ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Διοικητική Εκτέλεση –E_ΕΦΚΑ – Ανακοπή κατά ατομικής ειδοποίηση και πράξεων ταμειακής βεβαίωσης ασφαλιστικών οφειλών-Ευθύνη Διοικούντων Νομικά Πρόσωπα-Ουδέποτε έπαυσε η ευθύνη τους για τις οφειλές του Ν.Π. παρά την κατάργηση του ν.2238/1994 από το ν.4172/201- Για την απαλλαγή τους, ακόμη και μετά την λήξη της θητείας τους, πρέπει να αποδείξουν την νόμιμη ανάληψη της διοίκησης από άλλο πρόσωπο ή την συνδρομή λόγων ανωτέρας βίας που τους εμπόδισε να προβούν στις ενδεδειγμένες ενέργειες για τον διορισμό νέας διοίκησης-Πράξη ταμειακής βεβαίωσης ασφαλιστικής οφειλής – Οριστικοποίηση νόμιμου τίτλου-Αλυσιτελής ο ισχυρισμός ότι η ταμειακή βεβαίωση διενεργήθηκε παρανόμως, προ της παρέλευσης της προθεσμίας άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής, εφόσον, παρά την κοινοποίηση της καταλογιστικής πράξης, τέτοια προσφυγή δεν ασκήθηκε-Νόμιμη είσπραξη Πρόσθετων Τελών – Απαιτείται η σύνταξη Πράξης Επιβολής Πρόσθετων Τελών μόνο όταν οι καθυστερούμενες ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές εισφορές καταβάλλονται εκπροθέσμως προ της έκδοσης Πράξης Επιβολής Εισφορών-Σε περίπτωση έκδοσης ΠΕΕ βαρύνουν εκ του νόμου την καταλογισθείσα κύρια οφειλή, υπολογίζονται με βάση το νόμο και δεν βεβαιώνονται ταμειακώς-Δέχεται εν μέρει.
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Ζ`
Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, την 12η Μαϊου 2023, με Δικαστή τη Σουλτάνα Σκούρα, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα τη δικαστικό υπάλληλο Αντωνία Παρηγόρη,
γ ι α να δικάσει την ανακοπή με αριθμό και χρονολογία καταχώρησης ΑΚ302/30-1-2018,
τ ο υ … του …, κατοίκου …, οδός …, για τον οποίο παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης, με την κατατεθείσα την 11-5-2023 δήλωση του άρθρου 133 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999 – Α`97), όπως ισχύει,
κ α τ ά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.) και ήδη μετονομασθέντος ως «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e – Ε.Φ.Κ.Α) [κατ’ άρθρο 51Α του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4670/2020 (Α΄ 43)], που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του και παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Αντώνιου Μπαλάσκα.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο διάδικος που εμφανίστηκε στο ακροατήριο ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο μελέτησε τη δικογραφία και
Η κρίση του είναι η εξής:
1. Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή και το ΠΛ191/7-12-2021 παραδεκτώς ασκηθέν δικόγραφο πρόσθετων λόγων αυτής, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το 379669587951 0802 0064 ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, σε συνδυασμό με το σχετικό περί δέσμευσής του αποδεικτικό) και η οποία εισάγεται εν νέου προς συζήτηση μετά την έκδοση της εν μέρει μη οριστικής 5725/2022 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου και την εκτέλεση όσων διατάχθηκαν με αυτήν, ζητείται η ακύρωση α) της 8/4-1-2018 ατομικής ειδοποίησης της Διευθύντριας του Περιφερειακού ΚΕΑΟ (Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Εισφορών) Θεσσαλονίκης του ΕΦΚΑ, με την οποία ο ανακόπτων κλήθηκε να καταβάλλει το συνολικό ποσό των 2.049.854,73 ευρώ, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία « …Α.Ε.» κατά το χρονικό διάστημα από 5-3-1997 έως 25-5-2004, που αφορά οφειλές της τελευταίας προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ήδη e-ΕΦΚΑ, προερχόμενες από τον καταλογισμό σε βάρος της εισφορών, πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών και αυτοτελών προστίμων, αναγόμενων σε μισθολογικές περιόδους που εκτείνονται κατά το χρονικό διάστημα από τον 3ο/2003 έως τον 12ο/2010, και εξόδων διοικητικής εκτέλεσης, πλέον πρόσθετων τελών και β) των 1280/20-11-2008, 1280/20-11-2008, 201/19-2-2009, 202/19-2-2009, 366/8-4-2009, 922/18-8-2009, 1277/12-11-2009, 22/10-2-2010, 59/12-4-2010, 57/12-4-2010, 121/9-8-2010, 139/10-9-2010, 135/3-9-2010, 27/9-3-2011, 28/9-3-2011, 27/9-3-2011, 96/15-6-2011, 95/15-6-2011, 96/15-6-2011, 129/15-9-2011, 25/27-3-2017, 23/23-3-2017, 24/27-3-2017, 32/11-5-2017, 300/14-3-2011 και 298/14-3-2011 πράξεων ταμειακής βεβαίωσης της ταμειακής υπηρεσίας του Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Κατερίνης που εκδόθηκαν σε βάρος της ως άνω ανώνυμης εταιρίας και περιλαμβάνονται στην ως άνω ατομική ειδοποίηση.
2. Επειδή, ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄97) Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ορίζει, στο άρθρο 217 ότι «1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) της κατασχετήριας έκθεσης …», στο άρθρο 224 ότι «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. … 3. Κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων της εκτέλεσης δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης. 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει το έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. 5. Ισχυρισμοί, που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, μπορούν να προβάλλονται με την ευκαιρία άσκησης ανακοπής κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης ή οποιασδήποτε πράξης της εκτέλεσης, πρέπει δε να αποδεικνύονται αμέσως.», και το άρθρο 225 ότι «Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή στην τροποποίηση της. Σε διαφορετική περίπτωση, προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής». Όπως έχει κριθεί, στην έννοια της απόσβεσης της απαίτησης, η οποία εξετάζεται με την ευκαιρία άσκησης ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης ή και οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξης εκτέλεσης κατ’ άρθρο 224 παρ. 5 του Κ.Δ.Δ., εμπίπτει και η έλλειψη ευθύνης του φυσικού προσώπου, από τον οποίο αναζητείται η καταβολή χρεών προς το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ., προερχόμενων από καταλογιστική πράξη εκδοθείσα σε βάρος νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας, για την καταβολή των οφειλών τους, λόγω μη συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για την αναζήτηση αυτή (βλ. ΣτΕ 3344/2008, επίσης ΔΕφΘεσ 1710/2019, 2684/2017, ΔεφΛαρ 288/2016).
3. Επειδή, στο άρθρο 115 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994 – Α`151) οριζόταν ότι «1. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές των ημεδαπών ανώνυμων εταιριών ή συνεταιρισμών κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. … 2. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές και γενικά εντεταλμένοι στη διοίκηση του νομικού προσώπου, κατά το χρόνο της διάλυσης των λοιπών νομικών προσώπων του άρθρου 101, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και των φόρων που παρακρατούνται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. 3. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν, ως εξής: α) Αν έχει γίνει παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μια από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά. β) Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου [όπως η παράγραφος 3 προστέθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 22 του ν. 2648/1998 (Α`238)]». Περαιτέρω, με την παράγραφο 4 του άρθρου 4 του ν. 2556/1997 «Μέτρα κατά της εισφοροδιαφυγής, διασφάλιση εσόδων ΙΚΑ και άλλα θέματα» (Α`270), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 69 του ν. 2676/1999 (Α`1), ορίσθηκε ότι «1. … 4. Οι διατάξεις του άρθρου 115 του ν. 2238/1994 (Α-151), όπως ισχύουν κάθε φορά, που αναφέρονται στην ευθύνη των διοικούντων νομικά πρόσωπα για την καταβολή των φόρων που οφείλουν στο Δημόσιο τα πρόσωπα αυτά, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και για την καταβολή των οφειλομένων στο ΙΚΑ ασφαλιστικών εισφορών». Οι διατάξεις του άρθρου 115 του ν. 2238/1994 καταργήθηκαν από 31-12-2013, με την παράγραφο 22 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013 (Α`167), η οποία προστέθηκε με το άρθρο 26 παρ. 11 του ν. 4223/2013 (Α`287). Στη συνέχεια, εκδόθηκε ο ν. 4321/2015 (Α`32), με το άρθρο 31 του οποίου ορίστηκε ότι «1. Τα πρόσωπα που είναι νόμιμοι εκπρόσωποι, πρόεδροι, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρθρο 3 του ν. 4174/2013, Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (Φ.Ε.Κ. 170Α), κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα και εις ολόκληρον για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, πρόσθετων τελών, προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων που οφείλονται από αυτά τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. … Η προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη των προσώπων που έχουν τις παραπάνω ιδιότητες για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, πρόσθετων τελών, προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων που οφείλονται από τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες υπάρχει και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας που εκπροσωπούν. 2. … 3. … 4. Πρόσωπα ευθυνόμενα για την καταβολή ασφαλιστικών οφειλών εκ μέρους του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δύνανται να ασκήσουν έναντι των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, παράλληλα με το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα, οποιοδήποτε δικαίωμα θα είχε στη διάθεσή του το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα. 5. Το άρθρο αυτό ισχύει από την ημερομηνία κατάργησης του άρθρου 115 του ν. 2238/1994 για τα πρόσωπα που ήταν υπεύθυνα με βάση τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 2556/1997 (Α΄ 270), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 69 του ν. 2676/1999 (Α΄ 1). Για τα υπόλοιπα πρόσωπα ισχύει από την ψήφιση του παρόντος». Εξάλλου, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4321/2015 αναφέρονται, σχετικά με το ανωτέρω άρθρο 31, τα εξής: «Με τις διατάξεις του άρθρου 31, προβλέπεται ότι µε τις διατάξεις του άρθρου 115 του ν. 2238/1994 – Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Α΄ 151) θεσπίστηκε για πρώτη φορά η ευθύνη των εκπροσώπων των ΑΕ, ΕΠΕ, καθώς και των λοιπών νομικών προσώπων µε την ατομική τους περιουσία, για την πληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο. … Για να καλυφθεί το κενό που δημιουργήθηκε, αλλά και µε σκοπό να εναρμονιστούν οι σχετικές ρυθμίσεις µε τα ισχύοντα στη φορολογική διοίκηση, µε την προτεινόµενη διάταξη, θεσπίζεται ρητά η αλληλέγγυα ευθύνη των διοικούντων νοµικά πρόσωπα και νοµικές οντότητες για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών προς τους ΦΚΑ. …».
4. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται ότι τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές ημεδαπών ανώνυμων εταιριών δεν φέρουν ίδια υποχρέωση για την καταβολή οφειλών του νομικού προσώπου (από διάφορες αιτίες, όπως φόρους, πρόστιμα, ασφαλιστικές εισφορές κλπ), αλλά απλή πρόσθετη ευθύνη προς πληρωμή της βεβαιωθείσας σε βάρος του νομικού προσώπου οφειλής, η ευθύνη δε αυτή δεν ανάγεται στο στάδιο της βεβαίωσης της οφειλής, αλλά στο στάδιο της είσπραξής της. Επομένως, τα ανωτέρω πρόσωπα δεν καθίστανται υποκείμενα της ασφαλιστικής σχετικής υποχρέωσης και δεν νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή κατά της πράξης της αρμόδιας αρχής με την οποία προσδιορίζεται η οφειλή του νομικού προσώπου, ενώ για την ενεργοποίηση της ευθύνης τους δεν απαιτείται να επαναληφθεί η διαδικασία προσδιορισμού και βεβαίωσης τους χρέους, με κοινοποίηση, προς τα πρόσωπα αυτά, της οικείας καταλογιστικής πράξης (πράξης επιβολής εισφορών και πρόσθετης επιβάρυνσης επ’ αυτών κλπ.), υποκείμενης σε προσφυγή, ούτε, περαιτέρω, η επ’ ονόματί τους ταμειακή βεβαίωση του οφειλόμενου ποσού, αλλά επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, να επιδιωχθεί η αναγκαστική είσπραξη του οφειλόμενου ποσού από τα πρόσωπα αυτά βάσει της ταμειακής βεβαίωσης που έχει εκδοθεί επ’ ονόματι του νομικού προσώπου. Η ανωτέρω ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 64 παρ. 1 και 113 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δεν αποστερεί από τα πρόσωπα αυτά τη δικαστική προστασία που αυτοί δικαιούνται, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι, εφόσον δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή κατά της καταλογιστικής πράξης, δύνανται, κατά τη σύμφωνη με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη ερμηνεία των άρθρων 217 παρ. 1 και 219 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, να ασκήσουν ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποίησης, με την οποία θεωρείται συμπροσβαλλόμενη και η εκδοθείσα σε βάρος του Συνεταιρισμού ταμειακή βεβαίωση (πρβλ. ΣτΕ 2319/2018, 2267/2016 επτ., 844/2012, 4411/2011 κ.ά.) και να προβάλουν λόγους αναγόμενους στο κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαίτησης, εκτός εάν, κατόπιν προσφυγής του νομικού προσώπου κατά της καταλογιστικής πράξης, έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, με την οποία έχει κριθεί, κατ’ ουσίαν, η νομιμότητά της (πρβλ. ΣτΕ 2319/2018, 2267/2016 επτ., 844/2012, κ.ά.). Δεδομένου, όμως, ότι οι εντεταλμένοι στη διοίκηση και τη διαχείριση του νομικού προσώπου δεν είναι τα υποκείμενα της εν λόγω υποχρέωσης και δεν τους έχει κοινοποιηθεί η πράξη καταλογισμού, την οποία, άλλωστε, δεν νομιμοποιούνται να προσβάλουν, αλλά είναι τρίτοι, των οποίων η ευθύνη γεννάται το πρώτον κατά το στάδιο της είσπραξης της οφειλής που βεβαιώθηκε στο όνομα του νομικού προσώπου, τα πρόσωπα αυτά αποκτούν, κατά τον ΚΕΔΕ (νδ 356/1974-Α΄90), την ιδιότητα του «οφειλέτη», μόνον από και με την έκδοση και κοινοποίηση προς αυτά της ατομικής ειδοποίησης που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του, μέσω της οποίας πληροφορούνται την ύπαρξη, το ύψος και την αιτία του χρέους τους, και τους παρέχεται η δυνατότητα είτε να αμυνθούν αποτελεσματικά, ασκώντας την ανακοπή της παρ. 1 του άρθρου 217 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας κατά της ατομικής ειδοποίησης, με την οποία θεωρείται συμπροσβαλλόμενη και η ταμειακή βεβαίωση, είτε να προβούν σε ρύθμιση του χρέους τους (πρβλ. ΣτΕ 2319/2018, 2267/2016, 1477/2014, 844/2012 κ.α.). Ομοίου περιεχομένου διάταξη περιέλαβε και η παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 4321/2015, με την οποία επίσης ιδρύεται πρόσθετη και αλληλέγγυος ευθύνη των προσώπων αυτών, η οποία ανακύπτει κατά το στάδιο της είσπραξης της οφειλής. Ωστόσο, με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, η οποία άρχισε να ισχύει την 21-3-2015 (άρθρο 35 του ν.4321/2015), αναγνωρίζεται για πρώτη φορά στα πρόσωπα αυτά το δικαίωμα να ασκούν όλα τα δικαιώματα του νομικού προσώπου, οφειλέτη και υποκειμένου της ασφαλιστικής υποχρέωσης, έναντι των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης. Η αναγνώριση του ανωτέρω δικαιώματος, δικονομική δυνατότητα η οποία, άλλωστε, προβλέπεται και στην περ. β της παρ. 1 του άρθρου 64 του ΚΔΔ, δεν καθιστά τα πρόσωπα αυτά υποκείμενα της ασφαλιστικής υποχρέωσης, ούτε αλλοιώνει τη φύση της ευθύνης τους ως πρόσθετης, αλλά τους δίνει το δικαίωμα να ασκούν ένσταση ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, να συμμετέχουν κατά τη διοικητική διαδικασία ελέγχου της πράξης και ακολούθως, εφόσον συμμετείχαν στη διοικητική διαδικασία, να ασκούν προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, κατά των καταλογιστικών πράξεων που εκδίδονται (πρβλ ΣτΕ 498/2020). Επομένως, τα ανωτέρω παγίως κριθέντα σχετικά με τη φύση της ευθύνης τους ως πρόσθετης, ανακύπτουσας στο στάσιο της είσπραξης της οφειλής του νομικού προσώπου, δεν αναιρούνται λόγω της θέσπισης, με την παρ. 4 του άρθρου 31 του ν. 4321/2015, της δυνατότητας των συνευθυνόμενων προσώπων για άσκηση έναντι των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, παράλληλα με το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα, οποιουδήποτε δικαιώματος έχει στη διάθεσή του το νομικό πρόσωπο (πρβλ. ΣτΕ 498/2020).
