ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 114/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 349/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την εκουσία δικαιοδοσία, έχει ασκηθεί νομότυπα (αρ. 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (αρ. 518 παρ.1 ΚΠολΔ). Συγκεκριμένα η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα στις 30-3-2017, (όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. …… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……) και η ένδικη έφεση κατατέθηκε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 2-5-2017, όπως προκύπτει από την, αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, έκθεση κατάθεσης, δεδομένου ότι η τελευταία ημέρα της προθεσμίας ήταν κατά νόμο (αρ. 144 παρ.1,3 ΚΠολΔ), εξαιρετέα (Σάββατο), όπως και η επόμενη (Κυριακή) και η μεθεπόμενη (1η Μαΐου). Πρέπει, επομένως, η έφεση, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (αρ. 19, 533 παρ.1, 2, 522 ΚΠολΔ).΄Εχει κατατεθεί δε, από τον εκκαλούντα, το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο, όπως αναφέρεται στην προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κατά το άρθρο 105 ΑΚ ,”Με απόφαση του πρωτοδικείου μπορεί να διαλυθεί το σωματείο, αν το ζητήσει η διοίκησή του ή το ένα πέμπτο των μελών του ή η εποπτεύουσα αρχή: 1…, 2 …,3. αν το σωματείο επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από εκείνον που καθορίζει το καταστατικό ή αν ο σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου έχουν καταστεί παράνομοι ή ανήθικοι ή αντίθετοι προς τη δημοσία τάξη”. (Εφ.Θρ. 117/1999, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ.ΑΚ, άρθρο 105). Ήδη δε με το άρθρο 787 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με τους Ν. 4055/2012 και 4077/2012, όταν ζητείται κατά το νόμο να διαταχθεί, μεταξύ άλλων, η διάλυση του σωματείου, αρμόδιος είναι ο Ειρηνοδίκης της περιφέρειας που έχει έδρα το σωματείο. Ως εποπτεύουσα δε αρχή, κατά την έννοια των άρθρων 82 και 105 ΑΚ, νοείται ο κατά τόπο αρμόδιος Νομάρχης, σύμφωνα με το άρθρο 29 Ν.281/2014 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ. 1,4, 5 του Α.Ν. 1179/1938 και άρθρο 25 του β.δ. 864/1960 (Ολ. ΑΠ 4/2005, Εφ.Θρ. 117/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ.4645/1976 ΝοΒ 25, 73) και ήδη, σύμφωνα με τα άρθρα 282 παρ. 1 και 186Η σημ. 14 του Ν. 3852/2010, η αρμόδια κατά τόπο Περιφέρεια, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στα ως άνω άρθρα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 84 ΑΚ, κάθε τροποποίηση του καταστατικού σωματείου ισχύει μόνο αφού εγγραφεί στο βιβλίο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 79,81 και 82. Η εγγραφή αυτή έχει συστατικό χαρακτήρα, αφού πριν από αυτή η σχετική περί τροποποίησης απόφαση δεν παράγει έννομη ενέργεια (ΑΠ 319/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της άσκησής του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε, δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου δεν αρκεί, αλλ’ απαιτείται επιπρόσθετα να συντρέχουν περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και εκείνου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία γεννιέται στον τελευταίο (υπόχρεο) η καλόπιστη πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ΄ αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται ν΄ ασκηθεί εναντίον του, έτσι ώστε η μεταγενέστερη επιδίωξη ανατροπής της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες (Ολ.ΑΠ. 62 /1990, Ολ.ΑΠ 56/1990). Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν αρκεί καταρχήν μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ΄ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ΄ ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση συνδυασμός των ανωτέρω και γενικώς η συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ. ΑΠ 8/ 2001, ΑΠ 909/2017, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων – ήδη εκκαλών σύλλογος, ζητούσε με την από 17-7-2014, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……….., ανακοπή του κατά του καθ΄ού η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητου και για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν, να ακυρωθεί, η υπ’αρ. …. διαταγή της Ειρηνοδίκη του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, με την οποία, διατάχθηκε η διάλυσή του (ανακόπτοντος), για το λόγο ότι επιδιώκει διαφορετικό σκοπό, εν τοις πράγμασι, από τον οριζόμενο στο καταστατικό του.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 349/2017), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την εκουσία δικαιοδοσία, αφού έκρινε παραδεκτή την ως άνω ανακοπή και εξέτασε αυτήν ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, την απέρριψε στο σύνολό της, κρίνοντας τον πρώτο λόγο της ως ουσιαστικά αβάσιμο και τους λοιπούς δύο, ως νομικά αβάσιμους.
