ΑΠΟΦΑΣΗ
Association of People of Silesian Nationality κατά Πολωνίας της 14.03.2024 (αρ. προσφ. 22415/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το προσφεύγον, Association of People of Silesian Nationality, είναι ένα σωματείο, το οποίο εγγράφηκε το 2011 και τέθηκε υπό εκκαθάριση το 2016.
Η Σιλεσία είναι μια ιστορική περιοχή που βρίσκεται σήμερα στη νοτιοδυτική Πολωνία. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 σχεδόν μισό εκατομμύριο άνθρωποι δήλωσαν ότι έχουν πολωνική και «σιλεσιανή» εθνικότητα. Τα εθνικά δικαστήρια διέταξαν τη διάλυση του σωματείου το 2015. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κρίνει ειδικότερα ότι το όνομα του σωματείου, το οποίο κατά την άποψή του συνδεόταν με ένα ανύπαρκτο έθνος, θα ήταν παραπλανητικό για το κοινό.
Επικαλούμενος το άρθρο 11 (ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι) της ΕΣΔΑ, το προσφεύγον σωματείου κατήγγειλε ότι η απόφαση για τη διάλυσή του ήταν αυθαίρετη.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν έχει αποδειχθεί από τις εθνικές αρχές ότι το όνομα του προσφεύγοντος σωματείου και η διατύπωση των δύο διατάξεων του καταστατικού του που αναφέρονται στην «εθνικότητα της Σιλεσίας» θα μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή για τη δημόσια τάξη. Ούτε αποδείχθηκε ότι οι περιορισμοί που εφαρμόστηκαν στην παρούσα υπόθεση, δηλαδή η διάλυση του σωματείου, επιδίωκαν μια «πιεστική κοινωνική ανάγκη».
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 11 της Σύμβασης).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 11
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Το προσφεύγον σωματείο, Stowarzyszenie Osób Narodowości Śląskiej w likwidacji, είναι μία πολωνική ένωση, καταχωρισμένος το 2011, ο οποίος τέθηκε υπό εκκαθάριση το 2016. Τα πολωνικά δικαστήρια διέταξαν τη διάλυσή του.
Η Σιλεσία (Śląsk) είναι μια ιστορική περιοχή που βρίσκεται τώρα στη ΝΔ Πολωνία. Ήταν αρχικά μια πολωνική επαρχία που ανήκε στο Στέμμα της Βοημίας το 1335. Πέρασε στο Στέμμα του Οίκου των Αψβούργων το 1526 και προσαρτήθηκε στην Πρωσία το 1742 σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βερολίνου.
Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919 προέβλεπε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για να καθοριστεί εάν η Άνω Σιλεσία θα έπρεπε να παραμείνει Γερμανική ή να περάσει στην Πολωνία. Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 1921 ήταν ευνοϊκά για τη Γερμανία, εκτός από το ανατολικότερο τμήμα της Άνω Σιλεσίας. Μετά από μια ένοπλη εξέγερση των Πολωνών το 1922, η Κοινωνία των Εθνών συμφώνησε σε μια διαίρεση της περιοχής αυτής. Το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής περιοχής, συμπεριλαμβανομένου του Κατοβίτσε, πέρασε στην Πολωνία.
Στον απόηχο του Συμφώνου του Μονάχου του 1938, το μεγαλύτερο μέρος της Τσεχικής Σιλεσίας χωρίστηκε μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας. Μετά τη γερμανική κατάκτηση της Πολωνίας το 1939, ολόκληρη η πολωνική Σιλεσία προσαρτήθηκε στη Γερμανία.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα προ του 1938 σύνορα μεταξύ Πολωνίας και Τσεχοσλοβακίας αποκαταστάθηκαν. Το δυτικό όριο της Πολωνίας μεταφέρθηκε στους ποταμούς Όντερ και Λουσατιάν Νάισε. Στην πραγματικότητα, όλη η πρώην Γερμανική Σιλεσία ανατολικά του Λουσατιανού Neisse ενσωματώθηκε στην Πολωνία, ενώ μόνο ένας μικρός τομέας της Κάτω Σιλεσίας δυτικά του Neisse παρέμεινε εντός του πρώην ανατολικογερμανικού ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας (βλ. Gorzelik κ.α. κατά Πολωνίας [GC], αρ. 44158/98, § 13).