5. Επειδή, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι από την έναρξη ισχύος του ν.4172/2013 καταργήθηκε μεν ο ν. 2238/1994, συνακόλουθα, δε, και το άρθρο 115 αυτού, που προέβλεπε την αλληλέγγυο ευθύνη, μεταξύ άλλων, των διευθυνόντων συμβούλων των ημεδαπών ανωνύμων εταιριών για φορολογικά χρέη των τελευταίων. Δεν καταργήθηκε, όμως, το άρθρο 69 παρ. 2 του ν. 2676/1999, με το οποίο αντικαταστάθηκε η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 2556/1997, το οποίο παρέπεμπε στην ως άνω διάταξη του άρθρου 115 του ν.2238/1994, ιδρύοντας την ευθύνη των ως άνω προσώπων για την καταβολή των οφειλομένων στο Ι.Κ.Α. ασφαλιστικών εισφορών των εν λόγω νομικών προσώπων. Η κατάργηση δε του παραπεμπόμενου νόμου δεν επιφέρει την κατάργηση του παραπέμποντος (ΣτΕ 2654/2003). Εξάλλου, με το άρθρο 31 του ν. 4321/2015 προβλέφθηκε η αλληλέγγυος ευθύνη των νομίμων εκπροσώπων, προέδρων, διαχειριστών, διευθύνοντων συμβούλων, εντεταλμένων στη διοίκηση και εκκαθαριστών των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρθρο 3 του ν. 4174/2013, για τα χρέη των οικείων νομικών προσώπων προς φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως, ορίσθηκε δε ρητώς ότι η ισχύς της ρυθμίσεως αυτής εκκινεί από την ημερομηνία καταργήσεως του άρθρου 115 του ν. 2238/1994, ήτοι από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του ν. 4172/2013, για τα πρόσωπα που ήταν υπεύθυνα με βάση τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 2556/1997, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 69 του ν. 2676/1999. Με βάση τα ανωτέρω, τα εν λόγω πρόσωπα ουδέποτε έπαυσαν να ευθύνονται για τα χρέη των οικείων νομικών προσώπων προς τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως.
6. Επειδή, εξάλλου, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 115 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.) σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 69 παρ. 2 του ν. 2676/1999, όπως αυτό αντικατέστησε τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 2556/1997, συνάγεται ότι θεσπίζεται προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη των φυσικών προσώπων, τα οποία διευθύνουν ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες και στα διευθυντικά καθήκοντα των οποίων, προδήλως, περιλαμβάνεται και η μέριμνα για τη συμμόρφωση του νομικού προσώπου προς τις – απορρέουσες, μεταξύ άλλων, και από από την ασφαλιστική νομοθεσία – υποχρεώσεις του, ευθύνη η οποία αποβλέπει στην επίτευξη σκοπού δημοσίου συμφέροντος και ειδικότερα στη διασφάλιση της είσπραξης των οφειλόμενων από τα νομικά πρόσωπα ασφαλιστικών εισφορών κατά το χρόνο διάλυσής τους (βλ. ΟλομΣτΕ 674/2021, πρβλ. ΣτΕ 1028/2013). Εξακολουθούν δε τα πρόσωπα αυτά να ευθύνονται για την καταβολή των οφειλόμενων από την εταιρία ασφαλιστικών εισφορών, έστω και αν έχει λήξει η ορισθείσα από τα καταστατικά όργανα της εταιρίας θητεία αυτών ή έχει παρέλθει το ανώτατο όριο παράτασης της θητείας τους – που, κατά το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 2190/1920, δεν δύναται να υπερβαίνει τα έξι έτη -, εφόσον δεn έχει οριστεί νέα διοίκηση και τα πρόσωπα αυτά δεν αποδεικνύουν στην τελευταία αυτή περίπτωση ότι, επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, προέβησαν σε ενέργειες για τον ορισμό νέας διοίκησης ή ότι εμποδίστηκαν δικαιολογημένα να προβούν στις σχετικές ενέργειες. Τούτο δε, δεδομένου ότι τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας, πριν τη λήξη της θητείας τους, οφείλουν να συγκαλούν την Γενική Συνέλευση των μετόχων για τον ορισμό νέου Διοικητικού Συμβουλίου, σε κάθε δε περίπτωση, αν δεν υφίσταται νόμιμη εκπροσώπηση της εταιρίας, μπορούν με αίτησή τους να ζητήσουν τον διορισμό προσωρινής διοίκησης από το δικαστήριο κατ’ άρθρο 69 Α.Κ., η οποία, αν και δεν ευθύνεται η ίδια για τα χρέη της εταιρείας (βλ.ΣτΕ 2030/2004 επταμ.), έχει όμως την υποχρέωση να προβεί σε ενέργειες για τον ορισμό νέου Διοικητικού Συμβουλίου αυτής. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν αποδεικνύεται ορισμός νέου Διοικητικού Συμβουλίου, τα μέλη του τελευταίου Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας που ασκούσαν διευθυντικά καθήκοντα εξακολουθούν να ευθύνονται για την καταβολή των οφειλόμενων από την εταιρία ασφαλιστικών εισφορών, προσαυξήσεων, πρόσθετων τελών και λοιπών επιβαρύνσεων, ακόμη και αν έχει λήξει η θητεία τους ή έχει παρέλθει το ανώτατο όριο των έξι ετών μέχρι το οποίο μπορεί, ρητώς ή σιωπηρώς, να παραταθεί η θητεία αυτή, κατά το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 2190/1920, εάν δεν έχουν προβεί, στην τελευταία αυτή περίπτωση, αδικαιολογήτως, σε κάποια από τις προαναφερόμενες ενέργειες. Και τούτο, ανεξαρτήτως των εννόμων συνεπειών που έχει κατά το ιδιωτικό δίκαιο η υπέρβαση του κατά νόμο ορίου παράτασης της θητείας του μέλους Διοικητικού Συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας, ενόψει του, κατά τα ανωτέρω, σκοπού δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετούν οι προαναφερόμενες διατάξεις. Σε αντίθετη περίπτωση, θα παρείχετο στα πρόσωπα τα οποία διοικούν και εκπροσωπούν την ανώνυμη εταιρία και τα οποία είναι καλύτεροι γνώστες της πορείας των εργασιών της, η ευχέρεια να μεθοδεύουν την απαλλαγή τους από την ευθύνη τους για τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις της εταιρίας. Περαιτέρω, για την απαλλαγή των ανωτέρω προσώπων από την υποχρέωση καταβολής των οφειλόμενων από την εταιρία ασφαλιστικών εισφορών, θα πρέπει τα ίδια αυτά πρόσωπα να ισχυριστούν και να αποδείξουν στο δικαστήριο ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, άλλο πρόσωπο είχε με νόμιμο τρόπο αναλάβει την διοίκηση της εταιρίας ή ότι τα ίδια από λόγους ανεξάρτητους της θέλησής τους (ανωτέρα βία, ειδικές συνθήκες κλπ) εμποδίστηκαν να προβούν σε ενέργειες για τον ορισμό νέας διοίκησης του νομικού προσώπου(πρβλ. ΣτΕ 1183-1187/2018 7μ.).
7. Επειδή, τέλος, όπως έχει κριθεί, κατά της καταλογιστικής πράξης του Διευθυντή ή αρμόδιου υπαλλήλου του αρμόδιου Υποκαταστήματος του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ και ήδη e-ΕΦΚΑ σε βάρος οφειλέτη, δύναται να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, μετά την εξάντληση της προβλεπόμενης από το νόμο διοικητικής διαδικασίας, και περαιτέρω ότι (πρβλ. ΣτΕ 2281/2000 Ολ., 2982/2007 επταμ., 3322/2010, 1825/2010, 3328/2008) δεν επιτρέπεται ούτε η σύνταξη κατάστασης οφειλέτη, η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο είσπραξης της προερχομένης από την ανωτέρω αιτία οφειλής, ούτε η έκδοση της πράξης ταμειακής βεβαίωσης της οφειλής αυτής, μη υφισταμένου, συνεπώς, σταδίου έναρξης της διοικητικής εκτέλεσης, στην περίπτωση που δεν έχει εγκύρως κοινοποιηθεί η παραπάνω καταλογιστική πράξη στον οφειλέτη (πρβλ. και ΣτΕ 4117/2015, 3661/2011), με την οποία, μάλιστα, πρέπει να γίνεται ενημέρωση για τη δυνατότητα άσκησης της προαναφερθείσας ενδικοφανούς προσφυγής και για τις συνέπειες από την τυχόν παράλειψη άσκησής της. Περαιτέρω, όπως, ομοίως, έχει κριθεί (πρβλ. ΣτΕ 2982/2007 επταμ., 3322/2010, 1825/2010, 3328/2008), κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων ερμηνευόμενων υπό το φως του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται η αποτελεσματική παροχή δικαστικής προστασίας, και στην περίπτωση που, μετά την άσκηση ένστασης από τον οφειλέτη, κατά της ανωτέρω καταλογιστικής πράξης, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η διοικητική διαδικασία, είτε με την έκδοση απόφασης της ΤΔΕ επί της ως άνω ένστασης, είτε με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας εντός της οποίας οφείλει να αποφανθεί η ΤΔΕ, δεν αναστέλλεται μεν, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, η σύνταξη κατάστασης οφειλετών είναι, όμως, ανεπίτρεπτη, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η ταμειακή βεβαίωση της σχετικής οφειλής, η οποία αποτελεί τον νόμιμο τίτλο υπό στενή έννοια για την είσπραξη των εν λόγω απαιτήσεων και δεν είναι, ως εκ τούτου, δυνατή η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη, κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, περιλαμβανομένης και της αποστολής σε αυτόν ατομικής ειδοποίησης, που αποτελεί την πράξη έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, με την οποία αυτός καλείται να καταβάλει την οφειλή του. Συναφώς, και υπό το καθεστώς ισχύος των νεότερων διατάξεων του άρθρου 101 του ν. 4172/2013, οι οποίες αφορούν αποκλειστικώς την αναγκαστική είσπραξη των ασφαλιστικών οφειλών που διαβιβάζονται στο ΚΕΑΟ, λόγω αρμοδιότητας, στις οποίες περιλαμβάνονται ταυτόσημου περιεχομένου διατάξεις, σε ό,τι αφορά την πρόβλεψη περί μη ανασταλτικού αποτελέσματος σε περίπτωση άσκησης διοικητικής προσφυγής (ένστασης) ενώπιον των ασφαλιστικών οργανισμών (βλ. παραγράφους 4 περ. δ΄ και 11 περ. α΄ του εν λόγω άρθρου) με αυτές των άρθρων 120 παρ. 4 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ (απόφαση 55575/Ι.479/1965 του Υπουργού Εργασίας, Β΄816) και 4 παρ. 5 του ν. 2556/1997, ερμηνευόμενων υπό το φως του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, είναι ανεπίτρεπτη, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας άσκησης ένστασης κατά της σχετικής καταλογιστικής πράξης ή ενόσω, μετά την άσκηση της ένστασης, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η διοικητική διαδικασία με την έκδοση απόφασης της ΤΔΕ ή με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας εντός της οποίας οφείλει να αποφανθεί η εν λόγω Επιτροπή, η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής, κατόπιν απόδοσης μοναδικού αριθμού στην οικεία πράξη βεβαίωσης οφειλής στο ειδικό ηλεκτρονικό μητρώο εσόδων του ΚΕΑΟ, η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο υπό στενή έννοια για την είσπραξη των απαιτήσεων του ασφαλιστικού φορέα και, εν συνεχεία, η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη του ΙΚΑ.
8. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 26 παρ. 1 του α.ν. 1846/1951 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (Α`179) ορίζεται ότι «Δια την καταβολήν των εισφορών των ησφαλισμένων ευθύνεται επί παρεχόντων εξηρτημένην εργασίαν ο εργοδότης … .» και στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου, σε συνδυασμό προς το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α. (Α.Υ.Ε. 55575/1965, Β’ 816) καθορίζεται ο χρόνος εντός του οποίου ο υπόχρεος εργοδότης πρέπει να καταβάλει τις οφειλόμενες προς το Ι.Κ.Α. εισφορές. Ειδικότερα, στο άρθρο 26 παρ.1 και 3, όπως η πρώτη τροποποιήθηκε από το άρθρο 21 παρ.1 του ν.1902/1990 (Α΄ 138) και η τρίτη από το άρθρο 13 του ν.2972/2001 (Α΄291), ότι “1. Διά την καταβολήν των εισφορών των ησφαλισμένων ευθύνεται επί παρεχόντων εξηρτημένην εργασίαν ο εργοδότης … 3. Ως χρόνος υπολογισμού των εισφορών ορίζεται ο ημερολογιακός μήνας εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή η υπηρεσία. … Ο υπόχρεος οφείλει να καταβάλλει τις εισφορές στο Ι.Κ.Α. μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα από τον πιο πάνω οριζόμενο χρόνο. …» και στο άρθρο 8, όπως η περίπτωση γ΄ της παρ.5 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 παρ.1 εδάφιο α΄ του ν.2972/2001 (Α΄ 291), ότι “Οι κάτωθι εν τω παρόντι χρησιμοποιούμενοι όροι σημαίνουσιν αντιστοίχως: 1 … 5. Εργοδότης: α) Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου διά λογαριασμόν των οποίων τα υπαγόμενα εις την ασφάλισιν πρόσωπα προσφέρουν την εργασίαν των. … .“. Εξάλλου, στην παρ. 11 του ανωτέρω άρθρου 26, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 60 παρ.2 του ν.2676/1999 (Α΄1), ορίζονται τα ακόλουθα: «11.α. Πράξη Επιβολής Εισφορών (ΠΕΕ) συντάσσεται: α.α. Σε βάρος των εργοδοτών οι οποίοι παραβαίνουν τις υποχρεώσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου και δεν καταβάλλουν τις εισφορές ή δεν επικολλούν τα ελλείποντα ένσημα … β. Η πράξη επιβολής εισφορών πρέπει να περιέχει: β.α. Τα στοιχεία του εργοδότη σε βάρος του οποίου συντάσσεται το σύνολο των οφειλόμενων εισφορών … .”. Ακολούθως, στο άρθρο 27 του ιδίου α.ν., όπως η παρ. 1 και 2 αυτού ίσχυαν κατά το κρίσιμο χρόνο μετά την αντικατάστασή τους από την παρ. 1 του άρθρου 14 και την παρ. 1 του άρθρου 15, αντίστοιχα, του ν.2972/2001 (Α΄291) και την παρ.6 του άρθρου 9 του ν.3232/2004 (Α`48), ορίζεται ότι «1. Ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του ΙΚΑ, οι οποίες δεν καταβάλλονται εμπροθέσμως, επιβαρύνονται με πρόσθετο τέλος από την επόμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία έληξε η κατά νόμο προθεσμία καταβολής τους. … . Κάθε φορά που εισπράττονται απαιτήσεις από τις παραπάνω αιτίες, συνεισπράττεται υποχρεωτικά και η προσαύξηση λόγω εκπρόθεσμης καταβολής που αναλογεί στο καταβαλλόμενο ποσό. Το ποσοστό του πρόσθετου τέλους ορίζεται σε 3% για τον πρώτο μήνα καθυστέρησης και 1 % για κάθε επόμενο μήνα και μέχρι 120% συνολικά. … . 2. Οι απαιτήσεις του ΙΚΑ από ληξιπρόθεσμες εισφορές, πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις, πρόστιμα, τόκους, δικαστικά έξοδα, έξοδα διοικητικής εκτέλεσης και αχρεωστήτως ληφθείσες παροχές εισπράττονται με βάση τη χρονική σειρά βεβαίωσής τους, η οποία προκύπτει από τον αύξοντα αριθμό και την ημερομηνία του τριπλοτύπου βεβαίωσης. Η είσπραξη γίνεται από τα ταμεία είσπραξης εσόδων του ΙΚΑ ή από τις ταμειακές υπηρεσίες του, κατά τις διατάξεις του Κανονισμού του ΙΚΑ και κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν.Δ. 356/1974 (ΦΕΚ Α’ 90) … . … . β) … γ) … δ) Οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την είσπραξη των εσόδων του δημοσίου εφαρμόζονται ανάλογα και για την είσπραξη των εσόδων του Ι.Κ.Α. και των συνεισπραττόμενων από αυτό εσόδων τρίτων οργανισμών. Όπου δε σ’ αυτές αναφέρεται Υπουργός, Δ/ντης Δημοσίου Ταμείου και υπάλληλος του Δημοσίου, νοούνται οι Διοικητής Ι.Κ.Α., Δ/ντης Ταμείου Εισπράξεως Εσόδων Ι.Κ.Α. ή Δ/ντης Ταμειακής Υπηρεσίας Περ/κού ή Τοπικού Υποκ/τος Ι.Κ.Α. και υπάλληλοι του Ι.Κ.Α., από τους οποίους ασκούνται οι αντίστοιχες αρμοδιότητες. … . 3 (4). Ως τίτλοι διά την βεβαίωσιν και είσπραξιν των περί ων ανωτέρω απαιτήσεων χρησιμεύουσι καταστάσεις οφειλετών». Με το άρθρο 21 του ν.4075/2012 (Α`89/11-4-2012), η ως άνω παρ.1 του άρθρου 27 του α.ν.1846/1951 αντικαταστάθηκε ως εξής: “Ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, οι οποίες δεν καταβάλλονται εμπροθέσμως, επιβαρύνονται με πρόσθετο τέλος από την επόμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία έληξε η κατά νόμο προθεσμία καταβολής τους. … . Κάθε φορά που εισπράττονται απαιτήσεις από τις παραπάνω αιτίες, συνεισπράττεται υποχρεωτικά και η προσαύξηση λόγω εκπρόθεσμης καταβολής που αναλογεί στο καταβαλλόμενο ποσό. Το ποσοστό του πρόσθετου τέλους ορίζεται σε 3% για το διάστημα καθυστέρησης που αντιστοιχεί στην επομένη της προθεσμίας λήξης της προθεσμίας καταβολής και μέχρι το ημερολογιακό τέλος του μήνα αυτού και σε 1% για κάθε επόμενο μήνα και μέχρι 100% συνολικά. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής ως μήνας θεωρείται ο ημερολογιακός μήνας. Στις διατάξεις της παραγράφου αυτής υπάγονται όλες οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές ανεξάρτητα από τις μισθολογικές περιόδους στις οποίες ανάγονται.”.
9. Επειδή, ακόμη, στο άρθρο 27 του Κανονισμού Ασφάλισης του Ι.Κ.Α. – ο οποίος εγκρίθηκε με την 55575/1.479/18-11-1965 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (Β`816) – ορίζεται ότι «1. Η επίδοσις των πράξεων επιβολής εισφορών, προσθέτου τέλους, πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών, προσαυξήσεως εισφορών οικοδομών, πρόσθετης οικονομικής επιβάρυνσης και προστίμου ακαταχώριστων εργαζόμενων γίνεται με την παράδοση των εγγράφων αυτών στον εργοδότη από τον υπάλληλο ελέγχου του Ιδρύματος. … .», στο άρθρο 28 ότι «Η παρακολούθησις της συμμορφώσεως του εργοδότου προς την κατά την παρ. 3 του άρθρου 26 πρόσκλησιν περί καταβολής της οφειλής εντός της τριημέρου προθεσμίας γίνεται υπό της υπηρεσίας, ήτις καταχωρεί εις την ατομικήν καρτέλλαν καθυστερήσεων του εργοδότου τα στοιχεία της πράξεως επιβολής εισφορών και το ποσόν της οφειλής και ενεργεί τα κατωτέρω εν άρθρο 107 και εφεξής οριζόμενα», στο άρθρο 107 παρ. 1 ότι «Παρ’ εκάστω Υποκαταστήματι τηρείται Ημερολόγιον Καθυστερήσεων, εν ω καταχωρούνται αι εξ εισφορών ή προσθέτων τελών οφειλαί των εργοδοτών, αι βεβαιούμενοι υπό των επί του ελέγχου ή υπό ετέρων αρμοδίων οργάνων», στο άρθρο 108 παρ. 1 ότι «Επί τη βάσει των περιεχομένων εις το κατά το προηγούμενον άρθρον βιβλίον στοιχείων, συντάσσονται αι επέχουσαι θέσιν τίτλου καταστάσεις οφειλετών, αίτινες, υπογραφόμενοι υπό του Διευθυντού του Υποκαταστήματος, αποστέλλονται εις τον Δημόσιον Ταμίαν Ι.Κ.Α. ή τον Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. προς είσπραξιν κατά τας διατάξεις του Νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. … .», ενώ στο άρθρο 119 παρ. 1 του ίδιου ως άνω Κανονισμού [όπως το άρθρο αυτό είχε τροποποιηθεί με την 472/1.10/8-2-1968 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (Β`91) και αντικαταστάθηκε, εν συνεχεία, με το άρθρο μόνο της Φ. 11321/63/6/11-4-2007 απόφασης του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (Β`603/24-4-2007)] ορίζεται ότι «Εάν δεν ορίζεται διαφορετικά από τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης του Υποκαταστήματος, είναι αρμόδιος να αποφασίζει για υποθέσεις, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο τα θέματα που ρυθμίζονται από τις διατάξεις του Κανονισμού και, ιδίως, για υποθέσεις, οι οποίες αφορούν: α) … β) Στον καθορισμό του υπόχρεου σε καταβολή εισφορών εργοδότη. γ) Στον καταλογισμό εισφορών που δεν καταβλήθηκαν ή καταβλήθηκαν ελλιπώς, δ) Στην επιβολή πρόσθετων τελών, για εισφορές που καταβλήθηκαν εκπρόθεσμα, ε) Στην επιβολή προσαυξήσεων των εισφορών, […].» και στο άρθρο 120 ότι «1. Εν περιπτώσει αμφισβητήσεων γεννωμένων εξ αποφάσεως Διευθυντού Υποκαταστήματος επί θέματος εκ των εν τω προηγουμένω άρθρω περιλαμβανομένων και υποβολής της υπό της παρ. 2 σχοιχ. ζ’ του άρθρου 7 χου Ν.Δ. 3710/1957 προβλεπομένης ενστάσεως επιλαμβάνεται του ελέγχου της ορθότητος της αμφισβητουμένης αποφάσεως η Τοπική Διοικητική Επιτροπή … 2. Η ένστασις υποβάλλεται εντός τριάκοντα ημερών από της κοινοποιήσεως της καθ’ ης αύτης αποφάσεως του Διευθυντού του Υποκαταστήματος. […].». Στο δε άρθρο 14 παρ. 5 του ίδιου ως άνω Κανονισμού ορίζεται ότι «Ο εργοδότης υποχρεούται όπως επικολλά τα αναλογούντα ένσημα επί των ασφαλιστικών βιβλιαρίων των ησφαλισμένων …» και στο άρθρο 26 παρ. 3 ότι «Εάν ο εργοδότης αδυνατή ή αρνήται να επικολλήση τα ελλείποντα ένσημα ο επί του ελέγχου υπάλληλος συντάσσει πράξιν επιβολής εισφορών, καλεί δε τούτον δια της αυτής πράξεως, όπως καταβάλη εις το Ίδρυμα εντός προθεσμίας τριών ημερών την αξίαν των ενσήμων μετά του προσθέτου τέλους. … .». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.2972/2001 ορίζονται τα ακόλουθα: «Κάθε εργοδότης, που απασχολεί πρόσωπα που υπάγονται στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) ή στην ασφάλιση των φορέων ή των κλάδων και λογαριασμών των οργανισμών κοινωνικής πολιτικής τις εισφορές των οποίων εισπράττει ή συνεισπράττει το Ι.Κ.Α., υποχρεούται να υποβάλλει και να διαφυλάσσει Αναλυτική Περιοδική Δήλωση, η οποία στο εξής θα αποκαλείται Α.Π.Δ.» και στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου ότι «3. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ι.Κ.Α. και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής της παραγράφου 1…». Με το άρθρο 18 της Φ21/544/28-3-2002 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με τον τίτλο «Κανονισμός διαδικασιών ασφάλισης για την εφαρμογή της Αναλυτικής περιοδικής Δήλωσης» (Β΄414), που εκδόθηκε κατ΄επίκληση και της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 16 α.ν. 1846/1951 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» καθορίστηκε το περιεχόμενο των αναλυτικών περιοδικών δηλώσεων που υποβάλλουν οι εργοδότες προς το Ίδρυμα, μεταξύ των οποίων, τα στοιχεία των ασφαλισμένων που απασχόλησαν ανά χρονική περίοδο, την ειδικότητά τους, τον αριθμό του μητρώου τους, τις ημέρες απασχολήσεως του, τις αποδοχές τους και τις εισφορές που κατέβαλαν για κάθε ασφαλισμένο, ενώ με την Φ.21/2728/2001 (Β΄ 1793) απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που εκδόθηκε κατ΄επίκληση της εξουσιοδοτικής διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν.2972/2001, ορίστηκε ότι «Η εφαρμογή της Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης (ΑΠΔ) από τους εργοδότες, που απασχολούν πρόσωπα που υπάγονται στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) ή στην ασφάλιση των φορέων ή των κλάδων και λογαριασμών των Οργανισμών Κοινωνικής Πολιτικής, τις εισφορές των οποίων εισπράττει ή συνεισπράττει το ΙΚΑ, αρχίζει την 1.1.2002.».