Ήδη κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο ανακόπτων – ήδη εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται, κατ΄εκτίμηση του δικογράφου της, σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω ανακοπή του.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του ανακόπτοντος ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά αυτού, καθώς και όλων, χωρίς εξαίρεση, των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.
Ο ανακόπτων – ήδη εκκαλών σύλλογος, αποτελεί σωματείο με την επωνυμία ‘’Εξωραιστικός και Πολιτιστικός Σύλλογος ………..‘’ με έδρα το ….. ., ο οποίος ιδρύθηκε δυνάμει της υπ΄αρ.4372/1964 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία εγκρίθηκε το από 29-8-1964 καταστατικό του και καταχωρίσθηκε στο τηρούμενο Βιβλίο Σωματείων (Β.Σ) του ως άνω δικαστηρίου με αρ. …. Ακολούθως δε, με την υπ΄αρ. 13/1973 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, που καταχωρίσθηκε επίσης στο παραπάνω βιβλίο με αρ. …, τροποποιήθηκε το καταστατικό του του ως άνω σωματείου. Σύμφωνα δε με το δεύτερο (2ο) άρθρο του ως άνω καταστατικού του, σκοπός του συλλόγου αυτού είναι, µεταξύ άλλων, ‘’η συµβολή του συνοικισµού ………. .. δια την ανέγερσιν του ιερού Ναού του ……..’’, ενώ καμία άλλη τροποποίηση, δεν καταχωρίσθηκε, έκτοτε, στο Βιβλίο Σωματείων (όπως προκύπτει από το με αρ. ……. πιστοποιητικό του Γραµµατέα του ως άνω δικαστηρίου). Με αφορμή τις με αρ. πρωτ. ……… καταγγελίες των ……… αντίστοιχα, σχετικά µε τη λειτουργία του ανακόπτοντος σωματείου, την τήρηση των όσων αναφέρονται στο καταστατικό του και την οικονοµική του διαχείριση, που περιήλθαν στη Διεύθυνση Αθλητισµού και Πολιτισµού του καθ’ού η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητου, συστάθηκε Επιτροπή Ελέγχου, προκειμένου να διενεργήσει διοικητικό και διαχειριστικό έλεγχο, κατ’ άρθρο 29 Ν. 281/1914, του εν λόγω σωματείου. Κατόπιν της διενέργειας του ελέγχου από την ως άνω Επιτροπή, η τελευταία συνέταξε και υπέβαλε προς τον καθ’ ού η ανακοπή- εποπτεύουσα αρχή, την υπ ΄αρ. πρωτ. …… έκθεση ελέγχου στην οποία διαπιστώθηκαν διαχειριστικές πληµµέλειες και παραβάσεις του καταστατικού του σωματείου, μεταξύ των οποίων αναφέρεται και η εµπλοκή αυτού στη διαχείριση των οικονοµικών της Εκκλησίας του . …. (διαχείριση παγκαρίου, φιλοπτώχου, έξοδα εκκλησίας κλπ.), πράγμα που εκφεύγει των σκοπών του, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 2 του καταστατικού του, στο οποίο, όπως προαναφέρθηκε, γίνεται αναφορά µόνο στη συµβολή του σωματείου για την ανέγερση του Ι.Ν. …….. και όχι για τη λειτουργία του. Η ως άνω έκθεση ελέγχου γνωστοποιήθηκε στο ανακόπτον σωµατείο με το υπ΄αρ. …….. έγγραφο του καθ’ ού η ανακοπή- εφεσίβλητου, που, δια του µε αρ. ……. εγγράφου του, του ζητούσε να προσκομίσει τα εκεί αναφερόμενα έγγραφα και δικαιολογητικά, προς διόρθωση των διαπιστωθεισών πληµµελειών και παραβάσεων. Το ανακόπτον, πράγματι, με το με αρ. πρωτ. ….. έγγραφό του, υπέβαλε, για τον ως άνω σκοπό, σχετικά στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά, όμως, δεν κρίθηκαν επαρκή από τον καθ΄ού η ανακοπή – εποπτεύουσα αρχή, γεγονός που γνωστοποιήθηκε στο παραπάνω σωματείο, δυνάμει της υπ΄αρ. πρωτ. ……. απάντησής της όπου αναλυτικά εξηγούνται οι λόγοι που