Το 2011 διενεργήθηκε στην Πολωνία εθνική απογραφή πληθυσμού και κατοικιών. Σύμφωνα με την έκθεση απογραφής, 36.522.200 άνθρωποι δήλωσαν Πολωνοί, 430.798 δήλωσαν ότι είχαν τόσο πολωνική όσο και «σιλεσιανή» εθνικότητα και 375.635 δήλωσαν ότι είχαν μόνο «σιλεσιανή».
Στις 21 Δεκεμβρίου 2011, το Περιφερειακό Δικαστήριο του Οπόλε καταχώρισε το προσφεύγον σωματείο ως Ένωση Ανθρώπων Σιλεσιανής Εθνικότητας. Το δικαστήριο σημείωσε ότι η εγγραφή ήταν δυνατή, δεδομένου ότι το καταστατικό δεν περιελάμβανε τους όρους «έθνος της Σιλεσίας» ή «εθνική μειονότητα της Σιλεσίας» και αναφερόταν μόνο στην «εθνικότητα της Σιλεσίας». Επιπλέον, το σημείωμα περιείχε επίσης μια φράση που επιβεβαίωνε ότι το προσφεύγον σωματείο δεν επρόκειτο να καταχωρίσει εκλογικούς καταλόγους.
Την ίδια ως άνω ημερομηνία, το προσφεύγον σωματείο καταχωρίστηκε στο Εθνικό Μητρώο Δικαστηρίων και απέκτησε νομική προσωπικότητα.
Σε άγνωστη ημερομηνία, ο περιφερειακός εισαγγελέας του Opole άσκησε έφεση ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου του Opole κατά της απόφασης της 21.12.2011. Ο εισαγγελέας υποστήριξε ότι το προσφεύγον είχε εγγραφεί παρά το γεγονός ότι το καταστατικό του ήταν αντίθετο με το νόμο. Ειδικότερα, παραβίασε το άρθρο 2 του νόμου περί εθνικών και εθνοτικών μειονοτήτων και περιφερειακής γλώσσας (στο εξής: νόμος του 2005), καθόσον αναφερόταν στην «εθνικότητα της Σιλεσίας» και εξαρτούσε την ιδιότητα του μέλους της ένωσης από τη δήλωση ιθαγένειας η οποία δεν υφίστατο στην πολωνική έννομη τάξη.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 2012, το περιφερειακό δικαστήριο του Opole απέρριψε την έφεση του εισαγγελέα και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Σημείωσε ότι η απόφαση εγγραφής του προσφεύγοντος δεν είχε δημιουργήσει μια «εθνικότητα της Σιλεσίας» ή μια εθνική μειονότητα που δεν υπήρχε σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Επιπλέον, η εγγραφή του προσφεύγοντος σωματείου δεν θα επέτρεπε στους κατοίκους της Σιλεσίας να επωφεληθούν από τα προνόμια που παρέχονται στις εκλογικές επιτροπές των εγγεγραμμένων εθνικών μειονοτήτων. Πρώτον, το υπόμνημα του προσφεύγοντος περιείχε ρητή δήλωση που έλεγε ότι το σωματείο δεν θα εγγράψει εκλογικές επιτροπές. Δεύτερον, κατά την άποψη του περιφερειακού δικαστηρίου, μια ένωση προσώπων που δηλώνει ότι ανήκει σε ιθαγένεια μη περιλαμβανόμενη στον νόμο του 2005 δεν αποτελεί ένωση «εθνικής μειονότητας» κατά την έννοια του άρθρου 197 του εκλογικού κώδικα.
Ο περιφερειακός εισαγγελέας του Opole άσκησε αναίρεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επικαλούμενος το άρθρο 32 του Συντάγματος και το άρθρο 197 του εκλογικού κώδικα.
Στις 5 Δεκεμβρίου 2013, το Ανώτατο Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση της 7 Σεπτεμβρίου 2012 και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου του Opole. Επισήμανε ότι το δικαστήριο που προβαίνει στην καταχώριση ένωσης υποχρεούται να εξετάσει τη συμβατότητα του καταστατικού της ένωσης αυτής με τον νόμο, καθώς και αν πληρούνται ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις.
