ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Βαρβάρα Πάπαρη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Ιανουαρίου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Π. A. Α..Ε.., που εδρεύει στη Λάρισα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ……., με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών και στην προκειμένη περίπτωση από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας(Δ.Ο.Υ.) Καρδίτσας. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Θεόδωρο Στριλάκο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-6-2013 ανακοπή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 204/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 164/2019 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16-7-2020 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό 164/2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων. Με την απόφαση αυτή, αφού συνεκδικάσθηκαν α) η από 30-12-2015 έφεση της ήδη αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας κατά της με αριθμό 204/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, β) η από 22-5-2017 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση της αναιρεσείουσας, με την ενωμένη σ’αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή, καθώς και γ) η από 18-9-2017 πρόσθετη παρέμβαση της “Ε. Α. Σ. Κ.” υπέρ της αναιρεσείουσας και κατά του ήδη αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες η ως άνω ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση της αναιρεσείουσας, με την ενωμένη σ’ αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή, καθώς και η πρόσθετη παρέμβαση, και κατ’ ουσίαν η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε γίνει δεκτή η ανακοπή του αναιρεσιβλήτου κατά της αναιρεσείουσας. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 Κ.Πολ.Δ), είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577 παρ.3 Κ.Πολ.Δ).
2. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 81 παρ.3 και 558 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η αναίρεση δεν απευθύνεται κατά του προσθέτως παρεμβάντος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν κατά τη δίκη εκείνη ανέλαβε το δικαστικό αγώνα, οπότε κατέστη κύριος διάδικος, ή η αναίρεση αφορά την πρόσθετη παρέμβαση, καθώς και στην περίπτωση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο προσθέτως παρεμβαίνων καλείται στη συζήτηση της αναίρεσης, άλλως αυτή (συζήτηση) κηρύσσεται απαράδεκτη, τούτο δε λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 4/2020). Αν όμως η πρόσθετη παρέμβαση απορρίφθηκε ή κηρύχθηκε (χωρίς να επαναληφθεί) απαράδεκτη η συζήτησή της, ο παρεμβάς δεν καλείται στις περαιτέρω διαδικαστικές πράξεις (ΑΠ 2192/2013, ΑΠ 1117/2003). Περαιτέρω, η διαδικαστική προϋπόθεση, της συνδρομής εννόμου συμφέροντος, συνιστά ουσιαστική προϋπόθεση παροχής δικαστικής προστασίας, η δε παραβίασή της εμπίπτει στον με αρ. 1 αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και όχι στον αναιρετικό λόγο με αρ. 14 του ίδιου άρθρου, ο οποίος ανακύπτει μόνο όταν το δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχει τα στοιχεία που δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (Ολ.ΑΠ 25/2008). Ο προβλεπόμενος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εσωτερικού ή διεθνούς, στοιχειοθετείται όταν, με βάση τις ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης, ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται παρότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή όταν εφαρμόζεται χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, καθώς και όταν εφαρμόζεται εσφαλμένα, η δε σχετική παραβίαση εκδηλώνεται είτε με εσφαλμένη ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή αυτού, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 14/2015,ΟλΑΠ 7/2006,ΟλΑΠ 4/2005, ΑΠ 132/2022). Τέλος, για την άσκηση της αναίρεσης, όπως και για κάθε κατ’ ιδίαν λόγο αυτής, ο αναιρεσείων πρέπει να έχει έννομο συμφέρον (άρθρα 68 και 556 ΚΠολΔ). Η ύπαρξη ή η ανυπαρξία αυτού κρίνεται από την πλημμέλεια που αποδίδεται με το αναιρετήριο στην προσβαλλομένη απόφαση και από την βλάβη, που υφίσταται ο αναιρεσείων από την πλημμέλεια αυτή. Για το ορισμένο, επομένως, του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης είναι απαραίτητο να αναφέρονται στο αναιρετήριο τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η ως άνω βλάβη, διαφορετικά ο λόγος της αναίρεσης είναι αόριστος (ΑΠ 838/2013).
3. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επιτρεπτή, κατ’ άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, εκτίμηση του περιεχομένου των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, προκύπτουν τα εξής: Το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, με την ασκηθείσα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας από 5-3-2014 ανακοπή του κατά της με αριθμ. ………/29-5-2013 αρνητικής δήλωσης της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Π. Α. Α..Ε.., εξέθετε ότι δυνάμει του αναφερόμενου σ’ αυτήν κατασχετηρίου εγγράφου της ΔΟΥ Καρδίτσας και για ληξιπρόθεσμες οφειλές έναντι αυτού της Ε. Α. Σ. Κ., ποσού 16.665.941,53 ευρώ, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας ως τρίτης, η οποία προέβη εμπρόθεσμα στην υποβολή της προσβαλλόμενης ως άνω δήλωσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, με την οποία, ισχυριζόμενη ολοσχερή εξόφληση των οφειλών της προς την καθής η εκτέλεση, που προέρχονταν από τη μεταξύ τους σύμβαση μίσθωσης, αρνήθηκε την ύπαρξη οποιασδήποτε οφειλής της προς την ανωτέρω οφειλέτρια του Ελληνικού Δημοσίου. Επικαλούμενο δε, ότι η ανωτέρω με αριθμ. ……../29-5-2013 αρνητική δήλωση της αναιρεσείουσας δεν ήταν αληθής και δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, ζήτησε: α) να κηρυχθεί αυτή άκυρη ως ανακριβής και β) να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα να καταβάλλει σε αυτό τα κατασχεθέντα μισθώματα, βάσει της επιβληθείσας κατάσχεσης και αφορούσαν την χρονική περίοδο 2012-2013, ποσού 261.800 ευρώ, καθώς και οποιοδήποτε άλλο ποσό οφείλει ή πρόκειται να οφείλει στο μέλλον στην οφειλέτρια Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Καρδίτσας. Κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο έκρινε την ανακοπή ως νόμω και ουσία βάσιμη, η αναιρεσείουσα άσκησε έφεση, ενώ, με ιδιαίτερο δικόγραφο, ανακοίνωσε τη δίκη και προσεπικάλεσε, για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, την υπό εκκαθάριση τελούσα δευτεροβάθμια συνεταιριστική οργάνωση με την επωνυμία “………………… Καρδίτσας” να παρέμβει στην ανοιγείσα δίκη, ζητώντας, σε περίπτωση ήττας της, να υποχρεωθεί η προσεπικαλούμενη να της καταβάλει, το ποσό των 261.800 ευρώ που θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο. Ακολούθως η καθ’ης η προσεπίκληση, με ιδιαίτερο δικόγραφο, παρενέβη προσθέτως υπέρ της αναιρεσείουσας και κατά του αναιρεσιβλήτου. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, την με αριθμό 164/2019 τελεσίδικη απόφασή του, με την οποία, αφού συνεκδίκασε τα παραπάνω δικόγραφα, απέρριψε την ως άνω ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση σε παρέμβαση μετά παρεμπίπτουσας αγωγής ως απαράδεκτη, διότι ασκήθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και την πρόσθετη παρέμβαση ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος του ασκούντος αυτήν και ειδικότερα “διότι, με την αρνητική δήλωση της εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας δεν συντρέχει περίπτωση προστασίας ιδιαίτερου δικαιώματος της προσθέτως παρεμβαίνουσας, ούτε κίνδυνος δημιουργίας σε βάρος της νομικής υποχρέωσης συνεπεία της δεσμευτικότητας και εκτελεστότητας της μέλλουσας να εκδοθεί απόφασης, αλλά ούτε και κίνδυνος δημιουργίας αντανακλαστικών συνεπειών”.
4. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παρά το νόμο απορρίψεως από το εφετείο ως απαράδεκτης της πρόσθετης παρέμβασης της “Ε. Α. Σ. Κ.”, πλην, όμως, η αναιρεσείουσα, δεν αναφέρει στο αναιρετήριο κανένα περιστατικό, από το οποίο να προκύπτει το έννομο συμφέρον της για την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την εν λόγω διάταξή της, ενόψει μάλιστα του ότι μόνη η απόρριψη της πρόσθετης παρέμβασης, με βάση τα προεκτιθέμενα, ουδεμία συνεπάγεται για την αναιρεσείουσα βλαπτική συνέπεια. Επομένως ο από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης (κατά τη νοηματική εκτίμηση του λόγου), είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας. Σημειώνεται ότι η ως άνω προσθέτως παρεμβάσα, της οποίας η παρέμβαση απορρίφθηκε, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν κλητεύεται στην παρούσα δίκη.
5. Σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 ΚΕΔΕ (ν.δ 356/1974), η κατάσχεση στα χέρια τρίτων, χρηματικών απαιτήσεων, καρπών και άλλων κινητών πραγμάτων, οφειλέτη του Δημοσίου, ενεργείται από το διευθυντή του δημόσιου ταμείου με κατασχετήριο έγγραφο, κοινοποιούμενο στον τρίτο. Σύμφωνα με το αρθρ. 32 παρ. 1 εδ. α ΚΕΔΕ, αν ο τρίτος δεν οφείλει τίποτε ή δεν οφείλει όλα τα αναφερόμενα στο κατασχετήριο έγγραφο του Δημοσίου χρήματα ή και άλλα πράγματα ή δεν υποχρεούται σε άμεση απόδοση αυτών, λόγω υφιστάμενων μεταξύ αυτού και του οφειλέτη συμφωνιών ή από άλλο νόμιμο λόγο, οφείλει, να δηλώσει αυτό, εντός 8 ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου. Επιπλέον, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 ΚΕΔΕ “Η γενομένη επί τη κατασχέσει του Δημοσίου δήλωσις εκ μέρους μισθωτών ή υπομισθωτών, περί προκαταβολικής εξοφλήσεως ή εκχωρήσεως μισθωμάτων, ισχύει διά το Δημόσιον μόνον εφ’ όσον ούτοι είχον προβή εις δήλωσιν προς την Εφορίαν προ της επιβολής της κατασχέσεως και προσκομίζουν σχετικήν, περί τούτου, βεβαίωσιν”.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 33 του ΚΕΔΕ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 67 παρ. 1 του ν. 3842/2010, “εάν ο τρίτος δεν προβεί σε δήλωση ή προβεί εκπρόθεσμα ή χωρίς την τήρηση του τύπου που προβλέπεται από το άρθρο 32 του παρόντος, λογίζεται οφειλέτης του Δημοσίου για το σύνολο της απαίτησης, για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση, εκτός αν αυτός αποδείξει ότι δεν οφείλει στον καθ’ ου το άρθρο 32 του παρόντος, ή ότι η οφειλή του είναι μικρότερη από την απαίτηση του Δημοσίου, οπότε απαλλάσσεται ή ευθύνεται μέχρι του ύψους της οφειλής του, κατά περίπτωση”.
Το τεκμήριο αυτό δημιουργείται μόνο στις ως άνω αναφερόμενες τρεις περιπτώσεις του άρθρου 33 του ΚΕΔΕ και όχι όταν η δήλωση του τρίτου δεν περιέχει κάποιο από τα στοιχεία, την αναφορά των οποίων αξιώνει όχι η διάταξη του άρθρου 32 του ΚΕΔΕ, αλλά η διάταξη του άρθρου 985 ΚΠολΔ, η οποία, κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται και στη διοικητική εκτέλεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 89 του ΚΕΔΕ. Επομένως, η ανακριβής δήλωση του τρίτου και εν γένει η ουσιαστικά αναληθής δήλωση αυτού, πέραν από την προς αποζημίωση ευθύνη αυτού έναντι του κατασχόντος (985 παρ.3 εδ. β’ ΚΠολΔ), χορηγεί στον κατασχόντα, όπως και η αρνητική δήλωση, δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά της δηλώσεως αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 34 του ΚΕΔΕ και 986 ΚΠολΔ και να ζητήσει την καταδίκη του τρίτου στην καταβολή του κατασχεθέντος ποσού ή στην παράδοση του κατασχεθέντος πράγματος, μη αποκλειομένης και της σώρευσης στο ίδιο δικόγραφο της ανακοπής και της αξίωσης περί αποζημίωσης (ΑΠ 1120/2022, ΑΠ 624/2021, ΑΠ 185/1990), εφόσον αποδεικνύεται ζημία του κατασχόντα.