τα στοιχεία που προσκόμισε το ανακόπτον δεν έγιναν δεκτά και του ζητήθηκε η εκ νέου προσκόμιση των ορθών στοιχείων. Ακόμη, η Ιερά Μητρόπολη Μεγάρων και Σαλαµίνας κοινοποίησε, προς την εποπτεύουσα αρχή, με το υπ΄αρ. πρωτ. ……. έγγραφό της, απόφαση του Μητροπολιτικού Συµβουλίου της για το διορισµό διαχειριστικής υποεπιτροπής για το Ιερό Παρεκκλήσιο ………, και ζήτησε, µε την από 12-3-2013 και µε αρ. πρωτ. …. επιστολή, από το Διοικητικό Συµβούλιο του ανακόπτοντος, να παραδοθούν στην υποεπιτροπή αυτή, τα κλειδιά του παγκαρίου του παρρεκκλησίου, ώστε να προβεί στα διαχειριστικά της καθήκοντα, το οποίο (Δ.Σ), όµως, της αρνήθηκε την πρόσβαση.
Στη συνέχεια, κατόπιν της από 17-4-2014 και με αρ. καταθ. …… αίτησης του καθ’ού η ανακοπή ΟΤΑ Β βαθμού με την επωνυμία ‘’ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΤΤΙΚΗΣ’’, ως αρμόδιας εποπτεύουσας αρχής, κατά τα αναφερθέντα ανωτέρω, εκδόθηκε η ανακοπτόµενη (υπ΄αρ. …….) διαταγή της Ειρηνοδίκη Σαλαµίνας, µε την οποία διατάχθηκε η διάλυση του ανακόπτοντος σωματείου και η διαγραφή του από τα τηρούμενα βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενόψει της διαπίστωσης ότι ‘’…το ανακόπτον έχει εκφύγει του σκοπού του και εξακολουθεί να κινείται εκτός των καταστατικών του σκοπών, αναµιγνυόµενο µε πρόθεση στη διαχείριση του Ι.Ν. ……., ήδη Παρεκκλησίου του Ι.Ν. …….., δραστηριότητα η οποία δεν προβλέπεται και κατά συνέπεια δεν επιτρέπεται από το καταστατικό του’’.
Ο ανακόπτων – εκκαλών σύλλογος, παραπονείται με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την ένστασή του περί καταχρηστικότητας της λύσης του, κατόπιν των ενεργειών του καθ΄ού η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητου- εποπτεύουσας αρχής, καθώς οι ασάφειες και παραλείψεις που εντοπίστηκαν από την ως άνω υπ΄αρ. …….. Έκθεση ελέγχου, των ελεγκτών ……. και ……., διορθώθηκαν από αυτόν (ανακόπτοντα), ο οποίος προσκόμισε όλα τα απαραίτητα έγγραφα για την τακτοποίησή τους στις αρμόδιες υπηρεσίες, καλύφθηκε δε και το ανευρεθέν με τον ως άνω έλεγχο ταμειακό του έλλειμα ύψους 400 ευρώ. Ότι, περαιτέρω, η τροποποίηση του καταστατικού του, που έλαβε χώρα με την υπ΄αρ. 2018/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντίγραφο της οποίας προσκόμισε κατά τον έλεγχο, σε συνδυασμό και με όλη τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου, του δημιούργησαν την εντύπωση ότι λειτουργούσε σύννομα και στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, τον έπεισαν δε ότι δεν πρόκειται ο τελευταίος να προβεί σε ένα τέτοιο ακραίο μέτρο, όπως αυτό της λύσης του. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός του ανακόπτοντος και επομένως και ο ως άνω λόγος της έφεσής του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι o εφεσίβλητoς ενήργησε καταχρηστικά, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, καθώς, παρότι καθυστέρησε να ασκήσει την αίτηση για τη διάλυσή του, ουδόλως προέβη σε τέτοιες ενέργειες ώστε να του δημιουργήσει την εύλογη εντύπωση, ότι δεν θα ασκούσε το εν λόγω νόμιμο (κατ΄ άρθρο 105 παρ.3 ΑΚ) δικαίωμά του. Αντίθετα, όπως συνάγεται από τα, αποστελλόμενα από αυτόν στον ανακόπτοντα, έγγραφα και ειδικότερα τα με αρ. πρωτ. ………, τού επισηµαίνεται ότι το σωματείο εκφεύγει του καταστατικού σκοπού