10. Επειδή, επίσης, οι διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων – στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 27 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951, δηλαδή ο Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ, Ν.Δ. 356/1974, Α’ 90), προέβλεπε στο άρθρο 6 αυτού, με τον τίτλο «Προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής» τα εξής: «1. Από την πρώτη εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μήνα, ο οποίος ακολουθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας κατά την οποία σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, γίνονται ληξιπρόθεσμα τα χρέη προς το Δημόσιο, επιβάλλονται, σε βάρος των υπόχρεων, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ορίζεται σε 1% για κάθε μήνα καθυστέρησης και η προσαύξηση δεν μπορεί να υπερβεί το 100% του οφειλομένου κάθε φορά χρέους … (το ως άνω ποσοστό ορίστηκε σε 1% με την ΑΥΟ 1072306/4143-12/0016/24-7-2001 – ΦΕΚ Β΄ 1018/2-8-2001). 2. Κατά την εκάστοτε είσπραξιν των δημοσίων εσόδων εισπράττεται υποχρεωτικώς και η επί του καταβαλλομένου ποσού της οφειλής αναλογούσα προσαύξησις λόγω εκπροθέσμου καταβολής. 3. Εις τας αυτάς προσαυξήσεις υπόκεινται και τα διά των Δημοσίων Ταμείων συνεισπραττόμενα μετά των Δημοσίων Εσόδων, έσοδα υπέρ Δήμων, Κοινοτήτων, Ειδικών Ταμείων και εν γένει Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου. … .».
11. Επειδή, εξάλλου, με την παράγραφο 11 της υποπαραγράφου ΙΑ.2. της παρ. ΙΑ` του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α` 107), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του Άρθρου Δεύτερου του ν.4158/2013 (A`126), τα προβλεπόμενα πρόσθετα τέλη του εδαφίου δ` της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951 (Α` 179), όπως είχε αντικατασταθεί και ίσχυε με το άρθρο 21 του ν. 4075/2012 (Α` 89), παύουν να ισχύουν για ασφαλιστικές εισφορές, υπέρ του εκάστοτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης πλην του NAT, από 1.1.2013 και εφεξής, οι οποίες δεν καταβάλλονται εμπροθέσμως και αντικαθίστανται από ένα ετήσιο επιτόκιο. Ειδικότερα, ορίστηκαν τα εξής: “Τα προβλεπόμενα πρόσθετα τέλη του εδαφίου δ` της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951 (Α` 179), όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει με το άρθρο 21 του ν. 4075/2012 (Α` 89), παύουν να ισχύουν για ασφαλιστικές εισφορές, υπέρ του εκάστοτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης πλην του NAT, από 1.1.2013 και εφεξής, οι οποίες δεν καταβάλλονται εμπροθέσμως και αντικαθίστανται από ένα ετήσιο επιτόκιο που ισούται με το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, συν ένα περιθώριο 800 μονάδων βάσης (δηλαδή 8%), υπολογισμένο σε ετήσια βάση και με αναδρομική εφαρμογή από 1.1.2013.“.
12. Επειδή, τέλος, στην παρ. 6 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951, όπως είχε αντικατασταθεί από την παρ. 8 του άρθρου 2 του ν.2556/1997 (Α΄270/24-12-1997) και αναριθμήθηκε με την παρ.2 του άρθρου 56 του ν.2676/1999 (Α΄1), ίσχυε δε για τις μισθολογικές περιόδους πριν από την εφαρμογή της ΑΠΔ (άρθρο 15 παρ. 2 του ν.2972/2001 – Α΄291), οριζόταν ότι «Οι κάθε είδους χρηματικές απαιτήσεις του Ι.Κ.Α. που προέρχονται από εισφορές, αναλογούντα οίκοθεν πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις, αυτοτελή πρόσθετα τέλη … παραγράφονται μετά δεκαετία … . Η κατά τα ανωτέρω παραγραφή προκειμένου για τις εισφορές, τα οίκοθεν πρόσθετα τέλη, τις προσαυξήσεις και τα αυτοτελή πρόσθετα τέλη αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία … .». Εξάλλου στην παρ. 7α του ίδιου νόμου, όπως είχε προστεθεί από την παρ. 8 του άρθρου 2 του ν.2556/1997 οριζόταν ότι «7α. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 87 του ν. 2362/1995, περί αναστολής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου, καθώς και των άρθρων 88 και 89 του ίδιου νόμου, περί διακοπής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου και συνεπειών παραγραφής αυτών αντίστοιχα, εφαρμόζονται ανάλογα και στο Ι.Κ.Α. … .». Το άρθρο 88 του ν. 2362/1995 (Α` 247), στο οποίο γίνεται, κατά τα ανωτέρω, παραπομπή, ορίζεται ότι «1. Την παραγραφή χρηματικής απαιτήσεως του Δημοσίου διακόπτει: α … ζ. Από της ενάρξεως της κατά τον Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων διοικητικής (αναγκαστικής) εκτελέσεως μέχρι να καταστεί αμετάκλητος ο πίνακας κατατάξεως δανειστών, κάθε πράξη της εκτελέσεως και κάθε διαδικαστική ως προς τον πίνακα κατατάξεως πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. … .». Με το δε άρθρο 15 παρ.2 του ν.2972/2001 η παράγραφος 6 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951, όπως είχε τροποποιηθεί με την παράγραφο 8 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997, αντικαταστάθηκε ως εξής: “6. Το δικαίωμα του Ι.Κ.Α., για τη βεβαίωση σε ευρεία έννοια όλων των χρηματικών απαιτήσεών του, … , υπόκειται σε δεκαετή παραγραφή η οποία αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ι.Κ.Α., μπορεί ο χρόνος παραγραφής να ορίζεται σε πέντε έτη. Το δικαίωμα του Ι.Κ.Α. προς είσπραξη όλων των χρηματικών απαιτήσεών του, … , παραγράφεται μετά δεκαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε υπό στενή έννοια (ταμειακά). Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΙΚ.Α. η παραγραφή μπορεί να ορίζεται πενταετής. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται για χρηματικές απαιτήσεις μισθολογικών περιόδων μετά την εφαρμογή του θεσμού της Α.Π.Δ.. Για χρηματικές απαιτήσεις μισθολογικών περιόδων πριν την εφαρμογή της Α.Π.Δ., εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 27 του α.ν.1846/1951, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του ν. 2556/1997 και αναριθμήθηκε με την παρ. 2 του όρθρου 56 του ν.2676/1999.”. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, η παραγραφή της απαίτησης του ΙΚΑ για καταλογισμό ασφαλιστικών εισφορών σε βάρος εργοδότη είναι δεκαετής. Η παραπάνω δεκαετής παραγραφή θεσπίστηκε για πρώτη φορά με το άρθρο 44 παρ. 2 του ν.δ. 2698/1953, το οποίο τροποποίησε το άρθρο 27 παρ. 7 του α.ν. 1846/1951. Μεταγενέστερα, η παραπάνω δεκαετής παραγραφή διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 2 παρ. 8 του ν. 2556/1997, το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 27 παρ. 7 του α.ν. 1846/1951, ενώ η μεταγενέστερη αντικατάσταση της ίδιας διάταξης με την παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 2972/2001 εφαρμόζεται για χρηματικές απαιτήσεις μισθολογικών περιόδων μετά την εφαρμογή του θεσμού της ΑΠΔ, δηλαδή μετά την 1-1-2002. Τέλος, η παραγραφή αυτή δεν διακόπτεται με την έκδοση της πράξης καταλογισμού εισφορών ή άλλων επιβαρύνσεων σε βάρος του εργοδότη, αλλά με την κοινοποίηση στον εργοδότη της σχετικής πράξης ή την πλήρη γνώση της από αυτόν (ΣτΕ 1717/1994 σκ. 4, ΔΕφΑθ. 377/2009 σκ.4, ΔΕφΑθ 1640/2009, 2044/2008, 2732/2007). Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, περαιτέρω, ότι η παραγραφή των αξιώσεων του (πρώην) ΙΚΑ που έχουν βεβαιωθεί ταμειακά είναι, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του ίδιου άρθρου 27, δεκαετής, αρχόμενη από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από αυτό κατά το οποίο διενεργήθηκε η πράξη ταμειακής βεβαίωσης και διακόπτεται με τη διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη ή του εις ολόκληρον αλληλεγγύως ευθυνόμενου, χωρίς να απαιτείται η κοινοποίησή τους στα ανωτέρω πρόσωπα (πρβλ. ΔΕΘ 250/2023, ΔΕΑ 3486/2021 πρβλ. ΣτΕ 313/2016 7μ., 495/2016, 1508/2002). Εξάλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 95 του ν.4387/2016 (Α΄85), που αφορά την παραγραφή των αξιώσεων για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών των εντασσόμενων στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ήδη ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης) ορίζεται ότι «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή, που αρχίζει από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία. Η ρύθμιση αυτή δεν εφαρμόζεται στις ήδη παραγεγραμμένες, κατά τις ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάξεις, απαιτήσεις. Η παραγραφή των απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί έως την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης αλλά δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, ορίζεται εικοσαετής και άρχεται από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία». Με την 1833/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε, ωστόσο, ότι η θεσπισθείσα με την ανωτέρω διάταξη εικοσαετής παραγραφή αντίκειται στην κατοχυρωμένη στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Με την ίδια απόφαση, κρίθηκε, επίσης, ότι, λόγω της αντισυνταγματικότητας του γενικού κανόνα παραγραφής που θεσπίστηκε με την ανωτέρω διάταξη, καταλείπεται κενό στη ρύθμιση, δεδομένου ότι δεν υφίσταται προϋφιστάμενο δίκαιο που να ρυθμίζει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα, ενόψει και της σαφούς βούλησης του νομοθέτη να θεσπίσει κοινή ρύθμιση για την παραγραφή των αξιώσεων καταβολής ασφαλιστικών εισφορών του συνόλου των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ φορέων, ακολούθως δε ότι, ενόψει του ότι το κενό αυτό δεν είναι ανεκτό από το Σύνταγμα, πρέπει να πληρωθεί με την εφαρμογή του κανόνα της δεκαετούς παραγραφής των αξιώσεων για την καταβολή εισφορών όλων των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ φορέων, ο οποίος κρίνεται ότι αποτελεί εύλογο χρόνο παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων και αποτελούσε το προϊσχύσαν δίκαιο για τις αξιώσεις καταβολής ασφαλιστικών εισφορών του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (κατ`άρθρο 27 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951, όπως ίσχυε).
13. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα εν γένει στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης προκύπτουν τα εξής: Με την ανακοπτόμενη 8/4-1-2018 ατομική ειδοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών της Διευθύντριας του Κ.Ε.Α.Ο. Θεσσαλονίκης του Ε.Φ.Κ.Α., ο αιτών κλήθηκε, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…Α.Ε.» κατά το χρονικό διάστημα από 5-3-1997 έως 25-5-2004, να καταβάλει βεβαιωμένες ταμειακώς οφειλές της τελευταίας προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ήδη e-ΕΦΚΑ, πλέον πρόσθετων τελών, συνολικού ύψους 2.049.854,73 ευρώ, προερχόμενες από τον καταλογισμό σε βάρος της εισφορών, πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών και αυτοτελών προστίμων, που ανάγονται σε μισθολογικές περιόδους που εκτείνονται κατά το χρονικό διάστημα από τον 3ο/2003 έως τον 12ο/2010, και εξόδων διοικητικής εκτέλεσης. Ειδικότερα, ο ανακόπτων κλήθηκε να καταβάλλει τα ακόλουθα ποσά, όπως κατά κύρια οφειλή βεβαιώθηκαν ταμειακά με τις ακόλουθες πράξεις ταμειακές βεβαιώσεις της ταμειακής υπηρεσίας του Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Κατερίνης σε βάρος της ως άνω ανώνυμης εταιρίας, πλέον πρόσθετων τελών ως εξής: 1. ποσό 113.289,80 ευρώ, προερχόμενο από τον καταλογισμό με την Χ7637/5-11-2008 ΠΕΕ εισφορών μισθολογικών περιόδων από 3ο/2003 έως 11ο/2003, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 1280/20-11-2008 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 159.360,54 ευρώ και συνολικά 272.650,34 ευρώ, 2. ποσό 556.314,84 ευρώ, προερχόμενο από τον καταλογισμό με την Χ7638/5-11-2008 ΠΕΕ εισφορών μισθολογικών περιόδων από 12ο/2003 έως 3ο/2008, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 1280/20-11-2008 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 701.419,95 ευρώ και συνολικά 1.257.734,79 ευρώ, 3. ποσό 62,12 ευρώ, προερχόμενο από την επιβολή με την Χ5704/2009 ΠΕΠΕΕ πρόσθετων επιβαρύνσεων εισφορών μισθολογικής περιόδου 1ου/2007, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 201/19-2-2009 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, 4. ποσό 207,07 ευρώ, προερχόμενο από τον καταλογισμό με την Χ7886/2009 ΠΕΕ εισφορών μισθολογικής περιόδου 1ου/2007, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 202/19-2-2009 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 233,30 ευρώ, και συνολικά 440,37 ευρώ, 5. ποσό 77.148,32 ευρώ, προερχόμενο από τον καταλογισμό με την Χ7948/2009 ΠΕΕ εισφορών μισθολογικών περιόδων από 4ο έως 12ο/2008, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 366/8-4-2009 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 71.951,35 ευρώ, και συνολικά 149.099,67 ευρώ, 6. ποσό 37,91 ευρώ, προερχόμενο από την επιβολή με την Χ5901/2009 ΠΕΠΕΕ πρόσθετων επιβαρύνσεων επί εισφορών μισθολογικής περιόδου 2ου/2009, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 922/18-8-2009 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, 7. ποσό 58.287,16 ευρώ, προερχόμενο από τον καταλογισμό με την Χ8697/2009 ΠΕΕ εισφορών μισθολογικών περιόδων από 1ο έως 6ο/2009, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 1277/12-11-2009 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 50.065,47 ευρώ, και συνολικά 108.352,63 ευρώ, 8. ποσό 31.408,91 ευρώ, προερχόμενο από τον καταλογισμό με την Χ8788/2010 ΠΕΕ εισφορών μισθολογικών περιόδων από 7ο έως 9ο/2009, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 22/10-2-2010 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 25.610,63 ευρώ, και συνολικά 57.019,54 ευρώ, 9. ποσό 16.345,41 ευρώ, προερχόμενο από τον καταλογισμό με την Χ8810/4-3-2010 ΠΕΕ εισφορών μισθολογικών περιόδων από 1ο έως 12ο/2001, που βεβαιώθηκε με την 59/12-4-2010 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 22.992,46 ευρώ, και συνολικά 39.337,87 ευρώ, 10. ποσό 4.903,62 ευρώ, προερχόμενο από την επιβολή με την Χ6355/4-3-2010 ΠΕΠΕΕ πρόσθετων επιβαρύνσεων επί εισφορών μισθολογικής περιόδου 12ου/2001, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 57/12-4-2010 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 4.658,44 ευρώ, και συνολικά 9.562,06 ευρώ, 11. ποσό 1.000 ευρώ, προερχόμενο από την Μ114/2010 ΠΕΠΑΕ, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 121/9-8-2010 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, 12. ποσό 32.207,47 ευρώ, προερχόμενο από τον καταλογισμό με την Α531/2010 ΠΕΕ εισφορών μισθολογικών περιόδων από 12ο/2009 έως 6ο/2010, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 139/10-9-2010 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 27.271,76 ευρώ, και συνολικά 64.479,23 ευρώ, 13. ποσό 429,14 ευρώ από έξοδα διοικητικής εκτέλεσης από τον 6ο/2010, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 135/3-9-2010 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 560,03 ευρώ, και συνολικά 989,17 ευρώ, 14. ποσό 5.967,80 ευρώ, προερχόμενο από τον καταλογισμό με την Μ58/2011 ΠΕΕ εισφορών μισθολογικών περιόδων από 4ο/2009 έως 12ο/2010, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 27/9-3-2011 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 4.364,72 ευρώ, και συνολικά 10.332,52 ευρώ, 15. ποσό 1.790,40 ευρώ, προερχόμενο από την επιβολή με την Μ79/2011 ΠΕΠΕΕ πρόσθετων επιβαρύνσεων επί εισφορών μισθολογικών περιόδων από 4ο/2009 έως 12ο/2010, που βεβαιώθηκε ταμειακά με την 28/9-3-2011 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, 16. ποσό 35.446,12 ευρώ, προερχόμενο από τον καταλογισμό με την Α53/2011 ΠΕΕ εισφορών μισθολογικών περιόδων από 7ο έως 12ο/2010, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 27/9-32-2011 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 24.148,27 ευρώ, και συνολικά 59.594,39 ευρώ, 17. ποσό 1.392,77 ευρώ, προερχόμενο από τον καταλογισμό με την Μ217/2011 ΠΕΕ εισφορών μισθολογικών περιόδων από 1ο/2009 έως 12ο/2010, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 96/15-6-2011 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 1.085,09 ευρώ, και συνολικά 2.477,86 ευρώ, 18. ποσό 417,89 ευρώ, προερχόμενο από την επιβολή με την Μ265/2011 ΠΕΠΕΕ πρόσθετων επιβαρύνσεων επί εισφορών μισθολογικών περιόδων από 1ο/2009 έως 12ο/2010, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 95/15-6-2011 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, 19. ποσό 5.546,10 ευρώ, προερχόμενο από τον καταλογισμό με την Α203/2011 ΠΕΕ εισφορών μισθολογικής περιόδου 12ου/2010, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 96/15-6-2011 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 3.586,46 ευρώ, και συνολικά 9.132,56 ευρώ, 20. ποσό 300 ευρώ, προερχόμενο από την Μ96/2011 ΠΕΑΠ, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 129/15-9-2011 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, 21. ποσό 67,46 ευρώ, προερχόμενο από έξοδα διοικητικής εκτέλεσης από τον 12ο/2016, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 25/27-3-2017 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 9,11 ευρώ, και συνολικά 76,57 ευρώ, 22. ποσό 79,36 ευρώ, προερχόμενο από έξοδα διοικητικής εκτέλεσης από τον 3ο/2013, που βεβαιώθηκε ταμειακά με την 23/23-3-2017 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 10,71 ευρώ, και συνολικά 90,07 ευρώ, 23. ποσό 22,32 ευρώ, προερχόμενο από έξοδα διοικητικής εκτέλεσης από τον 2ο/2017, που βεβαιώθηκε ταμειακά με την 24/27-3-2017 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 3,01 ευρώ, και συνολικά 25,33 ευρώ, 24. ποσό 83,58 ευρώ, προερχόμενο από έξοδα διοικητικής εκτέλεσης από τον 3ο/2017, που βεβαιώθηκε ταμειακά με την 32/11-5-2017 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 8,78 ευρώ, και συνολικά 92,36 ευρώ, 25. ποσό 1.831,72 ευρώ, προερχόμενο από τον καταλογισμό με την Μ97/2011 ΠΕΕ εισφορών μισθολογικών περιόδων από 1ο/2002 έως 12ο/2010, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 300/14-3-2011 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, πλέον πρόσθετων τελών, ύψους 2.377,78 ευρώ, και συνολικά 4.209,50 ευρώ και 26. ποσό 549,58 ευρώ, προερχόμενο από την επιβολή με την Μ102/2011 ΠΕΠΕΕ πρόσθετων επιβαρύνσεων επί εισφορών μισθολογικών περιόδων από 1ο/2002 έως 12ο/2010, που βεβαιώθηκε ταμειακώς με την 298/14-3-2011 πράξη ταμειακής βεβαίωσης.
14. Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή και το επ`αυτής υπόμνημα, ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων (ατομικής ειδοποίησης και πράξεων ταμειακής βεβαίωσης), προβάλλοντας, καταρχάς, ότι η ευθύνη του ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ως άνω εταιρίας δεν υφίσταται πλέον, διότι η ευθύνη των διοικούντων ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες για ασφαλιστικές οφειλές των τελευταίων, που προβλεπόταν στο άρθρο 115 του ν.2238/1994, καταργήθηκε από 23-7-2013 με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ.22 του ν.4172/2013, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 26 παρ.3 του ν.4223/2013, η δε νεότερη διάταξη του άρθρου 31 παρ.1 του ν.4321/2015, κατά τους ισχυρισμούς του, καταλαμβάνει χρέη που γεννώνται μετά την 24-7-2013. Επομένως, όπως υποστηρίζει, για τα χρέη της εταιρίας που γεννήθηκαν προ της 24-7-2013, η ευθύνη του έχει αποσβεστεί.
15. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι μη νομίμως επισπεύδεται σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του, στο μέτρο που αξιώνεται η καταβολή εκ μέρους του των ασφαλιστικών οφειλών της ως άνω εταιρίας για το χρονικό διάστημα μετά την 31-12-2002. Και αυτό, διότι, όπως υποστηρίζει, ο ίδιος έφερε την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής μόνο κατά το χρονικό διάστημα από 5-8-1996 έως 31-12-2002, οπότε και έληξε η θητεία του. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι μετά τη λήξη, την 31-12-2002, της πενταετούς θητείας του Δ.Σ. της εν λόγω εταιρίας, δεν ορίστηκε νέο Δ.Σ., ενώ στο καταστατικό της εταιρίας δεν υπήρχε πρόβλεψη περί παράτασης της θητείας του απερχόμενου Δ.Σ. έως την εκλογή νέου. Ως εκ τούτων, κατά το μέρος που οι ανακοπτόμενες ταμειακές βεβαιώσεις αφορούν ασφαλιστικές οφειλές που γεννήθηκαν μετά τη λήξη της θητείας του, δεν γεννούν για αυτόν ευθύνη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 115 του ν. 2238/1994, σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 69 παρ. 2 του ν. 2676/1999. Προς απόδειξη των εν λόγω ισχυρισμών του, ο ανακόπτων προσκομίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) το …/1996 ΦΕΚ (Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), περί σύστασης της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…Α.Ε.» και ορισμού του ανακόπτοντος ως Πρόεδρου και Διευθύνοντος Σύμβουλου του προσωρινού Δ.Σ. αυτής, β) το …/1996 ΦΕΚ (Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), περί ορισμού Δ.Σ. της ως άνω εταιρίας έως την 31-12-1997, με Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής τον ανακόπτοντα, γ) το …/1998 ΦΕΚ (Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), περί ορισμού Δ.Σ. της ως άνω εταιρίας έως την 31-12-2002, με Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής τον ανακόπτοντα και δ) το …/1-4-2004 ΦΕΚ (Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), περί ορισμού προσωρινού Δ.Σ. της ως άνω εταιρίας, με το 42/13-2-2004 Πρακτικό Δ.Σ. – που καταχωρίστηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών την 2-3-2004 – έως την 11-3-2004, υπό τον όρο συζήτησης της από 11-2-2004 αίτησης διορισμού προσωρινής διοίκησης που είχε κατατεθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κατερίνης. Επί του λόγου αυτού, ο καθ`ού η ανακοπή e-ΕΦΚΑ, με το κατατεθέν την 7-4-2022 υπόμνημά του, εκθέτει ότι, πράγματι, ο ανακόπτων δεν ευθύνεται για το σύνολο των αναφερόμενων στην ανακοπτόμενη ατομική ειδοποίηση οφειλών, αλλά μόνο για αυτές που ανάγονται στο χρονικό διάστημα ευθύνης του, δηλαδή από την 5-3-1997 έως την 25-5-2004.
16. Επειδή, επιπροσθέτως, ο ανακόπτων προβάλλει ότι οι αναφερόμενες στην ανακοπτόμενη ατομική ειδοποίηση καταλογιστικές πράξεις εισφορών, πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών και προστίμων ουδέποτε επιδόθηκαν νομίμως στην ως άνω ανώνυμη εταιρία ή στον ίδιο και, σε κάθε περίπτωση, οι ταμειακές βεβαιώσεις που ερείδονται σ’ αυτές διενεργήθηκαν πριν από τη νομότυπη επίδοση των καταλογιστικών πράξεων και την παρέλευση της τριακονθήμερης προθεσμίας προς άσκηση της προβλεπόμενης ενδικοφανούς προσφυγής (ένστασης) κατ’ αυτών. Ως εκ τούτου, ισχυρίζεται ότι πάσχουν ακυρότητας, αφού δεν είχαν οριστικοποιηθεί οι νόμιμοι τίτλοι βάσει των οποίων επισπεύδεται η ένδικη εκτέλεση. Επίσης, ισχυρίζεται ότι μη νομίμως γίνεται καταλογισμός και αναζητούντα πρόσθετα τέλη με την ανακοπτόμενη ατομική ειδοποίηση, αφού για τα ποσά αυτά δεν έχουν εκδοθεί προηγουμένως οι σχετικές πράξεις καταλογισμού τους (ΠΕΠΤ), με αποτέλεσμα να ελλείπει παντελώς, κατά τους ισχυρισμούς του, νόμιμος τίτλος για τις οφειλές αυτές. Τέλος, με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, προβάλλεται ότι οι απαιτήσεις του καθ`ού Φορέα έχουν παραγραφεί.