Ανακριβής είναι η δήλωση του τρίτου είτε πρόκειται για την απόκρυψη της ύπαρξης της οφειλής είτε πρόκειται για την αναληθή ή μη πλήρη έκθεση επιμέρους πραγματικών περιστατικών που περιγράφουν τη σχέση του καθού η εκτέλεση με τον τρίτο (ΑΠ 1261/2019). Με την ανωτέρω ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ δημιουργείται μεταξύ κατασχόντος και τρίτου δίκη, στην οποία εισάγεται προς εκδίκαση η έναντι του τρίτου απαίτηση του καθ’ ου η κατάσχεση, που αποτελεί και το κύριο αντικείμενο της δίκης. Αντικείμενο της ανακοπής, δηλαδή, είναι το αν οφείλει και κατά ποιο ποσό ο τρίτος στον οφειλέτη του κατασχόντα δανειστή. Σύμφωνα με το άρθρο 990 ΚΠολΔ, αν η ανακοπή του άρθρου 986 γίνει δεκτή, το δικαστήριο με την απόφασή του υποχρεώνει τον τρίτο να καταβάλει το κατασχεμένο ποσό ή να παραδώσει το πράγμα, τηρούνται όμως οι διατάξεις του άρθρου 988 του ίδιου κώδικα.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 1075/2019, ΑΠ 708/2017, ΑΠ 667/2016). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός να παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή αν υπάρχει λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ.Συνεπώς, η εκτίμηση των αποδείξεων δεν ανήκει στη σφαίρα του αναιρετικού ελέγχου, ακόμη και υπό την επίφαση της έλλειψης νόμιμης βάσης (ΑΠ 514/2018,ΑΠ 34/2017).
6. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, ερευνώντας τον τέταρτο λόγο εφέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα, ως εκκαλούσα, επανέφερε τον ισχυρισμό της περί εξόφλησης της οφειλής της από μισθώματα έναντι της οφειλέτριας του αναιρεσιβλήτου-εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, Ε. Α. Σ. Κ., διότι τα μισθώματα της εκκοκκιστικής περιόδου 2012-2013, ποσού 261.800 ευρώ, είχαν ήδη καταβληθεί σε αυτήν και συνεπώς δεν υφίστατο έναντι της τελευταίας απαίτηση εις χείρας της προς κατάσχεση, δέχτηκε τα ακόλουθα: “…Η εδρεύουσα στην Καρδίτσα ……………… (Ε.Α.Σ.Κ.) οφείλει στη ΔΟΥ Καρδίτσας ληξιπρόθεσμα χρέη συνολικού ύψους 16.665.941,53 ευρώ με βάση τον από 17-5-2013 και με α/α ……../2013 πίνακα χρεών, όπου αυτά αναφέρονται αναλυτικώς ως προς τη φύση τους (φόρος εισοδήματος, ΦΠΑ, διάφορα πρόστιμα, εισφορές υπέρ ΕΛΓΑ, τέλη, Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.). Με το από … ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως εκκοκκιστηρίου μεταξύ της ανωτέρω ………………. και της καθ’ ης η ανακοπή – εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Π. Α. Α..