του. Εξάλλου, η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος του εφεσίβλητου, δεν αντίκειται ούτε στην συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 Σ), όπως αβασίμως επίσης ισχυρίζεται ο εκκαλών, επειδή, όπως υποστηρίζει, με τον πρώτο επίσης, λόγο της έφεσής του, αυτός δεν έχει προβεί τα τελευταία 20 χρόνια σε τέτοια ανάκληση άλλου σωματείου, διότι, αφενός μεν μια τέτοια πράξη προϋποθέτει διαπίστωση ανάλογης διάστασης μεταξύ του επιδιωκόμενου στην πράξη και του καταστατικού σκοπού και σε άλλα σωματεία, πράγμα που δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο, αφετέρου δε, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο είναι αληθές, δεν μπορεί να οδηγήσει στη λογική της ‘’ισότητας’’, όσον αφορά στην ανοχή στην παρατυπία, από την εποπτεύουσα αρχή.
Ο λόγος δε που διατάχθηκε η διάλυση του εν λόγω σωματείου, είναι, όπως ρητά αναφέρεται στην ανακοπτόμενη διαταγή, κατά τα προεκτεθέντα, ότι επεδίωκε διαφορετικό από τον αναφερόμενο στο καταστατικό του, σκοπό, πράγμα που δεν αρνείται ουσιαστικά και ο ανακόπτων, και όχι οι λοιπές παραβιάσεις του καταστατικού του και διαχειριστικές πλημμέλειες, που διαπιστώθηκαν με τον ως άνω έλεγχο. Σε κάθε περίπτωση πάντως, αυτές δεν αποκαταστάθηκαν στο σύνολό τους, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ανακόπτων – εκκαλών, τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όσο και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου με τον ως άνω λόγο της έφεσης, γεγονός που σαφώς προκύπτει από το προαναφερθέν ……. έγγραφο – απάντηση του εφεσίβλητου προς αυτόν, όπου ρητά αναφέρεται ότι δεν γίνονται δεκτά τα στοιχεία που προσκομίστηκαν από το ανακόπτον –σωματείο, σχετικά με τις αναγραφόμενες στο ως άνω έγγραφο παραβάσεις του, ως μη ορθά, για τους λόγους που αιτιολογούνται αναλυτικά στο εν λόγω έγγραφο. Περαιτέρω, η επικαλούµενη από τον ανακόπτοντα, υπ΄αρ. 2018/2003 προαναφερθείσα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, περί τροποποίησης του καταστατικού του, δεν εγγράφηκε στο οικείο δηµόσιο βιβλίο, µε αποτέλεσµα ουδεµία τροποποίηση (του καταστατικού του) να έχει επέλθει με αυτήν, αφού η εν λόγω δημοσιότητα έχει συστατικό χαρακτήρα, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη. Ο δε ισχυρισμός του εκκαλούντος, ότι, ενόψει της μη ισχύς της εν λόγω τροποποίησης, λόγω της μη καταχώρισής της στα οικεία βιβλία σωματείων, θα μπορούσε η εποπτεύουσα αρχή να του υποδείξει την εκ νέου τροποποίηση του καταστατικού του, πράγμα που δεν έπραξε, επίσης δεν αρκεί για να καταστήσει την άσκηση του ένδικου δικαιώματος του καθ΄ού η ανακοπή – εφεσίβλητου, καταχρηστική. Πέραν τούτου, ακόμη κι αν ήταν ισχυρή η εν λόγω τροποποίηση του σκοπού του, πράγμα που δεν συμβαίνει λόγω της έλλειψης της δημοσιότητας, κατά τα προεκτεθέντα, αυτή δεν περιελάµβανε και τη διαχείριση των οικονοµικών του Ιερού Ναού του ………….., αλλά μόνο την ‘’συντήρηση και βελτίωσή‘’ του, όπως ορθώς επισημαίνεται και με την εκκαλουμένη και αντίθετα με τα όσα ισχυρίζεται ο ανακόπτων –εκκαλών. Πιο συγκεκριμένα, αυτός υποστηρίζει, με τον δεύτερο και τελευταίο λόγο της ένδικης έφεσής του, ότι λανθασμένα η εκκαλουμένη, έκρινε ως αληθείς τους λόγους που αναφέρονται στην αίτηση της αντιδίκου του για τη