17. Επειδή, επί της κρινόμενης ανακοπής εκδόθηκε η 5725/2022 εν μέρει οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με οριστικές διατάξεις της οποίας κρίθηκε ότι ο πρώτος ως άνω λόγος περί κατάργησης της ευθύνης των διοικούντων νομικά πρόσωπα προσώπων έναντι του καθ`ού ασφαλιστικού φορέα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 4η σκέψη της παρούσας, τα αλληλεγγύως ευθυνόμενα με το νομικό πρόσωπο φυσικά πρόσωπα ουδέποτε έπαυσαν να ευθύνονται για τα χρέη των πρώτων προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Περαιτέρω, με ομοίως οριστικές διατάξεις της, ο ως άνω λόγος, κατά το μέρος που αφορά την έλλειψη ευθύνης του ανακόπτοντος για τις ασφαλιστικές οφειλές της προαναφερθείσας ανώνυμης εταιρίας, στο μέτρο που αυτές ανάγονται και αφορούν μισθολογικές περιόδους μετά την 25-5-2004, ήτοι για περιόδους που ο ανακόπτων δεν είχε – σύμφωνα και με τους ισχυρισμούς του ίδιου του καθ`ού Φορέα, αλλά και όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου – την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ως άνω εταιρίας, κρίθηκε ότι προβάλλεται βασίμως και πρέπει να γίνει δεκτός, καθώς και ότι, προεχόντως για τον ανωτέρω λόγο, δεν υπέχει ευθύνη για τις οφειλές που βεβαιώθηκαν ταμειακά με τις 135/3-9-2010, 25/27-3-2017, 23/23-3-2017, 24/27-3-2017 και 32/11-5-2017 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης και αφορούν έξοδα διοικητικής εκτέλεσης που καταλογίστηκαν σε βάρος της εν λόγω ανώνυμης εταιρίας. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι οι πράξεις αυτές πρέπει να ακυρωθούν, προεχόντως λόγω έλλειψης της ιδιότητας του ανακόπτοντος ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της περί ής ο λόγος ανώνυμης εταιρίας κατά τον χρόνο γένεσης των αντίστοιχων οφειλών, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα σχετικώς στην ανακοπτόμενη ατομική ειδοποίηση, αυτές καταλογίστηκαν σε βάρος της εταιρίας κατά τα έτη 2010, 2016, 2013, 2017 και 2017 αντίστοιχα. Όσον αφορά το διάστημα από 31-12-2002, οπότε και έληξε η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας έως και την 25-5-2004, που αναφέρεται από τον καθ`ού Φορέα ως χρόνος λήξης της ιδιότητας του ανακόπτοντος ως συνευθυνόμενου για τις οφειλές της ανώνυμης εταιρίας, τα Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη ότι α) η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου στο οποίο ο ανακόπτων συμμετείχε ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εν λόγω ανώνυμης εταιρίας έληξε μεν την 31-12-2002, ωστόσο, η επόμενη – προσωρινή εν προκειμένω – διοίκηση της συγκεκριμένης ανώνυμης εταιρίας διορίστηκε την 1-4-2004 (βλ. το …/1-4-2004 Φ.Ε.Κ. – Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), β) ο ανακόπτων δεν προβάλλει, πολλώ δε μάλλον δεν αποδεικνύει ότι πριν τη λήξη της θητείας του και έως το έτος 2004, προέβη σε κάποια ενέργεια για τον ορισμό νέας διοίκησης του νομικού προσώπου, είτε προκαλώντας τη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων για τον ορισμό νέου Διοικητικού Συμβουλίου, είτε υποβάλλοντας αίτηση στο αρμόδιο πολιτικό Δικαστήριο, ζητώντας τον διορισμό προσωρινής διοίκησης από αυτό, κατ’ άρθρο 69 Α.Κ., ούτε ότι, κατά τον κρίσιμο αυτό χρόνο, άλλο πρόσωπο είχε με νόμιμο τρόπο αναλάβει την διοίκηση της εταιρίας ή, τέλος, ότι από λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του (ανωτέρα βία, ειδικές συνθήκες κλπ) εμποδίστηκε να προβεί στις ανωτέρω ενέργειες έως το έτος 2004, οπότε και διορίστηκε προσωρινή διοίκηση της εταιρίας και γ) όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 5η σκέψη της παρούσας, απέρριψε τον σχετικό λόγο ως εν μέρει αβάσιμο, ήτοι κατά το μέρος που προβάλλεται για το διάστημα από 1-1-2003 έως 31-3-2004 και τον έκανε δεκτό για το υπόλοιπο κρίσιμο διάστημα, από 1-4-2004 έως 25-5-2004. Επομένως, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο ανακόπτων δεν είχε την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της περί ής ο λόγος ανώνυμης εταιρίας από 1-4-2004 και εφεξής και ακολούθως, ότι δεν ευθύνεται για τις ασφαλιστικές οφειλές της εταιρίας που ανάγονται στις αντίστοιχες μισθολογικές και χρονικές περιόδους, κατά τα εν μέρει βασίμως προβαλλόμενα με τον σχετικό λόγο της υπό κρίση ανακοπής. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι πρέπει να ακυρωθούν, ως προς τον ανακόπτοντα, οι 201/19-2-2009, 202/19-2-2009, 366/8-4-2009, 922/18-8-2009, 1277/12-11-2009, 22/10-2-2010, 121/9-8-2010, 139/10-9-2010, 27/9-3-2011, 28/9-3-2011 27/9-3-2011, 96/15-6-2011, 95/15-6-2011, 96/15-6-2011 και 129/15-9-2011 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης, οι 1280/20-11-2008, 300/14-3-2011 και 298/14-3-2011 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης, στο μέτρο που αφορούν ασφαλιστικές οφειλές της ως άνω ανώνυμης εταιρίας από μισθολογικές περιόδους μετά την 1-4-2004, καθώς και οι 135/3-9-2010, 25/27-3-2017, 23/23-3-2017, 24/27-3-2017 και 32/11-5-2017 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης, που αφορούν έξοδα διοικητικής εκτέλεσης που καταλογίστηκαν σε βάρος της εταιρίας.
18. Επειδή, αντιθέτως, ενόψει των ως άνω λόγων που προβάλλονται από τον ανακόπτοντα και δη των αμφισβητήσεων που εγείρονται σχετικά με την οριστικοποίηση των νόμιμων τίτλων που αναφέρονται στην ανακοπτόμενη ατομική ειδοποίηση, την ύπαρξη νόμιμου τίτλου ή μη όσον αφορά τα πρόσθετα τέλη που αναζητούνται με την πράξη αυτή και την απόσβεση των απαιτήσεων του καθ`ού Φορέα λόγω παραγραφής, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν προέκυπτε από τα στοιχεία του φακέλου, α) εάν για τις κρίσιμες εν προκειμένω ΠΕΕ και ΠΕΠΕΕ που εκδόθηκαν σε βάρος της πρωτοφειλέτριας ως άνω ανώνυμης εταιρίας, εκδόθηκαν και κοινοποιήθηκαν καταλογιστικές πράξεις επιβολής προσθέτων τελών (Π.Ε.Π.Τ.) σε αυτήν και, περαιτέρω, εάν οριστικοποιήθηκαν οι νόμιμοι αυτοί τίτλοι ή β) εάν τα επίδικα πρόσθετα τέλη, τα οποία περιλαμβάνονται και αναζητούνται από τον ανακόπτοντα με την ανακοπτόμενη ατομική ειδοποίηση έχουν υπολογισθεί ως ποσά υπερημερίας (προσαυξήσεις) από ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές εισφορές κατά την είσπραξη των εισφορών ως δημοσίων εσόδων, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε (ν.δ. 356/1974) και γ) εάν οι κρίσιμες καταλογιστικές πράξεις που αναφέρονται στην ατομική ειδοποίηση παραλήφθηκαν ή κοινοποιήθηκαν – και δη νόμιμα – στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία « … Α.Ε.», έκρινε αναγκαίο, για την ασφαλή διάγνωση της υπό κρίση διαφοράς, να αναβάλει αυτεπαγγέλτως, κατ’ άρθρα 151 και 155 του ΚΔΔ την έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου να υποχρεωθεί ο καθ`ού Φορέας, να συντάξει και να προσκομίσει αναλυτική έκθεση απόψεων, στην οποία να διευκρινίζει Ι) εάν οι κρίσιμες εν προκειμένω καταλογιστικές πράξεις που αναφέρονται στην ανακοπτόμενη ατομική ειδοποίηση και συγκεκριμένα οι Χ/7637/2008, Χ7638/2008, Χ/8810/2010 και Μ/97/2011 ΠΕΕ και οι Χ/6355/2010 και Μ/102/2011 ΠΕΠΕΕ παραλήφθηκαν ή κοινοποιήθηκαν – και δη νόμιμα – στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία « … Α.Ε.» και ΙΙ) α) εάν τα επίδικα πρόσθετα τέλη που περιλαμβάνονται στην ατομική ειδοποίηση και αντιστοιχούν στις ανωτέρω ΠΕΕ και ΠΕΠΕΕ επιβλήθηκαν λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, χωρίς να έχει προηγηθεί η έκδοση σχετικών ΠΕΠΤ, β) εάν έχουν εκδοθεί σε βάρος της ως άνω ανώνυμης εταιρίας και κοινοποιηθεί ΠΕΠΤ, γ) εάν οι ΠΕΠΤ αυτές είχαν καταστεί οριστικές με την ολοκλήρωση της οικείας διοικητικής διαδικασίας ή την δικαστική προσβολή τους και δ) αν τα τέλη αυτά αποτελούν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής κατά την είσπραξη των εισφορών ως δημοσίων εσόδων, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 6 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε (ν.δ. 356/1974), να παραθέσει αναλυτικά τον τρόπο υπολογισμού των ως άνω ποσών πρόσθετων τελών. Περαιτέρω, δοθέντος ότι μεταξύ των εγγράφων του διοικητικού φακέλου δεν περιλαμβάνονταν τα σώματα των αναφερόμενων στον πίνακα ληξιπροθέσμων οφειλών κρίσιμων καταλογιστικών πράξεων (ΠΕΕ, ΠΕΠΕΕ), ούτε τα στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσαν να διαπιστωθούν τα ανωτέρω, υποχρεώθηκε ο καθ`ού Φορέας να προσκομίσει τα παραπάνω, κρίσιμα για τη διάγνωση της διαφοράς, έγγραφα (καταλογιστικές πράξεις, αποδεικτικά κοινοποίησης, στοιχεία κίνησης ή και ολοκλήρωσης της διοικητικής διαδικασίας κατά τα ανωτέρω).
19. Επειδή, σε εκτέλεση όσων διατάχθηκαν με την προαναφερόμενη 5725/2022 απόφαση, προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο τα εξής: α) οι Χ/7637/5-11-2008, Χ7638/5-11-2008, Χ/8810/4-3-2010 και Μ/97/28-2-2011 ΠΕΕ και οι Χ/6355/4-3-2010 και Μ/102/28-2-2011 ΠΕΠΕΕ, β) αποδεικτικό κοινοποίησης, με συστημένη επιστολή μέσω ΕΛΤΑ, των Χ/7637/5-11-2008, Χ7638/5-11-2008 ΠΕΕ, στο οποίο έχει τεθεί η σφραγίδα της εν λόγω εταιρίας και υπογραφή του παραλαβόντος φυσικού προσώπου, καθώς και σφραγίδα των ΕΛΤΑ με την ημερομηνία παραλαβής, η οποία προκύπτει ότι είναι η 28-11-2008 και γ) έτερο αποδεικτικό κοινοποίησης, με συστημένη επιστολή μέσω ΕΛΤΑ, της Χ/8810/4-3-2010 ΠΕΕ και της Χ/6355/4-3-2010 ΠΕΠΕΕ, στο οποίο ομοίως έχει τεθεί η σφραγίδα της εν λόγω εταιρίας και υπογραφή του παραλαβόντος φυσικού προσώπου, καθώς και σφραγίδα των ΕΛΤΑ με την ημερομηνία παραλαβής, η οποία προκύπτει ότι είναι η 11-3-2010. Προσκομίστηκε, επίσης, η 3349/16-2-2023 έκθεση απόψεων της Διευθύντριας Περιφερειακής Διεύθυνσης ΚΕΑΟ Κεντρικής Μακεδονίας, με την οποία γνωστοποιείται στο Δικαστήριο, καταρχάς, ότι τα αναφερόμενα στην ανακοπτόμενη ατομική ειδοποίηση πρόσθετα τέλη δεν αποτελούν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής των άρθρων 5 και 6 παρ.2 του ΚΕΔΕ και δεν συνδέονται με την ταμειακή βεβαίωση της κύριας οφειλής στην οποία αντιστοιχούν, αλλά τα πρόσθετα τέλη που προβλέπονται στην παρ.1 του άρθρου 27 του α.ν.1846/1951 και υπολογίζονται από την επομένη της λήξης της προθεσμίας εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών που αφορούν έως το 100% αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν.4075/2012, ενώ από την έναρξη ισχύος του Δεύτερου Άρθρου παρ.4 του ν.4158/2013 (Α`126) – με το οποίο έπαυσαν να ισχύουν και αντικαταστάθηκαν -, με βάση ένα ετήσιο επιτόκιο που ισούται με το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, πλέον 8%, υπολογιζόμενο σε ετήσια βάση. Τα πρόσθετα δε αυτά τέλη, εκθέτει ότι έχουν υπολογιστεί μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της ανακοπτόμενης ατομικής ειδοποίησης, λόγω μη καταβολής των εισφορών στις οποίες αντιστοιχούν. Γνωρίζεται, περαιτέρω, στο Δικαστήριο ότι για τις επιβαρύνσεις αυτές δεν έχει εκδοθεί ούτε είναι δυνατή η έκδοση Πράξης Επιβολής Πρόσθετου Τέλους (ΠΕΠΤ), διότι τέτοια πράξη συντάσσεται μόνον στην περίπτωση εκπρόθεσμης πληρωμής εισφορών, οπότε και υπολογίζεται το οφειλόμενο ποσό του πρόσθετου τέλους από την επόμενη ημέρα της λήξης της προθεσμίας εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών έως την ημέρα πληρωμής αυτών. Αντιθέτως, στην περίπτωση που έχει εκδοθεί πράξη για την κύρια εισφορά, οπότε η οφειλή έχει καταστεί καθυστερούμενη, τα πρόσθετα τέλη συνεχίζουν να τρέχουν και υπολογίζονται οίκοθεν, μέχρι να γίνει κάποια πληρωμή ή εξόφληση.
20. Επειδή, επί των ανωτέρω, ο ανακόπτων, με το νομίμως κατατεθέν την 17-5-2023 υπόμνημά του, ισχυρίζεται ότι, ως προς τις Χ/7637/5-11-2008, Χ7638/5-11-2008 και Χ/8810/4-3-2010 ΠΕΕ και την Χ/6355/4-3-2010 ΠΕΠΕΕ, δεν προκύπτει από τις προσκομισθείσες αποδείξεις των ΕΛΤΑ η ημερομηνία παραλαβής και το πρόσωπο που παρέλαβε τη συστημένη επιστολή, διότι είναι δυσανάγνωστες κατά το μέρος αυτό, και περαιτέρω, ότι, σε κάθε περίπτωση, εφόσον από τα σώματα των Χ/7637/5-11-2008 και Χ7638/5-11-2008 ΠΕΕ προκύπτει ότι εκδόθηκαν την 5-11-2008, η ταμειακή βεβαίωση, που διενεργήθηκε την 20-11-2008, έγινε πρόωρα και ως εκ τούτου άκυρα, πριν την παρέλευση της προθεσμίας των 30 ημερών για την άσκηση ένστασης κατ`αυτών. Ως προς τις Μ/97/28-2-2011 ΠΕΕ και Μ/102/28-2-2011 ΠΕΠΕΕ, εξάλλου, επαναλαμβάνει όσα προέβαλε με την κρινόμενη ανακοπή, δηλαδή ότι οι καταλογιστικές αυτές πράξεις ουδέποτε επιδόθηκαν και ως εκ τούτου, ακύρως επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του για την είσπραξη των εισφορών που αφορούν, αφού οι νόμιμοι αυτοί τίτλοι ουδέποτε οριστικοποιήθηκαν.