Ε.., που έχει κατατεθεί στη ΔΟΥ την 19-10-2009 με αριθμό ………, η αρμόδια ΔΟΥ γνώριζε, ότι η παραπάνω οφειλέτης του Ελληνικού Δημοσίου έχει λαμβάνειν από το μίσθωμα της εκκοκκιστικής περιόδου 2012-2013 το ποσό των 261.800 ευρώ, καταβλητέο σε δύο ισόποσες δόσεις, την 30/5 η πρώτη και την 31/07 η δεύτερη. Η εξόφληση του μισθώματος για το ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν αποδείχθηκε από τις προσκομισθείσες σε φωτοαντίγραφα επιταγές με ημερομηνίες έκδοσης 2011-2012, καθόσον λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα τους δεν προκύπτει ότι αυτές δόθηκαν προς εξόφληση του μισθώματος της χρονικής περιόδου 2012-2013, επιπλέον δε τα αναγραφόμενα στις οκτώ επιταγές ποσά δεν συμπίπτουν ούτε ως προς το χρόνο έκδοσης και πληρωμής αυτών κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο των ετών 2011 και 2012 αλλά ούτε και ως προς το ύψος τους με το οφειλόμενο μίσθωμα, που θα έπρεπε να καταβληθεί. Εξάλλου, το κατασχεθέν μίσθωμα με το με αριθμ. ………./17-5-2013 κατασχετήριο, που επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή – εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία την 21-5-2013 ήταν, όπως προαναφέρθηκε, καταβλητέο σε δύο δόσεις, εκ των οποίων η πρώτη την 30/5 και η δεύτερη την 31/7 του 2013, ήτοι σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της επιβληθείσας κατάσχεσης εις χείρας τρίτου και συνεπώς ο ισχυρισμός της καθ’ ης η ανακοπή – εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας περί προεξόφλησης του μισθώματος έρχεται σε αντίθεση με τα συμφωνηθέντα με την Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Καρδίτσας αλλά και με τις επιτόπιες συνήθειες, που θέλουν το μίσθωμα των εκκοκκιστηρίων να καταβάλλεται στο τέλος κάθε εκκοκκιστικής περιόδου και όχι κατά την έναρξη της. Πέραν των ανωτέρω, η καθ’ ης η ανακοπή – εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία προέβη στη με αριθμ. ………./29-5-2013 αρνητική δήλωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Καρδίτσας, χωρίς ωστόσο η ως άνω αρνητική δήλωση να έχει περιβληθεί τον προβλεπόμενο συστατικό τύπο από το άρθρ. 32 παρ. 2 ΚΕΔΕ, σύμφωνα με το οποίο “η γενομένη επί τη κατασχέσει του Δημοσίου δήλωσις εκ μέρους μισθωτών ή υπομισθωτών, περί προκαταβολικής εξοφλήσεως ή εκχωρήσεως μισθωμάτων, ισχύει διά το Δημόσιον μόνον εφ’ όσον ούτοι είχαν προβή εις δήλωσιν προς την Εφορίαν προ της επιβολής της κατασχέσεως και προσκομίζουν σχετικήν, περί τούτου βεβαίωσιν” και ως εκ τούτου δεν παράγει τις έννομες συνέπειες που θα επέφερε αν είχε συνταχθεί νομότυπα. Όλα λοιπόν τα περί αντιθέτου ισχυριζόμενα σε σχέση με τον ανωτέρω λόγο της ένδικης έφεσης εκ μέρους της καθ’ ης η ανακοπή – εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας πρέπει να απορριφθούν…”. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές του, το Εφετείο απέρριψε ως αβάσιμο τον παραπάνω τέταρτο λόγο εφέσεως της αναιρεσείουσας.
7. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον με σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 32 παρ.1 και 2 του ΚΕΔΕ και 985 και 990 ΚΠολΔ, κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι κατά τον χρόνο επιδόσεως του κατασχετηρίου (21-5-2013) δεν είχε εξοφληθεί το μίσθωμα της εκκοκκιστικής περιόδου 2012-2013 και, συνεπώς, η αρνητική δήλωση της αναιρεσείουσας ως τρίτης, ότι δεν υφίσταται απαίτηση της καθ’ης η εκτέλεση σε βάρος της, είναι ανακριβής, δεδομένου ότι, ειδικότερα, κατά τις ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης, α) με το από … ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως εκκοκκιστηρίου μεταξύ της καθής η εκτέλεση ………………… και της αναιρεσείουσας, που είχε κατατεθεί στη αρμόδια ΔΟΥ την 19-10-2009, το μίσθωμα της εκκοκκιστικής περιόδου 2012-2013, ανερχόμενο στο ποσό των 261.800 ευρώ, ήταν καταβλητέο σε δύο ισόποσες δόσεις, την 30/5/2013 η πρώτη και την 31/07/2013 η δεύτερη, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της επιβληθείσας κατάσχεσης στα χέρια της αναιρεσείουσας ως τρίτης, β) δεν αποδείχθηκε ότι οι προσκομισθείσες από την αναιρεσείουσα επιταγές με ημερομηνίες έκδοσης 2011-2012 δόθηκαν προς εξόφληση του μισθώματος της χρονικής περιόδου 2012-2013, όπως ισχυρίστηκε η αναιρεσείουσα, γ) η προεξόφληση του μισθώματος έρχεται σε αντίθεση με τις επιτόπιες συνήθειες, που θέλουν το μίσθωμα των εκκοκκιστηρίων να καταβάλλεται στο τέλος κάθε εκκοκκιστικής περιόδου και όχι κατά την έναρξή της, και δ) σε περίπτωση που υπήρξε προκαταβολή μισθώματος δεν προκύπτει σχετική δήλωση στην Εφορία πριν την επιβολή της κατάσχεσης. Τα ως άνω γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά πληρούν το πραγματικό των ανωτέρω διατάξεων, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε εκ πλαγίου, στηρίζουν το αίτημα της ανακοπής και δικαιολογούν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή την έννομη συνέπεια που το δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη την έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, είναι αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων είναι απαράδεκτες, καθόσον δεν εμπίπτουν στη σφαίρα του αναιρετικού ελέγχου.
8. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 20 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου (σφάλμα ανάγνωσης), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα, που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση των γεγονότων, που εκφεύγει, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. του αναιρετικού ελέγχου (Α.Π. 630/2020). Για να ιδρυθεί ο λόγος αυτός πρέπει το δικαστήριο να κατέληξε σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα λόγω της παραμόρφωσης, αυτό δε συμβαίνει όταν για την απόδειξη η ανταπόδειξη του ουσιώδους ισχυρισμού, στηρίχθηκε αποκλειστικά στο έγγραφο, που παραμορφώθηκε (ΑΠ 1435/2018) ή κυρίως σ’ αυτό γιατί το συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλά εξήρε με την απόφαση την αποδεικτική του βαρύτητα (Ολ. ΑΠ 2/2008, ΑΠ 464/2019, ΑΠ 763/2018).
9. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των προσκομισθεισών σε φωτοαντίγραφα επιταγών με ημερομηνίες έκδοσης 2011-2012, δεχόμενο ότι δεν προκύπτει ότι αυτές δόθηκαν προς εξόφληση του μισθώματος της εκκοκκιστικής περιόδου 2012-2013, ενώ από όλα τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία προέκυπτε ότι αυτές πράγματι δόθηκαν προς εξόφληση του ως άνω μισθώματος και πληρώθηκαν. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, αφού η αναιρεσείουσα αποδίδει στο Εφετείο, όχι διαγνωστικό σφάλμα ως προς το αληθές περιεχόμενο των ανωτέρω επιταγών, δηλαδή ότι δέχθηκε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στις επιταγές, αλλά εσφαλμένη κρίση ως προς την ερμηνεία, εκτίμηση και αξιολόγηση του περιεχομένου τους και μη συναγωγή του ορθού, κατ’ αυτήν, αποδεικτικού πορίσματος. Η αποδιδόμενη, όμως, εσφαλμένη εκτίμηση ως προς τα συναγόμενα, από την αξιολόγηση του περιεχομένου των επιταγών μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, πραγματικά περιστατικά, δεν ιδρύει τον εκ του αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο, αφού πρόκειται για αιτίαση αναγομένη στην αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση πραγμάτων. Επομένως, ο εξεταζόμενος, από τον αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος.
10. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει ν’ απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου αυτής στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός του , πρέπει να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως κατά το μέτρο του άρθρου 28 παρ. 5 ν. 2579/1998 , όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-7-2020 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Π. Α. Α..Ε..” για αναίρεση της υπ’αριθμ.164/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Μαΐου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Ιουνίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