Τι αναφέρει το Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου για συνταξιούχους που επέλεξαν σύμφωνα με σχετικές διατάξεις να παραμείνουν στην εργασία τους ως αορίστου χρόνου, με παράλληλη μείωση κατά 30% της σύνταξης.
Δικαίωση για συνταξιούχους από το Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου, που έκρινε παράνομη την απόφαση να καταταγούν στο κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο, μετά την επιλογή τους να συνεχίζουν να εργάζονται σε φορέα του Δημοσίου, κάνοντας χρήση των διατάξεων για το δικαίωμα αυτό, με μόνη πρόβλεψη την περικοπή κατά 30% της σύνταξής τους.
Η υπόθεση έφτασε στο Δικαστήριο μετά την προσφυγή τριών συνταξιούχων, οι οποίοι επέλεξαν να εξακολουθήσουν να απασχολούνται με σύμβαση αορίστου χρόνου στην «Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης Μείζονος Περιοχής Βόλου» (Δ.Ε.Υ.Α.Μ.Β.), βάσει όσων προέβλεπε ο νόμος.
Ωστόσο, η Δημοτική Επιχείρηση επικαλούμενη εγκύκλιο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, τους κατέταξε για τη συνέχιση της απασχόλησής τους σε αυτήν στο κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο που αφορά νεοδιοριζόμενους στο Δημόσιο. Παραγνωρίζοντας αφ’ ενός τις νομοθετικές ρυθμίσεις όπου δεν επιτρέπεται η μετάπτωση σε κατώτερο κλιμάκιο από εκείνο που είχαν σύμφωνα με την προϋπηρεσία τους κατά τη συνταξιοδότηση και κυρίως πως είχαν ήδη δεχθεί τη μείωση της μηνιαίας σύνταξης.
Ειδικότερα, το Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου έκρινε σχετικά με την τοποθέτηση στο μισθολογικό κλιμάκιο νεοδιοριζόμενου πως ανεξαρτήτως της εγκυκλίου του Γενικού Λογιστηρίου καταστρατηγείται η διάταξη του άρθρου 11 του ν. 4354/2015 στο οποίο γίνεται «αποκλειστικά λόγος για μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων από κατώτερο σε ανώτερο μισθολογικά κλιμάκιο και όχι το αντίστροφο, ήτοι για μετάπτωση του υπαλλήλου, από ανώτερο σε κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο».
Όπως αναφέρει η απόφαση, η διαφορετική ερμηνεία της συγκεκριμένη ρύθμισης «θα είχε ως αποτέλεσμα ο μισθωτός, ο οποίος συνταξιοδοτείται, αλλά συνεχίζει να εργάζεται στον ίδιο εργοδότη, να στερείται νόμιμες απολαβές, τις οποίες είχε ήδη κατοχυρώσει πριν τη συνταξιοδότηση του, για την παροχή, και μετά την απονομή σύνταξης, ίσης ποσότητας και ίδιας ποιότητας εργασία και οι οποίες (απολαβές) είχαν ήδη υπολογιστεί (αναγνωριστεί) με βάση την εργασιακή του εμπειρία (προϋπηρεσία) και άρα την αποδοτικότητα του, ήτοι στοιχεία τα οποία είχαν αναγνωριστεί πριν την αναγνώριση του δικαιώματος απονομής σύνταξης και τα οποία δεν μεταβάλλονται από το γεγονός και μόνο της αναγνώρισης του δικαιώματος αυτού».
Η απόφαση απόλυσης από την Δ.Ε.Υ.Α.Μ.Β. και η δικαστική ανάκληση
Ως… «κερασάκι» στην υπόθεση ήρθε η απόφαση της Δημοτικής Επιχείρησης να προχωρήσει στην απόλυσή τους, επικαλούμενη πως για τους συνταξιούχους ο Οργανισμός της προβλέπει την αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης εργασίας τους.
Έναντι και αυτού του ισχυρισμού το Δικαστήριο είχε αντίθετη γνώμη και συγκεκριμένα με την με αριθμό 8/2024 απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή των εργαζομένων, κρίνοντας άκυρη την καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους και υποχρέωσε την Δ.Ε.Υ.Α.Μ.Β. «να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία των εργαζομένων, με τα ίδια καθήκοντα και αρμοδιότητες» που είχαν πριν την απόλυση τους.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Πρωτοδικείου κρίθηκε άκυρη η απόλυση τους με το σκεπτικό ότι η επιχείρηση δεν είχε τη δυνατότητα να τους απολύσει λόγω της συνταξιοδότησης τους επικαλούμενη διάταξη του Οργανισμού της, καθώς η διάταξη αυτή ως ρήτρα μονιμότητας έχει καταργηθεί με την Π.Υ.Σ. 6/2012.
Επιπλέον, υποχρέωσε την Δ.Ε.Υ.Α.Μ.Β., να καταβάλλει τους μισθούς υπερημερίας στους παράνομα απολυμένους καθώς και να προχωρήσει στην καταβολή της μισθολογικής διαφοράς, που παράνομα παρακράτησε.