διάλυση του, και ειδικότερα ότι η διαχείριση του παγκαρίου του ως άνω ναού δεν υπάγεται στους σκοπούς του σωματείου, ενώ, στην ως άνω υπ΄αρ. 2018/2003 απόφαση με την οποία τροποποιήθηκε το καταστατικό του, αναφέρονται ως σκοποί του η συντήρηση και η λειτουργία του ναού, σκοποί οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν χωρίς τη συλλογή πόρων. Κι αυτός ο λόγος, όμως, της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι, σύμφωνα με τα όσα έχουν ήδη εκτενώς εκτεθεί ανωτέρω, εφόσον για την ως άνω επικαλούμενη από τον εκκαλούντα απόφαση, δεν έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη δημοσιότητα, (ήτοι δεν καταχωρίσθηκε στο βιβλίο σωματείων), η τροποποίηση θεωρείται ως μη γενόμενη, ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι ο, με αυτήν τροποποιηθείς, σκοπός του σωματείου, όπως αναφέρεται παραπάνω από τον εκκαλούντα, περιλαμβάνει και τη διαχείριση του παγκαρίου κλπ, πράγμα αμφίβολο, κατά τα προαναφερθέντα. Το γεγονός δε που επικαλείται ο ανακόπτων – εκκαλών με τον ως άνω λόγο, ότι όλα αυτά τα χρόνια, η εποπτεύουσα αρχή (εφεσίβλητος) θεωρούσε τα επίσημα βιβλία του που της υπέβαλε, δεν αναιρεί, τη μη καταχρηστικότητα της άσκησης του ένδικου νόμιμου δικαιώματός της (αλλά και καθήκοντός της ως εποπτεύουσας αρχής όταν διαπιστώνει παρατυπίες), να αιτηθεί και να επιτύχει την διάλυση του εκκαλούντος συλλόγου, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά το χρόνο που προέβαινε στη θεώρηση των βιβλίων αυτών, δεν είχε ακόμη διενεργηθεί ο προαναφερθείς έλεγχος, από την συσταθείσα αρμόδια Επιτροπή, που διαπίστωσε παραβάσεις του καταστατικού του, αλλά και ότι έχει εκφύγει του προβλεπόμενου από αυτό σκοπού. Όσον αφορά δε τέλος, την αντιδικία, που επικαλείται ο εκκαλών με την προσθήκη των προτάσεών του ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, μεταξύ των μελών της διοίκησής του και των μελών της αναφερθείσας παραπάνω υποεπιτροπής, ανεξάρτητα του ότι αυτή (αντιδικία) είναι υπαρκτή, δεν αναιρεί το γεγονός ότι διαπιστώθηκε αρμοδίως η διάσταση του εν τοις πράγμασι επιδιωκόμενου σκοπού από το σωματείο, σε σχέση με τον αναφερόμενο στο ισχύον καταστατικό του, που αποτελεί λόγο κατά το νόμο, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω να διαταχθεί η διάλυσή του.
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την ανακοπή, δεν έσφαλε, ορθώς εφάρμοσε δε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, αντίθετα με τα όσα, αβάσιμα, υποστηρίζει ο εκκαλών, με την ένδικη έφεσή του. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση, ν΄ απορριφθεί κατ΄ουσία. Τα δικαστικά δε έξοδα του καθ΄ού η ανακοπή – εφεσίβλητου, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, θα επιβληθούν εις βάρος του ηττηθέντος και στην εκκλητή δίκη ανακόπτοντος – εκκαλούντος, όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο του, παραβόλου, που κατέθεσε ο εκκαλών, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ’αρ. 349/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την εκουσία διαδικασία.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, το κατατεθέν, από τον εκκαλούντα, παράβολο.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 27 Φεβρουαρίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