Το Ανώτατο Δικαστήριο συμφώνησε επίσης ότι οι ιδρυτές του σωματείου θα μπορούσαν να επιλέξουν το όνομά του. Ταυτόχρονα, το δικαστήριο τόνισε ότι αυτό το όνομα δεν πρέπει να είναι παραπλανητικό και δεν πρέπει να παρεμβαίνει στα δικαιώματα άλλων ανθρώπων. Στην παρούσα υπόθεση, μετά την εγγραφή του προσφεύγοντος σωματείου, εμφανίστηκαν άρθρα στα ΜΜΕ που υπονοούσαν ότι η ύπαρξη ενός «έθνους της Σιλεσίας» είχε επιβεβαιωθεί δικαστικά. Επομένως, η επωνυμία του προσφεύγοντος σωματείου ήταν παραπλανητική και μπορούσαν να συναχθούν ορισμένες συνέπειες από την ονομασία αυτή. Ειδικότερα, η αναγνώριση της ιθαγένειας της Σιλεσίας ενδέχεται να οδηγήσει στην αποδυνάμωση της ενότητας και της ακεραιότητας του πολωνικού κράτους. Το σωματείο μπορεί επίσης να επωφεληθεί από τα προνόμια που παρέχονται στις εθνικές μειονότητες από τον εκλογικό κώδικα, όπως η εξαίρεση από την απαίτηση ότι ένα κόμμα ή άλλη οργάνωση που συμμετέχει στις εκλογές πρέπει να λάβει τουλάχιστον το 5% των ψήφων προκειμένου να κερδίσει έδρες στο Κοινοβούλιο.
Το δικαστήριο παρέπεμψε περαιτέρω στην προγενέστερη νομολογία του και τόνισε ότι η ελευθερία επιλογής ιθαγένειας μπορεί να ασκηθεί μόνο σε σχέση με έθνη που υπήρχαν αντικειμενικά και δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο ιστορικής διαδικασίας. Στηρίχθηκε στην απόφαση του ΕΔΔΑ Gorzelik κ.α. και στις προηγούμενες αποφάσεις του που εκδόθηκαν σχετικά με το σωματείο αυτό.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το συμπέρασμα περί ύπαρξης «έθνους της Σιλεσίας» δεν μπορούσε να συναχθεί από τα αποτελέσματα της απογραφής του 2011 ή από οποιοδήποτε άλλο νομικό έγγραφο. Ειδικότερα, ο νόμος του 2005 δεν είχε κατατάξει τους Σιλεσιανούς ως εθνική ή εθνοτική μειονότητα.
Στις 7 Μαρτίου 2014, το περιφερειακό δικαστήριο του Opole εξαφάνισε την απόφαση της 21.12.2011 και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του πρωτοδικείου του Opole.
Στις 9 Ιανουαρίου 2015, το Περιφερειακό Δικαστήριο του Οπόλε διέλυσε την προσφεύγουσα ένωση και διέταξε την εκκαθάρισή της. Στήριξε την απόφασή του στο άρθρο 29.1, παρ. 3, του νόμου περί σωματείων, κρίνοντας ότι η λύση ενός σωματείου ήταν δυνατή αν οι δραστηριότητές του είχαν αποδείξει κατάφωρη και επανειλημμένη παράβαση του νόμου ή των διατάξεων του καταστατικού και αν δεν υπήρχε προοπτική μεταρρύθμισης των δραστηριοτήτων του σωματείου ώστε να συμμορφωθεί με τον νόμο και το καταστατικό.
Ζητήθηκε από το προσφεύγον σωματείο να τροποποιήσει το καταστατικό προκειμένου να συμμορφωθεί με το νόμο. Συγκεκριμένα, του ζητήθηκε να αλλάξει το παραπλανητικό όνομα και να τροποποιήσει τις διατάξεις που αναφέρονταν σε «άτομα σιλεσιανής εθνικότητας». Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές δεν είχαν πραγματοποιηθεί. Οι αντιπρόσωποι σε έκτακτη γενική συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2014 είχαν τροποποιήσει τις υποπαρ. 1 και 4 της παρ. 8, αλλά είχαν αντιταχθεί στην τροποποίηση των παρ. 1, 11 και 43, οι οποίες αναφέρονταν στην «εθνικότητα της Σιλεσίας». Το δικαστήριο αναφέρθηκε στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της 05.12.2013, σημειώνοντας ότι το όνομα του σωματείου και ορισμένες διατάξεις του καταστατικού υποδήλωναν ότι υπήρχε νόμιμα εθνική μειονότητα της Σιλεσίας, η οποία δεν είχε επιβεβαιωθεί από καμία νομική διάταξη.
