέχρι της 31-12-1998, όπως εν προκειμένω οι αρχικώς ενάγοντες, προς αποζημίωση με βάση τα άρθρα 914, 297 και 298 του ΑΚ και έναντι του Δημοσίου με βάση το άρθρο 104 ΕισΝΑΚ, όπως ήδη προβλέπεται από το άρθρο 28 του Ν. 2685/1999, χωρίς η αξίωση αυτή να εξαρτάται από την προηγούμενη παράνομη υπαγωγή της εταιρείας στις ρυθμίσεις του Ν. 1386/1983. Ειδικότερα, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 28 του Ν. 2685/1999, οι νέες μετοχές που εκδόθηκαν συνεπεία των παράνομων αυξήσεων κεφαλαίου, παραμένουν έγκυρες, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών, παρέχεται όμως ταυτόχρονα αποτελεσματική δικαστική προστασία των τυχόν θιγομένων παλαιών μετόχων, με τη διευκόλυνση της διεκδικήσεως πλήρους αποζημιώσεως έναντι του Ελληνικού Δημοσίου για όποιες ζημίες υπέστησαν από τις ως άνω αυξήσεις κεφαλαίου, ο τρόπος υπολογισμού και ο καθορισμός του ύψους της οποίας επαφίεται στα δικαστήρια. Η μόνη διαφορά είναι ότι, σε περίπτωση που δεν έχει γίνει παράνομη υπαγωγή της επιχείρησης στις διατάξεις του Ν. 1386/1983, αλλά μόνο παράνομη αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου, νομιμοποιείται παθητικά για την αιτούμενη αποζημίωση μόνον το Ελληνικό Δημόσιο. Σημειωτέον εδώ ότι μετά την έκδοση του ν. 2685/1999, οι ενάγοντες Α. Κ. και Β. Κ., άσκησαν, μαζί με άλλους μετόχους, την από 17.2.2000 αγωγή αποζημίωσης, με την οποία, επικαλούμενοι ότι εξαιτίας των ως άνω παράνομων αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας “Α. Χ.” υπέστησαν την προσδιοριζόμενη για τον καθένα τους ζημία, ως μέτοχοι της άνω εταιρίας, ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται να καταβάλει στον καθένα τους τα αναφερόμενα ποσά. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 6896/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Α., με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, πλην όμως μετά εκατέρωθεν εφέσεις εκδόθηκε η 1411/2008 απόφαση του Εφετείου Α., με την οποία κρίθηκε ότι για το παραδεκτό άσκησης αγωγής αποζημίωσης με βάση το άρθρο 28 του ν. 2685/1999 πρέπει να μην έχει ασκηθεί προηγουμένως αγωγή αποζημίωσης, ενώ οι ενάγοντες είχαν ασκήσει ήδη την ένδικη από 29.5.2001 αγωγή αποζημίωσης. Για το λόγο αυτό έγιναν δεκτές οι εφέσεις των αντιδίκων των εναγόντων, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, κρατήθηκε η υπόθεση και απορρίφθηκε εν τέλει η νέα αυτή αγωγή ως απαράδεκτη. Κατά συνέπεια, τόσο ο πρώτος, από το άρθρο 559 αρ. 16 του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι υφίσταται δεδικασμένο εις βάρος τους από την άνω απόφαση του ΣτΕ, όσο και οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι για το νόμω βάσιμο της αγωγής τους απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά αφενός μεν παράνομη υπαγωγή της εταιρίας στις διατάξεις του Ν. 1336/1983 και αφετέρου παράνομη αύξηση του κεφαλαίου της εταιρίας, είναι βάσιμοι, λόγω δε της αναιρετικής εμβέλειας των λόγων αυτών, ως προς την κύρια βάση της αγωγής, παρέλκει η εξέταση του τέταρτου, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες αιτιώνται την προσβαλλόμενη για παράβαση των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθώς και του πέμπτου, από τον αρ. 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες αιτιώνται την προσβαλλόμενη για παραβίαση του δεδικασμένου που απορρέει από τις αποφάσεις ΕφΑθ 4906/1995, Ολ.ΑΠ 14/1999 και Ολ.ΑΠ 31/2002, τις οποίες επικαλέστηκαν και προσκόμισαν με τις προτάσεις τους και οι οποίες έκριναν μεταξύ των ίδιων διαδίκων το ίδιο ζήτημα της παρανομίας των αυξήσεων κεφαλαίου της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας «Α. Χ. Α.”. Κατόπιν αυτών πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το σκέλος που αφορά στην κύρια βάση της αγωγής. Κατά το άρθρο 904 ΑΚ, “Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε η αιτία παράνομη ή ανήθικη”. Κατά την έννοια του εδαφίου β’ περ. α’ του άρθρου αυτού, η υποχρέωση αυτή γεννιέται και σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης, δηλαδή εκείνης που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος από το λήπτη και που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Βασική προϋπόθεση της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι η ύπαρξη άμεσης περιουσιακής μετακίνησης μεταξύ του πλουτισμού του λήπτη και της ζημίας άλλου, δηλαδή, για να στηριχθεί αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό, πρέπει να υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής ή της ζημίας του ενάγοντος και του πλουτισμού του εναγομένου, η οποία δεν υφίσταται στην περίπτωση που παρεμβάλλεται και άλλη, τρίτη περιουσία, υπό την έννοια ότι η περιουσιακή μετακίνηση πρέπει να πραγματοποιείται από την περιουσία του ζημιωθέντος στην περιουσία του πλουτίσαντος, χωρίς την παρεμβολή τρίτου προσώπου, που να ενεργεί για δικό του λογαριασμό. Πρέπει δε επιπλέον να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πλουτισμού του εναγομένου και της ζημίας του ενάγοντος και να μην υφίσταται νόμιμη αιτία της περιουσιακής μετακινήσεως (ΑΠ 858/2020, ΑΠ 51/2016, ΑΠ 1325/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, οι αναιρεσείοντες με την από 29-5-1991 αγωγή τους προέβαλαν, επικουρικά, κατά καθενός των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων (ΟΑΕ και ΕΤΕ) αίτημα επιδικάσεως των αναφερομένων ποσών, λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού τους. Ειδικότερα, ισχυρίσθηκαν ότι καθένας των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων απέκτησε άνευ αιτίας, άλλως με αιτία παράνομη, και είναι κομιστής ενός αριθμού μετοχών της εταιρίας, άρα και αντίστοιχο ποσοστό εταιρικής περιουσίας, χωρίς ισόποση και εύλογη (βάσει της καθαρής θέσεως και της πραγματικής περιουσιακής κατάστασης της εταιρίας) καταβολή και σε βάρος των παλαιών μετόχων, που έχουν μετατραπεί σε σχεδόν μηδενικούς μετόχους και με τον τρόπο αυτό κατέστη πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας τους. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι ο δεύτερος και η τρίτη των εναγομένων οφείλουν να τους καταβάλουν ο καθένας τα ποσά που εκθέτουν στην αγωγή τους και κατά τα οποία ποσά αυτοί κατέστησαν αδικαιολογήτως πλουσιότεροι εις βάρος της περιουσίας τους. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η 1926/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Α., με την οποία απορρίφθηκε η άνω επικουρική βάση της ένδικης αγωγής ως μη νόμιμη. Κατά της απόφασης αυτής του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου οι ενάγοντες άσκησαν την από 5.11.2010 έφεση, με τον τρίτο λόγο της οποίας ισχυρίζονταν ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ειδικά των διατάξεων των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή τους κατά τη δεύτερη επικουρική της βάση, τη στηριζόμενη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τον λόγο αυτό της έφεσης των εναγόντων ως αβάσιμο, με τις ακόλουθες σκέψεις και παραδοχές: “Οι ενάγοντες – εκκαλούντες στην αγωγή τους εκθέτουν ότι οι β και γ εναγόμενοι (ΟΑΕ και Εθνική Τράπεζα) απέκτησαν χωρίς νόμιμη αιτία, άλλως για αιτία παράνομη μετοχές της εταιρείας, άρα και αντίστοιχο ποσοστό εταιρικής περιουσίας, χωρίς ισόποση και εύλογη καταβολή και σε βάρος των παλαιών μετόχων, η συμμετοχή των οποίων στο μετοχικό κεφάλαιο και συνακόλουθα στην περιουσία της εταιρείας είχε εκμηδενιστεί συνεπεία των αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας. Σύμφωνα με τα ανωτέρω υπέρ των εφεσιβλήτων – εναγομένων δεν πραγματοποιήθηκε πλουτισμός άμεσα και απευθείας από την περιουσία των εκκαλούντων – εναγόντων αλλά μεσολάβησε η περιουσία τρίτου προσώπου, και συγκεκριμένα της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “….”. Η εκκαλούμενη επομένως που δέχθηκε ομοίως ότι η επικουρική βάση της αγωγής στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη ορθά το νόμο εφάρμοσε και ο σχετικός τρίτος λόγος έφεσης των εκκαλούντων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος”. Με τις παραδοχές αυτές της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το Εφετείο ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία για την ύπαρξη αξίωσης με βάση αυτήν απαιτείται ο πλουτισμός του λήπτη και η ζημία του άλλου να προκύπτουν από το ίδιο γεγονός, δηλαδή την ίδια, άμεση περιουσιακή μετακίνηση, χωρίς να παρεμβάλλεται τρίτη περιουσία, όπως εν προκειμένω, που, με βάση τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, ο επικαλούμενος πλουτισμός των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων δεν πραγματοποιήθηκε άμεσα και απευθείας από την περιουσία των εναγόντων αλλά μεσολάβησε η περιουσία τρίτου προσώπου και συγκεκριμένα της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “….”, ενόψει και του ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η αύξηση αυτή καλύφθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος με συμψηφισμό απαιτήσεων δανειστών της εταιρείας και του ΟΑΕ, οι οποίοι και έλαβαν τις νέες μετοχές. Κατά συνέπεια, ο έκτος και τελευταίος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 599 αρ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Με τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, το οποίο προστέθηκε με τα άρθρα. 