21. Επειδή, καταρχάς, οι λόγοι της ανακοπής θα εξεταστούν μόνο αναφορικά με τις πράξεις ταμειακής βεβαίωσης που αφορούν τις οφειλές της εταιρίας με την επωνυμία “ … Α.Ε.” για τις οποίες ήδη κρίθηκε ότι υφίσταται ευθύνη του ανακόπτοντος υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής, ήτοι για τις οφειλές που απορρέουν από τις Χ/7637/5-11-2008, Χ7638/5-11-2008, Χ/8810/4-3-2010 και Μ/97/28-2-2011 ΠΕΕ και τις Χ/6355/4-3-2010 και Μ/102/28-2-2011 ΠΕΠΕΕ, δηλαδή τη νομιμότητα αντίστοιχα των 1280/20-11-2008, 1280/20-11-2008, 59/12-4-2010, 300/14-3-2011, 57/12-4-2010 και 298/14-3-2011 πράξεων ταμειακής βεβαίωσης – και ειδικώς όσον αφορά τις 1280/20-11-2008, 300/14-3-2011 και 298/14-3-2011 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης, μόνο κατά το μέρος τους που αφορούν ασφαλιστικές οφειλές της ως άνω ανώνυμης εταιρίας από μισθολογικές περιόδους πριν από την 1-4-2004 -, καθώς και το αντίστοιχο μέρος της ανακοπτόμενης ατομικής ειδοποίησης.
22. Επειδή, όσον αφορά στις Χ/7637/5-11-2008, Χ7638/5-11-2008 και Χ/8810/4-3-2010 ΠΕΕ και την Χ/6355/4-3-2010 ΠΕΠΕΕ, το Δικαστήριο εκτιμά, καταρχάς, ότι η επίδοσή τους προκύπτει από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις παραλαβής των ΕΛΤΑ, οι οποίες περιέχουν όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα στοιχεία [βλ. άρθρο 27 παρ. 6 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ (ΣτΕ 1981/2012, 160/2008, Ολομ. 2282/2000, 1801/1991)]. Το γεγονός δε ότι οι ενδείξεις που αφορούν την ακριβή ημερομηνία παραλαβής των εν λόγω συστημένων επιστολών και το όνομα του παραλαβόντος φυσικού προσώπου για λογαριασμό της εταιρίας είναι δυσανάγνωστες συνάπτεται αντίστοιχα με το ζήτημα της απόδειξης του χρόνου επίδοσης των καταλογιστικών πράξεων και το ζήτημα της παραλαβής τους από πρόσωπο στο οποίο μπορούσε να γίνει εγκύρως η κοινοποίηση αυτή. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι με την κρινόμενη ανακοπή προβάλλεται ότι οι ως άνω ΠΕΕ και ΠΕΠΕΕ δεν κοινοποιήθηκαν στην εταιρία και στον ίδιο τον ανακόπτοντα ατομικά και όχι ότι η επίδοσή τους ήταν άκυρη, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που να αφορούν ειδικώς το πρόσωπο που τις παρέλαβε για λογαριασμό της εταιρίας (το οποίο, πάντως, έθεσε τη σφραγίδα της εταιρίας στη θέση του “παραλαβόντος” και την υπογραφή του επ`αυτής) – όπως απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον με το από 17-5-2023 υπόμνημα -, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο λόγος αυτός, όπως προβλήθηκε, κατά το μέρος που αφορά τη μη επίδοση των πράξεων στην εταιρία, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και αυτό, ανεξαρτήτως του ότι το δυσανάγνωστο ορισμένων στοιχείων στο αποδεικτικό επίδοσης των καταλογιστικών πράξεων που απαιτείται να περιέχονται σε αυτό και πάντως, εν προκειμένω, υφίστανται, δεν καθιστά άκυρη την επίδοσή τους. Ο ίδιος λόγος, τυγχάνει ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος, και κατά το μέρος που προβάλλεται ότι οι νόμιμοι αυτοί τίτλοι δεν επιδόθηκαν ατομικώς στον ανακόπτοντα, καθόσον, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 4η σκέψη της παρούσας, οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 69 του ν.2676/1999 και του άρθρου 115 του ν. 2238/1994 δεν δημιουργούν ασφαλιστική υποχρέωση του ίδιου ως νομίμου εκπροσώπου της περί ής ο λόγος ανώνυμης εταιρίας για καταβολή των οφειλόμενων από την τελευταία εισφορών και πρόσθετων επιβαρύνσεων, αλλά απλή πρόσθετη ευθύνη αυτού προς πληρωμή του βεβαιωθέντος σε βάρος της εταιρίας ποσού, η οποία ανάγεται στο στάδιο της είσπραξης και όχι της βεβαίωσης των επίμαχων οφειλών. Συνεπώς, δεν απαιτείτο, εν προκειμένω, να επαναληφθεί η διαδικασία προσδιορισμού και βεβαίωσης του χρέους με κοινοποίηση προς τον ανακόπτοντα των επίμαχων καταλογιστικών πράξεων, όπως αβασίμως προβάλλει. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι η ταμειακή βεβαίωση των οφειλών από την Χ/8810/4-3-2010 ΠΕΕ και την Χ/6355/4-3-2010 ΠΕΠΕΕ διενεργήθηκε την 12-4-2010, ήτοι μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 30 ημερών για την άσκηση ένστασης κατ`αυτών από την επίδοσή τους, που πραγματοποιήθηκε την 11-3-2010 (βλ. τις προσκομιζόμενες αποδείξεις των ΕΛΤΑ), κρίνει ότι ο λόγος περί μη οριστικοποίησης των εν λόγω νόμιμων τίτλων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επιπροσθέτως, πράγματι, προκύπτει ότι η ταμειακή βεβαίωση των οφειλών από τις Χ/7637/5-11-2008 και Χ7638/5-11-2008 ΠΕΕ διενεργήθηκε την 20-11-2008, πριν την παρέλευση της προθεσμίας των 30 ημερών για την άσκηση ένστασης κατ`αυτών από την επίδοσή τους, που πραγματοποιήθηκε την 28-11-2008 (βλ. τις προσκομιζόμενες αποδείξεις των ΕΛΤΑ) και ήδη πριν την επίδοσή τους. Ωστόσο, ως προς αυτές, ο ίδιος λόγος προβάλλεται αλυσιτελώς. Και αυτό, καθόσον η αποστολή της ατομικής ειδοποίησης και η διενέργεια της πράξης ταμειακής βεβαίωσης είναι αναγκαία συνέπεια της οριστικοποιηθείσας καταλογιστικής πράξης, υπό την έννοια ότι το περιεχόμενό της διαμορφώνεται με βάση την πράξη αυτή και κατ΄εφαρμογή διατάξεων που δεν καταλείπουν οποιουδήποτε είδους διακριτική ευχέρεια στον Προϊστάμενο του ΚΕΑΟ (πρβλ. ΣτΕ 3005/2013). Και ναι μεν εν προκειμένω οι ανωτέρω ταμειακές βεβαιώσεις διενεργήθηκαν την 20-11-2008, σε χρόνο που αναντίλεκτα δεν είχε παρέλθει η προθεσμία προσβολής των πράξεων αυτών από την εργοδότρια εταιρία, ωστόσο, μετά την επίδοσή τους, που διενεργήθηκε την 28-11-2008, δεν προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, αλλά και από έρευνα στο ηλεκτρονικό αρχείο του Δικαστηρίου μέσω της πλατφόρμας ΟΣΔΔΥΔΔ, ότι έχει ασκηθεί κατ`αυτών η προβλεπόμενη από τον νόμο ενδικοφανής προσφυγή ή προσφυγή ουσίας αντίστοιχα. Συνεπώς, εφόσον ήδη έχει εμφιλοχωρήσει η οριστικοποίηση των ανωτέρω καταλογιστικών πράξεων και δεν επήλθε οποιαδήποτε μεταβολή στο περιεχόμενό τους, ούτε μεταβλήθηκε το ύψος των οφειλών που απορρέουν από τις πράξεις αυτές, όπως βεβαιώθηκαν ταμειακώς με τις 1280/20-11-2008 και 1280/20-11-2008 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης και συμπεριλήφθηκαν στα προσβαλλόμενα κεφάλαια της ανακοπτόμενης ατομικής ειδοποίησης, δεν καταλείπεται πλέον στον Προϊστάμενο του ΚΕΑΟ η ευχέρεια να μην προβεί στην ταμειακή βεβαίωση των ανωτέρω οφειλών και να μην εκδώσει ατομική ειδοποίηση ή να προβεί σε ταμειακές βεβαιώσεις και σύνταξη ατομικής ειδοποίησης διαφορετικού περιεχομένου (πρβλ. ΣτΕ 1796/2018, 690/2018, 3591/2014). Αντιθέτως, κατά το μέρος που η ανακοπτόμενη ατομική ειδοποίηση περιλαμβάνει τις 300/14-3-2011 και 298/14-3-2011 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης, που αφορούν τις οφειλές που προέρχονται από την Μ/97/28-2-2011 ΠΕΕ και την Μ/102/28-2-2011 ΠΕΠΕΕ αντίστοιχα, εφόσον το καθ`ού ν.π.δ.δ. δεν προσκόμισε στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η επίδοση των Μ/97/28-2-2011 ΠΕΕ και Μ/102/28-2-2011 ΠΕΠΕΕ στην εταιρία, ο οικείος λόγος προβάλλεται βασίμως σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 7η σκέψη της παρούσας και ως εκ τούτου, οι 300/14-3-2011 και 298/14-3-2011 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης και, κατά το αντίστοιχο μέρος, η ανακοπτόμενη ατομική ειδοποίηση πρέπει να ακυρωθούν ως προς τον ανακόπτοντα, κατά τα εν μέρει βασίμως προβαλλόμενα με τον οικείο λόγο της υπό κρίση ανακοπής.
23. Επειδή, ως προς τα πρόσθετα τέλη, με το από 17-5-2023 υπόμνημά του, προς αντίκρουση της 3349/16-2-2023 έκθεσης απόψεων του καθ`ού ν.π.δ.δ. που προσκομίστηκε σε εκτέλεση της 5725/2002 απόφαση του Δικαστηρίου, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η άποψη και πρακτική του καθ`ού ασφαλιστικού φορέα σχετικά με τη μη έκδοση ΠΕΠΤ για τα πρόσθετα τέλη, παρά μόνον σε περίπτωση εκπρόθεσμης πληρωμής εισφορών, είναι εσφαλμένη και δεν στηρίζεται στον νόμο, καθώς παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 107, 108 και 119 περ. ε` του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ, συγχέοντας τη διαδικασία νόμιμης επιβολής τους με αυτήν της είσπραξής τους και έχει ως αποτέλεσμα την ταμειακή βεβαίωση ποσών πρόσθετων τελών χωρίς την ύπαρξη νόμιμου τίτλου. Συναφώς, αντιτείνει ότι, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση, τα πρόσθετα τέλη υπολογίστηκαν, σύμφωνα με όσα εκθέτει ο καθ`ού Φορέας, μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της ανακοπτόμενης ατομικής ειδοποίησης, ήταν τόσο εφικτή, όσο και επιβεβλημένη η προηγούμενη έκδοση ΠΕΠΤ, ενώ, επιπλέον, με την έκθεση απόψεών του συνομολογεί ότι για τα οικεία ποσά των πρόσθετων τελών δεν έχει καν διενεργηθεί ταμειακή βεβαίωση. Κατά τα λοιπά, επαναλαμβάνει όσα προέβαλε με τον σχετικό λόγο της ανακοπής του, ότι μη νομίμως γίνεται καταλογισμός και αναζητούνται πρόσθετα τέλη με την ανακοπτόμενη ατομική ειδοποίηση, αφού για τα ποσά αυτά δεν έχουν εκδοθεί προηγουμένως οι σχετικές πράξεις καταλογισμού τους (ΠΕΠΤ), με αποτέλεσμα να ελλείπει παντελώς, κατά τους ισχυρισμούς του, νόμιμος τίτλος για τις οφειλές αυτές.