Το περιφερειακό δικαστήριο στηρίχθηκε περαιτέρω στην απόφαση του ΕΔΔΑ Gorzelik κ.α. και διαπίστωσε ότι η συλλογιστική του Δικαστηρίου ήταν έγκυρη και όσον αφορά το προσφεύγον σωματείο. Ειδικότερα, παρόλο που οι Σιλεσιανοί δεν είχαν αναγνωριστεί ως εθνοτική μειονότητα από καμία εθνική νομική διάταξη, το σωματείο αναφέρθηκε στην «ιθαγένεια της Σιλεσίας» στο καταστατικό του. Για τον λόγο αυτό, η δραστηριότητα του σωματείου παραβίαζε τον νόμο του 2005 και τον εκλογικό κώδικα.
Στις 18.06.2015, το περιφερειακό δικαστήριο του Opole απέρριψε την έφεση του προσφεύγοντος σωματείου. Έκρινε ότι η νομική και πραγματική κατάσταση δεν είχε μεταβληθεί και ότι το σωματείο είχε αρνηθεί να τροποποιήσει το καταστατικό του.
Στις 12.10.2016, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Οι σχετικές αρχές και η νομολογία του Δικαστηρίου διατυπώθηκαν στην απόφαση του Δικαστηρίου Gorzelik κ.α. (§§ 64-65 και 88-96) και αναπτύχθηκαν περαιτέρω στην υπόθεση Ουράνιο Τόξο κ.α. κατά Ελλάδος (αρ. προσφ. 74989/01, §§ 34-37), Τουρκική Ένωση Ξάνθης κ.α. κατά Ελλάδας της 27.03.2008 (αρ. προσφ. 26698/05, §§ 43-46) και Ένωση Πολιτών “Radko” και Paunkovski κατά πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (αρ. προσφ. 74651/01, §§ 64-77).
Η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι δεν είναι απόλυτη και πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ένα σωματείο (ή ένωση), μέσω των δραστηριοτήτων του ή των προθέσεων που έχει δηλώσει ρητώς ή σιωπηρά στο πρόγραμμά του, θέτει σε κίνδυνο τους θεσμούς του κράτους ή τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τρίτων, το άρθρο 11 δεν στερεί από το κράτος την εξουσία να προστατεύει τους εν λόγω θεσμούς και πρόσωπα. Επιπλέον, το καταστατικό και το πρόγραμμα ενός σωματείου δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως το μοναδικό κριτήριο για τον καθορισμό των σκοπών και των προθέσεών του. Το πρόγραμμα ενός σωματείου μπορεί να κρύβει στόχους και προθέσεις διαφορετικές από αυτές που διακηρύσσει. Για να εξακριβωθεί ότι δεν το κάνει, το περιεχόμενο του προγράμματος πρέπει να συγκριθεί με τις ενέργειες των μελών του σωματείου και τις θέσεις που υπερασπίζονται. Στο σύνολό τους, αυτές οι πράξεις και στάσεις μπορεί να είναι σημαντικές σε διαδικασίες διάλυσης μιας ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι στο σύνολό τους αποκαλύπτουν τους στόχους και τις προθέσεις της (βλ. Gorzelik και άλλοι, ό.π., § 94, και Refah Partisi (Κόμμα Ευημερίας) κ.α. κατά Τουρκίας [GC], αρ. προσφ. 41340/98 και 3 κ.λπ., § 101, ΕΔΔΑ 2003-II).
Το Δικαστήριο επανέλαβε τη νομολογία του, σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να απαιτηθεί από ένα κράτος να αναμένει, προτού παρέμβει, έως ότου ένα σωματείο αρχίσει να λαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα για την εφαρμογή μιας πολιτικής ασυμβίβαστης με τα πρότυπα της Σύμβασης και της δημοκρατίας [βλ. mutatis mutandis, Refah Partisi (Κόμμα της Ευημερίας) κ.α., § 102). Ωστόσο, τα σαρωτικά μέτρα προληπτικού χαρακτήρα για την καταστολή της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και της έκφρασης, εκτός από περιπτώσεις υποκίνησης βίας ή απόρριψης των δημοκρατικών αρχών – όσο σοκαριστικές και απαράδεκτες και αν φαίνονται στις αρχές ορισμένες απόψεις ή λέξεις που χρησιμοποιούνται και όσο παράνομα και αν είναι τα αιτήματα που διατυπώνονται – κάνουν κακό στη δημοκρατία και συχνά την θέτουν ακόμη και σε κίνδυνο. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της δημοκρατίας είναι η δυνατότητα που προσφέρει για την επίλυση προβλημάτων μέσω διαλόγου, χωρίς προσφυγή στη βία, ακόμη και όταν αυτά τα προβλήματα είναι ενοχλητικά. Η δημοκρατία ευδοκιμεί στην ελευθερία της έκφρασης. Από την άποψη αυτή, δεν μπορεί να υπάρξει καμία δικαιολογία για την παρεμπόδιση μιας ομάδας απλά και μόνο επειδή επιδιώκει να συζητήσει ορισμένα ζητήματα δημόσια και να βρει λύσεις σύμφωνα με τους δημοκρατικούς κανόνες.
Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η μνεία της συνείδησης του ανήκειν σε μειονότητα και η διατήρηση και ανάπτυξη του πολιτισμού μιας μειονότητας δεν μπορούν να θεωρηθούν απειλή για τη «δημοκρατική κοινωνία», έστω και αν μπορούν να προκαλέσουν εντάσεις (βλ. Ουράνιο Τόξο κ.α., § 40).
Όσον αφορά τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, δεν αμφισβητείται ότι η απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου του Opole, της 09.01.2015, με την οποία λύθηκε το προσφεύγον σωματείο και διατάχθηκε η εκκαθάρισή του, συνιστούσε προσβολή της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι.
Μια τέτοια επέμβαση αντιβαίνει στο άρθρο 11, εκτός εάν «προβλέπεται από τον νόμο», επιδιώκει έναν ή περισσότερους θεμιτούς σκοπούς σύμφωνα με την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου και είναι «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επίτευξή τους.
Οι διάδικοι δεν αμφισβήτησαν το γεγονός ότι η επέμβαση αυτή προβλεπόταν από τον νόμο. Πράγματι, το περιφερειακό δικαστήριο του Opole στήριξε την απόφασή του για τη λύση της προσφεύγουσας ένωσης στο άρθρο 29.1, παρ. 3, του νόμου περί ενώσεων.
Όσον αφορά το ζήτημα αν η επίμαχη παρέμβαση επιδίωκε «νόμιμο σκοπό», το Δικαστήριο παρατήρησε ότι στην απόφασή του της 05.12.2013 το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το να επιτραπεί η καταχώριση του σωματείου θα ήταν αντίθετο προς τον νόμο, ιδίως δεδομένου ότι το όνομα του, το οποίο κατά την άποψή του συνδεόταν με ένα ανύπαρκτο έθνος, θα ήταν παραπλανητικό για το κοινό. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η καταχώριση του εν λόγω σωματείου ως οργάνωσης εθνικής μειονότητας θα είχε σοβαρές συνέπειες για την ενότητα και την ακεραιότητα του πολωνικού κράτους.
Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το επίμαχο μέτρο ελήφθη για την προώθηση της «πρόληψης της αναταραχής» και της «προστασίας των δικαιωμάτων των άλλων», που αποτελούν θεμιτούς σκοπούς για τους σκοπούς του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο επεσήμανε εκ προοιμίου ότι το προσφεύγον σωματείο καταχωρίστηκε επίσημα στις 21 Δεκεμβρίου 2011 και απέκτησε νομική προσωπικότητα.
Στις 9 Ιανουαρίου 2015, το περιφερειακό δικαστήριο του Opole αποφάσισε να διαλύσει το προσφεύγον σωματείο, κατόπιν διαδικασίας που διήρκεσε περισσότερο από δύο έτη.
Μολονότι τα εθνικά δικαστήρια στηρίχθηκαν στην απόφαση Gorzelik κ.α., δεν ασχολήθηκαν εκτενέστερα με το ζήτημα της συμβατότητας του επίμαχου μέτρου με την ΕΣΔΑ υπό το πρίσμα της πλούσιας νομολογίας του ΕΔΔΑ σχετικά με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, παρόλο που τα εθνικά δικαστήρια σημείωσαν την επανειλημμένη μη συμμόρφωση του σωματείου με το νόμο, ούτε το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο στις 05.12.2013 ακύρωσε την απόφαση απόρριψης της έφεσης του εισαγγελέα, ούτε το Περιφερειακό Δικαστήριο του Οπόλε, το οποίο διέλυσε το προσφεύγον σωματείο στις 09.01.2015 (περισσότερα από τρία έτη μετά την καταχώρισή του), αναφέρεται σε οποιαδήποτε, φερόμενη ή εκτελεσθείσα, παράνομη ή αντιδημοκρατική ενέργεια του αιτούντος σωματείου ή των μελών του.