12 παρ. 4 του ν. 4045/2012 και 65 παρ. 1 του ν. 4139/2013, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ορίζεται ότι, αν αναιρεθεί η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση μετά από πρώτη αναίρεση, δεν γίνεται δεύτερη παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει την ουσία της υπόθεσης, η οποία εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα. Επομένως, σε περίπτωση δεύτερης αναιρετικής αποφάσεως για την ίδια υπόθεση, ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δυνατότητα εκ νέου παραπομπής στο δικαστήριο της ουσίας, αλλά οφείλει να κρατήσει και να δικάσει την υπόθεση κατ` ουσίαν, λειτουργώντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Δεν προχωρεί όμως αμέσως μετά την αναίρεση της απόφασης στην ουσιαστική εκδίκαση της υποθέσεως, έστω και αν οι διάδικοι, εν όψει της συζητήσεως της αναιρέσεως και υπό την προϋπόθεση παραδοχής αυτής, έχουν καταθέσει προτάσεις και για την ουσία της υποθέσεως, εφόσον δεν υφίσταται και δεν νοείται υπό την ισχύ των προαναφερομένων διατάξεων ενοποιημένο στάδιο συζητήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως και της ουσίας της υποθέσεως. Το αναιρετικό τμήμα, το οποίο, όταν δικάζει κατ` ουσία την υπόθεση που εισάγεται προς συζήτηση με κλήση από τον επιμελέστερο των διαδίκων, οφείλει να τηρεί τις διατάξεις των άρθρων 581 παρ. 2 και 570 παρ. 2 ΚΠολΔ, συζητεί την υπόθεση εντός των ορίων που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, εφόσον όμως κατατεθούν προτάσεις σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 524 παρ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ και, μετά την αναίρεση, παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να υποβάλουν νέους ισχυρισμούς και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υποθέσεως συμφώνως προς τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις (ΑΠ 293/2021, ΑΠ 738/2019, ΑΠ 1123/2017).
Συνεπώς, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε, αφενός μεν μετά την 14/1999 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η 2251/1993 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Α., και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, ως προς τους πρώτο και τρίτη των εναγομένων, αφετέρου δε μετά την 795/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η 8447/1994 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Α. και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, ως προς τον δεύτερο των εναγομένων, πρέπει να κρατηθεί, συμφώνως προς τα εκτεθέντα στη προηγηθείσα νομική πρόταση, η υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση στο Τμήμα τούτο σε νέα συζήτηση, η οποία θα λάβει χώρα κατόπιν κλήσεως του επιμελεστέρου των διαδίκων και να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους αναιρεσείοντες (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της από 29 Μαϊου 2015 αίτησης για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2755/2012 απόφασης του Εφετείου Α., ως προς τους υπ’ αριθ. 2α και β των αναιρεσειόντων, ήτοι τους Κ. Κ. του Γ. και Δ. θυγατέρα Γ. Κ..
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθ. 2755/2012 απόφαση του Εφετείου Α., ως προς τους υπόλοιπους (παρισταμένους) αναιρεσείοντες, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος και δη κατά την κύρια βάση της από 29-5-1991 αγωγής των αναιρεσειόντων.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση σε νέα συζήτηση μετά από επίσπευση του επιμελέστερου των διαδίκων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους αναιρεσείοντες του κατατεθέντος παραβόλου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην …, στις 23 Ιουνίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην …, στις 30 Μαΐου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 791/2023 Η διάγνωση του ΣτΕ ως προς το εκάστοτε κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτημα δεσμεύει τον πολιτικό δικαστή. Επομένως, γεννάται δεδικασμένο και για τα πολιτικά δικαστήρια, μόνο όμως ως προς τα διοικητικής φύσεως ζητήματα που κρίθηκαν από το ΣτΕ.
Πηγή :