24. Επειδή, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις διατάξεις του α.ν.1846/1951 και του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ που παρατίθενται αναλυτικά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, και ιδίως των άρθρων 26 και 27 παρ.1 και 6 του α.ν.1846/1951, καθώς και αυτές των άρθρων 107, 108 και 119 περ. ε` του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ, και κρίνει ότι, από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, συνάγεται ότι τα πρόσθετα τέλη αποτελούν επιβαρύνσεις των εισφορών, που επιβάλλονται λόγω της μη εκπρόθεσμης καταβολής τους. Υπολογίζονται δε από την επομένη της λήξης της προθεσμίας εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών που αφορούν, με βάση συγκεκριμένο τρόπο, που ήδη ορίζεται στον νόμο, δηλαδή σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 27 του α.ν.1846/1951, όπως είχε τροποποιηθεί και ίσχυε έως 31-12-2012 και από 1-1-2013, σύμφωνα με το Δεύτερο Άρθρο παρ.4 του ν.4158/2013, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει, με τις διατάξεις του οποίου καταργήθηκαν τα πρόσθετα τέλη και αντικαταστάθηκαν από τόκους, οι οποίοι υπολογίζονται κατά τον διαγραφόμενο στην παράγραφο αυτή τρόπο, χωρίς, μάλιστα, να προβλέπεται πλέον ανώτατο ύψος τους (οροφή), όπως αντιθέτως ίσχυε για τα πρόσθετα τέλη (βλ. τις εν λόγω διατάξεις όπως αναλυτικά παρατίθενται στις 8η και 9η σκέψεις της παρούσας). Επομένως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι επιβαρύνσεις αυτές αποτελούν προσαύξηση της κύριας οφειλής από εισφορές (πρβλ. ΣτΕ 606/2019 σκ.5), προβλεπόμενη ευθέως στον νόμο και καταβλητέα στο στάδιο της είσπραξης των εισφορών, κατά την οποία συνεισπράττονται υποχρεωτικώς, και της συνακόλουθης τελικής εκκαθάρισης της οφειλής, καθώς έως τον χρόνο αυτό (της είσπραξης δηλαδή), εξακολουθούν να βαρύνουν την κύρια οφειλή και να υπολογίζονται επ`αυτής, κατ`αντιστοιχία προς τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής των άρθρων 5 και 6 του ΚΕΔΕ, με τις οποίες προσομοιάζουν, αλλά υπολογίζονται από τον ασφαλιστικό φορέα επί της κύριας οφειλής από εισφορές, ασυνδέτως προς την ταμειακή βεβαίωση της. Ως εκ τούτου, όταν εκδίδεται πράξη καταλογισμού οφειλών που δεν έχουν καταβληθεί (ΠΕΕ), δεν απαιτείται, για τη νομιμότητα της είσπραξης των πρόσθετων τελών (και ήδη από το έτος 2013, των τόκων), η προηγούμενη σύνταξη ΠΕΠΤ, καθόσον αυτά βαρύνουν εκ του νόμου την καταλογισθείσα κύρια οφειλή, με μόνη την πάροδο της προθεσμίας εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών μέχρι την εξόφληση ή την όποια πληρωμή, με βάση την καταλογιστική πράξη που έχει εκδοθεί. Δεδομένου δε ότι αναγκαία προϋπόθεση για την έναρξη επιβολής των πρόσθετων τελών – τόκων είναι να έχει γίνει το βασικό χρέος ληξιπρόθεσμο και ότι στη νομοθεσία του πρώην ΙΚΑ (και στις διατάξεις του άρθρου 6 του ΚΕΔΕ, στις οποίες ρητώς παραπέμπει το άρθρο 27 παρ.2 του α.ν.1846/1951) δεν προβλέπεται ιδιαίτερη διαδικασία ταμειακής βεβαίωσης για τα ποσά αυτά, παρέπεται ότι για την αναγκαστική είσπραξη των εν λόγω παρακολουθηματικού χαρακτήρα πρόσθετων τελών – τόκων, δεν απαιτείται να συνταχθεί ιδιαίτερη πράξη ταμειακής βεβαίωσης για τα ίδια αυτά ποσά, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνεται από τον ανακόπτοντα. Μνεία, δε, ότι οι εισφορές που καταλογίζονται, εφόσον δεν καταβληθούν εμπρόθεσμα, βαρύνονται με πρόσθετα τέλη υφίσταται στις επίμαχες ΠΕΕ, με αναφορά και στον τρόπο υπολογισμού τους, όπως αυτός ήδη διαγράφεται απευθείας στον νόμο. Αντιθέτως, τέτοια πράξη απαιτείται να συνταχθεί στην περίπτωση κατά την οποία εισφορές καταβάλλονται μεν από τον υπόχρεο αλλά εκπρόθεσμα, όπως, άλλωστε, συνάγεται από τις διατάξεις της παρ.1 περ. δ` του άρθρου 119 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τον καθ`ού Φορέα – περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Εξάλλου, με την αποστελλόμενη στον οφειλέτη ατομική ειδοποίηση, ο τελευταίος λαμβάνει – εκ νέου – γνώση της υποχρέωσης καταβολής των εν λόγω πρόσθετων τελών και του ύψους τους, η νομιμότητα της επιβολής ή του υπολογισμού ή του ύψους των οποίων δύναται να αμφισβητηθεί – παραδεκτώς – στο πλαίσιο δίκης που ανοίγεται με την άσκηση ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης της κύριας οφειλής ή και της ατομικής ειδοποίησης. Επομένως, εν προκειμένω, δεν απαιτείτο να εκδοθεί Πράξη Επιβολής Πρόσθετου Τέλους για τις επιβαρύνσεις που υπολογίστηκαν έως την έκδοση της ανακοπτόμενης ατομικής ειδοποίησης επί των κύριων οφειλών που απέρρεαν από την έκδοση σε βάρος της εταιρίας των επίμαχων πράξεων, απορριπτομένων ως αβάσιμων όσων περί του αντιθέτου προβάλλονται από τον ανακόπτοντα.
25. Επειδή, τέλος, με το δικόγραφο πρόσθετων λόγων προβάλλεται ότι οι αξιώσεις του καθ`ού Φορέα που βεβαιώθηκαν ταμειακά με τις 1280/20-11-2008, 201/19-2-2009, 202/19-2-2009, 59/12-4-2010, 57/12-4-2010, 129/15-9-2011, 300/14-3-2011 και 298/14-3-2011 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης και αφορούν εισφορές που ανάγονται στα έτη 2002-2007 έχουν παραγραφεί. Ειδικότερα, ο ανακόπτων, επικαλούμενος ότι οι αξιώσεις του ΕΦΚΑ υπόκεινται σε δεκαετή παραγραφή, ισχυρίζεται ότι εφόσον οι καταλογιστικές πράξεις που ενσωματώνουν τις ως άνω αξιώσεις ουδέποτε κοινοποιήθηκαν στην εταιρία ή τον ίδιο και παράλληλα, μέχρι την κοινοποίηση στον ίδιο της ανακοπτόμενης ατομικής ειδοποίησης και δεν έλαβε χώρα κάποιο διακοπτικό ή ανασταλτικό της παραγραφής γεγονός, η παραγραφή αυτών, που εκκινεί από το τέλος του έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία για την οποία καταλογίστηκαν εισφορές, είχε ήδη συμπληρωθεί έως τον χρόνο κοινοποίησης σε αυτόν της προσβαλλόμενης ατομικής ειδοποίησης.
26. Επειδή, καταρχάς, ο λόγος αυτός είναι εξεταστέος μόνο ως προς τις αξιώσεις του καθ`ού Φορέα που καταλογίστηκαν με τις Χ/7637/5-11-2008, Χ7638/5-11-2008 και Χ/8810/4-3-2010 ΠΕΕ και την Χ/6355/4-3-2010 ΠΕΠΕΕ και μόνο κατά το μέρος τους που αφορούν ασφαλιστικές οφειλές της ως άνω ανώνυμης εταιρίας από μισθολογικές περιόδους πριν από την 1-4-2004, δεδομένου ότι ως προς το μεταγενέστερο διάστημα ήδη κρίθηκε, με οριστική διάταξη της 5725/2022 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, ότι ο ανακόπτων δεν υπέχει ευθύνη για την καταβολή των εισφορών που οφείλει η εταιρία και επομένως, ότι οι αντίστοιχες πράξεις ταμειακής βεβαίωσης τυγχάνουν ακυρωτέες, ενώ με την παρούσα ήδη κρίθηκε ότι ακυρωτέες τυγχάνουν και οι 300/14-3-2011 και 298/14-3-2011 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης. Ως προς τις ως άνω, επομένως, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα εξής: α) με την Χ/7637/5-11-2008 ΠΕΕ, καταλογίστηκαν εισφορές για εργασία που παρασχέθηκε από τον 3ο/2003 έως τον 11ο/2003 και η πράξη αυτή κοινοποιήθηκε στην εταιρία την 28-11-2008, β) με την Χ7638/5-11-2008 ΠΕΕ καταλογίστηκαν εισφορές για εργασία που παρασχέθηκε από τον 12ο/2003 και έως 3ο/2004 (και για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα έως τον 3ο/2008, που όμως δεν εξετάζεται, καθόσον για το διάστημα που έπεται της 1-4-2004 ήδη κρίθηκε, με οριστική διάταξη της 5725/2022 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, ότι ο ανακόπτων δεν υπέχει ευθύνη για την καταβολή των εισφορών που οφείλει η εταιρία) και η πράξη αυτή κοινοποιήθηκε στην εταιρία την 28-11-2008, γ) με την Χ/8810/4-3-2010 ΠΕΕ, καταλογίστηκαν εισφορές για εργασία που παρασχέθηκε από τον 1ο έως τον 12ο/2001 και η πράξη αυτή κοινοποιήθηκε στην εταιρία την 11-3-2010 και δ) με την Χ/6355/4-3-2010 ΠΕΠΕΕ επιβλήθηκε πρόσθετη επιβάρυνση επί εισφορών μισθολογικής περιόδου 12ου/2001 και η πράξη αυτή κοινοποιήθηκε στην εταιρία την 11-3-2010. Αντίστοιχα, οι οφειλές αυτές βεβαιώθηκαν ταμειακά την 20-11-2008, 20-11-2008, 12-4-2010 και 12-4-2010 με τις 1280/20-11-2008, 1280/20-11-2008, 59/12-4-2010 και 57/12-4-2010 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης. Η δε κοινοποίηση της ανακοπτόμενης 8/4-1-2018 ατομικής ειδοποίησης έλαβε χώρα, ενόψει του χρόνου άσκησης της κρινόμενης ανακοπής (την 30-1-2018), εντός του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2018. Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις που παρατίθενται στη 12η σκέψη της παρούσας, με τις οποίες έγινε δεκτό ότι η παραγραφή τόσο του δικαιώματος του ΙΚΑ και ήδη του καθ΄ού e-ΕΦΚΑ να καταλογίσει τις εισφορές και πρόσθετες επιβαρύνσεις που επιβλήθηκαν με τις επίμαχες καταλογιστικές πράξεις, όσο και του δικαιώματός του προς είσπραξη των ταμειακώς βεβαιωμένων οφειλών που απορρέουν από τις πράξεις αυτές είναι δεκαετής, με ημερομηνία εκκίνησης της κάθε μίας από τις ανωτέρω παραγραφές, την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία και τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου έλαβε χώρα η ταμειακή βεβαίωση της χρηματικής απαίτησης του ΙΚΑ και ήδη του καθ΄ού ΕΦΚΑ αντίστοιχα, στην ένδικη υπόθεση, τόσο το δικαίωμα του καθ`ού ν.π.δ.δ. να καταλογίσει, όσο και το δικαίωμά του να εισπράξει τις επίδικες απαιτήσεις του δεν είχε υποπέσει σε παραγραφή. Και αυτό, δοθέντος ότι τόσο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία για την οποία καταλογίστηκαν εισφορές έως την κοινοποίηση των οικείων νόμιμων τίτλων, όσο και από την κοινοποίηση των ως άνω νόμιμων τίτλων έως την ταμειακή βεβαίωση των απορρεουσών από αυτούς απαιτήσεων, τέλος δε, από την ταμειακή τους βεβαίωση έως την κοινοποίηση της ανακοπτόμενης ατομικής ειδοποίησης δεν παρήλθε αντίστοιχα χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
27. Επειδή, κατ`ακολουθίαν, πρέπει η ανακοπή να γίνει εν μέρει δεκτή και να ακυρωθεί η 8/4-1-2018 ατομική ειδοποίηση, κατά το μέρος που σε αυτήν περιλαμβάνονται η 1280/20-11-2008 πράξη ταμειακής βεβαίωσης [(με την οποία βεβαιώθηκαν ταμειακά οι οφειλές από την Χ7638/5-11-2008 ΠΕΕ), κατά το μέρος αυτής που αφορά ασφαλιστικές οφειλές της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «… Α.Ε.» από μισθολογικές περιόδους μετά την 1-4-2004], καθώς και οι 201/19-2-2009, 202/19-2-2009, 366/8-4-2009, 922/18-8-2009, 1277/12-11-2009, 22/10-2-2010, 121/9-8-2010, 139/10-9-2010, 27/9-3-2011, 28/9-3-2011 27/9-3-2011, 96/15-6-2011, 95/15-6-2011, 96/15-6-2011, 129/15-9-2011, 300/14-3-2011, 298/14-3-2011, 135/3-9-2010, 25/27-3-2017, 23/23-3-2017, 24/27-3-2017 και 32/11-5-2017 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης, καθώς και τις ίδιες αυτές πράξεις ταμειακής βεβαίωσης, ως προς τον ανακόπτοντα. Περαιτέρω, μέρος του καταβληθέντος παραβόλου, ύψους 20 ευρώ, πρέπει να αποδοθεί στον ανακόπτοντα και το υπόλοιπο, ύψους 80 ευρώ, να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (βλ. 277 παρ.9 ΚΔΔ), ενώ, τέλος, ενόψει της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους (βλ. 275 παρ.1 ΚΔΔ).
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Δέχεται εν μέρει την ανακοπή.
Ακυρώνει την 8/4-1-2018 ατομική ειδοποίηση, με την οποία ο ανακόπτων κλήθηκε να καταβάλλει οφειλές της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «… Α.Ε.», υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής, κατά το μέρος που σε αυτήν περιλαμβάνονται η 1280/20-11-2008 πράξη ταμειακής βεβαίωσης [(με την οποία βεβαιώθηκαν ταμειακά οι οφειλές από την Χ7638/5-11-2008 ΠΕΕ), κατά το μέρος αυτής που αφορά ασφαλιστικές οφειλές της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «… Α.Ε.» από μισθολογικές περιόδους μετά την 1-4-2004], καθώς και οι 201/19-2-2009, 202/19-2-2009, 366/8-4-2009, 922/18-8-2009, 1277/12-11-2009, 22/10-2-2010, 121/9-8-2010, 139/10-9-2010, 27/9-3-2011, 28/9-3-2011 27/9-3-2011, 96/15-6-2011, 95/15-6-2011, 96/15-6-2011, 129/15-9-2011, 300/14-3-2011, 298/14-3-2011, 135/3-9-2010, 25/27-3-2017, 23/23-3-2017, 24/27-3-2017 και 32/11-5-2017 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης, καθώς και οι ίδιες αυτές πράξεις ταμειακής βεβαίωσης, ως προς τον ανακόπτοντα.
Διατάσσει την απόδοση μέρους του καταβληθέντος και νόμιμου παραβόλου, ύψους είκοσι (20) ευρώ, στον ανακόπτοντα και την κατάπτωση του υπόλοιπου, ύψους ογδόντα (80) ευρώ, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκη, την 26-1-2024, όπου και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, την 31-1-2024.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΣΚΟΥΡΑ ΑΝΤΩΝΙΑ ΠΑΡΗΓΟΡΗ