Με τις παρατηρήσεις της, η Κυβέρνηση υποστήριξε περαιτέρω ότι η επέμβαση ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, ιδίως προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο να επιχειρήσει το σωματείο να επωφεληθεί από τα εκλογικά προνόμια που παρέχει το εθνικό δίκαιο στις εθνικές μειονότητες. Ωστόσο, όσον αφορά την προβαλλόμενη δυνατότητα του σωματείου να κάνει χρήση ορισμένων εκλογικών προνομίων, το σωματείο ανέφερε ρητά στο καταστατικό της ότι δεν θα εγγράψει εκλογική επιτροπή στις βουλευτικές εκλογές. Τα εθνικά δικαστήρια δεν έκαναν καμία αναφορά στη δήλωση αυτή και δεν είναι σαφές από το σκεπτικό των αποφάσεών τους αν η εγγραφή του σωματείου και μόνο θα του έδινε αυτομάτως το δικαίωμα να εγγράψει μια εκλογική επιτροπή ή να αποκτήσει οποιαδήποτε εκλογικά οφέλη.
Το κύριο επιχείρημα που προέβαλε το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο αναφέρθηκε στις ενδεχόμενες πραγματικές συνέπειες της εγγραφής του σωματείου, ήταν η δημοσίευση στο Διαδίκτυο, μετά την καταχώριση, άρθρων που υποδήλωναν ότι η «εθνικότητα της Σιλεσίας» είχε αναγνωριστεί από τα δικαστήρια. Αυτό, κατά την άποψη του Ανώτατου Δικαστηρίου, ισοδυναμούσε με απόδειξη ότι το όνομα του σωματείου ήταν παραπλανητικό και θα μπορούσε να έχει άλλες συνδηλώσεις όσον αφορά τη χρήση των εννοιών «έθνος», «εθνικότητα» και «εθνική μειονότητα».
Στο πλαίσιο αυτό, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, τα εθνικά δικαστήρια δεν παρείχαν επαρκή επιχειρήματα για τη διάλυση του προσφεύγοντος σωματείου. Η Κυβέρνηση σημείωσε στη συνέχεια ότι επιτρέποντας τη λειτουργία μιας ένωσης που έκανε αναφορά στην «εθνικότητα της Σιλεσίας» θα μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι οι πολωνικές αρχές αναγνώρισαν την ύπαρξη ενός έθνους της Σιλεσίας, το οποίο θα μπορούσε να ενθαρρύνει άλλες εθνοτικές ομάδες να λάβουν παρόμοια μέτρα και, κατά συνέπεια, να υπονομεύσει την ακεραιότητα του πολωνικού κράτους.
Φαίνεται ότι το κρίσιμο ζήτημα για τη διάλυση της προσφεύγουσας ένωσης ήταν η επωνυμία του σωματείου και δύο διατάξεις του καταστατικού του, οι οποίες αναφέρονταν στην ίδια έννοια που χρησιμοποιείται στην επωνυμία, ήτοι στην «εθνικότητα της Σιλεσίας». Αυτό επιβεβαιώθηκε ρητά στις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν έχει αποδειχθεί από τις εθνικές αρχές ότι το όνομα του προσφεύγοντος σωματείου και η διατύπωση των δύο διατάξεων του καταστατικού του που αναφέρονται στην «εθνικότητα της Σιλεσίας» θα μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή για τη δημόσια τάξη. Ελλείψει συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι επιλέγοντας να αυτοαποκαλείται «Ένωση Ανθρώπων Σιλεσιανής Εθνικότητας», το προσφεύγον σωματείο επέλεξε μια πολιτική που αντιπροσώπευε πραγματική απειλή για τη δημόσια τάξη ή για μια δημοκρατική κοινωνία, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο ισχυρισμός που βασίζεται στο όνομα του σωματείου και στη διατύπωση δύο διατάξεων του καταστατικού του δεν μπορεί, από μόνος του, να δικαιολογεί τη διάλυση του σωματείου (βλ. mutatis mutandis, Ουράνιο Τόξο κ.α., § 41, Ενωμένο Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας κ.α. κατά Τουρκίας, § 54 και Ένωση Πολιτών “Radko” και Paunkovski, § 72).
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι που επικαλέστηκαν οι αρχές για τη διάλυση του προσφεύγοντος σωματείου δεν ήταν λυσιτελείς και επαρκείς. Ως εκ τούτου, δεν αποδείχθηκε ότι οι περιορισμοί που εφαρμόστηκαν στην παρούσα υπόθεση, δηλαδή η διάλυση του προσφεύγοντος σωματείου, επιδίωκαν μια «πιεστική κοινωνική ανάγκη». Επομένως, το μέτρο παραβίασε το άρθρο 11 της Σύμβασης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 11 της Σύμβασης)
echrcaselaw.com